.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Ἄωροι νεκροὶ. Εξετάζοντας μία ανθρωπόμορφη ενεπίγραφη στήλη από τη Μεσσηνία


Στην αποθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεσσηνίας φυλάσσεται μία ανθρωπόμορφη στήλη (αρ. ευρ. ΜΚ389), η οποία προέρχεται από το Πεταλίδι της Μεσσηνίας1.
Η περιγραφή στο βιβλίο καταγραφής έχει ως εξής: «Λίθος. Ὕψος μετὰ βάθρου 0,26μ. Κεφαλὴ ἐπὶ κιβωτιόσχημου βάθρου ἀποκεκρουμένη κατὰ τò πρόσωπον. Πρόσωπον πεπλατυσμένον, λαιμòς μὴ διακρινόμενος, κόμη μακρὰ, ὀφθαλμοὶ ἐλλειψοειδεὶς ἐπὶ τοῦ βάθρου ἐπιγραφή:
ΦΙΛΗΡΑΤ[Α]
ΕΥΠΡΑΠ[Α]
Ἑρμαϊκὴ στήλη κακότεχνος».
To ιδιότυπo αυτό γλυπτό έχει φιλοτεχνηθεί σε υπόλευκο, σκληρό ασβεστόλιθο, η προέλευση του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αν και το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για τοπικό λίθο2. Οι σωζόμενες διαστάσεις του είναι οι ακόλουθες: μέγ. ύψ. γλυπτού: 25,4, ύψ. κεφαλής: 15,2εκ. Βάση: πλ. 12, ύψ. 6,6, πάχ. 14,4εκ.3.


Το πρόσωπο είναι επίμηκες, ωοειδές, ευρύ, ενώ ο λαιμός δεν αποδίδεται. Η απουσία του λαιμού δημιουργεί την εντύπωση ότι το πρόσωπο της μορφής εξέρχεται απευθείας από έναν λίθινο όγκο. Το περίγραμμα του προσώπου εμφανίζει αισθητή ασυμμετρία καθώς η αριστερή παρειά είναι στενότερη από τη δεξιά. Το πηγούνι είναι στιβαρό και καμπύλο και μοιάζει να ενώνεται με τη στήλη. Τα μάτια είναι αμυγδαλωτά, τοποθετημένα μέσα σε βαθιές οφθαλμικές κόγχες· διακρίνεται η ίριδα, η κόρη και τα βλέφαρα που αποδίδονται με πλαστικότητα, ενώ τα φρύδια απουσιάζουν. Η στοματική κοιλότητα ομοίως απουσιάζει, ωστόσο κάτω από τη μύτη παρατηρείται μία μικρή κοίλανση που ίσως δηλώνει ότι έχει απολαξευθεί. Στις θέσεις των αυτιών απαντούν ασύμμετρες αβαθείς κοιλότητες· η πρόχειρη και βιαστική λάξευσή τους οδηγεί στη σκέψη, ότι ίσως προϋπήρχαν αυτιά τα οποία και απολαξεύθηκαν. Όσον αφορά στη μύτη διακρίνεται το άνω και το κάτω τμήμα της ράχης, με ένα ενδιάμεσο κενό, όχι όμως και τα πτερύγιά της· φαίνεται ότι και αυτή, όπως τα αυτιά και ενδεχομένως το στόμα, έχει απολαξευθεί. Η πίσω πλευρά της κεφαλής παριστάνεται με τρόπο ενιαίο που παραπέμπει είτε σε μία μακριά κόμη που καλύπτει εξολοκλήρου τον αυχένα είτε, πιθανότερα, σε ένα κάλυμμα. Ο πεσσός επί του οποίου εδράζεται η κεφαλή έχει λειανθεί στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του, ενώ λειασμένη είναι και η πρόσθια, κεκλιμένη επιφάνειά στην οποία ακουμπά η κεφαλή (εικ.1-4).
Η εμφατική απουσία ή απάλειψη ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου, ενισχύει την πιθανότητα η σημερινή μορφή του γλυπτού να προήλθε από την επεξεργασία ενός παλαιότερου. Οι αποκρούσεις στο πηγούνι, το οποίο ενώνεται με την κεκλιμένη επιφάνεια σαν να επρόκειτο για γενειάδα που απολαξεύθηκε, αλλά και τις παρειές, δίνουν την αίσθηση ότι αρχικά επρόκειτο για μία ανδρική κεφαλή που έστεφε μία στήλη.
Από την άλλη, το ενιαίο κάλυμμα παραπέμπει στη λεοντή που καλύπτει κεφαλές του Ηρακλή· η βαθιά απόκρουση στο ύψος του μετώπου και το πρόσθιο μέρος της κόμης μοιάζει να αντιστοιχεί στη θέση του ρύγχους και ματιών του λιονταριού, ενώ κοιλότητες υπάρχουν και στις πλάγιες όψεις, στα σημεία που θα βρίσκονταν τα αυτιά. Από την άλλη η αδρή επεξεργασία στην πίσω πλευρά ίσως να στόχευε στην απάλειψη του τριχώματος της χαίτης.
Η εκτίμηση ότι η μορφή της στήλης του Πεταλιδίου αποτελεί το προϊόν δευτερογενούς επεξεργασίας μιας παλαιότερης στήλης με κεφαλή Ηρακλή, ενισχύεται από την ύπαρξη μιας, παρόμοιας, ερμαϊκού τύπου στήλης των ελληνιστικών χρόνων από τη γειτονική Μεσσήνη (εικ.5).


