Κατά το χρονικό διάστημα 2002- 2004, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ανάδειξης των Αρχαιολογικών χώρων της ευρύτερης περιοχής της Ολυμπίας», το οποίο είχε ενταχθεί στο έργο "Πολιτισμός", του Υπουργείου Πολιτισμού[1], πραγματοποιήθηκε η αξιοποίηση και προβολή εννέα σημαντικών αρχαιολογικών χώρων του Νομού Ηλείας. Μεταξύ αυτών υπήρξαν οι τρεις τριφυλιακές ακροπόλεις: το Λέπρεο, το Κάτω Σαμικό και η Πλατιάνα, με τις επιβλητικές οχυρώσεις τους.[2]
Το πρόγραμμα περιελάμβανε εκτεταμένους καθαρισμούς των χώρων και αποψιλώσεις από τη βλάστηση, διάνοιξη και οριοθέτηση διαδρο μών πορείας για τους επισκέπτες και τοποθέτηση πληροφοριακών πινακίδων. Επίσης κατασκευάστηκαν περιφράξεις, όπου δεν υπήρχαν, ενώ τοποθετήθηκαν καλαίσθητα προστατευτικά στέγαστρα σε μνημεία που κινδύνευαν να καταστραφούν από τις καιρικές συνθήκες. Επίσης έγιναν τοπογραφήσεις των αρχαίων ακροπόλεων και των οχυρώσεών τους, σχεδιαστικές- αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις μνημείων και τέλος φωτογραφική τεκμηρίωση και αεροφωτογράφιση όλων των χώρων.[3]
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ακολούθησε η έκδοση φυλλαδίου, όπου καταχωρήθηκαν σε χάρτη οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι και οι αρχαίες ακροπόλεις του νομού Ηλείας, στις οποίες εφαρμόστηκε το πρόγραμμα ανάδειξης και δίνονταν οι απαραίτητες πληροφορίες για τους ενδιαφερόμενους να τις επισκεφθούν. Ο ίδιος αρχαιολογικός χάρτης τοποθετήθηκε σε μεγάλη πινακίδα στην είσοδο του Αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας για την ενημέρωση των επισκεπτών.Κατά τη διάρκεια του παραπάνω προγράμματος, διενεργήθηκαν ανασκαφικές έρευνες, κυρίως στους χώρους των τριφυλιακών ακροπόλεων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εργασίες ανάδειξης τους και να διευκρινιστούν ορισμένες θέσεις, όπου υπήρχαν επιφανειακές αρχαιολογικές ενδείξεις.
Η ακρόπολη Πλατιάνας
Επάνω από το σύγχρονο χωριό Πλατιάνα, δεσπόζει επιβλητικό ύψωμα, που ανήκει στον ορεινό όγκο του όρους Λαπίθα. Το επίμηκες πλάτωμα κατεύθυνσης από τα ανατολικά προς τα δυτικά που εκτείνεται στην κορυφή του υψώματος, ταυτίζεται με το αρχαίο Αίπυ ή κατ' άλλους μελετητές με την αρχαία πόλη Τυπανέαι (εικ.9).[7] Στο δυτικό, βραχώδες, ψηλότερο σημείο του πλατώματος τοποθετείται η αρχαία Ακρόπολη (εικ.10). Στους ανατολικούς πρόποδες της Ακρόπολης, στο δυτικό άκρο του πλατώματος, είναι ορατά τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου (εικ.11).
Στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Πλατιάνας, που περιελάμβανε λεπτομερείς καθαρισμούς των τειχών και αποψιλώσεις όλης της έκτασης, όπου εκτείνεται η οχυρωμένη πόλη, διενεργήθηκε βραχύχρονη ανασκαφική έρευνα στο αρχαίο θεάτρο.[8]Μετά τον καθαρισμό από τη βλάστηση που κάλυπτε το μνημείο, ακολούθησε η αφαίρεση των επιφανειακών χωμάτων. Όπως διαπιστώθηκε, το δομικό υλικό του θεάτρου, από φαιό ασβεστολιθικό πέτρωμα, ήταν πολύ κατεστραμμένο και κυριολεκτικά θρυμματισμένο, πιθανόν από την επίδραση των ακραίων φυσικών φαινομένων που επικρατούν στην περιοχή (παγετός τον χειμώνα και υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι). Προκειμένου να αποκτηθεί σαφέστερη εικόνα του κοίλου, απομακρύνθηκε μεγάλος αριθμός άμορφων κατακερματισμένων λίθων, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν σε παρακείμενο χώρο.
