"Ο ναός του Αγίου Βασιλείου στην Πελεκανάδα Μεσσηνίας: Ανασκαφική διερεύνηση και εργασίες αποκατάστασης"
Ο ναός του Αγίου Βασιλείου βρίσκεται στα βόρεια της Πελεκανάδας, ενός μικρού οικισμού της κεντρικής Μεσσηνίας, που υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Μεσσήνης. Υψώνεται στην πλαγιά ενός λόφου, σε απόσταση περίπου 1,8 χλμ. από το κέντρο του χωριού, στο δρόμο που συνδέει την Πελεκανάδα με τον γειτονικό οικισμό του Αριστομένη, πολύ κοντά στο ποτάμι της Βελίκα και στα απομεινάρια της αρχαίας γέφυρας «του Ανδρειωμένου».
Το 1991 κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο1, με ζώνη προστασίας ακτίνας 50μ. Στην επιστημονική κοινότητα έγινε γνωστό για πρώτη φορά το 1998 στον δεύτερο τόμο του Γεώργιου Δημητροκάλλη για τις βυζαντινές εκκλησίες της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας2.
Πρόκειται για μονόχωρο ξυλόστεγο ναό, η αρχική μορφή του οποίου είχε αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από επεμβάσεις των νεότερων χρόνων. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η κατασκευή τσιμεντένιας κλίμακας και ενός ογκωδέστατου στεγάστρου από οπλισμένο σκυρόδεμα στα δυτικά του ναού, το οποίο, πέραν της αισθητικής βλάβης, προκαλούσε σοβαρά δομοστατικά προβλήματα στο μνημείο (Εικ.1). Για την αντιμετώπισή τους και τη συνολική αποκατάσταση του ναού εκπονήθηκε με πρωτοβουλία του «Συλλόγου Γυναικών Πελεκανάδας» η μελέτη αναστήλωσης3. Στη δημοσίευση που ακολουθεί παρουσιάζονται τα νεότερα στοιχεία που προέκυψαν για την οικοδομική ιστορία του μνημείου κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής διερεύνησης και των εργασιών αποκατάστασής του.
Ο ναός, διαστάσεων 6,85Χ 4,10μ., απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυλινδρικές αψίδες, περίπου ίσων διαστάσεων, που καλύπτονται με τεταρτοσφαιρικούς θόλους (Εικ.2).
Εξωτερικά οι πλάγιες αψίδες εφάπτονται στην κεντρική, λύση ιδιαίτερα σπάνια στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Η πρόσβαση στον ναό εξασφαλίζεται από ένα θυραίο άνοιγμα στο μέσο της δυτικής πλευράς. Σε κάθε πλάγια όψη ανοίγονται από τρία μονόλοβα παράθυρα, αρχικά τοξωτά, τα εξωράχια των οποίων οριοθετούνταν με οδοντωτή ταινία (Εικ.3). Οι περιμετρικοί τοίχοι, πάχους περίπου 0,60μ., είναι κτισμένοι με μικρού μεγέθους αργούς λίθους και πολλές πλίνθους στους αρμούς, συνήθως οριζόντια τοποθετημένες, που συχνά σχηματίζουν σειρές.
Εκτός από τις νεωτερικές επεμβάσεις που αλλοίωσαν την αρχική του μορφή4, το μνημείο φαίνεται ότι είχε υποστεί μία ακόμα ευρείας κλίμακας μετασκευή μετά από καταπόνησή του πιθανότατα από σεισμό. Κατά την επισκευή αυτή οι αψίδες του, που είχαν μετατοπιστεί κατά αρκετά εκατοστά προς τα βορειοανατολικά, αφέθηκαν στη θέση τους, ενώ οι μεγάλες ρωγμές σφραγίστηκαν με μικρούς λίθους.
Αυτός είναι και ο λόγος που το κτήριο είναι σε κάτοψη τόσο παράγωνο, ειδικά στη βορειοανατολική του γωνία. Στη φάση αυτή μετασκευάστηκαν τα περισσότερα από τα αρχικά παράθυρα του ναού, μεγάλο τμήμα του ανατολικού πέρατος της βόρειας όψης και σχεδόν ολόκληρη η δυτική πλευρά. Από τη μορφή της τοιχοποιίας και κυρίως από τις λεπτομέρειες του θυραίου ανοίγματος η επέμβαση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στα μέσα ή και το β΄ μισό του 19ου αι.
Η ανασκαφική διερεύνηση του μνημείου
Το 2017, μετά την απομάκρυνση του στεγάστρου από οπλισμένο σκυρόδεμα με αδιατάρακτη κοπή, διεξήχθη εκτενής ανασκαφική διερεύνηση στο εσωτερικό του μνημείου και στον περιβάλλοντα χώρο του, η οποία απέδωσε σημαντικά ευρήματα που βοήθησαν στην κατανόηση της μακραίωνης ιστορίας του5.
Διαπιστώθηκε ότι ο σημερινός ναός πλαισιωνόταν από κτήρια διαφόρων οικοδομικών φάσεων (Εικ.4), η κατανόηση των οποίων υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής (Εικ.5). Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του εντοπίστηκαν τα λείψανα παρεκκλησίου με σύνθετη οικοδομική ιστορία (Εικ.6α), ενώ στα δυτικά αποκαλύφθηκε νάρθηκας (Εικ.6β). Ο τελευταίος ήταν τετράγωνος σε κάτοψη με ισχυρές παραστάδες στις γωνίες του, οι οποίες στην ανωδομή γεφυρώνονταν πιθανότατα με τόξα. Ο τετράγωνος χώρος που σχηματίζεται στη συμβολή των τόξων αυτών θα καλυπτόταν με ημισφαιρικό θόλο ή χαμηλό τρούλο, λύση ευρέως διαδεδομένη σε βυζαντινούς ναούς των νησιών του Αιγαίου και της Κύπρου6. Η δυτική πλευρά του παρεκκλησίου θεμελιώθηκε πάνω σε έναν καμαροσκέπαστο τάφο, ελαφρώς αρχαιότερο. Στο παρεκκλήσιο αναγνωρίζονται δύο κύριες οικοδομικές φάσεις. Αρχικά φαίνεται πως ήταν ξυλόστεγο, με μία ημικυλινδρική αψίδα στα ανατολικά, ενώ εφαπτόταν απευθείας επί του βόρειου εξωτερικού τοίχου του ναού. Σε επόμενη φάση, παράλληλα με τη βόρεια όψη του ναού, κατασκευάστηκε στενός τοίχος με τρεις παραστάδες, ενώ με αντίστοιχο τοιχάριο με ισάριθμες παραστάδες ενισχύθηκε εσωτερικά και η βόρεια πλευρά του παρεκκλησίου. Ο τρόπος διάταξης των παραστάδων υποδεικνύει τη διαμόρφωση δύο αψιδωμάτων κατά μήκος των μακρών πλευρών του, επί των οποίων θα έβαινε μια διαμήκης ημικυλινδρική καμάρα (Εικ.5).
Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν συνολικά 14 τάφοι, συμπεριλαμβανομένου και του καμαροσκέπαστου στα δυτικά του παρεκκλησίου (Εικ.4). Πέντε λακκοειδείς τάφοι, ανασκάφθηκαν στο εσωτερικό του ναού7, δύο εντός του παρεκκλησίου και τέσσερις εξωτερικά της βόρειας πλευράς του. Τέλος, ένας λακκοειδής τάφος εντοπίστηκε στη νότια πλευρά του νάρθηκα και άλλος ένας, αρκετά επιμελημένος, διερευνήθηκε εξωτερικά της νότιας πλευράς του ναού.
Οι λακκοειδείς τάφοι (Εικ.7) ήταν πρόχειρης κατασκευής8, στενοί στα άκρα και ελαφρώς διαπλατυσμένοι στο μέσον, καλυμμένοι από αδρά λειασμένους ακανόνιστους πλακοειδείς λίθους (τάφοι 1, 3, 5, 6) ή κεραμίδες (τάφος 2 και τμηματικά ο τάφος 4). Τα τοιχώματά τους ήταν επίσης πρόχειρα, συγκλίνοντα προς το εσωτερικό και αποτελούμενα από ακανόνιστους λίθους (τάφοι 1, 3, 5, 6, 12) ή και κοίλες κεραμίδες (τάφος 2). Ο πυθμένας τους ήταν κατά κανόνα χωμάτινος, ενώ σε δύο μόνο περιπτώσεις ήταν στρωμένος με λίθινες πλάκες και κοίλες κεραμίδες σε β΄ χρήση. Οι σκελετοί βρέθηκαν σε ύπτια στάση με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος της κοιλιακής χώρας.
Στην πλειονότητα των λακκοειδών τάφων (τάφοι 1, 2, 3, 4, 12) εκατέρωθεν του κρανίου ήταν σφηνωμένος από ένας πλακοειδής λίθος. Σε τρεις τάφους (τάφοι 2, 3, 12) μικρή λίθινη πλάκα βρέθηκε τοποθετημένη οριζόντια επάνω στον θώρακα, ενώ στον τάφο 3, μία ακόμη πλάκα ήταν τοποθετημένη κάθετα επάνω στα κάτω άκρα, στο ύψος της ποδοκνημικής άρθρωσης. Η χρήση λίθων, πλίνθων ή και κονιαμάτων εκατέρωθεν των κροτάφων για την στήριξη του κρανίου ή και στον θώρακα για την συγκράτηση της κάτω γνάθου έχει διαπιστωθεί και σε άλλους τάφους που ανασκάφηκαν στη Μεσσηνία τα προηγούμενα χρόνια και χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 14ο αι.: στον ναό της Παναγίας στη θέση Σέλιτσα κοντά στο Βασιλίτσι9, στον νάρθηκα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστιάνων10, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στη Μεταμόρφωση (πρώην Σκάρμιγκας)11 και στον Άγιο Νικόλαο Αρχαίας Μεσσήνης12. Η συγκεκριμένη πρακτική της στήριξης του κρανίου με λίθους φαίνεται ότι εφαρμόζεται ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο στην Πελοπόννησο13 αλλά γνωρίζει ευρεία διάδοση κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, με την τοποθέτηση ενός ακόμη λίθου για την συγκράτηση της κάτω γνάθου σε παραδείγματα γνωστά κυρίως από την Κόρινθο14. Η παρεμβολή ενός επιπλέον λίθου στα κάτω άκρα που διαπιστώθηκε στον τάφο 3 είναι πολύ σπάνια, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά ανασκαφικά δεδομένα15.
