Ακροπόλεις και πύργοι της κλασικής αρχαιότητας στην Άνω Μεσσηνία
Η μελέτη μας συνοψίζει και θίγει θέματα μιας ερευνητικής δραστηριότητας κατά τα έτη 2015–2020 για τιςακροπόλεις και τις οχυρώσεις των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, κυρίως στην περιοχή της βόρειας, δυτικής και κεντρικής Μεσσηνίας1.
Τα εδάφη κοντά στη συνοριακή γραμμή της βόρειας Μεσσηνίας, Ηλείας και Αρκαδίας, όπως στην περιοχή της Είρας και της Ανδανίας, αποτέλεσαν διαχρονικά πεδία μαχών, ανταγωνισμών αλλά και δίαυλοι επικοινωνίας. Το φυσικό τοπίο και οι οχυρές θέσεις της περιοχής είναι συνδεδεμένα πολλαπλώς με οδούς και πολιτισμικούς δεσμούς δημιουργημένους διαχρονικά από πληθυσμούς στα νότια της Πελοποννήσου. Παρουσιάζονται ακροπόλεις και οχυρά της κλασικής αρχαιότητας πέριξ του όρους Ιθώμη της Άνω Μεσσηνίας.
Τις ορεινές διαβάσεις της Μεσσηνίας με την Αρκαδία και τη Λακωνία ήλεγχαν πύργοι και οχυρά της κλασικής εποχής. Βρίσκονται κοντά σε βραχώδεις λόφους ή σε οδούς που επόπτευαν από μακριά τις πεδιάδες, όπως σε θέσεις που μας είναι γνωστές με σύγχρονα μικροτοπωνύμια, όπως «Τζορότα», «Στυλάρι», «Πούσια» ή «Παλιόλακκα», «Αγ. Παρασκευή» και «Ελληνικό». Προφανώς οι Μεσσήνιοι ήθελαν μέσω των οχυρών αυτών θέσεων να ελέγχουν τα ορεινά περάσματα από την Αρκαδία και τη Λακωνία ή να προβάλλουν την τελική άμυνα, όπως στην περίπτωση της ακρόπολης της Ιθώμης. Η Ιθώμη ήταν το ισχυρότερο φυσικό και τεχνητό οχυρό της Μεσσηνίας της κλασικής αρχαιότητας, που ήλεγχε τις κοιλάδες της Στενυκλάρου προς βόρεια και της Μακαρίας προς νότια. Ο περιηγητής Παυσανίας (4.31.4–6) θεωρεί δυνατότερα τα τείχη των Μεσσηνίων κάνοντας συγκρίσεις με τις άριστα
τειχισμένες ελληνικές πόλεις που είχε δει2. Μεγάλοι ορθογώνιοι ασβεστόλιθοι λατομημένοι επί τόπου χρησιμοποιήθηκαν σε μήκος 9,5 χλμ., όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Πόλης που έχει υπολογισθεί με τείχος αντίστοιχης περιμέτρου3. Οι πύργοι της Μεσσήνης είναι κατά κανόνα τετράγωνης κάτοψης με εξαίρεση έναν πεταλόσχημο και έναν κυκλικής κάτοψης4 (Εικ. 1).
Η στρατηγική σημασία της Ιθώμης και της Μεσσήνης ήταν μεγάλη για την Πελοπόννησο κατά την ελληνιστική εποχή5 (Εικ.2). Η άμυνα του άστεως χωρίς την οχύρωση της υπαίθρου χώρας δεν ήταν ωστόσο ασφαλής, καθώς οι Μεσσήνιοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον ταχύτατα κινούμενο στρατό των Σπαρτιατών. Το νέο αμυντικό οικοδομικό πρόγραμμα της αρχαίας Μεσσήνης φαίνεται ότι περιελάμβανε εργασίες αμυντικών υποδομών και οδοποιίας τόσο στο άστυ όσο και στην ύπαιθρο χώρα.
Ως γνωστόν, το -369 ο Επαμεινώνδας και ο Αργείος στρατηγός Επιτέλης επέλεξαν τις υπώρειες της οχυρής Ιθώμης για την ίδρυση της νέας πόλης. Οχύρωσαν και την ακρόπολη στην κορυφή του ομώνυμου όρους, γιατί επιπρόσθετα υπήρχε εκεί η παρακαταθήκη του Αριστομένη πριν πέσει η Είρα στα χέρια των εχθρών6. Η ανέγερση των τειχών της Μεσσήνης άρχισε μετά τις θυσίες στους θεούς και ήρωες των Μεσσηνίων και των συμμάχων τους, δηλαδή Αργείων και Θηβαίων. Οι Μεσσήνιοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στα βορειοδυτικά σύνορά τους λόγω της ατυχούς έκβασης των μεσσηνιακών πολέμων7. Φαίνεται ότι την ίδια εποχή οχύρωσαν την ακρόπολη στην περιοχή της Ανδανίας και ίδρυσαν κάποια άλλα φυλακεία και οχυρά κατά μήκος των χερσαίων ή των θαλάσσιων συνόρων τους.
Τις ορεινές διαβάσεις της Μεσσηνίας με την Αρκαδία και τη Λακωνία ήλεγχαν πύργοι και οχυρά της κλασικής εποχής. Βρίσκονται κοντά σε βραχώδεις λόφους ή σε οδούς που επόπτευαν από μακριά τις πεδιάδες, όπως σε θέσεις που μας είναι γνωστές με σύγχρονα μικροτοπωνύμια, όπως «Τζορότα», «Στυλάρι», «Πούσια» ή «Παλιόλακκα», «Αγ. Παρασκευή» και «Ελληνικό». Προφανώς οι Μεσσήνιοι ήθελαν μέσω των οχυρών αυτών θέσεων να ελέγχουν τα ορεινά περάσματα από την Αρκαδία και τη Λακωνία ή να προβάλλουν την τελική άμυνα, όπως στην περίπτωση της ακρόπολης της Ιθώμης. Η Ιθώμη ήταν το ισχυρότερο φυσικό και τεχνητό οχυρό της Μεσσηνίας της κλασικής αρχαιότητας, που ήλεγχε τις κοιλάδες της Στενυκλάρου προς βόρεια και της Μακαρίας προς νότια. Ο περιηγητής Παυσανίας (4.31.4–6) θεωρεί δυνατότερα τα τείχη των Μεσσηνίων κάνοντας συγκρίσεις με τις άριστα
τειχισμένες ελληνικές πόλεις που είχε δει2. Μεγάλοι ορθογώνιοι ασβεστόλιθοι λατομημένοι επί τόπου χρησιμοποιήθηκαν σε μήκος 9,5 χλμ., όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Πόλης που έχει υπολογισθεί με τείχος αντίστοιχης περιμέτρου3. Οι πύργοι της Μεσσήνης είναι κατά κανόνα τετράγωνης κάτοψης με εξαίρεση έναν πεταλόσχημο και έναν κυκλικής κάτοψης4 (Εικ. 1).
Η στρατηγική σημασία της Ιθώμης και της Μεσσήνης ήταν μεγάλη για την Πελοπόννησο κατά την ελληνιστική εποχή5 (Εικ.2). Η άμυνα του άστεως χωρίς την οχύρωση της υπαίθρου χώρας δεν ήταν ωστόσο ασφαλής, καθώς οι Μεσσήνιοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον ταχύτατα κινούμενο στρατό των Σπαρτιατών. Το νέο αμυντικό οικοδομικό πρόγραμμα της αρχαίας Μεσσήνης φαίνεται ότι περιελάμβανε εργασίες αμυντικών υποδομών και οδοποιίας τόσο στο άστυ όσο και στην ύπαιθρο χώρα.
Ως γνωστόν, το -369 ο Επαμεινώνδας και ο Αργείος στρατηγός Επιτέλης επέλεξαν τις υπώρειες της οχυρής Ιθώμης για την ίδρυση της νέας πόλης. Οχύρωσαν και την ακρόπολη στην κορυφή του ομώνυμου όρους, γιατί επιπρόσθετα υπήρχε εκεί η παρακαταθήκη του Αριστομένη πριν πέσει η Είρα στα χέρια των εχθρών6. Η ανέγερση των τειχών της Μεσσήνης άρχισε μετά τις θυσίες στους θεούς και ήρωες των Μεσσηνίων και των συμμάχων τους, δηλαδή Αργείων και Θηβαίων. Οι Μεσσήνιοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στα βορειοδυτικά σύνορά τους λόγω της ατυχούς έκβασης των μεσσηνιακών πολέμων7. Φαίνεται ότι την ίδια εποχή οχύρωσαν την ακρόπολη στην περιοχή της Ανδανίας και ίδρυσαν κάποια άλλα φυλακεία και οχυρά κατά μήκος των χερσαίων ή των θαλάσσιων συνόρων τους.
