Το Κάστρο Σαφλαούρο ή Σαφλαούρι βρίσκεται ανάμεσα από τα χωριά Λαντζουνάτου και Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι), στα σύνορα των τέως επαρχιών Μεσσήνης και Τριφυλίας.
Καθώς διασχίζουμε τον δημόσιο δρόμο από Κορομηλιά προς Παλαιόκαστρο (22η επαρχιακή οδός) διακρίνουμε στο βάθος, εκεί όπου χάνεται ο ανηφορικός δρόμος, έναν στενό ορεινό αυχένα, που φαίνεται ν’ ακουμπάει πάνω σε δυο πανύψηλες βουνοκορφές, τον Μπούρα (1054μ.) στα δυτικά και τον Προφήτη Ηλία (1006μ.) στ’ ανατολικά. Πάνω σ’ αυτόν τον στενό αυχένα ορθώνονται από τα δυτικά προς τ’ ανατολικά τρεις κορυφές, οι οποίες φέρουν κατά σειρά τα ονόματα: Κάστρο, Εκκλησούλα και Ψηλοπυργάκι. Το ύψος τους κυμαίνεται γύρω στα 800 περίπου μέτρα, με ψηλότερο το Ψηλοπυργάκι, που φθάνει τα 842μ. Το δυτικότερο και πιο απόκρημνο από αυτά, που έχει σχήμα κωνοειδές, βαστάζει τα ερείπια ενός από τα παλαιότερα και σημαντικότερα μεσσηνιακά κάστρα, τα ερείπια του Κάστρου «Σαφλαούρο», όπως αποκαλείται ακόμη και σήμερα από τους ντόπιους.
Για να πάει κάποιος σήμερα ως το Κάστρο, θα πρέπει, όταν φθάσει στο τέρμα του ανηφορικού ασφαλτόδρομου μετά από το χωριό Παλαιόκαστρο, στο διάσελο που θα συναντήσει, να στρίψει δεξιά στον χωματόδρομο. Στα πενήντα περίπου μέτρα θα συναντήσει ένα μικρό γραφικό ξωκλήσι, τον Αϊ-Θανάση, και στα δεξιά του ένα μεγάλο πλάτωμα, το ιστορικό «Αλώνι του Αϊ-Θανάση». Το Κάστρο ορθώνεται ακριβώς μπροστά του και μπορεί να το προσπελάσει είτε από τη νότια είτε από τη δυτική πλευρά του.
Όσον αφορά την ονομασία του Κάστρου έχουν διατυπωθεί δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η ονομασία Σαφλαούρο είναι ανθρωπωνύμιο (κυριώνυμο) το οποίο δόθηκε στο Κάστρο από κάποιον εξελληνισμένο Σλάβο που ονομαζόταν «Σαφλάονρος» ή «Σαφλάονρης». Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο συμπατριώτης μας Αναστάσιος Αθ. Παναγιωτόπουλος από τον Πύργο Τριφυλίας στο εξαιρετικό του πόνημα «Μεσαιωνικής Μεσσηνίας Ιστορικογεωγραφικά και Κοντοβουνίων οικιστικά».
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, στην οποία συγκλίνει και η προσωπική μας άποψη, η ονομασία Σαφλαούρο προέρχεται από το ενετικό «San Flauro» (Άγιος Φλώρος). Θεωρώ ότι η ύπαρξη στο γειτονικό χωριό Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι) της παλιάς και μεγάλης οικογένειας με το επώνυμο «Φλώρος» ισχυροποιεί την εκδοχή αυτή. Μάλιστα, όπως γράφει ο συμπατριώτης μας Παναγιώτης Φλώρος στο βιβλίο του «Παλαιοκάστρου Μνήμες», η περιοχή στη βάση του Κάστρου ανήκε σε μέλος της οικογένειας Φλώρου, στον Δήμο Φλώρο.
2. Περιγραφή
Η μόνη περιγραφή που αναφέρεται είναι του ερευνητή Ανδρέα Κλεφτόγιαννη. Η περιγραφή αυτή, που είχε σταλεί υπό τύπον επιστολής στον καθηγητή Νικόλαο Βέη, δε δημοσιεύτηκε, δυστυχώς, πουθενά κι ούτε σώθηκε αντίγραφό της. Έτσι, θα παρουσιάσουμε τη δική μας περιγραφή, που βασίζεται σε επιτόπια προσεκτική έρευνα, που έγινε κατά τη διάρκεια επανειλημμένων επισκέψεών μας στο Κάστρο. Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι επισκέψεις μας αυτές έγιναν πολύ πριν από τον καθαρισμό του Κάστρου (2008), κάτω δηλαδή από πολύ δύσκολες συνθήκες.