Ο εντυπωσιακός καμαρωτός ή καμαροσκεπής16 τάφος είχε αρκετά καλοχτισμένα τοιχώματα και ο πυθμένας του ήταν επιμελώς στρωμένος με πήλινες πλάκες (Εικ.8). Ο τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για τον ενταφιασμό δύο νεκρών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Περίπου στο μέσον του ύψους του βρέθηκε μια λακκοειδής ακτέριστη παιδική ταφή, ίδιου τύπου με αυτές στους προαναφερθέντες λακκοειδείς τάφους. Πιο κάτω, κοντά στον πυθμένα του τάφου, αποκαλύφθηκαν οστά ανακομιδής της αρχικής ταφής με μεγάλη ποσότητα κεραμικής. Η καμάρα της οροφής του βρέθηκε σχεδόν επιφανειακά και αρκετά κατεστραμμένη, προφανώς λόγω των νεότερων αυθαίρετων εργασιών στον περιβάλλοντα χώρο του ναού ή και εξαιτίας του ενταφιασμού του δεύτερου σκελετού. Στην ανατολική του πλευρά σχηματίζεται ορθογώνια θυρίδα εισόδου (πλ. 0,43μ. και ανώτ. σωζόμ. ύψους 0,55μ.), με επιμελώς λαξευμένους λίθους στις παραστάδες και στο κατώφλι. Ένας κάθετα τοποθετημένος πλακοειδής λίθος έφρασε τη θυρίδα εισόδου. Ο πυθμένας του τάφου είναι στρωμένος με ιδιαίτερη φροντίδα, με τετράγωνες και ορθογώνιες πήλινες πλάκες, πιθανόν ρωμαϊκών χρόνων, εδώ σε β΄ χρήση, το μήκος των οποίων ξεπερνά τα 0,50μ. Ο εξωτερικός χώρος βόρεια και δυτικά του τάφου ήταν στρωμένος με μεγάλες ακανόνιστες λίθινες πλάκες.
Οι σκελετοί που αποκαλύφθηκαν στους τάφους ανήκαν σε ενήλικες, εφήβους και νήπια, ενώ βρέθηκαν συνοδευτικά αντικείμενα, κατά κύριο λόγο πήλινα (αρκετά όστρακα και σχεδόν ακέραια ακόσμητα, Εικ. 11ζ17, ή εφυαλωμένα αγγεία) αλλά και μετάλλινα.
Από τα κτερίσματα ξεχωρίζουν τα δύο χάλκινα ενώτια του τάφου 1 (Εικ. 9α), αποτελούμενα από κρίκο με διάτρητη σφαίρα18, που μπορούν να χρονολογηθούν στον 13ο ή 14ο αι. Σημαντικό τεκμήριο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Πελοποννήσου και Ιταλίας κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας συνιστά και το εισηγμένο ιταλικό αγγείο19 της ομάδας της «Αρχαϊκής Μαγιόλικης» κεραμικής (Archaic Majolica Ware) 20 (Εικ.10α), που βρέθηκε στον τάφο 6 και χρονολογείται στο β΄ μισό του 13ου ή στο α΄ μισό του 14ου αι. Στην ανακομιδή του καμαροσκέπαστου τάφου 12 βρέθηκαν θραύσματα τουλάχιστον τριών εφυαλωμένων πινακίων και μία σχεδόν ακέραιη κούπα (Εικ. 11γ, δ) της ομάδας «με καφέ και πράσινο χρώμα» (Green and Brown Painted Ware) 21, που μπορούν να χρονολογηθούν στον όψιμο 12ο αι., καθώς και όστρακα από αγγεία με γραπτό διάκοσμο (Matt Painted Ware)22 (Εικ. 11ε, στ) και από μαγειρικά σκεύη23.
Στην επίχωση του παρεκκλησίου, κοντά στην αψίδα, βρέθηκε χάλκινο δαχτυλίδι με ημικυκλική στεφάνη και συμφυή σφενδόνη με εγχάρακτο διάκοσμο από ζεύγη χιαστών και παράλληλων ταινιών που διασταυρώνονται στο κέντρο της (Εικ.9β). Ο συγκεκριμένος τύπος24 εμφανίζεται στον 6ο αι., γνωρίζει τεράστια διάδοση τον 10ο, 11ο και 12ο, ενώ η χρήση του συνεχίζεται μέχρι και τον 14ο αι. Επίσης, από το εσωτερικό του παρεκκλησίου, αμέσως επάνω από τον τάφο 3, συλλέχθηκε μεγάλη ποσότητα οστών και κεραμικής, κυρίως τμήματα εφυαλωμένων αγγείων. Ξεχωρίζει τμήμα κλειστού αγγείου με πράσινη εφυάλωση και πλαστική διακόσμηση (Εικ.10β) που ανήκει στην κατηγορία της «Metallic Ware» κεραμικής25, ομάδα που χρονολογείται στον ύστερο 13ο με πρώιμο 14ο αι.
Από το ίδιο σύνολο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τμήματα από δύο κούπες από ανοιχτό καστανό πηλό με πορτοκαλόχρωμη εφυάλωση και σκούρο καστανό γραπτό διάκοσμο από φύλλα και παράσταση σχηματοποιημένου ιχθύος (Εικ.11α, β). Ο συγκεκριμένος τύπος μπορεί να ενταχθεί γενικά στην ομάδα της κεραμικής με καστανή εφυάλωση (Brown Painted Ware). Ωστόσο, τα δύο αγγεία της Πελεκανάδας αποτελούν πιθανότατα προϊόντα ενός τοπικού εργαστηρίου της Μεσσηνίας, εφόσον δεν έχουν εντοπιστεί ακριβή παράλληλά τους στην Πελοπόννησο ή αλλού, ενώ σχεδόν πανομοιότυπες κούπες από όμοιο πηλό και με ανάλογο διάκοσμο έχουν βρεθεί στους Χριστιάνους, τη Χώρα και τα Φιλιατρά26, μέσα σε ανασκαφικά στρώματα του 13ου- 14ου αι. Η συγκέντρωση των περισσότερων παραδειγμάτων στην περιοχή της Τριφυλίας ενδεχομένως θα μπορούσε να προσδιορίσει τη θέση του συγκεκριμένου εργαστηρίου στην ευρύτερη περιοχή της έδρας της μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως.
Οι εργασίες αποκατάστασης
Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής ο ναός περιδέθηκε προκειμένου να καταστεί εφικτή η διάνοιξη των μεγάλων διαμπερών ρωγμών κατά μήκος της νότιας πλευράς, οι οποίες στη συνέχεια σφραγίστηκαν με την παρεμβολή λιθοσυρραφών. Στη φάση αυτή κρίθηκε σκόπιμη, λόγω των σοβαρών στατικών προβλημάτων, η περαιτέρω ενίσχυση της θεμελίωσης του μνημείου με δοκό οπλισμένου σκυροδέματος. Εν συνεχεία οι όψεις αρμολογήθηκαν σε βάθος με την ταυτόχρονη τοποθέτηση σωληνίσκων προκειμένου να εφαρμοστούν αμφίπλευρα ενέματα. Σε ένα επόμενο στάδιο αφαιρέθηκε η νεωτερική στέγη και το σενάζ από οπλισμένο σκυρόδεμα και έλαβε χώρα η πιο σύνθετη από τεχνικής άποψης εργασία: η ανάταξη της νοτιοανατολικής γωνίας του κτηρίου προκειμένου να μειωθεί η μεγάλη διαμπερής ρωγμή. Για να εξασφαλιστεί η αναγκαία συνοχή και πρόσφυση μεταξύ των επιμέρους τμημάτων τοποθετήθηκαν αγκύρια και δύο ελκυστήρες.
Κατά τις εργασίες αποκατάστασης των παραθύρων της νότιας όψης (Εικ.3) διαπιστώθηκε ότι ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ναού ήταν πολύ πιο περίτεχνος από ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Συγκεκριμένα, μετά την αφαίρεση της δοκού από σκυρόδεμα, ανάμεσα στα τόξα των παραθύρων της νότιας όψης αποκαλύφθηκαν ίχνη ζωφόρου με πλίνθινα αβάκια τοποθετημένα εναλλάξ με κατακόρυφες πλίνθους27. Εκτός από ένα αβάκιο που σώθηκε in situ (Εικ.12), τα περισσότερα είχαν καταστραφεί, διακρίνονταν ωστόσο ίχνη από τα αποτυπώματά τους. Σε τακτά διαστήματα, κάτω από τις κατακόρυφες πλίνθους, παρεμβάλλονταν θραύσματα από στόμια πήλινων κλειστών αγγείων (Εικ.12), που ομοιάζουν με τα λεγόμενα «φιαλοστόμια», ένα σχετικά σπάνιο διακοσμητικό στοιχείο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική28. Τουλάχιστον τρία «ψευδο-φιαλοστόμια» σώθηκαν ακέραια, ενώ σε άλλα σημεία διατηρούνταν τα αποτυπώματά τους, γεγονός που συνέβαλε στην ανασύνθεση της αρχικής μορφής της ζωφόρου. Αφού τεκμηριώθηκαν τα νέα στοιχεία ξεκίνησε το δύσκολο έργο της αποκατάστασης του κεραμοπλαστικού διακόσμου. Στη νότια πλευρά χρησιμοποιήθηκαν κεραμικά αβάκια εκ περισυλλογής, ενώ τα φιαλοστόμια αποδόθηκαν με μιμητικό κονίαμα (Εικ. 3). Στη βόρεια πλευρά η ταινία αποκαταστάθηκε εξολοκλήρου με καινούριες χειροποίητες πλίνθους (Εικ.2). Στη διαμόρφωση της τελικής μορφής του μνημείου συνέβαλε καθοριστικά και ο εντοπισμός τμήματος οδοντωτού γείσου που έστεφε αρχικά τις όψεις του. Βάσει του στοιχείου αυτού, ανακατασκευάστηκε νέο οδοντωτό γείσο από σύγχρονες χειροποίητες πλίνθους.
