Τα αρχαιολογικά ευρήματα που θα αναφερθούν σε αυτή την αρχική τους παρουσίαση αποτελεί σαν αντικείμενο τριών διαφορετικών σωστικών ανασκαφών σε τρεις ξεχωριστές περιοχές κατά τα έτη 2008 και 2009.[1] Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα μελέτη περιλαμβάνει ένα ταφικό μνημείο στη θέση Πετροπηγάδα, μια μικρή συστάδα τάφων στην ανατολική παρειά της ακρόπολης της Πλατιάνας και ένα μικρών διαστάσεων ναόσχημα οικοδόμημα στα ανατολικά της ίδιας ακρόπολης. Πρόκειται για μια προκαταρκτική αναφορά των ανασκαφικών αποτελεσμάτων και όχι την τελική τους δημοσίευση.
Ταφικό μνημείο στη θέση Πετροπηγάδα Μακίστου
Στο Δ. Δ. Μακίστου και συγκεκριμένα στη θέση Πετροπηγάδα, μετά από αυτοψία εντοπίστηκε ταφικό μνημείο αποτελούμενο από πρόσοψη και έναν κάθετα διευθετημένο προς αυτή τάφο (εικ. 1. 2). Η συγκεκριμένη θέση βρίσκεται σε απόσταση 10μ. από την επαρχιακή οδό Πλατιάνας- Μακίστου, επί του χωμάτινου δρόμου που οδηγεί σε παρόμοιας κατασκευής ανεσκαμμένα ταφικά μνημεία κατά τα έτη 2000-2001[2]
Η πρόσοψη του μνημείου αποτελείτο από έναν τοίχο, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από μεγάλους ασβεστόλιθους. Είχε προσανατολισμό Ανατολής- Δύσης και σωζόταν σε ύψος δύο σειρών δόμων. Η τοιχοδομία του ήταν σχετικά επιμελημένη, αν και κανένας λίθος δεν έφερε ίχνη τόρμων σύνδεσης. Οι δόμοι ήταν θεμελιωμένοι επί του φυσικού βράχου με προσθήκες εξομάλυνσης μικρών λίθων. Η εξωτερική ορατή όψη τους ήταν καλύτερα επεξεργασμένη σε σχέση με την αδρή εσωτερική τους επιφάνεια. Το μήκος του ήταν 4μ. και το πλάτος του κυμαινόταν από 0,40 έως 0,56μ. Η ανασκαφή στα βόρεια του τοίχου πραγματοποιήθηκε με μεγάλη δυσκολία λόγω της συσσώρευσης πολλών τμημάτων βράχων και λίθων. Από τους δεκάδες λίθους που αφαιρέθηκαν από το χώρο, μόνο σε έναν μπορεί να αναγνωρίσει κανείς ίχνη επεξεργασίας και πιθανόν να ανήκε στο μνημείο. Σε απόσταση 3,60μ. από την παραπάνω πρόσοψη και σε βάθος 0,47μ. από την επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφθηκε τάφος κάθετα διευθετημένος προς αυτή. Οι μακρές πλευρές του ήταν κτισμένες από επάλληλους μικρού και μεσαίου μεγέθους λιθόπλινθους ενώ οι στενές από κάθετες πλάκες ασβεστόλιθου. Καλυπτόταν από τέσσερις πλάκες και είχε προσανατολισμό Βορρά- Νότου. Οι εξωτερικές του διαστάσεις ήταν 2- 1,10μ. και οι εσωτερικές 1,80- 0,54μ. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκε μια αδιατάρακτη ταφή. Ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε ύπτια στάση και με τα χέρια σταυρωμένα στην περιοχή της λεκάνης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το κρανίο του νεκρού βρέθηκε να κείτεται ανάποδα σε σχέση με τον υπόλοιπο σκελετό και σε απόσταση περί που 0,07μ. μακριά από την περιοχή του θώρακα. Αν και δεν έχει πραγματοποιηθεί προς το παρόν οστεολογική μελέτη, η απομακρυσμένη θέση του κρανίου και το γεγονός ότι αυτό κείτεται ανάποδα αντικρίζοντας το βορρά παραπέμπουν ίσως σε συγκεκριμένη αιτία θανάτου.
