Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, από το στρατό της 4ης Σταυροφορίας, η βυζαντινή αυτοκρατορία καταλύεται και τα εδάφη της κατακερματίζονται. Στην επικράτειά της ιδρύονται πλήθος κρατιδίων, λατινικών και ελληνικών, ενώ στην Πελοπόννησο από το 1204 ως το 1460 θα συνυπάρξουν -εκτός από κάποιες βενετικές κτήσεις- δύο ανταγωνιστικά κρατίδια, το λατινικό Φραγκικό Πριγκιπάτο (ως το 1430) και το ελληνικό Βυζαντινό Δεσποτάτο.
Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κατά την Δ’ Σταυροφορία (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (πρωτεύουσα Ανδραβίδα), τα οποία μοιράστηκαν ως φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων. Το φεουδαρχικό καθεστώς, που επέβαλαν οι Φράγκοι, κατακερμάτισε το «Πριγκιπάτο της Αχαΐας» σε βαρονίες, οι οποίες υποδιαιρέθηκαν σε φέουδα, ενώ η Μεσσηνία θα ενταχθεί στο πριγκιπάτο της Αχαΐας υπό την κυριότητα των Βιλλεαρδουίνων. Η φραγκική κατάκτηση των παραλιακών κάστρων της Μεσσηνίας (Μεθώνη, Κορώνη) κατά το έτος 1205 ήταν γρήγορη και εύκολη, καθώς επικρατούσε εξαθλίωση, κοινωνική ανέχεια και σκληρότητα των τοπικών αρχόντων, ενώ αρκετά φρούρια στον μεσσηνιακό χώρο ήταν μισοερειπωμένα και παλιά. Μετά τη «μοναδική μάχη» στον Κούντουραν ελαιώνα, κάπου στη μεσσηνιακή πεδιάδα, θα συνθηκολογήσει μετά από πολιορκία και η Αρκαδία. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι Βενετοί, εγκαθίστανται στα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης (1206-1207), ενώ με τη συνθήκη της Σαπιέντζας (1209), οι Βενετοί κρατούσαν τη Μεθώνη με τη νήσο Σαπιέντζα, καθώς και την Κορώνη με τα διοικητικά τους διαμερίσματα, ενώ ο Βιλλεαρδουίνος παρέμενε ηγεμόνας ολόκληρης της Πελοποννήσου. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η Μεθώνη και η Κορώνη θα εξελιχθούν σε σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς την Ανατολική Μεσόγειο και σε σταθμούς των ταξιδευτών προς τους Άγιους Τόπους μέχρι το 1500, έτος κατά το οποίο οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τις δύο βενετικές κτήσεις της Μεσσηνίας.
Έτσι, σε πλεονεκτικές θέσεις άρχισαν να κατασκευάζονται νέα κάστρα- κατοικίες των ευγενών, σύμβολα εξουσίας, για να διασφαλίζουν τα εδάφη τους, αλλά και για να ελέγχουν τους ντόπιους πληθυσμούς και τα περάσματα. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό Antoine Bon, εκτός από τις νέες φραγκικές κατασκευές, υπήρχαν και παλαιότερες, τις οποίες οι Φράγκοι της ανακατασκεύασαν και της συμπλήρωσαν σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Ο Bon χαρακτηρίζει τις νέες κατασκευές των Φράγκων ως άτεχνες, βιαστικές και με λίγα έξοδα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι, ήταν στέρεες, εκτεταμένες και ογκώδης και οι περισσότερες διατηρούνται μέχρι και τις μέρες μας. Παράλληλα, ο πολιτικός κατακερματισμός και οι συνθήκες εδαφικής αλληλοδιείσδυσης των κρατιδίων στην εν λόγω χερσόνησο οδηγούν στον πολλαπλασιασμό των αμυντικών σημείων.
