.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Οι θολωτοί τάφοι στο Ψάρι Τριφυλίας


Μυκηναῖα σπαράγματα
Κισσοὶ καὶ κρίνοι – μυκηναῖα σπαράγματα,
κρουνοὶ τῆς θάλλουσας ἀνθοφορίας
στὰ θολωτὰ κιβούρια τῶν προγόνων.
Παλμοὶ δροσιᾶς – ἀρχαῖα μειδιάματα,
σὲ πήλινους φακέλους μέσα τῶν αἰώνων
φέρνω σας,
ἀπ’ τῆς Προϊστορίας τὸν ἀστείρευτο ἠθμό
καὶ μ’ ἕνα τρέμισμα – ἀσπασμό
στὸ ὑπέρθυρο τῆς Μνημοσύνης σᾶς ἀφήνω!

Γ.Ε. Χατζῆ, «Κέρνοι», Πειραιεὺς 1979

Η επιστολή
«Μέ τό γράμμα μου αὐτό θέλω νά σᾶς γνωρίσω ἕνα “μνημεῖο” (κάπως γνωστό) μέ τή γνώμη, ἄν ὄχι τήν βεβαιότητα, πώς πρόκειται γιά ἕναν ἀκόμη μυκηναϊκό τάφο στόν νομό Μεσσηνίας, μιά θέση κοντά στό χωριό Ψάρι. Καθώς περιγράφω παρακάτω, παραμένει “κάπως γνωστό”, γιατί μερικοί ἀπό τούς παλιούς Ψαραίους ξέρουν τή θέση, μά μιλάνε γιά “ἁλώνι”, γιά “καμίνι”, χωρίς νά διερωτηθοῦν καί νά ἑρευνήσουν περισσότερο…» (ΑΠ 6657/ΓΔΑΑ/3- 2-1981).
Με τα πιο πάνω λόγια αρχίζει την ιδιόχειρη επιστολή του το 1981 προς το Υπουργείο Πολιτισμού ο αείμνηστος Γεώργιος Χρ. Παπαγεωργίου, συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος του ΠΙΚΠΑ, για να υποδείξει αρχαιότητες, οι οποίες καθιέρωσαν ως νέα αρχαιολογική περιοχή την μέχρι τότε terra incognita ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ψάρι Τριφυλίας. Η επιστολή διαβιβάζεται στην αρμόδια για τις αρχαιότητες και τα μνημεία της Μεσσηνίας Ζ' Εφορεία Αρχαιοτήτων και η ανασκαφική έρευνα ανατίθεται στην υπογραφομένη, νεαροτάτη τότε, επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην Ολυμπία. Η πρώτη αυτή υπηρεσιακή ανασκαφή εδραίωσε τον επιστημονικό προσανατολισμό ως φυσική συνέχεια και ταυτοχρόνως επιστέγασμα της πολύτιμης εμπειρίας, η οποία είχε αποκτηθεί κατά την αδιάλειπτη συμμετοχή μου στις Ανασκαφές Πύλου υπό την διεύθυνση του ομοτίμου καθηγητού Γεωργίου Στυλ. Κορρέ. Το κείμενο που ακολουθεί αφιερώνεται στον παμφίλτατο δάσκαλό μου -αντίδωρον ελάχιστον της αγάπης που μου ενέπνευσε για την μυκηναϊκή Μεσσηνία, ψηφίδα συμβολής στο εμβληματικό ταφικό της ενδιαίτημα και στον αποκαλούμενο από τον ίδιο «πολιτισμό των θολωτών τάφων της ΝΔ- Δ Πελοποννήσου».

Η πρώτη επίσκεψη
Την άνοιξη του 1981, η υπηρεσιακή αυτοψία που πραγματοποιείται στο ύψωμα Μετσίκι, την νέα αρχαιολογική θέση, από τον τότε έφορο των αρχαιοτήτων Ολυμπίας Κων. Τσάκο, τον υποδείξαντα και την υπογραφομένη, επιβεβαιώνει απολύτως τα αναφερόμενα στην επιστολή.
Ο Γ. Παπαγεωργίου είχε μελετήσει και ορθώς «αναγνώσει» τα ευδιάκριτα για το μάτι του ειδικού σημεία –μάρτυρες της παρουσίας μεγάλων διαστάσεων θολωτού τάφου σε κυκλικό ερειπιώνα– στρογγυλό πηγάδι ή «αλώνι ή καμίνι για τους πολλούς». Δύο ήταν τα επίμαχα ορατά σημεία που τον παρεκίνησαν: το ανώτατο σωζόμενο ΒΒΔ τμήμα του τοιχώματος της θόλου με εμφανή ενδόκλιση1, και το τμήμα της αριστεράς για τον εισερχόμενο παρειάς του στομίου στο επίπεδο του ανωφλίου ή των ανωφλίων του τάφου. Η κατακρημνισμένη θόλος είχε δημιουργήσει επίχωση, η οποία, με κυρίαρχο στοιχείο τους θραυσμένους λίθους, φαινόταν να ξεπηδά από εμφανές χαμηλό έξαρμα στο αρρενωπό, κατάσπαρτο με ασβεστολιθικό σχιστόλιθο τοπίο. Η φαινομένη μεγίστη διάμετρος του ταφικού θαλάμου, πριν την ανασκαφή του, υπολογίσθηκε ότι ήταν περ. 7,50- 8μ.
Κατά την ίδια εκείνη επίσκεψη, ο Γ. Παπαγεωργίου μάς είχε οδηγήσει σε απόσταση περίπου 100μ. ΒΑ του πρώτου τάφου, όπου, μέσα σε πυκνή βλάστηση από πουρνάρια, στέκει κατά χώραν συμπαγής και ακέραιος, μηνοειδούς σχήματος λίθος, μήκους 4,00μ. και μεγ. πλ. 0,20μ. Πρόκειται για το εντυπωσιακό ανώφλι ενός δευτέρου θολωτού. Η κοπή θάμνων σε καίρια σημεία του εξάρματος κατά την διάρκεια της ανασκαφής του πρώτου τάφου, το καλοκαίρι του 1982, κατέστησε σαφέστατη την εικόνα και του δευτέρου αυτού μνημείου, όπως θα αναφερθεί ακολούθως.


Η θέση
Ο επιμήκης λόφος «Μετσίκι», στη ράχη του οποίου εντοπίζονται τα χαμηλά εξάρματα με τους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους (εικ.1), εποπτεύει την μεσσηνιακή ενδοχώρα ΒΑ της Κυπαρισσίας και την πεδιάδα του Σουλιμά από Βορρά σε αρκετή απόσταση από τον λεγόμενο «μεσσηνιακό αυλώνα»2. Έχει υψόμετρο περίπου 350- 400μ. και αποτελεί χαρακτηριστικό τοπόσημο ανάμεσα στο Πάνω Ψάρι, το παλιό, και το Κάτω Ψάρι, που κατοικείται σήμερα.
Η επιβλητική αυτή σαμαρωτή «χερσόνησος», που μοιάζει να «εισχωρεί» ή, καλύτερα, να προβάλλεται μέσα από τα βουνά στον κάμπο, αντί στη θάλασσα – αυτή υπήρξε η γενική αίσθηση κατά την πρώτη επίσκεψή μου στη θέση, εκτείνεται με άξονα από ΒΒΑ προς ΝΝΔ.
Έχει 1.500μ. μήκος, και μέγιστο πλάτος 500μ. και είναι φυσικά οχυρωμένη, με ομαλότερη πρόσβαση από ΒΑ (εικ.2). Οι δύο πηγές του υψώματος Κρόι Βενέτα (Βενετική πηγή) και Κρόι κιόνε (βραχοπηγή) για τις οποίες κάνουν λόγο οι κάτοικοι του Ψαρίου, έχουν σήμερα στερέψει.
Ο ερχόμενος από την Μεσσηνία με κατεύθυνση προς τον ναό του Επικουρίου Απόλλωνος της Φιγαλείας, μετά το Δώριον και το Κάτω Ψάρι αφήνει ΝΑ το εγκαταλελειμμένο σουλιμοχώρι Κλέσουρα (σήμερα Αμφιθέα) και ακολουθεί την δημόσια αμαξιτή οδό Δωρίου – Ανδρίτσαινας παράλληλα προς τους πρόποδες της λοφοσειράς Μάλι Μπάρδη (αλβ.= Άσπρο Βουνό ή Βουνό του Μπάρδη). Δυτικά και ψηλότερα από το «Μετσίκι» εκτείνεται το επίσης επίμηκες ύψωμα «Προφήτης Ηλίας» ή «Αηλιάς» και ΔΝΔ τα χωριά Χρυσοχώρι και Σουλιμά (Άνω Δώριον). Βορείως του υψώματος με τους τάφους, με απώτατον ορίζοντα το όρος Τετράζιον, στέκει το Πάνω Ψάρι το παλιό, τυπικό δείγμα της αρχιτεκτονικής μαεστρίας των ονομαστών Λαγκαδινών μαστόρων της Αρκαδίας, η οποία απαντάται και σήμερα σε χωριά της ΒΑ Τριφυλίας, της βόρειας Μεσσηνίας και βορειότερα ακόμη της Νέδας3. Το εγκαταλελειμμένο σήμερα πετρόκτιστο χωριό των Ντρέδων και του Γιαννάκη Γκρίτζαλη βιγλίζει με την γοητεία της αρχοντιάς του το τοπίο και τον ίδιο τον αρχαιολογικό χώρο4.
Η οδική αρτηρία, αφού διακλαδίζεται ΒΑ προς την Κάτω Μέλπεια, συνεχίζει μέχρι το ΒΒΑ άκρο του υψώματος, όπου είναι κτισμένο το ιδιωτικό εκκλησάκι του Γ. Παπαγεωργίου. Από εκεί αμαξιτή οδός συνεχίζει προς Σύρριζο, Κακαλέτρι και Επικούριο, ενώ αριστερά κατηφορίζει περίπου 800μ. ως αγροτικός δρόμος μέχρι τους θολωτούς. Από το ΝΝΑ άκρο του υψώματος, σε απόσταση περίπου 200μ. από τους τάφους, η θέα είναι εξαιρετική. Με ορατά σε πρώτο επίπεδο τα χωριά Κάτω Ψάρι και Δώριον, η πεδιάδα του Σουλιμά απλώνεται έως εκεί που αμυδρά διακρίνεται το χωριό Αετός ανάμεσα στα Κοντοβούνια. Σε ημέρες ευδίας, το μάτι διαπερνά το άνοιγμα της πεδιάδος μέχρι το Ιόνιον και από το Μετσίκι «ακουμπά» στην ερειπωμένη ντάπια του κάστρου της Αρκαδιάς στην Άνω πόλη της Κυπαρισσίας.


Η έρευνα

Α. Ο θολωτός τάφος 1

Η αρχαιολογική έρευνα στο «Μετσίκι» πραγματοποιήθηκε σε επτά ανασκαφικές περιόδους (1982-1988), η διάρκεια των οποίων ήταν άμεσα εξηρτημένη από τις εκάστοτε διαθέσιμες πιστώσεις της Εφορείας Αρχαιοτήτων –δηλαδή, δεν υπερέβη τις τέσσερις εβδομάδες ανά περίοδο, εκτός από εκείνην του έτους 1985, η οποία διήρκεσε όσο ήταν απολύτως απαραίτητο, ώστε να ολοκληρωθεί η έρευνα του ταφικού θαλάμου5. Ο θολωτός τάφος 1 ανεσκάφη κατά τα έτη 1982, 1984-1985 (διάρκεια τεσσάρων μηνών και πλέον), ενώ κατά τα έτη 1986-1988 πραγματοποιήθηκαν αρχαιολογικές εργασίες στο έξαρμα του θολωτού τάφου 2 και στην ευρύτερη περιοχή, από τα δύο μνημεία έως το νότιο άκρο του υψώματος6.
Το 1982 αντιμετωπίσθηκαν οι πρώτες ανασκαφικές αντιξοότητες και το δυσπρόσιτο της θέσεως, που επέβαλε καθημερινή εικοσάλεπτη οδοιπορία από το ανεγειρόμενο τότε εκκλησάκι της Αγίας Άννας έως τον τάφο σε μονοπάτι αιγοπροβάτων, ανάμεσα σε βράχους και σκοίνα.
Ωστόσο, τα αιχμηρά ζητήματα λειαίνονταν με την γοητευτική προσδοκία του ανεξερεύνητου, σε τοπίο με ιδιαιτέρως αισθητή, σχεδόν κυρίαρχη την δωρική λιτότητα της πλησιόχωρης αρκαδικής χώρας (το όριο με την Αρκαδία απέχει μόνον 8 χλμ. προς Βορράν) παρά της εύφορης και καταπράσινης ΝΝΔ Μεσσηνίας.
Τις καθημερινές, με ανειδίκευτους εργάτες από το Δώριον και τα Σαββατοκύριακα με την δυναμική εθελοντική εργασία του Γ. Παπαγεωργίου και κατοίκων του Ψαρίου, μετά τις απαραίτητες εκθαμνώσεις, απομακρύνθηκαν μέχρι βάθους περίπου 1μ. από το επίπεδο των ανωφλίων λίθοι της θόλου, η οποία είχε καταρρεύσει, και άφθονο δομικό υλικό – προφανώς προερχόμενο και από τον τύμβο που την εκάλυπτε (φαιν. διάμ. του ταφικού θαλάμου στο στάδιο εκείνο: 8,05μ.)7. Το ογκώδες, από σχιστολιθικό ασβεστόλιθο και εν πολλοίς αδρομερώς μόνο κατεργασμένο ανώφλι (μήκος φαιν. με τις ρωγμές περ. 2,00μ., πλ. μέγ. 1,60μ., πάχ. μέγ. 0,45μ.) είχε τοποθετηθεί στο εσώτατο σημείο του στομίου, χωρίς να έχει λαξευθεί κατά τρόπον ώστε η εσωτερική πλευρά του να αποτελεί συνέχεια της οριζόντιας κοίλανσης της θόλου στο επίπεδο αυτό. Καθώς θα δέχθηκε ώθηση από την κατάρρευση τμήματος της ανωδομής, μετατοπίσθηκε από την αρχική θέση του κατά ελάχιστα εκατοστά προς το εσωτερικό του τάφου, όπου παρέμεινε θραυσμένο, αλλά πρακτικώς ακέραιο στην ανωτάτη επίχωση ανάμεσα στους συσσωρευμένους λίθους, τους διάσπαρτους και γύρω από το χείλος του.
Η μετακίνησή του πραγματοποιήθηκε με ευρηματικό τρόπο από πρόθυμους να συνδράμουν αφιλοκερδώς κατοίκους του Ψαρίου8 (εικ.3). Δύο κατάλληλα προετοιμασμένοι κορμοί κυπαρισσιών τοποθετήθηκαν ως «γέφυρα» μήκους 10μ. περίπου κατά την μεγίστη διάμετρο του τάφου και τα τεμάχια του ανωφλίου μεταφέρθηκαν με κύληση εκτός τάφου, αριθμημένα, ώστε κάποτε να καταστεί δυνατή η συναρμολόγησή τους. Παράλληλα, έγινε απόφραξη του στομίου από τους ογκωδέστερους λίθους. Μεταξύ των παρειών του, στα ανώτερα σημεία της επιχώσεως, αποκαλύφθηκε σε κατακόρυφη σχεδόν θέση, μεγάλος πλακωτός λίθος (περ. 1,40x 1,45μ.) θραυσμένος σε μία πλευρά. Ίσως αποτελούσε δεύτερο, μικρότερο ανώφλι/ κάλυμμα του στομίου (εικ.4). Η είσοδος του τάφου ερευνήθηκε σε δύο στάδια, καθώς, για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να προηγηθεί η έρευνα του ταφικού θαλάμου και η σχεδιαστική αποτύπωση της ξερολιθιάς και των «μαρτύρων», οι οποίοι σχηματίσθηκαν στο μέτωπό της τελευταίας και στην αριστερή παρειά του δρόμου με την προσδοκία «αναγνώσεως» της στρωματογραφίας.


Το στόμιον, με προσανατολισμό ΒΒΑ-ΝΝΔ, έχει μήκος 4,90μ.9 Αυτό το ζωτικής σημασίας τμήμα του τάφου για την στατική του όλου οικοδομήματος, παρουσιάζεται ιδιαιτέρως επιμελημένο, με τοιχοποιία προσεγμένη και ομοιόμορφη. Εξαιρετικά ισχυροί και με ομοιογένεια ως προς την λάξευση, το μέγεθος και την θέση τους εμφανίζονται οι γωνιόλιθοι στα κατώτερα σημεία (περ. 1-1,20 εκ. ύψος από το δάπεδο), ενώ οι λίθοι στις εσωτερικές γωνίες συνδέονται ομαλά με το τοίχωμα της θόλου. Μεγάλοι πλακωτοί λίθοι (ενδεικτική διάσταση ύψους: 10-35 εκ.) έχουν τοποθετηθεί επιμελώς καθ’ όλο το ύψος των παρειών, οι οποίες διευρύνονται από τον ταφικό θάλαμο προς την κατεύθυνση του δρόμου (μέσο πλ. 1,45μ.) και σχηματίζουν παραστάδες10 στο σημείο τομής τους με τον δρόμο, ενώ δεν επενδύονται από διαφορετικό είδος λίθου. Οι γωνιόλιθοι της αριστερής παραστάδος σώζονται σε ύψος δεκατεσσάρων στρώσεων, ενώ κατά μία στρώση χαμηλότερα διατηρείται η αντίστοιχη δεξιά και εξέχει κατά 20 εκ. ωςπρος την αριστερή. Το δάπεδο του στομίου είναι επίπεδο και συνδέεται ομαλά με εκείνο του ταφικού θαλάμου (εικ.5). Εάν υποθέσομε ότι στο άνοιγμα του στομίου τοποθετούνταν παρατακτικώς οι δύο ακατέργαστοι λίθοι/ανώφλια, που προαναφέραμε, θα είχε καλυφθεί μήκος περ. 3μ. Το κενό που απομένει (περ. 1,90μ.) προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον και τρίτου ανωφλίου. Άγνωστον, εάν ο τάφος είχε κουφιστικό τρίγωνο11.
Η ξερολιθιά που έφραζε το στόμιο δεν παρουσιάζει κανονική δόμηση, προφανώς, επειδή μέρος της έπρεπε να αφαιρείται για κάθε νέα ταφή. Το μέτωπό της απείχε ελάχιστα εκατοστά από τις γωνίες της αριστερής και δεξιάς παραστάδος (20 και 60 εκ. αντιστοίχως) και διατηρείται σε ύψος 2,85μ.12 Eίχε και αυτή σχηματισθεί από πλακωτούς, ακατέργαστους λίθους με κυμαινόμενο πάχος 5 έως 25 εκ. περίπου. Ο τάφος είχε «σφραγισθεί» και με εσωτερικό μέτωπο ξερολιθιάς13. Η επίχωση μεταξύ των δύο μετώπων (μήκος περ. 3μ.) αποτελείτο από χώμα, πέτρες, άφθονα λιθάρια και όστρακα, με όψη προς το εσωτερικό του ταφικού θαλάμου, η οποία δεν είχε μορφή απλού «γεμίσματος», αλλά ήταν διακριτή αργολιθοδομή σωζόμενου ύψους 1,50μ. και πάχους 1,30μ. (μέγ. πλ. κάτω 1,80μ. και ελάχιστο πλ. άνω 1,60μ.). Το μέτωπό της απείχε περ. 1μ. από τις εσωτερικές γωνίες του στομίου. Το χαμηλότερο ύψος της μπορεί να οφείλεται στην πτώση υπερκειμένων λίθων, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να είχαν αφαιρεθεί οι ανώτερες στρώσεις κατά την αρχαιότητα και το δημιουργούμενο κενό να αποτελούσε «αδύναμο» σημείο του τάφου, προσβάσιμο για τυμβωρυχία14 (εικ.6).


Ο δρόμος είναι επενδεδυμένος σε συνολικό μήκος 6,00μ., και μαζί με το στόμιον (4,90μ.) σχηματίζει την συνολικού μήκους 11μ. περ. (10,90μ.) είσοδο του μνημείου.15 Η τοιχοποιία των παρειών του εμφανίζεται εν γένει με στρώσεις από πλακωτούς και κατά κανόνα μικρού πάχους λίθους, που δεν ευθυγραμμίζονται απολύτως κατά το μήκος. Ασφαλώς η λιθεπένδυση του δρόμου σταθεροποιούσε και συγκρατούσε τα χώματα του τύμβου. Εξαιτίας των ωθήσεων που αυτά ασκούσαν, παρατηρείται έντονη κύρτωση στη δεξιά παρειά σε σχέση με την αντίστοιχη αριστερή, η οποία προφανώς δεχόταν ηπιότερη πίεση λόγω του χαμηλότερου ύψους του τύμβου στην πλευρά αυτή. Τα τοιχώματα του δρόμου διευρύνονται ελαφρώς κάτω και στενεύουν άνω, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο στόμιο. Το δάπεδο του δρόμου παρουσιάζει κατωφέρεια προς τον ταφικό θάλαμο. Το πλάτος του διευρύνεται επίσης από το σημείο των παραστάδων του στομίου (πλ. ελάχ. 2,35μ.) έως το εξωτερικό άκρο (πλ. μέγ. 3μ.). Το τελευταίο φράζεται από χαμηλή αργολιθοδομή (ύψος: 0,55- 0,60μ.) η οποία αποτελεί και τμήμα του κατωτάτου αναλημματικού περιβόλου του τύμβου16. Το μέγεθος/μήκος του δρόμου, το οποίο φαίνεται δυσανάλογα βραχύ συγκρινόμενο προς τις διαστάσεις του ταφικού θαλάμου, δικαιολογείται από το βραχώδες έδαφος και την μεγαλύτερη κλίση του εξάρματος, στην πλευρά, η οποία αξιοποιήθηκε για να διανοιχθεί εγκαρσίως προς αυτήν (ΒΒΑ πλευρά) (εικ.7).
Η έρευνα του ταφικού θαλάμου, μετά την απομάκρυνση του πρώτου ογκώδους στρώματος λίθων σε βάθος 1μ. από την επιφάνεια, ολοκληρώθηκε σε δύο ανασκαφικές περιόδους (1984-1985) μέχρι την «μπελεσιά», δηλαδή τον φυσικό βράχο17, επάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το μνημείο. Ο θάλαμος ερευνήθηκε τμηματικώς λόγω του μεγέθους του και της συναφούς ως προς αυτό ελλείψεως τεχνικών δυνατοτήτων. Για την αποκομιδή τού περιεχομένου της επιχώσεως χρησιμοποιήθηκε χειροκίνητο αναβατόριο, δεδομένου ότι η είσοδος του μνημείου αποκαλύφθηκε πλήρως κατά το τελευταίο στάδιο της ανασκαφής, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της έρευνας του θαλάμου. Το Α-ΒΒΑ τόξο αφέθηκε άσκαπτο και ερευνήθηκε τελευταίο.
Κατά τον τρόπο αυτό χρησίμευσε ως αντέρεισμα για τα ετοιμόρροπα τμήματα της θόλου στην περιοχή του στομίου, αλλά και ως «μάρτυρας» των στρωμάτων της επιχώσεως18 (εικ.8).
Η τοιχοποιία του ταφικού θαλάμου εμφανίζεται σε γενικές γραμμές επιμελημένη, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό ομοιόμορφη με αυτήν του στομίου. Χρησιμοποιούνται ασβεστόλιθοι μεσαίου, πολύ μικρού και κατά τμήματα μεγαλυτέρου πάχους, αρκετοί μερικώς κατεργασμένοι, ενώ υπάρχουν και ακατέργαστοι. Από την θεμελίωση του τάφου στο βραχώδες πέτρωμα και μέχρι τις πρώτες 4 περ. στρώσεις το τοίχωμα δεν εμφανίζει ιδιαίτερη κλίση, δηλαδή, η εκφορικότητα ξεκινά αρκετά πιο ψηλά από τον θεμέλιο δακτύλιο19. Η τοποθέτηση των λίθων δημιουργεί την εντύπωση ισόδομων στρώσεων, αλλά αυτό επιτυγχάνεται με την κατά τόπους παρεμβολή επαλλήλων σειρών από μικρότερους λίθους μεταξύ δύο ομοίων από μεγαλύτερους και όχι με την σχεδόν απολύτως ισοϋψή διάταξη λίθων των θολωτών της Ιθωρίας στην Αιτωλοακαρνανία20. Σε ύψος περ. 1μ. από το δάπεδο, η τοιχοποιία περιέχει ατελείς δακτυλίους, δηλαδή τόξα που αποτελούνται από ανισοϋψείς μεγαλύτερους λίθους («ζωνάρια»), οι οποίοι, ως φαίνεται, έως το μέγ. σωζ. ύψος του τάφου, ισορροπούσαν την δόμηση και εξασφάλιζαν στατικότητα στο οικοδόμημα21. Καταφανώς παχύτεροι και κατεργασμένοι λίθοι έχουν τοποθετηθεί στα σημεία τομής του τοιχώματος του θαλάμου με το στόμιον, καθώς και στις γωνίες του στομίου, ενώ άλλες όμοιες παρατηρούνται στο σωζόμενο χείλος του τάφου.


