.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Υποβρύχιες έρευνες στη Μεσσηνία

Υποβρύχιες έρευνες στη Μεσσηνία: Χρονικά Έτους 2000[1]
Ηλίας Σπονδύλης


Μεθώνη Μεσσηνίας
Το Ιούλιο του 2000, με αφορμή την εποπτεία πόντισης υποβρυχίου καλωδίου οπτικών ινών από την παραλία της Μεθώνης έως το “φρέαρ” των Οινουσών Μεσσηνίας, για τις ανάγκες του προγράμματος “ΝESTOR” (μέτρηση νετρίνων) του Εργαστηρίου Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ελέγχθηκε υποβρυχίως όλη η απόσταση από τη Μεθώνη έως τη Σαπιέντζα, με μέγιστο βάθος του διαύλου τα 41,5μ. Το σημείο προσαιγιάλωσης του καλωδίου βρίσκεται περί τα 30 μ. δυτικά της τσιμεντένιας προβλήτας. Στην προσπάθεια να εξεύρουμε κατάλληλη διέλευση για την ταφή του, μεταξύ των καταλοίπων του εκεί προϊστορικού οικισμού[2], εντοπίστηκε λίθινη άγκυρα, τραπεζιόσχημη, με τρεις οπές χρησιμοποιημένη ως οικοδομικό υλικό σε καταποντισμένο τοίχο (Εικ.1), περί τα 50μ. νοτιοανατολικά της τσιμεντένιας προβλήτας. Ανελκύστηκε, συντηρήθηκε και σχεδιάστηκε (Εικ.2), η παρουσία της δε αποτελεί τεκμήριο της ναυτικής διάστασης του προϊστορικού οικισμού.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων εργασιών διαπιστώθηκε ότι σε απόσταση περί τα 1300μ. προς νότο της παραλίας Μεθώνης, σε βάθος 23μ., υπάρχει στο βυθό ένας αναβαθμός στη διεύθυνση ανατολή- δύση, ύψους περίπου 2μ. Η διόπτευσή του προς ανατολάς στοχεύει ακριβώς στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ νησίδας “Νησακούλι” και “Μαύρων Γκρεμνών”. Πιθανόν να αποτελεί το δεύτερο, κάθετο στο πρώτο[3], ρήγμα στην περιοχή και να συμβάλλει στην ερμηνεία του μηχανισμού που οδήγησε στον καταποντισμό του οικισμού.


Νήσος Σαπιέντζα
Κατά τον έλεγχο των δυτικών ακτών της νήσου επανεντοπίστηκε το ναυάγιο “των μαρμάρων” που είχε ανακαλυφθεί, χωρίς όμως να προσδιορίζεται η ακριβής του θέση, από τον Peter Throckmorton[4] και για το οποίο δεν υπήρχαν στοιχεία στο αρχείο της Ε.Ε.Α. Βρίσκεται σε ρηχό ορμίσκο, στη δυτική πλευρά του στενού ισθμού που χωρίζει το Πόρτο Λόγκο από το Ιόνιο. Σώζονται περί τα 20 ακατέργαστα πρίσματα μαρμάρου τομής 2x 2 μέτρων και μήκους 3- 5μ. περίπου (Εικ.3) που με πολύ πρόχειρο υπολογισμό προσεγγίζουν το βάρος των 500 τόνων. Ελάχιστα όστρακα αμφορέων, που μετά βεβαιότητας ανήκουν στο ναυάγιο (κάποια καταπλακωμένα από τους όγκους), ορίζουν το χρονικό πλαίσιο του ναυαγίου στους πρώιμους χρόνους της ρωμαιοκρατίας. Ο βραχώδης βυθός, το μικρό βάθος (3- 7μ.) και το ανοιχτό πέλαγος αποκλείουν την πιθανότητα διατήρησης μέρους του σκάφους, το μέγεθος του οποίου όμως συνάγουμε από το φορτίο του. Δεν υπήρξε χρόνος για πληρέστερη μελέτη, μία διερευνητική τομή όμως, στις μικρές αμμώδεις περιοχές που εμφανίζονται μεταξύ των βράχων στα βαθύτερα σημεία, ίσως δώσει περισσότερα στοιχεία χρονολόγησης. Η ανάλυση δείγματος πετρώματος που έγινε στο Δημόκριτο αποφαίνεται για “δολομιτικό μάρμαρο” αλλά δεν προσδιορίζεται πιθανή περιοχή λατόμευσης, με βάση τα στοιχεία της τράπεζας δεδομένων για τα μάρμαρα που διαθέτει το Κέντρο.