Το Σαφλαούρο είναι ένα από τα μικρότερα, αλλά κι από τα πιο καλά οχυρωμένα κάστρα των Κοντοβουνίων. Σήμερα, μάλιστα, είναι το πιο καλά σωζόμενο κάστρο της περιοχής. Είναι χτισμένο στην κορυφή ενός εξαιρετικά απόκρημνου κωνικού λόφου (819μ.), με σχεδόν κάθετες και βραχώδεις πλαγιές. Παρόλο που δεν έχει μεγάλες διαστάσεις, είναι ένα μεγαλοπρεπές κι επιβλητικό κάστρο με σπουδαία οχύρωση και θαυμάσια αρχιτεκτονική. Ολόκληρο το τείχος καθώς και όλα τα κτίσματα του Κάστρου ήταν χτισμένα με ασβεστοκονίαμα, γι’ αυτό κι είναι πολύ ανθεκτικά και διατηρούνται ακόμη όρθια παρά τις καταστροφές που έχουν υποστεί κατά την πάροδο τόσων αιώνων.
Οι διαστάσεις του Κάστρου ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του λόφου. Έτσι, μεγαλύτερο μήκος έχουν η βόρεια και η νότια πλευρά. Το μήκος της βόρειας πλευράς είναι 50μ. Το μήκος της δυτικής και της ανατολικής πλευράς είναι 26μ. και 25μ. αντίστοιχα. Μεγαλύτερη απ’ όλες είναι η νότια πλευρά, στην οποία βρισκόταν και η πύλη του Κάστρου, με μήκος που πλησιάζει τα 60μ. (57,5μ.). Έτσι, η περίμετρος του Κάστρου φθάνει τα 160 μ. περίπου, ενώ το συνολικό εμβαδόν του αγγίζει το 1,5 στρέμμα.
Στις τέσσερις άκρες του τείχους του περιβόλου του Κάστρου, που σώζεται σε ύψος 10 περίπου μέτρων σε μερικά σημεία του, είναι χτισμένοι τέσσερις ψηλοί πύργοι, από δεξιά κι από αριστερά του νότιου και του βόρειου τείχους αντίστοιχα. Οι πύργοι της νότιας πλευράς βρίσκονται σχεδόν σε ευθεία γραμμή με τους πύργους της βόρειας. Ο μεγαλύτερος κι εντυπωσιακότερος πύργος είναι ο βορειοανατολικός. Είναι όχι μόνο ο μεγαλύτερος αλλά και ο καλύτερα διατηρημένος πύργος ολοκλήρου του Κάστρου. Σώζεται σχεδόν ακέραιος από τη βάση του και σε ύψος 12 μέτρων. Έχει μήκος 13μ. και πλάτος 3,20μ.
Οι πύργοι του νότιου τείχους (νοτιοδυτικός και νοτιοανατολικός) σώζονται σε ύψος 5 και 8 μέτρων ο καθένας. Έχουν μήκος 4,80 και 4,63μ. αντίστοιχα και το πλάτος τους φθάνει τα 3μ. Όλοι οι πύργοι ήταν εσωτερικά κούφιοι κι επικοινωνούσαν με τα υπόλοιπα κτίρια της κορυφής μέσα από μικρές και μυστικές διόδους. Αυτό διακρίνεται ολοκάθαρα τόσο στην κορυφή όσο και στη βάση του νοτιοανατολικού πύργου. Σύμφωνα, μάλιστα, με την τοπική παράδοση, ολόκληρο το Κάστρο ήταν κούφιο και υπήρχαν υπόγειες διαβάσεις σε όλα τα σημεία του. Μια από τις υπόγειες στοές είχε πλάτος 5μ. και συνολικό μήκος 100μ.!
Δεξιότερα του νοτιοανατολικού πύργου σώζεται σχεδόν ως την οροφή του ένα ψηλό και στενό τετράγωνο κτίσμα, που αν το δει κανείς εξωτερικά, του δίνει την εντύπωση ενός ακόμη πύργου. Έχει διαστάσεις 5Χ 5μ. (εσωτερικά 3Χ 2,40μ.) και μέγιστο ύψος 6μ. Το εσωτερικό του επικοινωνούσε με το υπόλοιπο Κάστρο μέσω μιας στενής και χαμηλής θολωτής σήραγγας, η είσοδος της οποίας σώζεται στη δυτική πλευρά του.
Είναι ολοφάνερο πως σ’ αυτό εδώ το σημείο, ανάμεσα δηλαδή από τον νοτιοανατολικό πύργο και το στενό τετράγωνο κτίσμα, υπήρχε η κεντρική πύλη και κύρια είσοδος του Κάστρου. Δυο ακόμη μικρότερες είσοδοι υπήρχαν στη βάση του βορειοδυτικού πύργου και στον χώρο μπροστά ακριβώς από τον νοτιοδυτικό πύργο, έξω από τον περίβολο του Κάστρου («Τρούπα του Αράπη»). Είναι, όμως, αρκετά μικρές, στενές και χαμηλές, και οδηγούσαν σε συγκεκριμένους χώρους. Η πρώτη από τη βόρεια πλευρά του ΄Κάστρου οδηγούσε στη μικρή θολωτή αίθουσα και η δεύτερη από τη δεξαμενή νερού οδηγούσε μέσω υπόγειας στοάς στο υπόγειο του φρουρίου.