Η ευθυγράμμιση των λίθων τόσο στον θάλαμο όσο και στο στόμιον επιτυγχάνεται με την ενσφήνωση λιθαρίων (σφήνες) στους αρμούς μεταξύ των πλακωτών λίθων22 (εικ.9).
Η επίχωση του θαλάμου έδωσε από τα πρώτα ανασκαφικά στρώματα την εικόνα της πλήρους αναμοχλεύσεως, η οποία δεν άλλαξε έως τα κατώτατα σημεία, δηλαδή έως ότου αποκαλύφθηκε το επίσης ολοσχερώς διαταραγμένο ταφικό στρώμα του δαπέδου. Σε συνολικό βάθος 3 μ. περίπου από την επιφάνεια ανευρέθη ο μεγαλύτερος όγκος του δομικού υλικού, δηλαδή πλακωτοί λίθοι μεγάλοι, μεσαίοι και μικρότεροι. Εντυπωσιακή υπήρξε η αφθονία από λιθαράκια («χαλικούρα» κατά τους Ψαραίους εργάτες μας). Τα πιο πλακοειδή από αυτά, προφανώς χρησιμοποιήθηκαν ως γέμισμα των αρμών στην τοιχοδομία της θόλου, ενώ άλλα θα είχαν χρησιμεύσει ως συμπληρωματικό υλικό κατά την δημιουργία του τύμβου, οπότε και εισχώρησαν στο μνημείο σε ποσότητες, καθώς μέρος του λιθίνου μανδύα με όλα τα συνακόλουθα δομικά στοιχεία συμπαρασύρθηκε και σταδιακώς κατέρρευσε23.
Άφθονα όστρακα διαφόρων τύπων αγγείων, οστά μικρών ζώων, μερικά ανθρώπινα και λίγα κινητά ευρήματα συμπληρώνουν την εικόνα του περιεχομένου του τάφου. Σε διάφορα βάθη υπήρχαν συμπαγείς μάζες πηλού, οι οποίες προφανώς χρησίμευσαν ως μονωτικό υλικό συναρμογής/συνοχής των ακάλυπτων τμημάτων της θόλου, όπως έχει διαπιστωθεί και σε άλλους μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους24. Στις ανώτερες στρώσεις και μέχρι βάθους περ. 1,37μ. προ του τελικού δαπέδου, υπήρχαν σχεδόν αποκλειστικώς λίθοι από την πτώση των τοιχωμάτων της θόλου. Σε μερικά σημεία παρουσίαζαν σαφή εικόνα πτώσεως «ὡσὰν σελίδες βιβλίου»25. Ανάμεσα στους τετράπλευρους πλακωτούς λίθους, οι οποίοι, πρέπει να κατέρρευσαν πρώτοι από τα ανώτερα σημεία της θόλου και αποκαλύφθηκαν τελευταίοι πιο πάνω από το δάπεδο, ενδέχεται να περιλαμβανόταν ο κορυφαίος λίθος της θόλου, καθώς δεν ανευρέθη λίθος κυκλικού σχήματος, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε τοποθετηθεί στη θέση αυτή. Επίσης, δεν υπήρχαν λίθοι κατεργασμένοι ως λίθινα τόξα ή ημικύκλια, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί στις τελευταίες ανώτερες στρώσεις υπό την «αρμονία»,
όπως συμβαίνει στον θολωτό τάφο 1 Μάλθης26.
Κατά την απομάκρυνσή τους οι λίθοι που γέμιζαν τον ταφικό θάλαμο τοποθετήθηκαν σε μικρή απόσταση από το μνημείο σε σχηματισμούς ορθογωνίων λιθοσωρών, που αντιστοιχούσαν στα τεταρτημόρια της θόλου από τα οποία προήλθαν. Μεταξύ αυτών αρκετοί θα είχαν χρησιμεύσει για την επικάλυψη του τύμβου. Κατά την διευθέτηση αυτή, έγινε ταυτόχρονη διαλογή των πλακωτών λίθων, οι οποίοι είχαν κατεργασμένη πλευρά –πελεκητή με απόκρουση, εκείνην δηλαδή η οποία κατά την εκφορική δόμηση διαμόρφωνε την εσωτερική, ορατή όψη του τοιχώματος του θαλάμου. Αρκετοί λίθοι όψεως είχαν την πίσω πλευρά οξυγωνική, δηλαδή είχαν υποστεί την αναγκαία κατεργασία, ώστε να ενσωματώνονται πιο εύκολα στο «γέμισμα» της οπίσθιας πλευράς των τοιχωμάτων (χώμα και λιθάρια) και να ενισχύουν την συνοχή της κατασκευής27.
Τύμβος χωμάτινος με λίθινη επένδυση (μανδύας) από πλακωτούς κυρίως λίθους ποικίλων μεγεθών, άλλους ακατέργαστους, και λιθάρια κάλυπτε τον σχεδόν ημιυπέργειο θολωτό τάφο.
Η χαμηλού ύψους αργολιθοδομή του εξωτερικού άκρου του δρόμου αποτελούσε τμήμα του κατωτάτου αναλημματικού περιβόλου του, ο οποίος παρακολουθείται κυρίως στο Β και ΒΔ τμήμα, αλλά και σε τμήμα προς Δ, όπως έδειξε δοκιμαστική τομή. Παρ’ όλον ότι ο τύμβος δεν αποκαλύφθηκε πλήρως στα ΑΝΑ και ΝΝΔ σημεία, η περιφέρειά του σε μήκος υπολογίσθηκε περ. 30 μ. μαζί με τον φυσικό βράχο, ο οποίος έχει αξιοποιηθεί δεόντως στα επίμαχα σημεία, ώστε να αποτελεί μέρος του συνόλου28. Σύμφωνα με την μέτρηση αυτή υπολογίζεται ότι η μεγίστη διάμετρος του τύμβου είναι περίπου 9,50μ.
Ο πρώτος καθαρισμός των λίθων του τύμβου, οι οποίοι λειτουργούσαν ως καλυπτήριος αλλά και συνεκτικός παράγων για τον χωμάτινο πυρήνα του, έδειξε ότι υπάρχουν δύο ακόμη περιφερικά λίθινα τόξα. Από την κατωτάτη περιφέρεια/περίβολο προς τα άνω, σε απόσταση περ. 6 μ., παρακολουθείται διευθέτηση λίθων σε όλο το ΒΒΔ τόξο μέχρι τον φυσικό βράχο.
Τρίτη όμοια διάταξη σχηματίζεται σε απόσταση 3μ. από την προηγούμενη, φαίνεται να αρχίζει από την δεξιά παραστάδα του στομίου ως τόξο από μικρούς πλακωτούς λίθους και παρακολουθείται σε μικρή έκταση προς ΒΒΔ. Οι ως άνω λίθινοι δακτύλιοι, προφανώς λειτούργησαν εξ αρχής, αλλά και κατόπιν, ως ενισχυτικό στοιχείο για τον καταμερισμό των φορτίων του σταδιακά συσσωρευομένου χώματος κατά την δημιουργία του τύμβου και ήταν σαφώς διακριτοί ως προς την λοιπή λιθεπένδυτη επιφάνεια. Συνέβαλαν δηλαδή στην βέλτιστη συνοχή του συνόλου, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργείτο και από αισθητικής πλευράς ισορροπημένη και εν τέλει επιβλητική εικόνα της όλης κατασκευής29 (εικ.10).


Στο μέσον σχεδόν του δρόμου, σε απόσταση 3,30μ. από το μέτωπο της ξερολιθιάς του στομίου και περ. 2,60μ. από το εξωτερικό μέτωπο της ξερολιθιάς του δρόμου, επάνω σε λίθους του «μανδύα» του τύμβου, υπήρχε ογκώδης ακατέργαστος λίθος, πρακτικώς ακέραιος, χωρισμένος σε δύο τμήματα από εγκάρσια ρωγμή (μήκος φαιν.: 2,34μ., πλ. περ. 0,40μ., πάχος περ. 0,35μ.). Ήταν μερικώς ορατός στο σημείο αυτό, αλλά μη αναγνωρίσιμος/ερμηνεύσιμος πριν την έναρξη της ανασκαφής30 (εικ.11). Η θέση του ενδέχεται να μην ήταν τυχαία, στο μέσον σχεδόν της εισόδου του τάφου και μάλλον ισχνή φαίνεται η πιθανότητα να είχε κυλήσει έως εκεί από υψηλότερο σημείο του τύμβου, ίσως από το επίπεδο των ανωφλίων του τάφου. Στην περίπτωση αυτή, θα αποτελούσε το τρίτο (εξώτερο;) ανώφλι του στομίου, οπότε το υπάρχον κενό του τελευταίου θα μειωνόταν κατά 0,40 μ. επιπλέον. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να υποθέσομε ότι η κατώτερη «λίθινη» ζώνη (περίβολος) του τύμβου συμπίπτει με την φάση χρήσεως του μνημείου, κατά την οποία «σφραγίσθηκε» η είσοδος, διαμορφώθηκε η τελική μορφή του λιθεπένδυτου τύμβου και κατά πάσα πιθανότητα δηλώθηκε η ύπαρξή του με τον ως άνω ογκώδη λίθο– σήμα.31
Παρά την ολοσχερή αναμόχλευση που είχε υποστεί ο τάφος, η συγκόλληση των ελαχίστων γραπτών αγγείων του τελικού (ταφικού) δαπέδου του θαλάμου και η πρώτη «ανάγνωση» των γραπτών και ορισμένων άλλων οστράκων από την επίχωση του δρόμου32, επιτρέπουν να σχολιασθεί το χρονολογικό πλαίσιο της εποχής κατασκευής και χρήσεως του μνημείου, με την προοπτική περαιτέρω μελέτης και δημοσιεύσεως.
Στο σύνολο της κεραμεικής του δρόμου εντοπίσθηκε μικρή ομάδα οστράκων, η οποία φαίνεται να είναι χρονολογικώς πρωιμότερη, δηλαδή εντάσσεται στον ορίζοντα της ΥΕΙ περιόδου, ως κεραμική που απηχεί την υστάτη ΜΕ παράδοση. Πρόκειται για τμήματα από βαθειά κύπελλα της κίτρινης μινυακής παραδόσεως, τα οποία συνυπάρχουν με γκρίζα μινύεια και αναυρόχρωμα κατά την ΥΕΙ περίοδο33. Επίσης, η υφή ορισμένων άλλων με αμαυρή επιφάνεια και γραμμική δίχρωμη διακόσμηση (μαύρο και ερυθρό χρώμα) επί του ερυθρωπού πηλού, μας οδηγούν στη σκέψη ότι στο Ψάρι εκπροσωπείται πιθανόν και η «ηπειρωτική πολύχρωμη» κεραμεική (εικ.12)34.


Στην καλής ποιότητος γραπτή κεραμική της ΥΕΙ-ΙΙ περιόδου από τον δρόμο του τάφου κυριαρχούν τα όστρακα κυπέλλων τύπου keftiu, πρωτίστως με διακόσμηση «χελωνείου» (χείλη, βάσεις, μέρη του σώματος με τον χαρακτηριστικό πλαστικό δακτύλιο)35 και λιγότερα με το στοιχείο της οφθαλμωτής σπείρας (εικ.13). Από την πρώιμη άβαφη κεραμεική ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο τμήματα σώματος από αντίστοιχα κύπελλα ή κύλικες (δεν διατηρείται στέλεχος) τα οποία, σύμφωνα με άλλα παραδείγματα της Μεσσηνίας, έφεραν δύο προχοές κατά την μεγίστη διάμετρο του χείλους36 (εικ.14).
Στην ΥΕ ΙΙΑ περίοδο μπορούν να ενταχθούν όστρακα από βαθείς κυάθους37 και αρτόσχημα αλαβαστρίδια38, ενώ σε μεγαλύτερα αγγεία (πιθαμφορείς;) ενδέχεται να ανήκουν όστρακα με κόσμημα τεθλασμένων σε ζώνες, που διαχωρίζονται με κυματοειδείς και απλές ταινίες39, καθώς και όστρακο, στο οποίο διακρίνεται στοιχείο με διπλό πέλεκυ σε διάστικτο πεδίο40 (εικ. 15: πρώτο, κάτω δεξιά). Αναγνωρίσθηκε επίσης από το κυρτό και παχύτερο τμήμα του όστρακο προερχόμενο από απιόσχημο ρυτό με καστανέρυθρη διακόσμηση γλωσσοειδών ή ρακεττόσχημων στοιχείων, που γεμίζουν με λοξές επάλληλες γραμμώσεις μάλλον, παρά με δικτυωτό πλέγμα41. Τέλος, βάσει αντιστοίχων παραδειγμάτων από χρονολογημένες ταφικές αποθέσεις, είναι δυνατόν να ενταχθούν στην ίδια περίοδο λαβές διαφόρων πηλίνων αγγείων με μία ή δύο αποφύσεις- ομοιώματα ήλων στο σημείο τομής λαβής και σώματος, που μιμούνται μεταλλικά πρότυπα42.


Άλλα ευρήματα από την επίχωση του δρόμου είναι: οστέινη περόνη με ρομβοειδή απόληξη (εικ. 16), οστέινο κυλινδρικό «κομβίον»43, ελλιπή πήλινα σφονδύλια και ένα ακέραιο, επτά ελλιπείς αιχμές βελών και μία ακέραιη, λεπίδες, απολεπίσματα και φολίδες οψιανού και κυρίως πυριτολίθου, κατεργασμένα εργαλεία, χάλκινο λυγισμένο καρφί και δύο ακόμη μη διαγνώσιμα χάλκινα αντικείμενα. Το πλέον ενδιαφέρον εύρημα μεταξύ των απορριφθέντων στον δρόμο αντικειμένων υπήρξε η κεφαλή πηλίνου ειδωλίου (ΜΚ 4104: μέγ. σωζ. ύψος 0,066μ.), η οποία είναι ογκώδης και πεπλατυσμένη στο άνω τμήμα και διατηρεί ίχνη από την αρχική καστανή διακόσμηση. Οι οφθαλμοί αποδίδονται με φακοειδή ενθέματα πηλού στις μεγάλες, αβαθείς οφθαλμικές κοιλότητες, η μύτη υποδηλώνεται με δύο οπές και το στόμα με οριζόντια χαραγή44 (εικ.17).
Η επίχωση του ταφικού θαλάμου απέδωσε άφθονη κεραμική διαφόρων τύπων αγγείων, οστά και δόντια ζώων, αρκετά από τα τελευταία με ίχνη φωτιάς. Από διάφορα βάθη προέρχονται: κάτω τμήμα κορμού πηλίνου ειδωλίου, εννέα πήλινα σφονδύλια ελλιπή κατά το πλείστον, πάνω από τριάντα αιχμές βελών κυρίως από πυριτόλιθο, δώδεκα λεπίδες οψιανού και πυριτολίθου, περί τα τριάντα λίθινα τέχνεργα (εργαλεία πυρίτου και οψιανού), σφαιρική ψήφος από ορεία κρύσταλλο (περ. 0,50μ. πάνω από το τελικό δάπεδο, ΜΚ 4098, εικ.18)45, τριπτήρας και δύο ελλιπείς ακόνες από ψαμμιτικό πέτρωμα, άμορφα τεμάχια χαλκού, τρία ή τέσσερα τμήματα χαύλων. Σε διάφορα επίσης βάθη υπήρχε αρκετό κάρβουνο, ενώ εντοπίσθηκαν και μεταμυκηναϊκά όστρακα με ερυθρό και μελανό γάνωμα, καθώς και μολύβδινο κωνικό βάρος (εικ.19)46, δεύτερη πυραμιδόσχημη αγνύθα, όμοια με αυτήν της επιχώσεως του στομίου και αριστα διατηρημένο αργυρό νόμισμα Ιστιαίας Ευβοίας, ελληνιστικών χρόνων (εικ.20α- β)47. Το δεύτερο νόμισμα που προέρχεται από το Μετσίκι, αλλά όχι από τον τάφο είναι χάλκινο, εποχής Τσιμισκή (11ος αι.), με μέγιστη διάμετρο 0,029μ. Ανευρέθη τυχαία και παρεδόθη το 1987 προερχόμενο από τις ΝΔ υπώρειες του λόφου, σε απόσταση περ. 800μ. από τους μυκηναϊκούς τάφους. Η κακή διατήρηση του ευρήματος επέτρεψε μόνον την βασική χρονολόγησή του48.


Στο υπόγειο τμήμα του τάφου, όπου το χώμα του ταφικού δαπέδου διατηρούσε μόνιμη υγρασία, η κατάσταση είχε ως εξής: στο ΒΑ τμήμα υπήρχαν υπολείμματα ανθρωπίνου κρανίου, βάση και όστρακα πιθαμφορίσκου και συγκεντρωμένες ένδεκα άριστα διατηρημένες και εξαιρετικής κατεργασίας αιχμές βελών από καστανό πυριτόλιθο –προφανώς επρόκειτο για διαλυμένη ταφή. Διάσπαρτα γραπτά όστρακα από δύο διαφορετικά αρτόσχημα αλάβαστρα αποκαλύφθηκαν στο Δ- ΝΔ- Δ τμήμα. Άφθονα μυκηναϊκά όστρακα, βάση άλλου πιθαμφορίσκου και μικρότερη ποσότητα αιχμών πυριτολίθου εντοπίσθηκαν στο ΒΒΔ τμήμα του δαπέδου. Στο τμήμα αυτό ευχάριστη έκπληξη, ως προς την όλη απογοητευτική εικόνα του πάλαι ποτέ υπάρξαντος ταφικού στρώματος, αποτέλεσε η παρουσία δύο μεγάλων χάλκινων ήλων, οι κεφαλές των οποίων φέρουν καλύμματα από συμπαγή χρυσό (εικ.21). Η ανεύρεσή τους επικυρώνει μεν την ολοσχερή αναμόχλευση του ταφικού στρώματος του θαλάμου, η οποία είχε συμβεί κατά την Μυκηναϊκή εποχή, όπως είναι γνωστό και από πλείστες άλλες περιπτώσεις, αλλά συνάμα καταδεικνύει, ότι ο μεγάλων διαστάσεων τάφος είχε κατασκευασθεί για να δεχθεί ταφές της οικογενείας του προύχοντος της περιοχής. Ήταν προφανές από την στιγμή της ευρέσεώς τους, ότι οι ευμεγέθεις ήλοι ανήκαν σε μεγάλο ξίφος ή εγχειρίδιο49. Οι διαστάσεις τους αναλογούν σε όμοιους, οι οποίοι προέρχονται από τον θολωτό τάφο ΙV του Εγκλιανού50.


Η παρουσία τους σε συνδυασμό με τις εξαίρετες αιχμές βελών51 και την ανεύρεση ελαχίστων τμημάτων επεξεργασμένων χαύλων κάπρου (ένα τεμάχιο φέρει οπή προσραφής) προφανώς προερχομένων από οδοντόφρακτο κράνος52, παραπέμπουν στον πολεμικό χαρακτήρα του κατόχου τους ή και στην ιδιότητά του ως κυνηγού, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις πρωίμων μεσσηνιακών θολωτών τάφων53. Άδηλος βεβαίως παραμένει ο αριθμός των ενταφιασμένων στον θολωτό του Ψαρίου και είναι μάλλον αδύνατον να εξαχθούν ακριβή συμπεράσματα. Μια ανθρωπολογική εξέταση θα μπορούσε ίσως να δείξει, αν τα υπολείμματα οστών κρανίου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα του ενός άτομα. Το ταφικό δάπεδο, μετά τον τελικό καθαρισμό, ερευνήθηκε έως τις φυσικές κοιλότητες του βραχώδους και παρέμεινε στην αρχική του κατάσταση ενδεικτικώς, σε μικρή έκταση του ΑΒΑ τμήματος. Οι κοιλότητες του βράχου είχαν επιχωσθεί με λατύπη και χώμα για να διαμορφωθεί το δάπεδο από πατημένο χώμα. Κοντά στο βόρειο τοίχωμα της θόλου μία κοιλότητα του βράχου ήταν γεμάτη χώμα μαυρισμένο από πυρά. Από την όλη κατάσταση γίνεται κατανοητό, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους να διανοιγούν ταφικοί λάκκοι για δευτερογενείς ταφές υπό το ταφικό δάπεδο της θόλου, οι οποίες θα διέφευγαν τη σύληση, όπως είχε συμβεί σε άλλους θολωτούς54.
Ενδελεχής έλεγχος στις ομάδες γραπτών οστράκων του ταφικού δαπέδου του θολωτού και προσεκτική εργασία συντηρήσεως στα εργαστήρια του Μουσείου Ολυμπίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, απέδωσε τέσσερα ελλιπή μεν αγγεία, αλλά με επαρκή σημεία συνδέσεως, ώστε, με τα απαραίτητα συμπληρώματα γύψου, να καταστεί δυνατή η μέτρηση, σχεδίαση και φωτογράφησή τους55. Ακολουθεί σύντομη περιγραφή, ενώ ο σχολιασμός τους ελπίζεται ότι θα λάβει πληρέστερη μορφή στο τελικό στάδιο μελέτης της κεραμεικής.
Τρίωτος πιθαμφορίσκος (ΜΚ 4050– Διαστάσεις: Υ:19,2 εκ., ΔΒ:6,8 εκ., ΔΧ:10,4 εκ.) με κωνική βάση και σώμα απιόσχημο, ελαφρώς πεπιεσμένο άνω. Βάση, λαιμός και λαβές είναι ολόβαφα. Ο λαιμός ανοίγει προς τα έξω. Αμέσως κάτω από την μεγίστη διάμετρο δύο περιφερικές καστανές ταινίες διαιρούν το αγγείο σε δύο πεδία, τα οποία καταλαμβάνει πλήρως το διακοσμητικό θέμα «γωνιώδης θόλωση» (ogival canopy)56 (εικ. 22).
Τρίωτος πιθαμφορίσκος (ΜΚ 4051– Διαστάσεις: Υ:18 εκ., ΔΒ:6,6 εκ., ΔΧ:9,7 εκ.) με χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση. Το σώμα χαρακτηρίζεται περισσότερο ως κολουροκωνικό, με την μεγίστη διάμετρο σχεδόν στο επίπεδο του ώμου, όπου τοποθετούνται οι τρεις αψιδωτές λαβές. Ο λαιμός είναι σχεδόν κάθετος, με χείλος έξω νεύον. Βάση, λαιμός και λαβές είναι ολόβαφα με σκούρα καστανή βαφή. Το σώμα διαιρείται με έξι κατακόρυφες ταινίες σε πέντε πεδία κατάστικτα από ολόβαφες στιγμές (stone pattern), οι οποίες ευθυγραμμίζονται κατά την οριζόντια μάλλον και όχι την κατακόρυφη διάταξη57 (εικ.23).


Η ακέραιη βάση, ο ελάχιστα ελλιπής λαιμός και τμήμα του σώματος που σχηματίζεται από ομάδες συγκολλημένων οστράκων μη συνδεόμενες μεταξύ τους, απέδωσαν έναν ακόμη πιθαμφορίσκο, ο οποίος είχε, προφανώς, παρεμφερείς διαστάσεις με τους προηγούμενους. Η διακόσμηση είναι καστανή, εξίτηλη: διπλή ταινία κατά την μεγίστη διάμετρο του σώματος διαιρεί το αγγείο σε δύο πεδία. Τα δύο τμήματα καλύπτονται σχεδόν πλήρως από γλωσσοειδή και λογχοειδή στοιχεία, τα οποία εδράζονται εναλλάξ στην περιφερική ταινία με «αντιθετική» διάταξη58 (εικ 24).


Μεγάλο αρτόσχημο αλάβαστρο (ΜΚ 4052– Διαστάσεις: Υ:14,5 εκ., Δ μέγ.:21,3 εκ., ΔΧ:11,3 εκ.) στον ώμο του οποίου διατηρούνται ακέραιες οι τρεις αψιδωτές λαβές. Το σχεδόν πάνω από την μεγίστη διάμετρο του σώματος τμήμα κοσμείται με «βραχώδες» (rock pattern) στο διάστικτο βάθος. H βαφή είναι καστανή, εξίτηλη. Περίτεχνη είναι η διακόσμηση της βάσεως: δύο ομάδες τριών λεπτών ταινιών σχηματίζουν σιγμοειδή σταυρό, οι κεραίες του οποίου τέμνουν την κατώτερη από τις τρεις περιφερικές ταινίες υπό την μεγίστη διάμετρο του αγγείου.
Το κενό μεταξύ των κεραιών του κοσμήματος καλύπτουν τρία επάλληλα τόξα, ώστε το σταυροειδές στοιχείο να «εγγράφεται» σε πλαίσιο με κυρτές πλευρές. Τα τριγωνοειδή διάχωρα τονίζονται στο κέντρο με ολόβαφους κυκλίσκους59 (εικ.25).
Αρτόσχημο αλάβαστρο πεπιεσμένο (ΜΚ 4053 – Διαστάσεις: Υ:9,8 εκ., Δ μέγ.:20,7 εκ., ΔΧ:11,5 εκ.) με λαιμό και λαβές ολόβαφα. Δεν διακρίνεται διακόσμηση στο σώμα. Στη βάση η εξωτερική επιφάνεια τονίζεται από περιφερική ταινία και το κέντρο της καταλαμβάνει μεγάλη σπείρα, με έξι ή επτά περιελίξεις. Ο δακτύλιος μεταξύ σπείρας και περιφερικής ταινίας κοσμείται με οκτώ εγκάρσια στοιχεία σε σχήμα τελικού S /σχηματοποιημένη απομίμηση των ακτίνων του τροχού. Η βαφή είναι καστανή εξίτηλη60 (εικ.26).


Ο μεγάλος αριθμός λιθίνων τεχνέργων, ο οποίος προήλθε από όλους τους τομείς του θολωτού τάφου 1 και από τον τύμβο του, ήταν ένας επί πλέον λόγος για τον συστηματικό έλεγχο του όγκου των επιχώσεων (υπολογίζεται ότι το κοσκίνισμα εκάλυψε περίπου τα 2/3 του συνόλου του). Εκπροσωπείται ευρεία κλίμακα κατηγοριών: πληθώρα απολεπισμάτων αλλά και κατεργασμένων τεχνέργων, όπως οπείς («τρύπανα»), ξέστρα, στοιχεία δρεπάνων («δόνακες») (εικ.27), κ.λ.π. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν για την επιμελημένη κατεργασία και το λεπτό πάχος οι φυλλόσχημες αιχμές βελών (εικ.28), κυρίως από καστανέρυθρο πυριτόλιθο, αλλά και ορισμένες από λευκωπό ή ελαιόχρωμο. Ως φαίνεται, οι αιχμές βελών χαρακτηρίζουν το ήμισυ της εργαλειοτεχνίας, ενώ οι σπασμένες και ημιτελείς είχαν απορριφθεί ως ακατάλληλες. Κατά την εποχή κατασκευής του τάφου και αργότερα, φαίνεται πως στο Μετσίκι γινόταν εντατική κατεργασία του τοπικού πυριτολίθου, ίσως ακόμη και κατά την διάρκεια κατασκευής του μνημείου, για την χρήση διαφόρων εργαλείων, αλλά και για την κατάθεση πολλών αιχμών βελών ως κτερισμάτων «κύρους» σε ταφές εντός του θολωτού. Μεγάλος πυρήνας πυριτολίθου (ΜΚ 4094) προερχόμενος από τις ΝΔ υπώρειες του υψώματος, ο οποίος ανευρέθη και παρεδόθη από κάτοικο του Ψαρίου61, ενισχύει την άποψη αυτή. Επίσης, η επιτόπια έρευνα στο ύψωμα και στο άμεσο περιβάλλον του κατέδειξε, ότι για την δραστηριότητα του τοπικού εργαστηρίου λιθοτεχνίας στο Ψάρι κατά τα τέλη του -16ου/ αρχές του -15ου αι., είχαν αξιοποιηθεί δεόντως οι τοπικές αποθέσεις του πετρώματος, στο πλαίσιο, άλλωστε, της γενικότερης εικόνας που παρουσιάζουν οι λιθοτεχνίες της 2ης χιλιετίας στην Δυτική Πελοπόννησο. Στα πιο πάνω ενδιαφέροντα συμπεράσματα, με αναλυτικές περιγραφές και μετρήσεις, στατιστικούς υπολογισμούς, πίνακες ποικίλων ζητουμένων και συγκρίσεις με συναφή δεδομένα της Εποχής του Χαλκού στον αιγαιακό χώρο, καταλήγει η μελέτη 2.340 λιθίνων τεχνέργων από τον θολ.τ.1 Ψαρίου62.


Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητες σχεδιαστικές αποτυπώσεις του θολωτού τάφου από τον αρχιτέκτονα του ΕΜΠ Δημ. Ι. Κορρέ63. Στο απόσπασμα που ακολουθεί μεταφέρονται ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις από την έκθεσή του σχετικά με την κατασκευή της θόλου:
«Θεωρώντας ότι η κατάρρευση της θόλου ξεκινά από τα πιο αδύνατα σημεία της, που σίγουρα βρίσκονταν αρκετά ψηλά, το τμήμα της που σήμερα διατηρείται, έχει γεμίσει παντελώς με το κατακρημνισμένο υλικό. Έτσι, διαμορφώθηκε σε αυτό μια εσωτερική ισχυρή αντιστήριξη, που, σε γενικές γραμμές, το συγκρατούσε χωρίς παραμορφώσεις. Οι κατά τόπους παραμορφώσεις οφείλονται εν μέρει σε αδυναμία των τότε μαστόρων να ακολουθήσουν απόλυτα την γεωμετρία της θόλου και σε τοπικές ανομοιόμορφες πιέσεις. Από το γεγονός ότι ο θολωτός τάφος βρίσκεται σε κορυφή, αποκλείεται η μονόπλευρη γενική παραμόρφωση λόγω ερπισμού του εδάφους.
»Από το υπάρχον υλικό που προήλθε από το εσωτερικό του ταφικού θαλάμου, συνολικού όγκου περίπου 220μ3, φαίνεται ότι το ανώτερο τμήμα της θόλου ήταν κτισμένο με αρκετά πλατειές πέτρες, που θα επέτρεπαν μια αρκετά έντονη επεξοχή. Λόγω του ότι ο τάφος κτίσθηκε σε κορυφή λόφου, οπότε η δημιουργία υψηλού τύμβου είναι δυσκολώτερη (απαιτεί πολύ υλικό, μεγαλύτερες και δυσκολότερες μεταφορές) σίγουρα είχε καταβληθεί προσπάθεια να κλείσει η θόλος σε χαμηλότερο ύψος. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με εντονότερη επεξοχή των λίθων. Συνεπώς, είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι το ύψος της θόλου θα ήταν αρκετά χαμηλότερο από αυτό που μας δίνει ο εμπειρικός κανόνας (το ύψος ισούται με την μεγίστη διάμετρο). Εφ’ όσον η μεγίστη διάμετρος του θολωτού είναι 9,10μ., το αρχικό ύψος υπολογίζεται ότι θα ήταν 8μ.»64.
Κατά τους υπολογισμούς του ιδίου, «το αμιγές υλικό λίθων για την κατασκευή της θόλου από το δάπεδο έως την κορυφή πρέπει να ήταν της τάξεως των 100 έως το πολύ 150μ3, δηλ. περ. 300 τόννοι λίθων, υπολογιζομένων και των λίθων του πακτώματος στην πίσω πλευρά της θόλου. Το τοίχωμα της θόλου πρέπει να είχε αρχικό πάχος 0,90- 1,00μ. το οποίο μειωνόταν σταδιακά προς τα άνω και έφθανε τα 0,45- 0,50μ.».
Είναι σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο ενισχύονταν τα τοιχώματα συνέτεινε στην στατική του τάφου, ο οποίος κτιζόταν με δακτυλίους65, και η βαθειά γνώση των Μυκηναίων αρχιτεκτόνων σε θέματα στατικής θεωρείται αξιοθαύμαστη για την προσοχή στις λεπτομέρειες και την εξεύρεση λύσεων κατά την δόμηση66.
Κατά την διάρκεια της ανασκαφής του τάφου 1 και πριν ολοκληρωθεί η έρευνα του ταφικού θαλάμου, ελήφθη υποδειγματική μέριμνα για την στερέωση των ευπαθών σημείων της θόλου και του στομίου, τα οποία συγκρατήθηκαν με οκτώ σιδερένιες «αγκυρώσεις» (επτά στο Α-ΒΑ τόξο του τοιχώματος του ταφικού θαλάμου και δύο ενισχυμένες γωνιακές στις εσωτερικές γωνίες του στομίου). Το σύστημα αυτό εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά, λόγω του μεγέθους των μνημείων, στο Ψάρι και στον σχεδόν ταυτόχρονα τότε ανασκαπτόμενο, μεγάλο και εξαιρετικής κατασκευής θολωτό τάφο στην Άνθεια Καλαμάτας67.

Β. Έξαρμα θολωτού τάφου 2
Το 1986 πραγματοποιήθηκαν καθαρισμοί, αποψίλωση και φωτογράφηση στην περιοχή του χαμηλού εξάρματος του δευτέρου θολωτού τάφου με το in situ ακέραιο επιβλητικό ανώφλι68 (εικ. 29). Οι οικονομικές δυνατότητες της Εφορείας περιόρισαν τότε την έρευνα μόνον σε επιφανειακό καθαρισμό, μετρήσεις και φωτογράφηση.
Ήδη, κατά την πρώτη επίσκεψή μας στο Μετσίκι, είχαμε διαπιστώσει ότι κάτω από το βόρειο άκρο του μεγάλου ανωφλίου διακρινόταν με προσεκτική παρατήρηση τοξωτή διάταξη από πλακωτούς λίθους. Ευλόγως, υποθέσαμε ότι επρόκειτο για τμήμα/τόξο του ανωτάτου σωζομένου δακτυλίου της θόλου, η οποία επίσης έχει καταπέσει από το ύψος αυτό στο εσωτερικό του μνημείου. Συνεπώς, το μεγάλο ανώφλι ακουμπά στο εσώτατο σημείο τομής του στομίου με τον ταφικό θάλαμο. Υπολογίσαμε ότι και ο τάφος αυτός πρέπει να είναι κατά το μεγαλύτερο τμήμα του υπόγειος και αναλόγων διαστάσεων με τον πρώτο (εικ.30, 31).
Ο τάφος απέχει περ. 100μ. ΒΑ του πρώτου θολωτού και έχει προσανατολισμό αντίθετον από εκείνον, δηλαδή, Β-Ν. Προφανώς τον προσανατολισμό των τάφων καθόριζε η μορφολογία του εδάφους. Εν προκειμένω, όπως και στον πρώτο τάφο, επελέγη η μεγαλύτερη κλίση του εξάρματος για την διάνοιξη του δρόμου. Αμέσως νοτίως του μεγάλου υπερθύρου, διατηρείται στη θέση του και δεύτερο, μικρότερο ανώφλι, με φαινόμενο μήκος περ. 2μ., το οποίο ακουμπούσε στις παρειές του στομίου. Την θραύση του ογκολίθου στο μέσον προκάλεσε, προφανώς, η κατάρρευση τμήματος της θόλου και συνέτεινε, ώστε να εμφανίσουν έντονη κλίση προς τα έξω οι παρειές του στομίου. Το φαινόμενο μήκος του στομίου υπολογίσθηκε περ. 3,60 μ. στο σημείο αυτό. Οι παρειές του δρόμου του τάφου δεν εντοπίσθηκαν κατά τις πρώτες αυτές εργασίες, προφανώς ευρισκόμενες σε χαμηλότερο επίπεδο. Σε απόσταση περ. 5,70 μ. από την νότια πλευρά του μεγάλου ανωφλίου, ΝΝΔ του στομίου, υπάρχουν πολλές πέτρες από σύγχρονες ξηρολιθιές/αναλήμματα των χωραφιών, τα οποία έπαυσαν να καλλιεργούνται μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ενδεχομένως πολλές από αυτές, αν όχι το σύνολό τους, προέρχονται από το μνημείο. Αυτό μένει να επαληθευθεί με την ανασκαφική έρευνα, η οποία οσονούπω ολοκληρώνεται από την αρμοδία Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας69. Η ανασκαφή και του τάφου αυτού θα αναδείξει την πλήρη εικόνα του μνημείου με τον τύμβο του -προφανώς λιθεπένδυτο και στην περίπτωση αυτή λόγω της αφθονίας του ασβεστολιθικού πετρώματος στον λόφο. Η χρονολόγησή του θα καταδείξει την χρονική διαδοχή ιδρύσεως των θολωτών στο Μετσίκι, η οποία, σε συνδυασμό με την μορφή και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, θα συμβάλει περαιτέρω στην μελέτη θεμάτων που σχετίζονται με την μακρά μεσοελλαδική παράδοση των τυμβικών μνημείων και την εμφάνιση του θολωτού τάφου στην προανακτορική Μεσσηνία, καθώς και με την συναφή κεραμική παραγωγή της περιόδου.


Άλλες εργασίες στο Μετσίκι
Κατά την διάρκεια των ανασκαφικών περιόδων στο Ψάρι, υπήρξε η δυνατότητα περιηγήσεων70 σε τοποθεσίες που απείχαν σε ακτίνα έως και 7 χλμ. από το ύψωμα με τους θολωτούς τάφους, κατά τις οποίες εντοπίσθηκαν με περισυλλογή επιφανειακών οστράκων νέες αρχαιολογικές θέσεις με χρονολογικό ορίζοντα από τους προϊστορικούς έως τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους71. Ειδικότερα, κατά τα έτη 1986-1988 πραγματοποιήθηκαν με πιστώσεις της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο συνεχίσεως του ανασκαφικού έργου, επί δύο ή τρεις εβδομάδες ανά έτος, οι ακόλουθες αρχαιολογικές εργασίες στο ίδιο το ύψωμα.
Σε διάφορα σημεία του λόφου, όπου αφθονεί, όπως αναφέραμε, ο ασβεστολιθικός βράχος, πραγματοποιήθηκαν επιφανειακοί καθαρισμοί και φωτογράφηση, μέχρι το νότιο άκρο του σε ακτίνα περίπου 150- 200μ. ΝΔ των θολωτών τάφων. Σε αυτό μάλιστα το σημείο του λόφου με την εποπτικότερη θέα προς τον κάμπο του Δωρίου, περισυνελέγη αρκετή ενδεικτική κεραμική της ΥΕ εποχής, ακέραιη αιχμή βέλους, εργαλείο πυριτολίθου και ακέραιο πήλινο σφαιρικό-πεπιεσμένο σφονδύλι. Κατά τον περιορισμένο καθαρισμό των πυκνών θάμνων και την απομάκρυνση των επιφανειακών χωμάτων μεταξύ λίθων, που φαίνονταν πυκνοί σε ορατή εδαφική έξαρση, παρακολουθήθηκε τοξωτή διάταξή τους σε μήκος περιφερείας περίπου 8-10μ. και ανευρέθησαν δύο πήλινα κολουροκωνικά σφονδύλια, τμήμα μεγάλης αιχμής βέλους και άφθονα απολεπίσματα πυριτολίθου, ελάχιστα όμοια από οψιανό και αρκετή, κατά το πλείστον χειροποίητη κεραμική. Ομοίως, επιφανειακός καθαρισμός σε άλλο επίπεδο σημείο περ. 50μ. πριν το ακραίο έξαρμα, ανέδειξε λίθους σε διάταξη, οι οποίοι φαίνεται να ανήκουν σε θεμέλια κτισμάτων.
Κατά την διάρκεια της ανασκαφής του θολωτού τάφου 1, αποκαλύφθηκαν δύο κυκλικές κατασκευές (Α1 και Α2). Η πρώτη, σε απόσταση περ. 40 μ. βορείως του θολωτού τάφου 1, η δεύτερη σε απόσταση περ. 135μ. ΝΔ αυτού. Είχαν ορατή εξωτερική διάμετρο περ. 2-2,30μ. αντιστοίχως (εικ.32). Η πρώτη περιείχε οστάρια ζώων, κάρβουνο και λίγα αδιάγνωστα όστρακα.
Και οι δύο κατασκευές αποτελούνταν από έναν δακτύλιο πλακωτών και σχεδόν ακατέργαστων λίθων, δηλαδή ήσαν αβαθείς, και διέθεταν δάπεδο από λευκωπά λιθάρια, επιμελώς διευθετημένα. Η πρώτη εκτίμησή μας είναι πως πρόκειται για εστίες, των οποίων η παρουσία συνδέεται ίσως με οικιστικά κατάλοιπα72.
Σε απόσταση περ. 30μ. βορείως του θολωτού τάφου 1 και ελάχιστα μέτρα νοτίως του κυκλικού κτίσματος Α1 διάταξη μεγάλων ακατέργαστων λίθων σε σχήμα Π τράβηξε την προσοχή μας. Μετά την φωτογράφηση με δίποδο και τον καθαρισμό της, διαπιστώθηκε ότι το κτίσμα είχε ανοικτή την ανατολική στενή πλευρά (εικ.33). Μέχρι βάθους περ. 0,60μ. από την επιφάνεια του εδάφους υπήρχαν αρκετά άβαφα όστρακα, μερικά οστά, πυριτόλιθοι και αρκετή λατύπη. Δοκιμαστικές τομές γύρω από το εκ πρώτης όψεως ελλιπές ταφικό κτίσμα, δεν απέδωσαν περισσότερα στοιχεία73.
Τέλος, από τον έλεγχο με κόσκινο μεγάλου όγκου χωμάτων, ο οποίος προέκυψε από τις απορριφθείσες επιχώσεις και είχε εναποτεθεί σε σωρούς κατά την διάρκεια της ανασκαφής πλησίον των αντιστοίχων αριθμημένων τεταρτημορίων της θόλου του τάφου 1 (¾ περίπου του συνόλου των επιχώσεων του μνημείου) προέκυψαν κυρίως άφθονα λίθινα τέχνεργα, η μελέτη των οποίων κατέδειξε τοπική δραστηριότητα λιθοτεχνίας74.


Ψάρι και Μυκηναϊκή Μεσσηνία. Η συμβολή και τα ευκταία
Η θέση των θολωτών τάφων του Ψαρίου αξιοποιεί το φυσικό περιβάλλον και επιλέγεται με την συνήθη αίσθηση εποπτείας, η οποία χαρακτήριζε τους Μυκηναίους και είναι γνωστή από πλειάδα θολωτών τάφων στην πρωτοπόρο για τα τυμβικά και θολωτά μνημεία της ύστερης ΜΕ και των πρωίμων περιόδων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού Μεσσηνία75. Είναι βέβαιον, ότι αποτελούσε μιάν ακόμη φυσικά οχυρωμένη ακρόπολη με θολωτούς τάφους και ασφαλώς και κατοίκηση, όπως συμβαίνει στον λόφο της Περιστεριάς, του οποίου η στρατηγική θέση μεταξύ δυτικής ακτής του Ιονίου και της μεσσηνιακής ενδοχώρας είναι χαρακτηριστική76. Το Μετσίκι βρίσκεται στο βορειότερο άκρο της ΒΑ Μεσσηνίας με πιο περιορισμένη εποπτεία, αποκλειστικά προς την πεδιάδα Σουλιμά, σε τοπίο ορεινό μεν, αλλά με θολωτούς τάφους σε δεσπόζουσα θέση77, αν και αγνοούμε το οδικό δίκτυο της εποχής για να γίνουν πιθανοί συσχετισμοί, όπως αγνοούμε προς το παρόν την συναφή με τους τάφους μορφή του οικισμού, ο οποίος φαίνεται να υπάρχει στον ίδιο τον λόφο, ενδεχομένως και κατάλοιπα πρωιμοτέρων περιόδων, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις.
Η συστηματική επιφανειακή έρευνα των Αμερικανών ερευνητών W. McDonald και R. Hope Simpson ανά την Μεσσηνία κατά την δεκαετία του ’60 είχε εντοπίσει πολλές θέσεις της ΥΕΧ και στην πεδιάδα Σουλιμά, την οποία ανέδειξε ως δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή μετά την Πυλία78. Ο αρχαιολογικός χάρτης που συνέταξαν τότε για την περιοχή περιελάμβανε μυκηναϊκές θέσεις στο Κοπανάκι και στο Βασιλικό, με επίκεντρο την ανεσκαμμένη ακρόπολη της Μάλθης, τους θολωτούς και τα οικιστικά κατάλοιπα στις υπώρειές της. Εν τούτοις, ΒΑ του Δωρίου η περιήγησή τους δεν είχε φθάσει βορειότερα του λόφου «Κόντρα», με την πλούσια πηγή Κοπρινίτσα, όπου ενετόπισαν ενδείξεις για ΜΕ/ΥΕ εγκατάσταση. Ο λόφος αυτός (εικ.1: ο λόφος Κόντρα με βέλος), ο οποίος κρίνεται «πιο εκτεταμένος και από την ακρόπολη της Μάλθης και ενδεχομένως σημαντικός», απέχει μόλις 2,5 χλμ. ΝΔ του Ψαρίου και του υψώματος Μετσίκι, όπου, μια εικοσαετία περίπου αργότερα έγιναν γνωστοί οι δύο μεγάλοι θολωτοί τάφοι79. Η έρευνα νέων μυκηναϊκών θέσεων με θολωτούς, αμέσως βορειότερα του Ψαρίου, συμπληρώνει περαιτέρω την μέχρι πρό τινος γνωστή εικόνα της πεδιάδος Σουλιμά80, ενώ η ανεύρεση άλλων θολωτών σε διάφορες περιοχές της Μεσσηνίας81 απεικονίζει την ιδιαίτερη και σταθερή υπεροχή των μνημείων της γενέτειρας του ηπειρωτικού θολωτού τάφου ως προς το πλήθος και την ποικιλομορφία82.
Μετά την πρώτη ανακοίνωση/γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της ανασκαφικής έρευνας στο Μετσίκι, το Ψάρι συγκαταλέγεται στις προανακτορικές μυκηναϊκές θέσεις83 και αποτελεί σημείον αναφοράς και σχολιασμού, ιδίως σε μελέτες των τελευταίων ετών επί διαφόρων ζητημάτων της πρώιμης Ύστερης Εποχής του Χαλκού, παρ’ όλον ότι δεν παύει να αποτελεί αδημοσίευτο υλικό.
Το Μετσίκι Ψαρίου, η επιβλητική και φυσικά οχυρή ακρόπολη, με πηγές άφθονου νερού κάποτε, αποτελεί μαζί με τον χρυσοφόρο λόφο της Περιστεριάς, με τον οποίο παρουσιάζει ομοιότητες, και την ακρόπολη της Μάλθης ΝΔ, ένα ακόμη ανεξάρτητο προανακτορικό κέντρο ή ηγεμονία με θολωτούς τάφους και οικισμό, ο οποίος είναι βέβαιον ότι υφίσταται στον ίδιο λόφο. Η χορεία των κέντρων αυτών είναι γνωστόν οτι συνθέτει τον δυναμικό ιστό του «μεσσηνιακού» –θα λέγαμε, μυκηναϊκού πολιτισμού της ΝΔ Πελοποννήσου πριν την ανάδυση της κεντρικής εξουσίας του βασιλείου της Πύλου84. Η τυμβική μορφή του θολωτού στο Ψάρι αποτελεί προσφιλές γνώρισμα της πρωτομυκηναϊκής ταφικής αρχιτεκτονικής της Μεσσηνίας, η οποία συνδέεται πολιτισμικώς με τις αμέσως προηγούμενες φάσεις της ΜΕ περιόδου και την ανάδυση/εμφάνιση του θολωτού τάφου. Η έρευνα και ερμηνεία από τον καθηγητή Γ. Κορρέ των τύμβων της Μεσσηνίας –«της πλέον χαρακτηριστικής ταφικής δημιουργίας του μεσοελλαδικού κόσμου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, αποτελεί κομβικό σημείον αναφοράς για την φυλετική συγγένεια και το αυτόχθον των κατοίκων, καθώς η όλη πορεία και εξέλιξη των προ-θολωτών ταφικών κτισμάτων – «κρίκοι της εξελικτικής αλυσίδος» – θεωρίας του, οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων θολωτών τάφων στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής85. Ο θολωτός τάφος 1 Ψαρίου με τον λιθεπένδυτο τύμβο του θυμίζει ως γενική εικόνα τον θολωτό της Βοϊδοκοιλιάς86, εν τούτοις φαίνεται να περικλείεται αυτοτελώς στον τύμβο του – γνώρισμα και αυτό της αρχιτεκτονικής ποικιλομορφίας των θολωτών της Μεσσηνίας, καθώς δεν διαπιστώθηκε πρωιμότερη χρήση του τελευταίου87.
Ο θολωτός τάφος 1 Ψαρίου εντάσσεται στην κατηγορία των μεγάλου μεγέθους θολωτών της Μεσσηνίας και παραμένει ο μεγαλύτερος στην πεδιάδα Σουλιμά. Προς το παρόν88 καταλαμβάνει την έκτη θέση μετά τους θολωτούς: Κακοβάτου Α (12,12μ.), Περιστεριάς 1 (12,10μ.) και 2 (10,50μ.), Ανθείας- Αιπείας στην Καλαμάτα (10,30μ.)89, Ανω Εγκλιανού IV (9,35μ.), με τον οποίο είναι πλησιέστερος σε μέγεθος, με διαφορά διαμέτρου μόλις 20 εκ.90, ενώ ακολουθεί ο τάφος Β Κακοβάτου (8,90-9μ.). Λεπτομέρειες ως προς την τοιχοποιία του τάφου αναφέρθηκαν ήδη. Η πλήρης διαμόρφωση δρόμου- στομίου- ταφικού θαλάμου του θολωτού του Ψαρίου με κάθε πιθανή εμπλεκόμενη ερμηνεία ως προς την κοινωνική διάσταση των ταφικών πρακτικών και του συμβολισμού τους, ίσως δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί χρονολογικό κριτήριο της κατασκευής του91. Φαίνεται πως οι Μυκηναίοι της Μεσσηνίας κατασκεύαζαν τους τάφους τους σύμφωνα με το κατά τόπους διαθέσιμο υλικό, στοιχείο που συμβάλλει στην ποικιλομορφία τους μαζί με άλλες τοπικές ανάγκες92. Στην προκειμένη περίπτωση, στο ορεινό Ψάρι ο τόπος με το βραχώδες έδαφος προσφερόταν αφειδώς για μεγάλων διαστάσεων κατασκευές αλλά και για την λιθεπένδυση του τύμβου του τάφου, εν αντιθέσει προς τον θολωτό της Μάλθης – για να αναφερθούμε σε πλησιόχωρο παράδειγμα, του οποίου ο τύμβος είναι εξ ολοκλήρου χωμάτινος. Επίσης, η πρακτική ανεγέρσεως και χρήσεως των θολωτών ανά ζεύγη, φαίνεται πως ακολουθείται και σε αυτή την κάπως απόμακρη περιοχή της Μεσσηνίας93.
Το μνημειώδες του τάφου με τον λιθεπένδυτο τύμβο -πραγματικό «τηλεφανές σήμα», δικαιολογεί την ολοσχερή σχεδόν αναμόχλευσή του, καθώς κατά την αρχαιότητα αποτελούσε ορατό και σημαντικό μνημείο προγόνων της περιοχής του. Η πρωιμότερη κεραμεική από τον δρόμο δείχνει να κατασκευάσθηκε σε κάποιο προχωρημένο στάδιο της ΥΕΙ περιόδου -μένει να μελετηθούν περαιτέρω τα δεδομένα, ιδίως των κυπέλλων keftiu, για επισήμανση τυχόν πρωιμοτέρων στοιχείων94. Προφανής είναι η παρουσία της ΥΕΙΙΑ, μολονότι η πρώτη εξέταση της κεραμεικής κατά την δεκαετία του 1980 δεν έδειξε άμεσα και στοιχεία για ύπαρξη αμφορέων ανακτορικού ρυθμού95, ενώ εναπόκειται στην μελλοντική μελέτη το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί, εάν εκπροσωπείται η ΥΕΙΙΒ περίοδος ή η πρώιμη ΥΕΙΙΙΑ σε σχέση με τυχόν αναγνωρίσιμα όστρακα, καθώς και με την παρουσία του φυσιοκρατικού ειδωλίου. Ελπίζεται, ότι η συγκριτική μελέτη που θα ακολουθήσει θα συμβάλει στην προσέγγιση της τοπικής κεραμικής παραγωγής της πρώιμης μυκηναϊκής Μεσσηνίας, η οποία έχει θεωρηθεί πολύ σημαντική πριν από την τελική δημοσίευση των οικιστικών και ταφικών συνόλων της96.
Ως προς την κοινωνικοπολιτική παράμετρο, η οποία απασχολεί όλο και περισσότερο την αρχαιολογική έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες, ο θολωτός του Ψαρίου δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από την πλειονότητα των υπολοίπων γνωστών μεσσηνιακών θολωτών. Υπήρχε και εκεί τόπος συλλογικής μνήμης του γένους, με τάφους που ανήκαν σε προύχοντες, τοπάρχες ή γαιοκτήμονες μιας περιοχής που ευημερούσε, όπως διαπιστώνεται από τα ελάχιστα εναπομείναντα κινητά ευρήματα του τάφου 197. Στο πλαίσιο της ευρέως πλέον αποδεκτής απόψεως του καθηγητού Γ. Κορρέ, ότι ο θολωτός υπήρξε προσφιλής τύπος τάφου για όλα τα κοινωνικά στρώματα, όπως συνέβαινε στην Κουκουνάρα, όπου σε ταφικό τοπίο είκοσι δύο θολωτών συνυπήρχαν οι τάφοι των γαιοκτημόνων/τοπαρχών και εκείνοι του πληθυσμού98, η περίπτωση του Ψαρίου πρέπει να επανεξετασθεί μελλοντικώς βάσει των δεδομένων και του δευτέρου τάφου, αλλά και με την έρευνα άλλων μυκηναϊκών ταφικών καταλοίπων στο Μετσίκι. Δηλαδή δεν γνωρίζομε ακόμη, εάν και σε αυτή την λιγότερο εύφορη περιοχή της Μεσσηνίας, υπήρχαν μικρότεροι θολωτοί ή άλλα τυμβικά μνημεία σε σχέση με τους μεγάλους θολωτούς, όπως διαπιστώθηκε στην Κουκουνάρα ή στα Νιχώρια/Καρποφόρα99. Οι μικρών διαστάσεων θολωτοί του Χαλκιά απέχουν μάλλον αρκετά (περ. 4 χλμ.) με παρεμβολή έντονου φυσικού αναγλύφου, ώστε είναι λογικό να υποθέσομε ότι ανήκαν σε διαφορετική πληθυσμιακή ενότητα από αυτήν που είχε εγκατασταθεί στο Μετσίκι.
Τα ευρήματα μεταμυκηναϊκής εποχής του θολωτού του Ψαρίου, που προέρχονται κυρίως από την επίχωση του θαλάμου (όστρακα, αγνύθες, μολύβδινο βάρος και ασημένιο νόμισμα) είναι αδύνατον να συνδεθούν με αποθέσεις ή σύνολα, εφ’ όσον αυτά είχαν αναμοχλευθεί100.
Είναι δυνατόν να καθορίσομε μόνο το χρονολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου δέχθηκε ο θολωτός τάφος Ψαρίου τα αντικείμενα αυτά. Η πρωιμότερη μεταμυκηναϊκή παρουσία ανήκει στους ΠΓ χρόνους. Όταν σε κάποια άγνωστη χρονική στιγμή κατέρρευσαν, ή μάλλον, άρχισαν να καταρρέουν οι θολωτοί τάφοι, και ενώ είχε προηγηθεί η ολοσχερής σύλησή τους ήδη κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, σύμφωνα με τα δεδομένα του πρώτου τάφου, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, η οποία πρέπει να είχε ζωή και κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή ακόμη εποχή -όπως έδειξαν οι περιηγήσεις μας- διαμόρφωσαν μια σχέση σεβασμού προς αγνώστους προγόνους, στους οποίους ανήκαν τα μνημεία ή, πιθανότατα, απλώς τα χρησιμοποίησαν -άγνωστον για ποιό σκοπό. Το φαινόμενο κατά το οποίο χρησιμοποιούνται εκ νέου οι μυκηναϊκοί τάφοι για ποικίλους λόγους -σε ορισμένες καλώς τεκμηριωμένες περιπτώσεις και για ταφική λατρεία- συναντάται συχνότατα σε μνημεία της μυκηναϊκής Μεσσηνίας, αλλά πρέπει να προσεγγίζεται με σύνεση, ιδίως, όταν τα ταφικά σύνολα έχουν διαταραχθεί101.
Εκτός από τις χρονολογικές ενδείξεις για κατοίκηση στον λόφο κατά τον -2ο αι., μεμονωμένοι ακτέριστοι τάφοι στις θέσεις «Ρέπεζι» και «Βαρελάκκου», βορείως του υψώματος, υποδηλώνουν την χρήση του ευρύτερου χώρου και κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ενώ το χάλκινο νόμισμα του 11ου αι., εποχής Τσιμισκή, ενδέχεται να κύλισε από τα υψηλότερα σημεία του λόφου προερχόμενο πολύ πιθανόν από μεταγενέστερη κατασκευή102 ή ίσως να έπεσε από τα χέρια κάποιου διαβάτη ή επισκέπτη. Έκτοτε, για τρεις ή τέσσερις τουλάχιστον αιώνες, πρέπει να φαντασθούμε την περιοχή χωρίς ιδιαίτερη πολιτισμική δραστηριότητα. Μπορούμε δηλαδή, να υποθέσομε ότι η μυκηναϊκή ακρόπολη, έστω και αν οριστικά είχε εγκαταλειφθεί, εφ’ όσον έπαυσαν να χρησιμοποιούνται οι τάφοι της γύρω στον -15ο ή -14ο αι., εξακολουθούσε να σηματοδοτεί το απώτατο παρελθόν, να θυμίζει την προγονική κληρονομιά στους μεταγενεστέρους. Τούτο γινόταν, προφανώς, εφικτό και με την δύναμη ή γοητεία που ασκεί πάντοτε η προφορική παράδοση από γενεά σε γενεά103.
Η περιοχή ζωντανεύει και πάλι με τον εποικισμό της Πελοποννήσου από Ιλλυριούς ορθόδοξους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και από αλβανόφωνους, που κατέκλυσαν κυρίως την Τριφυλία κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Η εγκατάσταση έγινε με εντολή του Δεσπότη Θεοδ. Παλαιολόγου Β', για να ενισχυθεί η εξ αιτίας συνεχών πολέμων, λιμών και θεομηνιών ανησυχητική αραίωση του πληθυσμού. Σε αυτό το γεγονός αποδίδεται η καταγωγή των οικισμών της πεδιάδος Σουλιμά, με το ομώνυμο κεφαλοχώρι, γύρω από το οποίο οργανώθηκαν κατόπιν όλα τα υπόλοιπα χωριά, τα γνωστά Σουλιμοχώρια104. Ένα από αυτά ήταν και το (πάνω) Ψάρι, το μόνο από τα πέντε ομώνυμα χωριά της Πελοποννήσου105, που διεδραμάτησε σημαντικό ρόλο κατά τους χρόνους πριν και κατά την Εθνεγερσία, με γενναίες μάχες που δόθηκαν για την ελευθερία από ανδρειωμένους πολεμιστές. Για τους Ντρέδες και τον αψύ αρχιστράτηγό τους Γιαννάκη Γκρίτζαλη πολλά έχουν γραφεί και τα κατορθώματά τους υμνεί η δημοτική μας ποίηση106 (εικ.34).