1. Η ακρόπολη της Ανδανίας
Με βάσιμα επιχειρήματα, πρωτοπόροι της επιστημονικής έρευνας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα συσχέτισαν την Ανδανία με την οχυρή θέση στη βορειοανατολική πλευρά του Στενυκλάριου πεδίου, δηλαδή στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Δεσύλλα και Φίλια8. Κοντά στα σύνορα Αρκαδίας και Μεσσηνίας, στα βόρεια της Μακαρίας γης και του Στενυκληρικού πεδίου, πλησίον της γέφυρας της Τσακώνας του νέου αυτοκινητόδρομου Τρίπολη– Καλαμάτα, δεσπόζει η ακρόπολη του Ελληνικού9. Κατά τον Παυσανία, η Ανδανία βρισκόταν σε απόσταση οκτώ σταδίων (1480μ.) αριστερά από τον ποταμό Χάραδρο, ο οποίος ταυτίζεται με τον σημερινό ποταμό Τζαμή, που είναι και το φυσικό όριο στα σύνορα Μεσσηνίας και Αρκαδίας10. Η ακρόπολη στη θέση «Ελληνικό» βρίσκεται πράγματι σε αντίστοιχη απόσταση (1,5 χλμ.) από τον ποταμό Χάραδρο, όπως αναφέρει ο περιηγητής11. Η οχύρωση της ακρόπολης του Ελληνικού, που αποκαλύφθηκε με εκτενείς δασικές αποψιλώσεις πρόσφατα και είναι πλέον ορατή, περιλαμβάνει κατάλοιπα τριών αρχαίων πυλών (πύλες α-γ), έξι αρχαίων πύργων (Π2–Π7) και των μεταπύργιων διαστημάτων τους (Εικ.3)12. Η σωζόμενη οχύρωση είναι έργο του -4ου και -3ου αι.
Όπως πληροφορούμαστε από τις γραπτές πηγές, η Ανδανία ήταν ένα πόλισμα ανάμεσα τη Μεσσήνη και τη Μεγαλόπολη13. Προφανώς η Ανδανία βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής από τη Μεγάλη Πόλη της Αρκαδίας προς τη Μεσσήνη. Εκεί συναντήθηκαν το έτος -191 ο Ρωμαίος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος και ο Διοφάνης, στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που είχε κηρύξει τον πόλεμο στους Μεσσήνιους. Η Ανδανία φαίνεται ότι ήλεγχε στρατηγική θέση της περιοχής και πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, καθώς στο -217 ο Σπαρτιάτης Λυκούργος με τον στρατό του απέτυχε να την καταλάβει και επέστρεψε στην Σπάρτη χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα14. Το -183/2 οι Μεγαλοπολίτες κέρδισαν προσωρινά την Ανδανία, μαζί με το περίφημο ιερό της, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία μετά τη δολοφονία του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμενος. Από επιγραφή που βρέθηκε μπροστά από τον ναό της θεάς Μεσσάνας στην Αγορά της Μεσσήνης πληροφορούμαστε για τις συνοριακές διαφορές μεταξύ Μεγαλοπολιτών και Μεσσηνίων. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας παρουσία 147 δικαστών15. Κατά τον Παυσανία, το Καρνάσιο Άλσος της αρχαίας Ανδανίας εκτεινόταν στην περιοχή που όριζαν οι αρχαίοι ποταμοί Λευκασία και Άμφιτος, που ενώνονταν στο ρέμα της Βαλύρας, πλησίον της τριπλής αρχαίας γέφυρας της Μαυροζούμαινας16.
Ως γνωστόν, η αρχαία Ανδανία ήταν το κέντρο της προδωρικής Μεσσηνίας. Σαφώς η Ανδανία κατείχε εδάφη της Οιχαλίας των προϊστορικών χρόνων. Στον άνω ρου των ανωτέρω ποταμών βρίσκονται σημαντικά ταφικά μνημεία των μυκηναϊκών χρόνων, τα οποία προφανώς ανήκουν στην αρχαία Οιχαλία. Το όνομα Οιχαλία έφεραν περισσότερες από μία πόλεις της Ελλάδας17. Η μεσσηνιακή Οιχαλία, που συνόρευε με την Αρκαδία, ταυτίζεται με την κατοπινή Ανδανία και αναφέρεται πως είναι η Οιχαλία του βασιλιά Ευρύτου18. Η πλατιά πεδιάδα που απλώνεται στους νότιους πρόποδες του όρους Τετράζι ήταν η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στους μυκηναϊκούς χρόνους μετά την Πυλία19.
Στο Καρνάσιον άλσος, στο Στενυκληρικό πεδίο, τελούνταν τα περίφημα μυστήρια της Ανδανίας, τα οποία ήταν δεύτερα μετά τα Ελευσίνια σε σπουδαιότητα στον αρχαίο κόσμο20. Γενικά το άλσος τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή των σημερινών χωριών Πολίχνης, Καλλιρόης και Κωνσταντίνων21. Έγκυροι ερευνητές της αρχαίας ιστορίας και τοπογραφίας τοποθέτησαν στο Διβάρι της Πολίχνης τo κέντρο της λατρείας του ιερού, λόγω εύρεσης στην περιοχή της μεγάλης επιγραφής των Μυστηρίων της Ανδανίας22. Τα δύο κομμάτια της επιγραφής βρίσκονται σήμερα εντοιχισμένα αριστερά και δεξιά της κυρίας εισόδου του ναού του χωριού Κωνσταντίνοι23.
Επειδή στο Διβάρι υπάρχει φυσική πηγή που αναβλύζει νερό, ο χώρος συσχετίστηκε με τον τόπο λατρείας του Κάρνειου Απόλλωνα, των άλλων θεοτήτων και της θεάς των πηγών Αγνής, κοντά στο άγαλμα της οποίας ανέβλυζε το νερό. Σήμερα η πηγή σχηματίζει μικρή λίμνη, που τα πλεονάζοντα ύδατά της καταλήγουν στο ρέμα του Αγριλόβουνου24.
Στο βορειοανατολικό όριο του Στενυκληρικού πεδίου, κοντά στον ποταμό Χάραδρο και στην περιοχή του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού του Δεσύλλα, έχει εντοπισθεί η θέση μιας υστερορωμαϊκής έπαυλης στους πρόποδες του λόφου «Ελληνικό». Από την έπαυλη της Ανδανίας διασώζονται τρία δωμάτια με κατάλοιπα ψηφιδωτών δαπέδων των αυτοκρατορικών χρόνων25. Το κεντρικό δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με παραστάσεις κυνηγιού, θηριομαχιών, ανδρών με άρματα και τις προσωποποιήσεις των εποχών του έτους.
Άμεσα συνδεόμενο με το πολυτελές κτίσμα της Ύστερης Αρχαιότητας και τη λειτουργία του είναι και ένα υδραγωγείο ρωμαϊκών χρόνων (-31/ +400) στη θέση «Σκούπα». Δυτικά της έπαυλης, στη θέση Δεσύλλα και σε απόσταση 6 χλμ., στα νότια της Πολίχνης αποκαλύφθηκε επίσης τμήμα μεγάλου οικοδομήματος με ένα ακόμη ψηφιδωτό δάπεδο με παραστάσεις26.
Μετά το -146 και την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, Μεσσήνιοι πήραν πίσω την Ανδανία και την Πυλάνα στα σύνορά τους με τη Μεγαλόπολη. Κατά την άποψή μας η Πυλάνα ή Πυλανίκα των επιγραφικών μαρτυριών μπορεί να ταυτιστεί με τη θέση «Κρεμπενή» ή «Γρεμπενή» της Κάτω Μέλπειας, βόρεια από το Διαβολίτσι. Βρίσκεται στην περιοχή της Μέλπειας στην κορυφή βραχώδους λόφου, σε θέση που εποπτεύει την πεδιάδα της Άνω Μεσσηνίας και το πέρασμα προς την Αρκαδία. Υπάρχουν ίχνη αρχαίας οχύρωσης και λείψανα οικισμού κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
2. Μεσσηνιακά φυλακεία και οχυρά
Είναι σαφές ότι μέσω της οχυρής ακρόπολης της Ανδανίας αλλά και ενός ευρύτερου δικτύου μικρών φυλακείων και μεγαλύτερων οχυρών οι Μεσσήνιοι μπορούσαν να ελέγχουν καλύτερα τόσο τα ορεινά περάσματα και τις χερσαίους οδούς από τη Λακωνία, την Αρκαδία και την Ηλεία προς στη Μεσσηνία όσο και τις θαλάσσιες οδούς. Μία από τις ορεινές διαβάσεις Μεσσηνίας–Αρκαδίας ήλεγχε ο ορθογώνιος πύργος της εποχής αυτής στη θέση «Τζορότα» ή «Στήλια», όπου επίσης επιτελέσαμε εργασίες συστηματικού καθαρισμού αλλά και αποτύπωσης της θεμελίωσης, που είχε καλυφθεί πλήρως από τη βλάστηση (Εικ.4)27.