Αβακωτή ζωφόρος αναπτυσσόταν και στην ανώτερη ζώνη της κεντρικής αψίδας, όπου εντοπίστηκε επενδυτικό πλακίδιο και τα ίχνη δύο κατακόρυφων πλίνθων, στοιχεία βάσει των οποίων αποκαταστάθηκε ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος της αψίδας29 (Εικ.2).
Εν συνεχεία, το κτήριο ενισχύθηκε στη στέψη του με περιμετρική δοκό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Σε ένα επόμενο στάδιο κατασκευάστηκε νέα ξύλινη στέγη από ξυλεία καστανιάς, η οποία επικαλύφθηκε με μεγάλες χειροποίητες κεραμίδες τοποθετημένες κατά το λεγόμενο κολυμβητό σύστημα. Σε ένα τελικό στάδιο αρμολογήθηκαν οι όψεις του ναού με κονίαμα ανάλογο σε υφή, απόχρωση και κοκκομετρία με το αρχικό. Στο εσωτερικό του ναού, αφού καθαιρέθηκαν τα νεωτερικά επιχρίσματα, οι τοίχοι αρμολογήθηκαν με τελικό πατητό αρμολόγημα και αφέθηκαν ανεπίχριστοι. Ελάχιστα ίχνη ζωγραφικού διακόσμου εντοπίστηκαν στις αψίδες του ιερού βήματος.
Η τελική φάση της επέμβασης περιλάμβανε ευρείας κλίμακας εργασίες διαμόρφωσης στον περιβάλλοντα χώρο για τη συνολική ανάδειξη τόσο του ναού (Εικ.2) όσο και των προσκτισμάτων που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή. Επίσης, σχεδιάστηκαν και τοποθετήθηκαν ενημερωτικές πινακίδες με πλούσιο εποπτικό υλικό, τόσο για την ανασκαφική διερεύνηση του μνημείου όσο και για τις αναστηλωτικές επεμβάσεις και την οικοδομική του ιστορία. Προκειμένου, τέλος, να συνεχιστεί απρόσκοπτα η λειτουργική χρήση του ναού τοποθετήθηκαν μεταξύ ιερού βήματος και κυρίως ναού δύο νέα λίθινα θωράκια διακοσμημένα με σταυρούς (Εικ.13).
Χρονολόγηση
Βάσει των ανασκαφικών δεδομένων και των μορφολογικών στοιχείων ο ναός του Αγίου Βασιλείου μπορεί πλέον βάσιμα να χρονολογηθεί στα τέλη του 11ου ή στο πρώτο μισό του 12ου αι. Αμέσως μετά, κατά τη διάρκεια του 12ου αι., οικοδομείται ο νάρθηκας και ο καμαροσκέπαστος τάφος, ενώ το παρεκκλήσιο φαίνεται ότι προστέθηκε μετά τον 13ο αι., όταν πλέον η Μεσσηνία αποτελούσε τμήμα του πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στενές αναλογίες ως προς τις λεπτομέρειες της αβακωτής ζωφόρου με παρεμβολή ψευδοφιαλοστομίων παρουσιάζει ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ερειπωμένου τρίκογχου ναού του Αγίου Βλασίου στη Βαλύρα Μεσσηνίας, κτίσμα για την χρονολόγηση του οποίου είχαν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις, κυμαινόμενες μεταξύ 11ου και 14ου αι.30. Με βάση τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την ανασκαφική διερεύνηση του Αγίου Βασιλείου, το μνημείο της Βαλύρας μπορεί πλέον με σχετική ασφάλεια να τοποθετηθεί στη μέση βυζαντινή περίοδο, και συγκεκριμένα στα τέλη του 11ου ή στο πρώτο μισό του 12ου αι. Φαίνεται, μάλιστα, να αποτέλεσε το πρότυπο, από το οποίο εμπνεύστηκε το οικοδομικό συνεργείο που κατασκεύασε τον ναό της Πελεκανάδας.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη διάταξη των εφαπτόμενων αψίδων, η σπάνια αυτή λύση έχει εφαρμοστεί σε ένα ακόμη μνημείο της Μεσσηνίας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στη γειτονική Κορομηλιά (πρ. Ζαγάρενα)31.
Σημειώνεται ότι το αρχαιότερο και σημαντικότερο παράδειγμα μιας παρόμοιας διάταξης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική απαντά στον ναό της Παναγίας στην Κορωνησία Άρτας, που έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 10ου ή στον 11ο αι.32.
Από την ανασκαφική διερεύνηση του Αγίου Βασιλείου Πελεκανάδας προκύπτει με βεβαιότητα ότι επρόκειτο για κοιμητηριακό ναό που θα εξυπηρετούσε πιθανότατα τις ανάγκες ενός βυζαντινού οικισμού, η ακριβής θέση του οποίου δεν έχει προς το παρόν εντοπιστεί. Από τα ευρήματα συνάγεται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα ως κοιμητήριο τουλάχιστον για δύο αιώνες, από τα μέσα ή το β΄ μισό του 12ου έως και τα μέσα περίπου του 14ου αι. Με την ίδια οικιστική ενότητα συνδέεται, ενδεχομένως, και ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του Αγίου Βασιλείου, στην κορυφή παρακείμενου λόφου με ανεμπόδιστη θέα προς τον Ταΰγετο. Ο Βασίλειος Παυλόπουλος μνημονεύει και άλλες ερειπωμένες εκκλησίες33, όπως επίσης και την ύπαρξη ενός μικρού κάστρου34 στην ομώνυμη θέση δύο χιλιόμετρα ανατολικά της Πελεκανάδας, καθώς και μιας λιθόκτιστης γέφυρας σε σχετικά μικρή απόσταση. Οι παραπάνω ανεξερεύνητες ακόμα θέσεις, σε συνδυασμό με ορισμένα τοπωνύμια που υποδηλώνουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον35,
επιβεβαιώνουν τη διαρκή και εντατική ανθρωπογενή δραστηριότητα στην εύφορη αυτή περιοχή της κοιλάδας του ποταμού της Βελίκας, την οποία διέσχιζε ένας από τους βασικότερους αρχαίους και μεσαιωνικούς οδικούς άξονες που συνέδεαν το μεσσηνιακό κόλπο με την παραγωγική ενδοχώρα, ακολουθώντας περίπου την πορεία του ποταμού36. Από το ύψος της γέφυρας του Ανδρειωμένου ο δρόμος κατευθυνόταν δυτικά προς του Τουλούπα το Χάνι κι από κει προς τη Λιγούδιστα (σημερινή Χώρα) και το Ναβαρίνο. Η πλήρης μελέτη της μνημειακής τοπογραφίας της ευρύτερης περιοχής προκειμένου να απαντηθούν ζητήματα ιστορικής γεωγραφίας της μεσαιωνικής Μεσσηνίας απαιτεί πρόσθετη έρευνα πεδίου, που ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος άρθρου.
Η επέμβαση στον ναό του Αγίου Βασιλείου αφενός εμπλούτισε κατά πολύ τις γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική και τα ταφικά έθιμα της βυζαντινής Μεσσηνίας αφετέρου είχε ως αποτέλεσμα τη συνολική ανάδειξη ενός από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής. Επιπλέον, τα νέα στοιχεία για τη χρονολόγηση του Αγίου Βασιλείου συνέβαλαν στη διόρθωση της εσφαλμένης χρονολόγησης δύο ακόμα σημαντικών μνημείων της περιοχής, του Αγίου Βλασίου Βαλύρας και της Κοιμήσεως Κορομηλιάς. Αρωγοί στην προσπάθειά μας αυτή, υπήρξαν οι δύο διαδοχικές πρόεδροι του Συλλόγου Γυναικών Πελεκανάδας, κ.κ. Ρένα Αγγελοπούλου και Πολυξένη Δούβαλη, με πρωτοβουλία των οποίων εκπονήθηκε η μελέτη αναστήλωσης του ναού. Εκφράζουμε και στις δύο καθώς και σε όλα τα ενεργά μέλη του συλλόγου τις θερμές ευχαριστίες μας. Μακάρι η πρωτοβουλία τους να κινητοποιήσει και άλλους πολιτιστικούς φορείς της ευρύτερης περιοχής ώστε να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο σε ζητήματα διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, συνδράμοντας στο έργο των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού.
Μιχάλης Κάππας- Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά
"Ο ναός του Αγίου Βασιλείου στην Πελεκανάδα Μεσσηνίας: Ανασκαφική διερεύνηση και εργασίες αποκατάστασης"
Στο: Το Αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2-5 Ιουνίου 2021. Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου- Ευγενία Γιαννούλη- Ελένη Ζυμή Αιμιλία Μπάνου- Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ: 695
1 Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β2/Φ30/40967/780/25-10-1991 (ΦΕΚ 954/Β/20-11-1991).
