Ανάμεσα στην αρχαία Κορώνη (σημερινό Πεταλίδι) και την σύγχρονη, στην θέση του επινείου της Λογγάς Άγιος Ανδρέας, και πολύ κοντά στην εκκλησία του αγ. Ανδρέα, σε απόσταση 300 μέτρων από την θάλασσα και δεξιά του σημερινού δρόμου Πεταλιδιού- Χαροκοπειού- Κορώνης, ανασκάφηκε την άνοιξη του 1915 από τον Φρ. Βερσάκη ένα μέρος του ιερού του Απόλλωνος Κορύθου. Από τα ευρήματα φαίνεται πως το ιερό υπήρχε στην θέση αυτή τουλάχιστον από τους Γεωμετρικούς χρόνους ώς την ύστερη αρχαιότητα, ενώ κατόπιν πάνω στα αρχαία θεμέλια χτίστηκε παλαιοχριστιανική Βασιλική, την οποία διαδέχτηκε η παλιά εκκλησία του αγ. Ανδρέα.
Σχετικά με το ιερό ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει στα "Μεσσηνιακά":
" Άν προχωρήσει κανείς ογδοήκοντα περίπου στάδια πέραν της Κορώνης, θα εύρη πλησίον της θάλασσας ιερόν του Απόλλωνος πολύ τιμώμενον. Διότι, καθώς λέγουν οι Μεσσήνιοι, το ιερό αυτό είναι αρχαιότατον και ο Θεός θεραπεύει ασθενίας. Τον Απόλλωνα τον ονομάζουν Κόρυνθον. Είς τον ναόν υπάρχει ξόανον και χάλκινο άγαλμα έργον του Αργεώτα. Τό ξόανον, κατά την παράδοσιν, αφιέρωσαν οι Αργοναύται."
Το επίθετο Κόρυθος ή Κόρινθος (αντί του παραδεδομένου Κόρυνθος στα χειρόγραφα) βεβαιώθηκε από δύο επιγραφές δημοσιευμένες από τους M. N. Valmin και Bull (de la societe des lettres de lund, 1928- 29):
" Άν προχωρήσει κανείς ογδοήκοντα περίπου στάδια πέραν της Κορώνης, θα εύρη πλησίον της θάλασσας ιερόν του Απόλλωνος πολύ τιμώμενον. Διότι, καθώς λέγουν οι Μεσσήνιοι, το ιερό αυτό είναι αρχαιότατον και ο Θεός θεραπεύει ασθενίας. Τον Απόλλωνα τον ονομάζουν Κόρυνθον. Είς τον ναόν υπάρχει ξόανον και χάλκινο άγαλμα έργον του Αργεώτα. Τό ξόανον, κατά την παράδοσιν, αφιέρωσαν οι Αργοναύται."
Το επίθετο Κόρυθος ή Κόρινθος (αντί του παραδεδομένου Κόρυνθος στα χειρόγραφα) βεβαιώθηκε από δύο επιγραφές δημοσιευμένες από τους M. N. Valmin και Bull (de la societe des lettres de lund, 1928- 29):
Σωτηρίδας Εράστου, αθηναίος, ευχήν Κορίθω και Φλά[ουιος] Άλκιμος ΟΤΟΡΗΓΔΕΤΟΣ ιερατεύσας Απόλλωνος κορύθω, εκ των ιδίων το τρίκλεινον κατασκεύασεν και τοις ιερωμένοις.
Αλλά και ο παραδιδόμενος από τα χειρόγραφα του Παυσανία τύπος κόρυνθος επιβεβαιώθηκε επιγραφικά από ευρήματα του Φρ. Βερσάκη κατά την ανασκαφή του 1915 (Αρχ. δελτίο 1916 σελ. 117):
Φιλοκράτης/ Φιλωνίδα/ και Τιμοκράτις/ Αγαθία/ Απόλλωνι κορύνθω/ επί ιερέος Αγάθο[υ].
