.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Ναόσχημα ταφικά μνημεία στη νότια κλιτύ της ακρόπολης της Πλατιάνας

Αργυρώ Γρηγοράκη- Ζαχαρούλα Λεβεντούρη
Ναόσχημα ταφικά μνημεία στη νότια κλιτύ της ακρόπολης της Πλατιάνας, Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας


Η ακρόπολη της Πλατιάνας
Η ακρόπολη της Πλατιάνας βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Ηλείας, στις ανατολικές απολήξεις του όρους Λαπίθα, στα σύνορα της αρχαίας Τριφυλίας με την Αρκαδία (Εικ.1)2. Κατατάσσεται στις ακροπόλεις της αρχαίας Τριφυλίας, στις φυσικά οχυρές θέσεις που ενισχύθηκαν με τείχη λόγω της στρατηγικής τους σημασίας (Εικ.2). Η θέση του οικισμού σε τόσο ψηλό και δυσπρόσιτο μέρος (υψόμετρο 669μ.) είναι αρκετά ιδιαίτερη για ελληνική πόλη. Από την ακρόπολη της Πλατιάνας υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου του δρόμου που
οδηγούσε από την Πισάτιδα προς την Μεγαλόπολη και την υπόλοιπη Αρκαδία. Η ταύτιση της θέσης με κάποια αρχαία πόλη δεν είναι ακόμη απολύτως ασφαλής, μελλοντικές ωστόσο έρευνες και ευρήματα θα μπορούσαν να συνδράμουν προς αυτήν την κατεύθυνση3. Για την ταύτισή της, μεταξύ των πόλεων της αρχαίας Τριφυλίας έχει προταθεί το αρχαίο Αίπυ (Ομήρου Ιλ. Β, 592), οι κάτοικοι του οποίου
συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο και μνημονεύεται από τον Όμηρο ως «ἐΰκτιτον Αἰπύ», οφείλοντας την ονομασία του προφανώς στην οχυρή θέση του, καθώς στην αρχαία ελληνική αἰπὺς σημαίνει απόκρημνος. Ο Ηρόδοτος (4.148) τη θεωρεί μία από τις έξι πόλεις που οι Μινύες έχτισαν στη Μεσσηνία, ενώ ο Ξενοφών (Ελλ. 3.2.30) την τοποθετεί μεταξύ Ηραίας και Μακίστου. Ο δε Πολύβιος (Ιστορία Δ΄77.9), όταν αναφέρεται στην εισβολή του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄ στη περιοχή της Τριφυλίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Συμμαχικού Πολέμου (-220/ -217), τη μνημονεύει ως Τυπανέαι ή Ύπαναι. Η πόλη ενδεχομένως να είχε εγκαταλειφθεί κατά τον +2o αι., καθώς δεν μνημονεύεται από τον Παυσανία.
Η γεωμορφολογία της θέσης, με τις εντονότατες κλίσεις του εδάφους, οδήγησε στον σχηματισμό μιας ακρόπολης ιδιαιτέρως επιμήκους μορφής, μέγιστου μήκους 700μ. και πλάτους 100μ., συνολικής επιφάνειας 70 στρεμμάτων, η οποία περιβάλλεται από τείχη, τα οποία σε ορισμένα σημεία φθάνουν τα 5μ. ύψος.
Περίοδοι ακμής της πόλης ήταν η ύστερη κλασική και η ελληνιστική εποχή. Εντός της ακρόπολης σώζονται κατάλοιπα από δημόσια και ιδιωτικά κτίρια από τα οποία ξεχωρίζει το θέατρο4, το δεύτερο σωζόμενο θέατρο στην Ηλεία, στο οποίο εκτελούνται εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης από την EΦΑ Ηλείας.


Ιστορικό έρευνας
Τα δύο ταφικά μνημεία που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο χωροθετούνται στη νοτιοδυτική πλαγιά της ακρόπολης της Πλατιάνας (Εικ.3). Το πρώτο ταφικό μνημείο ήρθε στο φως το 2005 στη θέση «Στενό», κατόπιν υποδείξεως της κ. Δημοπούλου, κατοίκου της περιοχής, βρίσκεται επί χωμάτινου μονοπατιού και ανασκάφηκε από ομάδα της πρώην Ζ΄ ΕΠΚΑ, με επικεφαλής την αρχαιολόγο Ζαχαρούλα Λεβεντούρη, ενώ τον Μάιο του 2009, κατόπιν αυτοψίας που διενήργησε κλιμάκιο της Εφορείας με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Παναγιώτη Μουτζουρίδη στη θέση «Τουράκι», εντοπίστηκαν αρχαίοι δόμοι, οι οποίοι σε άγνωστο χρόνο είχαν υποστεί απόπειρα λαθρανασκαφής, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια εμφανής παραβίαση. Το μνημείο βρίσκεται επί του ιδίου μονοπατιού με το πρώτο. Τα μνημεία φαίνεται ότι χωροθετούνται επί του άξονα αρχαίας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση Δ- Α, που συνέδεε τις πόλεις της Τριφυλίας (Αρχαία Σαμία, Μάκιστο, Τυπανέαι ή Ύπαναι, Αλίφειρα, Βρεστό).