Όπως στο «Μετσίκι», κατά τα μέσα περίπου του -16ου αι. το ασβεστολιθικό πέτρωμα αξιοποιήθηκε δεόντως για την δημιουργία των μεγάλων θολωτών, ομοιοτρόπως χρησίμευσε ως οικοδομικό υλικό για τα σπίτια του παλαιού χωριού, που κατοικήθηκε γύρω στις αρχές του 17ου αιώνα. Στον τόπο του αφθονεί η ίδια πέτρα. Ίσως για τούτο το λόγο να μην συνέβη εδώ, ό,τι σε άλλες εύφορες μεσσηνιακές περιοχές με καλλιέργεια σταφιδαμπέλων· λίθοι πλησιόχωρων θολωτών να έχουν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό για αγροικίες κοντά σε αλώνια για το άπλωμα της σταφίδας. Στο Ψάρι δεν υπάρχουν τέτοιες αγροικίες, καθώς η ημιορεινή περιοχή χαρακτηρίζεται από καλλιέργειες σιτηρών και κτηνοτροφία, οπότε χρησιμοποιούντο τα πέτρινα αλώνια και η αποθήκευση των προϊόντων γινόταν στα «κατώγια» των λιθόκτιστων σπιτιών.
Το ωραίο αρχιτεκτονικό σύνολο στο Πάνω Ψάρι προβάλλεται αρμονικά σε τοπίο δωρικής λιτότητος και φυσικού κάλλους, που συναντά κανείς εν γένει στις όμορες περιοχές της αρκαδικής Παρασίας -Φιγαλείας και του ναού του Απόλλωνος Επικουρίου. Μόλις το βλέμμα εξοικειωθεί με το παντού κυρίαρχο γκριζόλευκο στοιχείο της πέτρας, κάθε λεπτομέρεια αναδύεται για να δηλώσει την οργάνωση και λειτουργική σημασία του συνόλου: πλακόστρωτες αυλές, πρωτόγονα φουρούσια που υποβαστάζουν γραφικούς εξώστες και το γείσο της στέγης, λίθινα τοξωτά υπέρθυρα σε θύρες και παράθυρα, λίθινα αλώνια και λίθινες κρήνες. Κι όσα δεν στέκουν όρθια, υπογραμμίζουν με τους λιθοσωρούς τους την μοναξιά του τοπίου. Η εικαστικός Ντιάνα Αντωνακάτου στο λεύκωμά της για την Μεσσηνία107 αφιερώνει στο έρημο χωριό έργα ζωγραφικής και κείμενά της με διάχυτο λυρισμό:
«Το Πάνω Ψάρι από μια απόσταση φάνταζε σαν κάστρο. Τα σπίτια του πύργοι μανιάτικοι, απολιθωμένοι βιγλάτορες σ’ ένα χρέος που ξεπληρώθηκε πριν χρόνια. Σιωπή. Η βουερή άσφαλτος μακριά, σαν ένα ασημένιο χάραγμα κι αυτή στο χάρτη. Μέσα στο χωριό φαντάσματα τα νεκρωμένα σπίτια, που θύμιζαν αρκαδινούς μαστόρους οι καλοπελεκημένες πέτρες τους. Άλλα γερά, κλειστά, άλλα μισογκρέμιστα, χωρίς νοικοκύρηδες. Στο απογευματινό φως της μεγάλης μέρας του Ιουνίου είχαν όλα μια επιτύμβια ομορφιά, μια καθαρότητα γραφής ανάγλυφη πάνω στο μεγάλο ουρανό…».
Η κυκλική πορεία του χρόνου καθόρισε, ώστε το Ψάρι, ως παλαιός και νεώτερος οικισμός να πλαισιώνει την μυκηναϊκή ακρόπολη στο Μετσίκι. Η ράχη του λόφου με τους μεγάλους θολωτούς στέκει κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά ως συνδετικός κρίκος– τοπόσημο προγονικής μνήμης, μεταξύ των δύο ομώνυμων τόπων. Η επί πολλές δεκαετίες χρήση της αλβανικής διαλέκτου άφησε έντονα ίχνη στην ζωή των κατοίκων της σημερινής κοινότητος και πολλά τοπωνύμια διατηρούνται αλώβητα έως σήμερα. Η ονομασία του λόφου κατά τον υποδείξαντα Γ. Παπαγεωργίου και άριστο γνώστη της αλβανικής φαίνεται να έχει έμμεση, πλην σαφή σύνδεση με τον λόφο των θολωτών. Η λέξη Μετσίκι χρησιμοποιείται σε τρία υψώματα της Τριφυλίας, προερχομένη πιθανότατα από την αλβανική λέξη Μeshikez-a, που σημαίνει μικρή φούσκα, φλύκταινα, κύστις108. Κατ’ επέκτασιν, θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει το έξαρμα, τον λόφο ή λοφίσκο, ίσως τον τύμβο και την ίδια την θόλο των τάφων, οι οποίοι θα ήσαν ορατοί από αρκετή απόσταση στο ύψωμα, την εποχή κατά την οποία δεν είχαν ακόμη καταρρεύσει. Η εικόνα του απωτάτου παρελθόντος και τα τυχόν θρυλούμενα της περιοχής θα δικαιολογούσαν την ονοματοδοσία της θέσεως, η οποία, προφανώς, καθιερώθηκε από τους νεοφερμένους κατοίκους.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έκαμε το έργο της και ο Γ. Παπαγεωργίου δικαιώθηκε περίτρανα109.
Την συμβολή του στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων του Ψαρίου Τριφυλίας, διαπερνούσε πρωτίστως πατριωτισμός και ανιδιοτέλεια -και καθώς εκείνη την εποχή των ανασκαφών διάβαζα και μάθαινα για τον χαρακτήρα των Ντρέδων στο φυσικό περιβάλλον τους, έβλεπα στον άνθρωπο έναν απόγονο με την δική τους ευθύτητα και περηφάνεια. Η πίστη του απέναντι στην δυσπιστία πολλών συντοπιτών του υπήρξε ακράδαντη. Η ενεργός και ακάματη συμβολή του στο έργο απεδείχθη ανεκτίμητος κινητήριος μοχλός και δύναμη. Η άρνησή του να δεχθεί να λάβει την προβλεπόμενη από την αρχαιολογική νομοθεσία αμοιβή για υπόδειξη και συμβολή σε ανάδειξη αρχαιοτήτων παραμένει σπάνιο φαινόμενο ήθους και μεγαλοψυχίας110. Η φράση «ἀφιλαργυρίαν ἐπιδειξάμενος» του τιμητικού διπλώματος που παρέλαβε ο ευπατρίδης Γ. Παπαγεωργίου από τον Γενικό Γραμματέα της Ακαδημίας Μενέλαο Παλλάντιο, υπήρξε αυτό που στην ψυχή του προσδοκούσε: υψίστη τιμή προς τον ίδιο και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Στην τιμητική πλακέτα που εντοιχίσθηκε στο εκκλησάκι του της Αγίας Άννας τον Αύγουστο του 2019 αυτά τα λόγια είναι χαραγμένα σαν επιτύμβιον επίγραμμα για τα 100 χρόνια από την γέννησή του, αντίκρυ στο Μετσίκι με τους θολωτούς.
Ο καθηγητής Γ. Κορρές σημειώνει χαρακτηριστικά: «συνολικά στη Μεσσηνία και στην περιοχή της Τριφυλίας υπήρχαν τόσοι θολωτοί όσοι και σε όλη την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα, λόγω του πλούτου της περιοχής και του ακμαίου πληθυσμού, που είχε κατανεμηθεί σε μεγάλο αριθμό αγροτικών πολισμάτων και οικισμών. Συνεπώς, ο πολιτισμός της μυκηναϊκής Μεσσηνίας μπορεί να αποκληθεί Πολιτισμός των θολωτών τάφων της ΝΔ-Δ Πελοποννήσου, περιλαμβανομένων και των θολωτών του Σαμικού και του Κακοβάτου»111. Η παρουσίαση των αρχαιολογικών δεδομένων στο παρόν κείμενο αποτελεί πρώτη αποτίμηση του μυκηναϊκού κέντρου που είχε αναπτυχθεί και στο Ψάρι Τριφυλίας. Υπάρχει, όμως, σαφώς ανάγκη συνεχίσεως της έρευνας, όπως και αλλού έχει επισημανθεί ως ευκταίον εκ μέρους της υπογραφομένης112. Η ανασκαφική έρευνα του θολωτού τάφου 2 βαίνει πλέον προς το τέλος και τούτο πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για την ανάδειξη του συνόλου του αρχαιολογικού χώρου, καθώς έχει συντελεσθεί η προ εικοσιπενταετίας προταθείσα απαλλοτρίωση (προφορική ενημέρωση του αρχαιολόγου Σταμάτη Φριτζίλα). Πρωταρχικής σημασίας ανάγκη είναι να προστατευθούν τα μνημεία με τις απαραίτητες στερεωτικές/αναστηλωτικές εργασίες113. Ειδικότερα, για τον θολωτό τάφο 1 κρίνονται απαραίτητα: α) η άμεση αποκατάσταση του προ εικοσαετίας κατεστραμμένου τοιχώματος του ταφικού θαλάμου, αφού προηγηθεί καθαρισμός και καταγραφούν (σχέδιο, μετρήσεις) το πάχος του τοιχώματος της θόλου, η συνοχή και η σύνδεσή του με το τελικό δάπεδο του θαλάμου, το «γέμισμα» στο οπίσθιο τμήμα της, καθώς και το πάχος του τύμβου στο σημείο αυτό114, β) διεξοδικός καθαρισμός του τύμβου και κοσκίνισμα του υπολοίπου των επιχώσεων της παλαιάς ανασκαφής, γ) μερική -αν όχι ολική- αναστήλωση του τάφου.
Η ανάδειξη της ακροπόλεως του Ψαρίου, η οποία είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 18Β'/23.1.1991), θα ήταν ευχής έργον να ενταχθεί σε επιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα ελληνικού πανεπιστημιακού ιδρύματος με την συνεργασία της αρμόδιας τοπικής Εφορείας και την συμμετοχή και άλλων επιστημόνων και να πραγματοποιηθούν: α) γεωφυσική διασκόπηση σε όλο το ύψωμα, τουλάχιστον σε έκταση 200-300μ. από το σημείο των δύο θολωτών έως το ΔΝΔ άκρο του, β) συστηματική ανασκαφική έρευνα και άλλων ταφικών κτισμάτων στον λόφο, καθώς και των πιθανών οικιστικών καταλοίπων βάσει των αποτελεσμάτων της διασκοπήσεως, γ) αναστηλωτικό/στερεωτικό έργο στους δύο μεγάλους θολωτούς, προστασία των μνημείων αυτών και εκείνων που θα προκύψουν από τις νεώτερες έρευνες, δ) συνολική ανάδειξη του χώρου, ε) μελέτη και δημοσίευση των ευρημάτων.
Με την πραγματοποίηση των ανωτέρω, μελλοντικώς, θα είναι δυνατόν να γίνουν περαιτέρω διαπιστώσεις για την κατανομή και την κοινωνική οργάνωση των μυκηναϊκών και των παλαιοτέρων -ενδεχομένως- εγκαταστάσεων στην περιοχή αυτή της ΒΑ Μεσσηνίας, η οποία, όπως ήδη αναφέραμε, κατέχει την δεύτερη θέση σε πληθυσμιακή πυκνότητα μετά την Πύλο και ήλθε πάλι στο προσκήνιο, μετά τις ανασκαφές του Valmin με νεώτερα δεδομένα για την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή. Κατά την επανεξέταση της πολιτικής γεωγραφίας του βασιλείου του Νέστορος, βάσει των προσφάτων αρχαιολογικών ερευνών, ο R. Hope Simpson αναφέρεται σε δύο περιοχές της πεδιάδος Σουλιμά, οι οποίες, πιθανότατα, ταυτίζονται με τα τοπωνυμικά δεδομένα των πινακίδων της Πύλου: μία, περιορισμένης εκτάσεως (a-re-te-wi-ja) και μία πιο εκτεταμένη (e-ra-te-re-ve). Στην τελευταία κατατάσσει τις θέσεις Ψάρι και Σιντιλίθι115.
Η συνολική έρευνα και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου στο Μετσίκι, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών θολωτών του Χαλκιά, αλλά και του παραδοσιακού οικισμού του Άνω Ψαρίου, θα προσελκύσει επισκέπτες και θα αναζωογονήσει την περιοχή αυτή της Τριφυλίας, η οποία από καιρού υφίσταται μαρασμό. Ένα δίκτυο πολιτιστικών διαδρομών, που θα περιλαμβάνει τους αρχαιολογικούς χώρους Κακοβάτου, Κυπαρισσίας, Περιστεριάς, Μάλθης και Ψαρίου/Χαλκιά με τελικό προορισμό τον Επικούριο Απόλλωνα και μία στάση στο Πάνω Ψάρι, ενδέχεται να αποτελεί πρόσφορη λύση. Κατά τον τρόπο αυτό η πολιτεία θα έχει σταθεί αρωγός στην μη εγκατάλειψη τόπων της πατρίδος μας, οι οποίοι με αξία διαχρονική και παράδοση αιώνων σηματοδοτούν την ιστορία και την εθνική μας ταυτότητα.


Οι θολωτοί τάφοι στο Ψάρι Τριφυλίας.
Γεωργία Εμμ. Χατζή
ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ- ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΏΡΓΙΟ ΣΤΥΛ. ΚΟΡΡΈ