Αν επιλέξουμε να προσεγγίσουμε το Κάστρο από τη νότια πλευρά του, το ανηφορικό και απότομο μονοπάτι θα μας φέρει στην κόγχη ενός μεγάλου βράχου, στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου. Ως προέκταση του φυσικού αυτού οχυρώματος έχει χτιστεί προς τα δεξιά του ένα πανύψηλο και γερό τείχος, που σώζεται ακέραιο από τη βάση ως την κορυφή του, για να προστατεύει το φυσικό ανάχωμα της πλαγιάς. Είναι κατασκευασμένο ολόκληρο από καλά πελεκημένες ασβεστολιθικές πέτρες της περιοχής. Στην κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί και συνδετικό κονίαμα, γι’ αυτό και στέκει ακόμη όρθιο παρά την πάροδο τόσων αιώνων.
Αν σκαρφαλώσουμε στην «πέτρινη σκάλα» του βράχου, θα βρεθούμε στον χώρο μπροστά ακριβώς από το νότιο τείχος του Κάστρου. Ίσως εδώ να οδηγούσε πράγματι μια μικρή πέτρινη κλίμακα, που ήταν χτισμένη πάνω στον φυσικό βράχο. Στον χώρο αυτό υπάρχουν άλλα δύο μικρότερα τμήματα τείχους, κι αυτά έξω από τον περίβολο του Κάστρου, για να συγκρατούν αντίστοιχα φυσικά αναχώματα του κατηφορικού εδάφους της πλαγιάς. Τα τμήματα αυτά είναι χτισμένα σε δύο διαφορετικά επίπεδα, το ένα ψηλότερο του άλλου καθώς ανεβαίνουμε προς το κύριο τείχος της νότιας πλευράς.
Μπροστά ακριβώς από την πέτρινη σκάλα, στο πρ ώτο επίπεδο, βρίσκεται η περιβόητη «Τρούπα του Αράπη». Πρόκειται για μια μικρή τρύπα με διαστάσεις 1Χ 0,80μ. που πιστεύεται ότι οδηγούσε μέσα από υπόγειες διαβάσεις στο υπόγειο του Κάστρου. Από τη μικρή αυτή οπή, σύμφωνα με την παράδοση, μπήκαν οι τούρκοι και κατέλαβαν το φρούριο. Σήμερα η τρύπα αυτή είναι κλεισμένη από πέτρες και χώματα αλλά διακρίνεται ολοκάθαρα η είσοδός της.
Λίγα μέτρα δεξιά της Τρύπας του Αράπη σώζεται ακέραια μια υπόγεια δεξαμενή νερού. Τη δεξαμενή αυτή έχει φέρει στο φως η κατάρρευση ενός μικρού τμήματος της οροφής της, από την οποία γινόταν η τροφοδοσία της ή η άντληση του νερού. Δεν αποκλείεται σ’ αυτά τα τρία φυσικά επίπεδα του λόφου, που συναντάμε κατά την άνοδό μας στο Κάστρο από τη νότια πλευρά, να υπάρχουν κι άλλες υπόγειες δεξαμενές ή υπόγειες θολωτές αίθουσες σαν κι αυτές της κορυφής στην βόρεια πλευρά του περιβόλου.
Εισερχόμενος ο επισκέπτης στον μικρό περίβολο του Κάστρου, στην κορυφή του λόφου, δεν έχει παρά να θαυμάσει τόσο τη μεγάλη θέα που ξανοίγεται και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα όσο και τα σωζόμενα κτίσματα της βόρειας πλευράς.
Στα δυτικά του ατενίζει τις κορυφές του Μπούρα και του Ψυχρού. Στην πλευρά αυτή λέγεται ότι βρισκόταν η βίγλα, δηλαδή το παρατηρητήριο του Κάστρου. Από εδώ διαφέντευε ολόκληρο το οροπέδιο της Τριπύλης με τα χωριά του.
Απέναντί του ακριβώς, στα βόρεια, βλέπει την Κιάφα και στο βάθος το αρκαδικό Τετράζι.
Στα νότια αγναντεύει την ορεινή λεκάνη του Παλαιόκαστρου και της Κορομηλιάς και στο βάθος ένα μεγάλο κομμάτι της μεσσηνιακής πεδιάδος και του Μεσσηνιακού Κόλπου.
Στα δυτικά του Κάστρου βρίσκεται το χωριό Λαντζουνάτου, στα βόρεια το χωριό Καλογερέσι και στα νότια τα χωριά Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι) και Κορομηλιά (Ζαγάραινα).
Μέσα στον περίβολο του Κάστρου μέχρι να γίνει ο πρόσφατος καθαρισμός του είχαν φυτρώσει πολλά άγρια δέντρα, κυρίως πουρνάρια και αριές (είδος αειθαλούς δρυός). Από τα κτίσματα της κορυφής σώζεται μεγάλο τμήμα από τις δύο υπόγειες θολωτές αίθουσες στο βόρειο μέρος του περιβόλου. Πρόκειται για δύο επιμήκη κτίσματα, ένα μεγάλο (ανατολικά) κι ένα μικρό (δυτικά), συνεχόμενα, που ήταν σκεπασμένα με αψίδες (θόλους) και που πάνω από αυτά είχαν χτιστεί άλλα κτίρια. Η βόρεια πλευρά τους εφάπτονταν με το βόρειο τείχος, ενώ η νότια σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και σε ύψος 12 με 15 μ. στα ψηλότερα σημεία της. Τρεις χαμηλές και στενές πόρτες στη βάση του νότιου τοίχου με διαστάσεις 1,20Χ 0,70μ., οδηγούσαν στα υπόλοιπα κτίρια του Κάστρου.