Η στήλη της Μεσσήνης στέφεται με κεφαλή γενειοφόρου Ηρακλή που καλύπτεται από τη λεοντή. Οι βαθιές οφθαλμικές κόγχες, το έξεργο περίγραμμα των βλεφάρων των οφθαλμών παρά το διαφορετικό τους σχήμα, το σχήμα του προσώπου, η απουσία λαιμού και η συναρμογή της κεφαλής με τη στήλη θυμίζουν τη στήλη του Πεταλιδίου. Στο άνω μέρος του πεσσού, που αντιστοιχεί στη θέση της επιγραφής της στήλης του Πεταλιδίου, απαντούν τα πρόσθια άκρα του ζώου τα οποία δένονται σε «ἡράκλειον ἅμμα», ενώ λίγο χαμηλότερα σώζονται επιγραφή και γεννητικά όργανα σε έξεργο ανάγλυφο4.
Στο ανώτερο τμήμα της πρόσθιας πλευράς της στήλης του Πεταλιδίου έχει χαραχθεί επιγραφή, η οποία θα μπορούσε να αναγνωσθεί ως εξής:
Φιληρατὶς
Εὐπραγίδ-
α Διὶ τυχῶ[σα
Ύψ. γραμμάτων: 1,3, διάστιχο επιγραφής: 0,6 εκ. Η στοίχιση των λέξεων δεν είναι ιδιαιτέρως επιμελημένη, καθώς παρατηρείται μία ελαφρώς ανοδική κλίση των στίχων. Τα γράμματα πάλι είναι χαραγμένα με σχετική επιμέλεια, ενώ οι απολήξεις των κεραιών τους τονίζονται με ακρέμονες. Στον πρώτο στίχο αποκαθίσταται το όνομα Φιληρατίς, σε πτώση ονομαστική· πρόκειται για ένα γυναικείο όνομα που απαντά σε μία και μόνη ελληνιστική επιγραφή από τo Παλαιόκαστρο Κυθήρων5. Στον δεύτερο στίχο το σωζόμενο όνομα αντιστοιχεί είτε στο όνομα του πατέρα της γυναίκας είτε του συζύγου6. Τόσο στην πρώτη δημοσίευση του Ν. Valmin όσο και στην αναδημοσίευσή του στο SEG το όνομα του δευτέρου στίχου έχει αποκατασταθεί ως Εὐπράγιος, σε πτώση γενική7. Ωστόσο από το γράμμα που ακολουθεί το Ι και πιθανότατα είναι το τελευταίο στον στίχο, διασώζεται η απόληξη μιας κάθετης κεραίας με ακρέμονα, που ίσως αντιστοιχεί σε ένα Δ. Μετά το γράμμα αυτό δεν περισσεύει χώρος για ένα ακόμη γράμμα στο τέλος του στίχου, το οποίο θα πρέπει να αναζητηθεί στον επόμενο. Το πρώτο γράμμα του τρίτου στίχου μπορεί να διαβαστεί ως Α με βάση το σωζόμενο άνω τμήμα του. Στο πλαίσιο αυτό το όνομα του δευτέρου στίχου μπορεί να αποκατασταθεί ως Εὐπραγίδας, σε πτώση γενική· πρόκειται για ένα όνομα που απαντά στο Βουθρωτό της Ηπείρου8. Το πρώτο γράμμα της δεύτερης λέξης του τρίτου στίχου έχει σημαντικά φθαρεί, η σωζόμενη κορυφή του ωστόσο παραπέμπει σε ένα Λ ή ένα Δ. Λαμβάνοντας υπόψη τα δύο γιώτα που ακολουθούν, η λέξη αποκαθίσταται ως Διί. Έπεται μία λέξη που συμπληρώνεται ως προς τα δύο τελευταία χαμένα γράμματά της ως τυχῶ[σα.
Πέραν των ακρεμόνων, η μορφή των γραμμάτων της ενεπίγραφης στήλης, όπως του Α με την οριζόντια τεθλασμένη κεραία, του Π, του Ρ, του Ι, αλλά και το σωζόμενο άνω τμήμα του Ω, παραπέμπει σε επιγραφές των ύστερων ελληνιστικών χρόνων από τη Μεσσηνία9. Μάλιστα η φράση Διὶ τυχῶσα απαντά και σε μία άλλη μεσσηνιακή ενεπίγραφη στήλη η οποία φυλάσσεται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου· μολονότι ως τόπος προέλευσης της αναφέρεται η Καλαμάτα (αρχαίες Φαρές), πιθανότερη ωστόσο θεωρήθηκε από τον Γ. Δεσπίνη η προέλευσή της από την αρχαία Μεσσήνη10.
Ομοίως προς την επιγραφή της στήλης του Πεταλιδίου στο κείμενό της προηγείται σε πτώση ονομαστική το όνομα της τιμώμενης (Εὐνομία), ακολουθούμενο από τη φράση Διὶ τυχῶσα. Η στήλη κοσμείται με μία ανάγλυφη, υψωμένη παλάμη δεξιού χεριού11. Χρονολογήθηκε μεταξύ του -2ου και του -1ου αι. και ερμηνεύτηκε ως ανάθεση μιας γυναίκας στον Δία12 (εικ.6).