Το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής έχει καταπέσει στο εσωτερικό της, όπου υπάρχει ένας τεράστιος όγκος λιθοπλίνθων από φαιό ασβεστόλιθο, υλικό, με το οποίο είναι κατασκευασμένο ολόκληρο το θέατρο.[9]
Το θέατρο της Πλατιάνας αποτελούσε προφανώς σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της πόλης, ενώ σύμφωνα με τα έως σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα είναι το δεύτερο μετά από αυτό της αρχαίας Ήλιδος, που έχει αποκαλυφθεί στην περιοχή της Ηλείας, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη σημασία και το κύρος της αρχαίας πόλης.
Οι εκτεταμένοι καθαρισμοί των τειχών αλλά και όλης της έκτασης της Ακρόπολης που συνεχίστηκαν το έτος 2003 αποκάλυψαν πλήθος κτιριακών λειψάνων και διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών (εικ.14).[10] Σημαντικός υπήρξε ο εντοπισμός δύο δεξαμενών ύδατος (εικ.15), καθώς και ενός χώρου εργαστηρίου στη βόρεια πλευρά της οχύρωσης, όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός οστράκων και εργαλείων. Επιφανειακά συλλέχθηκε από την ίδια περιοχή, μια αετωματική επιτύμβια λίθινη στήλη (διαστάσεων 0,63× 0,35× 10,08μ.) με πολύ φθαρμένη επιγραφή.
Κατά τα έτη 2004- 2005 έγιναν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες, στα σημεία όπου είχαν εντοπιστεί τα κτιριακά λείψανα κυρίως στα «Ανδηρα ΙΙΙ» και «V», με στόχο την αποκάλυψη αρχαίων εγκαταστάσεων.[11]
Άνδηρο ΙΙΙ
Κτίριο Α και Α΄
Σε μεγάλο πλάτωμα στο ανατολικό τμήμα του «Ανδήρου ΙΙΙ», βορειοανατολικά της νεότερης μικρής εκκλησίας του Προφήτη Ηλία (ή Αγίας Ελένης), ερευνήθηκαν τα ορατά λείψανα μεγάλου ορθογώνιου κτιρίου συνολικών διαστάσεων 25μ. (Α-Δ)× 12μ. (Β-Ν), προκειμένου να διερευνηθεί η χρήση του και να γίνει χρονολόγησή του (εικ.16, αρ. 1).
Το κτίριο σώζεται σε ύψος ενός δόμου και είναι κατασκευασμένο από αμελώς κατεργασμένες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους. Στο εσωτερικό του διαιρείται από εγκάρσιους τοίχους, σε τέσσερις επιμήκεις ορθογώνιους χώρους με προσανατολισμό από Βορρά προς Νότο και πλάτος 5μ. Οι χώροι είναι διευθετημένοι ανά δύο, εκατέρωθεν ενός στενού μεσαίου διαδρόμου Γ, πλάτους 2μ. Οι δύο χώροι Α και Β, που βρίσκονται δυτικά του διαδρόμου Γ, ονομάζονται συμβατικά Κτίριο Α ενώ οι άλλοι δύο χώροι Δ και Ε, που βρίσκονται στα ανατολικά του, ονομάζονται Κτίριο Α'. Σε τομή που έγινε στον ανατολικό τοίχο του χώρου Α αποκαλύφθηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος, χριστιανικών χρόνων, με προσανατολισμό από ανατολικά προς τα δυτικά (μήκος 1,60μ.), που περιείχε ακτέριστη ταφή νεαρού ατόμου. Δύο μεγάλοι πίθοι που αποκαλύφθηκαν in situ μεταξύ των «Κτιρίων Α και Α΄ αποτελούν ένδειξη της οικιακής χρήσης του οικοδομήματος. Τα ελάχιστα ευρήματα που προέκυψαν από την ανασκαφή χρονολογούν το κτίσμα στην ελληνιστική εποχή.