Τα κτερίσματα που συνόδευαν το νεκρό ήταν λιγοστά. Στα αριστερά των θωρακικών πλευρών του ήταν τοποθετημένο μικρού μεγέθους μυροδοχείο ενώ στα δεξιά του κρανίου ένας λύχνος. Από τα πέριξ και την επίχωση του τάφου περισυλλέχθησαν λιγοστά όστρακα μεταξύ των οποίων ένα μικρό τμήμα εσχάρας, ένα κομβίο από πώμα αγγείου και τμήμα δακτυλιόσχημης βάσης πιθανόν σκυφιδίου. Τα ίχνη καύσης που φέρουν κάποια από αυτά τα αγγεία ίσως οφείλονται στην πυρκαγιά που έπληξε την περιοχή.
Το μυροδοχείο Π13611 (εικ. 3α) έχει ύψος 0,099μ. και χρονολογείται στον ύστερο 4ο ή στις απαρχές του -3ου αι.[3] Ο τύπος του λύχνου (Π13612) απαντάται συχνά στην ευρύτερη περιοχή και πιθανόν χρονολογείται στο α΄ τέταρτο του -3ο αι. (εικ. 3β)[4]
Το παραπάνω μνημείο έρχεται να προστεθεί στην ομάδα των δύο ανεσκαμμένων στην ίδια περιοχή παρόμοιας κατασκευής ταφικών κτισμάτων. Συμβατικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το πιο πρόσφατα ανακαλυφθέν κτίσμα "ταφικό μνημείο 3", μιας και τα άλλα δύο αναφέρονται ως "ταφικό μνημείο 1 και 2". Η διευθέτηση ακολουθεί την ίδια λογική, μια πρόσοψη και κάθετα σε αυτή τοποθετημένοι οι τάφοι. Οι τάφοι είναι παρόμοιας κατασκευής, εκτός από την περίπτωση ενός λάκκου στο "μνημείο 2".[5] Οι διαστάσεις της πρόσοψης είναι σχεδόν ίδιες με αυτής του "μνημείου 1", ενώ στο "μνημείο 2" είναι αρκετά μεγαλύτερη[6]. Το πιο πρόσφατα ανεσκαμμένο "μνημείο 3" είναι το φτωχότερο σε κτερίσματα και εμφανίζει τη λιγότερο επιμελημένη αρχιτεκτονικά πρόσοψη. Στο σωζόμενο τμήμα δεν αναγνωρίζεται κανένα αρχιτεκτονικό στοιχείο και δεν υπάρχουν στοιχεία για να υποθέσουμε την ύπαρξη ανωδομής. Η προχειρότητα της κατασκευής σε σχέση με τα άλλα δύο ίσως δικαιολογείται από το γεγονός ότι προηγείται χρονολογικά καθώς φαίνεται πως κατασκευάστηκε στις αρχές του -3ου αι. Η ανασκαφέας χρονολογεί το "ταφικό μνημείο 1" στο διάστημα ανάμεσα στα μέσα του -2ου και τα μέσα του -1ου αι. και το "ταφικό μνημείο 2" από τα μέσα του -3ου έως τα μέσα του -1ου αι.[7]
Δεν είναι ξεκάθαρη προς το παρόν η προέλευση της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής σύλληψης των μνημείων αυτών. Θα μπορούσε ίσως να υποθέσει κάποιος, ότι οι επιμελημένες προσόψεις των τάφων βρίσκονταν κατά μήκος κάποιας οδού αλλά δεν υπάρχουν έως τώρα επαρκή ανασκαφικά στοιχεία που να μας το επιβεβαιώνουν.