2 Δημητροκάλλης 1998, 32-41. Για μια σύντομη αναφορά, βλ. επίσης Κάππας 2010, 239. Τον ναό μνημονεύει και ο ιερέας Βασίλειος Παυλόπουλος στη μικρή μονογραφία του για την Πελεκανάδα, βλ. Παυλόπουλος 1973, 10-11. Εκτός από τον ναό γίνεται αναφορά σε μια παλιά βρύση, 100 μέτρα ανατολικώς του Αγίου Βασιλείου, καθώς και σε ένα ημικυκλικό κτίσμα, ενδεχομένως λουτρό, από τα οποία στις πρόσφατες αυτοψίες μας στην περιοχή δεν εντοπίστηκαν ίχνη. Ο Βασίλειος Παυλόπουλος σημειώνει, τέλος, ότι το 1969 ο Χρήστος Γραμματικόπουλος, κάτοικος Πελεκανάδας, σκάβοντας στον περιβάλλοντα χώρο του ναού εντόπισε τάφο με δύο αγγεία, τα οποία παραδόθηκαν στον αστυνομικό σταθμάρχη Δάρα. Η τύχη τους έκτοτε αγνοείται.
3 Απόφαση έγκρισης Υ.Α. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΑΒΜΜ/244918/33528/5794/13-12-2013. Η μελέτη εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Γ. Νίνο και τον πολιτικό μηχανικό Β. Κασίμη, με την επιστημονική συνδρομή του γράφοντος.
4 Το 2010 πραγματοποιήθηκαν χωρίς έγκριση χωματουργικές εργασίες περιμετρικά του ναού και εν συνεχεία κατασκευάστηκε αναλημματικός λιθόκτιστος περίβολος κατά μήκος της ανατολικής και βόρειας πλευράς του.
5 Οι εργασίες ανασκαφής και αποκατάστασης ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2017, ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2019 και υλοποιήθηκαν από το τακτικό προσωπικό της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Την επιστημονική επίβλεψη της ανασκαφής είχε η γράφουσα και της αποκατάστασης ο γράφων. Η χρηματοδότηση των υλικών της αποκατάστασης εξασφαλίσθηκε μέσα από πιστώσεις του
Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Τακτικού Προϋπολογισμού του ΥΠΠΟΑ. Για την υλοποίηση του έργου συνέδραμαν ο πολιτικός μηχανικός Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, η αρχιτέκτονας μηχανικός Βασιλική Μαυροειδή, η συντηρήτρια Βασιλική Μπάκα, η σχεδιάστρια Μαρίνα Γεωργούντζου (αποτύπωση) και ο σχεδιαστής Αναστάσιος Παπαδόγκωνας (ψηφιακή επεξεργασία εικόνων). Τις εργασίες υλοποίησαν οι εργατοτεχνίτες Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Δημήτρης Αγγελόπουλος, Δήμος Διακουμέας, Γιάννης Κλεφτόγιαννης, Βασίλης Λυμπερόπουλος, Ηλίας Μωραγιάννης, Νίκος Σόφτης και Αναστάσιος Σταθάς. Το σύνολο των μετάλλινων ευρημάτων της ανασκαφής συντηρήθηκε από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης της ΕΦΑ Μεσσηνίας Αθανάσιο Κατάκο, ενώ το σύνολο της κεραμικής καθαρίστηκε, συντηρήθηκε, συγκολλήθηκε και φωτογραφήθηκε από την συντηρήτρια Ελένη Γιαννοπούλου. Ανάλυση τμήματος της εφυαλωμένης κεραμικής, μετά από δειγματοληψία, πραγματοποίησε η Catherine Klesner, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, σε συνεργασία με το εργαστήριο αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος και τη γράφουσα, ύστερα από σχετική έγκριση του ΥΠΠΟΑ. Η ανάλυση έγινε με ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (SEM) εφοδιασμένη με μικροαναλυτή ακτίνων Χ (SEM/EDS) και με φθορισμό ακτίνων Χ με διάχυτο μήκος κύματος (WD/XRF). Στον καθαρισμό των οστών από το σύνολο των τάφων συνέβαλαν όλοι οι συντηρητές του Τμήματος Συντήρησης της ΕΦΑ Μεσσηνίας, ενώ την μελέτη του οστεολογικού υλικού διεξήγαγε η
βιοαρχαιολόγος Ευθυμία Νικήτα. Εκφράζονται σε όλους θερμές ευχαριστίες.
6 Βλ. Κάππας 2001, 87-101, κυρίως 94-95. Κάππας 2009, 62-64. Βλ. επίσης Vassi 2016, 1-24.
7 Για την πρακτική του ενταφιασμού στο εσωτερικό των ναών ή στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο τους, βλ. Μαρκή 2002, 174.
8 Πρόκειται για τάφους που είχαν τοιχώματα από λίθους που όμως δεν ήταν κτισμένοι και από αυτή την άποψη δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των αμιγώς κιβωτιόσχημων. Για τέτοιου τύπου τάφους, που είναι πολύ συνήθεις στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο, στην βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται οι όροι «ατελείς κιβωτιόσχημοι» (Κωνστάντιος- Καρδάση 1996-1998, 73), «κοινοί
κιβωτιόσχημοι» (Βολτυράκη 2006, 1151) ή «λακκοειδείς με υποτυπώδη οριοθέτηση» (Κανονίδης 1998, 186).
9 Kontogiannis 2008, 508-510, 529-530, εικ. 11-13. Στους τάφους 1 και 3, που ανασκάφθηκαν σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του σταυρεπίστεγου ναού και χρονολογούνται με βάση την κεραμική στα μέσα ή το β΄ μισό του 13ου αι., βρέθηκαν τοποθετημένοι ανάλογοι πλακοειδείς λίθοι εκατέρωθεν του κρανίου.
10 Κατά τις εργασίες συνολικής αποκατάστασης του οκταγωνικού ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστιάνων (Stikas 1951. Κάππας 2014, 777-778, 817-819), που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007–2013, στον νάρθηκα ανασκάφθηκαν συνολικά 58 κατά χώραν ταφές και περίπου 17 ανακομιδές, Το κρανίο ως επί το πλείστον πλαισιωνόταν από λίθους μικρού μεγέθους ενώ σε μία περίπτωση είχε τοποθετηθεί λίθος εν είδει προσκεφάλαιου. Οι περισσότεροι σκελετοί έφεραν στον θώρακα μια πέτρα, μια πλίνθο ή ένα θραύσμα κεράμου ή ακόμη κι ένα κομμάτι κονιάματος, ενώ σε μία περίπτωση το θραύσμα πλίνθου έφερε εντός πλαισίου εγχάρακτο σταυρό με επίσης εγχάρακτο
ακρόστιχο IC XC NIKA. Για την ανασκαφή βλ. Κάππας- Σάκκαρη 2014, 794-799, 834-835. Βλ. επίσης, Σάκκαρη 2020, 683–690.
11 Χαλκιά – Κάππας 2012, 146-148, εικ. 14-15, 22. Κάππας 2018, 709-712. Στον τάφο του β΄ μισού του 12ου αι. που ανασκάφθηκε στον κυρίως ναό βρέθηκε τοποθετημένος ένα πλακοειδής λίθος στο πλάι του κρανίου ενώ σε έναν από τους τάφους του νάρθηκα δύο πλακοειδείς λίθοι ήταν σφηνωμένοι εκατέρωθεν του κρανίου.
12 Ερευνήθηκαν τέσσερις τάφοι στον κυρίως ναό και ισάριθμοι στον νάρθηκα. Στους τάφους του κυρίως ναού το κρανίο ήταν πλαισιωμένο από λίθους και τοποθετημένο σε λίθινο προσκεφάλαιο. Βλ. Κάππας κ.ά. 2014, 877–879.
13 Σε τρεις από τους έξι τάφους που χρονολογούνται στον 7ο αι. ή και λίγο αργότερα και ερευνήθηκαν στην περιοχή του πύργου 14 του φρουρίου του Εξαμίλιου τείχους στα Ίσθμια ανάλογοι λίθοι είχαν τοποθετηθεί για τη στήριξη του κρανίου, σε μία περίπτωση ένα τμήμα πλίνθου σε β΄ χρήση είχε τοποθετηθεί ως προσκεφάλαιο και σε μία άλλη μια κεραμίδα κάλυπτε το στήθος του νεκρού (Rife 2012, 62–72).
14 Williams- Zervos 1996, 22. Barnes 2003, 436-437. Αντίθετα, ανάλογες πρακτικές, πέραν της χρήσης λίθου για προσκεφάλαιο, δεν είναι συνήθεις στην περιοχή της Μακεδονίας (Κανονίδης 1998, 192) ή της Στερεάς Ελλάδας (Βολτυράκη 2006, 1149-1157).
15 Εντοπίστηκε μόνο άλλο ένα παράδειγμα χρήσης λίθου στα κάτω άκρα σε τάφο στο Πάνακτο Βοιωτίας, βλ. Gerstel κ.ά. 2003, 218.
16 Ο τύπος του καμαρωτού τάφου κατάγεται από τον μακεδονικό καμαρωτό τύπο και εμφανίζεται (στη Θεσσαλονίκη και αλλού) στα τέλη του +2ου/ αρχές +3ου αι. Η χρήση του γενικεύεται στην περίοδο της Τετραρχίας και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και μειώνεται από τον 7ο αι. χωρίς όμως να εγκαταλείπεται. Κατά τους επόμενους αιώνες και μέχρι και την υστεροβυζαντινή περίοδο χρησιμοποιείται για επιφανείς νεκρούς ή γενικότερα για τον ενταφιασμό νεκρών από εύπορα κοινωνικά στρώματα. Καμαρωτοί τάφοι έχουν ανασκαφθεί στην Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την Κόρινθο και αλλού. Γενικά για αυτού του τύπου τους τάφους, βλ. Μαρκή 2006, 110-119, όπου και η παλαιότερη
βιβλιογραφία. Συχνά για τάφους τέτοιου τύπου χρησιμοποιείται και ο όρος καμαροσκεπής (βλ. λ.χ. Κανονίδης 1998, 186 και σποράδην).