1 Χατζή 1981, 156, πίν. 98α.
2 Πρώτη αναφορά και ετυμολογική προσέγγιση του «αυλώνος» γίνεται από τον Valmin σε σχέση με τις έρευνές του στην περιοχή Μάλθης- Κοπανακίου της πεδιάδος Σουλιμά (Valmin 1956, 31).
3 Κωνσταντινόπουλος 1983, 20-32, 41-61, 93-96.
4 Χατζή-Σπηλιοπούλου 2014, 347, εικ. 7.
5 Οι φωτογραφικές λήψεις από ύψος 6 μ. με εστίαση φακού μηχανής Canon, σε κατακόρυφη και πλάγια θέση, πραγματοποιήθηκαν κατά τις ανασκααφικές περιόδους 1982-1984 με ειδική φωτογραφική κατασκευή (δίποδο) η οποία ευγενικά διετέθη από τον διευθυντή των Ανασκαφών Πύλου, ομότιμο καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Γ.Σ. Κορρέ. Θερμά τον ευχαριστώ και από την θέση αυτή.
6 Χατζή 1981· 1982, 137-138· 1983· 1984α, 78-79· 1984β· 1985, 103-106· 1986· 1987, 132, 135· 1988. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 535-539· 2000· 2014, 328-330. Eπίσης βλ. ΑR 1986, 31· 1990, 33· 1991, 33· 1992, 27· 1993, 31· 1994, 28. BCH (Chroniques) 1983, 761· 1990, 744, 745, εικ. 48-51· 1991, 867· 1992, 862-864, εικ. 37· 1993, 797. Τον Δεκέμβριο του 1990, στο πλαίσιο Σεμιναρίου Επαγγελματικής Κατάρτισης Διπλωματούχων Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Δήμου Καλαμάτας με θέμα «Συντήρηση – αναστήλωση μνημείων και παραδοσιακών συνόλων – οικισμών», πραγματοποιήθηκε εισήγηση με προβολή διαφανειών εκ μέρους της υπογραφομένης με θέμα «Οι θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι και ο παραδοσιακός οικισμός στο Ψάρι Τριφυλίας». Θερμές ευχαριστίες απευθύνω και από εδώ προς όλους, όσους συνεργάσθηκαν στην ανασκαφή Ψαρίου: τους εργάτες μας από το Ψάρι Σωτ. Αλεξόπουλο και Σπυρ. Παντελιό και τον Θ. Ζαφειρόπουλο από το Μύρον Τριφυλίας. Καθώς πέρασαν χρόνοι πολλοί, περισσότεροι είναι εκείνοι που έφυγαν και τους μνημονεύω: Ευάγγ. Βεργής, Δημ. Βόγγας, Παν. Γεωργόπουλος, Αναστ. Γκόνος, Παν. Μίντζιας, Νικ. Παπαγιαννόπουλος και Ξεν. Τζαβέλλας (Ψάρι), Ξεν. Αποστολόπουλος και Δημ. Γιαννακόπουλος (Χώρα Τριφυλίας), Δημ. Σινάνης (Μύρον Τριφυλίας). Το προσωπικό της Ζ' ΕΠΚΑ κατά την ανασκαφική περίοδο 1986: Σ. Κασσιανού και Ζωή Κασβίκη (πτυχιούχοι αρχαιολογίας) και Ιω. Αλεξοπούλου, Γ. Δρε, Αν. Σωρβανή, Απ. Φωτόπουλο (εργάτες). Επίσης την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου UCLA Sarah Morris και τον αείμνηστο καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Minnesota Fr. A. Cooper, οι οποίοι κατά την επίσκεψή τους στην ανασκαφή ευγενικὠς προσεφέρθησαν και, ελλείψει αρχιτέκτονος, απετύπωσαν την υφισταμένη κατάσταση στην επίχωση του δρόμου, ώστε να προχωρήσει η έρευνα (23/6/1983). Την Ολλανδή μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου του Amsterdam Linda Mol (περίοδος 1987), τον σχεδιαστή της Ζ' ΕΠΚΑ Απ. Θωμόπουλο και τον έμπειρο εργατοτεχνίτη Δημ. Κορδατζάκη, ο οποίος υλοποίησε τις στερεωτικές εργασίες και τα στέγαστρα στον θολωτό τάφο 1 (Χατζή-Σπηλιοπούλου 2014, 330 και 348, εικ. 10). Ευχαριστώ, επίσης, τον πρόεδρο και τον γενικό γραμματέα του Προοδευτικού Συλλόγου Ψαραίων Τριφυλίας Διον. Αθανασόπουλο και Λ. Μαρωνίτη για την πρόσκλησή τους να ξεναγήσω στο Μετσίκι και να γνωστοποιήσω τα αποτελέσματα των ανασκαφών στους κατοίκους του Ψαρίου και της ευρύτερης περιοχής με ομιλία, προβολή διαφανειών και ψηφιακών εικόνων. Οι εκδηλώσεις έγιναν στην Αγία Αννα στο Μετσίκι (Αύγουστος 2000) και στο Δημοτικό Σχολείο Ψαρίου (Αύγουστος 2019). Η τελευταία με τίτλο «Ψάρι και Μυκηναϊκή Μεσσηνία – Ο ευπατρίδης Γεώργιος Χ. Παπαγεωργίου, 100 χρόνια από τη γέννησή του (1919-1995)». Κείμενα της πρώτης ομιλίας δημοσιεύθηκαν στην τοπική εφημερίδα Ψαρίου Τριφυλίας Οι Ῥίζες, αρ. φύλλου 5, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000 και στην περιοδική έκδοση Ο Επικούριος Απόλλων του ομωνύμου Συλλόγου των απανταχού Σκληραίων, αριθ. φύλλου 62, Αθήνα 2000 (Χατζή-Σπηλιοπούλου 2014, 329 σημ. 33). Τέλος, θερμά ευχαριστώ την αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας Ευαγγελία Μαλαπάνη και την υπεύθυνη γραμματείας της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών κ. Γ. Γιαννικοπούλου για την ηλεκτρονική αποστολή κειμένων σχετικών με το παρόν δημοσίευμα – πολύτιμη βοήθεια εν μέσω πανδημίας covid-19, με μη προσβάσιμες τις επιστημονικές βιβλιοθήκες. Επίσης, την αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας Καλλιόπη Λουμιώτη για την βοήθειά της στην Βιβλιοθήκη του Μουσείου Ολυμπίας.
7 Χατζή 1982, 137, πίν. 86β. ΒCH 1990, ΙΙ, 744, εικ. 48.
8 Απευθύνω και από εδώ πολλές ευχαριστίες στον Γιάννη Γυφτόπουλο και στον Κων. Κόττο. Τον τελευταίο ευχαριστώ επίσης, διότι προθύμως παρεχώρησε την αγροικία του στα Κονταίικα για δωρεάν διαμονή της ανασκαφικής ομάδος κατά τις περιόδους των ετών 1986 και 1988. Μνημονεύω επίσης με ευχαριστίες προς τους συγγενείς των, όσους απεβίωσαν: Δημ. Κούκη – Μητσοκούκη, Γεώργιο Συρράκο του Αλεξίου, Γεώργιο Συρράκο του Λεωνίδα και Ιω. Αποστολόπουλο – Γιαννηφωτάκο.
9 Το αρχικό ύψος του στομίου, κατά τους υπολογισμούς του αρχιτέκτονος, με βάση το πλάτος και τις στρώσειςτων λίθων, υπολογίζεται ότι θα ήταν 3,50-3,60 μ. από το έδαφος.
10 Παραστάδες διαμορφώνονται στα στόμια των θολωτών τάφων Περιστεριάς 1-2, Ανθείας, Μάλθης 1,
Νιχωρίων, Καπλανίου 2, Κοπανακίου, Ακόνας 1, Τουρλιδίτσας και ίσως Τραγάνας 1 (Galanakis 2008, 26). Διαφορά μήκους έχει παρατηρηθεί στις παραστάδες του θ.τ. Ανθείας (Κορρές 1978, 71).
11 Συνηθέστερος είναι ο αριθμός των τριών ανωφλίων (Κορρές 1978, 74 σημ. 1-3). Ανώφλια διατηρούνται στη θέση τους σε δεκαεπτά θολωτούς της Μεσσηνίας: Ανθείας, Βλαχόπουλου, Εγκλιανού ΙΙΙ, Εγκλιανού IV, Κάμπου Αβίας, Καπλανίου 2, Κεφαλοβρύσου (Χαλβάτσου), Κουκουνάρας – Γουβαλάρη α10, Καοκουνάρας – Φυτιές 1, Μάλθης 1, Μουριατάδας, Νιχωρίων, Περιστεριάς 1, Ρούτση 1, Τραγάνας 1, Χαλκιά 1 και Ψαρίου 2 (Galanakis 2008, ΙΙΙ, 74, 60, 28, 29, 75, 63, 73, 52, 35, 77, 80, 65, 81, 31, 25, 85, 89). Για το κουφιστικό τρίγωνο βλ. passim Galanakis 2008, 136-137.
12 Χατζή 1985, πίν. 35α. BCH 1992, 863, εικ. 37.
13 Ενδεικτικώς αναφέρονται οι διπλές ξερολιθιές σε δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς ως προς το μέγεθος θολωτούς της Μεσσηνίας: τον μικρό θολωτό τάφο 4 του εξάρματος α Γουβαλάρη Κουκουνάρας (Κορρές 1975, 439), όπου επισημαίνεται η σημασία της εσωτερικής ξερολιθιάς για την στατική του τάφου) και τον επιβλητικό θολωτό τάφο 1 της Περιστεριάς (Μαρινᾶτος 1961, 170). Eσωτερικό μέτωπο με δόμηση που ακολουθούσε την καμπύλη του τοιχώματος της θόλου υπήρχε στον θολωτό τάφο της Αρχαίας Κορίνθου (Κασίμη 2013, 45) –επίσης ενδεικτικό στοιχείο της ποικιλομορφίας των θολωτών ανά περιοχή.
14 Kενά έχουν παρατηρηθεί στις κανονικές (εξωτερικές) ξερολιθιές των θολωτών τάφων Μουριατάδας
(Μαρινᾶτος1960,205), Ανω Εγκλιανού IV (Blegen κ.ά.1973,96) και Νιχωρίων (Wilkie1975,55σημ. 43).
15 Οι επενδεδυμένοι δρόμοι των θολωτών δεν είναι σύνηθες φαινόμενο στην Μεσσηνία. Υπάρχουν στους θολωτούς Μάλθης 1 (Valmin 1938, 208), Νιχωρίων (Wilkie 1975, 24), Καπλανίου 2 (Galanakis 2008, 28), Περιστεριάς 2, και τμηματικώς στους θολωτούς Περιστεριάς 1 (Μαρινᾶτος 1960, 207) και Μουριατάδας (Μαρινᾶτος 1960, 205, πίν. 158α). Επίσης Galanakis 2008, Ι, 28, 133.
16 Χατζή 1985, πίν. 35β. Πρβλ. ενδεικτικώς ως προς το στοιχείο αυτό τους θολωτούς τάφους 1 και 2 Μάλθης (Valmin 1938, 208, 216) και εκτός Μεσσηνίας τον θολωτό B Θορικού (Servais και Gasche 1971, εικ.6-9, πίν.3) και τον θολωτό τάφο Ι Μαγούλας Γαλατά της Τροιζηνίας (Κοnsolaki-Yannopoulou 2015, εικ.9).
17 Στην τοπολαλιά του Ψαρίου και της ευρύτερης περιοχής, μπελεσιά ονομάζεται το είδος του φυσικού
πετρώματος που εύκολα αποσχίζεται με το πελέκημα, από την λ. πελεκισιά (μπελεξιά – μπελεσιά).
18 Χατζή 1984α, 78, πίν. 27γ.
19 Παρατηρείται επίσης στους θολωτούς: Μάλθης 1 (Valmin 1938, 213), Εγκλιανού ΙΙΙ και IV (Blegen κ.ά. 1973, 76, 97), Νιχωρίων (Wilkie 1975, 43).
20 Μαστροκώστας 1964, πίν. 333α, 334α-β, 338α. Galanakis 2008, I, 121, και II, εικ. 19a.
21 Τις ζώνες στην τοιχοδομία παρατήρησε κατά την επίσκεψή του στο Ψάρι και περιγράφει ο Γ. Γαλανάκης (Galanakis 2008, II, 158, εικ. 57). Η χρήση του ασβεστολίθου είναι συχνότατη στους θολωτούς της Μεσσηνίας (Galanakis 2008, I, 26).
22 Πρβλ. όμοια αντίληψη σε άλλους θολωτούς της Μεσσηνίας: Wilkie 1975, 26 (Νιχώρια). Κορρές 1976α, 257 (Περιστεριά)· 1978, 75-76 (Άνθεια). Galanakis 2008.
23 Αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά την έρευνα του χώρου εκτός της ξερολιθιάς του δρόμου υπήρχε εκτεταμένο στρώμα με άφθονα λιθαράκια, αλλά και από μικρούς και μεγαλύτερους ακατέργαστους πλακωτούς λίθους. Η περιοχή αυτή υπήρξε προφανώς πεδίο προετοιμασίας για την σταδιακή κατασκευή του τύμβου, αλλά και την ενίσχυση των τοιχωμάτων της θόλου στην πίσω πλευρά με τα απαραίτητα υλικά («πάκτωμα» της εσωτερικής ορατής όψεως της τοιχοποιίας).
24 Βλ. ενδεικτικώς Κορρές 1977α, 294 (θολωτός Βοϊδοκοιλιάς) και 299 (θολωτός Περιστεριάς 1). Wilkie 1975, 26 σημ. 14 (Νιχώρια).
25 Κορρές 1975, 478, 492 σημ. 1· 1976γ, 349.
26 Valmin 1938, 213, 214, εικ. 39 (οροφή θολωτού τάφου 1). Κατά την περιγραφή του μνημείου σημειώνεται επίσης, ότι λίθοι, λαξευμένοι κατά τρόπον ώστε να σχηματίζουν το 1/3 περίπου του κύκλου, είχαν ανευρεθεί στα κατάλοιπα τρίτου θολωτού, περίπου 130 μ. δυτικά του θολωτού τάφου 2 (Valmin 1938, 214, σημ. 2). Ο ανασκαφεύς της Μάλθης και του πρώτου ακεραίου σωζομένου από την αρχαιότητα θολωτού μυκηναϊκού τάφου στην Μεσσηνία μνημονεύει την επίμαχη φράση της περιγραφής του Παυσανία για την «κατακλείδα», τον τελευταίο λίθο-κλειδί του θολωτού τάφου του Βοιωτικού Ορχομενού (Παυσ. 9.38), στην οποία δεν παρέλειπε ποτέ να αναφέρεται ο καθηγητής μας Γ. Κορρές κατά τις πάμπολλες φοιτητικές επισκέψεις μας στους θολωτούς των Μυκηνών και της Μεσσηνίας: «…κορυφὴ δὲ οὐκ ἐς ἄγαν ὀξὺ ἀνοιγμένη, τὸν δὲ ἀνωτάτω τῶν λίθων φασὶν ἁρμονίαν παντὶ εἶναι τῷ οἰκοδομήματι» (Valmin 1938, 214-215).
27 Η διευθέτηση των λίθων και η διαλογή όσων παρουσίαζαν κατεργασμένη όψη πραγματοποιήθηκε με την υπεραισιόδοξη προοπτική μελλοντικών αναστηλωτικών εργασιών, για τις οποίες είχαν αποσταλεί εισηγήσεις μας στο Υπουργείο Πολιτισμού.
28 Χατζή 1983, 112. Εκ παραδρομής αναδημοσιεύεται από άλλους μελετητές ως διάμετρος τύμβου. Boyd 2002, 181. Galanakis 2008, ΙΙΙ, 88 (74).
29 Χατζή 1983, πίν. 57γ· 1984β, πίν. ΚΔ', εικ. 5. BCH 1990, εικ. 49. Συγκεντρωτική εικόνα θολωτών που διαθέτουν περίβολο βλ. Galanakis 2008, ΙΙ, πίνακας 1. Όμοια κατασκευαστική αντίληψη ως προς τα επί μέρους αναλημματικά τόξα λίθων με αυτήν του τύμβου Ψαρίου, παρουσιάζει η δόμηση του τύμβου του θ.τ. 1 Μαγούλας Γαλατά (Κοnsolaki-Yannopoulou 2015, 491-498, εικ. 9, σημ. 39, 40).
30 Χατζή 1983, πίν. 57δ· 1984β, πίν. ΚΔ', εικ. 4.
31 Για τα σήματα των τύμβων βλ. passim Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1980, 160-168. Στην περίπτωση του Ψαρίου δεν υπάρχει συνάφεια με τους δημοσιευόμενους τύπους σημάτων. Ωστόσο, ο Ν. Valmin, από τους πρωτοπόρους ερευνητές της Μεσσηνίας και Τριφυλίας, στη μελέτη του περί τύμβων και θολωτών αναρωτιέται, αν οι θόλοι και οι θαλαμωτοί τάφοι έφεραν στήλες. Μνημονεύει μάλιστα τον Τσούντα, o οποίος μεταφέρει την γενικώς αποδεκτή άποψη ότι «…such Mycenaean stelae were rather roughly cut blocks without any ornamentation. If so, there may be many stelae found among the stones that have fallen down with the upper layers of the tholoi». Αναφέρει επίσης o Valmin δύο περιπτώσεις λίθων, οι οποίοι ανευρέθησαν στα ανώτερα σημεία (κοντά στο στόμιον) ενός τάφου στην περιοχή Κοπανακίου – Μάλθης, και τους θεωρεί σήματα μάλλον και όχι κάποιο ανώφλι (Valmin 1932, 218 σημ. 5, 219 σημ. 1). Η υπόθεσή μας για την παρουσία «σήματος» στον θολωτό του Ψαρίου, ίσως βρίσκει έρεισμα σε αυτές τις παρατηρήσεις του Valmin. Στο πρόσθιο τμήμα του ανωφλίου του θολωτού α10 Κουκουνάρας υπήρχε όρθιος λίθος, πιθανότατα σήμα του τάφου (Κορρές 1975, 473).
32 Πρώτη διαλογή και επιλεκτική φωτογράφηση των οστράκων είχε γίνει κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ είχε καθαρισθεί σχεδόν το σύνολο της άφθονης κεραμεικής από την επίχωση του ταφικού θαλάμου. Έκτοτε, υπηρεσιακές ανάγκες για σωστικό έργο σε άλλες θέσεις της Μεσσηνίας και η μεταφορά του ανασκαφικού υλικού του νομού από την Ολυμπία στην Καλαμάτα, το 2002, δεν κατέστησαν εφικτή την περαιτέρω μελέτη. Ακολούθησε η πυρετώδης προετοιμασία της Ολυμπίας για την 28η Ολυμπιάδα του 2004 στην χώρα μας και ο διοικητικός διαχωρισμός των Εφορειών Μεσσηνίας και Ηλείας τον Απρίλιο του 2006.
33 Mountjoy 1999, 20. Ο καθηγητής Γ.Σ. Κορρές τονίζει ότι «σὲ προχωρημένο στάδιο τῆς ΥΕ Ι περιόδου μποροῦν νὰ χρονολογηθοῦν ὁρισμένα κύπελλα τύπου keftiu, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἀμαυρόχρωμη κεραμεικὴ σπανίζει ἰδιαιτέρως καὶ ἡ μινύειος ἐκλείπει, ἐκπροσωπουμένη δι’ ἐλαχίστων ὁμοιωμάτων» (Κορρές 1976α, 277). Επίσης, Κορρές 2012α, 433 για την επιβίωση παλαιών τεχνικών από την ΥΕ Ι.
34 Η συγκεκριμένη κεραμεική, που φαίνεται να προέρχεται από μεγάλα αγγεία, τα οποία συχνά διακοσμούσε (Μαθιουδάκη 2010, 196-197) διαφοροποιείται σαφώς από την γραπτή μυκηναϊκή της ΥΕ Ι περιόδου, αλλά–σύμφωνα με την παρουσία της σε χρονολογημένα σύνολα– «η σύντομη περίοδος ακμής της συμπίπτει με την ΥΕ Ι» (Μαθιουδάκη 2010, 169 και Mountjoy 1999, 19). Στην Μεσσηνία απαντάται στα Νιχώρια και Μάλθη, και βορειότερα, στο Σαμικόν Ηλείας (Μαθιουδάκη 2010, 182-183) αλλά «δεν αποτέλεσε δημοφιλές ταφικό κτέρισμα των μεσσηνιακών μνημείων της μυκηναϊκής περιόδου [...] ενώ ελάχιστα δείγματα εντοπίσθηκαν κατά τις επιφανειακές έρευνες στη Μεσσηνία» (Μαθιουδάκη 2010, 183. Χασιακού και Κορρές 2006, 692, 745). Την αγαπητή συνάδελφο Αφρ. Χασιακού ευχαριστώ που μοιράσθηκε τον προβληματισμό μου και επιβεβαίωσε την άποψή μου ως ειδικότερη επί του θέματος (προσωπική συνομιλία). Μένει να εξετασθεί μελλοντικώς, αν η περιορισμένη αυτή κεραμεική υπάρχει στα πολυπληθή όστρακα του ταφικού θαλάμου, του οποίου η πλήρης αναμόχλευση αποτελεί αιτία για αναπόφευκτες θεωρίες πιθανοτήτων.
35 Υιοθετούμε την συλλογιστική βάσει της οποίας προτείνεται η χρήση του όρου κύπελλο keftiu ( Lolos 1985, 230-232) για τον δημοφιλέστερο τύπο αγγείου της ΝΔ Πελοποννήσου, τον ευρύτατα διαδεδομένο στη Μεσσηνία, απ’ όπου προέρχεται και το μεγαλύτερο αγγείο του είδους του, της ΥΕ Ι/ΙΙΑ περιόδου (Κορρές 1980β, 580-606, πίν. 263-264: θ. τ. α10 Γουβαλάρη Κουκουνάρας, με αναφορά σε ανάλογα παραδείγματα. Lolos 1985, 240, 253, εικ. 231-235, και 240-248 για την δημοφιλία και την διάδοση του κυπέλλου. Επίσης Galanakis 2008, II, 80, χάρτης 55: διάδοση του κυπέλλου στην Μεσσηνία). Dickinson 2014, 6, εικ. 1.1, 10. Η συχνότητα του διακοσμητικού στοιχείου καθιστά εύστοχο τον χαρακτηρισμό της περιόδου από τον Γ. Λώλο ως «ripple period» (Lolos 1985, 534 και Μountjoy 1999, I, 306 σημ. 45). Τα όστρακα του Ψαρίου με διακόσμηση «χελωνείου» εμπίπτουν κατά την άποψή μας κυρίως μεταξύ των τύπων ΙΙ και ΙΙΙ (ΥΕ Ι ύστερη – ΥΕ ΙΙΑ, Lolos 1985, 253-255, 258 και Mountjoy 1999, 307, όπου αναφέρεται ότι «η ύστερη φάση της ΥΕ Ι προσεγγίζει την ΥΕ ΙΙΑ και ανευρίσκεται στα Νιχώρια Area IV»). Απαραίτητη, ωστόσο, κρίνεται η ενδελεχής μελέτη των επί μέρους διαγνωστικών μορφολογικών στοιχείων (βάση με περιφερειακή κύρτωση ή γωνιώδη κατατομή, ολόβαφη ή μη ταινία στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους, πλαστικός δακτύλιος και λαβές) για ακριβέστερη χρονολογική προσέγγιση. Δηλαδή, πρέπει να εξετασθεί, εάν και κατά πόσον όστρακα ανήκουν και στην ώριμη ΥΕ Ι, κατά την οποία συνυπάρχουν οι τύποι Ι και ΙΙ με την διαφοροποίηση των βάσεων να αποτελεί σημείον αναφοράς για την χρονολόγηση (Κορρές 1975, 459, εικ. 7α-β και πίν. 313β δεξιά, για κύπελλα keftiu της Κουκουνάρας), ενώ κομβική κρίνεται η σημασία της κεραμεικής της ΥΕ Ι μονόχωρης οικίας των Βορουλίων και η ποικιλία των επί μέρους στοιχείων του κλειστού κεραμεικού συνόλου (Κορρές 1976α, 274, πίν. 181β και Lolos 1985, 259. Επίσης Mountjoy 1999, 307 και Dickinson 2014, 12. Πρωιμότερα ενδέχεται να είναι εκ πρώτης όψεως ορισμένα όστρακα κυπέλλων keftiu με διακόσμηση οφθαλμωτής σπείρας και «χελωνείου» από το Ψάρι, όπου απουσιάζει η διακοσμητική ταινία στην εξωτερική επιφάνεια του χείλους (Lolos 1985, 253).
36 Κορρές 1976α, 277: αναφέρεται «ἀμφίπροχος μόνωτος κύλιξ τῶν Βορουλίων, ἡ νεωτέρα τῆς μικρῆς
ὁμάδος ὁμοίων ποὺ γνωρίζομε ἀπὸ Δ-ΝΔ Πελοπόννησο» (πίν. 181δ, 182γ). Άλλη, από την Νοτία θόλο Ι της Περιστεριάς, με σχεδόν ανύπαρκτο στέλεχος και μεσοελλαδικής υφής πηλό, χρονολογείται στην πρώιμη φάση της ΥΕ Ι (Κορρές 1977γ, 286, εικ. 16). Όμοιο αγγείο προέρχεται από τον θολ. τ. Α του Κακοβάτου, στον δρόμο του οποίου είχε απορριφθεί μετά τον καθαρισμό του ταφικού θαλάμου (Lolos 1985, εικ. 460, 461: Περιστεριά και εικ. 480b: Κακόβατος). Επίσης Νικολέντζος 2003, 620 σημ. 5, μνεία για την χρονολόγηση του τάφου Α βάσει των παρατηρήσεων του καθ. Κορρέ για τα αμφίπροχα αγγεία της Μεσσηνίας. Κατά τον καθηγητή Γ. Κορρέ «αἱ προχυτικαὶ ἢ καὶ ἀντίθετοι διαμορφώσεις εἰς σημεῖον τοῦ χείλους ἀποτελοῦν γνώρισμα τῆς Δυτικῆς Πελοποννήσου» (Κορρές 1977β, 310-311 με μνεία των τριών περιπτώσεων). Τα δύο ελλιπή κατά τα 2/3 σχεδόν και ως προς το στέλεχος αμφίπροχα αγγεία του Ψαρίου προέρχονται, όπως και του Κακοβάτου από τον δρόμο του θολωτού, προϊόντα και αυτά καθαρισμού του ταφικού θαλάμου, οπότε πρέπει να ενταχθούν στον ΥΕ Ι ορίζοντα του τάφου (η συγκριτική μελέτη θα δείξει τον βαθμό πρωιμότητος ως προς τα άλλα γνωστά παραδείγματα) και επιβεβαιώνουν την ως άνω διατυπωθείσα άποψη εντασσόμενα στον κύκλο της τοπικής κεραμεικής παραγωγής της προανακτορικής Μεσσηνίας.
37 Τα όστρακα ανήκουν σε βαθείς (FS 211) ή αβαθείς κυάθους (FS 218) της YE IIA περιόδου και κοσμούνται με «οφθαλμωτές σπείρες εντός πλαισίου» (FM 46). Πρβλ. passim Mountjoy 1986, 32, εικ. 31:5 (Μυκήνες) και 33, εικ. 32:1 (Βοιωτία). Επίσης, Mountjoy 1999, 93, εικ. 15:56, 57 (Μυκήνες, Τίρυνθα) και 322, εικ. 108:22 (τάφος Ε-8 Πύλου). Σε ένα όστρακο υπάρχει σταυροειδές παραπληρωματικό στοιχείο της περιόδου μεταξύ δύο σπειρών (Furumark 1941, εικ. 65, FM 54:4).
38 Tρία όστρακα από μικρό αρτόσχημο αλάβαστρο κοσμούνται με ρακεττόσχημα στοιχεία, που φέρουν δικτυωτό πλέγμα – προσφιλές κόσμημα αλαβάστρων τύπου FS 87, 83 (Mountjoy 1986, 20, FM 63). Επίσης, ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι το παραπληρωματικό στοιχείο τριών στιγμών σε τριγωνική διάταξη, που υπάρχει στα όστρακα του Ψαρίου, συναντάται και σε άλλους τύπους αγγείων της περιόδου (Mountjoy 1986, 23, εικ. 17/ FS 21:8).