Έξω από τη νοτιοανατολική γωνία του Κτιρίου Α΄ ερευνήθηκε μεγάλη κυκλοτερής δεξαμενή, λαξευμένη στο φυσικό βράχο με διάμετρο στομίου 1μ. Η δεξαμενή, βάθους 4,20μ. και μέγιστης εσωτερικής διαμέτρου στον πυθμένα 3,70μ., είναι επιχρισμένη με ασβεστοκονίαμα. Μετά το τέλος της χρήσης της, είχε ριφθεί στο εσωτερικό της μεγάλος αριθμός ογκωδών ακατέργαστων λίθων, κεράμων, πήλινων πλακών και τμημάτων ασβεστοκονιάματος. Ανάμεσα στα απορρίμματα βρέθηκε τμήμα χεριού μαρμάρινου αγάλματος, μήκους 0,30μ. περίπου (εικ.16, αρ.2).
Κτίριο Γ
Στη βόρεια πλευρά του Ανδήρου ΙΙΙ, δυτικά του Κτιρίου Α΄ και Α΄, διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα σε επίμηκες πλάτωμα, όπου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα Κτιρίου Γ, διαστάσεων 19μ. (Α-Δ) - 5,20μ. (Β-Ν, εικ.16, αρ.3).[12]
Η νότια πλευρά του κτιρίου ταυτίζεται με τον φυσικό βράχο που έχει λαξευθεί σε ύψος 1,50- 2μ. Διακρίνονται δύο χώροι, ανατολικός και δυτικός, με ανώμαλο βραχώδες δάπεδο χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση. Το ανατολικό τμήμα (μήκους 11μ.) οριοθετείται στα ανατολικά από τοίχο με πλακοειδείς αργούς λίθους σε τρεις στρώσεις. Περίπου στο μέσον του χώρου υπάρχει λαξευμένος στο βράχο λάκκος διαμέτρου 1μ. και αντίστοιχου βάθους, η επίχωση του οποίου περιείχε άφθονη κεραμική και μερικά μικροευρήματα. Μια πρόχειρη κυκλοτερής κτιστή κατασκευή στο δυτικό τμήμα του χώρου και μία παρόμοια στην εσωτερική νοτιοδυτική του γωνία, σχετίζονται αναμφίβολα με τη λειτουργία του, πιθανότατα ως εργαστηρίου.
Το δυτικό τμήμα διακρίνεται σε δύο επί μέρους χώρους πλάτους 2,70μ. ο καθένας. Ο φυσικός βράχος ήταν στρωμένος με αργιλόχωμα ως δάπεδο, πάνω στο οποίο βρέθηκε τμήμα πήλινης λεκάνης τοποθετημένης στη θέση της. Αξιοσημείωτη είναι η πληθώρα των οστράκων που προέκυψαν από την ανασκαφή του χώρου, μεταξύ των οποίων μεγάλος αριθμός τμημάτων ανάγλυφων ελληνιστικών σκύφων. Για τη χρήση του χώρου ως εργαστηρίου συνηγορούν και άλλα ευρήματα, όπως πήλινες μήτρες για την κατασκευή ειδωλίων, πολλές αγνύθες, τμήματα τριβείων, τριπτήρες, τμήμα μυλόπετρας και ένας σιδερένιος πέλεκυς.