Ο Βερσάκης σχετίζει το επίθετο με το όνομα κόρυς- κόρυθος και θεωρεί την αρχική φύση του Θεού πολεμική, σαν του Αμυκλαίου Απόλλωνα.
Συνδυάζοντας το περιστατικό της κατασκευής τρικλίνου (εστιατορίου με τρεις καναπέδες κατά μήκος καθεμιάς των τριών πλευρών για θρησκευτικές συνεστιάσεις) με την πληροφορία του Παυσανία πως ο Απόλλων Κόρυθος ήταν Θεός- Θεραπευτής ασθενειών μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τοπικό θεραπευτή Θεό που αργότερα ταυτίζετε με τον Απόλλωνα που εκτός από τις θεραπευτικές του ιδιότητες λατρεύεται και ως προστάτης των πολεμιστών (Κόρυς= Περικεφαλαία, κράνος).
Όμοιος θεραπευτής θεός ήταν ο Ιππόλυτος της Τροιζήνας που συνδέθηκε με τον Ασκληπιό (βρέθηκε και στο εκεί ασκληπιείο ευρύχωρο εστιατόριο). Τοπικός θεραπευτής Θεός στην Μεσσηνία ήταν και ο Πάμισος με σημαντικό ιερό στις Πηγές του)
Συνολικά, αποκαλύφθηκαν πέντε κτίρια (Α, Β, Γ, ∆, Ε) που χρησιµοποιήθηκαν ως χώροι λατρείας από τους γεωµετρικούς έως και τους ρωµαϊκούς χρόνους. Η πρώτη φάση λειτουργίας του ιερού, που ανασκάφηκε, ανάγεται στον -8ο αι. Η παλαιότητα της λατρείας στο συγκεκριµένο ιερό υποδηλώνεται από το γεγονός της ύπαρξης ξοάνου, που αναφέρει ο Παυσανίας.
Στον χώρο του ιερού ανασκάφηκαν αρκετά κτίσµατα από διαφορετικές εποχές.
Κτίσµα Β
Πιο παλαιό χρονικά ήταν το κτίσµα Β, ένα κτίριο µε προσανατολισµό Β∆-ΝΑ. Θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα ως τρίχωρος ναός, αφού ήρθαν στο φως τα θεµέλια από λίθους και πηλό δύο χωριστών ισοµεγεθών δωµατίων (διαµερισµάτων) και η συνέχεια του εξωτερικού τοίχου προς το βορρά, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ενός τρίτου χώρου που υποτέθηκε ως ήταν το άδυτο του ναού. Οι δυο πρώτοι χώροι ερµηνεύθηκαν από τον ανασκαφέα ως πρόναος και σηκός του ναού, µε βάση και τον διαφορετικό αριθµό ευρηµάτων στο εσωτερικό τους.
Τμήμα βάθρου με αναθεματική επιγραφή στο περίφημο ιερό του Απόλλωνος Κορύθου, -6ος αιώνας.
Μουσείο Καλαμάτας.
Αλλά και ο παραδιδόμενος από τα χειρόγραφα του Παυσανία τύπος κόρυνθος επιβεβαιώθηκε επιγραφικά από ευρήματα του Φρ. Βερσάκη κατά την ανασκαφή του 1915 (Αρχ. δελτίο 1916 σελ. 117):
Φιλοκράτης/ Φιλωνίδα/ και Τιμοκράτις/ Αγαθία/ Απόλλωνι κορύνθω/ επί ιερέος Αγάθο[υ].
Ο Βερσάκης σχετίζει το επίθετο με το όνομα κόρυς- κόρυθος και θεωρεί την αρχική φύση του Θεού πολεμική, σαν του Αμυκλαίου Απόλλωνα.