Η Ο. Παλαγγιά μελέτησε και δημοσίευσε μία σειρά από παρόμοιες, αδρά δουλεμένες στήλες που προέρχονται από την περιοχή της αρχαίας Μεσσήνης και συνδέονται με τον Δία. Τα επιγραφικά τους κείμενα είναι επί το πλείστον λιτά· πρώτο παρατίθεται το όνομα ενός προσώπου σε πτώση ονομαστική (λ.χ. Σατύρα, Ζωίλος) και ακολουθεί το όνομα του Διός σε πτώση δοτική (Διί).
Οι στήλες της Μεσσήνης φέρουν ανάγλυφες παλάμες χεριών και χρονολογούνται, με βάση τη μορφή των γραμμάτων, στην ύστερη ελληνιστική περίοδο. Συγκρίνοντάς τις με άλλες υστεροελληνιστικές στήλες οι διακοσμήσεις των οποίων ακολουθούν τον εικονογραφικό τύπο των ανοιχτών παλαμών και προέρχονται από περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Ρήνεια, αλλά και η γειτονική στη Μεσσηνία Σπάρτη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τύπος των στηλών αυτών συνδέεται με χθόνιες δυνάμεις και θεούς, άρα και ο Ζευς των μεσσηνιακών στηλών είχε χθόνια υπόσταση13. Από την πλευρά του ο Δ. Μποσνάκης ερμηνεύει το μοτίβο των υψωμένων χεριών ως επίκληση οικείων και συγγενών στο θείο για την απόδοση θεϊκής δικαιοσύνης, σε περιπτώσεις απροσδόκητων θανάτων που επήλθαν με αθέμιτα μέσα14.
Με βάση τα παραπάνω, η ανθρωπόμορφη στήλη του Πεταλιδίου, η οποία μπορεί να χρονολογηθεί στον -2ο/1o αι., πιθανότατα σχετίζεται με τελετές που συνδέουν την εικονιζόμενη νεκρή με τον Δία του Κάτω Κόσμου, τον οποίον εκείνη απροσδόκητα είχε συναντήσει.
Οι κοινές ταφικές πρακτικές και δοξασίες με την πόλη της Μεσσήνης θα πρέπει να θεωρούνται αναμενόμενες καθώς ο σύγχρονος οικισμός του Πεταλιδίου έχει ταυτιστεί με την αρχαία Κορώνη που ιδρύθηκε από τους Βοιωτούς το -369 και έγινε το επίνειο της Μεσσήνης στον Μεσσηνιακό κόλπο15 (εικ.7).


Μάλιστα, καθώς προκύπτει ότι η αδρά δουλεμένη μορφή της στήλης του Πεταλιδίου αποτελεί προϊόν εκ νέου επεξεργασίας πρωιμότερης ερμαϊκής στήλης με κεφαλή Ηρακλή, το εύρημα παραπέμπει σε μία αναμενόμενη, λόγω των Βοιωτών οικιστών, εγκαθιδρυμένη λατρεία του Ηρακλή στην αρχαία Κορώνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρωτεύουσα Μεσσήνη, πέραν του Ερμηρακλή, έχουν έλθει στο φως και τα θραύσματα ενός αγάλματος που αποδίδεται στον Ηρακλή Θηβαίο16.
Αδρά δουλεμένες ανθρωπόμορφες στήλες που συνδέονται με νεκρούς και ταφικές πρακτικές, έχουν αποκαλυφθεί τόσο στη Μεσσηνία όσο και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Στη Μεσσήνη ήλθαν στο φως 15 αδρά επεξεργασμένες κεφαλές από ασβεστόλιθο τοποθετημένες σε πεσσόσχημες στήλες. Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των απεικονιζόμενων μορφών είναι υποτυπώδη, δύσμορφα και προκαλούν αποστροφή στον θεατή τους. Ερμηνεύτηκαν από τον Π. Θέμελη ως δαιμονικές αποτροπαϊκές μορφές («δαίμονες») και συνδέθηκαν με νεκρούς της πόλης, στα μνήματα των οποίων είχαν ανιδρυθεί17.
Στη Θήρα, στο νεκροταφείο της Σελλάδας, ήλθαν στο φως δύο γλυπτά που ανήκουν στον ίδιο εικονιστικό τύπο με τη στήλη του Πεταλιδίου· χρονολογήθηκαν πριν από τα μέσα του -7ου αι.18 και χαρακτηρίστηκαν από τους Γερμανούς ανασκαφείς του χώρου ως πλαστικοί πειραματισμοί των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων19.
Ομοιότητες ως προς τη μορφή της κόμης αλλά και το ωοειδές σχήμα του προσώπου παρατηρούνται στη, χαμένη σήμερα, ανθρωπόμορφη στήλη του Λεβιδίου, ένα από τα πρωιμότερα έργα της αρκαδικής, μεγάλης πλαστικής των αρχών του -6ου αι. Η στήλη συνδέθηκε με έναν τύμβο στην περιοχή του αρκαδικού Ορχομενού, αλλά και με έναν εκ των δύο Αρκάδων βασιλιάδων που έφεραν το όνομα Αριστοκράτης· αμφότεροι είχαν διαπράξει ανοσιουργήματα ατιμώνοντας το έθνος τους και τιμωρήθηκαν με βίαιο και πρόωρο θάνατο εξαιτίας των πράξεών τους20 (εικ.8).


