Ελληνιστικοί τάφοι στην Αίπεια (αρχαία Θουρία)
Το καλοκαίρι του 2017 διενεργήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας σωστική ανασκαφική έρευνα πλησίον του σύγχρονου νεκροταφείου της Τοπικής Κοινότητας Αίπειας του Δήμου Καλαμάτας. H εν λόγω σωστική ανασκαφή, η οποία έφερε στο φως συστάδα ελληνιστικών τάφων, διενεργήθηκε στο πλαίσιο του έργου της ΔΕΗ για την υπογειοποίηση των καλωδίων παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή της Δημοτικής Ενότητας Θουρίας του Δήμου Καλαμάτας1.
Οι ανωτέρω τάφοι εντοπίστηκαν στις δυτικές υπώρειες της ράχης των Ελληνικών, 40μ. περίπου δυτικά του Ασκληπιείου, και ανήκαν σε κατοίκους της πόλης της αρχαίας Θουρίας, η ακρόπολη της οποίας βρισκόταν στην κορυφή της ράχης2. Η αρχαία Θουρία ήταν περίοικος πόλη της αρχαίας Σπάρτης και η δεύτερη σημαντική πόλη της Μεσσηνίας μετά την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης το -369 3. Γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη κατά τους χρόνους που ακολούθησαν την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη λακωνική κατοχή, όπως υποδηλώνει το αρχαίο τείχος του -4ου αιώνα που περίκλειε την πόλη4, καθώς και τα μνημεία και το λιθόκτιστο θέατρο που ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας που διενεργείται στην περιοχή της αρχαίας Θουρίας υπό τη διεύθυνση της Επιτίμου Διευθύντριας Αρχαιοτήτων Δρος Ξένης Αραπογιάννη5. Η οικονομική ευμάρεια της πόλης συνεχίστηκε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως διαφαίνεται από τα επιβλητικά κατάλοιπα των ρωμαϊκών θερμών στην Άνθεια, καθώς και τα κατάλοιπα κτηρίων των ρωμαϊκών χρόνων στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Θουρίας6.
Οι αποκαλυφθέντες τάφοι, οι οποίοι αποτελούν τμήμα ελληνιστικού νεκροταφείου, εντοπίσθηκαν στη δεξιά και αριστερή παρειά της τάφρου της ΔΕΗ και σε βάθος περίπου 0,60μ. από το οδόστρωμα της δημοτικής οδού (Εικ.1). Είχαν λαξευτεί στο σκληρό πορώδες χώμα (ασπροπουλιά) της περιοχής7. Ερευνήθηκαν συνολικά έξι τάφοι, αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλοι κάτω από το οδόστρωμα της σύγχρονης οδού, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της εν λόγω θέσης. Οι τάφοι που ερευνήθηκαν έχουν σχήμα ορθογώνιο, κατεύθυνση ΒΔ- ΝΑ και καλύπτονταν από επίπεδους πλακοειδείς λίθους από τοπικό ασβεστόλιθο. Στο σύνολό τους βρέθηκαν αναμοχλευμένοι, ενώ κάποιοι φαίνεται ότι υπέστησαν φθορές κατά την εκσκαφή της τάφρου για την τοποθέτηση των υπογείων καλωδίων της ΔΕΗ8.
Ειδικότερα, από τον Τάφο 1, ο οποίος εντοπίστηκε στη νότια παρειά της τάφρου και σώζει τη λίθινη καλυπτήρια πλάκα του, συλλέχθηκαν θραύσματα ανθρώπινων οστών και αγγεία των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (Εικ.2). Πρόκειται για μια οινοχόη (οινοχοΐσκη) σωζόμενη κατά το ήμισυ (αρ. ευρ. Π12277)9, μια μικρογραφική πυξίδα (Π12278)10, απότμημα μελαμβαφούς πυξίδας (Π12279)11, ένα δίωτο κύπελλο (σκύφος) σωζόμενο κατά το ήμισυ (Π12280)12 και όστρακα από τροχήλατο αγγείο ελληνιστικών χρόνων. Ο σωζόμενοςκατά το ήμισυ σκύφος είναι συγκολλημένος από τέσσερα τμήματα και διατηρεί κατά το ήμισυ τη μια οριζόντια ταινιωτή λαβή του. Ο πηλός του είναι ερυθροκάστανος καθαρός, το χείλος του είναι ευθύ, η βάση δακτυλιόσχημη, ενώ το κάτω τμήμα των τοιχωμάτων κοίλο. Η βάση διαχωρίζεται από το σώμα με αυλάκωση. Είναι ολόβαφος εσωτερικά και στον πυθμένα φέρει σειρές λεπτών ακιδωτών γραμμιδίων, που περιβάλλουν τουλάχιστον ένα εμπίεστο ανθέμιο. Εξωτερικά είναι επίσης ολόβαφος, εκτός από την αυλάκωση που ξεχωρίζει τη βάση από τα τοιχώματα και από την επιφάνεια έδρασης της βάσης και το «οριζόντιο» τμήμα στο εσωτερικό της. Το κέντρο του τελευταίου τονίζεται με μελανή βαφή. Ο ανωτέρω τάφος, σύμφωνα με την ευρεθείσα κεραμική χρονολογείται από τα μέσα του -4ου αι. έως τις αρχές του -3ου αι.
Ο Τάφος 2, ο οποίος εντοπίσθηκε στη βόρεια παρειά της τάφρου, σώζει κατά το ήμισυ τη λίθινη καλυπτήρια πλάκα του. Στη ΒΔ στενή πλευρά του βρέθηκε κάνθαρος (Π12281) με δύο κάθετες λαβές, σχεδόν ακέραιος, από ντόπιο πηλό και θαμπό μελανό γάνωμα, ο οποίος με βάση τυπολογικά παράλληλα χρονολογείται στα μέσα του -3ου αι. (Εικ.3)13. Στο ίδιο σημείο του τάφου βρέθηκαν τμήματα ενός σιδερένιου εγχειριδίου (Μ12282) και τμήμα μιας σιδερένιας στλεγγίδας (Μ12283).