Ακόμα έγιναν εργασίες καθαρισμών και αποτύπωσης σε έναν ακόμη αρχαίο πύργο στο λόφο Στυλαρίου, βορειοανατολικά του Κοπανακίου28. Ο ορθογώνιος πύργος ύψους 7μ. βρίσκεται παραπλεύρως του δρόμου που ήλεγχε τις οδούς προς το λιμάνι της Κυπαρισσίας και την ορεινή Αρκαδία (Εικ. 5)29. Βρίσκεται σε απόσταση 15 χλμ. περίπου ΒΔ σε ευθεία από την αρχαία Μεσσήνη. Ήταν έργο του -4ου αι..30
Στη θέση «Πούσια» ή «Παλιόλακκα» πλησίον της επαρχιακής οδού Σελλά Κάτω Μέλπειας, στο μέσο περίπου της διαδρομής μεταξύ των χωριών Κρυονερίου και Σελλά, που είναι ορεινοί οικισμοί στον Δήμο Τριφυλίας, είχε θεμελιωθεί ένας ακόμη πύργος του αμυντικού συστήματος της αρχαίας Μεσσήνης, από το κέντρο της οποίας απέχει 12,5 χλμ. περίπου ΒΔ της σε ευθεία γραμμή (Εικ.6). Το φυλακείο απέχει περίπου 2,3 χλμ. από το Κρυονέρι και 2,8 χλμ. από το χωριό Σελλά. Βρίσκεται 31 χλμ. ανατολικά της Κυπαρισσίας και των ακτών του Ιονίου. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 673μ. περίπου. Η κάτοψή του είναι σχεδόν τετράγωνη, με πλευρές μήκους περίπου 7,15μ. (βόρεια και η νότια) και 7μ. (ανατολική και δυτική). Είναι κτισμένο με το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, το πάχος της οποίας ανέρχεται στα 0,70μ. Έχει είσοδο στα νότια, με άνοιγμα θύρας περίπου 1μ. και ένα εσωτερικό χώρισμα. Σώζεται σε ύψος 1,50μ. από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ η τειχοδομία, με μεγάλους ορθογωνικούς δουλεμένους ασβεστόλιθους θυμίζει τα τείχη της Μεσσήνης31.
Στο νοτιοδυτικό άκρο της κοιλάδας της Αρχαίας Μεσσήνης, στο νότιο άκρο της κορυφής του όρους Ψωριάρη, ΝΔ της Ιθώμης, σε υψόμετρο 474μ., σώζεται η θεμελίωση μικρού οχυρού (Εικ.7) (Χ=0313638 / Ψ=4113638). Διατηρούνται κατά χώρα οι επιμήκεις καλά δουλεμένοι λιθόπλινθοι από γκρίζο, σκληρό ντόπιο ασβεστόλιθο, που εξορυσσόταν στα αρχαία λατομεία της ευρύτερης περιοχής. Αρκετοί σώζονται σε καλή κατάσταση, ενώ άλλοι στο δυτικό άκρο του σωρού είναι θρυμματισμένοι. Στον άξονα Β- Ν έχει μήκος 7 μ. περίπου. Δεν φαίνεται να έχει τις τυπικές διαστάσεις των υπολοίπων φυλακείων στον άξονα Α- Δ , καθώς με τα προσκτίσματα εκτείνεται σε 13μ. περίπου, αφού κάλυπτε τις δύο κοιλάδες με τους δρόμους πρόσβασης προς την πόλη. Κατά χώραν σώζονται και θραύσματα κεραμίδων στέγης. Η παρουσία του φυλακείου στη θέση «Ψωριάρης» στο νότιο άκρο της κορυφής, που εξασφαλίζει τη θέαση όλου του νότιου τμήματος του μεσσηνιακού κάμπου ως τη θάλασσα, τη Θουρία αλλά και τα περάσματα του Ταϋγέτου, κοντά στην Καλαμάτα, ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για κτίσμα εποπτείας, που ήλεγχε τις νότιες οδούς πρόσβασης στην πόλη της Μεσσήνης, καθώς και τη ναυσιπλοΐα στον Μεσσηνιακό Κόλπο32.
Ένα ακόμη φυλακείον υπήρχε στην περιοχή του Βασιλικού πάνω σε μια επίκαιρη τοποθεσία. Η θέση του φυλακείου αποκαλύφθηκε το 1936 και 1937 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Natan Valmin στην περιοχή της κοινότητας Καλλιρρόης, ανάμεσα στα τοπωνύμια Ξερόβρυση και Βίγκλες. Βρισκόταν 1,5 χλμ. ΝΑ του Βασιλικού, σε λόφο (υψόμ. 376μ.) ανάμεσα στα χωριά Βασιλικό και Καλλιρρόη (πρώην Μπούγα) των δήμων Τριφυλίας και Μεσσήνης, πλησίον της σιδηροδρομικής γραμμής Ζευγολατειού- Κυπαρισσίας33. Εντοπίστηκε στην περιοχή πάνω στη νότια χαμηλότερη υψομετρική καμπύλη του λόφου Βασιλικού, κοντά στην μικροκοιλάδα του ρέματος του Χουχουλωτού (Χουλιωτό), με κατεύθυνση απορροής τη ΒΑ πλαγιά της Μάλθης. Ακριβώς απέναντι του, σε απόσταση 1100μ. περίπου, υψώνεται ο λοφίσκος που φιλοξενεί το κάστρο Μίλα.34. Είχε θέα προς την Iθώμη, το Pαμοβούνι, τον λόφο Βασιλικό και την περιοχή της γέφυρας της Μαυροζούμενας.
Έργο της ίδιας εποχής, όπως δείχνει και η τοιχοδομία της, αποτελεί και η θεμελίωση της γέφυρας της Μαυροζούμενας, που ενδεχομένως να αντικατέστησε παλαιότερη στην ίδια θέση.
3. Η ακρόπολη της Είρας
Στη συνοριακή περιοχή Μεσσηνίας και Αρκαδίας, κοντά στον επαρχιακό δρόμο από τη Δημάνδρα προς το Σύρριζο, σε ύψωμα παραφυάδας του όρους Τετράζι35, τοποθετείται η αρχαία Είρα. Εκεί σώζονται τμήματα οχύρωσης και οικιστικών καταλοίπων του -4ου αι. (Εικ.8). Κατασκευάστηκαν στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος σε χαμηλό γήλοφο, όπου υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, μεταξύ των χωριών Στάσιμο και Κακαλέτρι. Ο νέος αμυντικός περίβολος χτίστηκε προφανώς μετά τον επαναπατρισμό των εξόριστων Μεσσηνίων και όταν έπνευσε νέος άνεμος αισιοδοξίας και αυτονομίας στην ελεύθερη πλέον Μεσσηνία μετά την ίδρυση της πρωτεύουσας Μεσσήνης (-369). Στην περιοχή δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Λυκαίου και του Τετραζίου Όρους και τη διατρέχει το ρεύμα συνεχούς ροής της Νέδας.
3. Η ακρόπολη της Είρας
Στη συνοριακή περιοχή Μεσσηνίας και Αρκαδίας, κοντά στον επαρχιακό δρόμο από τη Δημάνδρα προς το Σύρριζο, σε ύψωμα παραφυάδας του όρους Τετράζι35, τοποθετείται η αρχαία Είρα. Εκεί σώζονται τμήματα οχύρωσης και οικιστικών καταλοίπων του -4ου αι. (Εικ.8). Κατασκευάστηκαν στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος σε χαμηλό γήλοφο, όπου υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, μεταξύ των χωριών Στάσιμο και Κακαλέτρι. Ο νέος αμυντικός περίβολος χτίστηκε προφανώς μετά τον επαναπατρισμό των εξόριστων Μεσσηνίων και όταν έπνευσε νέος άνεμος αισιοδοξίας και αυτονομίας στην ελεύθερη πλέον Μεσσηνία μετά την ίδρυση της πρωτεύουσας Μεσσήνης (-369). Στην περιοχή δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Λυκαίου και του Τετραζίου Όρους και τη διατρέχει το ρεύμα συνεχούς ροής της Νέδας.
Παλαιότερα λείψανα οχυρωματικού τείχους και οικιστικών καταλοίπων εντοπίζονταν γύρω από το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, όπου τοποθετείται η αρχαϊκή ακρόπολη της Είρας. Στον χώρο αυτό φαίνεται ότι είχε οχυρωθεί επί σειρά ετών (-682/ -671) ο Αριστομένης με ομάδα επίλεκτων Μεσσηνίων κατά την τελική φάση του Β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου κατά τη διάρκεια του -7ου αι.36. Κατά μια άλλη άποψη αυτό έγινε υστερότερα, δηλαδή στη διάρκεια του Γ΄ Μεσσηνιακού Πολέμου, όταν διαδραματίστηκαν σκληρές μάχες μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών37.
4. Η ακρόπολη της Πρώτης
Εκτός από την Άνω Μεσσηνία, επιφανειακές έρευνες πραγματοποιήσαμε και στην Πρώτη, το βορειότερο από τα πέντε μεσσηνιακά νησιά και το πρώτο που συναντά κανείς κατά τον πλου από τα παράλια του Ιονίου και της Δυτικής Ελλάδας38.
