.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ακρόπολη Κάτω Σαμικού Τριφυλίας. Η ανασκαφική έρευνα 2002- 4


Κατά το χρονικό διάστημα 2002- 2004, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ανάδειξης των Αρχαιολογικών χώρων της ευρύτερης περιοχής της Ολυμπίας», το οποίο είχε ενταχθεί στο έργο "Πολιτισμός", του Υπουργείου Πολιτισμού[1], πραγματοποιήθηκε η αξιοποίηση και προβολή εννέα σημαντικών αρχαιολογικών χώρων του Νομού Ηλείας. Μεταξύ αυτών υπήρξαν οι τρεις τριφυλιακές ακροπόλεις: το Λέπρεο, το Κάτω Σαμικό και η Πλατιάνα, με τις επιβλητικές οχυρώσεις τους.[2]
Το πρόγραμμα περιελάμβανε εκτεταμένους καθαρισμούς των χώρων και αποψιλώσεις από τη βλάστηση, διάνοιξη και οριοθέτηση διαδρο μών πορείας για τους επισκέπτες και τοποθέτηση πληροφοριακών πινακίδων. Επίσης κατασκευάστηκαν περιφράξεις, όπου δεν υπήρχαν, ενώ τοποθετήθηκαν καλαίσθητα προστατευτικά στέγαστρα σε μνημεία που κινδύνευαν να καταστραφούν από τις καιρικές συνθήκες. Επίσης έγιναν τοπογραφήσεις των αρχαίων ακροπόλεων και των οχυρώσεών τους, σχεδιαστικές- αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις μνημείων και τέλος φωτογραφική τεκμηρίωση και αεροφωτογράφιση όλων των χώρων.[3]
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ακολούθησε η έκδοση φυλλαδίου, όπου καταχωρήθηκαν σε χάρτη οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι και οι αρχαίες ακροπόλεις του νομού Ηλείας, στις οποίες εφαρμόστηκε το πρόγραμμα ανάδειξης και δίνονταν οι απαραίτητες πληροφορίες για τους ενδιαφερόμενους να τις επισκεφθούν. Ο ίδιος αρχαιολογικός χάρτης τοποθετήθηκε σε μεγάλη πινακίδα στην είσοδο του Αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας για την ενημέρωση των επισκεπτών.Κατά τη διάρκεια του παραπάνω προγράμματος, διενεργήθηκαν ανασκαφικές έρευνες, κυρίως στους χώρους των τριφυλιακών ακροπόλεων, προ κειμένου να διευκολυνθούν οι εργασίες ανάδειξης τους και να διευκρινιστούν ορισμένες θέσεις, όπου υπήρχαν επιφανειακές αρχαιολογικές ενδείξεις.


Η Ακρόπολη του Κάτω Σαμικού
Κατά τους λεπτομερείς καθαρισμούς της ακρόπολης από την πυκνότατη βλάστηση που κάλυπτε όλη την έκτασή της, εντοπίστηκαν εντός των τειχών (εικ.1)[4] διάσπαρτα θεμέλια οικοδομημάτων, τα οποία ήταν ορατά στην επιφάνεια του εδάφους καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του χώρου της.
Τα αρχαία οικοδομήματα εδράζονται σε τεχνητά άνδηρα, τα οποία συγκρατούνται από αναλημματικούς τοίχους λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους, κυρίως στη βόρεια και δυτική πλευρά της ακρόπολης (εικ.2). Εντοπίστηκαν επίσης στο εσωτερικό της οχύρωσης, μεγάλες κτιστές υπόγειες υδατοδεξαμενές για την εξασφάλιση ύδατος.
Η ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στη βόρεια πλαγιά της ακρόπολης, όπου εντοπίστηκε επίμηκες οικοδόμημα με κατεύθυνση από ανατολικά προς τα δυτικά, σε περίοπτη θέση, με θαυμάσια θέα προς την πεδιάδα της Αγουλινίτσας και το Ιόνιο πέλαγος (εικ.3).[5]
Βορείως του επιμήκους οικοδομήματος είναι ορατή μεγάλη, κτιστή δεξαμενή ύδατος.