Ο Τάφος 3, ο οποίος εντοπίσθηκε επίσης στη βόρεια παρειά της τάφρου, περιείχε in situ ταφή. Στο ύψος της λεκάνης του νεκρού, ο οποίος έβλεπε βόρεια, είχε τοποθετηθεί ένας άωτος μονόμυξος λύχνος (Π12284)14, ενώ λίγο χαμηλότερα, μεταξύ των μηριαίων οστών, είχε εναποτεθεί λευκή λάγυνος (Π12285) με γραπτή διακόσμηση στον ώμο: δεκάχορδη άρπα σε σχήμα τριγώνου πλαισιωμένη από στεφάνια και ομοίωμα λάγυνου (Εικ. 4, 5)15. Στη ΒΑ πλευρά του τάφου είχε αποτεθεί ακέραιος ανάγλυφος σκύφος με ροπαλόσχημα φύλλα στο σώμα (Π12286)16, τα οποία εναλλάσσονται με σειρά από ανάγλυφες στιγμές, ενώ σιδερένια στλεγγίδα (Μ12287), τμήμα σιδερένιας στλεγγίδας (Μ1288) και θραύσματα σιδερένιων εγχειριδίων (Μ12287) βρέθηκαν πλησίον του μηριαίου οστού του νεκρού (Εικ. 6, 7)17. Ο τάφος με βάση το ανωτέρω κτερίσματα που συνόδευαν το νεκρό χρονολογείται μεταξύ του 2ου και του -1ου αι.
Στον Tάφο 4, ο οποίος εντοπίσθηκε στη νότια παρειά της τάφρου, βρέθηκαν δύο κρανία, γεγονός που υποδηλώνει ότι εκτός από την κύρια ταφή πιθανότατα είχε διεξαχθεί και ανακομιδή. Πλησίον του δεύτερου κρανίου είχαν αποτεθεί δύο μυροδοχεία (Π12290, Π12291)18, που ανήκουν στην κατηγορία των μυροδοχείων δίχως πόδι (βολβόσχημα), ένα χάλκινο κάτοπτρο (χάλκινος δίσκος με περιχείλωμα)19, καθώς και άνω τμήμα γυάλινου πιθανότατα βολβόσχημου μυροδοχείου (Δ12292) από φυσητό διαφανές γυαλί, γαλάζιου χρώματος (Εικ.8, 9)20. Τα ανωτέρω ευρήματα, τα οποία χρονολογούν και τον τάφο, ανάγονται μεταξύ του -1ου αι. και του +1ου αι.
Οι Τάφοι 5 και 6, που επίσης εντοπίσθηκαν στη νότια παρειά της τάφρου, ήταν πλήρως αναμοχλευμένοι. Από το εσωτερικό του Τάφου 5 συλλέχθηκαν μεταλλικά αντικείμενα (αιχμή σιδερένιου εγχειριδίου, τμήμα σιδερένιου ήλου, δύο χάλκινα ελάσματα και μικρό στέλεχος σιδερένιου εξαρτήματος), ενώ από την επίχωση του Τάφου 6 συλλέχθηκαν γραπτά όστρακα ελληνιστικών χρόνων. Επιπλέον, από την επίχωση της τάφρου στην περιοχή των ανωτέρω τάφων συλλέχθηκε μονόμυξος, πήλινος λύχνος (Π12276) του -2ου αι., προφανώς προερχόμενος από κάποιον από τους αναμοχλευμένους τάφους (Εικ.10)21.
Σύντομη ανασκόπηση της κεραμικής
Τα κτερίσματα από τους ανωτέρω τάφους συμπεριλαμβάνουν κυρίως πήλινα αγγεία, ενώ λιγότερες είναι οι μεταλλικές στλεγγίδες και τα εγχειρίδια και σπάνια τα γυάλινα σκεύη. Αν και ο αριθμός των τάφων και των κτερισμάτων από το ανωτέρω νεκροταφείο της Αίπειας είναι μικρός, τα κλειστά αυτά σύνολα αντανακλούν όψεις της κοινωνίας της πόλης της αρχαίας Θουρίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για τα ταφικά έθιμα της περιοχής. Σημειώνεται ότι οι κατηγορίες της ελληνιστικής κεραμικής που συνοδεύουν τους νεκρούς των υπό μελέτη τάφων είναι αντίστοιχες με εκείνες που απαντούν σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας, όπως για παράδειγμα σε τάφους της Πυλίας και της αρχαίας Μεσσήνης22.
Στην παρούσα φάση της μελέτης δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί η προέλευση των αποκαλυφθέντων πήλινων αγγείων, τα οποία, στο σύνολό τους, διακρίνονται από καθαρό πηλό, χωρίς προσμίξεις, και από λεπτά τοιχώματα. Στην πλειονότητά τους είναι καλοψημένα και όπως φαίνεται αποτελούν προϊόντα επιμελημένης εργασίας και υψηλής αισθητικής ποιότητας. Ο πηλός τους είναι κυρίως καστανέρυθρος, αλλά υπάρχουν και παραδείγματα των οποίων ο πηλός χαρακτηρίζεται από καστανοκίτρινη απόχρωση, γεγονός που ενδεχομένως υποδηλώνει την προέλευσή τους από διαφορετικά εργαστήρια. Επιπροσθέτως, το γάνωμα ποικίλει από μαύρο στιλπνό με μεταλλική υφή σε καστανέρυθρο και θαμπό σκούρο καστανό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατά το ήμισυ σωζόμενη μελαμβαφής πυξίδα (Π12279) (Εικ. 2α) έχει κατασκευαστεί από καλοψημένο, καθαρό, πορτοκαλόχρωμο πηλό και το γάνωμά της είναι στιλπνό, με μεταλλική υφή, στοιχεία που παραπέμπουν σε αττικά εργαστήρια23.