Κτίριο Ε
Νοτίως του Κτιρίου Γ, στο κεντρικό πλάτωμα του Ανδήρου ΙΙΙ, είναι ορατά τα λείψανα Κτιρίου Ε κατεύθυνσης από ανατολικά προς τα δυτικά (διαστάσεων 6,80× 4,50μ.) με τοίχους από αμελώς κατεργασμένους γωνιόλιθους ντόπιου ασβεστόλιθου, εκτός από τον δυτικό, που είναι κατασκευασμένος από μικρότερους λίθους διευθετημένους σε διπλή σειρά (εικ.16, αρ.4). Η βορειοδυτική γωνία του κτιρίου θεμελιώνεται πάνω στο φυσικό βράχο. Το εσωτερικό του είναι διευθετημένο σε δύο μικρότερα τμήματα, από δύο τεμνόμενους τοίχους, ανατολικό και νότιο, κατασκευασμένους από αργολιθοδομή. Στο ανατολικό τμήμα (διαστάσεων 1,10× 3,50μ.), όπου θα πρέπει να ήταν και η είσοδός του, αποκαλύφθηκε δάπεδο από λίθινες πλάκες ερυθρωπού χρώματος σε δεύτερη χρήση. Η είσοδος στον δυτικό, μεγαλύτερο χώρο (διαστάσεων 4,80× 3,50μ.) γίνεται από άνοιγμα θύρας πλάτους 1μ. που δημιουργείται στο μέσον του ανατολικού αργολιθοδομικού τοίχου. Η επιφάνεια του δυτικού χώρου καλυπτόταν από συμπαγές στρώμα καταστροφής αποτελούμενο από τις κεράμους της οροφής, λακωνικού τύπου. Πάνω από τις κεράμους συλλέχθηκαν πολλά τμήματα ασβεστοκονιάματος των τοίχων, που έπεσαν μετά την κατάρρευση της στέγης. Μετά την αφαίρεση του στρώματος καταστροφής, βρέθηκαν και άλλα τμήματα του κονιάματος των τοίχων με επίχρισμα χρώματος λευκού, ερυθρού και τεφρού, πεσμένα στο χωμάτινο δάπεδο του δωματίου. Στην εσωτερική επιφάνεια του βόρειου τοίχου, σώθηκε στη θέση του τμήμα του κονιάματος με επίχρισμα ερυθρωπού χρώματος, που έφερε διακόσμηση με απομίμηση ορθομαρμάρωσης.
Στο δυτικό τμήμα του δωματίου, σε απόσταση 0,70μ. από τον εξωτερικό δυτικό τοίχο και παράλληλα προς αυτόν, αποκαλύφθηκε λίθινη βάση, μήκους 3,40μ. και πλάτους 0,50μ., που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του χώρου. Η λίθινη βάση εδράζεται σε υπόβαθρο, που απαρτίζεται από τέσσερις λιθοπλίνθους, σωζόμενες αποσπασματικά, οι οποίες βρέθηκαν in situ. Οι λιθόπλινθοι, κατασκευασμένες από τοπικό ασβεστόλιθο, φέρουν στο άνω μέρος της πρόσθιας πλευράς τους χαμηλό κυμάτιο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της άνω επιφάνειάς τους είναι άπεργο.
Μεταξύ του νότιου εσωτερικού και του νότιου εξωτερικού τοίχου του οικοδομήματος, δημιουργείται ένας στενός διάδρομος, πλάτους 0,75μ., με γέμισμα από πακτωμένους αργούς λίθους, λειτουργώντας ως ισχυρό ανάλημμα, για την εξασφάλιση της στατικότητας του κτιρίου, λόγω της υψομετρικής διαφοράς που υπάρχει με το υποκείμενο πλάτωμα.
Σε επαφή προς τη νοτιοδυτική γωνία του οικοδομήματος, υπάρχει λίθινη κλίμακα με τρεις βαθμίδες, που συνδέει το κτίριο με το χαμηλότερο νότιο επίπεδο.
Η επιμελημένη κατασκευή του κτιρίου καθώς και η λίθινη βάση στο εσωτερικό του στην οποία πιθανόν γινόταν ανάρτηση ενεπίγραφων πινάκων, συνηγορούν για τον δημόσιο χαρακτήρα του οικοδομήματος, η λειτουργία του οποίου τοποθετείται χρονολογικά στους ελληνιστικούς χρόνους.