Η αποκάλυψη του κτιρίου άρχισε αμέσως μετά την απομάκρυνση του επιφανειακού χώματος, το οποίο ήταν μαλακό, καστανό σκούρο με ρίζες από την πυκνή θαμνώδη βλάστηση που κάλυπτε το χώρο. Το πάχος του επιφανειακού στρώματος, κυμαινόταν στη νότια μακρά πλευρά του πλατώματος από 0,15-0,30μ. στο ανατολικό άκρο και από 0,30- 0,60μ. στο δυτικό άκρο. Στη βόρεια πλευρά του πλατώματος, το πάχος του επιφανειακού στρώματος στο μεν ανατολικό άκρο ήταν από 0,25- 0,50μ. ενώ στο δυτικό από 0,45- 0,70μ. Είναι επομένως φανερό ότι το έδαφος παρουσιάζει κλίση προς τα βόρεια δυτικά, ακολουθώντας κατεύθυνση του υποκείμενου φυσικού βράχου.


Η αφαίρεση του επιφανειακού χώματος, αποκάλυψε το περίγραμμα του κτιρίου, τα θεμέλια του οποίου ήταν κατασκευασμένα από διπλή σειρά ασβεστολίθων μετρίου μεγέθους, με τρόπο ώστε η επεξεργασμένη πλευρά τους να βρίσκεται στις όψεις των τοίχων, κτισμένη κατά το ψευδοπολυγωνικό σύστημα. Ως υποθεμελίωση των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί ο φυσικός βράχος, ο οποίος έχει λαξευθεί κατάλληλα αποκτώντας επίπεδη επιφάνεια έδρασης. Οι εσωτερικές διαστάσεις του κτιρίου είναι: μήκος 49,20μ. και πλάτος 9,65μ., ενώ οι εξωτερικές είναι: μήκος 50,55μ. και πλάτος 11,29μ. Το πλάτος των τοίχων κυμαίνεται από 0,70 έως 0,80μ. ενώ το μέγιστο σωζόμενο ύψος τους, το οποίο εντοπίζεται στη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου εγγίζει τα 1,50μ. Από την ανωδομή του κτιρίου δεν έχει σωθεί κάποιο ίχνος και πιθανόν αποτελείτο από πλινθόκτιστους τοίχους. Ωστόσο, ο σωρός πεσμένων λίθων που ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή εσωτερικά του ανατολικού τμήματος του νότιου τοίχου (Τ1), φανερώνει ότι στο σημείο εκείνο η λιθοδομή ήταν υψηλότερη ή περισσότερο ενισχυμένη, απ' ό,τι στο υπόλοιπο κτίριο. Σε απόσταση 20,60μ. από τη νοτιοανατολική γωνία, η συνέχεια του νότιου τοίχου διακόπτεται και ακολουθεί τοίχος (12) διαφορετικής τοιχοδομίας μήκους 10,49μ. και πλάτους 0,80μ. κατασκευασμένος από ορθογώνιους πωρόπλινθους, που εδράζονται επίσης στον φυσικό, λειασμένο στην επιφάνειά του, βράχο. Ο τοίχος (12) εφάπτεται στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου (11), ο οποίος στο σημείο εκείνο καταλήγει σε εγκάρσια τοποθετημένο ορθογώνιο λιθόπλινθο. Φαίνεται ότι στο σημείο αυτό υπήρχε αρχικά μια είσοδος, με κατώφλι από τους ορθογώνιους πωρόλιθους. Σε κάποια μεταγενέστερη χρήση του κτιρίου κλείστηκε μερικώς το άνοιγμα από αρχιτεκτονικά μέλη, που τοποθετήθηκαν εκεί σε β΄ χρήση. Πιθανόν στην είσοδο αυτή να υπήρχαν δύο κίονες, που συγκρατούσαν το ανώφλι, όπως φανερώνει η μια πώρινη ορθογώνια βάση (διαστάσεων 1x 0,80μ.) με ορθογώνιο τορμο στην άνω πλευρά, που βρέθηκε στη θέση της, ενώ εσωτερικά σχεδόν σε επαφή προς τον τοίχο (12) βρέθηκε πεσμένο ένα πώρινο δωρικό κιονόκρανο, με χαμηλό εχίνο και τριπλό υποτραχήλιο. Στο δυτικό άκρο του τοίχου (12) εφάπτεται εσωτερικά ορθογώνια ασβεστολιθική λιθόπλινθος (διαστάσεις 1,40x 0,80μ. και ύψους 0,25μ.), η οποία εδράζεται εν μέρει στους υποκείμενους πωρόλιθους εξέοντας προς τα νότια και δημιουργώντας ένα είδος βαθμίδας, που ίσως κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη φάση λειτουργίας του κτιρίου.