Στον σικελικό Σελινούντα ανθρωπόμορφες στήλες του 5ου και του -4ου αι., φιλοτεχνημένες σε ντόπιο, μαλακό ασβεστόλιθο, είχαν στηθεί πλάι στο τέμενος του Διός Μειλιχίου. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για αδρά δουλεμένες στήλες που στέφονται με μία ή δύο κεφαλές, μία ανδρική και μία γυναικεία. Χαρακτηρίζονται κυρίως από την απουσία λαιμού, την προβολή του πηγουνιού, αλλά και την επικλινή επιφάνεια του πεσσού στο ύψος του στέρνου. Αρχικά ταυτίστηκαν με φοινικικούς cippi, αργότερα ωστόσο θεωρήθηκαν ελληνικές δημιουργίες και συνδέθηκαν με τον κόσμο των νεκρών21.
Τέλος αδρά επεξεργασμένες ανθρωπόμορφες στήλες των ρωμαϊκών χρόνων που συνδέονται με ταφικές πρακτικές έχουν βρεθεί τόσο στο νεκροταφείο της Ράχης Κουτσογκίλα κοντά στις κορινθιακές Κεγχρεές22 (εικ. 9) όσο και στο Βόρειο Νεκροταφείο της Κνωσού23. Οι αδρά επεξεργασμένες ανθρωπόμορφες στήλες που συνδέονται με νεκρά πρόσωπα, έχουν ταυτιστεί με τους αναφερόμενους στις γραπτές πηγές κολοσσούς24.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κοινή ήταν η αντίληψη ότι τόσο οι άταφοι όσο και οι άωροι νεκροί ήταν θυμωμένοι με τους ζώντες τους οποίους μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να βλάψουν, ενώ οι δυνάμεις τους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ζωντανούς με μαγικά μέσα για αγαθούς αλλά και για δόλιους σκοπούς25. Μάλιστα οι ψυχές των αώρων νεκρών, όπως και των κακούργων, δεν ολοκλήρωναν τη μετάβασή τους στον Άδη παραμένοντας για ικανό διάστημα σε μία ενδιάμεση κατάσταση, μετέωροι ανάμεσα στους δύο κόσμους (Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 567)26, στην όχθη του Αχέροντα χωρίς να μπορούν να τον διασχίσουν27. Η κυκλοφορία τους στον Επάνω Κόσμο θεωρούνταν άκρως επικίνδυνη28.
Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν τους κολοσσούς ως στητά αγάλματα, μεγάλων διαστάσεων, όπως οι αιγυπτιακοί κολοσσοί (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2.130, 143, 153, 175176), αλλά και ως ανθρωπόμορφα ομοιώματα αώρων νεκρών29. Ο Αισχύλος κάνει λόγο για «όμορφους κολοσσούς» που υποκαθιστούσαν τη μορφή της Ελένης στο ανάκτορο του Μενελάου (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 416419)30, ενώ ο Ευριπίδης αναφέρει ότι ο Άδμητος έσμιγε κάθε βράδυ με ένα ομοίωμα της χαμένης συζύγου του (Ευριπίδης, Άλκηστις, 343356).
Σε έναν άλλο μύθο η Λαοδάμεια, αδυνατώντας να αντέξει την απώλεια του Πρωτεσιλάου, σμίγει με ένα ομοίωμά του κατασκευασμένο από την ίδια (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Επιτομή 3.30· Υγίνος, Μύθοι, 104). Οι αρχαίες πηγές μάλιστα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων στηλών στον Φλιούντα, πάνω από τους τάφους του Άραντος και των παιδιών του· εκεί οι ζωντανοί καλούσαν τους νεκρούς κοιτώντας προς αυτές (Παυσανίας, 2.12.45).


Στον μύθο πάλι του Ακταίονος, το πτώμα του οποίου είχε εξαφανιστεί, το μαντείο των Δελφών ζήτησε από τους κατοίκους του βοιωτικού Ορχομενού να αλυσοδεθεί ένα χάλκινο ομοίωμά του σε βράχο, ώστε το πνεύμα του νεκρού να καθηλωθεί σε αυτό και να μην περιφέρεται ανάμεσά τους (Παυσανίας, 9.38.5). Στη Λιβαδειά της Βοιωτίας, σε παρθένο άλσος, πλάι στον βόθρο του Αγαμήδου, απ’ όπου κατήλθε στη Γη και εξαφανίστηκε για πάντα ο Τροφώνιος, είχε στηθεί μία στήλη (Παυσανίας, 9.37.67), για την οποία ο P. Guillon εκτίμησε ότι λειτουργούσε ως κολοσσός, αφού σε αυτήν εμφανιζόταν, μετά από θυσία και ιερουργίες επίκλησής του, ο δαίμονας του άθαφτου νεκρού31.
Η μαρτυρία για τους κολοσσούς συμπληρώνεται χάρη στις αναφορές δύο επιγραφών από την Κυρήνη. Στην πρώτη περιγράφονται οι αμοιβαίες εγγυήσεις μεταξύ των Θηραίων αποίκων που ταξίδευαν προς την αποικία, και των συμπολιτών τους που παρέμεναν στη μητρόπολη. Όσα μέλη των δύο ομάδων είχαν παραβιάσει τους αμοιβαίους όρκους θα έπρεπε να τιμωρηθούν αυστηρά. Στο πλαίσιο αυτό πλάθονταν οι κολοσσοί τους με κερί και το πλήθος τους έριχνε στη φωτιά συνοδεύοντάς τους με κατάρες32. Μέσω των υποκαταστάτων τους οι επίορκοι αντιμετωπίζονταν ως μιάσματα και εξαφανίζονταν από προσώπου γης. Η δεύτερη επιγραφή της Κυρήνης περιγράφει τη διαδικασία παροχής ασύλου σε ικέτες. Σε μία τελετή υποδοχής, ο νέος προστάτης του ικέτη, προκειμένου να απομακρύνει την παρουσία του παλαιού, νεκρού προστάτη και της συζύγου του, τους καλούσε αρχικώς με το όνομά τους τρεις φορές επί τρεις κατά σειρά ημέρες. Εν συνεχεία έστηνε στο τραπέζι του δύο πήλινους ή ξύλινους κολοσσούς τους, προσφέροντάς τους τροφή· ακολουθούσε η μεταφορά των ομοιωμάτων, από κοινού με τις μερίδες τους, σε ένα παρθένο, άγριο, δάσος, όπου μπήγονταν στο χώμα για να παραμείνουν εκεί33.