Άνδηρο IV
Βάθρα
Στο ανατολικό τμήμα του Ανδήρου IV, σε επίπεδη έκταση δυτικά της νεότερης εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, αποκαλύφθηκε ορθογώνια επιμήκης λίθινη βάση (διαστάσεων 5,70× 1,20× 0,30μ.), πιθανόν βάση, χωρίς υποθεμελίωση, κατεύθυνσης από Βορρά προς Νότο. Στο πλάτωμα δυτικά της λίθινης κατασκευής αποκαλύφθηκε σε βάθος 0,40μ. από την επιφάνεια του εδάφους, λίθινη ημικυκλική εξέδρα (συνολικής έκτασης 3,50Χ 4μ.). κατασκευασμένη από τραπεζιόσχημες λιθοπλίνθους επάνω στον λαξευμένο φυσικό βράχο. Σε απόσταση 3μ. περίπου νότια της εξέδρας αποκαλύφθηκε λίθινο βάθρο σχήματος Γ. (διαστάσεων 1,90× 1,20× 0,30μ.), που εδράζεται πάνω σε βάση από το ίδιο υλικό. Είναι διευθετημένο από Βορρά προς Νότο και στην άνω επιφάνεια φέρει τρεις μικρούς τετράγωνους τόρμους. Στην περιοχή των βάθρων βρέθηκαν επίσης δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι χριστιανικών χρόνων που περιείχαν από μια ακτέριστη παιδική ταφή (εικ. 16, αρ. 5).
Προφανώς τα βάθρα ανήκαν σε αναθηματικά μνημεία, τα οποία είχαν ιδρυθεί σε ειδικά διααμορφωμένο υπαίθριο δημόσιο χώρο, ίσως την αγορά της πόλης, για να δεχθούν αγάλματα ή επιγραφές.
Κτίριο Β
Σε πλάτωμα που διαμορφώνεται στο νότιο τμήμα του Ανδήρου IV, δυτικά της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, ανασκάφηκε μικρό, τετράγωνο, μονό χώρο Κτίριο Β πλευράς 3,40μ., που σώζει το στερεοβάτη και τον υπερκείμενο στυλοβάτη (εικ.16, αρ.6. 17).
Για να διαμορφωθεί ο στερεοβάτης έχει λαξευθεί κατάλληλα ο φυσικός βράχος ενώ στα κενά έχουν προστεθεί μικροί γωνιασμένοι λίθοι. Ο στυλοβάτης έχει ιδιαίτερα επιμελημένη τοιχοποιία αποτελούμενη από λιθόπλινθους ντόπιου ασβεστόλιθου, χωρίς συνδέσμους που σώζουν τεκτονικούς αγκώνες στο εσωτερικό μέτωπό τους. Στις τρεις σωζόμενες γωνίες υπάρχουν τόρμοι για την προσαρμογή κιόνων εκ των οποίων αυτός της βορειοδυτικής γωνίας σώζει τη μολυβδοχόηση και την αντίστοιχη αύλακα. Εκτός από τους γωνιακούς κίονες, το κτίριο θα έπρεπε να έφερε από ένα κίονα και στο μέσον της κάθε πλευράς, όπου παρατηρείται άπεργο κυκλικού σχήματος.[13] Στην επιφανειακή επίχωση και στο πρανές νότια του κτιρίου βρέθηκαν δύο μεγάλα τμήματα αρράβδωτων κιόνων τα οποία ανήκαν στον βόρειο τοιχο του κτιρίου. Η ανασκαφή στο εσωτερικό του τετράγωνου κτιρίου αποκάλυψε τον φυσικό βραχο που έχει λαξευθεί κατάλληλα για να αποτελέσει το δάπεδο. Τα ευρήματα υπήρξαν ιδιαιτέρως πενιχρά, εκτός από μερικά τμήματα ανάγλυφων ελληνιστικών σκύφων, που βοηθούν στη χρονολόγηση του κτιρίου, το οποίο θα πρέπει να είχε δημόσιο χαρακτήρα.