Συστάδα τάφων ανατολικά της ακρόπολης της Πλατιάνας
Στην ανατολική πλαγιά της ακρόπολης της Πλατιάνας και σε απόσταση περίπου 150μ. από την ανατολική απόληξη της εντοπίστηκε, με αφορμὴ λαθρανασκαφική ενέργεια, μικρή συστάδα τάφων. Η ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε έφερε στο φως τέσσερις ταφές, οι οποίες περικλείονταν από δύο τμήματα τοίχων, ένα στα ανατολικά και ένα στα βόρεια (εικ.4. 5). Ο ένας τοίχος είχε κατεύθυνση ανατολικά προς δυτικά και ο άλλος βόρεια προς νότια και σχημάτιζαν κάτοψη σχήματος Γ. Αποτελούνταν από μεγάλους ακανόνιστους λίθους, τοποθετημένους σε δύο και κατά τόπους τρεις σειρές. Το μήκος του ανατολικού τοίχου ήταν 5,20μ. και το πλάτος του κυμαινόταν από 0,50 έως 0,90μ. Ο βόρειος τοίχος έφτανε τα 4,40μ. και το πλάτος του ήταν 0,60 έως 0,90μ.
Από τους τέσσερις τάφους που εντοπίστηκαν, οι δύο ήταν κιβωτιόσχημοι ενώ οι άλλοι δύο οριοθετούνταν από μικρού και μεσαίου μεγέθους λίθους που σχημάτιζαν ένα υποτυπώδες περίγραμμα γύρω από το νεκρό. Ο προσανατολισμός και των τεσσάρων ποικίλλει.
Τάφος 1
Πρόκειται για κιβωτιόσχημα τάφο, οι τέσσερις πλευρές του οποίου ήταν χτισμένες με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Οι μακρές πλευρές στο βόρειο άκρο είχαν συμπληρωθεί με μικρού μεγέθους αργούς λίθους. Ο τάφος ήταν καλυμμένος από τρεις πλάκες. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκε μία ταφή κατά χώραν και τέσσερις ανακομιδές. Ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε ύπτια θέση, με προσανατολισμό από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Τρία ακόμα κρανία εντοπίστηκαn στο βόρειο άκρο του τάφου και ένα στο νότιο.
Οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί πάνω σε στρώμα λιθαρίων και διαμορφωμένου φυσικού βράχου. Κτερίσματα εντοπίστηκαν στα δύο άκρα του τάφου καθώς και στο μέσο αυτού. Πρόκειται για έναν αξιοσημείωτο αριθμό κτερισμάτων που προφανώς δικαιολογείται από τις πολλαπλές ταφές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως μαρτυρά η παρουσία περισσότερων του ενός κρανίων. Συγκεκριμένα εντοπίστηκαν ένας κάνθαρος, τέσσερις λύχνοι, μια φιάλη, τέσσερα αργυρά νoμίσματα, δύο στλεγγίδες και μικρό τμήμα μιας ακόμη, και τέλος αρκετά τμήματα σιδερένιων καρφιών.
Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί ο μελαμβαφής κάνθαρος (Π 13599) που εντοπίστηκε μέσα σε ένα από τα κρανία στο βόρειο άκρο του τάφου (εικ.6). Αποτελεί πιθανόν μια τοπική παραλλαγή του ηλειακού κανθάρου. Χαρακτηριστικό είναι το ευρύ του σώμα σε συνδυασμό με το ενιαίο, γωνιώδες περίγραμμα. Χρονολογικά πιστεύουμε ότι τοποθετείται στα τέλη του -4ου ή στο α' τέταρτο του -3ο αι.[8]