17 Στον τάφο 2, δίπλα στο κρανίο, βρέθηκε τμήμα κεκαυμένης χύτρας (σώζεται η βάση και μικρό τμήμα των τοιχωμάτων) από καστανό πηλό, με επίπεδη βάση και σφαιρικό σώμα, καθώς και όστρακα από άλλη πανομοιότυπη χύτρα. Στον τάφο 5, δίπλα στα κάτω άκρα, βρέθηκε σχεδόν ακέραιο κύπελλο (τσουκάλι) με μία λαβή, από χονδρόκοκκο καστανέρυθρο πηλό και ίχνη καύσης στο άνω μέρος του χείλους. Έχει βάση επίπεδη, αρκετά μικρότερη από το σώμα, σώμα σφαιρικό με ραβδώσεις στο άνω μέρος, λαβή κάθετη ταινιωτή, που ξεκινάει ελαφρώς υπερυψωμένη από το χείλος και λήγει στο μέσον της κοιλιάς, χείλος κοφτό με κλίση προς τα έξω. Ο τύπος [Μπακιρτζής 1989, τύπος Α2 (τσουκάλια με μία λαβή), 36-38, πίν. 2.4) έχει ευρύτατη διάδοση και χρήση στη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ενώ αρκετά κοντινά παράλληλα χρονολογούνται από τον 11ο έως και τον 13ο–14ο αι. Βλ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 346-348, αρ. κατ. 395-399 (συγγρ. λημμάτων Ν. Ζήκος, Σ. Δουκατά-Δεμερτζή). Πέτκος- Καραγιάννη 2007, 71, Κ1289.
18 Πρόκειται για τύπο που χρονολογείται στην περίοδο από τον 11ο έως τον 14ο αι., παρουσιάζει ιδιαίτερη διάδοση στη Μακεδονία ενώ είναι γνωστός και στην Πελοπόννησο (βλ. δύο παραδείγματα του 11ου–12ου αι. από την Κόρινθο, Davidson 1952, 250, 252, αρ. κατ. 2023- 2024, πίν. 107, 109). Πολύ κοντινό παράλληλο με τα ενώτια της Πελεκανάδας βλ. σε ενώτιο από το κοιμητήριο της βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου Μικρής Πρέσπας, που χρονολογείται στους 13ο-14ο αι., Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 587, αρ. κατ. 841 (συγγρ. λήμματος Μ. Παϊσίδου), όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Για το ίδιο ενώτιο επίσης βλ. Πέτκος – Καραγιάννη 2007, 80, Κο 124. Πιο συνήθη στην κεντρική και νότια Ελλάδα είναι τα ενώτια σε σχήμα κρίκου που φέρουν δύο ή τρία συμπαγή σφαιρίδια, μερικές φορές κοσμημένα με συρματερή τεχνική. Παραδείγματα αυτού του τύπου βλ. στην Κόρινθο (Davidson 1952, 251, αρ. κατ. 2014), στο Άργος (Αθανασούλης – Βασιλείου 2016, 193, αρ. κατ. 286), στο βυζαντινό νεκροταφείο του Ταξιάρχη στην Ερμίτσα Αγρινίου (Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 561, αρ. κατ. 778), στο βυζαντινό νεκροταφείο του Αερινού Μαγνησίας (Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 434, 562, αρ. κατ. 562, 563, 779) και σε κιβωτιόσχημους τάφους της βυζαντινής περιόδου στην Ξηρονομή Βοιωτίας (Βολτυράκη 2006, 1154, εικ. 8α και 8β).
19 Η οινοχόη (κανάτα) διατηρεί την δισκοειδή βάση και το ήμισυ περίπου των απιόσχημων, πολύ λεπτών τοιχωμάτων της και είναι καμωμένη από ρόδινο λεπτό πηλό. Κασσιτερούχος λευκή εφυάλωση καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια μέχρι λίγο πριν από τη βάση, ενώ την εσωτερική, που φέρει οριζόντιες αυλακώσεις, κιτρινωπή. Διακοσμείται με κάθετες και οριζόντιες ταινίες που ορίζονται από μελανά περιγράμματα και περικλείουν κυματοειδείς ταινίες σε κάθετη διάταξη και φυτικό μοτίβο σε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Η χρήση ανοιχτού γαλάζιου χρώματος αντί για το σύνηθες πράσινο των αγγείων της αρχαϊκής μαγιόλικης μπορεί να εντάξει το αγγείο της Πελεκανάδας στην αντίστοιχη υποκατηγορία της ομάδας, που φαίνεται ότι παραγόταν από τον 14ο αι. και μετά στην περιοχή της Τοσκάνης, στην Εμίλια-Ρομάνια και στην κοιλάδα του Πάδου, βλ. Γιαγκάκη 2012, 101-102, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
20 Η «αρχαϊκή μαγιόλικη» αναπτύχθηκε παράλληλα με την «πρωτομαγιόλικη» κεραμική και ακμάζει στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ιταλίας, σε αντίθεση με τη δεύτερη που παραγόταν στη νότια Ιταλία και τη Σικελία (Morgan 1942, 105-113). Στον ελλαδικό χώρο απαντά κυρίως στην Πελοπόννησο, στην Άνδρο, την Κρήτη και πιθανώς στην Ήπειρο (Skartsis 2012, 44-45). Ανάλογα παραδείγματα με την οινοχόη της Πελεκανάδας, που χρονολογούνται στον 13ο-14ο αι., έχουν βρεθεί στην περιοχή ΒΑ του θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης, προς την κρήνη Αρσινόη (Γιαγκάκη 2006, 441-442, εικ. 9), στο διάσκαφο κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου στην Μεθώνη (Πάλλας 1968, 169–171), στο Άργος (Bakourou κ.ά. 2003, 234, εικ. 5. Αθανασούλης- Βασιλείου 2016, 241, αρ. κατ. 388, συγγρ. λήμματος Α. Βασιλείου), στο Ναύπλιο (Γιαγκάκη 2012, 101-103, αρ. 82, εικ. 76-77. Βασιλείου 2017, 333–334, εικ. 2), στην Κόρινθο (Williams- Zervos 1995, 26, πίν. 5,12.) και στην Πάτρα (Βασιλάκης 2015, 310–311, εικ. 8), ενώ επιμέρους λεπτομέρειες του διακόσμου (ταινίες πλαισίων, κυματοειδείς ταινίες σε κάθετη διάταξη, φυτικό μοτίβο) απαντούν σε οινοχόη των πρώτων δεκαετιών του 14ου αι. από την ανασκαφή στον Άγιο Στέφανο Λακωνίας (Sanders 2008, 394-395, εικ. 7.2: 4053), σε όστρακα από οινοχόες του 13ου-14ου αι. από το Χλεμούτσι (Skartsis 2012, 45-46, αρ. 7 και 15, πίν. 1) και σε όστρακα του 13ου-15ου αι. από την ανασκαφή στο Κάτω Κάστρο της Άνδρου (Kontogiannis- Arvaniti 2007a, 628-629, εικ. 4.1. Kontogiannis- Arvaniti 2007β, 356-357, εικ. 8α).
21 Τα θέματα που χρησιμοποιούνται είναι σπείρες, ταινίες καστανού και πράσινου χρώματος, τριγωνικό σχαρωτό μοτίβο με πυκνή χιαστή διαγράμμιση, ιχθυάκανθα και καστανές στιγμές. Στη Μεσσηνία κεραμική της ίδιας κατηγορίας, που χρονολογείται στον 12o αι. ή και στον 13ο αι., έχει βρεθεί στην ανασκαφή του διάσκαφου κοιμητηρίου του Αγίου Ονουφρίου στην Μεθώνη (Πάλλας 1968, 165–167), στο μεσοβυζαντινό κτήριο που αποκαλύφθηκε στην περιοχή της ΒΑ πύλης της πρώιμης μυκηναϊκής οχύρωσης του Ανακτόρου του Νέστορος (Davis – Stocker 2013, 683, 685-690, εικ. 7, αρ. 1–4, 6, 14–15), στον νάρθηκα του βυζαντινού ναϋδρίου στα Νιχώρια (McDonald κ.ά. 1983, 382, εικ. 10.40, πίν. 10.23), στην περιοχή του θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης (Γιαγκάκη 2006, 436 437, εικ. 2), σε ανασκαφή στο εσωτερικό του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στη Μεταμόρφωση (πρ. Σκάρμιγκας) (Χαλκιά- Κάππας 2012, 146–148, εικ. 18. Κάππας 2018, 709–712. Konstantinidou 2018, 826, εικ. 1:8, 2:7), σε ανασκαφή στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Νικολάου Αίπειας (Κάππας 2018, 713-714. Konstantinidou 2018, 828, εικ. 3:23, 4:24.) και στην ανασκαφή τάφων στον νάρθηκα του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστιάνων (βλ. παραπάνω υποσημ. 10). Στη Λακωνία ανάλογα παραδείγματα έχουν βρεθεί στην ανασκαφή του Αγίου Στεφάνου (Sanders 2008, 393, αρ. 4047, 4088, εικ. 7, 2), καθώς και στην Ακρόπολη και σε πρόσφατες ανασκαφές στη Σπάρτη (Katsara 2015, 300-303, 308, εικ. 3.1, πίν. 1)· στην Αργολίδα στη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία (Γιαγκάκη 2012, 40-41, αρ. 11, εικ. 10). Η συγκεκριμένη κατηγορία κεραμικής έχει βρεθεί σε μεγάλες ποσότητες στην Κόρινθο και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας και ως κέντρα παραγωγής της έχουν προταθεί η Κόρινθος, η Σπάρτη και η Βοιωτία. Γενικότερα για την κατηγορία και τη χρονολόγησή της, βλ. Morgan 1942, 75-83. Sanders 1995, 65-66, 244-246. Sanders 2000, 160–166. Vroom 2003, 151-152, εικ. 6.19-21. Γιαγκάκη 2012, 40-41). Τα αγγεία που βρέθηκαν στον τάφο της Πελεκανάδας ανήκουν στις ομάδες ΙΙ και ΙΙΙ της κατάταξης Morgan, οι οποίες πλέον χρονολογούνται στα πρώτα τρία τέταρτα του 12ου αι. Στην ανακομιδή βρέθηκαν και όστρακα με απλή πράσινη εφυάλωση («Green Glazed Ware», ανάλογα παραδείγματα οστράκων με πράσινη εφυάλωση από την Νεμέα βλ.στο Athanassopoulos 2016, 69-70, 159-161, εικ. 13.19 και 116.335, 337).