39 Tα όστρακα ίσως ανήκουν σε απιόσχημο αμφορέα της ΥΕ ΙΙΑ περιόδου, με το διακοσμητικό στοιχείο των τεθλασμένων σε επάλληλες ζώνες, που διαχωρίζονται με απλές ή διπλές ταινίες (Mountjoy 1999, 649,FM 61 σε τύπο αγγείου FS 20, εικ. 246:2 – Aγία Άννα Θηβών, 870, εικ. 354:11 - απιόσχημο αλάβαστρο Κέας, και Mountjoy 1986, 23, εικ. 17/FS 21:8, όστρακο από απιόσχημο αμφορέα). Στα όστρακα του Ψαρίου οι απλές ταινίες εναλλάσσονται με κυματοειδείς.
40 Βλ. passim Mountjoy 1999, 86-87, εικ. 12:27 – απιόσχημος αμφορίσκος Μυκηνών.
41 Εικ. 15: πρώτο, άνω αριστερά. Η Mountjoy στο έργο της Μυκηναϊκή Γραπτή Κεραμεική αναφέρεται στον τύπο του απιόσχημου ρυτού FS 202 με παραδείγματα από την Πρόσυμνα, την Αγ. Ειρήνη Κέας και τον Ορχομενό (Mountjoy 1986, 31-32, εικ. 30:1-3). Κατατάσσει δε τον τύπο του ΥΕ ΙΙΑ ρυτού και άλλους τύπους αγγείων στην αποκαλούμενη «ψευδο-μινωική ομάδα» (Mountjoy 1999, 22). To όστρακο του ρυτού από την επίχωση του δρόμου του θολωτού 1 Ψαρίου είχα δείξει η ίδια στην P. Mountjoy, όταν μελετούσε την μυκηναϊκή κεραμεική της Ηλείας στην Ολυμπία (δεκαετία του 1990) και είχε επιβεβαιώσει την ταύτιση και την χρονολόγησή του στην ΥΕ ΙΙΑ περίοδο. Στην μελέτη της αναφέρει το όστρακο ως προερχόμενο «από τύμβο στο Ψάρι» (Mountjoy 1999, 323 σημ. 184). H πληροφορία αναδημοσιεύεται από επόμενους μελετητές βάσει του έργου της, οι οποίοι κάνουν λόγο για ρυτόν και όχι για όστρακο ρυτού (Boyd 2002, 182: «Mountjoy mentions a phyton from the tumulus –presumably the excavated circular construction– dating to LH IIA». Galanakis 2008, I, 166 και II, 83, χάρτης 58). Τοιουτοτρόπως το όστρακο έγινε «διάσημο», χωρίς καν να έχει αναφερθεί στις προκαταρκτικές δημοσιεύσεις για την ανασκαφή Ψαρίου από την ανασκαφέα! Στα ελάχιστα παραδείγματα απιόσχημων ρυτών της Μεσσηνίας και σε όμοια από την λοιπή μυκηναϊκή Ελλάδα αναφέρεται ο καθηγητής Γ. Κορρές με αφορμή την ανεύρεση του ρυτού της Νοτίας Θόλου 1 της Περιστεριάς (Κορρές 1976β, 509, πίν.267α: ρυτό Περιστεριάς, και όμοιο από τον θαλαμωτό τάφο Ε-8 του Κάτω Εγκλιανού). Επίσης, Lolos 1985, εικ. 463. Mountjoy 1999, 322- 323 σημ. 183. Galanakis 2008, I, 166, και II, 83, χάρτης 58.
42 Πληθώρα ομοίων περιπτώσεων μνημονεύει ο καθηγ. Γ. Κορρές στην μελέτη του για το μεγαλύτερο
κύπελλο τύπου keftiu της Μεσσηνίας. Βλ. Κορρές 1980β, 600 για περιπτώσεις από την ηπειρωτική Ελλάδα και 603-605 για περιπτώσεις από την Μεσσηνία: ΥΕ Ι μονόχωρη οικία Βορουλίων, θολωτοί τάφοι Κουκουνάρας, Περιστεριάς (πίν. 207γ), Ρούτση και Μάλθης – ΥΕ Ι-ΙΙΑ.
43 Αρχικώς είχε χαρακτηρισθεί ως ελεφαντοστέινο (Χατζή 1983, 112).
44 Χατζή 1983, πίν. 57β και BCH 1990, εικ. 50. H κεφαλή του ειδωλίου εντάσσεται κατά την άποψή μας στον φυσιοκρατικό τύπο της τυπολογίας της French μάλλον, παρά στην κατηγορία των Πρωτο-Φι ειδωλίων [Galanakis 2008, III, 88 (74) και II, χάρτης 54, όπου χαρακτηρίζεται ως Πρωτο-Φι]. Συγκρινόμενο με το πρωιμότερο γνωστό ειδώλιο, που προέρχεται από τον θολωτό τάφο V του Εγκλιανού (Βlegen κ.ά. 1973, 159, εικ. 232:5a-c, τάφος Βαγενά – λάκκος 2) δεν φαίνεται να έχει άμεση ομοιότητα: μύτη και αυτιά υποδηλώνονται διαφορετικά στο ειδώλιο του Εγκλιανού, του οποίου η κεφαλή είναι μάλλον πτηνόσχημη με προεξοχές ανύπαρκτες στο ειδώλιο του Ψαρίου. Η E. French αναφέρει ότι «υπάρχουν αρκετά ειδώλια, που αποτελούν τους τυπολογικούς προγόνους του ειδωλίου της Πύλου, οπότε φαίνεται λογικό να υποθέσομε, ότι αυτά πρέπει να χρονολογηθούν ή στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΑ1 ή στα τέλη της ΥΕ ΙΙΒ περιόδου. Εν πάσει περιπτώσει η καταγωγή των ειδωλίων πρέπει να αναζητηθεί στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν περί τα τέλη της ΥΕ ΙΙΑ – σε απόλυτη χρονολόγηση, γύρω στα 1430 π.Χ.» (French 1971, 103-104). Το ειδώλιο του θολωτού 1 Ψαρίου ενδέχεται να είναι τοπική δημιουργία (French 1971, 174) η οποία να σηματοδοτεί μαζί με συναφή κεραμικά δεδομένα του πλήρως διαταραγμένου ταφικού θαλάμου το χρονολογικό όριο παύσεως χρήσεως του τάφου (terminus post quem). Αυτό, παρ’ όλον ότι, δυστυχώς, δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να υποστηριχθεί, παρά μόνον με υποθέσεις που θα επιχειρούν να προσεγγίσουν την απωλεσθείσα δια παντός αρχική ταφική εικόνα, αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω κατά την οριστική μελέτη της κεραμικής του θολωτού.
45 Konstandinidi 2001, 121 σημ. 4 (χαρακτηρίζεται ως κόσμημα περιδεραίου).
46 Το μολύβδινο βάρος ή σφονδύλι ενδέχεται να είναι σύγχρονο με μεταμυκηναϊκης εποχής όστρακα, τα οποία δεν έχουν μελετηθεί. Πανομοιότυπo αντικείμενο προέρχεται από στρώμα της περιόδου των Σκοτεινών Χρόνων DA II των Νιχωρίων, βλ. McDonald κ.ά. 1983, 285 (112), 303, εικ. 5:58, 311 (112- N1821). Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 537 σημ. 8 και 550, σχέδιο 2.
47 Σύμφωνα με την περιγραφή και χρονολόγηση του ευρήματος από την αρχαιολόγο του Νομισματικού Μουσείου Μίνα Κρίκου-Γαλάνη το 1985, το νόμισμα απεικονίζει την νύμφη Ιστιαία σε πλώρη πλοίου (ΟΠ) και μαινάδα στεφανωμένη με φύλλα αμπέλου (ΕΜΠ). Η χρονολογία κοπής του κατά δύο εκδοχές τοποθετείται, α) στον 3ο αι. π.Χ. – 146 π. Χ. και β) περί το 196-146 π.Χ. (Χατζή 1985, 105 σημ. 6, πίν. 34α-β).
48 Χατζή 1987, 135.
49 Τα αντικείμενα ανευρέθησαν στην ίδια περιοχή του ταφικού δαπέδου αλλά σε δύο διαδοχικές ανασκαφικές περιόδους. Κατά το τελικό στάδιο ανασκαφής της θόλου, το 1985, απομακρύνθηκε τελευταίος ο «μάρτυρας» που λειτουργούσε και ως φυσικό αντέρεισμα στα σημεία, κάτω από τα οποία ανευρέθη ο δεύτερος ήλος, πολύ κοντά στον πρώτο (Χατζή 1984α, 79· 1985, 106).
50 Διαστάσεις ήλων Ψαρίου: Μ 4099: μ. 0,025 μ., διάμ. κεφ. 0,0127 x 0,0114 μ., πάχος 0,0097 μ. Μ 4100: μ. 0,232μ., διάμ. κεφ. 0,0119 x 0,0127 μ., πάχος μέγ. 0,01 μ. Ο θολ. τ. IV του Άνω Εγκλιανού απέδωσε δεκαέξι μεγάλους χάλκινους ήλους, σε τρεις από τους οποίους οι κεφαλές διατηρούσαν καλύμματα από συμπαγή χρυσό, και, σύμφωνα με την δημοσίευση, έχουν ίδιες διαστάσεις με αυτούς του Ψαρίου. Και στην περίπτωση της Πύλου οι ήλοι παρέμειναν στον τάφο κατά την απομάκρυνση πολυτίμων κτερισμάτων, αφού είχαν αποσπασθεί από τον οπλισμό στον οποίο ανήκαν (Blegen κ.ά. 1973, 122, διαστάσεις ήλων κατά μέσον όρο: 0,02-0,0254, διάμ. κεφ. 0,012). Τα δεδομένα του οπλισμού του IV τάφου προσεγγίζονται και από κοινωνικοπολιτικής πλευράς ως αντικείμενα πολιτικής ιδεολογίας (Murphy 2014, 211). Το ουσιώδες είναι ότι οι χάλκινοι χρυσεπένδυτοι ήλοι του Ψαρίου αποτελούν αδιάσειστo στοιχείo για την ύπαρξη ενός ακόμη ευημερούντος μυκηναϊκού προανακτορικού κέντρου, μάλιστα με μεγάλους θολωτούς τάφους στην ΒΑ Μεσσηνία. Για την διάδοση μακρών ξιφών (τύπος Α) και κεκαμμένων σε θολωτούς της Μεσσηνίας βλ. Korres 1983, 96, πίν. 30α-β. Κορρές 2012β, 449-450, εικ. 93. Επίσης Galanakis 2008, Ι, 96, και II, χάρτης 48.
51 Ο τάφος απέδωσε μεγάλο αριθμό αιχμών βελών, κυρίως από πυριτόλιθο (Χατζή 1984α, πίν. 28α). Περίπου σαράντα οκτώ αιχμές πυριτολίθου, ελλιπείς ή ημιτελείς προέρχονται από τις επιχώσεις δρόμου, στομίου και ταφικού θαλάμου, ενώ δεκαοκτώ ακέραιες (ενδεικτικό μέγ. μήκος 4,33 εκ.) ανευρέθησαν σε δύο σημεία του ταφικού στρώματος (δάπεδο θαλάμου). Ανάμεσά τους εντοπίζονται και δύο από οψιανό με παχύ σώμα και ανοικτούς κνώδοντες, πρωιμότερες (υστάτων ΜΕ χρόνων). Ο καθηγητής Κορρές κατ’ επανάληψιν έχει τονίσει την σημασία της παρουσίας των αιχμών σε πολλούς μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους, οι οποίες εμφανίζονται ήδη από την τελική φάση της Μεσοελλαδικής περιόδου και υπάρχουν μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής (Κορρές 1976α, 261 για την Βοϊδοκοιλιά, όπου ανευρέθη «μια από τις μεγαλύτερες του μυκηναϊκού κόσμου» (μήκος 4,2 εκ.), και άλλες θέσεις θολωτών Δ-ΝΔ Ελλάδος. Korres 1983, 96 σε σχέση με τον θολωτό 2 Ρούτση. Κορρές 2012α, 436, όπου αναφέρονται οι θολωτοί της Μεσσηνίας που απέδωσαν μεγάλο αριθμό αιχμών, μεταξύ αυτών και ο θολ. τ. 1 Ψαρίου. Ο ίδιος τονίζει εκεί χαρακτηριστικά ότι «σε σύγκριση με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα, πλην Μυκηνών, ο μεγάλος αριθμός αιχμών φαίνεται ότι αποτελεί επιβεβαίωση της φήμης, που φθάνει ως τον περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.) ότι οι Μυκηναίοι Μεσσήνιοι ήταν ικανώτατοι τοξευτές». Πίνακα θολωτών της Μεσσηνίας που απέδωσαν μεγάλο αριθμό αιχμών βελών βλ. Galanakis 2008, II, πίνακας 9. Περισσότερα περί των αιχμών της Εποχής του Χαλκού και ειδικότερα της Υστεροελλαδικής περιόδου (τυπολογία, κατασκευή, διακίνηση, κοινωνική σημασία και τοπικά εργαστήρια στην Μεσσηνία, όπου η όλη παραγωγή ευνοήθηκε από την αφθονία του μεσσηνιακού πυριτολίθου και οι αιχμές αποτελούσαν κτερίσματα κυρίως των θολωτών τάφων της), Ματζάνας 2002, κυρίως 40-46.
52 Η ανεύρεση στον θολ. τ. Ψαρίου ελαχίστων κατεργασμένων τεμαχίων χαυλίων κάπρων και του ελλιπούς τμήματος ομοίου με οπή προσραφής, παρ’ όλη την καθολική σχεδόν απουσία των αρχικών ταφικών δεδομένων, σημαίνει ότι και σε αυτόν τον επιβλητικό τάφο είχε ίσως κατατεθεί οδοντόφρακτο μυκηναϊκό κράνος σε συνδυασμό με άλλα είδη οπλισμού (ξίφος ή εγχειρίδιο), εφ’ όσον ανευρέθησαν οι χρυσεπένδυτοι ήλοι, καθώς και βέλη που θα συνώδευαν ταφή Μυκηναίου, πολεμιστού ή δεινού κυνηγού. Συνεπώς, προσθεταία η θέση του Ψαρίου στον δημοσιευμένο κατάλογο (Galanakis 2008, II, 75, χάρτης 50).
53 Βλ. το άρθρο της Α. Χασιακού στον παρόντα τόμο.
54 Ο θολωτός τάφος Βοϊδοκοιλιάς είχε θεμελιωθεί επίσης στον βράχο (Κορρές 1979, 39, 65-66). Υπό το δάπεδο άλλων θολωτών διαφυλάχθηκαν πολύτιμα ταφικά στοιχεία: Ρούτση 2 (Κορρές 2012β, 450), Περιστεριάς 3 (Μαρινᾶτος 1965, 116), Εγκλιανού V/Βαγενά (Blegen κ.ά. 1973, 148) και του Βαφειού (Τσούντας 1889). Η ασύλητη γυναικεία ταφή του θολωτού τάφου 2 Φυτιών Κουκουνάρας αποτελούσε ταφή δαπέδου (Κορρές 1974, 148-154, ενώ ο θολωτός τάφος 1 Ρούτση επεφύλασσε την ανεύρεση του αρχαιοτέρου στέμματος (Korres και Tarantou 2018).
55 Τα σχέδια των αγγείων του θολωτού τάφου, που δημοσιεύονται εδώ, πραγματοποιήθηκαν από την
γλύπτρια – μουσειακή καλλιτέχνιδα Ελισάβετ Βάλβη στο Μουσείο Ολυμπίας το 1995. Στον σχεδιαστή της Ζ' ΕΠΚΑ Απ. Θωμόπουλο οφείλονται τα σχέδια τριών τεχνέργων της εικ. 27 του κειμένου. Και προς τους δύο απευθύνονται θερμότατες ευχαριστίες.
56 Ως προς το σχήμα (FS 23) και την διακόσμηση (FM 13 – ogival canopy) το αγγείο μπορεί να χρονολογηθεί στην ΥΕ ΙΙΑ (Mountjoy 1986, 202). Κατά την Mountjoy το διακοσμητικό θέμα χρησιμοποιείται ευρέως στο υψηλό αρτόσχημο αλάβαστρο FS 81, την γεφυρόστομη πρόχου και στο κυλινδρικό αλάβαστρο (Mountjoy 1986, 17).
Πρβλ. passim όμοιο τρίωτο αμφορίσκο από την Πρόσυμνα (Blegen 1937, πίν. V, αρ. 412, τάφος XVII).
57 O πιθαμφορίσκος ανήκει στον τύπο FS 24 της ΥΕ ΙΙΑ, αν και το σχήμα προσεγγίζει περισσότερο το
ανάλογο της ΥΕ ΙΙΒ με τις κατακόρυφες λαβές. Tο διάστικτο διακοσμητικό στοιχείο (FM 76 – stone pattern) του βάθους είναι σύνηθες στον μεγάλο αμφορέα, το αλάβαστρο και την γεφυρόστομη πρόχου (Mountjoy 1986, 20), σε συνδυασμό με άλλα γνωστά μυκηναϊκά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά όχι με κατακόρυφες ταινίες, όπως συμβαίνει στο αγγείο του Ψαρίου. Πρβλ. τους διαφορετικού σχήματος τρίωτους πιθαμφορίσκους από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών (Mountjoy 1999, 86, εικ. 12:23, 27). Διάστικτο πεδίο κοσμεί κάτω τμήμα πιθαμφορίσκου από τον Άνω Εγκλιανό (τομές ΒΑ της «Αποθήκης Οίνου») το οποίο μαζί με άλλα όστρακα αποδίδεται στην ΥΕ Ι περίοδο (Blegen κ.ά. 1973, 31, εικ. 124, κάτω δεξιά, και Lolos 1985, εικ. 131). Το αγγείο του Ψαρίου, σύμφωνα με την παρούσα προκαταρκτική εξέταση, θα μπορούσε να ενταχθεί στην ΥΕ Ι/ΙΙΑ περίοδο και ενδέχεται, να είναι προϊόν τοπικού εργαστηρίου.
58 Ο ελλιπής πιθαμφορίσκος φαίνεται να είναι επίσης προϊόν τοπικής δημιουργίας, αλλά περισσότερα
στοιχεία ελπίζεται να προκύψουν από την συγκριτική μελέτη τού συνόλου της κεραμεικής του τάφου.
59 Χατζή 1984α, 79, πίν. 28β. Το αγγείο ανήκει εκ πρώτης όψεως στον τύπο FS 81 του υψηλού αρτοσχήμου αλαβάστρου (Mountjoy 1986, 25) και διακοσμείται με το «βραχώδες» στοιχείο (FM 32 – rock pattern), που απαντάται συχνά σε αλάβαστρα και γεφυρόστομες πρόχους της ΥΕ ΙΙΑ περιόδου (Mountjoy 1986, 20) αν και στο αγγείο του Ψαρίου απουσιάζει η κορυφαία αψίδα με την οξυκόρυφη απόληξη του βραχώδους – στοιχείο που παραπέμπει στην ΥΕ ΙΙΒ περίοδο (Furumark 1941, εικ. 54, FM 32:16). Παρατηρούμε επίσης υψηλότερο λαιμό και ελαφρώς πεπιεσμένο τον ώμο του αλαβάστρου από το Ψάρι. Τέλος, η περίτεχνη διακόσμηση του εξωτερικού πυθμένος μπορεί επίσης να οδηγεί σε υστερότερο στάδιο της ΥΕ ΙΙΑ [Mountjoy 1986, 25 και Furumark 1941, 404-405, εικ. 70, FM 68:3, όπου το παρεμφερές με του αγγείου του Ψαρίου κόσμημα βάσεως θεωρείται σπανιότερο διακοσμητικό στοιχείο σε βάσεις αλαβάστρων σε σύγκριση με συνηθέστερους τύπους του «ακτινωτού τροχού» (Furumark 1941, εικ. 70, FM 68:1, 2)]. Όμοιο κόσμημα, χωρίς τους ολόβαφους κύκλους, και με διπλές αντί των τριπλών ταινιών του αγγείου του Ψαρίου, υπάρχει σε βάσεις αλαβάστρων της ΥΕ ΙΙ περιόδου από θαλαμωτούς τάφους των Δενδρών (Persson 1942, 69-70, εικ. 82:1, τ. 10) και της Τίρυνθος (Rudolph 1973, 85, πίν. 52:2), ενώ όμοιο ως προς τον τύπο και την διακόσμηση του σώματος, αλλά με εντελώς διαφορετικό κόσμημα στον εξωτερικό πυθμένα αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΑ προέρχεται από την Πρόσυμνα (Mountjoy 1999, 86, 88, εικ. 12:31). Πλησιέστερο προς το σταυροειδές κόσμημα της βάσεως του αγγείου του Ψαρίου εντοπίζεται, σε αλάβαστρο από το Κοράκου Κορινθίας, όπου τα σκέλη σχηματίζονται με διπλές και όχι τριπλές ταινίες. Τέσσερις ολόβαφοι κυκλίσκοι τονίζουν ομοίως τα εσωτερικά τριγωνικά διάχωρα, ενώ προστίθενται τέσσερις επί πλέον, ανά ένας στο μέσον κάθε αμφίκυρτου τμήματος. Η Mountjoy αναφέρει οτι η μορφή του αλαβάστρου παραπέμπει στην ΥΕ ΙΙΑ, αλλά προέρχεται από σύνολο της ΥΕ ΙΙΒ (Mountjoy 1999, 207-208, εικ. 64:41). Όμοια επίσης ως προς τον τύπο και την διακόσμηση του σώματος αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙ περιόδου προέρχονται από την Τίρυνθα (Rudolph 1973, 85, πίν. 52: 2, 6 – Θαλαμωτός XXI) και από τα Δενδρά Μιδέας (Persson 1942, 69-70, εικ. 82:1 – Θαλαμωτός 10). Και στις δύο περιπτώσεις οι κεραίες του σταυροειδούς στον
εξωτερικό πυθμένα των αγγείων σχηματίζονται από διπλές ταινίες. Τα κενά μεταξύ των σκελών καλύπτονται με διπλές αμφίκυρτες ταινίες. Σε δύο αλάβαστρα της περιόδου, διαφορετικού τύπου από αυτόν του αγγείου του Ψαρίου, με κυρίως διακοσμητικό στοιχείο το «βραχώδες» σε διάστικτο βάθος, οι βάσεις εξωτερικά εμφανίζουν την ίδια σχεδιαστική αντίληψη, αλλά απλοϊκότερη – ενδεικτική κατά την άποψή μας, της τοπικής παραγωγής (Mountjoy 1999, 650-651, εικ. 247:10 – Αγία Αννα Θηβών, και 869-870, εικ. 354:12 – Αγία Ειρήνη Κέας, όπου το σταυροειδές κόσμημα καταλαμβάνει μόνον το κεντρικό τμήμα της βάσεως περιβαλλόμενο από παχύ δακτύλιο, οι τέσσερις ολόβαφοι κυκλίσκοι κοσμούν τα κενά και οι κυρτές πλευρές απουσιάζουν).
60 Το αγγείο ανήκει στον τύπο FS 84, αλλά με πιο ψηλό λαιμό, που χαρακτηρίζει περισσότερο τα αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙΒ περιόδου (Mountjoy 1999, 653 και 859, εικ. 350:3, αλλά με τον συνήθη τύπο «τροχού»). Η έλλειψη σαφούς διακοσμητικού στοιχείου στο σώμα περιορίζει την αναζήτηση αντιστοίχων παραδειγμάτων στο κόσμημα της εξωτερικής επιφάνειας του πυθμένος. Καθώς η αναζήτηση δεν εξαντλείται εδώ, ενδεικτικώς αναφέρεται, ότι ο τύπος του τροχού που κοσμεί το αλάβαστρο του Ψαρίου, απαντάται στην τυπολογία του Furumark, όπου χαρακτηρίζεται ως σπανιώτατος έως μοναδικός τύπος «τροχού» της ΥΕ ΙΙΒ περιόδου (Furumark 1941, 404-405, εικ. 70, FM 68:4). Η άποψη αυτή δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί ή εμπλουτισθεί με άλλες περιπτώσεις αλαβάστρων τουλάχιστον κατά την παρούσα περιορισμένη προκαταρκτική εξέταση. Η Mountjoy επαναλαμβάνει ότι κατά την ΥΕ ΙΙΒ το κόσμημα του τροχού συνηθίζεται, ενώ σε εικονιζόμενα αγγεία φαίνεται πως ο κεντρικός κύκλος διευρύνεται και το μήκος των ακτίνων περιορίζεται (Mountjoy 1986, ενδεικτικώς 42, εικ. 44:1). Η ίδια αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά, ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ΥΕ ΙΙΑ και ΥΕ ΙΙΒ περιόδου είναι ιδιαίτερα ασαφής, καθώς δεν υπάρχουν σύνολα με ασφαλή χρονολόγηση για την τελευταία (Mountjoy 1986, 37). Ελπίζεται ότι και το ζήτημα αυτό θα διευκρινηθεί περαιτέρω κατά την μελέτη για την τελική δημοσίευση του υλικού του Ψαρίου.
61 Χατζή 1985, 104.
62 Το συγκεκριμένο σύνολο αντικειμένων παραχωρήθηκε εκ μέρους της υπογραφομένης για μελέτη και δημοσίευση στον συνάδελφο Χρ. Ματζάνα λόγω ειδικεύσεώς του στον τομέα αυτόν. Ματζάνας 1999, 2000-02, 2001-02· ειδικά για τις αιχμές βελών 2002 (βλ. και σημ. 51). Δεκαοκτώ διαφόρων μεγεθών άριστα διατηρημένες αιχμές βελών από πυριτόλιθο, δύο χάλκινοι χρυσεπένδυτοι ήλοι, πιθαμφορίσκος και αρτόσχημο αλάβαστρο από τον θολωτό τάφο 1 Ψαρίου είχαν συμπεριληφθεί το 1999 στην επανέκθεση του Μπενακείου Μουσείου Καλαμάτας, μετά την καταστροφή που υπέστη το κτήριο και η αρχική έκθεση κατά τον σεισμό του 1986 (Αραπογιάννη 1999). Τα ευρήματα εκτίθενται από το 2009 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, στην υποενότητα «Eπαρχία Τριφυλίας. Το κέντρο του ομηρικού βασιλείου του Νέστορα» (Αραπογιάννη 2009, 354).
63 Η σχεδιαστική αποτύπωση αντιμετωπίσθηκε χάρις στην οικονομική ενίσχυση του ανασκαφικού έργου στο Ψάρι από τον ΕΟΤ, κατόπιν αιτήματος της κοινότητος, η οποία είχε την λογιστική διαχείριση της δαπάνης. Μία σειρά σχεδίων του μνημείου κατετέθη στον ΕΟΤ. Ο τότε πρόεδρος της κοινότητος, νυν εκλιπών, Παν. Κάτσος, είχε με προθυμία συνδράμει στο όλον έργο με πρώτη ενέργεια την διάνοιξη/επίστρωση δρόμου από την Αγία Άννα μέχρι τους θολωτούς, τον Νοέμβριο του 1982.
64 Στην ίδια διαπίστωση προβαίνει και ο ανασκαφεύς της Μάλθης για τους δύο θολωτούς της περιοχής: ο τάφος 1 έχει μεγ. διάμ. 6,85 μ. και ύψος 5,80 μ. Ο δεύτερος, με μεγίστη διάμετρο 5,75 μ., υπολογίσθηε ότι θα είχε ύψος 5+ μ. (Valmin 1938, 212, 218 αντιστοίχως). Επίσης, κατά ένα και πλέον μέτρο χαμηλότερο ύψος (2,52 μ.) είχε σε σχέση με την διάμετρο του ταφικού θαλάμου του (3,20-3,25 μ.) ο μικρών διαστάσεων, δεύτερος ακέραιος από την αρχαιότητα σωζόμενος θολωτός τάφος Κεφαλοβρύσου (πρώην Χαλβάτσου), ο οποίος εξαιτίας ακριβώς της μερικής καταστροφής του κορυφαίου σημείου της οροφής του από αγροτικό μηχάνημα, ήλθε στο φως (Χατζή-Σπηλιοπούλου 2007, 341· 2014, 331 σημ. 39). Ανάλογος υπολογισμός υπάρχει για τον θολωτό τάφο των Νιχωρίων (Wilkie 1975, 47 σημ. 31 με αναφορά σε συναφείς αναλογίες για τον τάφο του Ατρέως).