Η οχύρωση της νήσου Πρώτης πρέπει να ενταχθεί στο δίκτυο των οχυρών και των πύργων που κτίστηκαν ή επισκευάστηκαν με τη βοήθεια ή τη σύμφωνη γνώμη των Θηβαίων μετά την μάχη στα Λεύκτρα το -371.39.
Στο νησί υπάρχουν δύο μεγάλοι όρμοι στα δυτικά και στα ανατολικά, ώστε τα πλοία να βρίσκουν ασφαλές αγκυροβόλιο. Ο Θουκυδίδης και ο Στράβων αναφέρουν το νησί ως Πρωτή40.
Στα δυτικά και πάνω από τον όρμο της Βουρλιάς βρίσκεται μικρός λόφος ύψους 64μ. περίπου από το επίπεδο της θάλασσας. Η βραχώδης κορυφή του οχυρού επιστέφεται με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, πλάτους από 0,90 έως 1,35μ. Ο τειχισμένος χώρος, αποτελούμενος από μεγάλους επεξεργασμένους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, έχει μήκος 200μ. από Βορρά προς Νότο και πλάτος από 45 έως 120μ. Η βόρεια κλιτύς του λόφου ήταν ατείχιστη, διότι ήταν απότομη και αδιάβατη41. Το οχυρό διέθετε διατείχισμα σε απόσταση 90μ. από το βόρειο ατείχιστο άκρο του λόφου, το οποίο χώριζε το οχυρό σε βόρειο και νότιο τμήμα. Δύο ορθογώνιοι πύργοι βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά όπου υπήρχε άνοιγμα για θύρα στο τείχος.
Η οχύρωση διασώζει περισσότερες από μία κατασκευαστικές φάσεις. H αρχική οχύρωση της Πρώτης πρέπει να έγινε από τους Αθηναίους στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή στον -5ο αι., αλλά φαίνεται ότι ενισχύθηκε και κατά τον -4ο αι., από τους Μεσσήνιους υπό τον Επαμεινώνδα στα χρόνια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (Εικ.9)42. Μετά την μάχη των Λεύκτρων το -371, πρέπει να υπήρξαν προσθήκες και ενισχύσεις στα τείχη του οχυρού, όπως δείχνουν εμφανώς τα διαφορετικά συστήματα τειχοδομίας.
Είναι εμφανείς και ευδιάκριτες τουλάχιστον δύο φάσεις: μικροί αργοί λίθοι στην παλαιότερη σειρά και μεγαλύτεροι ορθογώνιοι επεξεργασμένοι στη νεότερη, όπως γνωρίζουμε και από άλλα οχυρά ή ακροπόλεις του -4ου αι.43. Μετά την ανέγερση του οχυρωματικού περιβόλου των κλασικών χρόνων και των προσθηκών που έγιναν την ελληνιστική περίοδο, οι κάτοικοι της Πρώτης επωφελήθηκαν από την ασφάλεια του τείχους και εγκαταστάθηκαν στο νησί σχηματίζοντας την ομώνυμη αρχαία πολίχνη. Φαίνεται πως το νησί κατοικήθηκε έως τα χρόνια του Στράβωνα τον +1ο αι. Το ίδιο είναι γνωστό πως είχε γίνει και στο φρούριο του Πανάκτου, στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Στα χρόνια του Στράβωνα το ακρωτήριο απέναντι από το οχυρό ήταν το όριο στα σύνορα Λακωνίας και Μεσσηνίας44.
Στο νησί υπάρχουν δύο μεγάλοι όρμοι στα δυτικά και στα ανατολικά, ώστε τα πλοία να βρίσκουν ασφαλές αγκυροβόλιο. Ο Θουκυδίδης και ο Στράβων αναφέρουν το νησί ως Πρωτή40.
Στα δυτικά και πάνω από τον όρμο της Βουρλιάς βρίσκεται μικρός λόφος ύψους 64μ. περίπου από το επίπεδο της θάλασσας. Η βραχώδης κορυφή του οχυρού επιστέφεται με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, πλάτους από 0,90 έως 1,35μ. Ο τειχισμένος χώρος, αποτελούμενος από μεγάλους επεξεργασμένους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, έχει μήκος 200μ. από Βορρά προς Νότο και πλάτος από 45 έως 120μ. Η βόρεια κλιτύς του λόφου ήταν ατείχιστη, διότι ήταν απότομη και αδιάβατη41. Το οχυρό διέθετε διατείχισμα σε απόσταση 90μ. από το βόρειο ατείχιστο άκρο του λόφου, το οποίο χώριζε το οχυρό σε βόρειο και νότιο τμήμα. Δύο ορθογώνιοι πύργοι βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά όπου υπήρχε άνοιγμα για θύρα στο τείχος.
Η οχύρωση διασώζει περισσότερες από μία κατασκευαστικές φάσεις. H αρχική οχύρωση της Πρώτης πρέπει να έγινε από τους Αθηναίους στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή στον -5ο αι., αλλά φαίνεται ότι ενισχύθηκε και κατά τον -4ο αι., από τους Μεσσήνιους υπό τον Επαμεινώνδα στα χρόνια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (Εικ.9)42. Μετά την μάχη των Λεύκτρων το -371, πρέπει να υπήρξαν προσθήκες και ενισχύσεις στα τείχη του οχυρού, όπως δείχνουν εμφανώς τα διαφορετικά συστήματα τειχοδομίας.
Είναι εμφανείς και ευδιάκριτες τουλάχιστον δύο φάσεις: μικροί αργοί λίθοι στην παλαιότερη σειρά και μεγαλύτεροι ορθογώνιοι επεξεργασμένοι στη νεότερη, όπως γνωρίζουμε και από άλλα οχυρά ή ακροπόλεις του -4ου αι.43. Μετά την ανέγερση του οχυρωματικού περιβόλου των κλασικών χρόνων και των προσθηκών που έγιναν την ελληνιστική περίοδο, οι κάτοικοι της Πρώτης επωφελήθηκαν από την ασφάλεια του τείχους και εγκαταστάθηκαν στο νησί σχηματίζοντας την ομώνυμη αρχαία πολίχνη. Φαίνεται πως το νησί κατοικήθηκε έως τα χρόνια του Στράβωνα τον +1ο αι. Το ίδιο είναι γνωστό πως είχε γίνει και στο φρούριο του Πανάκτου, στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Στα χρόνια του Στράβωνα το ακρωτήριο απέναντι από το οχυρό ήταν το όριο στα σύνορα Λακωνίας και Μεσσηνίας44.
5. Συμπεράσματα
Τα ανωτέρω μνημεία ανήκουν σε αμυντικό δίκτυο της υπαίθρου της αρχαίας Μεσσήνης χρονολογούμενο στον -4ο αι. (Εικ.10). Το ψευδοϊσόδομο ή ακανόνιστο τραπεζιόσχημο σύστημα τειχοδομίας είναι κυρίαρχο ως τεχνική. Τα φυλακεία και τα οχυρά υπάγονται σε ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα oχύρωσης μεγάλης κλίμακος της αρχαίας Μεσσήνης. Οι Μεσσήνιοι δεν υπολόγισαν κόπο και δαπάνη τόσο στο άστυ όσο και στην ύπαιθρο χώρα, ώστε να την κάνουν τη χώρα τους ασφαλή. Έτσι ίδρυσαν αμυντικά έργα, όπου ήταν αναγκαίο, αποβλέποντας στον πλήρη οπτικό και επικοινωνιακό έλεγχο του οδικού δικτύου της περιοχής. Με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η οχύρωση της Μεσσήνης, με την ίδρυση των περιμετρικών φυλακείων ή φρυκτωριών που αποτελούσαν τα άγρυπνα «μάτια» της πόλης. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι στα μέσα του -4ου αι. χρονολογείται και το αντίστοιχο αμυντικό δίκτυο και η οχύρωση των γειτονικών αρκαδικών ή αργολικών πόλεων, όπως της Μεγάλης Πόλεως, της Μαντίνειας, του Ορχομενού, της Τεγέας ή του Άργους45. Αντίστοιχα, υπάρχουν κι εκεί φυλακεία της ίδιας περιόδου, τα οποία είναι αρκετά όμοια από κατασκευαστική και στρατηγική άποψη, ώστε η απόδοσή τους σε ένα κοινό κατασκευαστικό πρόγραμμα να είναι πολύ πιθανή. Συνακόλουθα, και η απόδοσή τους σε ένα κοινό δίκτυο άμυνας φαίνεται εύλογη. Στο ίδιο δίκτυο ανήκουν πιθανότατα και τα οικοδομήματα στην περιοχή του Κρυονερίου και Στυλαρίου.