Όσον αφορά στα σχήματα, ξεχωρίζει η λάγυνος (Π12285) με το αμφικωνικό σώμα και τη διακόσμηση σε λευκό βάθος (Εικ.5)24. Πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική κατηγορία αγγείων της ελληνιστικής περιόδου, της οποίας η παραγωγή ξεκίνησε γύρω στα μέσα του -2ου αι.25. Η λάγυνος έχει ψηλό λεπτό λαιμό, που απολήγει σε στενό στόμιο, δακτυλιόσχημη βάση και κάθετη, ταινιωτή λαβή. Η επιφάνειά της, εκτός από την κάτω επιφάνεια της βάσης, είναι καλυμμένη με λευκό επίχρισμα, ενώ στην περιοχή του ώμου φέρει κοσμήματα καστανοκίτρινου χρώματος. Η ανωτέρω λάγυνος δύναται να παραλληλιστεί με αντίστοιχη από την Τσοπάνη Ράχη, η οποία κοσμείται στον ώμο με στεφάνους και μουσικά όργανα26.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι δύο πήλινοι μονόμυξοι τροχήλατοι λύχνοι, που βρέθηκαν ο ένας στον Τάφο 3 (Π12284) (Εικ.4) και ο άλλος στην επίχωση της διανοιχθείσας τάφρου (Π12276) (Εικ.10), καθότι συμβάλλουν στη χρονολόγηση του εν λόγω νεκροταφείου. Ο Π12276 έχει βάση επίπεδη, τα τοιχώματα καμπύλα και σφαιρικά. Γύρω από την οπή πλήρωσης φέρει χαμηλή ράχη και ομόκεντρη αύλακα περιμετρικά. Οι λύχνοι έχουν σχήμα ημισφαιρικό και βάση χαμηλή δακτυλιόσχημη, με μεγάλη οπή πληρώσεως στο κέντρο του δίσκου, γύρω από την οποία διαμορφώνεται πλαστικός δακτύλιος. Ο Π12284 είναι άωτος με πηλό καθαρό, ερυθρωπό και μελανό γάνωμα, που διατηρείται κατά τόπους, ενώ ο Π12276 σώζει τα ίχνη ταινιωτής λαβής και ο πηλός του είναι λεπτός καστανόχρωμος, με καστανό σκούρο επίχρισμα που διατηρείται κατά τόπους. Οι ανωτέρω λύχνοι δύνανται να χρονολογηθούν, με βάση τυπολογικά κυρίως παράλληλα από την Αγορά της Αθήνας, στα τέλη του -2ου αι.27.
Σημαντική είναι η παρουσία μελαμβαφούς κεραμικής, που εκπροσωπείται από τμήμα κυπέλλου (σκύφου), δίωτο κύπελλο (κάνθαρο), το κάτω τμήμα οινοχόης και πυξίδα σωζόμενη κατά το ήμισυ. Από τα ανωτέρω ξεχωρίζει η σωζόμενη κατά το ήμισυ πυξίδα (τύπος Β), η επιφάνεια της οποίας (εσωτερικά και εξωτερικά) φέρει εξαίρετης ποιότητας στιλπνή, μεταλλική, μελανή βαφή που παραπέμπει, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε αττικά εργαστήρια. Παρόμοια καλής ποιότητας μελαμβαφής κεραμική έχει βρεθεί και στην αναμοχλευμένη επίχωση των θαλαμωτών τάφων του παρακείμενου μυκηναϊκού νεκροταφείου στην κορυφή του λόφου των Ελληνικών28. Είναι αξιοσημείωτο ότι στους τάφους που ερευνήθηκαν δεν βρέθηκαν αγγεία με διακόσμηση τύπου Δυτικής Κλιτύος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ανάγλυφος σκύφος με ροπαλόσχημα φύλλα στο σώμα και ανάγλυφους ρόδακες κάτω από το χείλος (Π12286) από τον Tάφο 3 (Εικ.6)29. Οι ανάγλυφοι σκύφοι πρωτοεμφανίστηκαν στην Αθήνα λίγο πριν από τα μέσα του -3ου αι. και ο τύπος διαδόθηκε ταχύτατα σε όλη τη Μεσόγειο30.
Αποτελούσαν το πιο συνηθισμένο σχήμα σκύφου καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, κυρίως τον -2ο αι. Εκτός από την αρχαία Θουρία, ανάγλυφοι σκύφοι απαντούν στην αρχαία Μεσσήνη και στην Πυλία31. Ο σκύφος από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Αίπειας (αρχαίας Θουρίας), ο οποίος χρονολογείται μεταξύ του -2ου και του -1ου αι., έχει ημισφαιρικό σώμα, λεπτά τοιχώματα, γκριζόφαιο πηλό και μελανό θαμπό γάνωμα, εσωτερικά και εξωτερικά, απολεπισμένο σε σημεία. Το χείλος, το οποίο είναι σχετικά ψηλό, κλείνει ελαφρώς προς τα μέσα. Κάτω από το χείλος σχηματίζεται ζώνη με ανάγλυφους ρόδακες, ενώ το υπόλοιπο σώμα κοσμείται με ανάγλυφα ροπαλοειδή φύλλα, που διαχωρίζονται με στιγμές. Το μετάλλιο στη βάση φέρει ανάγλυφο γράμμα Δ.