65 Κατά την δεκαετία της ανασκαφής του θολωτού τάφου στο Ψάρι είχαν δημοσιευθεί βασικές μελέτες για την κατασκευή της θόλου και την αρχή της εκφορικότητος ως προς την στατική της. Βλ. passim Cavanagh και Laxton 1981, 1988. Επίσης Dickinson 2011, 587 για την αναλογία: πάχος τοιχώματος θόλου = ήμισυ μεγ. διαμέτρου. Ενδελεχής μελέτη για τον τρόπο δομήσεως θόλου και τύμβου και παρατηρήσεις για ζητήματα στατικής προκύπτoυν από τις μετρήσεις και σχεδιαστικές αποτυπώσεις του τάφου Β του Θορικού (Cremasco και Laffineur 1999, 142-144). Πρακτικής φύσεως ζητήματα που απαιτούντο για την κατασκευή ενός μεγάλου θολωτού (εξόρυξη, μεταφορά και χρήση λίθων και χώματος, απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού και απαιτούμενος χρόνος με συγκεκριμένο αριθμό εργατών) εξετάσθηκαν ως προς τους θολωτούς Ατρέως και Αιγίσθου (Wright 1987, 173-174. Cavanagh και Mee 1998, 45-46· 1999, 95-100), ενώ πρόσφατη μελέτη παρουσιάζει συγκεντρωτικούς στατιστικούς πίνακες με υπολογισμούς του συγγραφέως για κάθε μυκηναϊκό θολωτό τάφο του αιγαιακού χώρου – περιλαμβάνεται και ο θολωτόςτάφος 1 Ψαρίου (Galanakis 2008, Ι, 8-9, και ΙΙ, πίνακας 3).
66 Frizell και Santillo 1988, 444.
67 Οι αγκυρώσεις στερεώθηκαν σε λάκκους περ. 0,50 μ. βάθους πίσω από το χείλος της θόλου, σε αντίστοιχα σημεία του τύμβου. Μεταξύ τοιχώματος θόλου και αγκυρώσεων τοποθετήθηκαν φύλλα μολύβδου για την αποφυγή τριβής και φθορών. Η μελέτη προσωρινής στερεώσεως συνετάχθη από μηχανικό της Νομαρχίας Μεσσηνίας και ενεκρίθη με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού (Χατζή 1985, 104-105 σημ. 3. Χατζή- Σπηλιοπούλου 2014, 330 σημ. 34 και 348, εικ. 11).
68 Χατζή 1984β, πίν. ΚΔ', 6· 1986. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 537-538, 552, εικ. 3· 2014, 328.
69 Λαθραίες απόπειρες παραβιάσεως από αγνώστους -μία σε κάθε τάφο, προέκυψαν και κατά το πρώτο στάδιο των ανασκαφών στο Μετσίκι Ψαρίου (Χατζή 1983, 111· 1987, 135. Χατζή-Σπηλιοπούλου 2014, 328 σημ. 31). Κατόπιν ομοίων ενεργειών στον δεύτερο τάφο, η τοπική Εφορεία (ΛΗ' ΕΠΚΑ) επενέβη σωστικώς στο μνημείο με την επίβλεψη της αρχαιολόγου Αικ. Τζαμουράνη, το 2013 (προσωπική επικοινωνία). Την χρονική περίοδο κατά την οποία γραφόταν το παρόν κείμενο, η έρευνα του μνημείου είχε φθάσει σε τελικό στάδιο υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας Σταμ. Φριτζίλα (προσωπική επικοινωνία).
70 Οι περιηγήσεις πραγματοποιούνταν τα Σαββατοκύριακα, κατά την διαμονή μας στο Ψάρι, χάρις στην ευγενική φιλοξενία των αδελφών †Γεωργίου και †Φώτη Παπαγεωργίου, οι οποίοι και μας συνώδευαν ως άριστοι γνώστες του τόπου τους.
71 Χατζή 1981 (Θέση Βαρελάκου)· 1982, 137 (θέσεις: Λούρι, Λάκα-Γκιούμς, Σιντιλίθι, Ζιουμπάτα και Παναγιά)· 1984α, 79 (θέσεις: Πάνω Γκλιάτα, Άγιος Σέργιος)· 1984β, 267-268. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1990 (Ριζοχώρι – πρώην Λάπι Σουλιμοχωρίων, θέση «Λουτρό»)· 1998, 538 σημ.13· 2014,329 σημ.33.
72 Χατζή 1983, 112-113, πίν. 57ε· 1984α, 79· 1985, 104-105 και BCH 1990, εικ. 50. Διαφορετική εκδοχή/ερμηνεία επιχειρείται στο πλαίσιο γενικής θεωρήσεως των δρόμων των θολωτών τάφων ως τελετουργικών χώρων (Papadimitriοu 2015, 91).
73 Χατζή 1985, 105.
74 Βλ. σημ. 62 του παρόντος κειμένου.
75 Ο καθηγητής Γ. Κορρές συνοψίζει πρώτος τις τοποθεσίες μυκηναϊκών θολωτών τάφων της Μεσσηνίας με εποπτική θέα (belvedere) προς διάφορες κατευθύνσεις με αφορμή τον θολωτό τάφο Ανθείας, και αναφέρεται στην εγγύτητα οδών και οικισμών σε σχέση με αυτούς (Κορρές 1979, 65-67 σημ. 4 και Cavanagh και Mee 1998, 42). Eπίσης Galanakis 2008, I, 18 σημ. 9, 19, 22, με αναφορά και στο Ψάρι.
76 Κορρές 2012γ.
77 Το ορατόν των θολωτών έχει σχολιασθεί δεόντως ως σημείον αναφοράς στο τοπίο, ως προς την εγγύτητα οδών ή τάφων και οικισμών, ενίοτε ως στοιχείο προβολής των γενών ή των οικογενειών, από τις οποίες χρησιμοποιούντο για ταφές (Mee και Cavanagh 1990, 225, 229, και 242 ειδικότερα για την εξέχουσα θέση των θολωτών σε ακροπόλεις). Κορρές 1980α, 331 (Βοϊδοκοιλιά). Galanakis 2008, I, 17-19, 22, 25, 132· 2011, 223-224. Το ίδιο θέμα εξετάζεται αποκλειστικά για τους θολωτούς της Πυλίας και της πεδιάδος Σουλιμά σε προδιδακτορική μελέτη του Τμήματος Φυσικής Γεωγραφίας και Κέντρου Επιστημονικών Οικοσυστημάτων του Πανεπιστημίου της Lund, με μεθόδους ειδικών εφαρμογών του Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS). Αναφέρονται και οι θολωτοί του Ψαρίου στο πλαίσιο επί μέρους κοινωνικοπολιτικών απόψεων και θεωρητικών συσχετισμών, ως η μόνη ομάδα στην πεδιάδα Σουλιμά που προβάλλεται στο τοπίο με εξέχοντα τρόπο (Svensson 2013, 40-41 κυρίως και 49). Έχει υπολογισθεί ότι από τους μεγάλους θολωτούς Κακοβάτου, Εγκλιανού, Ανθείας και Ψαρίου υπάρχει πανοραμική θέα 180ο σε βάθος περίπου 10 χλμ. (Galanakis 2008, I, 22).
78 Είχε προηγηθεί προπολεμικώς το ερευνητικό έργο του M.N. Valmin (προϊστορική ακρόπολη, μυκηναϊκοί τύμβοι, θόλοι και οικιστικά κατάλοιπα: passim Valmin 1938. Πλειάδα αναφορών στην περιοχή Σουλιμά ακολουθεί από την δεκαετία του 1960 και εξής: ενδεικτικώς βλ. Dickinson 1977, 93. Hope Simpson και Dickinson 1979, 176-178. Hope Simpson 1981, 135-139. Μοuntjoy 1999, 301. Galanakis 2008, I, 16, και II, 212, εικ. 106.
79 Hope Simpson και Dickinson 1979, 176-177 (θέση D 231). Hope Simpson 1981, 138 (θέση F 216). Dickinson 1982, 129-130 (231). Hope Simpson 2014, 28.
80 Ως προς τα δεδομένα πριν από τον εντοπισμό των θολωτών Ψαρίου, βλ. Hope Simpson και Dickinson 1979, 172-178. Hope Simpson 1981, 135 κ.ε. ΜcDonald και Hope Simpson 1969, 139 (θέση 24Α), εικ. 5a (θέση Κόντρα), όπου βορειότερα στον χάρτη σημειώνεται το χωριό Ψάρι χωρίς αρχαιολογική επισήμανση (Χατζή 1984β, 263 σημ. 1, 2, πίν. ΚΓ', εικ. 1: αναδημοσιευμένος χάρτης της πεδιάδος Σουλιμά – προηγουμένη εικ. 5α, και εικ. 2: λόφος Μετσίκι από ΒΑ). Επίσης Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 535 κ.ε. για νέες θέσεις θολωτών στην μυκηναϊκή Μεσσηνία, 538 σημ. 13, 539 σημ. 14, 15, και 549: χάρτης θέσεων. Τα νεώτερα δεδομένα της έρευνας στην πεδιάδα Σουλιμά συμπεριλαμβάνονται μετά μια εικοσιπενταετία σχεδόν στην μελέτη του R. Hope Simpson. Σε αυτήν, σχολιάζεται δεόντως το Ψάρι ως νέο μυκηναϊκό κέντρο, με σχετική βιβλιογραφία (Ηοpe Simpson 2014, 7, 19, 28-29, 37, 39, 66-68 και χάρτης 4: σημειώνονται οι νέες θέσεις «Μετσίκι» Ψαρίου (24D) και «Σιντιλίθι» Ψαρίου (24Ε), καθώς και η θέση των θολωτών του Χαλκιά (25Α), οι οποίοι ερευνήθηκαν επτά χρόνια μετά τους τάφους του Ψαρίου (Βικάτου 1995, 182-184, πίν. 72-73· 1996).
81 Χατζή-Σπηλιοπούλου 2006, 206-208· 2007, 354, 364 (χάρτης με διάδοση θέσεων νέων μεσσηνιακών θολωτών). Galanakis 2008, ΙΙ, χάρτης 4, χάρτης 35 (διάδοση μεγάλων θολωτών στην Μεσσηνία). Hope Simpson 2014, 37. Galanakis 2018, 86-89, χάρτης 4 (σύνοψη δεδομένων για ανεσκαμμένους θολωτούς της τελευταίας εικοσιπενταετίας στον αιγαιακό χώρο, με αναφορά στην Μεσσηνία και σχετική βιβλιογραφία).
82 Κορρές 1976γ, 346-347, όπου τονίζεται η επικράτηση του θολωτού κατά την περίοδο των Λακκοειδών (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΑ) στην Μεσσηνία με ποικιλία μορφών. Κορρές 2012α, 435, και μνεία των μεσσηνιακών θολωτών κατά παλαιότητα: Οσμάναγα Κορυφασίου, θολ. τ. Βαγενά (Εγκλιανού V), α1 Γουβαλάρη Κουκουνάρας, Νικητοπούλου 4 Καρποφόρας, 2ος Γουβαλάρη Κουκουνάρας, 5ος Καμινίων, θολ. τ. IV Eγκλιανού και κατόπιν οι θαλαμωτοί Βολιμιδίων. Bennet και Galanakis 2005, 145-146 σημ. 9.
83 Κορρές 1981-82, 375· 1982, 231. Korres 1990, 10 (περιλαμβάνεται σύντομο κείμενο της υπογραφομένης για τους θολωτούς στο Μετσίκι Ψαρίου). Rutter 1993, 785, εικ. 16, 788 σημ. 178. Bennet 1995, 597 σημ. 39. Συριόπουλος 1994-95, 800, 861. Cavanagh και Mee 1998, 44-45, 59 (αρ. κατ. 335), 143, 149, 313. Voutsaki 1998, 49, εικ. 3.1, όπου σημειώνεται το Ψάρι ως θέση ενδιαφέροντος σε σχέση με το κείμενο, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, και 53 για την ένδεια της πεδιάδος Σουλιμά σε θολωτούς τάφους. Mountjoy 1999, 303, 323. Boyd 2002, 180-182 με φωτογραφικές λήψεις του συγγραφέως ερήμην της Εφορείας και της ανασκαφέως και σχολιασμό επιμέρους ζητημάτων βάσει των συντόμων ανασκαφικών εκθέσεων. Βennet και Galanakis 2005, 145 σημ. 9, 146 σημ. 11, πίν. 16:6. Galanakis 2007, 253, εικ. 6 (μνεία του Ψαρίου στο σχεδιάγραμμα συσχετισμού διαμέτρου ταφικού θαλάμου και μήκους στομίου). Banou 2008, 42 σημ. 1, 43, χάρτης, 47:42, 43, 50, 52. Galanakis 2008, Ι, 22, εικ. 106, και III, 88 (74), 89 (75), με μνεία αναφορών στο ψάρι και από άλλους μελετητές. Galanakis 2011, 225. Papadimitriou 2011, 476, 480, εικ. 4· 2015, 82, 91· 2016, 345.
84 Dickinson 1982, 128, 134 (για το αυτόχθον των πληθυσμών). Mee και Cavanagh 1984, 51. Dickinson 1989, 132. Mee και Cavanagh 1990, 242. Wright 1995, 69, 72-73. Cavanagh και Mee 1998, 56. Voutsaki 1998, 54. Galanakis 2008, I, 184 σημ. 95 με παλαιότερες αναφορές στο θέμα. Επίσης Hope Simpson 2014, 39 (αναφορά στο Ψάρι, ως νέου μυκηναϊκού κέντρου).
85 Κορρές 1976γ, 346-347 και 365-369· 1979, 69-79. Korres 1993, 236-237· 2011, 590-592. Κορρές 2012α, 428- 434.
86 Το «παλίμψηστον» της Βοϊδοκοιλιάς, νομίζω ότι παραμένει unicum, καθώς ο συγκεκριμένος τόπος λόγω εξέχουσας ιδιαιτερότητος, ως προς την θέση και τις δυνατότητες επαφών μέσω θαλάσσης, παρεκίνησε τους κατοίκους διαφόρων εποχών με χρονική αλληλουχία να τον επιλέξουν ως τόπο κατοικίας, αλλά και ταφής των νεκρών τους (Κορρές 1980α, 331, 341). Προφανώς, κάτι αντίστοιχο δεν θα ήταν πρόσφορο να συμβεί στα βουνά της ΒΑ Μεσσηνίας, όπου κτίσθηκαν οι θολωτοί του Ψαρίου, όπου όμως δεν αποκλείεται η ύπαρξη παλαιοτέρων τυμβικών μνημείων.
87 Όστρακα συνανήκοντα αλλά μη συγκολλώμενα από χειροποίητο αγγείο με χαρακτή διακόσμηση του λεγομένου «αδριατικού» μεσοελλαδικού τύπου και τμήμα πίθου με δακτυλοπίεστη διακόσμηση προήλθαν από επιφανειακό καθαρισμό τμημάτων του τύμβου, προερχόμενα ίσως από το άμεσο περιβάλλον του τάφου.
88 Galanakis 2008, 20-21. Η κατάταξη αυτή προφανώς θα ανατραπεί, εφ’ όσον δύο ακόμη μεγάλων διαστάσεων θολωτοί (VI και VII) ερευνήθηκαν κοντά στον τάφο IV του Άνω Εγκλιανού (κοινή ανακοίνωση Υπουργείου Πολιτισμού και Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών με ανάρτηση στο διαδίκτυο: 17 Δεκεμβρίου 2019).
89 Κατά την ανασκαφή του των ετών 1984-1985 ο θολωτός τάφος Ανθείας απεδείχθη ότι όντως πρόκειται για τον «καλίτερον ἐκτισμένον θολωτὸν τάφον τῆς Μεσσηνίας καὶ τῆς Τριφυλίας καθόλου», όπως είχε χαρακτηρισθεί πριν την ανασκαφή του (Κορρές 1978, 78). Κορρές 2012α, 436.
90 Αν κάποτε αναστηλωθεί, όπως είναι εφικτό με το υπάρχον υλικό, ίσως να έχει περίπου την ίδια μορφή με τον αναστηλωμένο κατά το 1960 θολωτό IV του Άνω Εγκλιανού (Blegen κ.ά. 1973, 98, εικ. 189). Σύμφωνα με την αρχική χρονολόγηση Blegen, και ο τάφος του Ψαρίου φαίνεται να ανήκει στον ίδιο χρονικό ορίζοντα, ίσως σε πιο προχωρημένο στάδιο της ΥΕ Ι περιόδου (Papadimitriou 2011, 476, 480, εικ. 4· 2016, 345). Πρόσφατες μελέτες, βάσει νεωτέρων στοιχείων, υποστηρίζουν πρωιμότερη χρονολόγηση κατασκευής του τάφου του Εγκλιανού (Murphy 2014, 213. Davis και Stocker 2015, 178).
91 Ο Wace πρώτος απεδέχθη ότι η κατάταξή του για τους θολωτούς των Μυκηνών πρέπει να ισχύει μόνον τοπικώς, καθώς οι μέθοδοι κατασκευής διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Cavanagh και Mee 1998, 45. Galanakis 2008, I, 156. Papadimitriou 2011, 467, 481· 2015, 82.
92 Κορρές 2012α, 435. Ο ίδιος υποστηρίζει ορθώς, ότι «οἱ θολωτοὶ ἱδρύθηκαν κατὰ σημαντικὴ ποσότητα ἢ μᾶλλον οἱ πάντες κατὰ τὴν ΜΕ ΙΙΙ – ΥΕ ΙΙΑ» (Κορρές 1976γ, 347). Επίσης Boyd 2002, 56-57 (μικροί και μεγάλοι θολωτοί ανήκουν ουσιαστικά στον ίδιο χρονικόν ορίζοντα).
93 Άλλες περιπτώσεις είναι γνωστές από τον Εγκλιανό, την Τραγάνα, την Κουκουνάρα, το Ρούτση, την
Περιστεριά, την Μάλθη, τα Τουρκοκίβουρα Νιχωρίων, όπου οι τάφοι χρησιμοποιούντο εναλλάξ από το
ίδιο γένος ή την ίδια οικογένεια (Κορρές 2012α, 434. Galanakis 2008, I, 23 σημ. 23, και ΙΙ, χάρτης 6, όπου περιλαμβάνεται και το Ψάρι). Προσθετέα η Μάλθη και το Ψάρι με τους δύο μεγάλους θολωτούς.
94 Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται, όπως ήδη έχει αναφερθεί, η σύγκριση με το πλήθος και την ποικιλία
του κλειστού κεραμεικού συνόλου της ΥΕ Ι οικίας/δωματίου των Βορουλίων. Στο πλαίσιο της προβλεπομένης μελέτης του συνόλου της κεραμεικής του θολωτού τάφου Ψαρίου, θα εξετασθούν και τα όστρακα που περισυνελέγησαν κατά την καθαίρεση του «μάρτυρα» της αριστερής παρειάς του δρόμου, μετά την σχεδιαστική αποτύπωση της στρωματογραφίας.
95 Ο τύπος του αγγείου εμφανίζεται σε πολλές ΥΕ ΙΙΑ θέσεις της Μεσσηνίας. Bλ. passim Kalogeropoulos 2011, 226. Galanakis 2008, ΙΙ, χάρτης 57.
96 Mountjoy 1999, 306 σημ. 40.
97 Η απουσία σφραγίδων ή ευρημάτων ελεφαντόδοντου ή άλλων πολυτίμων κτερισμάτων, νομίζομε ότι αντισταθμίζεται με την παρουσία και μόνον των χρυσεπένδυτων ήλων, για να τονισθεί ότι και στην περίπτωση του Ψαρίου ακολουθήθηκαν πιστά οι μυκηναϊκές ταφικές πρακτικές, αλλά και οι συνήθεις συμπεριφορές του γένους ή της οικογένειας κατά την διάρκεια χρήσεως του τάφου, με αλλεπάλληλους καθαρισμούς/σαρώσεις και αφαίρεση πολυτίμων αντικειμένων (Κορρές 1981-82, 389). Και στην περίπτωση αυτή έχει υποστηριχθεί με αυστηρή προσήλωση στην κοινωνική ερμηνεία των δεδομένων, ότι «οι θολωτοί θα απέβαιναν απρόσφοροι αν διατηρούσαν άθικτο το ταφικό περιεχόμενο, καθώς η αναδιαμόρφωσή του αποτελούσε μέρος του ταφικού τελετουργικού» (Boyd 2016, 390).
98 Κορρές 1975, 511· 1976γ, 342-344. Mee και Cavanagh 1984, 49-50. Wright 1987, 176 σημ. 22. Kontorli- Papadopoulou 1995, 121. Galanakis 2008, Ι, 183· 2011, 226. Κορρές 2012β, 450. Murphy 2014, 211.
99 Κορρές 2006, λήμμα «Κουκουνάρα»: 27-28 και λήμμα «Καρποφόρα-Νιχώρια»: 117-118.
100 Χατζή 1984α, 79· 1985, 106. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 537 σημ. 8. Αναφορές τρίτων για το θέμα: Alcock 1991, 466. Antonaccio 1995, 87 σημ. 327. Boehringer 2001, 283.
101 Κορρές 1981-82, 367, 376-377, όπου γενικώς τονίζεται ότι πρέπει να μένομε στα δεδομένα, και όχι τα δυσερμήνευτα ή και τα πάντα να ανάγονται στο χώρο της ταφικής λατρείας. Επίσης βλ. Contursi 2019, 688-689, όπου αναφέρεται ότι «ένας συλημένος ή τυχαία εντοπιζόμενος τάφος ενδέχεται να υπήρξε αντικείμενο ατομικών πράξεων σεβισμού, εξιλεώσεως ή εξευμενισμού, όχι απαραίτητα στη σφαίρα της λατρείας», και 691 σημ. 31.
102 Βλ. σημ. 48 του παρόντος κειμένου.
103 Κορρές 1975, 486· 1981-82, 367 σημ. 1 για την περίπτωση Καμινίων. Στο Ψάρι, κατά την αφαίρεση των πρώτων επιφανειακών λίθων της θόλου, αποκαλύφθηκε μπρούτζινο στέλεχος με κρεμαστές αλυσίδες. Οι συχνά παρευρισκόμενοι κατά τις πρώτες ημέρες των εργασιών στο λόφο κάτοικοι του Ψαρίου, έλεγαν ότι πρόκειται για παλιό κρεμαστό καντήλι ή καντηλέρι ή θυμιατό, που ίσως άφησαν εκεί άνθρωποι «παλιοί», για να εξευμενίσουν το πνεύμα του τάφου – προφανώς είχαν ακούσει ότι εκεί υπήρχαν «μνήματα παλαιά» (Καταγραφή ημερολογίου ανασκαφής του 1982).
104 Παπαγεωργίου 1973, 2. Λαμπρόπουλος 1980, 20. Αντωνακάτου 1984, 245-247.
105 Πίκουλας 2001, 492-493 (κατάλογος των πέντε ομώνυμων χωριών της Πελοποννήσου. Έκτο στην αρίθμηση υπολογίζεται το Κάτω Ψάρι Τριφυλίας, αριθ. 4455-4460). Η ρίζα του ονόματος δεν φαίνεται να προέρχεται από το (ο) ψάρι (ον) των Βυζαντινών, αλλά μάλλον από το επώνυμο στρατιωτών του ενετικού στρατού (Psari Nikolo, Psari Piero, Psari Dimitri, Psari Zorzi) οι οικογένειες των οποίων εγκαταστάθηκαν και στο Ψάρι Τριφυλίας (Σάθας 1888, VII, 76, VIII, 355, IX, 5, 36 και Μαῦρος 1978, 320 σημ. 10 και 321, όπου αναγράφεται ποίημα αφιερωμένο σε Ενετό στρατιώτη ονόματι Stamati Psari). Συμεωνίδης 2010, 1460.
106 Λαμπρόπουλος 1980, 11-18 και αναφορά σε δημοτικά τραγούδια των Ντρἐδων και του Γκρίτζαλη (205-215). Παρασκευόπουλος 1993. Καργάκος 2005, 166-167. Το πατρικό του Γκρίτζαλη διατηρείται και σήμερα στο Πάνω Ψάρι και η προτομή του δεσπόζει στην πλατεία του σημερινού ομώνυμου οικισμού.
107 Αντωνακάτου 1984, 247, 248, αναφορές στο Πάνω Ψάρι, στο έμμετρο πόνημα του Γ. Παπαγεωργίου, στα τοπωνύμια του Ψαρίου και στο Μετσίκι με τους μυκηναϊκούς τάφους.
108 Georgakas και McDonald 1967, 195, λήμμα 4777. Χατζή 1984β, 262 σημ. 1.
109 Στην έμμετρη ιστορία που συνέθεσε σε άψογο δεκαπεντασύλλαβο, ο Γ. Χρ. Παπαγεωργίου κάνει
σαφέστατο λόγο για το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που υπέκρυπτε η περιοχή, και διάνθιζε συχνά τις διηγήσεις των παλαιοτέρων. Στους στίχους του διαφαίνεται η πίστη για τις ανακαλύψεις του μέλλοντος – προφητικός λόγος που επαληθεύθηκε (Παπαγεωργίου 1973, 11).
«Κάποια παρένθεση ἐδῶ θὰ πρέπει γιὰ νὰ κάνω,
γιὰ νὰ σᾶς πῶ κι’ ἄλλοι ναοί, πὼς βρίσκονταν κεῖ πάνω
καὶ στοῦ «Σινγκέργκι» (αλβ.= Άγιος Γεώργιος) καὶ πιὸ κεῖ κατὰ τοῦ «Σιντιλίθι» (αλβ.= Άγιος Ηλίας).
Μὰ εἶναι τόσο βέβαιο, τούτ’ ἡ γωνιὰ πὼς βρίθει
ἀπὸ ἀρχαῖα καὶ παλιά, ποὺ ἂν ποτὲ ἡ σκαπάνη
κι’ ἡ πολιτεία μας μαζὶ τὸ βῆμα της τὸ κάνει,
πολλὰ στὴν ἐπιφάνεια ἀγγειὰ καὶ τσαμασίδια,
κτερίσματα, νομίσματα καὶ τῶν παιδιῶν παιχνίδια,
θὰ φέρει· καὶ θ’ ἀποδειχτῆ ὅτι κι’ αὐτὰ τὰ μέρη–
Ψάρι, Ζιουμπάτα, Παναγιά, Κολιότσι, Κατωμέρι–
ἐκατοικιοῦνταν καὶ πιὸ πρίν…».
110 Η άρνησή του να ζητήσει τα νόμιμα, οδήγησε, κατόπιν προτάσεως της υπογραφομένης, την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας να εισηγηθεί, και το Υπουργείο Πολιτισμού να τον συμπεριλάβει στη δική του ετήσια εισήγηση για την απονομή του Επαίνου Αρχαιοφιλίας από την Ακαδημία των Αθηνών. Με αυτόν τιμήθηκε τον Δεκέμβριο του 1986 από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας (Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 536, 551, εικ. 1, 552, εικ. 2· 2014, 354, εικ. 23).
111 Κορρές 2012α, 437.
112 Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 538-539.
113 Για τα επιθυμητά ως προς τις αναστηλωτικές παρεμβάσεις στο Ψάρι βλ. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1998, 547-548 και 2014, 330 σημ. 35. Το 2000, μετά από εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους της Διευθύνσεως Αναστηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού για ένα πρόγραμμα συνολικής αναδείξεως των θολωτών της Μεσσηνίας, το οποίο δεν είχε περαιτέρω εξέλιξη, έγιναν αυτοψίες και καταγραφή των αναγκών εκάστου μνημείου (Χατζή-Σπηλιοπούλου 2000.)
114 Σχετική ως προς το θέμα επιστολή απεστάλη στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας (Σεπτέμβριος 2020) ώστε με την συνεργασία της υπογραφομένης και του ανασκαφέως του 2ου τάφου στο επίμαχο σημείο να γίνουν παρατηρήσεις, τις οποίες δεν επέτρεψαν οι συνθήκες της δεκαετίας του 1980. Ορθώς αναγνωρίζεται η σημασία των παρατηρήσεων στα σημεία αυτά του θολωτού (Wilkie 1975, 44-47. Galanakis 2008, I, 8, 9).
115 Hope Simpson 2014, 63-64, 66-69.