Κτίριο Δ
Βόρεια και σχεδόν σε επαφή με το Κτίριο Β, αποκαλύφθηκε άλλο ορθογώνιο Κτίριο Δ, σε ψηλότερο επίπεδο, με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά και εσωτερικές διαστάσεις 6,30× 3μ. Στο μέσον του νότιου τοίχου του υπάρχει επιμελώς κατεργασμένο κατώφλι μέσω του οποίου γινόταν η επικοινωνία με το Κτίριο Β. Ο βόρειος τοίχος του σώζεται σε ύψος τριών δόμων και αποτελεί και από μεγάλους αδρά επεξεργασμένους γωνιόλιθους ασβεστολίθου με ενδιάμεσες μικρότερες πλακοειδείς πέτρες. Στον ανατολικό τοίχο σώζονται οι ορθοστάτες, ενώ ο δυτικός τοίχος του κτιρίου είναι κατασκευασμένος από κάτω αδρόδουλεμένους γωνιόλιθους, που σώζουν σε ένα τμήμα το επίχρισμά τους διατηρημένο σε καλή κατάσταση. Μετά την αφαίρεση της επίχωσης, πάχους 0,70μ. στο εσωτερικό του κτιρίου αποκαλύφθηκε ο φυσικός βράχος, ο οποίος σε πολλά σημεία είχε λαξευθεί ώστε να χρησιμοποιηθεί ως δάπεδο. Στα σημεία όπου ο βράχος παρουσίαζε κοιλότητες και ανωμαλίες είχε επιχωθεί με χώμα που περιείχε μικρούς λίθους και αρκετά όστρακα. Στο εσωτερικό των τοίχων σώθηκαν τμήματα κονιαμάτων ενώ επίχρισμα υπόλευκου χρώματος παρατηρήθηκε στην εξωτερική επιφάνεια του νότιου τοίχου με το κατώφλι.
Τα ευρήματα στο εσωτερικό του κτιρίου υπήρξαν σχετικώς πενιχρά και δεν παρέχουν ασφαλείς ενδείξεις για τη χρήση του, πέραν ίσως μιας λίθινης λεκάνης περιρραντηρίου και ενός λίθινου στηρίγματος τράπεζας που βρέθηκαν στο νότιο τμήμα του. Σε τράπεζα φαίνεται ότι ανήκει το τμήμα μεγάλης ορθογώνιας λίθινης πλάκας, στη μία πλευρά της οποίας υπήρχε χαραγμένος άβακας, που βρέθηκε επίσης στην επίχωση του κτιρίου. Η χρονολόγηση του Κτιρίου Δ στην ελληνιστική εποχή, συνάγεται από την ανευρεθείσα κεραμική και κυρίως από τα λιγοστά όστρακα ανάγλυφων ελληνιστικών σκύφων, που βρέθηκαν στο κατώτερο ανασκαφικό στρώμα (εικ.16, αρ.7).
Ξένη Αραπογιάννη
"Ανάδειξη των αρχαίων ακροπόλεων του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας"
Στο: Die antike Siedlungstopographie Triphyliens (Athenaia, Band 11)
Πολύτιμοι συνεργάτες για την πραγματοποίηση και την ολοκλήρωση του έργου αυτού υπήρξαν οι αρχαιολόγοι Δρ. Jorg Rambach, Ζαχαρούλα Λεβεντούρη, Χρύσα Σγουροπούλου (4) Σταυρούλα Γιαννούλη, Έλενα Αγγελοπούλου, Παναγιώτα Ταξιάρχη και Μαρία Ζαχαροπούλου. Σημαντική υπήρξε η συνεχής παρουσία και βοήθεια των αρχαιοφυλάκων Ι. Αντωνόπουλου, Γ. Κίζυλη (1) Ν. Παπαγιώργου και του αείμνηστου Δ. Πανταζή (4).
[1]. Το έργο ανέλαβε η Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας, η οποία ήταν προϊσταμένη της Εφορείας.
[2]. Αραπογιάννη 2005 και Αραπογιάννη 2007. Οι εννέα αρχαιολογικοί χώροι που επελέγησαν να αξιοποιηθούν ήταν η ακρό πόλη της Κορυφής, το Επιτάλιο, ο ναός της Αθηνάς στη Σκιλλουντία (Μάζι), ο ναός της Αθηνάς στο Πρασιδάκι, η ακρόπολη της Αλίφειρας, η αρχαία Φιγάλεια, και οι ακροπόλεις του Λεπρέου, του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας.
[3] Οι τοπογραφήσεις και αποτυπώσεις των μνημείων έγιναν από τον αρχιτέκτονα κ. Σοφοκλή Αλευρίδη και τους συνεργάτες του.[7] Εμπεριστατωμένη περιγραφή της θέσης δίδεται από τον Meyer 1957, 22-37. βλ. εδώ συμβολή Heiden, σελ. 22.