Σε απόσταση 28,50μ. από την βορειοανατολική γωνία του κτιρίου, δημιουργείται ένα μικρό άνοιγμα στον βόρειο τοίχο (13), πλάτους 1,55μ. από το οποίο προφανώς γινόταν επικοινωνία με την μεγάλη δεξαμενή ύδατος που βρίσκεται μπροστά του.
Μετά την αφαίρεση του επιφανειακού χώματος στο εσωτερικό του κτιρίου, αποκαλύφθηκε αδιατάρακτο στρώμα καταστροφής (βάθος: 0,45 10,66] – 0,56 [0,73] μ.) αποτελούμενο από τις πεσμένες κεραμίδες της στέγης, λακωνικού τύπου (εικ. 4). Το στρώμα καταστροφής, το οποίο καλύπτει όλο το πλάτος του κτιρίου, εκτείνεται σε μήκος 30μ. περίπου, από τα ανατολικά προς τα δυτικα ενώ στα υπόλοιπα 20μ. προς τα δυτικά, είναι πολύ πιο αραιό, με διάσπαρτα ελάχιστα τμήματα. σπασμένων κεραμίδων, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση ότι πιθανόν το τμήμα αυτό του οικοδομήματος να μην έφερε κεραμοσκεπή.
Κάτω από το στρώμα καταστροφής αποκαλύφθηκε το δάπεδο του κτιρίου, από πατημένο χώμα πάχους 0,83- 0,93μ. Στα σημεία όπου ο φυσικός βράχος έχει κοιλότητες ή παρουσιάζει μεγάλη κλίση, κυρίως προς τη βόρεια πλευρά του κτιρίου, το υπέδαφος συμπληρώνεται με τεχνητή επίχωση από ερυθρωπό χώμα με λεπτό χαλίκι, προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία επιφάνεια του δαπέδου.
Η αφαίρεση του στρώματος καταστροφής, αποκάλυψε κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου, στην κατεύθυνση Ανατολική- Δύση, τις τετράγωνες βάσεις ένδεκα ιωνικών κιόνων από πωρόλιθο. Οι βάσεις βρίσκονται στη θέση τους και έχουν θεμελιωθεί επάνω στον επεξεργασμένο φυσικό βράχο, ώστε να εξασφαλίζεται η στατικότητά τους (εικ. 5).


Οι διαστάσεις των βάσεων κυμαίνονται από 0,72Χ 10,72 έως 0,78Χ 0,78μ. ενώ η μεταξύ τους απόσταση είναι από 3,30 έως 3,80μ. περίπου. Οι πέντε από τις ένδεκα βάσεις φέρουν τετράγωνη εντορμία στην επάνω επιφάνειά τους, για την υποδοχή του κίονα, ενώ στην πρώτη και τρίτη από ανατολικά σώζεται το κατώτερο μέρος του αρράβδωτου κι ένα διαμέτρου 0,60μ., που σχηματίζει διπλό τροχίλο με ενδιάμεση σκοτία. Μερικά πολύ φθαρμένα τμήματα αρράβδωτων κιόνων, της κιονοστοιχίας, βρέθηκαν πεσμένα σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό του κτιρίου.