Αν και διαφοροποιείται αρκετά από τους ηλειακούς κανθάρους που βρέθηκαν στην Ήλιδα, κυρίως στο πόδι και στην έλλειψη επίθετων πλαστικών πηνίων πάνω στις κάθετες λαβές, ακολουθεί την ίδια τυπολογία. Η κεραμική παράδοση της περιοχής επηρεάζει πιθανόν τη διαφορετική απόδοση του αγγείου, όπως συμβαίνει και γενικότερα με τον ελληνιστικό κάνθαρο.[9]
Μεταξύ των κτερισμάτων, όπως προαναφέραμε, υπήρχαν και τέσσερα αργυρά νομίσματα. Τα δύο φέρουν στον εμπροσθότυπο απεικόνιση κεφαλής νεαρού Πανός και στον οπισθότυπο το μονόγραμμα της Αρκαδικής Συμπολιτείας (Ν. 1220 (εικ. 7α). Ν. 1222). Πρόκειται για αργυρούς οβολούς του νομισματοκοπείου της Μεγαλόπολης, οι οποίοι χρονολογούνται στα -320/ -275.[10] Τα άλλα δύο εικονίζουν στην πρόσθια όψη κεφαλή Απόλλωνος δαφνηφόρου και στην πίσω όψη περιστέρι που ίπταται (Ν 1221 (εικ. 7β). Ν. 1223). Προέρχονται από το νομισματοκοπείο της Σικυώνας και χρονολογούνται στα -340/ -320.[11]
Στη χρονολόγηση της ταφής επιβοηθητικοί είναι και οι λύχνοι που συνόδευαν τους νεκρούς. Η χρονολόγηση κάποιων από αυτούς μας οδηγεί στα τέλη του -4ου αι. όπως στην περίπτωση του Π.13595 (εικ. 8), που πιθανόν αποτελεί ηλειακό τύπου[12] ή του Π.13594 (εικ.9) που χρονολογείται μεταξύ του τέλους του -4ου και του α' τετάρτου του -3ο αι.[13] Υπάρχουν και τύποι λίγο μεταγενέστεροι όπως ο Π13596 (εικ.10), που τοποθετείται στο α΄ με β' τέταρτο του -3ου αι.[14] και ο λύχνος Π13597 (εικ.11) που μπορεί να χρονολογηθεί στο α' μισό του ίδιου αιώνα.[15]
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τελευταία ταφή τοποθετήθηκε στον εν λόγω τάφο περίπου στα μέσα του -3ο αι. με τις ανακομιδές να ανεβάζουν τη χρονολόγηση του ίσως στο τελευταίο τέταρτο του -4ου αι.
Τάφος 2
Σε απόσταση μόλις 0,10μ. από τον τάφο 1, αποκαλύφθηκε ένας ακόμη τάφος, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από μικρού και μεσαίου μεγέθους ακατέργαστους λίθους, τοποθετημένους περιμετρικά των νεκρών. Η κάτοψη του ήταν ακανόνιστη, σχεδόν ελλειψοειδής. Το μήκος του ήταν 1,75μ. και το πλάτος 0,60μ. Εντοπίστηκαν δύο κρανία, ένα στο ανατολικό και ένα στο δυτικό άκρο. Η σαθρότητα των οστών δεν επέτρεψε να αναγνωριστεί κάποια ταφή κατά χώραν. Μόνο στο μέσο της ταφής μπορούσε κανείς να διακρίνει τμήμα άνω άκρων. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένα πάνω στον ημιδιαμορφωμένο φυσικό βράχο, Τα κτερίσματα ήταν τοποθετημένα στα δύο άκρα και στο μέσο του τάφου. Πρόκειται για ένα μυροδοχείο, ένα λύχνο, ένα αργυρό νόμισμα, τρεις στλεγγίδες, δεκατέσσερα σιδερένια καρφιά και μερικά όστρακα.