[8] Ο αρχαιολογικός χώρος ουδέποτε στο παρελθόν είχε καθαριστεί συστηματικά, εκτός από περιορισμένες εργασίες που είχαν γίνει κατά καιρούς από την Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ, Ματζάνας 1997, 262 κ.ε.). Υπογραμμίζεται ότι η πρόσβαση στο χώρο ήταν εξαιρετικά δύσκολη και γινόταν μόνο από ένα απότομο και δύσβατο μονοπάτι στη βόρεια πλευρά του υψώματος. Στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του χώρου διαμορφώθηκε το μονοπάτι και δημιουργήθηκαν βαθμίδες με τη χρήση φυσικών υλικών (ξύλα, χώμα και χαλίκι) ώστε η ανάβαση προς την Ακρόπολη να είναι πλέον ομαλή. Τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Πλατιάνας και την έρευνα στο αρχαίο θέατρο επέβλεψε κατά το έτος 2002, η αρχαιολόγος κ. Ζαχαρούλα Λεβεντούρη.
[9] Προκειμένου να προχωρήσει περαιτέρω η ανασκαφική έρευνα του αρχαίου θεάτρου, επιβάλλεται η λεπτομερής αρχιτεκτονική αποτύπωση και τεκμηρίωση της υπάρχουσας κατάστασης του μνημείου.
[10] Την εποπτεία του έργου για το έτος 2003, είχε αρχαιολόγος κ. Μαρία Ζαχαροπούλου. Το ίδιο έτος διαμορφώθηκε η διαδρομή πορείας των επισκεπτών σε ολόκληρη την έκταση της ακρόπολης, από το αρχαίο θέατρο έως το ανατολικό της άκρο, ενώ τοποθετήθηκε μεγάλη πληροφοριακή πινακίδα στο χώρο καθώς και μικρές πινακίδες κατεύθυνσης σε όλο το μήκος της διαδρομής.
[11] Η Σύμφωνα με τον τοπογραφικό χάρτη του Ernst Μeyer, ο χώρος της αρχαίας πόλης είναι οργανωμένος σε οκτώ βαθμιδωτά άνθηρα (1-VIII) από ανατολικά προς τα δυτικά, την αρίθμηση των οποίων ακολουθήσαμε και κατά την παρούσα ανασκαφική έρευνα. Την ευθύνη των ανασκαφικών ερευνών και κατά τα δύο έτη, είχε η αρχαιολόγος Χρυσή Σγουροπούλου.
[12]. Στο πλάτωμα αυτό είχαν συλλεγεί κατά το παρελθόν έτος πολλά επιφανειακά όστρακα και εργαλεία καθώς και μια επιτύμβια αετωματική στήλη (βλ. παραπάνω).
[13] Η αρχιτεκτονική του Κτιρίου Β, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον περίστυλο ξενώνα η κατοικία ιερέων της γειτονικής Αλίφειρας (Ορλάνδος 1967/1968).
Πηγές εικόνων: Εικ. 1. 2. 4. 7-10 12-15. 17. 2. Αραπογιάννη. -Εικ. 3. 5. 16 Σ. Αλευρίδης -Εικ. 6. 17: D-DAI-ATH-2014/115, 116 (l. Gerske 2007).
"Ανάδειξη των αρχαίων ακροπόλεων του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας"
Στο: Die antike Siedlungstopographie Triphyliens (Athenaia, Band 11)
Πολύτιμοι συνεργάτες για την πραγματοποίηση και την ολοκλήρωση του έργου αυτού υπήρξαν οι αρχαιολόγοι Δρ. Jorg Rambach, Ζαχαρούλα Λεβεντούρη, Χρύσα Σγουροπούλου (4) Σταυρούλα Γιαννούλη, Έλενα Αγγελοπούλου, Παναγιώτα Ταξιάρχη και Μαρία Ζαχαροπούλου. Σημαντική υπήρξε η συνεχής παρουσία και βοήθεια των αρχαιοφυλάκων Ι. Αντωνόπουλου, Γ. Κίζυλη (1) Ν. Παπαγιώργου και του αείμνηστου Δ. Πανταζή (4).
[1]. Το έργο ανέλαβε η Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας, η οποία ήταν προϊσταμένη της Εφορείας.