Ταφικό μνημείο στη θέση «Στενό» (Εικ. 4, 5)
Το μνημείο παρουσιάζει κάτοψη σχήματος ανοιχτού Π, εσωτερικού πλάτους 6,50μ. και εξοχής σκελών 1,40μ. Έχει διατηρηθεί στο δυτικό σκέλος σε ύψος 1,62μ. Από την πρόσοψη του τάφου σώζονται κατά χώρα η λίθινη κρηπίδα και η πρώτη βαθμίδα του κορμού σε όλη την πρόσοψη, ενώ στο δυτικό σκέλος διατηρείται και η δεύτερη βαθμίδα. Η κρηπίδα αποτελείται από μία βαθμίδα από μεγάλους λιθοπλίνθους, μήκους 0,40- 1,48μ. και ύψους 0,32μ. Ο θάλαμος είναι αρκετά ευρύς και υψηλός, τετράγωνου σχήματος, διαστάσεων 2,12Χ 1,70μ. και ύψους 2,40μ., και καλυπτόταν από λιθόπλακες ακανόνιστου σχήματος και μεγάλων διαστάσεων. Στις τρεις πλευρές του ο θάλαμος διατηρεί κατά τόπους κονίαμα, το οποίο φέρει ίχνη ερυθρού χρώματος. Στο δάπεδό του είχαν ανοιχθεί δύο ορθογώνιες θήκες παράλληλες μεταξύ τους, διαστάσεων 2,20Χ 0,70μ. και ύψους 0,72μ., στις οποίες είχαν τοποθετηθεί οι νεκροί. Τις θήκες κάλυπταν τρεις πλάκες, οι οποίες στηρίζονταν σε πατούρα πλάτους 0,13μ.. Για την επίστεψη του μνημείου είχαν χρησιμοποιηθεί πλάκες μεγάλων διαστάσεων (2Χ 1μ.).
Το δάπεδο της πρώτης θήκης είναι ανώμαλο. Το φυσικό πέτρωμα της περιοχής είχε λαξευτεί όσο ήταν εφικτό και πάνω σε αυτό ήταν τοποθετημένοι οι νεκροί. Οι ταφές ήταν συνολικά τρεις, πλην όμως αναμοχλευμένες.
Εντός των θηκών βρέθηκε σημαντικός αριθμός σιδερένιων καρφιών (οι νεκροί ενδεχομένως να ήταν τοποθετημένοι σε ξύλινα φορεία), γυάλινο περίαπτο, οστέινοι αστράγαλοι, μυροδοχείο, στέλεχος διαδήματος και επτά αργυρά νομίσματα: δύο τριώβολα Σικυώνος και δύο οβολοί Σικυώνος (με χρονολογία κοπής το -400/ -300 και το -370/ -250 αντίστοιχα), ένας οβολός Λακεδαίμονος (του -265), ένα τετρώβολο Ιστιαίας (που χρονολογείται στον -3ο/ -2ο αι.) και ένα τριώβολο Άργους (του -80/ -50)5.
Στο εσωτερικό της δεύτερης θήκης διαγράφεται κλίμακα δύο βαθμίδων. Σε αυτή τη θήκη βρέθηκαν επίσης τρεις αναμοχλευμένες ταφές, που συνοδεύονταν από σιδερένια καρφιά, λυχνάρια, χάλκινο κάτοπτρο, μολύβδινο πώμα πυξίδας, μυροδοχεία, τμήματα σταμνοειδούς πυξίδας και δύο νομίσματα, έναν αργυρό οβολό Οπουντίων Λοκρών (του -350/ -340) και ένα αργυρό τριώβολο Σικυώνος (του -90/ -60)6. Τα περισσότερα από τα αγγεία είχαν απορριφθεί στη νοτιοανατολική γωνία του ταφικού μνημείου, εκτός των θηκών, έχοντας μετατραπεί σε σωρό οστράκων.
Όσα συγκολλήθηκαν απέδωσαν ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως σταμνοειδή πυξίδα με πλαστική και γραπτή διακόσμηση με σκηνές διονυσιακής λατρείας, πήλινες μήτρες το εσωτερικό των οποίων παραπέμπει σε κουκουνάρι, μυροδοχεία, λυχνάρια, κ.ά. (Εικ.6). Το μνημείο έχει υποστεί την επιδρομή τυμβωρύχων, που δυστυχώς προκάλεσαν αρκετές καταστροφές, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η απόδοση μιας σαφέστερης εικόνας του.