Κοινά χαρακτηριστικά των ανωτέρω οχυρώσεων αποτελούν η τειχοδομία, η θέση ίδρυσης, οι διαστάσεις και το σχήμα. Οχυρά και φυλακεία είναι κτισμένα με ντόπιο ασβεστόλιθο. Τα περισσότερα μνημεία πρωτίστως λόγω θέσεως επιδέχονται ασφαλή χαρακτηρισμό της λειτουργίας τους ως στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Επρόκειτο ασφαλώς για παρόδια φυλακεία, που ήλεγχαν αμαξήλατες οδούς. Ήταν ορθογώνια και όχι κυκλικά, όπως και οι πύργοι στις ακροπόλεις. Έχουν συνήθως μία πλευρά μήκους 6- 7μ. περίπου, η οποία είναι πολύ συνήθης στα μεμονωμένα φυλακεία. Οι ιδιομορφίες και η γεωγραφική σημασία της θέσης επέβαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν τα φυλακεία αυτά μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως το φυλακείο στην επίκαιρη θέση Ψωριάρη, με θέα στον Μεσσηνιακό Κόλπο. Θεωρείται δεδομένο ότι ανήκαν σε ένα δίκτυο άμυνας της πρωτεύουσας Μεσσήνης.
Η ανοικοδόμησή τους ξεκινά τον -4ο αι. και πιο συγκεκριμένα μετά το -371. Προφανώς ξεκίνησαν να κτίζονται μετά τη νίκη του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα στη μάχη στα Λεύκτρα, όταν ήταν καίρια η επιτήρηση των προσβάσεων της Μεσσηνίας, ώστε να ελέγχονται οι περιοχές που εποφθαλμιούσε η Σπάρτη.
Ενδεχόμενες χρονολογικές ή άλλες διαφορές και αποκλίσεις ανάμεσα στα φυλακεία της Μεσσηνίας εξηγούνται από την επαναχρησιμοποίησή τους και τη διαχρονική τους ένταξη στο οδικό δίκτυο. Με άλλα λόγια, οχυρά που μπορεί να οικοδομήθηκαν σε επίκαιρες θέσεις κατά τον -5ο αι., όπως αυτά στο Βασιλικό ή στη νήσο Πρώτη, δεν σημαίνει ότι δεν εντάχθηκαν, με βελτιώσεις και επεμβάσεις, στο δίκτυο του -4ου αι. Εκτός από τον έλεγχο των προσβάσεων και των οδών στην ύπαιθρο χώρα επιτηρούσαν και τη θάλασσα. Το οχυρό στη νήσο Πρώτη φαίνεται να αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, δεδομένου ότι μπορεί να ανήκει στο ευρύτερο δίκτυο άμυνας της αρχαίας Μεσσήνης ή των συμμάχων τους.
Ορισμένα κατασκευαστικά στοιχεία, η θέση ίδρυσης στο ορεινό ανάγλυφο πλησίον των οδικών αξόνων και οι συγκρίσεις με τα συναφή μνημεία της Πελοποννήσου συνηγορούν για κεντρικό σχεδιασμό, που ξεκινά κυρίως κατά τον -4ο αι., ιδίως την περίοδο μετά την κάθοδο των Θηβαίων στην Πελοπόννησο. Το σύνολο των φυλακείων, μαζί με τις ακροπόλεις, διασφάλιζε τις απολύτως επίκαιρες θέσεις, που ήταν επίφοβες για κινήσεις αντιπερισπασμού από εχθρικά προς τη Μεσσηνία στρατεύματα. Οι εν λόγω πύργοι και οχυρές ακροπόλεις σκοπό είχαν τον συστηματικό έλεγχο του οδικού δικτύου και την άμυνα της επικράτειας της πόλεως της Μεσσήνης.
Ενδεχόμενες χρονολογικές ή άλλες διαφορές και αποκλίσεις ανάμεσα στα φυλακεία της Μεσσηνίας εξηγούνται από την επαναχρησιμοποίησή τους και τη διαχρονική τους ένταξη στο οδικό δίκτυο. Με άλλα λόγια, οχυρά που μπορεί να οικοδομήθηκαν σε επίκαιρες θέσεις κατά τον -5ο αι., όπως αυτά στο Βασιλικό ή στη νήσο Πρώτη, δεν σημαίνει ότι δεν εντάχθηκαν, με βελτιώσεις και επεμβάσεις, στο δίκτυο του -4ου αι. Εκτός από τον έλεγχο των προσβάσεων και των οδών στην ύπαιθρο χώρα επιτηρούσαν και τη θάλασσα. Το οχυρό στη νήσο Πρώτη φαίνεται να αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, δεδομένου ότι μπορεί να ανήκει στο ευρύτερο δίκτυο άμυνας της αρχαίας Μεσσήνης ή των συμμάχων τους.
Ορισμένα κατασκευαστικά στοιχεία, η θέση ίδρυσης στο ορεινό ανάγλυφο πλησίον των οδικών αξόνων και οι συγκρίσεις με τα συναφή μνημεία της Πελοποννήσου συνηγορούν για κεντρικό σχεδιασμό, που ξεκινά κυρίως κατά τον -4ο αι., ιδίως την περίοδο μετά την κάθοδο των Θηβαίων στην Πελοπόννησο. Το σύνολο των φυλακείων, μαζί με τις ακροπόλεις, διασφάλιζε τις απολύτως επίκαιρες θέσεις, που ήταν επίφοβες για κινήσεις αντιπερισπασμού από εχθρικά προς τη Μεσσηνία στρατεύματα. Οι εν λόγω πύργοι και οχυρές ακροπόλεις σκοπό είχαν τον συστηματικό έλεγχο του οδικού δικτύου και την άμυνα της επικράτειας της πόλεως της Μεσσήνης.
6. Επίμετρον
Στην υπό έρευνα περιοχή πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά απόλυτη χρονολόγηση μνημείου με αρχαιομετρικές μεθόδους. Πρόκειται για την οχύρωση της ακρόπολης στη θέση «Ελληνικό», στην περιοχή της αρχαίας Ανδανίας, πάνω από την εύφορη πεδιάδα της Στενύκλαρου, η οποία φαίνεται να έχει περισσότερες από μία φάσεις και συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση και εδραίωση της αρχαίας Μεσσήνης τον -4ο και -3ο αι.
Συγκεκριμένα, το 2021 πραγματοποιήθηκαν εργαστηριακές αναλύσεις δειγμάτων κονιάματος του τείχους της ελληνιστικής ακρόπολης από το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή (†) Νικολάου Ζαχαριά. Εφαρμόστηκε η τεχνική της Οπτικά Διεγερμένης Φωταύγειας (OSL) σε ένα σύνολο τριών δειγμάτων κονιάματος (Πίνακες 1 και 2)46. Η τεχνική OSL προσδιορίζει την ηλικία του δείγματος βασιζόμενη στην ακόλουθη σχέση: Ηλικία= Αρχαιολογική Δόση ED (Gy)/ Ρυθμός Ετήσιας Δόσης DR (Gy/a) παρέχοντας αποτελέσματα σε χρόνια πριν από σήμερα (έτος 2021) με πιθανότητα 1σ (68%). Για τον προσδιορισμό της Αρχαιολογικής Δόσης εφαρμόστηκε η τεχνική της αναγεννώμενης δόσης του ενός δισκίου47. Για την Ετήσια Δόση εφαρμόστηκε η τεχνική της καταμέτρησης της ενεργότητας των σωματίων-α48 και της Ηλεκτρονικής
Μικροσκοπίας Σάρωσης (SEM). Η κοσμική ακτινοβολία εκτιμήθηκε με χρήση υπολογιστικού προγράμματος49.
Από τα ανωτέρω δείγματα κατέστη εφικτή η εξαγωγή αξιόπιστων απόλυτων ηλικιών για την οχύρωση. Και οι τρεις εξαχθείσες ηλικίες έχουν κεντρικές τιμές που αναφέρονται στον -4ο και -3ο αιώνα. Το πρώτο έγκυρο δείγμα αφορούσε συμπαγές γκρι κονίαμα από το συνδετικό υλικό των λιθοπλίνθων στο εσωτερικό της οχύρωσης πλησίον της πυλίδας, με χρονολόγηση γύρω στο -380 ± -250, το δεύτερο αφορούσε κονίαμα χρώματος γκρι- καφέ από το εσωτερικό της οχύρωσης, πλησίον του ανεσκαμμένου κατά το 2021 οικοδομήματος Α, που χρονολογήθηκε γύρω στο -233 ± -217, και το τρίτο από την ίδια περιοχή στο εσωτερικό της οχύρωσης, πλησίον του οικοδομήματος Α, που χρονολογήθηκε γύρω στο -240 ± -230 50 (Εικ.11). Κατόπιν των ανωτέρω απόλυτων χρονολογήσεων και της ανασκαφικής έρευνας που έγινε το ίδιο έτος γίνεται σαφές ότι η ακρόπολη της Ανδανίας ενισχύθηκε με νεόδμητα οικοδομήματα στον βόρειο βραχίονα της και σε επαφή με τον οχυρωματικό της περίβολο κατά την ελληνιστική εποχή. Οι προσθήκες αυτές πιθανόν να σχετίζονται με τα στρατιωτικά γεγονότα, όταν οι Σπαρτιάτες, υπό τον Λυκούργο και το στρατό του, απέτυχαν να καταλάβουν την Ανδανία και επέστρεψαν στην Σπάρτη χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, παρά τις επιδρομές που πραγματοποίησαν το -217, όπως μας αναφέρει ο μεγαλοπολίτης Πολύβιος (5.92.6).