Σημαντικά είναι και τα βολβόσχημα μυροδοχεία (bulbous unguentaria) του Τάφου 4 (Εικ.9), η χρήση των οποίων πιθανότατα σχετίζεται με τη μεταφορά αρωματικού ελαίου. Τα μυροδοχεία αντικαθιστούν από τον -4ο αι. και μετά τις ληκύθους στις διάφορες χρήσεις τους και αποτελούν χαρακτηριστική κατηγορία αγγείων της ελληνιστικής εποχής, με ευρύτατη διάδοση32. Ο τύπος του αγγείου απαντά συχνά σε οικιστικά σύνολα και, ακόμη συχνότερα, σε ταφικά33.Τα δύο βολβόσχημα μυροδοχεία του ελληνιστικού νεκροταφείου της αρχαίας Θουρίας ανήκουν στην ομάδα των μυροδοχείων χωρίς πόδι, που πρωτοεμφανίζονται τις τελευταίες δεκαετίες του -2ου αι.34 αλλά συνηθίζονται κυρίως από τον -1ο αι. και μετά. Στη συνέχεια φαίνεται ότι αντικαταστάθηκαν από τα γυάλινα μυροδοχεία35. Τα περισσότερα αγγεία αυτής της ομάδας είναι ακόσμητα, ορισμένα όμως έχουν καστανό γάνωμα στον λαιμό, όπως το μυροδοχείο (Π12290) από τον Τάφο 4 36. Το ένα μυροδοχείο (Π12290) έχει σώμα ραδινό, λεπτά τοιχώματα, λαιμό ψηλό, κυλινδρικό, που ευρύνεται προς τα επάνω και απολήγει σε στόμιο που έχει τη μορφή δακτυλίου, ενώ στο κάτω μέρος διαμορφώνεται οριζόντια επιφάνεια έδρασης. Ο πηλός του είναι καστανέρυθρος και καθαρός. Η επιφάνεια του αγγείου είναι άβαφη, ενώ φέρει απολεπισμένο, μελανό γάνωμα στο ύψος του ώμου και στον λαιμό. Το δεύτερο μυροδοχείο (Π12291) είναι άβαφο, κατασκευασμένο από καθαρό, καστανέρυθρο πηλό και έχει σώμα σφαιρικό, με λεπτά τοιχώματα.
Το άνω τμήμα του γυάλινου πιθανού μυροδοχείου από τον παραπάνω τάφο (Δ12292) έχει κοντόχοντρο λαιμό και έξω νεύον χείλος. Προφανώς ανήκε στον τύπο με βραχύ, στενό λαιμό, σφαιρικό ή απιόσχημο σώμα, επίπεδη ή ελαφρώς κοίλη βάση και έξω νεύον, δακτυλιόσχημο χείλος. Ο παραπάνω τύπος χρονολογείται στα τέλη του -1ου αι./ αρχές +1ου αι.37. Στον ανωτέρω τάφο τα δύο πήλινα βολβόσχημα μυροδοχεία συνυπάρχουν με το άνω τμήμα πιθανότατα γυάλινου μυροδοχείου38. Τα γυάλινα αντικείμενα πρέπει να ήταν αρκετά διαδομένα στη Μεσσηνία κατά τους ύστερους ελληνιστικούς- πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως δείχνουν και τα ευρήματα από τα νεκροταφεία της Πυλίας και άλλων θέσεων της Μεσσηνίας39.
Οι ταφικές πρακτικές
Ο μικρός αριθμός των ανεσκαμμένων τάφων, σε συνδυασμό με την αναμόχλευσή τους, δυσχεραίνει την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων σχετικά με τις ταφικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στο εν λόγω νεκροταφείο. Σύμφωνα, ωστόσο, με τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα, στο ελληνιστικό νεκροταφείο στην Αίπεια (αρχαία Θουρία), το οποίο, όπως και αυτό στη θέση «Κάσσουλη» (ΒΑ της ακρόπολης της αρχαίας Θουρίας), χωροθετείται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, λάμβαναν χώρα μόνο ενταφιασμοί, ταφική πρακτική με μακρά παράδοση στην περιοχή ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους40. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους τάφους που ερευνήθηκαν δεν παρατηρήθηκε περίπτωση καύσης νεκρού, όπως σε άλλα ελληνιστικά νεκροταφεία της Μεσσηνίας41. Ο νεκρός, συνοδευόμενος από τα κτερίσματά του, ήταν τοποθετημένος επί του δαπέδου του τάφου, σε στάση εκτάδην, με κατεύθυνση ΒΑ- ΝΔ. Η ανεύρεση μεταλλικών αντικειμένων (ήλων και, πιθανώς, χάλκινου στροφέα) στον Τάφο 5 ενδεχομένως υποδηλώνει την ύπαρξη φέρετρου ή φορείου για την τοποθέτηση του σώματος του νεκρού. Η παρουσία και δεύτερου κρανίου σε ορισμένους τάφους υποδηλώνει ότι στο εσωτερικό τους διεξάγονταν και ανακομιδές. Η παρουσία σιδερένιων στλεγγίδων και σιδερένιων μαχαιριδίων υποδηλώνει ανδρικές ταφές. Δεν αποκλείεται βέβαια οι στλεγγίδες να ανήκαν σε παιδικές ή ακόμη και σε γυναικείες ταφές.
Με γυναικεία ταφή θα πρέπει να συσχετισθεί το χάλκινο κάτοπτρο από τον Τάφο 4. Συνεπώς, δύναται να υποστηριχθεί ότι στο νεκροταφείο της Αίπειας ενταφιάζονταν και τα δύο φύλα, ενώ δεν έχουμε ενδείξεις για παιδικές ταφές.