Η μεγάλη αίθουσα έχει μήκος 19μ. και πλάτος 4,5μ., ενώ το ύψος της φτάνει τα 6μ. στο ψηλότερο σημείο της (οροφή). Η μικρή έχει μήκος 8,50μ. Το πλάτος και το ύψος της είναι ίδια με της μεγάλης. Μία υπόγεια δίοδος πλάτους 1,5μ. και αγνώστου μήκους, στον νότιο τοίχο της, φαίνεται πως οδηγούσε στα υπόλοιπα κτίρια της νότιας πλευράς του περιβόλου, ενώ μια άλλη στενή και χαμηλή στον βόρειο τοίχο οδηγούσε έξω από το Κάστρο, στη βορινή πλαγιά του λόφου.
Οι τοίχοι της μεγάλης υπόγειας αίθουσας με τη θολωτή στέγη ήταν σοβατισμένοι μέχρι τη μέση σχεδόν, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο θολωτό τμήμα τους είχε χτιστεί ως την οροφή με σχιστές, λείες και επίπεδες πέτρινες πλάκες.
Στον επάνω όροφο της μεγάλης μακρόστενης υπόγειας αίθουσας θα πρέπει να βρισκόταν η εκκλησία του Κάστρου. Σώζεται ένα τμήμα του ανατολικού της τοίχου με ευδιάκριτο κοίλωμα. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την αχιβάδα (αψίδα) του Ιερού της εκκλησίας του Κάστρου.
Η βόρεια πλευρά των αιθουσών στηρίζει ακόμη το βόρειο τείχος του Κάστρου με το οποίο εφάπτεται. Το τείχος αυτό έχει αρχίσει ήδη να καταρρέει από τη βάση του. Το πλάτος όλων των τειχών του Κάστρου ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Σχεδόν κατεστραμμένος είναι και ο βορειοδυτικός πύργος, σε αντίθεση με τον μεγαλύτερό του και πολύ καλύτερα διατηρημένο βορειοανατολικό. Στη βάση του βορειοδυτικού πύργου σώζεται ακόμα μια στενή και χαμηλή είσοδος, που οδηγεί απευθείας στη μικρή υπόγεια αίθουσα.
Στ’ ανατολικά των δύο σωζόμενων υπόγειων αιθουσών με τις θολωτές στέγες διακρίνεται μια ακόμη αίθουσα, η οροφή της οποίας έχει καταρρεύσει. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες τέτοιες αίθουσες στο νότιο μέρος του περιβόλου, θαμμένες κάτω από τα ερείπια και τα άγρια δέντρα που έχουν φυτρώσει (το 2008 έγινε καθαρισμός του Κάστρου από συνεργείο της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων).
Πάνω ακριβώς από την γκρεμισμένη αίθουσα της νοτιοανατολικής πλευράς του περιβόλου στέκει ακόμη όρθιο ένα ογκώδες και συμπαγές κομμάτι από κάποιο γκρεμισμένο κτίριο. Το ογκώδες αυτό κτίσμα είναι τόσο καλά «δεμένο» με συνδετικό κονίαμα, που παραμένει επί πολλά χρόνια όρθιο, παρόλο που στηρίζεται σε μια πολύ μικρή βάση.
Στο ανατολικό μέρος του Κάστρου υπήρχαν κι άλλα κτίρια καθώς και βοηθητικοί χώροι. Το μέρος αυτό καλείται ακόμη και σήμερα από τους ντόπιους «το Παλάτι του Βασιλιά». Φαίνεται πως κάπου εδώ βρισκόταν η πολυτελής κατοικία του φρούραρχου του Κάστρου, του
Καστελλάνου του Σαφλαούρο. Μοναδικό απομεινάρι του «Παλατιού» θα πρέπει να είναι το ογκώδες όρθιο τμήμα του κτιρίου που προαναφέραμε.
Μέχρι το 1971 στο Παλάτι του Βασιλιά σωζόταν «μια πέτρα με κάτι πελεκητά σήματα και κάτι γράμματα. Την έριξε, όμως, ένας κεραυνός κάτω και χάθηκε κι αυτό το μνημείο», γράφει ο Κοσμάς Αντωνόπουλος. Χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να ήταν ένα είδος θυρεού ή υπέρθυρου, στο οποίο είχε χαραχθεί το σύμβολο των κατακτητών του Κάστρου. Δυστυχώς, το πολύτιμο αυτό μνημείο, που θα μπορούσε να μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την ταυτότητα των εξουσιαστών του Κάστρου χάθηκε ή καταστράφηκε με την πτώση του κεραυνού.