Τα λείψανα ενός κυλινδρικού πήλινου αγωγού (α) αποκαλύφθηκαν κάτω από τον δυτικό τοίχο (15) του κτιρίου, σε απόσταση 0,40μ. από την νοτιοδυτική του γωνία. Ο αγωγός, το μήκος του οποίου υπολογίζεται σε 23μ., φαίνεται ότι διέσχιζε λοξά το εσωτερικό του κτιρίου, κάτω από το δάπεδο, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και κατέληγε στο στενό άνοιγμα του βόρειου τοίχου (13), μέσω του οποίου γινόταν επικοινωνία με τη δεξαμενή ύδατος. Είναι προφανές ότι τα ύδατα του κυλινδρικού αγωγού (α) διοχετεύονταν σε ορθογώνιο κτιστό αγωγό (β), ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ του βόρειου τοίχου (13) της στοάς και της μεγάλης υδατοδεξαμενής. Ο κτιστός αγωγός (β), σχήματος Π, έχει πλάτος 0,15μ. και βάθος 0,15μ. και πλαισιώνεται κατά μήκος από δύο τοιχάρια πάχους 0,10μ. κατασκευασμένα από τμήματα κεραμίδων με επένδυση υδραυλικού κονιάματος. Το δάπεδό του αποτελείται από μικρές κροκάλες σε συμπαγή κατασκευή.
Ο αγωγός (β) φαίνεται ότι ήταν παράλληλος σε όλο το μήκος του (13), αλλά έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή και το σωζόμενο μήκος του φθάνει τα 13μ. περίπου.
Σε επαφή προς την ανατολική στενή πλευρά του κτιρίου, σε χαμηλότερο επίπεδο, υπάρχει πρόσκτισμα, εσωτερικών διαστάσεων: πλάτος 4,83μ. (νότια πλευρά) και 6,156μ. (βόρεια πλευρά). Το μήκος του είναι 9,94μ. και χωρίζεται εσωτερικά σε δύο χώρους, βόρειο και νότιο, από έναν εγκάρσιο τοίχο, που φέρει άνοιγμα πλάτους 1μ., εξασφαλίζοντας την επικοινωνία μεταξύ των δύο χώρων. Οι πρόχειρες κατασκευές και τα λαξεύματα του βράχου που παρατηρήθηκαν στο νότιο δωμάτιο, καθώς και το παχύ στρώμα στάχτης κάτω από το στρώμα καταστροφής, παραπέμπουν σε εργαστήριο ή σε χώρο βοηθητικών χρήσεων, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κυρίως κτιρίου. Άλλωστε και η τοιχοδομία του προσκτίσματος, αν και παρόμοια με αυτήν του κεντρικού οικοδομήματος, είναι αμελέστερη και έχει υποστεί μεγάλη φθορά. Ο δημόσιος χαρακτήρας του επιμήκους οικοδομήματος είναι φανερός και προφανώς αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης πολλών ατόμων ή ακόμη και εμπορευμάτων. Πρόκειται για υπαίθρια στο στεγασμένη με δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη, που στηριζόταν κατά μήκος από την εσωτερική ιωνική κιονοστοιχία. Η είσοδος στο χώρο γινόταν από νότια, όπου η πρόσβαση ήταν περισσότερο ομαλή. Μάλιστα σε απόσταση 6,50μ. νοτιοδυτικά της εισόδου, βρέθηκε ορθογώνιο ασβεστολιθικό βάθρο (διαστάσεις 0,70x 0,70μ. και ύψους 0,80μ.) με αβαθές κυκλικό λάξευμα (διάμετρος 0,30μ.) στην άνω επιφάνειά του, πιθανόν για τη στερέωση ενεπίγραφου (;) κιονίσκου, που σχετιζόταν με τη χρήση του οικοδομήματος.


Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της στοάς την χρονολογούν στους ελληνιστικούς χρόνους, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την αποσπασματική κεραμική, η οποία όμως στο σύνολό της ήταν χονδροειδής, αδιάγνωστη. Από τα πλέον χαρακτηριστικά ευρήματα ήταν τρεις πήλινες αγνύθες (Π11130- Π11132) και τέσσερα κυλινδρικά πηνία (Π11133- Π11135), που βρέθηκαν μέσα στο χώρο της στοάς, ενώ ένας λύχνος (Π11137) ελληνιστικών χρόνων βρέθηκε στο βόρειο χώρο του ανατολικού προσκτίσματος. Δύο χάλκινα νομίσματα Ήλιδος, μέτριας διατήρησης που συλλέχθηκαν από την επίχωση του κτιρίου χρονολογούνται στον 3ο με αρχές του -2ου αι. (Ν1078- Ν1079). Μετά την κατάρρευσή του το κτίριο εγκαταλείφθηκε και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους.