22 Πρόκειται για όστρακα από επιτραπέζια αγγεία (πινάκια, λάγηνους και μαγαρικά) που διακοσμούνται με ταινίες ή σπείρες από ερυθρό ή σκουροκάστανο επίχρισμα. Ο τύπος των matt-painted αγγείων επιχωριάζει στην Πελοπόννησο κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο (11ος- 14ος αι.) και ως κέντρα παραγωγής τους έχουν τεκμηριωθεί η Κόρινθος, το Άργος, η Σπάρτη και ο Άγιος Στέφανος. Παρόμοια κεραμική στη Μεσσηνία έχει βρεθεί στο διάσκαφο κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου στη Μεθώνη (Πάλλας 1968, 162-163), στην ανασκαφή του βυζαντινού κτηρίου στο ανάκτορο του Νέστορος (Davis- Stocker 2013, 683, 691–694, εικ. 10, αρ. 19-20, 27-28), στις ανασκαφές του ναού της Μεταμορφώσεως στον Σκάρμιγκα (Konstantinidou 2018, 827, εικ. 1:11, 4:11) και του ναού του Αγίου Νικολάου στην Αίπεια (Konstantinidou, 828, εικ. 4:18a-b) και στην ανασκαφή των τάφων στο νάρθηκα του ναού της Μεταμόρφωσης στους Χριστιάνους (βλ. παραπάνω υποσημ. 10). Κοντινά παράλληλα βλ. και στην Σπάρτη, Bakourou κ.ά. 2003, 235-236, εικ. 6. Για τα matt-painted αγγεία, βλ. Robinson- Weinberg 1960, 234. MacKay 1967, 279-288. Skartsis 2012, 113. Αθανασούλης- Βασιλείου 2016, 158-162, αρ. κατ. 197-210 (συγγρ. λημμάτων Α. Βασιλείου- R. Valente), όπου και η γενική βιβλιογραφία.
23 Βρέθηκαν κυρίως όστρακα από χύτρες με επίπεδη βάση.
24 Τύπος L της κατάταξης Davidson (Davidson 1952, 230, αρ. 1925-1942), ωστόσο δεν εντοπίσαμε κάποιο ακριβές παράλληλο ως προς το θέμα του εγχάρακτου διακόσμου.
25 Ο Morgan διαχώρισε από την κατηγορία αγγείων με απλή εφυάλωση (Plain Glazed Wares) μια ομάδα αγγείων με σκούρα πράσινη ή ωχρόλευκη εφυάλωση και, εξαιτίας των γωνιωτών σχημάτων τους και της υαλώδους αδιαφανούς εφυάλωσής τους που συχνά δίνει μεταλλική εντύπωση, υπέθεσε ότι η ομάδα αυτή αντιγράφει χάλκινα ή ασημένια πρότυπα (Morgan 1942, 62-63, αρ. 285, 293-306, εικ. 45-46, 176). Η ονομασία «Metallic Ware» για τη συγκεκριμένη ομάδα δόθηκε από τη Stillwell-MacKay, η οποία προσέθεσε και το καστανό στη χρωματική παλέτα της εφυάλωσης και τη χρονολόγησε στον ύστερο 13ο με πρώιμο 14ο αι. (Stillwell-MacKay 1967, 252, αρ. 1–6, εικ. 1, πίν. 62), χρονολόγηση που επιβεβαιώθηκε και από μεταγενέστερες έρευνες (Sanders 1987, 175–176. Williams- Zervos 1995, 21, 23). Τα κλειστά αγγεία αυτής της ομάδας έχουν συχνά πλαστικό διάκοσμο από σχοινία και ελικοειδείς λαβές (Williams 1993, 270-279, πίν. 2-3). Για την προέλευση της κατηγορίας έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις και αποδίδεται είτε σε πελοποννησιακά εργαστήρια είτε σε ιταλικά (Skartsis 2012, 56, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
26 Κατά την ανασκαφή των τάφων του νάρθηκα στο ναό της Μεταμόρφωσης Χριστιάνων βρέθηκαν πολλά θραύσματα από κούπες αυτού του τύπου, μεταξύ τους και δύο σχεδόν ακέραιες, βλ. Σάκκαρη 2020, εικ. 7. Τρεις κούπες που βρέθηκαν σε συλημένο κατά την Β΄ Ενετοκρατία μυκηναϊκό θαλαμωτό τάφο στα Βολιμίδια της Χώρας εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας, βλ. Μαρινάτος 1954, 305. Κούπα παρόμοιου τύπου αλλά σαφώς ανώτερης ποιότητας, που προέρχεται από την ναό της Ανάληψης Φιλιατρών και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 13ου – α΄ μισό 14ου αι. και αποδοθεί σε εργαστήριο της Ν. Ιταλίας. Τρία μικρά τμήματα από κούπες με ανάλογη διακόσμηση, που ωστόσο δεν συναρμόζουν με τα υπόλοιπα από το ταφικό παρεκκλήσι, βρέθηκαν και κατά τη διερεύνηση του εσωτερικού του ναού του Αγίου Βασιλείου Πελεκανάδας, στην τομή 3, νότια του τάφου 11 (σάκ. 17 και 47).
27 Για παρόμοιας μορφής αβακωτές ζωφόρους, βλ. Καββαδία- Τσουρής 1992–1993, 269–278. Για αβακωτές ζωφόρους σε μεσοβυζαντινά και υστεροβυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου, βλ. επίσης Κάππας 2011, 280-286.
28 Για τα φιαλοστόμια, βλ. Τσουρής 1998, 69-71. Καββαδία- Τσουρής 1992-1993, 276-277 και υποσημ. 34. Δημητροκάλλης 1995, 287-288. Τα αρχαιότερα παραδείγματα χρήσης φιαλοστομίων ανάγονται πιθανότατα στον 11ο αι. και όχι στον 12ο, όπως παλιότερα είχε θεωρηθεί. Μεταξύ των αρχαιότερων περιπτώσεων στις οποίες φιαλοστόμια χρησιμοποιούνται στην οριοθέτηση τόξων ή στη δημιουργία διακοσμητικών ταινιών θα πρέπει να περιληφθούν ο βυζαντινός ναός (Fatih Camii) της Αμάστριδος (στα τόξα), ο ναός του Αγίου Νικολάου της Στέγης στην Κύπρο (στα τόξα των παραθύρων του τρούλο) και ορισμένα μνημεία της Κρήτης, όπως λ.χ. ο ναός των Αγίων Αποστόλων (Κάτω Επισκοπή) Λασιθίου. Περιορισμένη χρήση φιαλοστομίων για τη δημιουργία διακοσμητικής ταινίας διασώζεται και στην ανατολική όψη του ναού των Αγίων Αναργύρων Καστοριάς, που ανάγεται επίσης στον 11ο αι. Στην Πελοπόννησο, το αρχαιότερο παράδειγμα περιορισμένης χρήσης φιαλοστομίων απαντά στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα στο Λιγουριό, που ανάγεται πιθανότατα γύρω στα μέσα του 12ου αι., βλ. Μπούρας 1974-1975, 1-28.
29 Για παρόμοιες ζωφόρους, βλ. Καββαδία- Τσουρής 1992–1993, 269–278.
30 Στον 11ο αι. χρονολογεί τον ναό ο Γ. Δημητροκάλλης 1998, 157-178. Για τη χρονολόγηση του ναού στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αι. ή στο α΄ μισό του 14ου αι., βλ. Καββαδία- Τσουρής 1992-1993, 278. Καββαδία-Σπονδύλη 2006, 475-482.
31 Ο ναός παραμένει αδημοσίευτος. Για μια σύντομη αναφορά, βλ. Κάππας 2010, 238-239. Για το μνημείο της Κορομηλιάς, όπως άλλωστε και για τον ναό της Πελεκανάδας αλλά και για τον Άγιο Βλάσιο Βαλύρας, ο γράφων είχε παλιότερα προτείνει μια γενική χρονολόγηση στον 13ο αι., αποδεχόμενος την άποψη των Καββαδία – Τσουρή. Τα νέα στοιχεία από την ανασκαφική διερεύνηση του Αγίου Βασίλείου Πελεκανάδας υποδεικνύουν ότι και τα τρία αυτά μνημεία θα πρέπει να χρονολογηθούν μεταξύ 11ου και 12ου αιώνα, αποτελούν δηλαδή κτίσματα της μεσοβυζαντινής περιόδου. Σε πρόσφατη αυτοψία (Φεβρουάριος 2022) στον ναό της Κοίμησης στην Κορομηλιά διαπιστώθηκε ότι τα τόξα του νότιου και του δυτικού θυραίου ανοίγματος, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που έχουν υποστεί, είναι κατασκευασμένα με λαξευτούς θολίτες πολύ καλής αρμογής, ενώ δεν αποκλείεται να οριοθετούνταν στα εξωράχιά τους με μονή σειρά πλίνθων. Ο τρόπος
κατασκευής των τόξων αυτών ενισχύει το ενδεχόμενο χρονολόγησης του ναού της Κορομηλιάς εντός της δωδέκατης εκατονταετίας, προς τα μέσα ή το δεύτερο μισό της.