Το ατρακτόσχημο μυροδοχείο Π13602 φέρει ψηλό κυλινδρικό λαιμό που καταλήγει σε λοξότμητο χείλος και λεπτό πόδι με απλή δισκοειδή βάση. Το ύψος του φτάνει τα 0,21μ. και χρονολογείται περίπου στα τέλη του -2ου αι.[16] Ο λύχνος Π13601 (εικ.12) είναι ίσως λίγο πρωιμότερος και τοποθετείται στα μέσα του -2ου αι.[17]
Όπως προαναφέραμε, περισυλλέχθησαν δεκατέσσερα τμήματα σιδερένιων ήλων (Μ 3470-18) και πιο συγκεκριμένα δώδεκα κεφαλές που σώζουν μικρό τμήμα από το στέλεχος και δύο στελέχη ήλων αποκρουσμένα. Το σωζόμενο μήκος τους κυμαίνεται από 0,012 έως 0,024μ. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πιθανή την ύπαρξη ξύλινου αντικειμένου π.χ. κιβωτίου μέσα στον τάφο καθώς θα περίμενε κανείς να υπάρχουν και άλλου τύπου σιδερένιοι σύνδεσμοι.[18]
Το αργυρό νόμισμα Ν 1224 που συνόδευε το νεκρό φέρει στον εμπροσθότυπο περιστέρι που ίπταται προς τ' αριστερά. Στον οπισθότυπο φέρει μονόγραμμα "Σ". και στα αριστερά αυτού διακρίνεται ένα ακόμη "Σ" μικρού μεγέθους. Πρόκειται για αργυρό τριόβολο Σικυώνος που χρονολογεί και στις αρχές του -1ου αι.[19]
Ο "τάφος 2" φαίνεται πως είναι μεταγενέστερος του "1". Τουλάχιστον ή μια από τις δύο ταφές θα μπορούσε να τοποθετηθεί χρονολογικά μέσα στον -1ο αι. Ίσως οι προγενέστερος λύχνος σχετίζεται με τον ένα από τους δύο νεκρούς ή ταφή του οποίου πιθανόν προηγήθηκε χρονικά
Τάφος 3
Πρόκειται για έναν ακόμη κιβωτιόσχημα τάφο, σε ελάχιστη απόσταση προς τα δυτικά του παρόμοιας κατασκευής τάφου 1. Τα πλευρικά του τοιχώματα αποτελούνταν από μονολιθικές ασβεστολιθικές πλάκες και πιθανότατα το ίδιο ήταν και η καλυπτήρια, η οποία όμως είχε υποχωρήσει και κατατμηθεί σε κομμάτια από τις ρίζες πεύκου. Η καταστροφή της καλυπτήριας πλάκας και η διείσδυση των ριζών είχε ως αποτέλεσμα την εισροή χώματος και πλήθους λίθων στον τάφο και τη συνεπαγόμενη καταστροφή των σκελετικών καταλοίπων. Δεν κατέστη έτσι δυνατό να διαπιστωθεί η ακριβής θέση του σκελετού καθώς διεσώθησαν μόνο λίγα τμήματα αυτών και κανένα διακριτά τμήμα κρανίου. Δεν μπορούμε, ως εκ τούτου, να συμπεράνουμε επίσης τον αριθμό των ταφών, οι οποίες ήταν και σε αυτή την περίπτωση τοποθετημένες πάνω στον ημιδιαμορφωμένο φυσικό βράχο. Το μήκος του κιβωτίου ήταν 1,98μ. και το πλάτος 0,34μ. Πέριξ του τάφου περισυλλέχθησαν λιγοστά όστρακα ενώ κτερίσματα εντοπίστηκαν στη βορειοδυτική και βορειοανατολική γωνία του.
Πρόκειται για ένα φιαλίδιο, ένα μόνωτο σκυφίδιο (κάναστρον), ένα λύχνο και ένα νόμισμα. Το αργυρό νόμισμα Ν 1225 που περισυλλέχθη φέρει στον εμπροσθότυπο κεφαλή Απόλλωνος και στον οπισθότυπο περιστέρι που ίπταται προς τα δεξιά. Πρόκειται για αργυρό οβολο Σικυώνας και τοποθετείται χρονολογικά στα -340/ -320.
Το άωτο φιαλίδιο Π13603 έχει βαθύ ημισφαιρικό σώμα και έσω νεύον χείλος. Πιθανόν ανήκει στις αρχές του -3ο αι., όπως γύρω στο -300. Τέλος, ο μόνωτος σκύφος Π13604 (εικ. 13) με το ημισφαιρικό σώμα και την πεταλόσχημη λαβή, γνωστός και ως "κάναστρον", πιθανόν χρονολογείται στο α' τέταρτο του -3ου αι., στο διάστημα που θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε χρονολογικά και τη συγκεκριμένη ταφή.