Η ολόγλυφη κεφαλή της στήλης του Πεταλιδίου απεικονίζει τη νεκρή Φιληρατίδα. Τα έντονα σχηματοποιημένα μάτια και η απουσία στόματος δημιουργούσαν ένα απόκοσμο είδωλο της νεκρής, τρομακτικό στα μάτια του αρχαίου θεατή, που θα στεκόταν αμήχανος μπροστά στο λίθινο γλυπτό διαβάζοντας ότι η γυναίκα είχε συναντήσει τον χθόνιο Δία34. Η ένταση των σχηματοποιημένων ματιών επιτείνεται από την απουσία των λοιπών χαρακτηριστικών: του στόματος, των αυτιών και της μύτης35. Η απάλειψη του στόματος πιθανώς υποδηλώνει ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το χαρώνειο και να διασχίσει τον Αχέροντα για να ησυχάσει στον Άδη· συμπληρώνεται από την απουσία της μύτης και των αυτιών που θυμίζουν την πρακτική του μασχαλισμού, της ειδεχθούς τιμωρίας νεκρών εχθρών και αντιπάλων με την αποκοπή των άκρων, αλλά και των οργάνων της κεφαλής, μιας ατιμωτικής πράξης για τον ίδιο τον νεκρό. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δ. Μποσνάκης: «Ένα ακρωτηριασμένο λείψανο συνεπάγεται ένα αδύναμο και αδρανοποιημένο φάντασμα»36
Σε κάθε περίπτωση η Φιληρατίς δεν υπήρξε ένα περιθωριακό άτομο που καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, αφού το όνομά της, όπως και το όνομα του πατέρα ή του συζύγου της αναγράφονται στη στήλη. Εάν πράγματι επρόκειτο για μία άωρη νεκρή, τότε το σώμα της, ομοίως προς άλλες περιπτώσεις νεκρών στους τάφους των οποίων είχαν χρησιμοποιηθεί κολοσσοί, ίσως είχε χαθεί και παραμείνει άθαφτο. Η επείγουσα ανάγκη να δεσμευθεί το φάντασμά της οδήγησε στη βιαστική εκ νέου επεξεργασία μιας παλαιότερης ερμαϊκής στήλης με κεφαλή Ηρακλή, στη μετατροπή της σε ενεπίγραφη προτομή και στο στήσιμό της στο κενό μνήμα της γυναίκας. Απολαξεύθηκαν τα μπροστινά πόδια της λεοντής στο άνω μέρος του πεσσού και στη θέση τους χαράχθηκε μία νέα επιγραφή για τη Φιληρατίδα. Το κατώτερο τμήμα της αρχικής στήλης το οποίο ίσως έφερε επιγραφή και έξεργα γεννητικά όργανα είτε αποκόπηκε είτε είχε ήδη σπάσει. Η αναφορά στον Δία μπορεί να ερμηνευτεί και υπό το πρίσμα ενός θανάτου που προκλήθηκε από τον κεραυνό του θεού, δηλαδή μιας «Διόβλητης νεκρής», παρόλο που οι επιγραφικές αναφορές στις άλλες μεσσηνιακές στήλες δεν καθιστούν την υπόθεση αυτή πολύ πιθανή37. Η απουσία φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών που αποτελούν οδούς επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, ενισχύουν περαιτέρω την αίσθηση ότι η νεκρή Φιληρατίς δεν απεικονίζεται ως άνθρωπος, αλλά ως ένα είδωλο, ένα φάσμα που επικοινωνούσε με τους ζωντανούς τους ανθρώπους σιωπηρά, μέσα από την ένταση που συγκεντρωνόταν στα μάτια της· άλλωστε οι νεκροί είναι σιωπηλοί, όπως και τα φαντάσματά τους38. Ο κολοσσός της, πιθανώς στημένος πάνω σε έναν άδειο τάφο, θα δέσμευε το φάντασμά της ώσπου η ψυχή της να βρει το δρόμο της και να διασχίσει τον Αχέροντα για να ησυχάσει στον κόσμο των σκιών.

Σωκράτης Κουρσούμης
"Ἄωροι νεκροὶ. Εξετάζοντας μία ανθρωπόμορφη ενεπίγραφη στήλη από τη Μεσσηνία."