Προς τ’ ανατολικά υπάρχει μια πολύ απότομη και απόκρημνη πλαγιά, γεμάτη από ερείπια οικιών και από συντρίμμια του Κάστρου. Σε όλο το μήκος της πλαγιάς μέχρι τους πρόποδες του λόφου συναντάει κανείς χαλάσματα οικιών, σωρούς από ογκόλιθους, σπασμένα κεραμικά και άλλα ερείπια. Ένας ολόκληρος οικισμός φαίνεται πως ανθούσε εδώ, που έβρισκε προστασία, όταν το καλούσαν οι συνθήκες στο γειτονικό Κάστρο.
Ο συμπατριώτης μας Παναγιώτης Φλώρος από το Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι) στο εξαιρετικό βιβλίο του «Παλαιοκάστρου Μνήμες» αναφέρει ότι ο οικισμός αυτός του Κάστρου αργότερα πήρε το όνομα «Μαρκοχώρι», ένα όνομα που και σήμερα διασώζεται ως τοπωνύμιο. Το χωριό αυτό κατά την τουρκοκρατία μετεγκαταστάθηκε στη θέση της πηγής του Πλάτανου και μετονομάστηκε σε «Ξεροκάσι».
Στην κορυφή του λόφου που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το Κάστρο, στ’ ανατολικά του, σώζονται τα ερείπια μιας παμπάλαιας εκκλησίας, η οποία θα πρέπει ασφαλώς να σχετίζεται με τον οικισμό και το Κάστρο. Η θέση αυτή ονομάζεται από τους κατοίκους της περιοχής «Εκκλησούλα» και δεν διασώζεται, δυστυχώς, κάποιο ναωνύμιο. Η γνωστή ενετική απογραφή Grimani του 1700 αναφέρει ότι στο χωριό Λαντζουνάτου υπήρχε ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο ναός της Παναγίας «έξω εις το βουνό», που υπάρχει μέχρι σήμερα στην βορειοανατολική πλαγιά του Μπούρα, και τρεις εκκλησίες χαλασμένες. Έτσι, το πιθανότερο είναι πως το εκκλησάκι αυτό ήταν ήδη από τα χρόνια εκείνα της δεύτερης Ενετοκρατίας γκρεμισμένο.
Η ύδρευση του Κάστρου πρέπει να γινόταν από δύο τοπικές πηγές που υπάρχουν σε πολύ κοντινή απόσταση, η μία στη βόρεια πλαγιά του λόφου (θέση «Πηγαδούλια») και η άλλη στους νότιους πρόποδες, στη θέση «Στρογγύλημα».
3. Στρατηγική σημασία του Κάστρου
Το Σαφλαούρο δεν ήταν μόνο ένα οχυρό και απροσπέλαστο φρούριο, μα κι ένα κάστρο με μεγάλη στρατηγική σημασία. Κι αυτό γιατί το βραχοβούνι πάνω στο οποίο είχε χτιστεί βρισκόταν σ’ ένα επίκαιρο σημείο και σ’ ένα πολύ σπουδαίο πέρασμα. Ήταν το φυσικό πέρασμα από την εύφορη πεδιάδα της νότιας Μεσσηνίας, τότε «βαρωνεία της Καλαμάτας», προς το κλειστό οροπέδιο της Τριπύλης, βαρωνεία ή μετέπειτα επαρχία της Αρκαδιάς (Τριφυλίας). Το Κάστρο επομένως αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε. Έφραζε τη μια από τις τρεις «πύλες» της Τριπύλης και ήλεγχε ολόκληρο το οροπέδιο και τα χωριά της. Ως γνωστόν, οι άλλες δύο «πύλες» της Τριπύλης ήταν: Της Κυπαρισσίας, από τη θέση «Ελληνικό», ανατολικά της Μουργιατάδας, η οποία ελεγχόταν από το «Κάστρο των Γιγάντων», το θρυλικό Κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), και αυτή της ορεινής περιοχής Μάκραινας-Κεφαλοβρύσου (Χαλβάτσου), νοτίως του χωριού Τριπύλα, από το διάσελο του Σκουλαρίου ή από το διάσελο του Σταυρού, δηλαδή από δυτικά κι από ανατολικά του δεσπόζοντος στην περιοχή υψώματος του Αϊ-Λιά ή Κουλκαδοβουνίου, που ελεγχόταν από τα Κάστρα του Χαλβάτσου (Κεφαλόβρυσου), της Βούταινας και από το Ξυλόκαστρο.