Ταφικό μνημείο στη θέση «Τουράκι» (Εικ. 7, 8)
Το δεύτερο μνημείο ορίζεται από τοιχοποιία εξαιρετικής κατασκευής, κτισμένη με ψευδοϊσοδομικό σύστημα από ασβεστολιθικούς κυβόλιθους, και σώζεται σε μέγιστο ύψος 1,91μ. Ο τοίχος σώζει, κατά το μέγιστο, έξι δόμους πάνω από το κρηπίδωμα στο οποίο εδράζεται, ενώ έχει κάτοψη σχήματος Π, δημιουργώντας δύο προεξέχοντα σκέλη στα ανατολικά και δυτικά. Το κρηπίδωμα εδράζεται επί του φυσικού βράχου, για την εξομάλυνση του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί μικροί, πλακοειδείς λίθοι. Οι κυβόλιθοι που χρησιμοποιήθηκαν για το κρηπίδωμα έχουν λαξευτεί με αξιοσημείωτη δεξιοτεχνία προκειμένου η άνω επιφάνειά τους να καταστεί πλήρως ευθυγραμμισμένη, ώστε να εδραστεί επάνω σε αυτή η υπόλοιπη κατασκευή. Ο πρώτος δόμος της κατασκευής εισέχει από το κρηπίδωμα περίπου 0,16μ., δημιουργώντας μια μικρή βαθμίδα, ενώ τέσσερις από τους πέντε κυβόλιθους που τον αποτελούν φέρουν ανάγλυφους τόρμους. Ο δεύτερος δόμος εισέχει και εκείνος σε σχέση με τον πρώτο και κατ’ αναλογία πρώτου και κρηπιδώματος. Ωστόσο, η επιμελημένη κατασκευή του τοίχου του ταφικού μνημείου περιορίζεται στην πρόσοψή του καθώς η βόρεια και εσωτερική πλευρά του είναι εντελώς άπεργη.
Σε στενή συνάφεια με το δυτικό σκέλος έχει κατασκευαστεί ασβεστολιθικός τοίχος, με κατεύθυνση Δ- Α, ο οποίος αποτελεί τοίχο αντιστήριξης για τα χώματα της πλαγιάς και παράλληλα υποστηρίζει τον τοίχο της πρόσοψης του μνημείου. Ο τοίχος αντιστήριξης, ο οποίος εδράζεται επί του φυσικού βράχου και έχει κατασκευαστεί από αδρά πελεκημένους λίθους, σώζεται σε τέσσερις δόμους, εκ των οποίων ο ανώτερος ευθυγραμμίζεται με τον ανώτερο σωζόμενο δόμο του τοίχου του μνημείου. Στον ανατολικό πεσσό του τοίχου του μνημείου σώζονται πελεκημένοι κυβόλιθοι, οι οποίοι ωστόσο δεν σχηματίζουν τοίχο αλλά δείχνουν να έχουν καταπέσει από τους ανώτερους δόμους του τοίχου. Η περιοχή νότια και έμπροσθεν του τοίχου του ταφικού μνημείου προς το ανατολικό σκέλος είναι στρωμένη με μικρούς πλακοειδείς λίθους ως συνέχεια των λίθων που χρησιμοποιήθηκαν για την ευθυγράμμιση του φυσικού βράχου. Βόρεια και εσωτερικά του τοίχου ήρθαν στο φως δυο ταφικές θήκες.