Έρευνα καταποντισμένου οικισμού Μεθώνης
Το Σεπτέμβριο του 2000 επαναλήφθηκε ολιγοήμερη έρευνα στον καταποντισμένο Μεσοελλαδικό οικισμό, με αρχικό σκοπό τη λήψη συμπληρωματικών μετρήσεων στα εντοπισμένα οικοδομήματα και αποτύπωση τυχόν νέων που θα είχαν αποκαλυφθεί[5]. Η πραγματικότητα όμως μας υποχρέωσε να προχωρήσουμε και σε κατεπείγουσα ανασκαφική τομή σωστικής φύσεως. Σε εσωτερική γωνία χώρου ορθογωνίου κατόψεως και συγκεκριμένα στο σημείο όπου, κατά την τοπογραφική αποτύπωση η οποία ακολούθησε, σημάνθηκε με τον αρ. 150 (Εικ.4), είχε αποκαλυφθεί μερικώς μικρό πιθοειδές αγγείο μισοθαμμένο οριζοντίως. Επειδή το βάθος είναι μικρό (περί τα 4,5μ. στο σημείο εκείνο), κάποιοι το είχαν εντοπίσει και προσπάθησαν να το ανασύρουν με αποτέλεσμα να θραύσουν σε μεγάλα τεμάχια όλη την προς τα άνω πλευρά του.
Τα τεμάχια ήταν διασκορπισμένα σε μικρή απόσταση και αν το εύρημα παρέμενε σε αυτήν την κατάσταση η καταστροφή του ήταν βεβαία (Εικ.5). Αφού τεκμηριώθηκε φωτογραφικά και σχεδιαστικά, το εύρημα ανελκύστηκε με μια γρήγορη ανασκαφική τομή που περιορίστηκε στον απαραίτητο, για την ασφαλή ανάσυρσή του, χώρο. Το περιεχόμενό του ελέγχθηκε στα εργαστήρια της Ε.Ε.Α. και διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για δεύτερο, κατά σειρά στο χώρο εγχυτρισμό,[6] δύο τουλάχιστον νηπίων σε αγγείο, για το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως κάλυμμα θραύσμα άλλου αγγείου (Εικ.6). Εκ παραλλήλου ελήφθησαν μετρήσεις για την τοπογραφική αποτύπωση νεοαποκαλυφθέντων κτισμάτων και τμήματος του παράκτιου μεσαιωνικού αγωγού ύδρευσης (Εικ.7- 9).