Σταμάτης Α. Φριτζίλας
"Ακροπόλεις και πύργοι της κλασικής αρχαιότητας στην Άνω Μεσσηνία"
Στο: Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 3. Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2–5 Ιουνίου 2021 Επιστημονική επιμέλεια: Μαρία Ξανθοπούλου – Ευγενία Γιαννούλη – Ελένη Ζυμή Αιμιλία Μπάνου – Χρυσάνθη Παπαδοπούλου. Καλαμάτα 2024. Σελ:425
Ευχαριστίες οφείλονται και στον φύλακα Αρχαιοτήτων Μάλθης και Άνω Μεσσηνίας κ. Αλ. Καλογερόπουλο. Τα αναλογικά σχέδια και αποτυπώσεις οφείλω στους κ.κ. Α. Παπαδόγκωνα, Ο. Αδριανοπούλου και Β. Πάνου. Η φωτογραμμετρική αποτύπωση και η εναέρια φωτογράφηση της ακρόπολης της Ανδανίας έγινε από το γραφείου του κ. Ι. Γιαξόγλου.
2 Παυσ. 4.31.4–6: Περὶ δὲ τὴν Μεσσήνην τεῖχος, κύκλος μὲν πᾶς λίθου πεποίηται, πύργοι δὲ καὶ ἐπάλξεις εἰσὶν ἐνῳκοδομημένοι. τὰ μὲν οὖν Βαβυλωνίων ἢ τὰ Μεμνόνεια τὰ ἐν Σούσοις τείχη τοῖς Περσικοῖς οὔτε εἶδον οὔτε ἄλλων περὶ αὐτῶν ἤκουσα αὐτοπτούντων: τὰ δὲ ἐν Ἀμβρόσῳ τῇ Φωκικῇ ἔν τε Βυζαντίῳ καὶ Ῥόδῳ –ταῦτα γὰρ δὴ τετείχισται τὰ χωρία ἄριστα– τούτων Μεσσηνίοις ἐστὶν ἐχυρώτερον.
3 Για την αρχαία Μεγαλόπολη, βλ. Φριτζίλας 2008, 29–44. Maher 2017, 231–243. Φριτζίλας 2018, 337–351 με τη νεότερη βιβλιογραφία.
4 Παπαχατζής 1991, 118–120, 130–140. Τhemelis 2015, 43–46.
5 Θέμελης 2014, 43.
6 Παυσ. 4.20.4 και 26.7–8.
7 Για τη χρονολόγηση των Μεσσηνιακών πολέμων τελευταία, βλ. Mεϊδάνη 2010, 69–74. Τhemelis 2015, 15–18.
8 Bursian 1872, 164. Hiller von Gaertringen – Lattermann 1911, 30–36. Πίκουλας 1987, 483.
9 Η περιοχή αυτή παρουσίαζε ερευνητικό ενδιαφέρον λόγω της άμεσης γειτνίασης με τα εδάφη της Νότιας Μεγαλοπολιτικής Χώρας, όπου επιτελέσαμε από το 2006 έως το 2014 διάφορες ανασκαφικές έρευνες τόσο στο άστυ όσο και στην ύπαιθρο χώρα της Μεγάλης Πόλης της Αρκαδίας, οι οποίες έγιναν με αφορμή μεγάλα δημόσια, ιδιωτικά ή έργα ΕΣΠΑ, στην όμορη εδαφικά 39η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών
Αρχαιοτήτων.
10 Παυσ. 4.33.5–6: ῥεῖ δὲ ποταμὸς παρὰ τὸ Καρνάσιον Χάραδρος, καὶ προελθόντι ἐν ἀριστερᾷ σταδίους ὀκτὼ μάλιστα ἐρείπιά ἐστιν Ἀνδανίας. Για τον ποταμό Τζαμή (αρχ. Χάραδρο) βλ. Δάρμος 2007, 189. Πετρονώτης κ.ά. 2016, 126.
11 Φριτζίλας 2022, 435–443.
12 Στην περιοχή αυτή πραγματοποιήσαμε εκτεταμένες εργασίες αποψιλώσεων, που αποκάλυψαν τη σωζόμενη περίμετρο των θεμελιώσεων των τειχών του αρχαιολογικού χώρου.
13 Στέφ. Βυζ. Περί πόλεων: Ἀνδανία πόλις Μεσσήνης, ὁμώνυμος τῇ χώρᾳ.
14 Πολύβ. 5.92.6: διόπερ ὁ Λυκοῦργος, οὔτε συμμῖξαι δυνάμενος τοῖς περὶ τὸν Πυρρίαν οὔτ’ αὐτὸς ἀξιόχρεως ὑπάρχων, ἐπὶ βραχὺ προσβολὰς ποιησάμενος πρὸς τὴν Ἀνδανίαν ἄπρακτος αὖθις εἰς τὴν Σπάρτην ἀπηλλάγη.
15 Θέμελης 2004, 29–30 εικ. 18. Θέμελης 2008, 211–222. Πίκουλας 2010–2013, 261–287. Luraghi – Μagnetto 2012, 509–550. Themelis 2015, 29–30, 72–73.
16 Παυσ. 4.33.3–6: ἡδὲ Λευκασία καὶ Ἄμφιτος συμβάλλουσιν ἐς τὸ αὐτὸ τὰ ῥεύματα. 4.33.4: διαβάντι δὲ τούτους πεδίον ἐστὶν ὀνομαζόμενον Στενυκληρικόν: εἶναι δὲ ἥρωα Στενύκληρον λέγουσι. τοῦ πεδίου δε ἐστιν ἀπαντικρὺ καλουμένη τὸ ἀρχαῖον Οἰχαλία, τὸ δὲ ἐφ’ ἡμῶν Καρνάσιον ἄλσος, κυπαρίσσων μάλιστα πλῆρες. Για τη γέφυρα και τα ποτάμια, δηλαδή τα ρέματα Βασιλικού και Αγριλόβουνου, που ενώνονται στη θέση της γέφυρας της Μαυροζούμαινας, βλ. Πετρονώτης κ.ά. 2016, 4–7, 287–292. Δάρμος 2007, 188–189.
17 Οιχαλία υπήρχε στην Εύβοια κοντά στην Ερέτρια, στην κοιλάδα του Σπερχειού, στη δυτική Θεσσαλία και στη Μεσσηνία: Bölte – Lenk 1937, 2096–2101. Σακελλαρίου 2018, 220, 377.
18 Η καταστροφή της Οιχαλίας από τον Ηρακλή αναφερόταν στο έπος Οιχαλίας Άλωσις, αποδιδόμενο είτε στον Όμηρο είτε στον Κρεώφυλο τον Σάμιο. Βλ. σχετικά Στράβ. Γεωγρ. Θ. 5,17: Περὶ δὲ τούτων ζητοῦσι καὶ μάλιστα τίς ἦν ἡ ὑπὸ Ἡρακλέους ἁλοῦσα, καὶ περὶ τίνος συνέγραψεν ὁ ποιήσας τὴν Οἰχαλίας ἅλωσιν.
19 Σε χαμηλά υψώματα της πεδιάδας του Σουλιμά και στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπισθεί σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις, όπως οι χώροι της Περιστεριάς, της Μάλθης και οι θολωτοί τάφοι του Ακουρθίου, Βασιλικού και Χαλκιά. Η ισχύς των περιφερειακών θέσεων εξασθένησε όταν τον διοικητικό και οικονομικό έλεγχο σε ολόκληρη την Μεσσηνία απέκτησε το Ανάκτορο του Νέστορος. Πρβλ. Hope Simpson 2017, 66–69, χάρτης 4–5 με την παλαιότερη βιβλιογραφία.
20 Παυσ. 4.33.5: τὰ δὲ ἐς τὰς θεὰς τὰς Μεγάλας –δρῶσι γὰρ καὶ ταύταις ἐν Καρνασίῳ τὴν τελετήν– ἀπόῤῥητα ἔστω μοι: δεύτερα γάρ σφισι νέμω σεμνότητος μετά γε Ἐλευσίνια. ὅτι δ’ ὑδρία τε ἡ χαλκῆ, τὸ εὕρημα τοῦ Ἀργείου στρατηγοῦ, καὶ Εὐρύτου τοῦ Μελανέως τὰ ὀστᾶ ἐφυλάσσετο.