Συνδυάζοντας το περιστατικό της κατασκευής τρικλίνου (εστιατορίου με τρεις καναπέδες κατά μήκος καθεμιάς των τριών πλευρών για θρησκευτικές συνεστιάσεις) με την πληροφορία του Παυσανία πως ο Απόλλων Κόρυθος ήταν Θεός- Θεραπευτής ασθενειών μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τοπικό θεραπευτή Θεό που αργότερα ταυτίζετε με τον Απόλλωνα που εκτός από τις θεραπευτικές του ιδιότητες λατρεύεται και ως προστάτης των πολεμιστών (Κόρυς= Περικεφαλαία, κράνος).
Όμοιος θεραπευτής θεός ήταν ο Ιππόλυτος της Τροιζήνας που συνδέθηκε με τον Ασκληπιό (βρέθηκε και στο εκεί ασκληπιείο ευρύχωρο εστιατόριο). Τοπικός θεραπευτής Θεός στην Μεσσηνία ήταν και ο Πάμισος με σημαντικό ιερό στις Πηγές του)
Συνολικά, αποκαλύφθηκαν πέντε κτίρια (Α, Β, Γ, ∆, Ε) που χρησιµοποιήθηκαν ως χώροι λατρείας από τους γεωµετρικούς έως και τους ρωµαϊκούς χρόνους. Η πρώτη φάση λειτουργίας του ιερού, που ανασκάφηκε, ανάγεται στον -8ο αι. Η παλαιότητα της λατρείας στο συγκεκριµένο ιερό υποδηλώνεται από το γεγονός της ύπαρξης ξοάνου, που αναφέρει ο Παυσανίας.
Στον χώρο του ιερού ανασκάφηκαν αρκετά κτίσµατα από διαφορετικές εποχές.
Κτίσµα Β
Πιο παλαιό χρονικά ήταν το κτίσµα Β, ένα κτίριο µε προσανατολισµό Β∆-ΝΑ. Θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα ως τρίχωρος ναός, αφού ήρθαν στο φως τα θεµέλια από λίθους και πηλό δύο χωριστών ισοµεγεθών δωµατίων (διαµερισµάτων) και η συνέχεια του εξωτερικού τοίχου προς το βορρά, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ενός τρίτου χώρου που υποτέθηκε ως ήταν το άδυτο του ναού. Οι δυο πρώτοι χώροι ερµηνεύθηκαν από τον ανασκαφέα ως πρόναος και σηκός του ναού, µε βάση και τον διαφορετικό αριθµό ευρηµάτων στο εσωτερικό τους.
Ευρήµατα:
Στο εσωτερικό του κτιρίου Β βρέθηκαν πολλά µικρά ευρήµατα και κεραµίδες. Οι κεραµίδες είχαν την ιδιαιτερότητα πως η κοίλη επιφάνειά τους ήταν επιχρισµένη µε µελανό χρώµα Όµοιες κεραµίδες βρέθηκαν και στο Ηραίο της Ολυµπίας. Επίσης, βρέθηκε τµήµα πώρινου κίονα και θραύσµα πήλινης αρχαϊκής σίµης µε µελανό επίχρισµα και λευκή διακόσµηση. Με βάση τα ευρήµατα συµπεραίνει ο ανασκαφέας ως πρόκειται για ναό που στην πρώτη φάση του κτίστηκε µε λίθους και πηλό και είχε ξύλινο θριγκό µε πήλινη επένδυση.
Η χρονολόγηση αυτού του ναού φτάνει τουλάχιστον στον -8ο αι.
Στα νότια του κτιρίου Β σώζονται τα λείψανα του περιβόλου του ιερού που είχε είσοδο στην ανατολή και καταστράφηκε από µεταγενέστερα κτίρια.
Κτίριο Ε
Το κτίριο Ε ανήκε στην ίδια εποχή µε το κτίριο Β (στον -8ο αι.) και βρισκόταν ανατολικά του κτιρίου ∆. Είχε θεµέλια από αργούς λίθους και πηλό. Ήταν ένα κτίριο µε ολυσύνθετη µορφή και ανήκε σε έναν περίεργο επιµήκη τύπο: "Εξαιτίας της προεξοχής µοιάζει σε µορφή µε το Τελεστήριο της Ελευσίνας, τον ναό της Αθηνάς στο Σούνιο, τον ναό του Απόλλωνα στη Γόρτυνα Κρήτης. Παρόµοια παρέκβαση εκ του συνήθως επιµήκους τύπου εµφανίζεται και στη Φαιστό και στη Λεβήνα.". Βλ. Βερσάκης 1916.