Στο: Πολύτροπος. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νικόλαο Χρ. Σταμπολίδη. Τόμος I. Επιμέλεια
Μανόλης Ι. Στεφανάκης- Μιμίκα Γιαννοπούλου- Μαρία Αχιολά

1. O Νικόλαος Σταμπολίδης υπήρξε δάσκαλός μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης τόσο κατά τον Α΄ όσο και στον Β΄ μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών. Με δίδαξε πως να βαδίζω σταθερά στα ολισθηρά μονοπάτια της αρχαιολογικής ερμηνείας και να ανταποκρίνομαι στις πιο σύνθετες απαιτήσεις της έρευνας. Η διδασκαλία του και η συμμετοχή μου στον παρόντα τόμο με τιμούν ιδιαιτέρως. Ευχαριστίες οφείλω στους επιμελητές του τόμου για την πρόσκληση, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας για την παραχώρηση της άδειας δημοσίευσης του γλυπτού και το φωτογραφικό υλικό, στον φίλο και συνάδελφο Δ. Κοσμόπουλο, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και τον καθηγητή Π. Θέμελη. Ευγνώμων είμαι επίσης προς τον συνάδελφο και φίλο Δρα Ν. Πετρόχειλο για τη βοήθειά του. Τέλος ξεχωριστές είναι οι ευχαριστίες μου προς τη συνάδελφο και φίλη Δρα Ε. Βλαχογιάννη για την προθυμία της να διαβάσει το κείμενο, πρωτίστως δε για τις ιδιαιτέρως οξυδερκείς παρατηρήσεις της και τις χρήσιμες συμπληρώσεις της.
2. Ως προς τα αρχαία λατομεία της Μεσσηνίας βλ. Κοκκορού-Αλευρά 2014, 194-196.
3. Το έργο εκτέθηκε φωτογραφικά στην έκθεση της Εφ.Α. Μεσσηνίας υπό τον τίτλο «Αθέατη Μνήμη», το 2018, οπότε και επιχειρήθηκε και μία πρώτη επιστημονική επιγραφική τεκμηρίωσή του με τη συνδρομή της Β. Μπαρδάνη και της Α. Μακρή.
4. ΑΕΜ 4209· Θέμελης 2002, 137-138, εικ. 146· Themelis 2002, pl. 60A· 2019, 547-548, fig. 18.7.
5. IG V 1, 942· LGPN IIIA, 449.
6. Εάν αποδεχτούμε ότι πρόκειται για κάλυμμα, τότε μάλλον απεικονίζεται παντρεμένη γυναίκα οπότε και το δεύτερο όνομα της επιγραφής
αντιστοιχεί στο όνομα του συζύγου.
7. Valmin 1928-29, 145-146, αρ. 17· SEG 11, 988. Tο όνομα Εὐπράγιος δεν μας είναι γνωστό από άλλη επιγραφική αναφορά στην Πελοπόννησο
ή κάποια άλλη περιοχή του ελληνικού κόσμου.
8. IBouthrotos 17.
9. Ενδεικτικά βλ. Valmin 1928-29, 144, εικ. 8· Palagia 2011, εικ. 10.1-3.
10. Αρ. ευρ. ΕΑΜ 2680· Δεσπίνης 2013, 153, εικ. 95 (Εὐνομία / Διὶ τυχο[ῦ]σα).
11. Κεραμόπουλος 1923, 89-91, εικ. 15, όπου γίνεται λόγος για «...ἀποτροπιαστικὴ χρῆσις τοῦ σφακελώματος...».
12. IG V 1 1363 [(Εὐ]νομία / Διὶ τυχῶσα)]· Svoronos 1937, 649, αρ. 387, πίν. 164· Forsén 1996, 86-87, αρ. 16.1, εικ. 89 [(Εὐ]νομία/ Διὶ τυχῶσα)]· Palagia 2011, 64, υποσημ. 14 ([ΕΥ]ΝΟΜΙΑ ΔΙΙ ΤΥΧΟ[ΣΑ])· Μερκούρη 2013, 28, 30, εικ. 9. Σχετικά με τη χρήση του τύπου (ἐπι)τυχῶσα αντί (ἐπι)τυχοῦσα σε έναν ιερό νόμο από την περιοχή του Πεταλιδίου βλ. IG V 1, 1498.
13. Palagia 2011, 62-69. Σε ό,τι αφορά στη θεσσαλική στήλη που αναφέρεται στον Δία Θαύλιο και την Εννοδία βλ. Forsén 1996, 88, αρ. 18.1, εικ.91. Ο θεός έχει συνδεθεί με τον καθαρμό του μιάσματος του φόνου· για το θέμα αλλά και για τη λατρεία του στον θεσσαλικό κόσμο ως χθονίου θεού βλ. Χρυσοστόμου 1998, 236-43. Αναφορικά με τη σχέση της Εννοδίας με τον Κάτω Κόσμο βλ. Χρυσοστόμου 1998, ιδίως 262-7. Σχετικά με τη στήλη της Ρήνειας βλ. Λουδάρου 2018, 156-158 (αρ. 62). Στη Σπάρτη βρέθηκαν πέντε αναθηματικά ανάγλυφα με παραστάσεις ανοιχτών χεριών· δύο εξ αυτών που φέρουν επιγραφές μπορούν να χρονολογηθούν στον -1ο αι.(Κουρίνου2000,172-174, πίν.37).
14. Μποσνάκης 2020, 58-59, υποσημ. 356.
15. Valmin 1930, 175-180· Hansen και Nielsen 2004, 561, αρ. 316· Παπαχατζής 2009, 152-153, υποσημ. 3. Βλ. και Παυσανίας 4.34.4-5. Ο Παυσανίας κάνει λόγο για ένα χάλκινο άγαλμα του Διός Σωτήρος στην αγορά της πόλης (Παυσανίας, 4.34.6).