Τάφος 4
Βρέθηκε αμέσως βόρεια του τάφου 2 σε βαθύτερο επίπεδο. Στις μακρές πλευρές ήταν κτιστός από μεσαίου και μεγάλου μεγέθους λίθους. Η ανατολική στενή πλευρά αποτελείτο από ενιαία πλάκα ενώ η βόρεια είτε δεν σώζεται είτε είναι καλυμμένη κάτω από τον εφαπτόμενο τάφο 2. Δεν εντοπίστηκε τμήμα κάποιας καλυπτήριας πλάκας. Υπολογίζουμε κατά προσέγγιση το μήκος του στα 1,80μ., μιας και δεν σώζεται το ένα άκρο του, ενώ το πλάτος του ήταν 1,48μ. Ο τάφος αυτός είχε καταστραφεί από τη λαθρανασκαφή που αποτέλεσε την αφορμή της παρούσας ανασκαφικής έρευνας. Δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί κανένα ίχνος οστεϊκών καταλοίπων καθώς και κανένα κινητό εύρημα. Περισυλλέχθηκαν ελάχιστα όστρακα και οστά πέριξ του τάφου και στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης αυτού. Επίσης, είναι πιθανό κάποια όστρακα που περισυλλέχθησαν κατά την αρχική έρευνα του χώρου, αμέσως μετά τη λαθρανασκαφή, να μπορούν να αποδοθούν στον τάφο 4. Προκείται κυρίως για συνανήκοντα αβαφή όστρακα από ανοιχτά αγγεία, ίσως μικρή λεκανίδα.
Η παραπάνω συστάδα τάφων βρίσκεται σε εξαιρετικά κατωφερές έδαφος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τάφοι καθώς και οι τοίχοι που τους περιβάλλουν να βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο μεταξύ τους. Η μεγάλη κατωφέρεια του εδάφους αποτελεί ίσως και την αιτία για την ύπαρξη του υποτυπώδους ταφικού περιβόλου σχήματος Γ. Οι δύο τοίχοι που είναι χτισμένοι σε χαμηλότερο επίπεδο από τις ταφές λειτουργούν προφανώς ως αναλημματικοί. Συγκρατούν το χώμα και ταυτόχρονα δημιουργούν ένα τεχνητό πλάτωμα για τον ενταφιασμό των νεκρών. Παράλληλα οριοθετούν και κάνουν διακριτό το συγκεκριμένο χώρο. Ο φυσικός βράχος δημιουργεί το δυτικό και νότιο όριο του χώρου.
Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα εάν πρόκειται για οικογενειακούς τάφους ή όχι. Πρόκειται σαφώς για μια μικρή συγκέντρωση τάφων που πιθανόν οι ενταφιασμένοι σε αυτούς να συνδέονταν κατά κάποιο τρόπο, μάλλον συγγενικά, και γι' αυτό και συμπεριελήφθησαν στα όρια του μικρού ταφικού περιβόλου. Η περίοδος χρήσης του χώρου φαίνεται πως εκτείνεται από τα τέλη του -4ου έως και τον -1ο αι.
Η κεραμική που συνόδευε τους νεκρούς αποτελείται από τυπικά αγγεία της ελληνιστικής περιόδου, τα οποία δεν μπορούν να μας δώσουν κάποια ιδιαίτερη πληροφορία για το γένος ή την ταυτότητα των νεκρών. Αντίθετα, ενδεικτική του φύλου είναι η παρουσία στλεγγίδων στους τάφους 1 και 2, που προφανώς φιλοξενούσαν αντρικές ταφές.
Εντός των ορίων του μικρού αυτού περιβόλου ο ενταφιασμός αποτελεί τη μόνη πρακτική ταφής. Επίσης, δεν φαίνεται να δίνεται μεγάλη σημασία στην αρχιτεκτονική των τάφων. Οι κιβωτιόσχημοι δεν έχουν κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια. Ενδεικτική είναι η συμπλήρωση του τάφου 1 με μικρούς λίθους, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό μήκος. Πρόχειρη, επίσης, λύση αποτελεί και η οριοθέτηση της ταφής με τυχαίου μεγέθους πέτρες όπως στην περίπτωση των τάφων 2 και 4. Τέλος, οι προσανατολισμός του κάθε τάφου υπαγορεύεται μάλλον από τη γεωμορφολογία του εδάφους.