Ο πρώτη θήκη, στη δυτική πλευρά του ταφικού μνημείου, είναι κατασκευασμένη από ασβεστολιθικούς μονόλιθους στις τρεις πλευρές της, ενώ η τέταρτη, ανατολική, πλευρά της είναι κτισμένη από αργούς λίθους, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Βορείως του τάφου αποκαλύφθηκε σειρά λίθων κάθετα τοποθετημένων, η οποία ενδεχομένως να λειτουργούσε ως ανάλημμα. Η θήκη είχε καλυφθεί με πλακοειδείς λίθους, οι οποίοι είχαν υποστεί ρωγμές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εισροή μικρής ποσότητας χώματος στο εσωτερικό της. Οι εσωτερικές διαστάσεις της είναι 1,59 έως 0,50μ. Ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε ύπτια στάση, με το κρανίο ελαφρώς μετατοπισμένο, προφανώς λόγω της διείσδυσης των χωμάτων στον τάφο. Στα πόδια του νεκρού είχαν τοποθετηθεί δίωτος αμφορέας, μελαμβαφής κάνθαρος ρυθμού «δυτικής κλιτύος», λύχνος, τμήματα σιδερένιων στλεγγίδων και κεφαλές καρφιών, όλα έντονα διαβρωμένα. Κατά τον καθαρισμό που πραγματοποιήθηκε στο χώρο, ανάμεσα στη θήκη 1 και τη βόρεια όψη του τοίχου του ταφικού μνημείου, βρέθηκε τμήμα σώματος
ανάγλυφου αγγείου με παράσταση γυμνού άνδρα.
Η δεύτερη θήκη βρέθηκε κατεστραμμένη στην ανατολική πλευρά του μνημείου. Οι καλυπτήριες πλάκες της είχαν υποχωρήσει, με αποτέλεσμα την πλήρωση της θήκης με χώμα και ως εκ τούτου την πλήρη αναμόχλευση του εσωτερικού της. Ενδεικτικό αυτής της «αναστάτωσης» της θήκης ήταν το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του νοτίου πέρατός της, καθώς δεν βρέθηκε η πλάκα που θα την έκλεινε στον Νότο. Οι σωζόμενες πλευρές της δεύτερης θήκης ήταν επενδεδυμένες με μεγάλες και μικρότερες πλάκες. Αιτία της κατάρρευσης της θήκης φαίνεται να ήταν το μεγάλο πλάτος της (1,30- 1,39μ.), που είχε ως αποτέλεσμα οι καλυπτήριες πλάκες να μην αντέξουν τη συσσώρευση λίθων και χώματος από την υπερκείμενη πλαγιά της ακρόπολης. Φυσικά, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο προσπάθειας σύλησης της θήκης κατά την αρχαιότητα, η οποία θα προκάλεσε και την καταστροφή της. Το μήκος της δεν κατέστη δυνατόν να μετρηθεί, καθώς δεν εντοπίστηκε το νότιο άκρο της.
Αποτέλεσμα της αναμόχλευσης του εσωτερικού της θήκης 2 ήταν η καταστροφή και μετατόπιση του σκελετικού υλικού αλλά και των κτερισμάτων στη βορειοανατολική γωνία και στην ανατολική πλευρά της. Από το εσωτερικό της θήκης περισυνελέγησαν κανθαρόσχημο κύπελλο, μυροδοχείο, λύχνος και αρκετά όστρακα. Επιπλέον, ήρθαν στο φως τέσσερις σιδερένιες στλεγγίδες, δύο λεπίδες από σιδερένιο ψαλίδι, τμήματα σιδερένιων καρφιών, καθώς και τμήματα πιθανόν σιδερένιου συνδέσμου, όλα διαβρωμένα. Δυστυχώς, η οξείδωση και η διάβρωση των μεταλλικών αντικειμένων είναι τόσο έντονες, που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη τη συντήρησή τους.
Στα βόρεια της θήκης 2 ήλθαν στο φως τρεις πλακοειδείς άπεργοι λίθοι, τοποθετημένοι οριζοντίως, πάνω στους οποίους βρέθηκε αιχμή σαυρωτήρα. Εντούτοις, μετά την αφαίρεση των λίθων, δεν αποκαλύφθηκε κάτι αξιοσημείωτο. Από τα ανώτερα στρώματα των θηκών αλλά και από το εξωτερικό του ταφικού μνημείου περισυνελέγη μεγάλος αριθμός κεραμίδων. Σε ελαφρώς μεγαλύτερο βάθος ήρθαν στο φως λύχνοι, τμήματα μυροδοχείου, τμήμα ηθμού, καθώς και τμήματα μεγαρικού σκύφου, ο οποίος φέρει διακόσμηση εναλλασσόμενων ακόσμητων και διακοσμημένων με ανάγλυφες κατακόρυφες στιγμές επιμηκυμένων πετάλων. Σε κάποια ακόσμητα πέταλα διακρίνονται ανάγλυφα γράμματα από το όνομα του εργαστηρίου.
Επιπλέον, εντός και εκτός του ταφικού μνημείου περισυνελλέγει πλήθος οστράκων διαφόρων τύπων αγγείων, όπως λεκανίδες, μυροδοχεία, πινάκια, λάγυνοι και άλλα που δεν μπορούν ωστόσο να ταυτιστούν. Στον χώρο που αποτελούσε το τμήμα του μονοπατιού που περνούσε μπροστά από το μνημείο αποκαλύφθηκαν λίθινα τέχνεργα, προφανώς τμήματα του διακόσμου του. Τα λίθινα αυτά ευρήματα είναι εξαιρετικής σημασίας, δηλωτικά του μνημειακού του χαρακτήρα. Ενδεικτικά, από τα συνολικά 14 λίθινα τμήματα επιτύμβιων στηλών που ανευρέθησαν παρατίθενται τα εξής:
α) Λ 1998 (Eικ. 9): τμήμα επιτύμβιας στήλης από ασβεστόλιθο με επιγραφή.
Διαστάσεις: ύψος 36 εκ., πλάτος 31,7 εκ., πάχος 8,5 εκ. Ύψος γραμμάτων 4 εκ. (Σ 3 εκ.)
Αἰσχρί[ων;]
πάνω σε αποξεσμένη παλαιότερη αναγραφή. -1ος/ +1ος 
β) Λ 2091 (Eικ.10): άνω τμήμα επιτύμβιας στήλης από ασβεστόλιθο. Σώζει τμήμα αετωματικής επίστεψης, κεντρικό και αριστερό ανθεμωτό ακροκέραμο. Κάτω από την επίστεψη γεισίποδες και ιωνικό ανακλιντροειδές, το οποίο διακοσμείται με φυτικό κόσμημα, ίσως διπλή άκανθα.