21 Για την αρχαία Ανδανία γενικά, βλ. Leake 1830, 472. Curtius 1852, 132–134 πίν. ΧΧΙ. Bursian 1872, 164. Frazer 1898, 444–445. Hiller von Gaertringen – Lattermann 1911, 31–37. Valmin 1930, 75–90. Roebuck 1941, 8–9. McDonald – Rapp 1972, 318–319 αρ. 608, 609. Meyer
1978, 188–189. Pritchett 1985, 37–39. Shipley 2004, 553 αρ. S77. Θέμελης 2007, 509–528. Gawlinski 2012, 33–41.
22 Βλ. Valmin 1930, 89–99. McDonald – Rapp 1972, 317 αρ. 607, 292 αρ. 212. Meyer 1978, 186.
23 Για την επιγραφή που αναφέρεται στα Μυστήρια της Ανδανίας, αφιερωμένα στους λεγόμενους Μεγάλους θεούς, βλ. Sauppe 1860, 217– 274. Ziehen 1926, 29–60. Zunino 1997, 304–334. Deshours 2006, 27–62. Πρβλ. Θέμελης 1967, 207 σχέδ. 1.
24 Αναμφίβολα η περιοχή της Ανδανίας είναι μια υποσχόμενη αρχαιολογικά περιοχή. Άλλωστε, διάφορα τοπογραφικά προβλήματα της Άνω Μεσσηνίας, όπως η θέση του Καρνάσιου άλσους και του διάσημου ιερού του Κάρνειου Απόλλωνα, όπου διεξάγονταν τα περίφημα Μυστήρια της Ανδανίας, παραμένουν. Για την Άνω Μεσσηνία, βλ. Αραπογιάννη 2019, 36–51.
25 Καββαδίας 1900, 17. Ασημακοπούλου-Ατζακά 1987, 103, 109. Φριτζίλας 2022, 440–441 εικ. 6α, β.
26 Αραπογιάννη 2012, 453.
27 Hiller von Gaertringen – Lattermann 1911, 38 εικ 12. Οικονομίδης 2018, 145–146, 152–153. Φριτζίλας 2022, 440 εικ. 5.
28 Φριτζίλας 2015α, 174–175.
29 Valmin 1930, 79.
30 Φριτζίλας 2015α, πίν. 49.
31 Χατζή 1981, 155, πίν. 96β.
32 Valmin 1930, 68.
33 Valmin 1941, 59–76.
34 Ο χώρος της ανασκαφής του Valmin ταυτίστηκε από τη νεότερη έρευνα με ένα περιφραγμένο ελαιώνα στην περιοχή νότια της λεωφόρου Ζευγολατειού–Κυπαρισσίας και 250 μ. ΒΑ του παλαιού σταθμού της σιδηροδρομικής γραμμής Ζευγολατειού–Κυπαρισσίας, βλ.Πίκουλας 1984, 177–186.
35 Για την αρχαία Είρα, βλ. Hiller von Gaertringen – Lattermann 1911, 9–30. Valmin 1930, 118–119. Roebuck 1941, 11–12. McDonald –Rapp 1972, 318 αρ. 611. Shipley 2004, 553 αρ. S75.
36 Παυσ. 4.17.10, 4.18.1–7, 4.19.1–4. Παπαχατζής 1991, 70–72.
37 Mεϊδάνη 2010, 69–72.
38 Fritzilas 2019, 343–354.
39 Φριτζίλας 2015β, 178–180 εικ. 52–56. Συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου, όπως ο Πομπώνιος Μέλας, ο Πλίνιος, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο Ηρωδιανός την αναφέρουν. Ο Στέφανος Βυζάντιος ονομάζει «Πρωταίον» τον κάτοικο της νήσου.
40 Κατά τους σχολιαστές ο καταβιβασμός στον τόνο κατά την αρχαιότητα οφείλεται στη μετατροπή του επιθέτου σε κύριο όνομα. Η λέξη «Πρωτή» φαίνεται ότι προήλθε από τη λέξη «Πλωτή», κατά την εναλλαγή του ρ(ο) προς το έτερο υγρό λ(άμδα). Είναι δηλαδή η νήσος που περιπλέεται και έχει ολόγυρα βαθιά ύδατα. Στους αρχαίους συγγραφείς το όνομα «Πλωτή» ή «Πλωταί» είχαν η Δήλος, η μυθική νήσος του Αιόλου αλλά και οι γειτονικές ακατοίκητες πλέον νήσοι Στροφάδες, οι οποίες βρίσκονται 30 μίλια βορειοδυτικά της Πρώτης. Στην ανατολική πλευρά υπάρχει ο όρμος Βουρλιά με δύο αγκυροβόλια: το βορεινό, κοντά στη σημερινή Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και το νότιο,
που είναι και το ασφαλέστερο, κάτω από την αρχαία οχύρωση. Οι όρμοι της Πρώτης αποτελούσαν πάντα ορμητήριο για ναυτιλλομένους αλλά κυρίως για πειρατές από την αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους.
41 Η νήσος Πρώτη ή Πρωτή, ήταν έρημη στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου κατά τον Θουκυδίδη (4.13.3). Ειδικότερα, στα 425 π.Χ. διεξαγόταν μια ναυτική επιχείρηση με πενήντα πλοία των Αθηναίων, που έπλεαν από τη Ζάκυνθο προς το Κορυφάσιο, όταν αυτά έμειναν το βράδυ εκεί (ἠυλίσθησανες Πρωτήννησον), καθώς το νησί διέθετε άφθονη ξυλεία, αλάτι και πηγή νερού. Ο αθηναϊκός στόλος χρησιμοποίησε τότε τον όρμο της Βουρλιάς ως ορμητήριο στις επιχειρήσεις του, καθώς την άλλη μέρα έκαναν επιτυχημένη επίθεση κατά των Λακεδαιμονίων στο λιμάνι της Πύλου και της Σφακτηρίας.
42 Το τείχος της Πρώτης είχε θεωρηθεί παλαιότερα ότι ανήκει στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. με βάση τις ενδείξεις της κεραμικής.
43 Η τείχιση της Πρώτης φαίνεται ότι εξυπηρετούσε αποκλειστικά στρατιωτικούς σκοπούς, καθώς η καθημερινή διαβίωση στο νησί ήταν δύσκολη. Το λιγοστό νερό, η άγρια βλάστηση, η απουσία γόνιμων εδαφών και η εγγύτητα με τη στεριά δεν την καταστούσαν δελεαστικό τόπο μόνιμης κατοίκησης παρά μόνο για στρατιώτες, ασκητές, μοναχούς ή πειρατές, όπως πληροφορούμαστε για τα νεότερα χρόνια.
44 Fritzilas 2019, 344 εικ. 1.
45 Πίκουλας 1995, 7–9. Μaher 2017, 229.
46 Aitken 1985. Ζαχαριάς 2021.
47 Moropoulou κ.ά. 2018.
48 Michael – Zacharias 2000.
49 Με βάση τους συντελεστές των Prescott – Hutton 1988.
50 Η δειγματοληψίας πραγματοποιήθηκε στις 3/12/2021.
ABSTRACT. This paper summarizes research on ancient acropoleis and fortifications carried out by the author in 2015–2020 primarily in northern, western, and central Messenia. More particularly, it focuses on the tοwers and fortifications of Classical antiquity around Mount Ithome in Upper Messenia. The mountain passes between Messenia, Arcadia, and Laconia were controlled by towers and fortresses of the Classical and Hellenistic periods. The natural landscape and fortified locations of this region are connected in multiple ways with roads and cultural links created over time by populations in southern Peloponnese. Τhe various acropoleis and towers must have been built or repaired with the help or consent of the Thebans after the battle at Lefktra in 371 BC. This paper also presents the absolute dating obtained using archaeometric analyses – the first to be carried out in the region – for the fortified acropolis of ancient Andania. Located above the fertile plain of Stenyklaros, this fortification appears to have more than one construction phases. Its establishment coincides with the foundation and consolidation of ancient Messene in the 4th and 3rd centuries BC.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aitken 1985: M. J. Aitken, Thermoluminescence Dating, London.
Αραπογιάννη 2012: Ξ. Αραπογιάννη, Από τη Νέδα έως τον Πάμισο. Ιστορικοί χρόνοι, στο: Α. Γ. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία. Πελοπόννησος, Αθήνα, 452–457.
Αραπογιάννη 2019: Ξ. Αραπογιάννη, Αρχαιολογική τοπογραφία της Άνω Μεσσηνίας, Αρχαιολογία και Τέχνες, 130, 36–51.
Ασημακοπούλου-Ατζακά 1987: Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Σύνταγμα των Παλαιοχριστιανικών Ψηφιδωτών Δαπέδων της Ελλάδος. Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα, τ. ΙΙ, Θεσσαλονίκη.
Bölte – Lenk 1937: F. Bölte – B. Lenk, Οichalia, RE, ΧVII:2, στ. 2096–2101.
Bursian 1872: C. Bursian, Geographie von Griechenland, Leipzig.
Curtius 1852: E. Curtius, Peloponnesos: einehistorisch-geographischeBeschreibung der Halbinsel, τ. 2, Gotha.