32 Βλ. Μαμαλούκος- Παπαδοπούλου 2016, 38-83, κυρίως 72-73.
33 Παυλόπουλος 1973, 12: Άι Γιάννης, Προφήτης Ηλίας, Άγιος Νικόλαος, Θεοφύλακτος (πολύ κοντά στον ναό του Αγίου Βασιλείου), Άι Λάζαρος, Αγία Παρασκευή και Αγία Σωτήρα (σημειώνει μάλιστα ότι στην τελευταία θέση είχαν βρεθεί πολλοί τάφοι και διάφορα πήλινα αγγεία, τα οποία από άγνοια καταστράφηκαν). Σε αυτοψίες του γράφοντος στην περιοχή μας υποδείχθηκαν, επίσης, τα ερείπια ενός κτηρίου που οι ντόπιοι ονομάζουν «Άγιο Δημήτριο». Κτίσμα της μεταβυζαντινής περιόδου είναι ο λιθόκτιστος ναός του Αγίου Γεωργίου στα 500 περίπου μέτρα ανατολικά του χωριού, όπου βρισκόταν το παλιό κοιμητήριο της Πελεκανάδας μέχρι τη μεταφορά του στη σημερινή θέση στις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων του οικισμού, ερειπωμένη εκκλησία υπήρχε και στη θέση του νεόδμητου ναού του Προφήτη Ηλία στα ανατολικά του σύγχρονου κοιμητηρίου.
34 Παυλόπουλος 1973, 12. Επί του μικρού αυτού κάστρου, σχηματοποιημένη κάτοψη του οποίου δημοσιεύει ο Παυλόπουλος, κατασκευάστηκε πριν από αρκετές δεκαετίες ιδιωτική κατοικία προκαλώντας μεγάλη καταστροφή στο μικρό οχυρό, από το οποίο σήμερα διακρίνονται ελάχιστα ίχνη.
35 Όπως λ.χ. τα τοπωνύμια Χαλάσματα, Εκκλησούλες, Καμαράκι, Λουτρό, Κτήριο, Παλιόπυργος κ.ά.
36 Ίχνη του δρόμου αυτού έχουν εντοπιστεί και νοτιότερα μεταξύ των οικισμών Βελίκα και Νεοχωρίου, σε πολύ μικρή απόσταση από το μεσαιωνικό καστράκι της Βελίκας, ενώ σε μικρή απόσταση από την αρχαία και μεσαιωνική διαδρομή αναπτύσσεται ένα πυκνό δίκτυο μικρών οχυρών και λιθόκτιστων γεφυριών, η συστηματική μελέτη των οποίων εκκρεμεί.
ABSTRACT. Agios Vasileios at Pelekanada, Messenia is a relatively small single-nave timber-roofed church. Excavation carried out inside and around the church ahead of its restoration revealed a narthex to its west and a chapel to its north. The square narthex has pilasters at its corners, connected by arches, and was probably originally covered with a hemispherical dome, a common architectural element in Byzantine churches in Cyprus and the Aegean islands. Excavation revealed thirteen pit graves and one impressive, vaulted grave, partially covered by the chapel, which it pre-dates. The burials belonged to adults, adolescents, and infants. Several pit graves contained small stone slabs used to hold the skull or placed over the deceased’s chest or lower legs. Grave offerings included plain and decorated pottery (late 12th-century Green and Brown Painted Ware, Brown Painted Ware, Metallic Ware, Matt Painted Ware, Archaic Maiolica) and a pair of copper alloy earrings with openwork filigree sphere. During the building’s restoration, traces of a decorative frieze were identified between the window arches on the south façade and on the upper zone of the central apse. The frieze consisted of alternating tiles and vertical bricks, below which fragments of rims of closed ceramic vessels were inserted at regular intervals, imitating ceramic rosettes, a rare decorative element in Byzantine architecture. The frieze recalls the ceramic decoration of the now ruined church of Agios Vlasios at Valyra. A dentil cornice was also revealed and restored with modern handmade bricks. The church was given a new timber roof with large handmade roof tiles, the interior masonry was revealed and grouted, and the surrounding grounds were landscaped. Archaeological and morphological evidence date the church of Agios Vasileios to the end of the 11th or the first half of the 12th century. The narthex and the vaulted grave were built during the 12th century, and the chapel was probably added after the 13th century, when Messenia was a part of the principality of Achaia. A funerary church, it served a small Byzantine settlement, the exact location of which has yet to be defined. The site was used as a cemetery for at least two centuries, from the middle or the second half of the 12th to the middle of the 14th century.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Athanassopoulos 2016: E. F. Athanassopoulos, Landscape Archaeology and the Medieval Countryside, Nemea Valley Archaeological Project II, Princeton.
Αθανασούλης – Βασιλείου 2016: Δ. Αθανασούλης – Α. Βασιλείου (επιμ.), Βυζαντινό Μουσείο Άργους. Κατάλογος Μόνιμης Έκθεσης, Αθήνα.
Bakourou κ.ά. 2003, A. Bakourou – E. Katsara – P. Kalamara, Argos and Sparta. Pottery of the 12th and 13th centuries, στο: Χ. Μπακιρτζής (επιμ.), 7ο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη 11–16 Οκτωβρίου 1999, Πρακτικά, Αθήνα, 233–236.
Barnes 2003: E. Barnes, The dead do tell tails, στο: C. K. Williams II – N. Bookidis (επιμ.), Corinth. The Centenary 1896–1996, Corinth XX, Princeton, 435–443.
Βασιλάκης 2015: Ν. Βασιλάκης, Εισηγμένη ιταλική κεραμική στην Πάτρα (13ος–18ος αι.), ΔΧΑΕ, 36, 305–324.
Βασιλείου 2017: Α. Βασιλείου, Κεραμική ιταλικών εργαστηρίων στο Βενετοκρατούμενο Ναύπλιο στο: Ε. Δ. Λιάτα (επιμ.), Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι. 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής (1715–2015), Επιστημονικό συμπόσιο, Ναύπλιο 9–11 Οκτωβρίου 2015, Πρακτικά, Ναυπλιακά
Ανάλεκτα 11, Ναύπλιο, 331–348.
Böhlendorf-Arslan κ.ά. 2007: B. Böhlendorf-Arslan – A. O. Uysal – J. Witte-Orr (επιμ.), Çanak. Late Antique and Medieval Pottery and Tiles in Mediterranean Archaeological Contexts, Proceedings of the First International Symposium on Late Antique, Byzantine, Seljuk, and Ottoman Pottery and Tiles in Archaeological Context, Byzas 7, Istanbul.
Βολτυράκη 2006: Ε. Βολτυράκη, Ταφικές συνήθειες μικρών κοιμητηριακών συνόλων της Βοιωτίας, στο: Α. Μαζαράκης Αινιάν (επιμ.),
Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Βόλος 27.2–2.3.2003, Βόλος, 1149–1163.
Γιαγκάκη 2006: Α. Γ. Γιαγκάκη, Γραπτή εφυαλωμένη κεραμική από την ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης, ΔΧΑΕ, 27, 435–444.
Γιαγκάκη 2012: Α. Γ. Γιαγκάκη, Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία (11ος–17ος αι.), ΕΙΕ/ΙΙΕ – Τμήμα Βυζαντινών Ερευνών – Ερευνητική Βιβλιοθήκη 7, Αθήνα.
Davis – Stocker 2013: J. L. Davis – S. R. Stocker, The medieval deposit from the Palace of Nestor, Hesperia, 82:4, 673–731.
Davidson 1952: G. R. Davidson, The Minor Objects, Corinth XII, Princeton.
Δημητροκάλλης 1995: Γ. Δημητροκάλλης, Η βασιλική του Αγίου Ισιδώρου στην Τραγαία Νάξου, ΕΕΚΜ, 15, 247–306.
Δημητροκάλλης 1998: Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι Βυζαντινοί Ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τ. Β΄, Αθήναι.
Ζυμή κ.ά. 2018: Ε. Ζυμή – Ά.-Β. Καραπαναγιώτου – Μ. Ξανθοπούλου (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο (ΑΕΠΕΛ1), Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίπολη 7–11 Νοεμβρίου 2012, Καλαμάτα.
Gerstel κ.ά. 2003: S. E. J. Gerstel – M. Munn – G. E. Grossman – E. Barnes – A. H. Rohn – M. Kiel, A Late Medieval settlement at Panakton, Hesperia, 72, 147–234.
Καββαδία-Σπονδύλη 2006: Α. Καββαδία-Σπονδύλη, Νέες θέσεις στη βυζαντινή Μεσσηνία: Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της περιοχής, στο: Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, Πρακτικά, Πάτρα 9–12 Ιουνίου 1996, Αθήνα, 475–482.
Καββαδία – Τσουρής 1992-1993: Α. Καββαδία – Κ. Τσουρής, Δύο βυζαντινές εκκλησίες στη Μεσσηνία, ΑΔ, 47-48, Μελέτες, 269–291.
Κανονίδης 1998: Ι. Κανονίδης, Νεότερα στοιχεία από τις ανασκαφές του 1998 σχετικά με τα υστεροβυζαντινά κοιμητήρια στην Θεσσαλονίκη, ΑΕΜΘ, 12, 183–194.