Στη Μεσσηνία, η βαρονία της Αρκαδίας (1262-1432), συνημμένη αρχικά με αυτή της Καλαμάτας (1209 -14ος αιώνας), κάτω από την κυριότητα των Βιλλεαρδουίνων, θα αποτελέσει το 1262 (χρονιά που οι Βυζαντινοί ανακτούν ερείσματα στο Μοριά) ιδιαίτερη βαρονία, ενώ αποτελεί και την τελευταία βαρονία του φράγκικου Μοριά, η οποία το 1432 περιήλθε στα χέρια του βυζαντινού Θωμά Παλαιολόγου. Άλλες μικρές μεσσηνιακές βαρονίες ήταν των Γριτσένων στους Λάκκους, του Νιβελέ (Nivelet) στη Νότια Μεσσηνία, που χώριζε τις βενετικές κτήσεις της Μεθώνης και Κορώνης και του Saint Sauveur στα Κοντοβούνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης διαίρεσε το πριγκιπάτο σε 12 υψηλές βαρωνίες, η βαρωνία του Γερακίου μαζί με 6 τιμάρια δόθηκε στον Φράγκο ιππότη Γκυ ντε Νιβελέ (Guy de Nivelet). Ήταν μικρή βαρωνία στα όρια της σημερινής Λακωνίας, στην περιοχή της Τσακωνίας. Ωστόσο, την δεκαετία του 1260 η βαρωνία του Γερακίου είχε απωλεσθεί από την οικογένεια Νιβελέ έχοντας κατακτηθεί από τα βυζαντινά στρατεύματα. Οι Νιβελέ διατήρησαν όμως τον τίτλο τους ως βαρώνοι και αποζημιώθηκαν με νέα εδάφη στη Μεσσηνία. Η νέα «Βαρωνία του Νιβελέ» όμως δεν αποτελούσε πλέον ενιαία εδαφική περιφέρεια, αλλά απαρτιζόταν από διάφορες σκόρπιες ιδιοκτησίες στη Νότια Μεσσηνία. Σε έγγραφο του 1361 η βαρωνία του Νιβελέ περιελάμβανε τα χωριά Prothi (Πρώτη), Molines (Μύλοι), Archie, la Cannata (Λαχανάδα), Crusuna, Zincirnicza και Grisu (Γρίζι).
Ακολούθως, στις αρχές του 15ου αιώνα, η επέκταση της βενετικής κυριαρχίας στην περιοχή της Νότιας Μεσσηνίας ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνον για λόγους ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας των δύο σημαντικότερων στην περιοχή βενετικών κτήσεων, της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά και για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Βενετών υπηκόων και υποτελών. Έτσι, το Μάρτιο του 1423 αγόρασαν το Ναβαρίνο (όπως μαρτυρεί βενετικό έγγραφο της 3ης Μαρτίου 1423 το Ναβαρίνο πωλήθηκε στους Βενετούς από τον αδελφό και πληρεξούσιο του πρίγκιπα της Αχαΐας, τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο των Πατρών Στέφανο Zaccaria, έναντι 1.000 δουκάτων) και προσάρτησαν τα κάστρα των Μύλων (Molines), Νίκλαινας (Nicline) και Αγίου Ηλία (Sancte Elie), ενώ κατάφεραν να παραλάβουν μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις τα χωρία Grisi και Μανιατοχώρι (μεταξύ Μεθώνης και Ναβαρίνου) από τους Βυζαντινούς καθώς, η γεωγραφική εγγύτητα των οποίων με τη Μεθώνη και την Κορώνη τα καθιστούσε χρήσιμα για την ασφάλεια και την ωφέλεια των βενετικών κτήσεων.