Συμπερασματικά, το ανωτέρω νεκροταφείο φαίνεται ότι ήταν σε χρήση από τα τέλη -4ο / αρχές -3ου αι. έως τον -1ο αι., περίοδο κατά την οποία η πόλη της αρχαίας Θουρίας γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Η υψηλή άλλωστε ποιότητα των κτερισμάτων που συνόδευαν τους νεκρούς των υπό μελέτη τάφων υποδηλώνει τον πλούτο των κατόχων τους και συνακόλουθα την οικονομική ευμάρεια και την άνθηση της πόλης κατά την ελληνιστική περίοδο. Παράλληλα, μαρτυρά εμπορικές ανταλλαγές και επαφές με εργαστήρια της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Ιταλίας και, ενδεχομένως, της ευρύτερης λεκάνης της Μεσογείου. Η μελλοντική εξερεύνηση του νεκροταφείου θα διαφωτίσει περαιτέρω τόσο τις ταφικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στην περιοχή όσο και όψεις της κοινωνικο-οικονομικής δομής της αρχαίας Θουρίας κατά την ελληνιστική περίοδο.
Ευαγγελία Μαλαπάνη
Ελληνιστικοί τάφοι στην Αίπεια (αρχαία Θουρία)
Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2-5 Ιουνίου 2021. Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου- Ευγενία Γιαννούλη- Ελένη Ζυμή Αιμιλία Μπάνου- Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ:407
1 Θερμές ευχαριστίες στον τοπογράφο της ΕΦΑ Μεσσηνίας κ. Βασίλη Πάνου για τη σχεδιαστική αποτύπωση των τάφων, στη σχεδιάστρια της Εφορείας κ. Ουρανία Ανδριανοπούλου για τον σχεδιασμό των αγγείων, καθώς και στις συντηρήτριες της Εφορείας κ. Στρατηγούλα Ράθωση και κ. Ρένα Τεμπελοπούλου για τη συντήρηση των αγγείων. Ευχαριστίες επίσης στους αρχαιολόγους Μαριφίλη Βαλάκα και Ευαγγελία Φράγκου για τη φωτογράφηση και καταγραφή των αγγείων των τάφων.
2 Η θέση της ακρόπολης της κλασικής πόλης της αρχαίας Θουρίας στην κορυφή της ράχης των Ελληνικών επιβεβαιώνεται τόσο από γραπτές όσο και από αρχαιολογικές μαρτυρίες (Παυσ. 4.31.1–3. Στράβ. 8.4.4 και 5).
3 Luraghi 2008, 30-33.
4 Αραπογιάννη 2005, 320. Dibenedetto 2006, 10. Santoriello κ.ά. 2006-2007, 12. Hope Simpson 1966, 123–124. Valmin 1930, 58.
5 Για τις ανασκαφές στην αρχαία Θουρία, βλ. Αραπογιάννη 2012, 37–52. Αραπογιάννη 2013, 57–66. Αραπογιάννη 2014, 71–87. Αραπογιάννη 2015, 71–107. Αραπογιάννη 2016, 63–100. Αραπογιάννη 2017α, 59–84. Αραπογιάννη 2017β. Αραπογιάννη 2018α. Αραπογιάννη 2018β, 29–56. Αραπογιάννη 2019, 69–100.
6 Για το λουτρικό συγκρότημα στην Άνθεια, βλ. Vitti 2013, 174–185. Λουτρικό οικοδόμημα ρωμαϊκών χρόνων έχει επίσης εντοπισθεί στην κορυφή της ράχης των Ελληνικών (Μαλαπάνη 2014, 743–744). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, η πόλη της αρχαίας Θουρίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους είχε μεταφερθεί από το ύψωμα των Ελληνικών στην πεδιάδα που εκτείνεται στους δυτικούς πρόποδες του (Παυσ. 4.31.1–2).
7 Πρόκειται για το ίδιο σκληρό χώμα στο οποίο είχαν λαξευτεί και οι θαλαμωτοί τάφοι του παρακείμενου μυκηναϊκού νεκροταφείου στην κορυφή της ράχης των Ελληνικών (Μαλαπάνη 2015, 76–77).
8 Κιβωτιόσχημοι τάφοι πρώιμων ελληνιστικών χρόνων με πλούσια κτερίσματα έχουν έλθει στο φως στη θέση «Κάσσουλη», πλησίον του μικρού ναού της Αγίας Βαρβάρας, βορείως της ακρόπολης της αρχαίας Θουρίας (Μαλαπάνη 2008, 397–398).
9 Για παράλληλα, βλ. Rotroff 1997, 362, αρ. 1230-1231, εικ. 75, πίν. 90.
10 Το ανωτέρω σχήμα μοιάζει με αυτό της (μεγαλύτερης) πυξίδας με αρ. 1243 από την αθηναϊκή Αγορά (Rotroff 1997, 363, αρ. 1243, εικ. 77, πίν. 93). Μικρογραφική πυξίδα, παρομοίου σχήματος, προέρχεται από τον κιβωτιόσχημο ελληνιστικό τάφο 2 στην Αρσινόη (Αραπογιάννη 2005, αρ. Π 6630, εικ. 16).
11 Παρόμοια με το αρ. 1231, από την αθηναϊκή Αγορά (Rotroff 1997, 362, εικ. 75, πίν. 90).
12 Ο σκύφος είναι παρόμοιος με αντίστοιχο αγγείο από την αθηναϊκή Αγορά (Sparkes-Talcott 1970, 275, αρ. 561, εικ. 6) και χρονολογείται στα μέσα του -4ου αι.
13 Ο κάνθαρος είναι παρόμοιος ως προς τις λαβές, το χείλος και τη δακτυλιόσχημη βάση, αλλά με πιο βραχύ σώμα, με κάνθαρο από την αθηναϊκή Αγορά (Rotroff 1997, αρ. 283, σελ. 279, πίν. 2).
14 Ο λύχνος χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτου του -2ου αι. Έχει βάση ελαφρώς υπερυψωμένη με επίπεδη επιφάνεια φέρει υπερυψωμένο χείλος στην κορυφή των τοιχωμάτων και βαθύτερο δίσκο στην οπή πλήρωσης. Ο μυκτήρας κυκλικός στην κορυφή, σωληνοειδής σε τομή. Πρβλ. Howland 1958, 110, αρ. 467, πίν. 17, 43: τύπος 35Α. Παρόμοιος λύχνος προέρχεται από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Γιάλοβας (Γιαλούρης 1966, πίν. 164δ).