Νησίδα Αγία Μαριανή (ή Αγία Μαρίνα)
Η νησίδα ανήκει στο σύμπλεγμα Οινουσών Μεσσηνίας. Στο πλαίσιο της “Έρευνας Μεθώνης- Πυλίας”, που αφορά στον γνωστό καταποντισμένο Προϊστορικό Οικισμό, αλλά και με αφορμή υπηρεσιακά ενδιαφέροντα πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στη νησίδα Αγία Μαρίνα ή Αγία Μαριανή ήδη από το 1993, όπου διαπιστώθηκαν εκτεταμένα παράκτια κτίσματα και κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και θίνες σε δύο στρώσεις, μία απολιθωμένη και μία ενεργή, με διαφορετικές ενδείξεις επικρατούντων ανέμων[7]. Παρά την κήρυξη της νησίδας καθώς και του εγγύς θαλασσίου χώρου, λόγω ύπαρξης ναυαγίου ελληνιστικών χρόνων, διαπιστώθηκε, σε διαδοχικές έκτοτε επισκέψεις, ότι τα κατάλοιπα υφίστανται βανδαλισμούς, κυρίως από λαθρανασκαφείς. Το 2000 αποφασίστηκε να αποτυπωθούν τουλάχιστον τα κατάλοιπα στον αιγιαλό, για τεκμηρίωση, από την Ε.Ε.Α. Τα εμφανή αρχαία συνίστανται σε επιφανειακά κτηριακά κατάλοιπα, λοιπές εγκαταστάσεις, όπως πηγάδια και δεξαμενές αλλά και τάφους που εμφανίζονται στην ανατολική παραλιακή ζώνη του νησιού.
Έγινε τοπογραφική αποτύπωση με Total Station και με εξάρτηση από το Κρατικό Γεωδαιτικό Δίκτυο[8]. Για αποτύπωση λεπτομερειών χρησιμοποιήθηκαν και συμβατικές μέθοδοι (Εικ.10).
Επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ότι οι κατασκευές χαρακτηρίζονται από όστρακα "κτενωτής" κεραμεικής. Είναι στην πλειοψηφία τους κτισμένες με αργούς ή αδρά πελεκημένους ασβεστόλιθους, που είναι το πέτρωμα της νησίδας, συνδεδεμένους με ισχυρό ασβεστοκονίαμα και με κατά τόπους παρεμβολή θραυσμάτων πλίνθων ή κεράμων. Στα πηγάδια μόνον χρησιμοποιήθηκαν ψαμμιτικές πλάκες από τον φλύσχη που μεταφέρθηκαν από απέναντι “ηπειρωτική” ακτή, αφού το υλικό δεν προσφέρεται στη νησίδα (Εικ.11). Τα κατακόρυφα τοιχώματα τάφων είναι κτιστά και για κάλυψη χρησιμοποιούνται μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Τα θεμέλεια τοίχων, όπου διακρίνονται, δεν παραβιάζουν την άνω επιφάνεια από τις απολιθωμένες θίνες.
Το όλο σύστημα θινών, σε σχέση με την γεωμορφολογία της νησίδας, καθώς και η ύπαρξη παράκτιων πηγαδιών αποτελούν στοιχεία αξιολογήσιμα για την έρευνα της διαμόρφωσης των ακτογραμμών της περιοχής κατά το παρελθόν.


Ηλίας Σπονδύλης
Αρχαιολόγος. Ι.ΕΝ.Α.Ε., Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων
Περιοδικό ENAΛIA XI. 2012. (online)