Όπως προκύπτει από έγγραφο της 30ής Αυγούστου 1423, απορρίφθηκε το αίτημα του βαρώνου του πριγκιπάτου Adamo da Melpignano για προστασία, παρόλο που ύψωνε εδώ και πολλούς μήνες τη σημαία του Αγίου Μάρκου «in castro Molendinorum» όπου κατοικούσε, και «castro S. Helie», το οποίο κατείχε ένας «privignum» του (θετός γιός του). Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1423 ο Centurione Β’ διαμαρτυρήθηκε έντονα για την υπαγωγή των χωριών Molines, Νίκλαινας και Αγίου Ηλία στα χωριά Grisi και Μανιατοχώρι, τα οποία ανήκαν ήδη στη Γαληνότατη, ζητώντας να επανέλθουν στη δικαιοδοσία της πριγκιπικής κτήσης της Ανδρούσας, όπως ξεκάθαρα αποδείκνυαν, κατά τους ισχυρισμούς του, φεουδαλικά κατάστιχα και επίσημα έγγραφα που ο ίδιος είχε στη διάθεση του. Προκειμένου να επιλύσει το ζήτημα, η Βενετία δεσμεύτηκε τότε να συστήσει ειδική εξεταστική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των δύο πλευρών.
Η έναρξη της βενετικής κυριαρχίας στα χωριά Grisi και Μανιατοχώρι ήταν καταλυτική για την αμυντική ανασυγκρότηση των βενετικών εδαφών στη Νότια Μεσσηνία, αλλά και για την ομαλή πλέον χερσαία επικοινωνία των δύο σημαντικότερων κτήσεων, της Μεθώνης και της Κορώνης. Ως τότε, η σύνδεση των δύο αποικιών ήταν εφικτή μόνον μέσω της θαλάσσιας οδού, ενώ με την οριστική προσάρτηση του Grisi επιτράπηκε για πρώτη φορά στους καστελλάνους της Μεθώνης και Κορώνης να χρησιμοποιούν πλέον και τους χερσαίους δρόμους για τις μετακινήσεις τους.
Ωστόσο, όπως ισχυρίστηκε ο πρέσβης του Centurione Β’, ο οποίος και υπέβαλε το σχετικό αίτημα στη Βενετία, υπαίτιος για τη διοικητική υπαγωγή των τριών χωριών (Molines, Νίκλαινας και Αγίου Ηλία) στο Grisi και στο Μανιατοχώρι ήταν ο αποστάτης βαρώνος Adamo de Melpignano. ο οποίος είχε σπεύσει να παραπληροφορήσει τους καστελλάνους της Μεθώνης και της Κορώνης ότι τα τρία χωριά ανήκαν στην περιφέρεια του Grisi και του Μανιατοχωρίου, για να μην υπάγεται πλέον το δικό του κάστρο (Molines) στη δικαιοδοσία του πριγκιπάτου. Όπως προκύπτει από διάταξη της 28ης Απριλίου 1417, από το statuto της Μεθώνης και της Κορώνης, με θέμα την πληρωμή κομμερκίον για τους Βενετούς που εμπορεύονταν σε περιοχές του πριγκιπάτου, ο ιππότης (cavalier) Adamo de Malpigna είχε παραστεί στην υπογραφή των σχετικών capituli στο Grisi, ως απεσταλμένος του Centurione Β’ Zaccaria.
Ακολούθως, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 λειτούργησε ως καταλύτης που ενεργοποίησε την αντίληψη του κινδύνου για τη βενετική κυβέρνηση, αναδεικνύοντας ως άμεση προτεραιότητα την αμυντική θωράκιση και την πολεμική προπαρασκευή του αποικιακού κράτους, δύο τομείς που συνειδητά είχε παραμελήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, λόγω των παρατεταμένων, δαπανηρών πολέμων στην ιταλική ενδοχώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βενετία οχύρωσε σταδιακά εδάφη της μεσσηνιακής ενδοχώρας, με στόχο την αποτελεσματικότερη περιφρούρηση της υπαίθρου και την προστασία των κατοίκων από τις χερσαίες επιδρομές των Τούρκων και των υπηκόων του δεσποτάτου του Μυστρά. Χαρακτηριστικό αυτών αποτελεί σχετική απόφαση των Βενετών κατά το έτος 1453 που αφορούσε τις φρουρές της Μεθώνης, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται και η ενίσχυση της φρουράς των Μύλων (Molines) με ομάδες Μεθωναίων (compagnie modoniese): «tenentur irmi in castellis Mothoni, videlicet Zonelli, le Moline et Sancti Elie, cassentur et loco ipsorum singulis duobus mensis mitti debeant alij de banderie Mothoni».