4. Ιστορία του Κάστρου
Σχετικά με την ταυτότητα του Κάστρου έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Ο ερευνητής της Μεσσηνιακής Ιστορίας Θεόδωρος Μ. Τσερπές στο πολύ αξιόλογο έργο του «Ιστορία της Μεσσηνίας από της εποχής των σταυροφοριών μέχρι του 1830» αναφέρει πως κατά την περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στη Μεσσηνία και μέχρι το 1205 ένα από τα πολίσματα που ακμάζανε ιδιαίτερα ήταν μεταξύ άλλων και η «Σαφλάουρος», το σημερινό Σαφλαούρι. Έτσι, επιβεβαιώνεται και η υπόθεσή μας, πως στ’ ανατολικά του Κάστρου υπήρξε σημαντικός οικισμός με το ίδιο όνομα, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μεγάλη σημασία που είχε το Κάστρο για τους Βυζαντινούς φαίνεται και από το γεγονός ότι το Σαφλαούρο ήταν ένα από τα κάστρα που πήρε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος από τον αδερφό του Θεόδωρο Β’, όταν ανακηρύχθηκε Δεσπότης στο Μυστρά το 1443.
Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν, πιστεύω, στο ασφαλές συμπέρασμα πως το Σαφλαούρο, όπως και τα υπόλοιπα κάστρα στα Κοντοβούνια, χτίστηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο και οι θεμελιωτές του Κάστρου ήταν Βυζαντινοί. Χωρίς αμφιβολία, στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τους εκάστοτε κατακτητές και αποτέλεσε, όπως γράφει πολύ χαρακτηριστικά ο Μεσσήνιος ιστορικός Βασίλειος Παναγιωτόπουλος, αντικείμενο διαμάχης και πολέμων ανάμεσα σε Βυζαντινούς, Φράγκους, τούρκους κι Ενετούς. Κατά πάσα δε πιθανότητα, οι τελευταίοι μας το παρέδωσαν με τη μορφή που διασώθηκε ως τις μέρες μας, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του.
Ένας άλλος ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, ο αείμνηστος Κοσμάς Αντωνόπουλος, στο κορυφαίο έργο του «Η Τριφυλία» εκφράζει την άποψη ότι το Σαφλαούρο είναι το περιώνυμο κάστρο της Ωριάς και αναφέρει ότι σε πολλά χωριά της Τριφυλίας συντηρούνταν μέχρι πρόσφατα αυτός ο θρύλος. Βέβαια, όπως συμβαίνει και με το θρυλικό Κάστρο του Αρακλόβου, έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις και εκδοχές για τη θέση του Κάστρου της Ωριάς (Ξεροκάμπι Αγίου Πέτρου Κυνουρίας, Λινίσταινα Ολυμπίας κ.α.). Επίσης, σε πολλά μέρη της Ελλάδος υπάρχουν κάστρα που ονομάζονται «της Ωριάς», με αποτέλεσμα η θέση του θρυλικού αυτού Κάστρου να θεωρείται ακόμη διαφιλονικούμενη.
Τέλος, ένας ακόμη ερευνητής, ο Ανδρέας Κλεφτόγιαννης, πίστευε, όπως αναφέρει σ’ ένα δημοσίευμά του ο βυζαντινολόγος καθηγητής Νικόλαος Βέης, ότι το Σαφλαούρο ταυτίζεται με το θρυλικό Κάστρο του Αρακλόβου. Αυτό, όμως, δεν ευσταθεί, κι όπως οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν, συμπεριλαμβανομένου και του καθηγητή Νικολάου Βέη, αλλά και τα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν, το κάστρο αυτό βρισκόταν στην περιοχή των Σκορτών και συγκεκριμένα στο Χρυσούλι της ολυμπιακής Μίνθης, κοντά στο σημερινό χωριό Μίνθη (Άλβαινα) και τον συνοικισμό Συλίμνα της Τοπικής Κοινότητας Μυρωνίων (Μπάρτζελι) της Ηλείας.
Στα 1463 το Σαφλαούρο αναφέρεται στους χωρογραφικούς πίνακες του Karl Hopf ως «Salauro vel Soleureo» υπό ενετική κυριαρχία. Επίσης, αναφέρεται και στους χωρογραφικούς πίνακες του Karl Hopf του 1467 (S. Lauro R.), αλλά κατεστραμμένο. Χωρίς αμφιβολία καταστράφηκε κατά τις τουρκικές επιδρομές στη Μεσσηνία επί Μωάμεθ Β’ μετά το 1460. Οι Ενετοί που κατείχαν ως τότε το Σαφλαούρο (και μερικά ακόμη μεσσηνιακά κάστρα) εγκατέλειψαν τη μεσσηνιακή ενδοχώρα και περιορίστηκαν στα τρία μεγάλα κάστρα της Κορώνης, της Μεθώνης και του Ναβαρίνου, τα οποία εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν ως εμπορικούς σταθμούς μέχρι το 1500.
Το Σαφλαούρο, που κατά πάσα πιθανότητα επιδιορθώθηκε και χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή (1460-1685) από τους βαρβάρους τούρκους, ξαναφτιάχτηκε στη συνέχεια από τους Ενετούς κατά τη δεύτερη και τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας, για να πέσει και πάλι στα χέρια των τούρκων στα 1715.