Κτήριο στη θέση Αλώνι Μπόλιαρη, Πλατιάνα
Σε απόσταση περίπου 500μ. ανατολικά από την απόληξη της ανατολικής κλιτύος της ακρόπολης της Πλατιάνας εντοπίστηκε μικρό, ορθογώνια διμερές κτήριο. Οι διαστάσεις των τοίχων του είναι ανατολικός 4,20μ. δυτικός 4,40μ. βόρειος 5,88μ. και νότιος 5,88μ. Το πλάτος τους είναι 0,45μ. και το ύψος στο οποίο σώζονται κυμαίνεται από 0,60 έως 0,90μ. (εικ.14. 15).
Το κτήριο αποτελείται από δύο χώρους. Στα ανατολικά διαμορφώνεται προθάλαμος διαστάσεων 3,10Χ 1,20μ. και σε συνέχεια αυτού ένας κεντρικός χώρος διαστάσεων 3,10Χ 3,30μ. Στο μέσο του ανατολικού τοίχου υπάρχει άνοιγμα πλάτους 1.30μ. το οποίο χρησίμευε ως θύρα και οριζόταν από δύο μικρές πώρινες παραστάδες. Στην ίδια ευθεία με τη θύρα σχηματίζεται ένα ακόμη άνοιμα ίδιου πλάτους που οδηγεί στο κεντρικό δωμάτ πιο του κτηρίου.
Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους αλλά και μικρότερους αμυγδαλίτες ασβεστόλιθους. Ο δυτικός τοίχος έχει καταστραφεί από τις ρίζες ενός μεγάλου πουρναριού. Η κατασκευή του κτηρίου είναι ιδιαίτερα επιμελημένη.
Τα ευρήματα που προέκυψαν από τις ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψης του κτηρίου ήταν ελάχιστα. Πρόκειται κυρίως για μικρά θραύσματα κεραμίδων, καλυπτήρων και στρωτήρων. Κάποια από αυτά φέρουν ίχνη καύσης, που μάλλον όμως οφείλονται στις πυρκαγιές του 2007 που έπληξαν την περιοχή. Περισυλλέχθησαν, επίσης, ελάχιστα όστρακα και τρία μικρά τμήματα πιθανόν πήλινων πλακιδίων (Π.14070- Π14075). Τα τελευταία είναι πολύ φθαρμένα, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει πως στην επιφάνεια τους φέρουν τμήμα πλαστικής διακόσμησης, η οποία όμως δεν μπορεί να αναγνωριστεί με σαφήνεια.
Δεν είναι δυνατό να αναφερθεί κανείς με βεβαιότητα στη χρήση του κτηρίου. Τα μόνα δεδομένα που έχουμε είναι η ναόσχημη κάτοψή του, η επιμελημένη του κατασκευή, η είσοδος προς την ανατολή και κάποια ελάχιστα τμήματα πήλινων πλακιδίων. Η περιοχή που βρίσκεται, όπως δηλώνει και το όνομα της, χρησιμοποιείτο ως αλώνι και ταυτόχρονα για την καλλιέργεια σταφίδας με αποτέλεσμα να έχει υποστεί μεγάλες επεμβάσεις. Δεν εντοπίζεται κανένα ορατό κατάλοιπο στα πέριξ του κτηρίου. Αν και βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της ακρόπολης φαίνεται, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, πως πρόκειται για μεμονωμένο κτήριο που δεν συνδέεται προς το παρόν με κάποιο άλλο οικοδόμημα.
Η παρουσία των αποσπασματικών πλακιδίων δεν πρέπει πάραυτα να θεωρηθεί τυχαία. Ίσως να μπορούσαμε να τα εντάξουμε σε ένα θρησκευτικού σκοπού κτήριο, για παράδειγμα ένα μικρό αγροτικό ιερό.