γ) Λ 2092 (Εικ. 11): τμήμα επιτύμβιας στήλης, που πιθανόν συνανήκει με άνω τμήμα, που φέρει αρ. ευρ. Λ1999. Είναι συγκολλημένο από τέσσερα κομμάτια, με επικαθήσεις αλάτων στην επιφάνειά του.
Διαστάσεις: ύψος 98,5 εκ., πλάτος 42,7 (κάτω τμήμα) -39,8 (άνω τμήμα) εκ., πάχος 8,8-8,1 εκ. Ύψος γραμμάτων 2,2-3,2 εκ. Σώζει πολλαπλές αναγραφές: -3ος/ -2ος αι.:
Χαίρετε
Φείδων,
Ἀντίφιλε,
Φειδία.
+1ος αι.(;):
Σωσικράτη
χαῖρε.
δ) Λ 2093 (Eικ.12): τμήμα επιτύμβιας στήλης από ασβεστόλιθο, αποτελούμενη από δύο τμήματα, με επιγραφή. Φέρει αποκρούσεις στην επιφάνεια και στην περιφέρειά της και επικαθήσεις αλάτων. Το κάτω τμήμα της απουσιάζει, ενώ το άνω τμήμα φέρει αετωματική επίστεψη. Σώζει το δεξί ακροκέραμο και αποκεκρουσμένο το κεντρικό. Διαστάσεις: ύψος 84,3 εκ., πλάτος 36,4 εκ., πάχος 9-8 εκ., 9,5 εκ. (στο αέτωμα). Ύψος γραμμάτων 2,3-2,5 εκ.
Χαίρετε
Φειδία,
Νικαφορί.
-2ος/ -1ος αι.


Το πιο εντυπωσιακό, εντούτοις, εύρημα που ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας στο ταφικό μνημείο είναι η γυναικεία προτομή Λ 2103, από μάρμαρο και πωρόλιθο, η επονομαζόμενη «Κόρη της Πλατιάνας» (Εικ.13), η οποία εκτίθεται στο Μουσείο του Πύργου. Η προτομή βρέθηκε πεσμένη ακριβώς μπροστά στο μνημείο και αποτελείται από δύο κομμάτια. Η μαρμάρινη κεφαλή είναι ένθετη σε κορμό από πωρόλιθο. Στη βάση του λαιμού σώζονται τέσσερις μικρές ορθογώνιες οπές για τη σύνδεσή της με τον κορμό, πιθανόν με μολύβδινους συνδέσμους. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού υπάρχει μεγάλη κοιλότητα, ενώ στη βάση του μια ακόμη οπή σύνδεσης. Η μύτη είναι σπασμένη στο άκρο της. Τα κυματιστά μαλλιά δημιουργούν κόμμωση τύπου melon en friseur, ενώ τα συγκρατεί ταινία που αποδίδεται ανάγλυφα. Η προτομή φέρει ελαφρές αποκρούσεις στην επιφάνεια. Ο κορμός είναι ενδεδυμένος με ιμάτιο, το οποίο φέρει περίζωμα κάτω από το στήθος. Οι πτυχώσεις του αποδίδονται πυκνές και σχετικά αβαθείς. Τα χέρια σώζονται περίπου έως το ύψος των αγκώνων. Στο στέρνο διακρίνονται δύο οπές και πιθανόν μια τρίτη, αποκεκρουσμένη, για τη σύνδεση με την κεφαλή. Δύο οπές διακρίνονται και στο άνω τμήμα της κοιλιάς και από μία οπή σε κάθε χέρι, στο κάτω μέρος. Η πίσω όψη, η οποία είναι αδιαμόρφωτη, φέρει μικρές οπές προσάρτησης7.