5. Θρύλοι και Παραδόσεις για το Κάστρο
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα κάστρα, έτσι και το Σαφλαούρο είναι δεμένο με πολλούς θρύλους. Τους περισσότερους από αυτούς τους δημιούργησε ο λαός μας, οι ξωμάχοι των Κοντοβουνίων, παίρνοντας αφορμή από συγκεκριμένα και πραγματικά (ιστορικά) γεγονότα, που συνδέθηκαν με το Κάστρο και παραδόθηκαν ως τις μέρες μας από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά.
Η λαϊκή παράδοση και η φαντασία των Κοντοβουνήσιων θέλει το Κάστρο αληθινό θησαυροφυλάκιο, γεμάτο από χρυσό και ασήμι. Μέσα στο Κάστρο, λέγεται από τους κατοίκους, ότι είναι θαμμένα αμέτρητα πολύτιμα αντικείμενα, όπλα, χρυσαφικά, φλουριά και ασήμι. Λέγεται ακόμη πως υπάρχει κι ένας ασημένιος αργαλειός, κρυμμένος κάπου στ’ ανατολικά του Κάστρου, εκεί που πρωτοβάραγε ο ήλιος. Μέσα σ’ ένα μεγάλο ασημένιο λάκκο οι καστελλιάνοι κρατούσαν κρυμμένο τον θησαυρό του Κάστρου. Κι ήταν τόσο το ασήμι, που θα μπορούσαν να ζούνε όλοι εκεί μέσα για πενήντα χρόνια χωρίς καθόλου να δουλεύουν! Για όλους τους παραπάνω λόγους το Κάστρο έχει γίνει πολλές φορές μέχρι σήμερα στόχος αρχαιοκαπήλων, ντόπιων και ξένων.
Η επιχώρια παράδοση στα χωριά Λαντζουνάτου και Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι) κρατάει ως τα σήμερα ακόμη ζωντανό τον θρύλο της πολιορκίας και της άλωσης του Κάστρου από τους τούρκους κατά την απαρχή της δεύτερης περιόδου τουρκοκρατίας στον Μοριά (1715-1821). Γνωρίζοντας πολύ καλά από τη μακροχρόνια έρευνά μου πόσο είχε ατονήσει η ανθρώπινη μνήμη στα χωριά μας, θεωρώ απίθανο να διασώζεται η παράδοση αυτή από την πρώτη άλωση του Κάστρου από τους τούρκους στα 1460, δυόμισι αιώνες πριν από την τελευταία κατάληψη του Κάστρου από τους τούρκους το 1715.
Το Κάστρο εκείνα τα χρόνια έγινε θα λέγαμε η Ακρόπολη των Κοντοβουνίων. Αποτέλεσε το ορμητήριο της άμυνας και της αντίστασης των Κοντοβουνήσιων ενάντια στους τούρκους επιδρομείς, αλλά και το καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, απ’ όλα τα Τριπυλοχώρια και τα Κοντοβούνια, είχαν κλειστεί με τις οικογένειές τους μέσα στο Κάστρο. Και με κανέναν τρόπο δε στεκόταν δυνατό να πέσει στα χέρια των βάρβαρων πολιορκητών.
Μα αυτό που δεν μπόρεσε να καταφέρει η στενή πολιορκία, το κατάφερε, δυστυχώς, ένα τέχνασμα των τούρκων, με το οποίο ξεγέλασαν τους πολιορκημένους. Έντυσαν έναν «τουρκάραπα» γυναικεία κι άρχισε να περιφέρεται έξω από το Κάστρο κάνοντας την ετοιμόγεννη. Μαζί του κι ένας άλλος τούρκος ντυμένος χωρικός παρακαλούσε με κλάματα τους κλεισμένους να τους ανοίξουν, για να λευτερωθεί η εγκυμονούσα. Από τα πολλά έπεσαν πάνω στην παπαδιά, που είχε βγει για να φέρει νερό στους Έλληνες. Η χριστιανική ψυχή της παπαδιάς δεν άντεξε. Σπλαχνίστηκε την γκαστρωμένη, με την κοιλιά στο στόμα, γυναίκα και τους έβαλε μέσα. Από τη βιασύνη της, όμως, ξέχασε να ξανακλείσει μέσα τη γάτα, που άρχισε να νιαουρίζει μπροστά από την καταπακτή, στην κρυφή πόρτα. Άκουσαν οι τούρκοι τα νιαουρίσματα, ακολούθησαν τη γάτα, βρήκαν τη μυστική τρύπα-είσοδο και μπήκαν στο Κάστρο. Η καταραμένη εκείνη τρύπα στα νοτιοδυτικά του Κάστρου λέγεται ακόμα και σήμερα «Τρούπα του Αράπη».
Τους περισσότερους από τους Κοντοβουνήσιους και τους Τριπυλοχωρίτες που βρήκαν οι τούρκοι στο Κάστρο τους έβγαλαν έξω, τους κατέβασαν κάτω στο Αλώνι, δίπλα στον Αϊ-Θανάση, τους πέταξαν δεμένους απάνω στις πέτρινες πλάκες του αλωνιού και τους αλώνισαν!!! Αντιλάλησαν οι λόγγοι και τα καταρράχια των Κοντοβουνίων από τα βογγητά και τους θρήνους των άτυχων χωρικών. Τους υπόλοιπους, όσοι είχαν κρυφτεί μέσα στις στοές και στα υπόγεια του Κάστρου, τους έβαλαν φωτιά κι έσκασαν όλοι από τον καπνό.