Σημειώσεις
1 Τα “Χρονικά” του έτους 2000, που αφορούσαν στο έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α.) είχαν δοθεί προ ετών προς δημοσίευση, στο Αρχαιολογικό Δελτίο (Α.Δ.). Η απόφαση διακοπής της έκδοσης του Α.Δ. άφησε το παρόν κείμενο στην αφάνεια επί μία δεκαετία. Κατά το διάστημα αυτό αφ’ ενός μεσολάβησαν σημαντικά δημοσιεύματα συναδέλφων που πραγματεύονται θέματα τα οποία σχετίζονται με τις πληροφορίες του κειμένου, αφ’ ετέρου δε η αρχαιολογική έρευνα προχώρησε, συλλέγοντας νέα δεδομένα και πληροφορίες, ακόμη και για θέματα του παρόντος κειμένου που δεν απασχόλησαν άλλο συνάδελφο εκτός από εμένα.
Με την ευκαιρία της έκδοσης του Τόμου XI των Εναλίων και έχοντας αναμείνει υπομονετικά όλα αυτά τα έτη για την πιθανή μεταστροφή της απόφασης διακοπής της έκδοσης του Α.Δ., αποφάσισα πλέον να θέσω υπ’ όψη της επιστημονικής κοινότητας τις τότε πληροφορίες.
Παρά ταύτα προβληματίστηκα αρκετά εάν θα έπρεπε να εμπλουτίσω το κείμενο με τη νεώτερη βιβλιογραφία ή όχι. Τελικώς έκρινα ότι είναι προτιμότερο να δημοσιευτεί αυτούσιο το τότε κείμενο. Στο μέλλον και σε προσεχή τεύχη των Εναλίων, προτίθεμαι να παραθέσω ε νέου αυτά ή και άλλα “Χρονικά” με πληρέστερα στοιχεία (περισσότερες φωτογραφίες, πλέον ευανάγνωστα σχέδια, σχέδια που “περικόπηκαν” χωρίς καν να ενημερωθώ, αναλυτικότερο κείμενο, πλουσιότερη βιβλιογραφία κ.λπ.), που για διαφόρους λόγους δεν δημοσιεύτηκαν ουδόλως στο Α.Δ. ή δημοσιεύτηκαν με ουσιώδεις περικοπές, λόγω κυρίως της διαρκούς και ποικιλόμορφης “λιτότητος” η οποία επιβάλλονταν και ήταν ένα βασικό κριτήριο στις εκδόσεις αυτού. Η σύγκριση θα καταδείξει μάλλον ότι κριτήρια, πέραν από τα επιστημονικά, δεν θα πρέπει να τίθενται στην διαπραγμάτευση ενός επιστημονικού θέματος, ακόμη και όταν αυτό δίδεται στη δημοσιότητα υπό μορφή “πρώτης είδησης” όπως εκείνης των “Χρονικών”. Από την άλλη όμως η παρούσα δημοσίευση, πιστεύω ότι, θα καταδείξει πόσο πολύτιμη ήταν η έκδοση του Α.Δ., και θα διευκολύνει τον ιστορικό του μέλλοντος να κατανοήσει κάποιους από τους λόγους για τους οποίους η ενάλια αρχαιολογική έρευνα (και γενικότερα η αρχαιολογική έρευνα) καταγράφεται, ως νυν έχει, στα τέλη του 20ου και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνος. Μοναδικές διευκρινίσεις, που
θεωρώ απαραίτητες, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, είναι να επισημάνω ότι το Ε.Κ.Θ.Ε., μετωνομάστηκε εν τω μεταξύ σε ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών), ότι το “μητρικό” σκάφος της τότε έρευνας (όπως και εκείνων που επακολούθησαν, στις οποίες μετείχα και κάποιες μάλιστα διηύθυνα) ήταν το γνωστό μας “ΑΙΓΑΙΟ” και τέλος ότι η “τσιμεντένια προβλήτα” που αναφέρεται τόσο εδώ για την περιοχή Μεθώνης όσο και στο ομότιτλο “Χρονικά” του Α.Δ.1999 (Σπονδύλης 2006, 1028), περιλαμβανόταν στο γενικό τοπογραφικό εκείνης της δημοσίευσης όμως μάλλον δεν τυπώθηκε το σχέδιο. Εν πάσει περιπτώσει είναι εκείνη που βρίσκεται περί τα 80 μέτρα δυτικά της εκβολή του κυρίως χειμάρρου της Μεθώνης (ευρύτερη περιοχή παλαιού νεκροταφείου).