SUMMARY: THE THOLOS TOMBS AT PSARI IN TRIPHYLIA. I
A well documented letter sent to the Hellenic Ministry of Culture in 1981, resulted in the investigation of a Mycenaean terra incognita, located on the oblong spur Metsiki. The site, between the modern and the old (abandoned) village Psari, has a commanding view over the Soulima Valley in NE Triphylia. Field work conducted on behalf of the 7th Ephorate of Antiquities during the 1980s included the excavation of a big tholos tomb (diam. 9.10 m) with an imposing stone-covered tumulus, preliminary work at a second big tholos, and surface investigations on the hill and the surroundings.
Despite the almost total stripping of its contents, probably in Mycenaean times, tholos tomb 1 yielded on the floor sherds of a few scattered vases, a group of fine flint arrowheads and two big bronze golden-cupped rivets, probably belonging to a sword or a dagger – indicating that was the burial place of people of some wealth and social dignity. The dromos fill and the chamber floor yielded potsherds of the LH I-IIA period, while the presence of characteristic sherds of MH tradition in the dromos fill along with LH I and LH II sherds of good quality, point to a rather advanced stage of LH I period for the construction of the tomb. The abundance of stone artifacts found in the interior and out of the monument, point to a local manufacture of flint stone implements on the site.
Almost forty years after the first investigations, Psari remains so far a Mycenaean prepalatial center with the biggest tholoi in the Soulima Valley, the second heavily populated Late Bronze Age area next to the Pylos region, possibly identified with the place name e-ra-te-re-ve of the Pylos tablets. Since the excavation of the second tholos is coming to an end, it is a matter of necessity that appropriate measures be taken to protect both big monuments. Additionally, a geophysical investigation on Metsiki and its environs by means of a scientific project, would allow a further systematic research of secular and burial structures on it, and the establishment of a cultural unit consisting of the Mycenaean site on Metsiki, the excavated tholoi at Chalkias, and the historical old village Psari.
The tholoi at Metsiki will be for ever connected to the memorable Georgios Papageorgiou from Psari (1919-1995). This nobleman was honored by the Academy of Athens (1986) with a meritorious award for having pointed out to the Greek authorities the new archaeological site and for his contributions to the investigations, turning down the monetary award offered by law for those who discover archaeological sites, so becoming a model of exemplary behavior.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Alcock, S. 1991. «Tomb Cult and the Post Classical Polis.» AJA 95:447-467.
Antonaccio, C.M. 1995. An Archaeology of Ancestors. Tomb Cult and Hero Cult in Early Greece. Lanham: Rowman & Littlefield.
Αντωνακάτου, N. 1984. Μεσσηνία. Καλαμάτα: Ροταριανός Όμιλος.
Αραπογιάννη, Ξ. 1999. «Νομός Μεσσηνίας. Επανέκθεση Μουσείου Καλαμάτας.» AΔ 54Β:227-229.
_. 2009. «Νομός Μεσσηνίας. Επανέκθεση Αρχαιολογικού μουσείου Μεσσηνίας.» ΑΔ 64Β:354-357.
Banou, E. 2008. «The tholos tombs of Messenia: An overview.» Στο DIOSKOUROI. Studies presented to W.G. Cavanagh and C.B. Mee on the Anniversary of their 30-year Joint Contribution to Aegean Archaeology, επιμ. C. Gallou, M. Georgiadis, και G.M. Muskett, 42-54. BAR-IS 1889. Oxford: Archaeopress.
Bennet, J. 1995. «Space through time: diachronic perspectives on the spatial organization of the Pylian
State.» Στο Politeia. Society and State in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 5th International
Aegean Conference / 5e Rencontre égéenne Internationale, University of Heidelberg, Archäologisches Institut, 10-13 April 1994, επιμ. R. Laffineur και W.D. Niemeier, 587-601. Aegaeum 12. Liège: Université de Liège – Austin: University of Texas at Austin.
Bennet, J., και Y. Galanakis. 2005. «Parallels and Contrasts: Early Mycenaean mortuary traditions in Messenia and Laconia.» Στο Autochthon. Papers Presented to O.T.P.K. Dickinson on the Occasion of his Retirement, επιμ. A. Dakouri-Hild και S. Sherratt, 144-155. BAR-IS 1432. Oxford: Archaeopress.
Betancourt, P., V. Karageorghis, R. Laffineur, και W-D. Niemeier, επιμ. 1999. Meletemata. Studies in Aegean Archaeology presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year. Aegaeum 20. Liège: Université de Liège – Austin: University of Texas at Austin.
Βικάτου, Ο. 1995. «Νομός Μεσσηνίας. Χαλκιάς Τριφυλίας.» ΑΔ 50Β:182-184.
_. 1996. «Νομός Μεσσηνίας. Χαλκιάς Τριφυλίας.» ΑΔ 51Β:191-192.
Βλαχόπουλος, Α., επιμ. 2012. Αρχαιολογία: Πελοπόννησος. Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.
Blegen, C.W. 1937. Prosymna: The Helladic Settlement preceding the Argive Heraeum. Cambridge, Mass.: Τhe University Press.
Blegen, C.W., M. Rawson, W. Lord Taylour, και W.P. Donovan. 1973. The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia. Vol. III, Acropolis and lower town: tholoi, grave circle, and chamber tombs; discoveries outside the citadel. Princeton: Princeton University Press.
Boehringer, D. 2001. Heroenkulte in Griechenland der geometrischen bis zu klassischen Zeit: Attika, Argolis, Messenia. Berlin: Akademie Verlag.
Borgna, Ε., και S. Müller-Celka, επιμ. 2011. Ancestral Landscapes: Burial mounds in the Copper and Bronze Ages (Central and Eastern Europe – Balkans – Adriatic – Aegean, 4th-2nd millennium BC). Travaux de la Maison de l’Orient et de la Méditerranée 58. Lyon: Maison de l’Orient et de la Méditerranée – Jean Pouilloux.
Boyd, M.J. 2002. Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices in the Southern and Western Peloponnese. BAR-IS 1009. Oxford: Archaeopress.
_. 2016. «Distributed practices and cultural identities in the “Mycenaean” period.» Στο Of Odysseys and Oddities: Scales and Modes of Interaction between Prehistoric Aegean Societies and Their Neighbours, επιμ. B.P.C. Molloy, 385-409. Sheffield Studies in Aegaean Archaeology 10. Oxford: Oxbow.
Cavanagh, Η., W. Cavanagh, και J. Roy, επιμ. 2011. Honouring the dead in the Peloponnese, Proceedings of the Conference held in Sparta 23-25/4/2009, https://www.nottingham.ac.uk/csps/resources/honouring- the-dead.aspx. Τελευταία επίσκεψη 11 Δεκεμβρίου 2020.
Cavanagh, W.G., και R.R. Laxton. 1981. «The structural mechanics of the Mycenaean tholos tombs.» BSA 76:109-140.
_. 1988. «Problems solving and the architecture of tholos tombs.» Στο French και Wardle1988,385-395.
Cavanagh, W.G., και C. Mee. 1998. A Private Place: Death in Prehistoric Greece. SIMA 125. Jonsered: Paul Åströms Förlag.
_. 1999. «Building the treasury of Atreus.» Στο Betancourt κ.ά. 1999, 93-102.
Contursi, P. 2019. «Heroes, ancestors or merely dead? (Ab)uses of the Mycenaean Past in the historical
periods.» Στο MNHMH/MNEME. Past and Memory in the Aegean Bronge Age, Proceedings of the 17th International Aegean Conference, Univ. of Udine, Department of Humanities and Cultural Heritage, Ca’ Foscari University of Venice, Department of Humanities, 17-21 April 2018, επιμ. E. Borgna, I. Caloi, F.M. Carinci, και R. Laffineur, 687-691. Aegaeum 43. Leuven – Liege: Peeters.
Cremasco, V., και R. Laffineur. 1999. «The engineering of Mycenaean Tholoi – the circular tomb at Thorikos Revisited.» Στο Betancourt κ.ά. 1999, 139-148.
Davis, J.L., και S.R. Stocker. 2015. «Crete, Messenia, and the date of Tholos IV at Pylos.» Στο The Great Islands: Studies of Crete and Cyprus presented to Gerald Cadogan, επιμ. C.F. Macdonald, E. Hatzaki, και S. Andreou, 175-178. Athens: Kapon.
Dickinson, O.T.P.K. 1977. The Origins of Mycenaean Civilisation. SIMA 49. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
_. 1982. «Parallels and Contrasts in the Bronze Age of the Peloponnese.» OJA 1 (2):125-138.
_. 1989. «The “Origins of Mycenaean Civilisation” Revisited.» Στο Transition: le monde égéen du Bronze moyen au Bronze récent: actes de la deuxième Rencontre égéenne internationale de l’Université de Liège (18-20 avril 1988), επιμ. R. Laffineur, 131-136. Aegaeum 3. Liège: Université de l’Etat à Liège, Histoire de l’art et archéologie de la Grèce antique.
_. 2011. «Τhe origin of the Mycenaean tholos tomb again.» Στο Πεπραγμένα Ι' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006, επιμ. Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη και Ε. Παπαδοπούλου, τόμ. Α2, 583-589. Χανιά: Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος».
_. 2014. «Late Helladic I Revisited: The Kytherian Connection.» Στο Nakassis κ.ά 2014, 3-14.
French, E. 1971. «The Development of Mycenaean Terracotta Figurines.» BSA 66:101-187.
French, E.B., και Κ.Α. Wardle, επιμ. 1988. Problems in Greek Prehistory. Papers presented at the Centenary Conference of the British School of Arcahaeology at Athens, Manchester April 1986. Bristol: Βristol Classical Press.
Frizell, Β.S., και R. Santillo. 1988. «The Mycenaean Tholos – A False Cupola?» Στο French και Wardle 1988, 443-444.
Furumark, A. 1941. The Mycenaean Pottery. Analysis and Classification. Stockholm: Kungl. Vitterhets Historie och Antikvitets Akademien.
Galanakis, Y. 2007. «The construction of the Aegisthus Tholos tomb at Mycenae and the “Helladic Heresy”.» BSA 102:239-256.
_. 2008. «A Study of Late Bronze Age Tholos Tombs in the Aegean, 1700-1200 BC.» Αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
_. 2011. «Mnemonic landscapes and monuments of the past: tumuli, tholos tombs and landscape
associations.» Στο Borgna και Müller-Celka 2011, 219-229.
_. 2018. «A survey of Late Bronze Age funerary arcaeology over the last 25 years in the central and southern Aegean.» AR 64:85-101.
Georgakas, D., και W.A. McDonald. 1967. Place names of Southwestern Peloponnesus. Register and indexes.
Πελοποννησιακά 6, Παράρτημα, 3-403. Athens: Society for Peloponnesian Studies.
Hope Simpson, R. 1981. Mycenaean Greece. Park Ridge, N.J.: Noyes Press.
_. 2014. Mycenaean Messenia and the Kingdom of Pylos. Prehistory Monographs 45. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
Hope Simpson, R., και O.T.P.K. Dickinson. 1979. A Gazetteer of Aegean Civilisation in the Bronze Age I, The Mainland and the Islands. SIMA 52. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
Kalogeropoulos, K. 2011. «The social and religious significance of palatial jars as grave offerings.» Στο
Cavanagh κ.ά. 2011, 207-235.
Καργάκος, Σ.Ι. 2005. Ἀλβανοί, Ἀρβανίτες, Ἕλληνες. Ἀθήνα: Ι. Σιδέρης.
Κασίμη, Π. 2013. «Ένας πρώιμος θολωτός μυκηναϊκός τάφος στην Αρχαία Κόρινθο.» Στο The Corinthia and the Northeast Peloponnese. Topography and History from Prehistoric Times until the End of Antiquity: Proceedings of the International Conference Organized by the Directorate of Prehistoric and Classical Antiquities, the LZ' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological Institute, Athens, Held at Loutraki, March 26-29, 2009, επιμ. K. Kissas και W.-D. Niemeier, 45-53. Athenaia 4. München: Hirmer.
Κοnsolaki-Yannopoulou, E. 2015. «Structural Analysis of the tholos tomb at Megali Magoula, Galatas (Troezenia). » Στο Mycenaeans Up to Date. The archaeology of the Northeastern Peloponnese – current concepts and new directions, επιμ. A.-L. Schallin και I. Tournavitou, 483-502. Stockholm: Swedish Institute at Athens. Konstandinidi, E.M. 2001. Jewellery revealed in the burial contexts of the Greek Bronze Age. BAR-IS 912. Oxford: Archaeopress. Kontorli-Papadopoulou, L. 1995. «Mycenaean Tholos Tombs. Some Thoughts on Burial Customs and Rites.» Στο KLADOS. Essays in honour of J.N. Coldstream, επιμ. C. Morris, 111-122. BICS Suppl. 63. London: University of London.
Κορρές, Γ.Σ. 1974. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:139-162.
_. 1975. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:428-514.
_. 1976α. «Ἔρευναι ἀνὰ τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:253-283.
_. 1976β. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Περιστεριᾷ Πύλου.» ΠΑΕ:470-536.
_. 1976γ. «Τύμβοι, θόλοι καὶ ταφικοὶ κύκλοι τῆς Μεσσηνίας.» Στο Πρακτικὰ Α' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Σπάρτη 7-14.9.1975), τόμ. Β', 337-369. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 6.
Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 1977α. «Ἐργασίαι, ἔρευναι καὶ ἀνασκαφαὶ ἀνὰ τὴν Πυλίαν.» ΠΑΕ:229-295.
_. 1977β. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Περιστεριᾷ.» ΠΑΕ:296-356.
_. 1977γ. «Αἱ πρόσφατοι ἀνασκαφαὶ εἰς Περιστεριὰν καὶ τὸ ἱστορικὸν παρελθόν της ὡς προκύπτει
ἀπὸ τὰς ἀνασκαφὰς τῶν ἐτῶν 1960-65, 1976.» Τριφυλιακή Ἑστία 17: 273-278.
_. 1978. «Ὁ θολωτὸς τάφος τῆς Αἰπείας-Ἀνθείας πρὸ τῆς ἀνασκαφῆς αὐτοῦ.» Στο Πρακτικά τοῦ Α' Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν (Καλαμάτα 2-4 Δεκ. 1977), 62-79. Πελοποννησιακά Παράρτημα5. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 1979. Ἀρχαιολογικαὶ διατριβαὶ ἐπὶ θεμάτων τῆς Ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ. Ἀθηνᾶ, Σειρά Διατριβῶν καὶ Μελετημάτων 21. Ἐν Ἀθήναις: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία - Τυπογραφεῖον Ἐμμ. Παπαδάκη.
_.1980α. «Ἡ Προϊστορία τῆς Βοϊδοκοιλιᾶς Μεσσηνίας κατὰ τὰς ἐρεύνας τῶν ἐτῶν 1956, 1958, 1975-1979.» Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς τῆς Παντείου Ἀνωτάτης Σχολῆς Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν 1977-1978:310-343.
_. 1980β. «Τὸ εὐμέγεθες κύπελλον “Κεφτὶ” τῆς Κουκουνάρας.» Στο Στήλη, Τόμος εἰς μνήμην Νικoλάου Κοντολέοντος, 580-606. Ἀθήνα: Σωματεῖο τῶν φίλων τοῦ Νικολάου Κοντολέοντος.
_. 1981-82. «Ἡ προβληματικὴ διὰ τὴν μεταγενεστέραν χρῆσιν τῶν μυκηναϊκῶν τάφων Μεσσηνίας.» Στο Πρακτικὰ Β' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Πάτραι 1980, τόμ. Β, 363-450. Ἀθῆναι.
_. 1982. «Ἀνασκαφὴ Βοϊδοκοιλιᾶς Πυλίας.» ΠΑΕ:191-231.
_. 2006. Λήμματα από τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαιδεία για αρχαιολογικές θέσεις Μεσσηνίας
(αποσπάσματα), Αθήνα: ΕΚΠΑ.
_. 2012α. «Μεσσηνία, Ιστορικό και Αρχαιολογικό Περίγραμμα.» Στο Βλαχόπουλος 2012, 426-439
_. 2012β. «Από την Νέδα έως τον Πάμισο – Προϊστορικοί χρόνοι.» Στο Βλαχόπουλος 2012, 446-451.
_. 2012γ. «Περιστεριά.» Στο Βλαχόπουλος 2012, 460-463.
Korres, G.S. 1983. «Burial customs in tholos 2 at Routsi (Myrsinochori).» Στο Concilium Eirene: Proceedings of the 16th International Eirene Conference Prague, 31.8-4.9.1982, επιμ. P. Oliva και A. Frolíková, τ. 3, 91-97. Prague: Kabinet pro studia řecká, římská a latinská.
_. 1990. «Excavations in the region of Pylos.» Στο ΕΥΜΟΥΣΙΑ: Ceramic and Iconographic Studies in Honour of Alexander Cambitoglou, επιμ. J.-P. Descoeudres, 1-11. MeditArch Suppl. 1. Sydney: Meditarch.
_. 1993. «Messenia and its Commercial Connections in the Bronze Age.» Στο Proceedings of the international conference, Wace and Blegen: pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age, 1939-1989: held at the American School of Classical Studies at Athens, Athens, December 2-3, 1989, επιμ. C. Zerner,
P. Zerner, και J. Winder, 231-248. Amsterdam: J.C. Gieben.
_. 2011. «Middle Helladic Tumuli in Messenia. Ethnological Conclusions.» Στο Borgna και Müller Celka 2011, 585-596.
Korres, G.S., και S.-N. Tarantou. 2018. «Die Krone von Routsi. Kopfschmuck einer mykenischen Priesterin? » Στο Mykene. Die sagenhafte Welt des Agamemnon, επιμ. Β. Steinman, 104-107. Darmstadt: Badisches Landesmuseum Karlsruhe – Philipp von Zabern.
Κωνσταντινόπουλος, Χ. 1983. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου. Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.
Λαμπρόπουλος, Π. 1980. Οἱ Ντρέδες. Τά παλλικάρια τοῦ Μωρηᾶ. Ἀθήνα.
Lolos, J.G. 1985. «The Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics.» Διδακτορική διατριβή, Bedford College.
Μαθιουδάκη, Η. 2010. «H “ηπειρωτική πολύχρωμη” κεραμεική στην Ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο.» Αδημοσίευτη Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μαρινᾶτος, Σ. 1960. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:195-209.
_. 1961. «Ἀνασκαφαὶ Πύλου.» ΠΑΕ:169-176.
_. 1965. «Ἀνασκαφαὶ ἐν Πύλῳ.» ΠΑΕ:102-120.
Μαστροκώστας, Ε. 1964. «Ἀνασκαφὴ Ἀγίου Ἠλία – Μεσολογγίου (Ἰθωρίας).» ΑΔ 19 Β2:295-300.
Ματζάνας, Χ.Ε. 1999. «Τέχνεργα αποκρουσμένου λίθου από το Ψάρι Τριφυλίας και η εξέλιξη των
λιθοτεχνιών της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Δυτική Πελοπόννησο.» ΑΔ 54Α:1-50.
_. 2000-02. «Μέθοδοι και τεχνικές αποκρουσμένου λίθου κατά την Eποχή του Χαλκού στην Eλλάδα.» Περίαπτο 3:57-65.
_. 2001-02. «Η μυκηναϊκή λιθοτεχνία στο Ψάρι Τριφυλίας.» Στο Πρακτικά τοῦ Στ' Διεθνοῦς Συνεδρίου
Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Τρίπολις, 24-29 Σεπτεμβρίου 2000), 49-64. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 24. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 2002. «Η εξέλιξη των αιχμών βελών αποκρουσμένου λίθου κατά την Εποχή του Χαλκού με ιδιαίτερη έμφαση στην Υστεροελλαδική περίοδο.» ΑΔ 57Α:1-52.
Μαῦρος, Τ. 1978. «Συμβολὴ στὸ τοπωνυμικὸν τῆς Ἀρκαδίας.» Γορτυνιακὰ 2:320-321.
McDonald, W., και R. Hope Simpson. 1969. «Further Explorations in Southwestern Peloponnese 1964-
1968.» AJA 73:123-178.
McDonald, W., W.D. Coulson, και J. Rosser, επιμ. 1983. Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Vol. IΙI, Dark Age and Byzantine Occupation (Nichoria III). Minneapolis: University of Minnesota Press. Mee, C.B., και W.G. Cavanagh. 1984. «Mycenaean tombs as evidence for social political organization.» ΟJA 3:45-64.
_. 1990. «The Spatial Distribution of Mycenaean Tombs.» BSA 85:225-243.
Mountjoy, P.A. 1986. Mycenaean Decorated Pottery: A Guide to Identification. SIMA 73. Göteborg: Paul Åströms Förlag.
_. 1999. Regional Mycenaean Decorated Pottery. Rahden/Westf: Verlag Marie Leidorf.
Murphy, J. 2014. «The Varying Place of the Dead in Pylos.» Στο Nakassis κ.ά. 2014, 209-221.
Nakassis, D., J. Gulizio, και S.A. James, επιμ. 2014. KE-RA-ME-JA. Studies Presented to Cynthia W. Shelmerdine. Philadelphia: INSTAP Academic Press.
Νικολέντζος, Κ. 2003. «Κακόβατος: Ένας εμπορικός σταθμός εισαγωγής ηλέκτρου στον πρώιμο
Μυκηναϊκό Κόσμο.» Στο Αργοναύτης. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Χρίστο Γ. Ντούμα από τους
μαθητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1980-2000), επιμ. Α. Βλαχόπουλος και Κ. Μπίρταχα, 619-630. Αθήνα: Η Καθημερινή Α.Ε.
Παπαγεωργίου, Γ.Χ. 1973. Τὸ Πάνω Ψάρι τὸ παλιό. Ἀθήνα.
Papadimitriou, N. 2011. «Passing away or passing through? Changing funerary attitudes in the Peloponnese of the MBA/LBA transition.» Στο Cavanagh κ.ά. 2011, 467-491.
_. 2015. «The formation and use of dromoi in Early Mycenaean tombs.» BSA 110:71-120.
_. 2016. «Structuring Space, Performing Rituals, Creating Memories: Towards a Cognitive Map of Early Mycenaean Funerary Behaviour.» Στο Staging Death. Funerary Performance, Architecture and Landscape in the Aegaean, επιμ. Α. Dakouri-Hild και M.J. Boyd, 335-360. Berlin – Boston: De Gruyter.
Παρασκευόπουλος, Σ. 1993. «Στο Ψάρι και στους θολωτούς τάφους του.» Τριφυλιακή Εστία 83:101-105.
Persson, Α.W. 1942. New Tombs at Dendra near Midea. Lund: C.W.K. Gleerup.
Πίκουλας, Γ.Α. 2001. Λεξικὸ τῶν οἰκισμῶν τῆς Πελοποννήσου. Παλαιὰ καὶ νέα τοπωνύμια. Ἀθήνα: Ηόρος.
Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη, Ε. 1980. Οἱ τύμβοι τοῦ Ἄργους. Ἀθῆναι.
Rudolph, W. 1973. «Die Nekropole am Prophitis Elias bei Tiryns.» Στο Tiryns: Forschungen und Berichte.
Band VI, 23-126. Mainz: Philipp von Zabern.
Rutter, J.B. 1993. «Review of Aegaean Prehistory II: The Prepalatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland.» AJA 97:745-797.
Σάθας, Κ.Ν. 1888. Μνημεῖα Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. VIII-IX. Paris.
Servais, J., και H. Gasche. 1971. «Les fouilles sur le haut du Velatouri.» Στο Thorikos 1968. Rapport préliminaire sur la quatrième campagne de fouilles. Voorlopig verslag over de vijfde opgravingscampagne, επιμ. H.F. Mussche, J. Bingen, J. Servais, R. Paepe, H. Bussers, και H. Gasche, 17-102. Thorikos V. Bruxelles: Comité des Fouilles Belges en Grèce.
Συμεωνίδης, Χ.Π. 2010. Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Β'. Λευκωσία – Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου.
Συριόπουλος, Κ.Θ. 1994-95. Ἡ προϊστορικὴ κατοίκησης τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ γένεσις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἀθῆναι: Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Svensson, O. 2013. «Visibility and Tholos Tombs in the Messenia landscape: A comparative case study
of the Pylian Hinterlands and the Soulima Valley.» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τμήμα
Φυσικής Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Lund.
Τσούντας, Χ. 1889. «Ἔρευναι ἐν τῇ Λακωνικῇ καὶ ὁ Τάφος τοῦ Βαφειοῦ.» ΑΕ:129-172.
Valmin, N. 1932. «Tholos tombs and Tumuli.» Στο Corolla Archaeologica Principi Hereditario Regni Sueciae Gustavo Adolpho Dedicata, 218-227. Lund: C.W.K. Gleerup.
_. 1938. The Swedish Messenia Expedition. Lund: C.W.K. Gleerup.
_. 1956. «ΔΩΡΙΟΝ. Μυκηναϊκὸν βασίλειον στὴν Ἄνω Μεσσηνιακὴν πεδιάδα.» Μεσσηνιακά
Γράμματα:27-31.
Voutsaki, S. 1998. «Mortuary evidence, symbolic meanings and social change: a comparison between
Messenia and the Argolid in the Mycenaean period.» Στο Cemetery and Society in the Aegean Bronze
Age, επιμ. K. Branigan, 41-58. Sheffield Studies in Aegaean Archaeology 1. Sheffield: Sheffield Academic Press.
Wilkie, N.C. 1975. «A Tholos Tomb at Nichoria: Its Construction and Use.» Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Minnesota.
Wright, J. 1987. «Death and Power at Mycenae: changing Symbols in Mortuary Practice.» Στο Thanatos: Les Coutumes Funéraires en Egée à l’Âge du Bronze. Actes du Colloque de Liège, 21-23 avril 1986, επιμ. R. Laffineur, 171-184. Aegaeum 1. Liège: Université de Liège.
_. 1995. «From Chief to King in the Mycenaean Society.» Στο The Role of the Ruler in the prehistoric Aegaean. Proceedings of a Panel Discussion presented at the Annual Meeting of the Archaeological Instityte of America, New Orleans, Louisiana, 28 December 1992, επιμ. P. Rehak, 63-80. Aegaeum 11. Liège: Université de Liège.
Χασιακού, Α., και Γ.Σ. Κορρές. 2006. «Νέες προϊστορικές θέσεις στην Μεσσηνία. Οι παράλιες θέσεις. Μια πρώτη προσέγγιση.» Στο Ευεργεσίη. Τόμος Χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, επιμ. Ι.Κ. Προμπονάς και Π. Βαλαβάνης, 689-758. Παρουσία 17-18. Αθήνα: Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χατζή, Γ. 1981. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 36Β:156.
_. 1982. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 37Β:137-139.
_. 1983. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 38Β:111-113.
_. 1984α. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 39Β:78-81.
_. 1984β. «Νέα ἀρχαιολογικὴ θέση στὴ Β. Τριφυλία.» Στο Πρακτικὰ τοῦ Β' Τοπικοῦ Συνεδρίου
Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν (Κυπαρισσία, 27-29 Νοεμβρίου 1982), 262-268. Πελοποννησιακά, Παράρτημα
10. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 1985. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 40 Β:103-107.
_. 1986. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 41 Β:42.
_. 1987. «Ψάρι Τριφυλίας.» ΑΔ 42Β:132, 134-136.
_. 1988. «Ψἀρι Τριφυλίας.» ΑΔ 43Β:142-143.
Χατζή-Σπηλιοπούλου, Γ. 1990. «Ριζοχώρι (πρώην Λάπι) Τριφυλίας.» ΑΔ 45Β1:121.
_. 1998. «Μυκηναϊκὴ Μεσσηνία. Τὸ πρόσφατο ἔργο τῆς Ζ' Ἀρχαιολογικῆς Ἐφορείας.» Στο Πρακτικὰ τοῦ Ε' Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Ἄργος-Ναύπλιον 6-10 Σεπτεμβρίου 1995), τ. Β', 534- 556. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 22. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 2000. «Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι Μεσσηνίας.» ΑΔ 55Β:285.
_. 2006. «Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος των Διοδίων Μεσσηνίας. Ανασκαφή (1994) και αποκατάσταση
ευρημάτων (1995).» Στο Α' Αρχαιολογική σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, ΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Πρακτικά, επιμ. Ν. Ζαφειροπούλου, 201-208. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
_. 2007. «Νέος θολωτὸς τάφος στὸ Κεφαλόβρυσο (Χαλαβάτσου) Μεσσηνίας.» Στο Πρακτικὰ τοῦ Z'
Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν (Πύργος – Γαστούνη – Ἀμαλιάδα, 11-17 Σεπτεμβρίου
2005), 337-366. Πελοποννησιακά Παράρτημα 27. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.
_. 2014. «Ἀνὰ τὴν Μεσσηνίαν.» Στο Πρακτικὰ τοῦ Δ' Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν (Καλαμάτα, 8-11 Ὀκτωβρίου 2010), 319-354. Πελοποννησιακά, Παράρτημα 31. Ἀθῆναι: Ἑταιρεία Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν.








Printfriendly