Deshours 2006: N. Deshours, Les mystères d’Andania. Étude d’épigraphie et d’histoire religieuse, Pessac.
Δάρμος 2007: Κ. Π. Δάρμος, Οι αρχαίοι ποταμοί της Πελοποννήσου, Αθήνα.
Ζαχαριάς 2021: Ν. Ζαχαριάς, Χρονολογώντας το παρελθόν. Εφαρμογές των τεχνικών φωταύγειας, Αθήνα.
Frazer 1898: J. G. Frazer, 1898. Pausanias’s Description of Greece, τ. ΙΙΙ, London.
Fritzilas 2019: S. A. Fritzilas, The Messenian island of Prote and its relation to navigation in Greece and the Mediterranean, στο: R. Morais –D. Leão – D. Rodríguez Pérez (επιμ.), Greek Art in Motion. Studies in Honour of Sir John Boardman on the Occasion of his 90th Birthday, Oxford, 343–354.
Gawlinski 2012: L. Gawlinski, The Sacred Law of Andania. A New Text with Commentary, Berlin.
Hiller von Gaertringen – Lattermann 1911: Fr. Hiller von Gaertringen – H. Lattermann, Hira und Andania, Programmzum Winckelmannsfeste 71, Berlin.
Hope Simpson 2017: R. Hope Simpson, Mycenaean Messenia and the Kingdom of Pylos, Philadelphia.
Θέμελης 1967: Π. Θέμελης, Καλιρρόη, ΑΔ, 22, Β´1 Χρονικά, 207.
Θέμελης 2007: Π. Θέμελης, Τα Κάρνεια και η Ανδανία, στο: Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά – Α. Α. Λαιμού – Λ. Γ. Μενδώνη – Ν. Κούρου (επιμ.), Ἀμύμονα ἔργα. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Βασίλη Κ. Λαμπρινουδάκη, Αρχαιογνωσία, 5, 509–528.
Θέμελης 2004: Π. Θέμελης, Μεσσήνη, Έργον, 24–32.
Θέμελης 2008: Π. Θέμελης, Κρίμα περὶ χώρας Μεσσηνίων καὶ Μεγαλοπολιτῶν, στο Γ. Α. Πίκουλας (επιμ.), Ιστορίες για την αρχαία Αρκαδία.
Πρακτικά. Proceedings of the International Symposium in Honour of James Roy. 50 χρόνια Αρκάς (1958–2008), Στεμνίτσα, 211–222.
Θέμελης 2014: Π. Θέμελης, Aρχαία Μεσσήνη, Αθήνα.
Καββαδίας 1900: Π. Καββαδίας, ’Aνασκαφαὶ ἐν Ἀνδανεία, ΠΑΕ, 17.
Luraghi – Μagnetto 2012: N. Luraghi – Α. Μagnetto, Τhe controversy between Μegalopolis and Μessene in a new inscription from Μessene,Chiron, 42, 509–550.
Leake 1830: W. M. Leake, Travels in the Morea, τ. Ι, London.
Maher 2017: M. P. Maher. The Fortifications of Arkadian City States in the Classical and Hellenistic periods, Oxford.
McDonald – Rapp 1972: W. A. McDonald – G. R. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis.
Mεϊδάνη 2010: Κ. Σ. Mεϊδάνη, Αρχαϊκή Ελλάδα και πόλεμος. Αθήνα.
Meyer 1978: Ε. Meyer, Messenien und die Stadt Messene [ανατύπωση από RE Supplement Band XV, 137–289], München.
Michael – Zacharias 2000: C. T. Michael – N. Zacharias, A new technique for thick-source alpha counting determination of U and Th, Nuclear Instruments and Methods, 439:1, 167–177.
Moropoulou κ.ά. 2018: A. Moropoulou – N. Zacharias – E. T. Delegou – M. Apostolopoulou – E. Palamara – A. Kolaiti, OSL Mortar dating to elucidate the construction history of the tomb chamber of the Holy Aedicule of the Holy Sepulchre in Jerusalem, JAS Reports, 19, 80–91.
Οικονομίδης 2018: Σ. 2018 Οικονομίδης, Φρούρια, οχυρώσεις και ορεινά περάσματα της ΒΑ Μεσσηνίας, Πελοποννησιακά, ΛΑ´, 141–154.
Παπαχατζής 1991: Ν. Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, τ. 3, Αθήνα.
Πετρονώτης κ.ά. 2016: Α. Πετρονώτης – Δ. Σταμπούλογλου-Φρέντζου – Κ. Φρέντζος, Το Γεφύρι της Μαυροζούμαινας στην Άνω Μεσσηνία,Θεσσαλονίκη.
Πίκουλας 1984: Γ. Α. Πίκουλας, Το φυλακείο στο Βασιλικό και η σημασία του για την ιστορική τοπογραφία της περιοχής, στο: Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Κυπαρισσία 27–29 Νοεμβρίου 1982, Αθήνα, 177–186.
Πίκουλας 1987: Γ. Πίκουλας, Το πόλισμα Ἄμφεια (Παυσ. ΙV 5,9), στο: Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα8–15 Σεπτεμβρίου 1985, Πελοποννησιακά Παράρτημα 13, τ. Β´, 479–485.
Πίκουλας 1995: Γ. Α. Πίκουλας, Οδικό δίκτυο και άμυνα. Από την Κόρινθο στο Άργος και την Αρκαδία, Αθήνα.
Πίκουλας 2010–2013: Γ. Α. Πίκουλας, Καθώς ἐστι ἁμῖν ἁ χώρα. Ἡ βόρεια μεθόριος Μεσσηνίας καὶ Ἀρκαδίας, Ηόρος, 22–25, 261–287.
Pritchett 1985: W. K. Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography, τ. V, Berkeley.
Prescott – Hutton 1988: J. R. Prescott – J.T. Hutton, Cosmic ray and gamma ray dosimetry for TL and ESR, Nuclear Tracks and Radiation Measurements 14, 223–227.
Roebuck 1941: C. A. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago.
Σακελλαρίου 22018: Μ. Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά ἒθνη κατά την Εποχή του Χαλκού [μτφρ. Ν. Παπαδοπούλου], Ηράκλειο.
Sauppe 1860: H. Sauppe, Die Mysterieninschrift aus Andania, AbhGött 7, 217–274.
Shipley 2004: G. Shipley, Messenia, στο: M. H. Hansen – T. H. Nielsen (επιμ.), Αn Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford, 547–568.
Themelis 2015: P. Themelis, Ancient Messene, Athens.
Φριτζίλας 2008: Σ. Φριτζίλας, Αρχαία Μεγαλόπολη, στο: Σ. Κωσταρίδου – Ι. Λυριτζής (επιμ.), Πολιτιστικός τουρισμός στο Λύκαιο Όρος, 1η Διημερίδα, Μεγαλόπολη 23–24 Μαΐου 2008, Τρίπολη, 29–44.
Φριτζίλας 2015α: Σ. Α. Φριτζίλας, Κοπανάκι. Αρχαίος πύργος στο λόφο Στυλαρίου, AΔ, 70, Β΄1 Χρονικά, 174–175.
Φριτζίλας 2015β: Σ. Α. Φριτζίλας, Νήσος Πρώτη. Θέση Γραμμένο και Θέση Βουρλιά», AΔ, 70, Β΄1 Χρονικά, 178–180.
Φριτζίλας 2018: Σ. Φριτζίλας, Θέματα της μνημειακής τοπογραφίας της ρωμαϊκής Μεγαλόπολης στο: V. Di Napoli – F. Camia – V. Evangelidis– D. Grigoropoulos – D. Rogers – S. Vlizos (επιμ.), What’s New in Roman Greece? Recent Work on the Greek Mainland and the Island in the Roman Period, Μελετήματα 80, Αthens, 337–351.
Φριτζίλας 2022: Σ. Α. Φριτζίλας, Aρχαιολογικές έρευνες στην Άνω Μεσσηνία: η περίπτωση της αρχαίας Ανδανίας, στο: Ἴδια ἡ μνήμη γινάμενη παρὸν… Το αρχαιολογικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων κατά τη χρονική περίοδο 2011–2019, Επιστημονική Συνάντηση, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 25–28 Νοεμβρίου 2019, Πρακτικά, Aθήνα, 435–443.
Valmin 1930: N. Valmin, Études tοpographiques sur la Messénie ancienne, Lund.
Valmin 1941: N. S. Valmin, Ein messenisches Kastell und die arkadische Grenzfrage, Opuscula Archaeologica, 2, 59–76.
Χατζή 1981: Γ. Χατζή, Αετός, ΑΔ, 36, Β΄1 Χρονικά, 155.
Ziehen 1926: L. Ziehen, Der Mysterienkult von Andania, ArchRW, 24, 29–60.
Zunino 1997: M. L. Zunino, Hiera Messeniaka. La storia religiosa della Messenia dall’ età micenea all’età ellenistica, Udine.