Κωνσταντίνα Ντουντούμη
"Τρείς ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Πλατιάνας"
Στο: Die antike Siedlungstopographie Triphyliens (Athenaia, Band 11)
Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην προϊσταμένη της Ζ. Εφορείας Προιστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΤΙΚΑ) κ. Χατζ Γεωργίας και ειδικά στον αρχαιολόγο και ανασκαφέα των εν λόγω αρχιμιοτήτων κ. Μουτζουρίδης Παναγιώτη για την παραχώ τηση της μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων του προσείναι από τις παραπάνω θέσεις. Επίσης, καθοριστικής σημασίας ήταν η συμβολή του αρχαιοφύλακα της περιοχής κ. Παπαγιώργου και των εργατοτεχνιτών της Ζ' ΕΠΚΑ καθ' όλη τη διάρκεια των ερευνών. Τέλος, η αρχαιολόγος κ. Γιαννούλη Σταυρούλια και ο εργατοτεχνίτης κ. Κουρνούτος Χαράλαμπος προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια κατά τη διάρκεια της μελέτης των σταθερών και κινητών ευρημάτων.
[1] Κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι οι εν λόγω περιοχές επλήγησαν από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007.
[2] Ματζάνας 2001- 2004, 400 κ.ε. Η Ε.Κ.Ε. Η θέση των ταφικών μνημείων βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νοτιοδυτικά της αρχαίας ακρόπολης της Πλατιάνας
[3] Rotrof 2006, fig.46 no.453. Georgiadou 2005, 60 Αbb.11. Typ 4 Χωρέμης 1960, την, 33η, όπου το τοποθετεί στο τελευταίο τέταρτο του -4ου αι.
[4] Αραπογιάννη 2011, πίν. 44, 11 10790. Georgiου 2005, 90 κ.κ. Αλ. 30 Typ 4. Η Προσκυνητοπούλου το χρονολογεί στα τέλη του -4ου αι. βλ. Προσκυνητοπούλου 1979, 133 πίν. 46 π. Δ. Μάλλον πρόκειται για τοπικό τύπο της πρώιμης ελληνιστικής περιόδους
[5] Ματζάνος 2001- 2004, 412
[6] Ματζάνας 2001- 2004, 400, 421,
[7] Ματζάνος 2001- 2004, 400 401.
[8] Georgiadou 2005, 53. Abb. 6
[9] Καλλίνη 2007, 2001-2002,
[10] BCD Pelop, 2006, 364 nos. 1524 1523
[11] BCD Pelop. 2006, 77 1. 1. που. 263. 264.
[12] Χωρέμης 1969, 210 πίν. 398.
[13] Αραπογιάννη 2003, 10 εικ. 12. Καλτσάς 1983,πίν.10, 1668 Howland 1974,61κ.ε.πίν.39, 354.
[14] Αραπογιάννη 2011, πίν. 45, 11 1988 Howland 1974, 81 pl. 39, 361.
[15] Howland 1974.93 pl. 41 no. 400- Broneer 1977, 21 pl.18, 211
[16] Blazenska 2011, 477 πιν. 199 Β. Προσκυνητοπούλου 2000 396 miv. 208 (ME 745)
Rotroff 2006, fig. 67, 516 (P 10250) Georgiadou 2005, 62 Abb, 13, 1931- Μπανάκα Δημάκη
2005, 131 εικ. 4. Καλτσάς 1983, 60 π.χ. 24 1672
[17] Αραπογιάννη 2008, 86 εος. 13, 11. 6590 •
[18] Ίσως είναι πιο πιθανό η ύπαρξη των καιρικών να συνδέεται με κάποιου είδους εξορκισμό βλ. Κάπα - Βουτάτωση 1971, 217. Θέμελης 1994, 156
[19] BCD Pelop. 2006, 96.
[20] BCD Pelop 2006, 77k.no 264.
[21] Rotroff 2007, με 74, 1979,
[22] Sparkes-Talcot 1970, 124.
[23] Πετρόπουλος 2005, 65 κ.ε. εικ.7, Π11563 Πλιάκου 2009. Σωτηρίου 2000, 285 κ.ε. εικ.2. ΑΣΣ 250
Πηγές εικόνων. Εικ. 1. 4. 10. 11. Μαντζουρίδης - Εικ. 2. 3.5-13:15 Κ. Ντουντούμη