16. Σχετικά με το άγαλμα του Ηρακλή Θηβαίου βλ. Θέμελης 2002, 133, εικ. 133-134· Themelis 2019, 543-544, fig. 18.5. Ο Π. Θέμελης εκτιμά ότι μέσα στο νεώτερο τέμενος του Ασκληπιού και της Μεσσήνης (τέλος -3ου/αρχές -2ου αι.) είχε ανεγερθεί κτίσμα αφιερωμένο στη λατρεία του ήρωα ο οποίος λατρευόταν από κοινού με τον Ερμή (Θέμελης 2000, 16· Themelis 2002, 231-237). Βλ. επίσης το άγαλμα του τύπου Caserta από την πόλη (Themelis 2002, 237-241, pl. 58-59· 2019, 552-553), αλλά και τις νομισματικές κοπές που απεικονίζουν τον ήρωα (Themelis 2002, 241, pl. 60B).
17. Θέμελης 2000, 158-165, εικ. 146-152.
18. Kurtz και Boardman 1971, 179.
19. Dragendorff 1903, 304-306, πίν. 492a-b. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο μορφές της θηραϊκής Σελλάδας συνδέθηκαν με άωρους νεκρούς και χαρακτηρίστηκαν «substitute figures». Ο άδειος «τάφος του Schiff» εντός του οποίου βρέθηκαν, θεωρήθηκε το κενοτάφιο μιας μαζικής συμφοράς των Θηραίων στη θάλασσα, κατά την εποχή των αποικισμών (Kurtz και Boardman 1971, 179).
20. Koursoumis και Karapanagiotou2011,371-390. Για την αρχική δημοσίευσή της βλ.Burr1927,169 176.
21. Gabrici 1927, 174-181, πίν. XΧVII, XXVIIΙ, XΧIX· Tusa και Pecoraino 1976· Famà και Tusa 2000. Ο Di Vita θεώρησε ότι πρόκειται για φοινικικούς cippi (Di Vita 1961-64, 235-250), ωστόσο αργότερα ερμηνεύτηκαν ως ελληνικές δημιουργίες (Beschi 1969-70, 331· Kron 1992, 58, υποσημ. 13). Η ερμηνεία των cippi δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής σύμφωνα με τα κριτήρια διάκρισής τους από τις στήλες (Moscati 1982, 79-80), αλλά και έναν φοινικικό cippus από την Ελεύθερνα (Stampolidis 1990, 99-106, πίν. Ιa-d). Οι στήλες του Σελινούντα ταυτίστηκαν με κολοσσούς και συνδέθηκαν με τον κόσμο των νεκρών (Picard 1943, 106-114· Zuntz 1971, 103· Vernant 1989, 94· Burkert 1993, 419).
22. Rife κ.ά. 2007, 162, fig. 14.
23. Κουρσούμης 2011, 311-327. Για την αρχική δημοσίευση της στήλης βλ. Kourou και Grammatikaki 1998, 237-249.
24. Η χρήση του όρου συναντάται κυρίως στον δωρικό κόσμο. Σύμφωνα με τον Rolley χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για να δηλώσει ασυνήθιστες απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών, όπως τα αιγυπτιακά κολοσσιαία αγάλματα, κατ’ επέκταση και ελληνικά και ρωμαϊκά, αλλά και τα ανδρείκελα που δεν αρκούσαν για να παρηγορήσουν τον Μενέλαο για την απουσία της Ελένης (Rolley 1994, 22-23). Ο Roux ταύτισε τους κολοσσούς με αγάλματα-menhir, τελετουργικά αντικείμενα που λειτούργησαν ως υποκατάστατα νεκρών (Roux 1960, 34-40). Από την πλευρά της η van Hall μίλησε για λίθινες, μη παραστατικές ή ανθρωπόμορφες στήλες που τοποθετούνταν σε κενοτάφια υποκαθιστώντας το νεκρό σώμα ως κατοικία του ειδώλου του νεκρού (van Hall 1942, 191-193). Τέλος ο Vernant υπογράμμισε τον στητό χαρακτήρα και την ακινησία των κολοσσών, εκτιμώντας ότι αφενός η μορφή και τα υλικά κατασκευής τους ποικίλουν (ξύλο, πέτρα, πηλός κ.ά.), αφετέρου ότι πρόκειται για λαϊκά τεχνουργήματα, που λειτούργησαν ως «διπλά», δηλαδή ως ορατά στους θνητούς αντικείμενα που απεικονίζουν νεκρά πρόσωπα, επιτρέποντας την επιφάνεια των ειδώλων τους (Vernant 1989, 96-108). Για το θέμα βλ. και Chantraine 1930, 449-455· Karakatsanis 1986, 9-35.
25. Johnston 1999, 30-35. Βλ. και Μποσνάκης 2020, 59.
26. Βλ. και Bremmer 1983, 89· Μποσνάκης 2020, 64.
27. Κατά την κάθοδο του Αινεία στον Άδη ο ήρωας συναντά ψυχές που συνωστίζονται στην όχθη του Αχέροντα μη μπορώντας να περάσουν απέναντι. Στο ερώτημά του γιατί συμβαίνει αυτό, η Σίβυλλα του απαντά ότι πρόκειται για τις ψυχές άθαφτων νεκρών. Μάλιστα του εξηγεί ότι τα φαντάσματά τους τριγυρνούν στην ποταμιά εκατό χρόνια και τότε μόνο μπορούν να απελευθερωθούν και πλέον μπορούν να περάσουν στην απέναντι όχθη (Βιργίλιος, Αινειάδα, 305-330). Για το θέμα βλ. και Hendricks 1980, 201-205· Μποσνάκης 2020, 64.