15 Πιθανότατα τρίγωνο άρπα ανάμεσα σε δύο δελφίνια απεικονίζεται στον ώμο λαγύνου από το ελληνιστικό νεκροταφείο στο Διβάρι της Πύλου (Καλτσάς 1983, 6, πίν. 5, εικ. γ, δ). Παρόμοιο διακοσμητικό θέμα απαντά στον ώμο λαγύνου από τη Δήλο (Leroux 1913, 17). Γενικά, η άρπα αποτελεί σπάνιο εικονιστικό μοτίβο στην αρχαία ελληνική τέχνη. Άρπα εικονίζεται σε λευκή λάγυνο με γραπτή διακόσμηση από ελληνιστικό τάφο στη Θήβα (Χαραμή 2012, 162, εικ. 74).
16 Ανάγλυφοι σκύφoι προέρχονται από τάφους των ελληνιστικών νεκροταφείων της Πύλου και χρονολογούνται από τον -2ο αι. έως το α΄ τέταρτο του -1ου αι. (Καλτσάς 1983, 51–55. Δανάλη 2000, 279–281. Δανάλη 2011, 110).
17 Σιδερένιες στλεγγίδες και σιδερένια εγχειρίδια συνόδευαν τους νεκρούς και στα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου (Καλτσάς 1983, πίν. 11β–ε), καθώς και τους νεκρούς στον Τύμβο της Τσοπάνη Ράχης (Παπαθανασόπουλος 1961-1962, 99).
18 Το πιο λεπτό βολβόσχημο μυροδοχείο (Π12290) μοιάζει με αντίστοιχο από την αθηναϊκή Αγορά (Robinson 1959, 15, εικ. 50, πίν.2) και χρονολογείται μεταξύ του β΄ μισού του -1ου αι. και του α΄ μισού του +1ου αι. Το δεύτερο βολβόσχημο (Π12291) μοιάζει επίσης με αντίστοιχο από την αθηναϊκή Αγορά (Robinson 1958, 31, G97-98, πίν. 5) και χρονολογείται την ίδια περίοδο με το προηγούμενο.
19 Χάλκινο κάτοπτρο περιείχαν και ορισμένοι τάφοι στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Γιάλοβας (Γιαλούρης 1966, 165). Το κάτοπτρο του ανωτέρω τάφου (Μ12293) παρομοιάζει με αντίστοιχο από την Πνύκα, το οποίο περιγράφεται ως απλός δίσκος με ανασηκωμένα τα άκρα και ομόκεντρους κύκλους στην πίσω όψη (Davidson κ.ά. 1943, 99, αρ.12). Δύο παρόμοια χάλκινα κάτοπτρα βρέθηκαν στο κιβωτιόσχημο ελληνιστικό τάφο 2 στην Αρσινόη, έξω από τα τείχη της αρχαίας Μεσσήνης (Αραπογιάννη 2005, 322, εικ. 8, 9). Χαλκά κάτοπτρα έχουν βρεθεί και στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Γιάλοβας (Γιαλούρης 1966, 165).
20 Το ανωτέρω απότμημα μυροδοχείου, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του -1ου αι. και του +1ου αι., μοιάζει με μυροδοχείο από την αθηναϊκή Αγορά (Weinberg – Stern 2009, 78, αρ. 125, πίν. 12). Παρόμοιο μυροδοχείο έχει εντοπισθεί στη Σάμο (Τσάκος 1977, 393, πίν. 138στ).
21 Παρόμοιος με λύχνο από την αθηναϊκή Αγορά (Howland 1958, 124, αρ. 516, πίν. 19, 45) και με άωτο, μονόμυξο λύχνο (ΑΠ1173) από το Αίγιο (Παπακώστα 2005, 76, εικ. 3).
22 Για την ελληνιστική κεραμική από την αρχαία Μεσσήνη, βλ. Θέμελης 2004, 409–438.
23 Παρόμοια μελαμβαφή αγγεία με μελανό, στιλπνό γάνωμα προέρχονται από τους ελληνιστικούς κιβωτιόσχημους τάφους στη θέση «Κάσσουλη», βορείως της ακρόπολης της αρχαίας Θουρίας (Αραπογιάννη 2017β, 40, εικ. 26β–δ).
24 Παραλλαγή της λαγύνου με αμφικωνικό σώμα αποτελεί ο τύπος με σφαιρικό σώμα, όπως οι λάγυνοι που έχουν βρεθεί σε ελληνιστικούς τάφους της Πύλου (βλ. Καλτσάς 1983, πίν. 13ε).
25 Rotroff 1997, 127, 225–229.
26 Η λάγυνος από την Τσοπάνη Ράχη εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (Π7089). Για την ανασκαφή στην Τσοπάνη Ράχη, βλ. Παπαθανασόπουλος 1961-1962, 91–92.
27 Ο μονόμυξος λύχνος (Π12276) χρονολογείται από τον Howland στο τελευταίο τέταρτο του -2ου αι. (Howland 1958, τύπος 39, αρ. 516). H Rotroff τον αναχρονολογεί μεταξύ -150/ -110 (Rotroff 1997, 504). Ο λύχνος Π12284 από τον τάφο 3 χρονολογείται από τον Howland στο -125/ -70 και δεν αναχρονολογείται από τη Rotroff.
28 Μαλαπάνη 2015, εικ. 17.
29 Ο σκύφος της Αίπειας είναι παρόμοιος με σκύφο από την αθηναϊκή Αγορά, με τη διαφορά ότι ο ώμος του σκύφου της Αγοράς διακοσμείται με ωά και βέλη (Rotroff 1982, 91, αρ. 398, πίν. 68, 88). Με ροπαλόσχημα φύλλα κοσμούνται θραύσματα ανάγλυφων σκύφων από την Πυλία (Δανάλη 2000, 274).