2 Σπονδύλης 2006, 1025-1028.
3 Το πρώτο ρήγμα είναι μάλλον κατά μήκος του χειμάρρου της Μεθώνης, όπου σημειώνεται στον σχετικό γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ, φύλλο Κορώνη- Πύλος- Σχίζα, “Ρήγμα πιθανό ή καλυμμένο”. Σε απόσταση περί τα 1000 μέτρα από την εκβολή στην δεξιά (δυτική) όχθη διακρίνεται καθαρά ένα “κάτοπτρο” στο πέτρωμα. Απέναντι ακριβώς από το σημείο εκείνο, στη βάση της κατακόρυφης όχθης, στα ανατολικά, διακρίνεται στρώμα χαλικιών με πολλά κελύφη οστρέων θαλάσσιας προέλευσης. Το γεγονός αυτό μάλλον ενισχύει την άποψη για την ύπαρξη εκτεταμένης λιμνοθάλασσας στον χώρο των μετέπειτα “αλυκών” της ενετοκρατίας (Σπονδύλης 1996, 32). Ας σημειωθεί τέλος ότι ο χείμαρρος της Μεθώνης, με τα κατακόρυφα σχεδόν τοιχώματά του, δεν παροχετεύει τα όμβρια του κάμπου αλλά εκείνα των υπωρειών του Μεσοχωρίου. Τα όμβρια του κάμπου και της ελώδους εκτάσεως των “αλυκών” παροχετεύονται αυτοτελώς, κυρίως από μικρό χείμαρρο στο ανατολικό πέρας του παράκτιου φράγματος, όπου η σύγχρονη γέφυρα (Σπονδύλης 1996, 31).
4 Είναι αυτό που αναφέρεται ως ναυάγιο “αρχαίων κολοσσιαίων ογκολίθων μαρμάρων” από τον Χαράλαμπο Β. Κριτζά στο ειδικό κεφάλαιο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Rackl, H.W. Βουτιά στα Περασμένα 1978, σελ. 419.
5 Για το μηχανισμό μετακίνησης άμμου και αποκάλυψης τοίχων βλ. Σπονδύλης 2006, 1027.
6 Για τον πρώτο ταφικό πίθο βλ. Βήχος 1995, 34.
7 Σπονδύλης 1996, 36-37.
8 Η ερευνητική ομάδα του έτους 2000 περιελάμβανε, εκτός από τον υπογράφοντα, και τους εξής υπαλλήλους της Ε.Ε.Α.: Θεώνη Δημητριάδου-αρχαιολόγο, Ιωάννη Μπαξεβανάκη -αγρονόμο/τοπογράφο μηχανικό, Ηλία Κυριακόπουλο -τεχνολόγο/μηχανικό, Αθανάσιο Κούβελα, Σπυρίδωνα Θεοδωρακόπουλο, Δημήτριο Σαρδέλη και Σπυρίδωνα Μουρέα -εργατοτεχνίτες στο Φρούριο Πύλου. Σημαντική υπήρξε επίσης η βοήθεια από το σύνολο του προσωπικού της Ε.Ε.Α., καθώς και συναδέλφων της 5ης ΕΒΑ στο Φρούριο Πύλου. Οι Πέτρος Βεζυρτζής (φωτογράφος), Μαρία-Καρολίνα Ανδρουτσάκη (συντηρήτρια) και Αικατερίνη Πολλάτου (σχεδιάστρια) στην έδρα της Ε.Ε.Α. συνέβαλαν και συμβάλλουν, ο καθείς στον τομέα του, στην περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας. Σε όλους τους παραπάνω απευθύνονται ευχαριστίες και από τη θέση αυτή. Ιδιαιτέρως πάντως ευχαριστεί ο υπογράφων την Προϊσταμένη της Ε.Ε.Α., αρχαιολόγο Αικατερίνη Δελλαπόρτα, για την δυνατότητα επίτευξης του παραπάνω έργου.

Βιβλιογραφικές αναφορές
Βήχος, Γ. 1995: “Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στη Μεθώνη Πυλίας”, Ενάλια, IV: 1/2 (1992), 34.
Κριτζάς, Χ.Β. 1978: “Η υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα”, στο H-W. Rackl, Βουτιά στα Περασμένα, Heidelberg.
Σπονδύλης, Η. 1996: “Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων”, Ενάλια, IV: 3/4 (1992), 30-37.
Σπονδύλης, Η. 2006: “Νομός Μεσσηνίας: Μεθώνη”, ΑΔ 54 (1999) Β΄ 2, Χρονικά, 1025-1028.





Printfriendly