Σχεδόν σε επαφή με τη βόρεια πλευρά του στωϊκού οικοδομήματος, σε απόσταση 2,30μ. από αυτό, βρίσκεται μεγαλορθογώνια υδατοδεξαμενή, η οποία είναι υπόγεια, με ισχυρά κτιστά τοιχώματα κατασκευασμένα από ογκώδεις ασβεστόλιθους, κατά το πολυγωνικό σύστημα (εικ. 6). Το στενό διάστημα μεταξύ της στοάς και της δεξαμενής έχει επιστρωθεί με δάπεδο. Οι εσωτερικές διαστάσεις της είναι: μήκος 9,87μ., πλάτος 4,62μ. και το βάθος της 4,87μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Το δάπεδο, σωζόμενο σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, καλύπτεται από παχύ υδραυλικό κονίαμα (πάχους 0,30- 0,50μ.) το οποίο συνεχίζεται και στα τοιχώματα, όπου όμως έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του καταστραφεί. Η έρευνα στο εσωτερικό της δεξαμενής περιορίστηκε μόνο στο δυτικό τμήμα της, λόγω της μεγάλης δυσκολίας για την απομάκρυνση των ογκωδών πεσμένων λίθων, ενώ κατά τόπους υπήρχαν στρώσεις πεσμένων κεραμίδων, λίγα τμήματα χονδροειδών αγγείων και ελάχιστη κεραμική.
Βορειοδυτικά της δεξαμενής σε μεγάλη επίπεδη έκταση, εντοπίστηκαν τα θεμέλια μεγάλων οικοδομημάτων, τα οποία αποκαλύφθηκαν μόνο επιφανειακά, χωρίς να προχωρήσει η ανασκαφική έρευνα σε βάθος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το ορθογώνιο Κτίριο Α (εικ. 5) διαστάσεων 16,63Χ 15,356μ. από το χώρο του οποίου συλλέχθηκε τμήμα μαρμάρινου περιρραντηρίου (Λ.1969), άγνωστης προέλευσης.
Η ανασκαφική έρευνα στην ακρόπολη του Κάτω Σαμικού, επεκτάθηκε στους βορειοανατολικούς πρόποδες, σε πλατύ επίπεδο χώρο εκτός των τειχών, όπου υπήρχε ορατό το άνω μέρος μιας καμαροσκέπαστης δεξαμενής («κινστέρνα») κατεύθυνσης από βορρά προς νότο.[6]
Γύρω από την κινστέρνα, η απομάκρυνση της επιφανειακής επίχωσης πάχους περίπου 0,50μ. έφερε στο φως μεγάλο αριθμό αρχαίων τοίχων, που ανήκαν σε ένα εξαιρετικά εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα (εικ. 7).


Η κινστέρνα (διαστάσεις: μήκος 4,26μ., πλάτος 2,65μ. και ύψος 2μ.) ήταν επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα και στο μέσον της ανατολικής της πλευράς έφερε οξυκόρυφο άνοιγμα που αρχίζει από το δάπεδο και έχει ύψος 0,70μ. και πλάτος 0,60μ. Μέσω του ανοίγματος αυτού γίνεται επικοινωνία με κυκλικό φρέαρ (διάμετρος 0,98μ.) που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά ανατολικά της κινστέρνας. Τα τοιχώματα του φρέατος είναι παρόμοιας κατασκευής με αυτά της κινστέρνας, ενώ στον πυθμένα του, θα πρέπει να υπήρχε πηγή απ' όπου ανέβλυζε το ύδωρ. Μεταξύ φρέατος και κινστέρνας υπάρχει ανοικτός αγωγός, κατασκευασμένος από κεραμίδες και κονίαμα σε μια συμπαγή κατασκευή με κλίση από Νότο προς Βορρά για την απορροή υδάτων.