Κάππας 2001: Μ. Κάππας, Ο ναός των Αγίων Αποστόλων Καλύμνου, Συμβολή στη μελέτη της διάδοσης του τύπου του απλού τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Κάππας 2009: Μ. Κάππας, Η αρχιτεκτονική του ναού των Αγίων Αποστόλων στο Άργος Καλύμνου, ΔΧΑΕ, 30, 55–66.
Κάππας 2010: Μ. Κάππας, Εκκλησίες της Μητροπόλεως Μεσσηνίας από το 1204 έως και το 1500, στο: Χριστιανική Μεσσηνία, Μνημεία και Ιστρορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα, 189–273.
Κάππας 2011: Μ. Κάππας, Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο ρέμα του Σωφρόνη Λακωνίας, Βυζαντινά Σύμμεικτα, 21, 255–337.
Κάππας 2014: Μ. Κάππας, 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Επαρχία Τριφυλίας, Χριστιάνοι, Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ΑΔ, 69, Β΄1β Χρονικά, 777–778, 817–819.
Κάππας 2018: Μ. Κάππας, Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα και Άγιος Νικόλαος Αίπειας. Ανασκαφική διερεύνηση και εργασίες αποκατάστασης σε δύο βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας, στο: Ζυμή κ.ά. 2018, 709–726.
Κάππας κ.ά. 2014: Μ. Κάππας – Ε. Μπαρμπαρίτσα – Λ. Μπούζα, 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ανασκαφικές εργασίες, Αρχαία Μεσσήνη (πρώην Μαυρομάτι Ιθώμης), Ναός Αγίου Νικολάου (κοιμητηριακός), ΑΔ, 69, Β΄1β Χρονικά, 877–879.
Κάππας – Σάκκαρη 2014: Μ. Κάππας – Σ. Σάκκαρη, 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ανασκαφικές εργασίες, Χριστιάνοι, Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ΑΔ, 69, Β΄1β Χρονικά, 794–799, 834–835
Katsara 2015: E. Katsara, Byzantine glazed pottery from Sparta (12th to 13th centuries A.D.): Observations in the light of new archaeological finds, στο: D. Karakaya – T. G. Little (επιμ.), XIth Congress AIECM3 on Medieval and Modern Period Mediterranean Ceramics, Antalya 19–24 October 2015, Proceedings, Ankara, 297–310.
Kontogiannis – Arvaniti 2007α: N. D. Kontogiannis – S. Arvaniti, Commercial activity in the Aegean of the 14th–16th century: the ceramic evidence from Andros, στο: S. Antoniadou – A. Pace (επιμ.), Mediterranean Crossroads, Athens, 623–641.
Kontogiannis – Arvaniti 2007β: N. D. Kontogiannis – S. Arvaniti, The Medieval Kato Kastro (Lower Castle) of Andros: Excavation data and ceramic material, στο: Böhlendorf-Arslan κ.ά. 2007, 349–361.
Kontogiannis 2008: N. D. Kontogiannis, Excavation of a 13th-century church near Vasilitsi, Southern Messenia, Hesperia, 77, 497–537.
Konstantinidou 2018: A. Konstantinidou, Medieval pottery from two Messenian Churches: The Transfiguration at Metamorfosi (Skarmingas) and Saint Nicholas in Aipeia, στο: Ζυμή κ.ά. 2018, 825–833.
Κωνστάντιος – Καρδάση 1996–1998: Δ. Ν. Κωνστάντιος – Α. Ι. Καρδάση, Η ανασκαφή του βυζαντινού ναού του Αγίου Δημητρίου στο Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, ΑΑΑ, 29–31, 67–75.
Laskaris 2000: N. G. Laskaris, Monuments funéraires paléochrétiens (et byzantins) de Grèce, Athènes.
Μαμαλούκος – Παπαδοπούλου 2016: Σ. Μαμαλούκος – Β. Παπαδοπούλου, Η αρχιτεκτονική του οικοδομικού συγκροτήματος, στο: Β. Παπαδοπούλου (επιμ.), Η Παναγία της Κορωνησίας, Άρτα,38-83.
Μαρινάτος 1954: Σ. Ν. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ, 293–316.
Μαρκή 2002: Ε. Μαρκή, Τα χριστιανικά κοιμητήρια της Ελλάδας. Οργάνωση, τυπολογία, ταφική ζωγραφική, μαρτύρια, κοιμητηριακές βασιλικές, ΔΧΑΕ, ΚΓ΄, 163–176.
Μαρκή 2006: Ε. Μαρκή, Η Νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στους υστερορωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Αθήνα.
McDonald κ.ά. 1983: W. A. McDonald – W. D. A. Coulson – J. Rosser, Excavation at Nichoria in Southwest Greece III. Dark Age and Byzantine Occupation, Minneapolis.
MacKay 1967: T.S. MacKay, More Byzantine and Frankish pottery from Corinth, Hesperia,36,249-320.
Morgan 1942: C. H. Morgan, The Byzantine Pottery, Corinth XI, Cambridge Mass.
Μπακιρτζής 1989: Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα, Αθήνα.
Μπακούρου – Κάη 2012: Α. Μπακούρου – Δ. Κάη, Χριστιανούπολη. Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο: 2000–2010 Από το Ανασκαφικό Έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 143–144.
Μπούρας 1973-1974: Χ. Μπούρας, Ο Άγιος Ιωάννης Λιγουριού Αργολίδος, ΔΧΑΕ, 7, 1–28.
Πάλλας 1968: Δ. Ι. Πάλλας, Ο Άγιος Ονούφριος Μεθώνης. Παλαιοχριστιανικόν κοιμητήριον – βυζαντινόν ασκητήριον, ΑΕ, 119–176.
Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002: Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Ώρες Βυζαντίου. Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο. Αθήνα – Θεσσαλονίκη –Μυστράς. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα.
Παυλόπουλος 1973: ιερέας Βασίλειος Παυλόπουλος, Πελεκανάδα, Η ιδιαιτέρα μου πατρίδα, χ.τ.
Rife 2012: J. L. Rife, The Roman and Byzantine Graves and Human Remains, Isthmia IX, Princeton.
Robinson – Weinberg 1960: H. S. Robinson – S. S. Weinberg, Excavations at Corinth (1959), Hesperia, 29, 225–253.
Rosser 1983: J. Rosser, The pottery, στο: McDonald κ.ά. 1983, 278–397.
Σάκκαρη 2020: Σ. Σάκκαρη, Το νεκροταφείο του νάρθηκα του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στους Χριστιάνους Μεσσηνίας, στο: Μ. Ξανθοπούλου – Α. Μπάνου – Ε. Ζυμή – Ε. Γιαννούλη – Ά. Β. Καραπαναγιώτου – Α. Κουμούση (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 2 (ΑΕΠΕΛ 2), Πρακτικά της Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Καλαμάτα, 1–4 Νοεμβρίου 2017, Καλαμάτα, 683–690.
Sanders 1987: G. D. R. Sanders, An assemblage of Frankish pottery at Corinth, Hesperia, 56, 159–195.
Sanders 1993: G. D. R. Sanders, Excavation at Sparta: The Roman Stoa, 1988–91. Preliminary Report, Part 1. Medieval Pottery, ΑBSA, 88, 251–286.
Sanders 1995: G. D. R. Sanders, Byzantine Glazed Pottery at Corinth to c. 1125, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Birmingham.
Sanders 2000: G. D. R. Sanders, New relative and absolute chronologies for 9th to 13th-century glazed wares at Corinth: Methodology and social conclusions, στο: K. Belke – F. Hild – J. Koder – P. Soustal (επιμ.), Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes, Wien, 153–173.
Sanders 2008: G. D. R. Sanders, The medieval pottery στο: W. D. Taylour – R. Janko (επιμ.), Ayios Stephanos: Excavations at a Bronge Age and Medieval Settlement in Southern Lakonia, BSA Suppl. 44, 389–410.
Skartsis 2012: S. S. Skartsis, Chlemoutsi Castle (Clermont, Castel Tornese), NW Peloponnese. Its pottery and its relations with the West, BAR International Series 2391, Oxford.
Stikas 1951: E. Stikas, L’église byzantine de Christianou en Triphylie (Péloponèse) et les autres édifices de même type, Paris.
Stillwell-MacKay 1967: T. Stillwell-MacKay, More Byzantine and Frankish pottery from Corinth, Hesperia, 36, 249–320.
Τσουρής 1988: Κ. Τσουρής, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των υστεροβυζαντινών μνημείων της βορειοδυτικής Ελλάδος, Καβάλα.
Vassi 2016: O. Vassi, A special kind of dome in Late Byzantine Chios: types and building techniques, Tradition and Innovation, στο: R. Ousterhout – D. Borbonus – E. Dumser (επιμ.), Against Gravity: Building practices in the Pre-Industrial World, Philadelphia, 1–24.
Vroom 2003: J. Vroom, After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7th to the 20th century A.C. A case study from Boeotia, Central Greece, Leiden.
Williams 1993: C. K. Williams, Italian imports from a church complex in Ancient Corinth, στο: S. Gelichi (επιμ.), La ceramica nel mondo bizantino tra XI e XV secolo e I suoi rapport con l’ Italia, Siena 11–13 marzo 1991, Firenze, 263–282.
Williams – Zervos 1995: C. K. Williams – O. H. Zervos, Frankish Corinth 1994, Hesperia, 64, 1–60.
Witte-Orr 2007: J. Witte-Orr, Bricks and tiles from the Triangular Tower at Amorium, στο: Böhlendorf-Arslan κ.ά. 2007, 295–308.
Χαλκιά – Κάππας 2012: Ε. Χαλκιά – Μ. Κάππας, Μεταμόρφωση (πρ. Σκάρμιγκας). Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στο: 2000–2010 Από το Ανασκαφικό Έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2012, 145–148.