30 Rotroff 1982, 6–11.
31 Παρόμοιος σκύφος του τέλους του -2ου/ αρχών -1ου αι. έχει βρεθεί στην Πυρά 6 του ελληνιστικού νεκροταφείου της Γιάλοβας (Γιαλούρης 1966, 164–165, πίν. 165, εικ. δ2). Μεγαρικός σκύφος με ροπαλόσχημα πέταλα στο σώμα προέρχεται επίσης από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Πύλου (Καλτσάς 1981, 152, πίν. 92γ). Ανάγλυφος σκύφος του -2ου αι., με ροπαλόσχημαα πέταλα στο σώμα, που εναλλάσσονται με σειρές οκτάφυλλων ροδάκων, προέρχεται από το Φρέαρ του Ασκληπιείου της αρχαίας Μεσσήνης (Θέμελης 2005, 101–102, εικ. 8).
32 Γενικά για το σχήμα, βλ.Thompson 1934, 472–474. Τσάκος 1977, 345-347, 409–415. Καλτσάς 1983, 56–63. Anderson-Stojanonic 1987, 105–122, Rotroff 1997, 1163–1172.
33 Στη Μεσσηνία έχουν εντοπισθεί στην αρχαία Μεσσήνη (Θέμελης 1988, 54, πίν. 42α. Αραπογιάννη 2005, 321, εικ. 6) και στην Πυλία (Καλτσάς 1983, 56–62).
34 Robinson 1959, 15, αρ. 50. Τσάκος 1977, 413, υποσημ. 79. Anderson-Stojanovic 1987, 110–114.
35 Για τα γυάλινα αγγεία, βλ. Isings 1957. Weinberg- Stern 2009.
36 Παρόμοια αγγεία έχουν βρεθεί στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Βοϊδοκοιλιάς (Καλτσάς 1983, 63). Βολβόσχημο μυροδοχείο, το οποίο συνυπάρχει με τον ατρακτόσχημο τύπο, εντοπίσθηκε στον δεύτερο κιβωτιόσχημο τάφο της Αρσινόης (Αραπογιάννη 2005, 322, εικ. 10). Βολβόσχημα μυροδοχεία έχουν εντοπισθεί και σε νεκροταφεία της Αττικής (βλ. Θεοδωροπούλου κ.ά. 2014, 268–270).
37 Weinberg- Stern 2009, 61–62. Θεοδωροπούλου κ.ά. 2014, 272.
38 Συνύπαρξη γυάλινων μυροδοχείων με πήλινα βολβόσχημα εντοπίζεται στη Σάμο (Τσάκος 1977, 365–366, 372–378, 380–381, 392–394).Αντίθετα, τα γυάλινα μυροδοχεία δεν συνυπάρχουν με τα πήλινα στο υστεροελληνιστικό / πρώιμο ρωμαϊκό νεκροταφείο στην οδό Αγίου
Κωνσταντίνου και Γερανίου στην Αττική (Θεοδωροπούλου κ.ά. 2014, 273).
39 Παπαθανασόπουλος 1966. Καλτσάς 1983, 24-25, πίν. 32δ. Γυάλινα μυροδοχεία των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων έχουν επίσηςεντοπισθεί σε αδημοσίευτες σωστικές ανασκαφές της ΕΦΑ Μεσσηνίας, υπό την επίβλεψη της γράφουσας, σε ταφικά μνημεία στο Πεταλίδι(αρχαία Κορώνη).
40 Για τις ταφικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στην περιοχή κατά τους προϊστορικούς χρόνους, βλ. Μαλαπάνη 2015.
41 Γιαλούρης 1966, 165. Καλτσάς 1983, 10–12. Παπαθανασόπουλος 1963, 91–92, πίν. 105.
ABSTRACT. In the summer of 2017, a cluster of Hellenistic graves were excavated near the Asklepieion of ancient Thouria and just a few metres west of the modern cemetery of the community of Aipeia, in the outskirts of Kalamata. Excavations revealed six cist graves. The finds included two lamps, a squat jug (lagynos) decorated with wreaths and an harp on an off white ground, a skyphos cup with relief decoration, a vase in the form of a miniature pyxis, a partially preserved black-glazed oinochoe, two black-blazed cups, and fragments of a black-glazed pyxis, as well as two bulbous-shaped unguentaria, a bronze mirror, an iron strigil, and part of a glass perfume bottle. The burials are dated from the Early to the Late Hellenistic period.
The cluster of tombs excavated at Aipeia seems to belong to a larger organized cemetery, which was in use from the Early Hellenistic period onwards and served the needs of the ancient city of Thouria.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anderson-Stojanonic 1987: V. R. Anderson-Stojanonic, The chronology and function of ceramic unguentaria, AJA, 91, 105–122.
Αραπογιάννη 2005: Ξ. Αραπογιάννη, Νομός Μεσσηνίας, ΑΔ, 60, Β΄1 Χρονικά, 319–327.
Αραπογιάννη 2012: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 37–52.
Αραπογιάννη 2013: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 57–66.
Αραπογιάννη 2014: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 71–87.
Αραπογιάννη 2015: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 71–107.
Αραπογιάννη 2016: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 63–100.
Αραπογιάννη 2017α: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 59–84.
Αραπογιάννη 2017β: Ξ. Αραπογιάννη, Αρχαία Θουρία. Το Ασκληπιείο, Αθήνα.
Αραπογιάννη 2018α: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 57–92.
Αραπογιάννη 2018β: Ξ. Αραπογιάννη, Το Ασκληπιείο της αρχαίας Θουρίας, Πελοποννησιακά, ΑΑ΄, 29–56.
Αραπογιάννη 2019: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφή στην αρχαία Θουρία, ΠΑΕ, 69–100.