28. Μποσνάκης 2020, 65-66, όπου μεταξύ άλλων υπάρχει και αναφορά στην ιστορία της Γελλούς από τη Λέσβο που παραδίδεται από τον Ζηνόβιο (Ζηνόβιος, Επιτομή παροιμιών, 3.3).
29. Σχετικά με το θέμα βλ. και Benveniste 1932, 122-124· Ridgway 1993, 22· Dickie 1996, 237-257.
30. Picard 1933, 351-353.
31. Guillon 1936, 233-235.
3.2 «...Κηρίνος πλάσσαντες κολοσὸς κατέκαιον… τὸμ μὴ ἐμμένοντα τούτοις | τοῖς ὁρκίοις ἀλλὰ παρβεῶντα καταλείβεθαί νιν καὶ κα-|ταρρὲν ὥσπερ τὸς κολοσός…» (Chamoux 1953, 105-106· SEG 9.3, 44-49. Βλ. και Vernant 1989, 95-97).
33. «…κολοσὸς ποιήσαντα ἔρσενα καὶ θήλεια[ν] | ἤ καλίνος ἤ γαΐνος … φέροντα ἒς ὕλαν ἀεργὸν ἐρε[ῖ]-|σαι τάς κολοσὸς καὶ τὰ μέρη» (Servais 1960, 112-147·SEG 9.72, 114-121). Βλ. και Vernant 1989, 95-97. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Dickie, τόσο οι κέρινοι όσο και οι πήλινοι ή ξύλινοι κολοσσοί των επιγραφών της Κυρήνης είχαν πιθανότατα το μέγεθος ανθρώπου ή και μεγαλύτερο (Dickie 1996, 240-241). Αξίζει να επισημανθεί ότι στο νεκροταφείο της Κυρήνης ήλθαν στο φως ανθρωπόμορφες στήλες και γλυπτά του -5ου και -4ου αι., που χαρακτηρίζονται από την απουσία προσώπου («απροσωπία») και έχουν συνδεθεί με τους κολοσσούς των κυρηναϊκών επιγραφών (Beschi 1969-70, 209-233, 326-336, εικ. 61-62, 64).
34. Για τη σύνδεση της κεφαλής με την ψυχή και την αντίληψη που ήθελε τους νεκρούς ἀμενηνὰ κάρηνα βλ. Μποσνάκης 2020, 64. Η σχετική αναφορά απαντά στον Όμηρο (Όμηρος, Οδύσσεια, λ 29, 49). Ως προς την ταύτιση της έννοιας του μένους με την ίδια τη ζωή και την ψυχή βλ. Liddell και Scott 1996, λημ. μένος, 1103). Για τη λειτουργία του λίθου στα είδωλα των κολοσσών βλ. Vernant 1989, 100-108.
35. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το πρόσωπο της νεκρής Φιληρατίδος να είχε καλυφθεί κατά την ταφή της με μάσκα ή επιστόμιο είτε λόγω της κοινωνικής της θέσης είτε λόγω των ιδιαίτερων ταφικών πρακτικών που ακολούθησαν τον πρόωρο θάνατό της. Η χρήση μάσκας συνδέεται με τη λατρεία της Εκάτης (Burkert 1993, 362). Για την κάλυψη των στομάτων των νεκρών με επιστόμια βλ. ενδεικτικά Kurtz και Boardman 1971, 212-213· Gavrilaki και Tzifopoulos 1998, 343-355.
36. Μποσνάκης 2020, 47. Βλ. και Johnston 1999, 58. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του χοιροβοσκού Μελανθίου τον οποίον ο Οδυσσέας σκοτώνει και ακρωτηριάζει αποκόπτοντάς του χέρια, πόδια, γεννητικά όργανα και μύτη (Όμηρος, Οδύσσεια, χ 474-477).
37 Οι «Διόβλητοι νεκροί» θεωρούνταν ευλογία για μία κοινότητα και τα σώματά τους θάβονταν εκεί όπου είχαν χτυπηθεί (Πλούταρχος, Ηθικά, 665c). Βλ. και Μποσνάκης 2020, 57).
38 Ο Πλίνιος ο Νεώτερος περιγράφει τη συνάντησή του με ένα φάντασμα καταδίκου στην Αθήνα αλλά και την εξαφάνιση του φαντάσματος όταν πλέον η σωρός του καταδίκου θάφτηκε με τον αρμόζοντα τρόπο (Πλίνιος, Επιστολές, 7.27.4-11).

Abstract
In the early 20th century an anthropomorphic stele was found in the Peloponnese, at the Messenian town of Petalidi currently identified with ancient Korone. The stele has been hewn out of local limestone with an abundance of veins and cracks, chipped at certain points. Comprising a roughly carved head and a pillar, the stele has basically one main façade, on which an inscription is engraved. The text refers to a woman, Philiratis, likely the wife of Eupragidas, who had encountered Zeus. On the basis of other, inscribed, relief stelai, associated with apotropaic practices, the Petalidi stele should be dated to the -2nd/1st c. Moreover, the roughly hewn features of the head allude to the so-called kolossoi, mainly anthropomorphic stelai used in burials, in order to detain the ghosts of people who had unexpectedly died (ἄωροι νεκροί), and protect the living from their dark forces. It seems that Zeus, whom Philiratis had unfortunately encountered, was not Zeus of the Heavens, but the fierce god of the Underworld.







Printfriendly