Αρχιτεκτονική των μνημείων

Τα μνημεία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούνται από κατασκευές με κάτοψη σε σχήμα Π, το λεγόμενο σχήμα υποδοχής κατά τον Ορλάνδο8, που ορίζουν από δύο θήκες το καθένα. Αποτελούνται από βάση, κορμό και στέψη, πάνω στην οποία υπήρχε πιθανότατα επιτύμβιος ναΐσκος. Τα αρχιτεκτονήματα έχουν σαφείς ομοιότητες με τον τάφο Ε της Αλίφειρας, ο οποίος είναι ο μοναδικός εκ των τάφων του ανωτέρω αρχαίου νεκροταφείου που δεν παρουσιάζει μακεδονική επίδραση. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο, το «σχήμα υποδοχής» της γενικής διάταξης απαντά στα μνημεία του Κεραμεικού, όπως το Κρατικό Μνημείο και ο τάφος του Δεξίλεω. Ο ναΐσκος επί της στέψης και η τελειότητα της εκτέλεσης και της λάξευσης του ισόδομου συστήματος της τοιχοδομίας παραπέμπουν σε αττικά στοιχεία9. Ο Garland αναφέρει πλήθος ταφικών περιβόλων σε σχήμα Π στην Αττική, όπως στη νότια και βόρεια πλευρά της Ιεράς Οδού αλλά και έξω από τον Κεραμεικό, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου10.
Τα δύο αυτά μνημεία της Πλατιάνας έχουν επίσης εξαιρετικές ομοιότητες με άλλα που έχουν έρθει στο φως στη περιοχή της Τριφυλίας της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, όπως στη θέση «Τρανή Συκιά», σε μικρή απόσταση από το μερικώς ανεσκαμμένο από τον Ορλάνδο νεκροταφείο της αρχαίας Αλίφειρας, όπου μετά από λαθρανασκαφική δραστηριότητα αποκαλύφθηκε ταφικό μνημείο σχήματος Π11, στη θέση «Πετροπηγάδα» Μακίστου, όπου έχουν βρεθεί και ανασκαφεί τρία παρόμοια ταφικά κτίσματα12, καθώς και στη θέση «Τρανή Πέτρα» στη Φιγάλεια, στη νεκρόπολη της οποίας δυο ταφικά μνημεία έχουν υπαίθριο προθάλαμο σχήματος Π13. Το 1971 κοντά στο χωριό Μάζι ήρθε στο φως εκτεταμένο νεκροταφείο των ύστερων κλασικών χρόνων με τέσσερις ταφικούς περίβολους, εκ των οποίων οι τρεις σχήματος Π, που όριζαν ομάδες τάφων14. Στη θέση «Δάφνη» Δ.Δ. Βρίνας ερευνήθηκε κατά το παρελθόν βαθμιδωτός τοίχος σχήματος Π, πίσω από τον οποίο βρέθηκαν δυο κιβωτιόσχημοι τάφοι πρώιμης ελληνιστικής εποχής15. Ο τύπος αυτός απαντά ευρέως στα νεκροταφεία ήδη από τον -4ο αι. σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας16.

Συμπεράσματα
Η κατασκευή των δύο ταφικών μνημείων της Πλατιάνας παραπλεύρως χωμάτινου μονοπατιού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αφενός τα μονοπάτια αποτελούσαν τμήματα προσβάσεων της πόλης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και αφετέρου ότι η επιμελής κατασκευή των τάφων εξυπηρετούσε και λόγους κοινωνικής προβολής. Οι διαβαίνοντες, προσεγγίζοντας την ακρόπολη από νότια, περνούσαν εμπρός από τα ταφικά μνημεία, επομένως η μετά θάνατον φήμη των «ενοίκων» τους έπρεπε να εξυπηρετηθεί με την κατά το δυνατόν επιμελέστερη κατασκευή τους.
Η χωροθέτηση ταφικών περιβόλων σε περίοπτη θέση απέβλεπε προφανώς στην επίδειξη της σπουδαιότητας της οικογένειας στην οποία ανήκαν οι νεκροί. Επιπλέον, η επιμελημένη κατασκευή των μνημείων συνηγορεί στην υπόθεση ότι οι ενταφιασμένοι νεκροί είχαν κάποιο κύρος στην τοπική κοινωνία της εποχής. Συμπεράσματα ανθρωπολογικού χαρακτήρα για το φύλο ή την ηλικία των νεκρών είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαχθούν εξαιτίας της κακής κατάστασης διατήρησης του οστεολογικού υλικού και των συλήσεων. Πολύ πιθανόν η γυναικεία προτομή που βρέθηκε στο δεύτερο ταφικό μνημείο να τοποθετήθηκε στη μνήμη της νεαρής κοπέλας που είχε ενταφιασθεί στον έναν από τους δύο τάφους. Από τον αριθμό των κρανίων εντός κάποιων θηκών αλλά και την χρονολόγηση των ευρημάτων –κυρίως των νομισμάτων στο πρώτο ταφικό μνημείο και των επιγραφών στο δεύτερο– συμπεραίνεται ότι οι τάφοι είχαν δεχθεί αρκετές ταφές κατά τη διάρκεια χρήσης τους.
Η χρονολόγηση των ευρημάτων τοποθετεί τα μνημεία στην περίοδο από τον -3ο αι. και πιθανότατα έως τον +2ο αι. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τη μακεδονική κυριαρχία στην Πελοπόννησο και τα γεγονότα του Συμμαχικού Πολέμου (-220/ -217), τα οποία συνδέονται άμεσα με την ακρόπολη της Πλατιάνας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, η πόλη, η οποία είχε αρχικά συνταχθεί με τους Αιτωλούς, στράφηκε το -217 εναντίον τους και συμμάχησε με τον Φίλιππο Ε΄ και την Αχαϊκή Συμπολιτεία, στους οποίους παραδόθηκε. Η μακεδονική κυριαρχία στην Πελοπόννησο έλαβε τέλος το -197 με τη νίκη των Ρωμαίων επί του Φιλίππου. Παρόλα αυτά, τα δυο μνημεία παρουσιάζουν αττικές επιρροές, γεγονός εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ωστόσο η ενδελεχής μελέτη των ευρημάτων και κυρίως των επιτύμβιων στηλών και της «Κόρης της Πλατιάνας» αναμένεται να ρίξει περισσότερο φως μελλοντικά στο θέμα αυτό.