Γιαλούρης 1966: Ν. Γιαλούρης, Ελληνιστικό νεκροταφείο Γιαλόβης Παλαιοναυαρίνου (Κορυφασίου), ΑΔ, 21, Β΄1 Χρονικά, 164–165.
Δανάλη 2000: Κ. Δανάλη, Σκύφοι με ανάγλυφη διακόσμηση από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Πύλου, ΑΔ, 55, Μελέτες, 251–284.
Δανάλη 2011: Κ. Δανάλη, Ελληνιστική κεραμική από τον τάφο 3 του τύμβου της Τσοπάνη Ράχης στην Πύλο, στο: Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Αίγιο 4–9 Απριλίου 2005, Αθήνα, 107–116.
Davidson κ.ά. 1943: G. R. Davidson – D. B. Thompson – H. A. Thompson, Small objects from the Pnyx, Ι, Hesperia Suppl. 7.1.
Dibenedetto 2006: Α. Dibenedetto, Thouria, Campagna di Ricognizioni Archeologiche 2005, Notizario della Scuola Archaeologica Italiana di Atene, V:1, Aprile-Settembre 2006.
Θέμελης 1988: Π. Θέμελης, Ανασκαφή Μεσσήνης, ΠΑΕ, 43-79.
Θέμελης 2004: Π. Θέμελης, Πρώιμη ελληνιστική κεραμική από τη Μεσσήνη, στο: ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική, Βόλος 17–23 Απριλίου 2000, Αθήνα, 409–438.
Θέμελης 2005: Π. Θέμελης, Η ελληνιστική κεραμική της Μεσσήνης, στο: Ελληνιστική κεραμική από την Πελοπόννησο, Αθήνα, 95–106.
Θεοδωροπούλου κ.ά. 2014: Χ. Θεοδωροπούλου – Γ. Καββαδίας – Β. Νταϊάκη, Υστεροελληνιστικό – πρώιμο ρωμαϊκό νεκροταφείο στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και Γερανίου (Αθήνα), στο: Η΄ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική Κεραμική, Ιωάννινα 5–9 Μαΐου 2009, Αθήνα, 263–274.
Hope Simpson 1966: R. Hope Simpson, The seven cities offered by Agamemnon to Achilles, ABSA, 61, 113–131.
Howland 1958: R. H. Howland, Greek Lamps and their Survivals, Agora IV, Princeton.
Isings 1957: C. Isings, Roman Glass from Dated Finds, Groningen.
Καλτσάς 1981: Ν. Καλτσάς, Διβάρι, ΑΔ, 36, Β΄1 Χρονικά, 152.
Καλτσάς 1983: Ν. Καλτσάς, Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου, ΑΔ, 38, Μελέτες, 1–77.
Leroux 1913: G. Leroux, Lagynos, recherches sur la céramique et l’art ornemental hellénistiques, Paris.
Luraghi 2008: Ν. Louraghi, The Ancient Messenians, Cambridge.
Μαλαπάνη 2008: Ε. Μαλαπάνη, Θέση Κάσσουλη Αγίας Βαρβάρας, ΑΔ, 63, Β΄1 Χρονικά, 397–398.
Μαλαπάνη 2014: Ε. Μαλαπάνη, Αρχαία Θουρία, ΑΔ, 69, Β΄1 Χρονικά, 743–744.
Μαλαπάνη 2015: Ε. Μαλαπάνη, Η νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την υστεροελλαδική περίοδο, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Παπαθανασόπουλος 1961-1962: Γ. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικός τύμβος Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας Τριφυλίας, ΑΔ, 17, Β΄1 Χρονικά, 98-99. Αθήνα 1963
Παπαθανασόπουλος 1963: Γ. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικός Τύμβος Τσοπάνης Ράχης, ΑΔ, 18, Β΄ Χρονικά, 91–92.
Παπαθανασόπουλος 1966: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικά γυάλινα αγγεία του μουσείου Πύλου, ΑΔ, 21, Μελέτες, 184–197.
Παπακώστα 2005: Λ. Παπακώστα, Ελληνιστική κεραμική από το Αίγιο, στο: Ελληνιστική κεραμική από την Πελοπόννησο, Αθήνα, 73-82.
Robinson 1959: H. S. Robinson, Pottery of the Roman Period, Agora V, Princeton.
Rotroff 1982: S. I. Rotroff, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Moldmade Bowls, Agora XXII, Princeton.
Rotroff 1997: S. I. Rotroff, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade Table Ware and Related Material, Agora XXIX, Princeton.
Santoriello κ.ά 2006-2007: Α. Santoriello – F. Scelze – P. Toro, Survey a Thouria, la Campagna 2006, Notizario della Scuola Archaeologica Italiana di Atene, V:1. Ottobre 2006 – Marzo 2007.
Sparkes – Talcott 1970: B. A. Sparkes – L. Talcott, Black and Plain Pottery of the 6th, 5th and 4th Centuries B.C., Agora XII, Princeton.
Thompson 1934: H. A. Thompson, Two centuries of Hellenistic pottery, Hesperia, 3, 311–480.
Τσάκος 1977: Κ. Τσάκος, Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι στη Σάμο, ΑΔ, 32, Μελέτες, 344–426.
Χαραμή 2012: Α. Χαραμή, Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία των Θηβών. Συμβολή στην τοπογραφία και την ιστορία της μεταλεξάνδρειας πόλεως, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Valmin 1930: Ν. S. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne, Lund.
Vitti 2013: P. Vitti, Οι θολωτές κατασκευές των αυτοκρατορικών χρόνων. H οργάνωση του εργοταξίου και η διάδοση των συστημάτων της δόμησης στην Πελοπόννησο, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Weinberg – Stern 2009: G. D. Weinberg – E. M. Stern, Vessel Glass, Agora XXXIV, Princeton.