[2]. Αραπογιάννη 2005 και Αραπογιάννη 2007. Οι εννέα αρχαιολογικοί χώροι που επελέγησαν να αξιοποιηθούν ήταν η ακρό πόλη της Κορυφής, το Επιτάλιο, ο ναός της Αθηνάς στη Σκιλλουντία (Μάζι), ο ναός της Αθηνάς στο Πρασιδάκι, η ακρόπολη της Αλίφειρας, η αρχαία Φιγάλεια, και οι ακροπόλεις του Λεπρέου, του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας.
[3] Οι τοπογραφήσεις και αποτυπώσεις των μνημείων έγιναν από τον αρχιτέκτονα κ. Σοφοκλή Αλευρίδη και τους συνεργάτες του.[7] Εμπεριστατωμένη περιγραφή της θέσης δίδεται από τον Meyer 1957, 22-37. βλ. εδώ συμβολή Heiden, σελ. 22.
[8] Ο αρχαιολογικός χώρος ουδέποτε στο παρελθόν είχε καθαριστεί συστηματικά, εκτός από περιορισμένες εργασίες που είχαν γίνει κατά καιρούς από την Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ, Ματζάνας 1997, 262 κ.ε.). Υπογραμμίζεται ότι η πρόσβαση στο χώρο ήταν εξαιρετικά δύσκολη και γινόταν μόνο από ένα απότομο και δύσβατο μονοπάτι στη βόρεια πλευρά του υψώματος. Στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του χώρου διαμορφώθηκε το μονοπάτι και δημιουργήθηκαν βαθμίδες με τη χρήση φυσικών υλικών (ξύλα, χώμα και χαλίκι) ώστε η ανάβαση προς την Ακρόπολη να είναι πλέον ομαλή. Τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Πλατιάνας και την έρευνα στο αρχαίο θέατρο επέβλεψε κατά το έτος 2002, η αρχαιολόγος κ. Ζαχαρούλα Λεβεντούρη.
[9] Προκειμένου να προχωρήσει περαιτέρω η ανασκαφική έρευνα του αρχαίου θεάτρου, επιβάλλεται η λεπτομερής αρχιτεκτονική αποτύπωση και τεκμηρίωση της υπάρχουσας κατάστασης του μνημείου.
[10] Την εποπτεία του έργου για το έτος 2003, είχε αρχαιολόγος κ. Μαρία Ζαχαροπούλου. Το ίδιο έτος διαμορφώθηκε η διαδρομή πορείας των επισκεπτών σε ολόκληρη την έκταση της ακρόπολης, από το αρχαίο θέατρο έως το ανατολικό της άκρο, ενώ τοποθετήθηκε μεγάλη πληροφοριακή πινακίδα στο χώρο καθώς και μικρές πινακίδες κατεύθυνσης σε όλο το μήκος της διαδρομής.
[11] Η Σύμφωνα με τον τοπογραφικό χάρτη του Ernst Μeyer, ο χώρος της αρχαίας πόλης είναι οργανωμένος σε οκτώ βαθμιδωτά άνθηρα (1-VIII) από ανατολικά προς τα δυτικά, την αρίθμηση των οποίων ακολουθήσαμε και κατά την παρούσα ανασκαφική έρευνα. Την ευθύνη των ανασκαφικών ερευνών και κατά τα δύο έτη, είχε η αρχαιολόγος Χρυσή Σγουροπούλου.
[12]. Στο πλάτωμα αυτό είχαν συλλεγεί κατά το παρελθόν έτος πολλά επιφανειακά όστρακα και εργαλεία καθώς και μια επιτύμβια αετωματική στήλη (βλ. παραπάνω).
[13] Η αρχιτεκτονική του Κτιρίου Β, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον περίστυλο ξενώνα η κατοικία ιερέων της γειτονικής Αλίφειρας (Ορλάνδος 1967/1968).
Πηγές εικόνων: Εικ. 1. 2. 4. 7-10 12-15. 17. 2. Αραπογιάννη. -Εικ. 3. 5. 16 Σ. Αλευρίδης -Εικ. 6. 17: D-DAI-ATH-2014/115, 116 (l. Gerske 2007).