Από τα κτίσματα που ήλθαν στο φως γύρω από την κινστέρνα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ορθογώνιος χώρος στα νοτιοανατολικά της, διαστάσεων 5,07Χ 7,33μ.
Ο χώρος περιβαλλόταν από κιονοστοιχία, όπως φανερώνουν οι πέντε συνολικά ορθογώνιες βάσεις κιόνων, που έχουν αποκαλυφθεί στη βόρεια και δυτική πλευρά του κτιρίου, ενώ η είσοδος θα πρέπει να βρισκόταν στη νότια πλευρά, όπου σώζονται in situ τρεις κυκλικές, κτιστές βάσεις κιόνων, κατασκευασμένες από χονδρά τμήματα κεραμίδων και συνδετικό κονίαμα. Μπροστά στις βάσεις, προς Νότο, βρέθηκε πεσμένος σφόνδυλος ραβδωτού κίονα με επίχρισμα, καθώς και τμήμα πήλινης δισκοειδούς ακροκεράμου προφανώς από τη σκεπή. Εσωτερικά, κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ορθογώνιου κτιρίου, υπάρχει αβαθής πλατύς αγωγός κτιστός με οπτές πλίνθους και επιχρισμένος με παχύ υδραυλικό κονίαμα. Παρόμοιας κατασκευής είναι και το τμήμα του δαπέδου που σώζεται στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου μαρτυρά ότι πρόκειται για χώρα στεγασμένο, περιβαλλόμενο με κιονοστοιχία και αγωγό ύδατος.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του παραπάνω χώρου, βρέθηκε ένα σχεδόν κυκλικό όρυγμα (διάμετρος 3,50μ.), χαμηλότερα από το επίπεδο του δαπέδου, Το όρυγμα αυτό παραπέμπει σε αποθέτη, όπου είχαν απορριφθεί μεγάλοι λίθοι από κατεστραμμένα οικοδομήματα, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως τέσσερα δωρικά κιονόκρανα, και σφόνδυλοι ραβδωτών και αρράβδωτων κιόνων, που πιθανόν προέρχονται από την κατάρρευση του ορθογώνιου χώρου (εικ. 8).


Η μελλοντική ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας στο κτιριακό συγκρότημα, αναμένεται να αποδώσει έναν ενδιαφέροντα αρχαιολογικό χώρο με πολλά νέα στοιχεία, που θα βοηθήσουν στην ακριβέστερη χρονολόγησή του, η οποία κατά μια πρώτη εκτίμηση τοποθετείται από τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους έως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ένας περιορισμένος σε έκταση χώρος με ταφές ερευνήθηκε στους βορειοανατολικούς πρόποδες του λόφου της ακρόπολης, σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους. Συνολικά βρέθηκαν πέντε ταφές ενηλίκων ατόμων και πέντε παιδικές ταφές εκ των οποίων ένας εγχυτρισμός. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε αβαθείς λάκκους στο έδαφος και σε μερικές περιπτώσεις καλύπτονταν με κεραμίδες. Έναν από τους νεκρούς συνόδευε η ταφή ενός σκύλου. Οι τάφοι ήταν ακτέριστοι ή πτωχά κτερισμένοι και τα μοναδικά ευρήματα ήταν δύο λυχνάρια, μία λάγυνος και ένα χάλκινο νόμισμα, που χρονολογούν τις ταφές στην ελληνιστική εποχή.

Ξένη Αραπογιάννη
"Ανάδειξη των αρχαίων ακροπόλεων του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας"
Στο: Die antike Siedlungstopographie Triphyliens (Athenaia, Band 11)


Πολύτιμοι συνεργάτες για την πραγματοποίηση και την ολοκλήρωση του έργου αυτού υπήρξαν οι αρχαιολόγοι Δρ. Jorg Rambach, Ζαχαρούλα Λεβεντούρη, Χρύσα Σγουροπούλου (4) Σταυρούλα Γιαννούλη, Έλενα Αγγελοπούλου, Παναγιώτα Ταξιάρχη και Μαρία Ζαχαροπούλου. Σημαντική υπήρξε η συνεχής παρουσία και βοήθεια των αρχαιοφυλάκων Ι. Αντωνόπουλου, Γ. Κίζυλη (1) Ν. Παπαγιώργου και του αείμνηστου Δ. Πανταζή (4).