Αργυρώ Γρηγοράκη- Ζαχαρούλα Λεβεντούρη
Ναόσχημα ταφικά μνημεία στη νότια κλιτύ της ακρόπολης της Πλατιάνας, Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας1
Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2-5 Ιουνίου 2021 Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου- Ευγενία Γιαννούλη- Ελένη Ζυμή Αιμιλία Μπάνου- Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ:501

1 Θα θέλαμε να εκφράσουμε τις ειλικρινείς ευχαριστίες μας στην Δρ Ξένη Αραπογιάννη και στον Δρ Παναγιώτη Μουτζουρίδη για την ευγενική παραχώρηση του πρώτου και του δεύτερου ταφικού μνημείου αντίστοιχα, στο εργατοτεχνικό προσωπικό της ΕΦΑ Ηλείας για την υποδειγματική εργασία στην ανασκαφική έρευνα των δύο μνημείων, καθώς και στους συντηρητές της Εφορείας για τη σχολαστική συντήρηση των ευρημάτων. Ευχαριστούμε θερμά τις αγαπημένες συναδέλφους από το Επιγραφικό Μουσείο, Δρ. Έλενα Ζαββού και Δρ. Ειρήνη Χωρέμη καθώς και τον Δρ. Sebastian Prignitz, για την πολύτιμη βοήθειά τους με τις επιγραφές.
2 Η θέση της ακρόπολης ήταν γνωστή ήδη από το 1939, βλ. Sperling1942, 85. Για την ακρόπολη της Πλατιάνας, βλ. Αραπογιάννη 2007α, 5–16. Αραπογιάννη 2007β, 33–35. Λεβεντούρη 2020, 525.
3 Αραπογιάννη 2007β, 33. Γιαλούρης 1973, 163.
4 Για το θέατρο, βλ. Λεβεντούρη 2020,
5 Νικολακοπούλου 2017, 64–65.
6 Νικολακοπούλου 2017, 65–66.
7 Η προτομή, οι επιτύμβιες στήλες, καθώς και τα ευρήματα θα αποτελέσουν στο μέλλον αντικείμενο αναλυτικότερης μελέτης.
8 Ορλάνδος 1968, 232, 238.
9 Ορλάνδος 1968, 238.
10 Garland 1982, 145–149.
11 Αραπογιάννη, 2001–2004, 398.
12 Αραπογιάννη 1999, 234. Αραπογιάννη 2001–2004, 400–402, 411–412. Ντουντούμη 2020, 129–131.
13 Αραπογιάννη 1996. Αραπογιάννη 1995. Αραπογιάννη 2005, 83.
14 Παρλαμά 1972.
15 Βικάτου 2000.
16 Καλλιπολίτης – Πετράκος 1963, 46–52. Κρυστάλλη 1967. Βαβρίτσας 1968. Αλεξανδρή 1969, 257–264. Ανδρειωμένου 1969. Κώστογλου
1970. Garland 1982.