Ο οθωμανικός κίνδυνος καθιστούσε απαραίτητη τη συνεννόηση και τη σύμπραξη των χριστιανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο για τη διατήρηση του ισχύοντος status quo, γεγονός που αντιλαμβανόταν τόσο η Βενετία όσο και ο Θωμάς Παλαιολόγος. Ο τελευταίος χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ τη συμμαχία της Γαληνότατης, αφ’ ενός μεν για να καταστείλει στο εσωτερικό την εξέγερση των Αλβανών και αφ’ ετέρου για να αμυνθεί αποτελεσματικότερα απέναντι στους Οθωμανούς, οι οποίοι, έχοντας αλώσει την Κωνσταντινούπολη (1453), είχαν δώσει μικρή μόνον παράταση ζωής στο δεσποτάτο του Μυστρά, καθώς ως το 1500 οι Οθωμανοί θα καταλάμβαναν το σύνολο της Πελοποννήσου.
Σε σχέση με την γεωγραφική ταυτοποίηση του εξεταζόμενου κάστρου Molines, όλα δείχνουν ότι αυτό βρισκόταν νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού Κάτω Αμπελόκηποι, σε λόφο πρόσφορο για την ανάπτυξη οχυρωματικών εγκαταστάσεων, καθώς η περιοχή περικλείεται από φυσική βραχώδη οχύρωση, ενώ προσφέρει δυνατότητα παρατήρησης μεγάλου γεωγραφικού μέρους των περιοχών της Μεθώνης και της Κορώνης περιμετρικά αυτής. Σε σχέση με το όνομα Molines, αυτό έλκει την καταγωγή του από τους υδρόμυλους που υπήρχαν στο παρακείμενο ποτάμι Μηναγιώτικο, ενώ η πρώτη γραπτή αναφορά σε υδρόμυλο της περιοχής γίνεται σε χάρτη κτηματογράφησης των Βενετών κατά το έτος 1690 (Β’ Βενετοκρατία). Σήμερα, στην κορυφή του λόφου διακρίνονται κατάλοιπα τετράγωνης κατασκευής (πιθανόν πύργος), κτισμένης με ιδιαίτερα ισχυρή τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Ωστόσο, το κτίριο σώζεται σε επίπεδο θεμελίων και σε μέγιστο ύψος 0,50 μ. και πάχος 0,60 μ., ενώ δεν διακρίνονται ίχνη από θύρες ή άλλες διαμορφώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοχή περικλειόταν από τείχος, καθώς περιμετρικά του λόφου διατηρούνται τμήματα τοιχοποιίας, τα οποία ακολουθούν στην πορεία τους την οφρύ του βράχου, ενώ το καλύτερο σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στην δυτική πλευρά του λόφου και φθάνει σε μήκος τα 10 μέτρα και εξωτερικό ύψος που αγγίζει τα 2 μέτρα. ΄Επίσης, η δόμηση των τειχών και τα λιγοστά διάσπαρτα όστρακα από χρηστικά αγγεία ανάγουν την κατοίκιση του λόφου κατά την μεσαιωνική εποχή. Τέλος, σύμφωνα με το μύθο, οι Φράγκοι πολιόρκησαν τον εν λόγω πύργο, που κατείχε μια βυζαντινή πριγκίπισσα (Βγένα) στις αρχές του 13ου αιώνα. Η πριγκίπισσα δεν μπόρεσε να κρατήσει την άμυνα του πύργου, ούτε και ζωντανή θέλησε να πέσει στα χέρια του εχθρού. Έτσι, καβάλα στο άλογό της, έπεσε από τα βράχια του πύργου και αυτοκτόνησε (το σύμπλεγμα των βράχων σήμερα ονομάζεται «Βγενόβραχος»).
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: archaiologia.gr
Φωτογραφίες: Ινστιτούτο Πολιτισμού Μεσσηνίας (online)