Σε πολλά χωριά της Τριπύλης τραγουδιούνται ακόμα κάποια δημοτικά τραγούδια, που αναφέρονται στην κατάληψη του Κάστρου από τους τούρκους.
«-Ανοίχτε την καημένη, την βαριόμοιρη
γιατ’ είμαι γκαστρωμένη και στον μήνα μου.
Όσο ν’ ανοίξει η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε.
Όσο να καλανοίξει, το πατήσανε».
«-Ανοίχτε μου την καημένη, γιατί κοιλοπονώ.
Κι όσο ν’ ανοίξει η πόρτα χίλιοι εμπήκανε,
κι όσο να μισανοίξει, το Κάστρο πάρθηκε».
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση του χωριού Παλαιόκαστρο (Ξεροκάσι), στους πρόποδες του Κάστρου βρήκαν τραγικό θάνατο από τα φρικτά βασανιστήρια των τούρκων εφτά αδέρφια, όλοι ξακουστοί Κλέφτες των Κοντοβουνίων, που πολεμούσαν ακατάπαυστα τον κατακτητή. Οι τούρκοι τους κυνηγούσαν, μα δεν μπορούσαν να τους συλλάβουν. Κάποτε αυτοί κρύφτηκαν για να γλιτώσουν πάνω στο Κάστρο, σε μια υπόγεια στοά μήκους 500 μέτρων! Με προδοσία οι τούρκοι κατάφεραν να τους εντοπίσουν και να τους συλλάβουν. Τους οδήγησαν δεμένους στο Αλώνι του Αϊ-Θανάση, όπου βρήκαν κι αυτοί μαρτυρικό θάνατο με αλωνισμό από τα ασιατικά κτήνη!!!
Τα δύο γειτονικά στο Κάστρο χωριά Λαντζουνάτου και Παλαιόκαστρο, εκτός του ότι κρατάνε ακόμα ζωντανούς όλους τους παραπάνω θρύλους και τις παραδόσεις, έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το Κάστρο. Είναι χαρακτηριστικό πως το Παλαιόκαστρο, που παλιά λεγόταν Ξεροκάσι, συνέδεσε τη μετωνυμία του με το φρούριο (Παλαιόκαστρο), ενώ ο Σύλλογος των αποδήμων Λαντζουναταίων φέρει την επωνυμία «Το Κάστρο»
Δημητρίου Γρηγ. Μουγγού, Δασκάλου-Συγγραφέα-Ιστορικού Ερευνητή.
Το Κάστρο Σαφλαούρο
Συμβολή στην τοπική ιστορία- Κάστρα των Κοντοβουνίων
Ενδεικτική βιβλιογραφία.
1. Αντωνόπουλου Κοσμά Ε., Η Τριφυλία, Κυπαρισσία, χ.χ., σ. 82-9.
2. Βέη Ν., Η αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως και το κάστρον του Αρακλώβου, Εφημ. «Πρωΐα», αρ. φ. 44-45, 5-1-1944, σ. 14.
3. Η Επαρχία Μεσσήνης εις τον Αγώνα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Αφιέρωμα εις τα 150 χρόνια (1821-1971), Μεσσήνη 1971, του Επιθεωρητή Αριστείδη Ζευγίτη και των διδασκάλων της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Μεσσήνης, σ. 55.
4.Παναγιωτόπουλου Αναστασίου Αθ., Μεσαιωνικής Μεσσηνίας ιστορικογεωγραφικά και Κοντοβουνίων οικιστικά, Καραβίας, 2007.
5. Παρασκευόπουλου Στάθη Η., Οδοιπορικά Τριφυλίας, τ. 3, Αθήνα 1995, σ. 60-2.
6. Σφηκόπουλου Ιω. Θ., Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μοριά, Αθήνα 1968, σ. 40, 44, 320.
7. Τσερπέ Θεοδ. Μ., Ιστορία της Μεσσηνίας από της εποχής των σταυροφοριών μέχρι του 1830, Αθήναι 1952, σ. 14.
8. Φλώρου Παναγιώτη, Παλαιοκάστρου Μνήμες, Αθήνα 2017, σ.31,39,41.
9. Ψημένου Στέφανου, Ανεξερεύνητη Πελοπόννησος, εκδ. Road, σ. 653-6.
*Η μελέτη μου αυτή για το Κάστρο Σαφλαούρο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Μεσσηνιακά Νέα» από το φύλλο 70 (Οκτώβριος 2000) κ.ε. Αποσπάσματα από το Τέταρτο Μέρος (Ιστορία του Κάστρου) αναδημοσιεύτηκαν και στην εφημερίδα «Φωνή» (29-5-2004, σ.18). Στοιχεία από τη μελέτη μου υπάρχουν και στο δεύτερο βιβλίο μου «Λαογραφικά των Κοντοβουνίων- Μνημεία του Λόγου».