ABSTRACT. In 2005 and 2009, two funerary monuments with temple-façades came to light in the southwestern slope of the acropolis of Platiana, southeast Elis, which is thought to be one of the naturally fortified citadels of ancient Triphylia. Both monuments have Π-shaped periboloi, which contained two graves each. They are both founded on the bedrock, carefully constructed with pseudo-isodomic ashlar limestone masonry and have a N-S orientation. Both monuments contained significant finds such as a marble portrait of a young lady, inscribed limestone funerary stelae, pottery vessels, bronze and iron tools and weapons, and silver and bronze coins. Based on the bad condition of the human remains, the number of skulls excavated and the coins, it appears that the graves had been used for multiple burials. The two monuments date from the early 3rd cent. B.C. and most likely until the 2nd cent AD.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξανδρή 1969: Ό. Αλεξανδρή, Περίβολος οικογενειακών τάφων παρά την οδόν προς Ακαδημείαν, ΑΑΑ, ΙΙ, 257–266.
Ανδρειωμένου, 1969: Α. Ανδρειωμένου, Έρευναι και τυχαία ευρήματα εν Βοιωτία, ΑΑΑ, ΙΙ, 17–20.
Αραπογιάννη 1995: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες, Φιγάλεια, ΑΔ, 50, Β΄1 Χρονικά, 175–176.
Αραπογιάννη 1996: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες, Φιγάλεια, ΑΔ, 51, Β΄1 Χρονικά, 185–186.
Αραπογιάννη 1999: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες, Μάκιστος, ΑΔ, 54, Β΄1 Χρονικά, 234.
Αραπογιάννη 2001–2004: Ξ. Αραπογιάννη, Ανασκαφικές εργασίες, Αλίφειρα και Μάκιστος, ΑΔ, 56–59, Β΄4 Χρονικά, 398, 400–402.
Αραπογιάννη 2005: Ξ. Αραπογιάννη, Οι ελληνιστικοί τάφοι της Φιγάλειας, στο: Λ. Κυπραίου (επιμ.) Ελληνιστική κεραμική από την Πελοπόννησο, Αθήνα, 83–94.
Αραπογιάννη 2007α: Ξ. Αραπογιάννη, Ανάδειξη των αρχαίων ακροπόλεων της Ηλείας, στο: Πρακτικά του Ζ΄ Διεθνούς ΣυνεδρίουΠελοποννησιακών Σπουδών, Πύργος-Γαστούνη-Αμαλιάδα 11–17 Σεπτεμβρίου 2005, Πελοποννησιακά – Παράρτημα 27, τόμ. Α΄, Αθήνα2007, 5–16.
Αραπογιάννη 2007β: Ξ. Αραπογιάννη, Οι ακροπόλεις της Ηλείας, Ηλειακή Πρωτοχρονιά – Ηλειακό Πανόραμα, 7, 27–38.
Βαβρίτσας 1968: Α. Βαβρίτσας, Μερέντα, ΑΔ, 23, Β΄1 Χρονικά, 110–111.
Βικάτου 2000: Ό. Βικάτου, Βρίνα, ΑΔ, 55, Β΄1 Χρονικά, 275–276.
Γιαλούρης 1973: Ν. Γιαλούρης, Οδηγός αρχαιοτήτων Αρχαίας Τριφυλίας (νυν Ολυμπίας), Ολυμπιακά Χρονικά, 4, 162–163.
Garland 1982: R. Garland, A first catalogue of Attic peribolos tombs, ABSA, 77, 125–176.
Καλλιπολίτης – Πετράκος 1963: Β. Καλλιπολίτης – Β. Πετράκος, Αττική και Αίγινα, ΑΔ, 18, Β΄1 Χρονικά, 43–52.
Κώστογλου 1970: Α. Κώστογλου, Λευκάς, ΑΑΑ, ΙΙΙ 1, 70–71.
Kρυστάλλη 1967: Κ. Κρυστάλλη, Σικυών, ΑΔ, 22, Β΄1 Χρονικά, 164–166.
Λεβεντούρη 2020: Z. Λεβεντούρη, Αρχαίο θέατρο Πλατιάνας, στο: Μ. Ξανθοπούλου – Α. Μπάνου – Ε. Ζυμή – Ε. Γιαννούλη – Ά. Β. Καραπαναγιώτου – Α. Κουμούση (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 2 (ΑΕΠΕΛ 2), Πρακτικά της Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Καλαμάτα 1–4 Νοεμβρίου 2017, Καλαμάτα 2020, 525–532.
Νικολακοπούλου 2017: Α. Γ. Νικολακοπούλου, Εντάφια νομίσματα από την Πελοπόννησο, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Ντουντούμη 2020: Κ. Ντουντούμη, Τρεις ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Πλατιάνας, στο: J. Heiden (επιμ.) Die antike Siedlungstopographie Triphyliens, Athenaia 11, Berlin, 129–137.
Oρλάνδος 1968: Α. Ορλάνδος, Η αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της, Αθήνα.
Παρλαμά 1972:Λ. Παρλαμά, Νεκροταφείο του 4ουαι.π.Χ. παρά το Μάζι Ολυμπίας, ΑΑΑ,V:2,206–223.
Papapostolou 1993: J. A. Papapostolou, Achaean Grave Stelae (with epigraphical notes by A. Rizakis), Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 135, Αθήνα.
Sperling 1942: J. Sperling, Explorations in Elis, 1939, AJA, 46:1, 77–89.



Printfriendly