[1]. Το έργο ανέλαβε η Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ολυμπίας υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας, η οποία ήταν προϊσταμένη της Εφορείας.
[2]. Αραπογιάννη 2005 και Αραπογιάννη 2007. Οι εννέα αρχαιολογικοί χώροι που επελέγησαν να αξιοποιηθούν ήταν η ακρό πόλη της Κορυφής, το Επιτάλιο, ο ναός της Αθηνάς στη Σκιλλουντία (Μάζι), ο ναός της Αθηνάς στο Πρασιδάκι, η ακρόπολη της Αλίφειρας, η αρχαία Φιγάλεια, και οι ακροπόλεις του Λεπρέου, του Κάτω Σαμικού και της Πλατιάνας.
[3] Οι τοπογραφήσεις και αποτυπώσεις των μνημείων έγιναν από τον αρχιτέκτονα κ. Σοφοκλή Αλευρίδη και τους συνεργάτες του.
[4]Σημειώνεται ότι η περιοχή της ακρόπολης ουδέποτε είχε καθαριστεί στο παρελθόν, με αποτέλεσμα η πρόσβαση προς αυτή να είναι εξαιρετικά δύσκολη και σε πολλά σημεία η θέση να είναι απροσπέλαστη, εφόσον δεν υπήρχε οδός που να οδηγεί προς αυτήν. Η διάνοιξη οδού με τη βοήθεια του Δήμου Σκιλλούντος, που οδηγεί από την Ε. Ο. Πύργου- Κυπαρισσίας προς τους βορειοανατολικούς πρόποδες της ακρόπολης, διευκόλυνε το έργο μας, αλλά εξασφάλισε και τη δυνατότητα προσέγγισης των επισκεπτών προς τον χώρο, ο οποίος έως τότε ήταν απρόσιτος. Κατά το χρονικό διάστημα από το 2002 έως το 2004, που εφαρμόστηκε το πρόγραμμα ανάδειξης της αρχαίας ακρόπολης, καθαρίστηκαν πλήρως τα τείχη εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ αποψιλώθηκε όλη η έκταση που περιβάλλεται από την αρχαία οχύρωση. Κατά μήκος των τειχών, εσωτερικά, δημιουργήθηκαν διαδρομές κινήσεως επισκεπτών προσαρμοσμένες απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον, ενώ τοποθετήθηκαν και μικρές καλαίσθητες πινακίδες κατεύθυνσης προς τα τείχη και τους πύργους. Μεγάλη πληροφοριακή πινακίδα τοποθετήθηκε στην είσοδο της ακρόπολης.
[5] Ο χώρος οριοθετήθηκε από τα ανατολικά προς τα δυτικά, με κάνναβο αποτελούμενο από δύο σειρές των δέκα τετραγώνων κάθε μια, διαστάσεων 4 χ 4 μ. τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους με διαδρόμους πλάτους 1 μ. στην κατεύθυνση από ανατολικα προς τα δυτικά και 1,65μ. στην κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε αρχικά στο εσωτερικό των τετραγώνων και στη συνέχεια αφαιρέθηκαν οι μεταξύ τους μάρτυρες». Το οικοδόμημα έλαβε την ανασκαφική ένδειξη "κτίριο Δ10".
[6] Η κινστέρνα αν και ήταν ήδη ορατή κατά το μεγαλύτερο μέρος της ουδέποτε είχε λεπτομερώς καθαριστεί και ερευνηθεί. Το 2005 τοποθετήθηκε σε αυτή μεταλλικό στέγαστρο για την αποτελεσματικότερη προστασία της, σύμφωνα με τη μελέτη του αρχιτέκτονα κ. Σοφοκλή Αλευρίδη.





Printfriendly