Αποτελούνταν από τρεις χώρους και είχε προστώο µε κίονες στην είσοδο και δύο διαµερίσµατα, από τα οποία ένα θα ήταν άδυτο (βλ. κάτοψη).
Ο προσανατολισµός του ήταν Β∆-ΝΑ. Η διαφορετικότητα του ναϊκού αυτού κτιρίου έγκειται και στο γεγονός ότι πιθανότατα είχε πλαϊνές θύρες στο ένα διαµέρισµα και θύρες στις άκρες των τοίχων που επικοινωνούσαν εσωτερικά προς το άδυτο. Αυτό το ιδιαίτερο σχήµα θυµίζει σύµφωνα µε τον ανασκαφέα την διάταξη των µυκηναϊκών µεγάρων, αλλά και των αντίστοιχων κρητικών κτιρίων.
Σύµφωνα µε τον Φρ. Βερσάκη είχε ιερό χαρακτήρα, γι’ αυτό συνέχισε να λειτουργεί σε µεταγενέστερους χρόνους, παράλληλα µε τα κτίρια Γ και ∆. Σύµφωνα, όµως, µε τον Παπαχατζή ήταν βοηθητικός χώρος σε σχέση µε τους ναούς.
Όταν έγινε το ανάθημα η Μεσσηνία και το ιερό ανήκαν στους Σπαρτιάτες, νικητές του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου.
Δεξιά:
Μπρούτζινος κούρος ανάθημα στο ιερό του -6ου αι.
Κτίσµα Δ
Νεώτερο, στα τέλη του -8ου αι. και ως της αρχές της πρώιµης αρχαϊκής εποχής, ήταν το κτίσµα Δ, του οποίου τα θεµέλια αποκαλύφθηκαν κάτω από το κτίριο Γ και αποτελούνταν από αργούς λίθους και πηλό. Πρόκειται για ένα τετράπλευρο οικοδόµηµα, το οποίο διέσχιζε στο µέσο ένα κατά µήκος σκέλος.
Το πλάτος του ήταν 5,05 µ. και το µήκος του υπερδιπλάσιο. Είχε προσανατολισµό Α-∆ και σε γενικές γραµµές έµοιαζε µε τον παλαιότερο ναό στον Πρινιά της Κρήτης. Ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρά.
Ευρήµατα:
Ανάµεσα στα ευρήµατα υπάρχει ένα χάλκινο ειδώλιο γυµνής ανδρικής µορφής που φέρει περίαπτο και χρονολογείται στον -8ο αι. Επίσης, βρέθηκαν και κάποιες χάλκινες λαβές µε διακόσµηση ροδάκων, παρόµοιοι µε αυτούς που εντοπίστηκαν στο ιερό του Πάµισου στον Αγ. Φλώρο, αλλά και στην Ολυµπία.
Ο Αρχαϊκός ναός, κτήριο Γ
Στην αρχαϊκή εποχή κατασκευάστηκε νέο κτίριο στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα στην περιοχή νότια της αρχαίας Κορώνης. Πρόκειται για το κτίριο Γ, που ήταν ένας επιµήκης περίπτερος ναός µε πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδοµο, κατασκευασµένο από πωρόλιθο, αργούς λίθους και πηλό. Είχε ροσανατολισµό Α-∆ και 12x6 κίονες στην περίστασή του. Οι διαστάσεις του ήταν 15,73x8,04.
Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του -6ου αι. ή λίγο νωρίτερα.
Η κατασκευή του ήταν επηρεασµένη από λακωνικό εργαστήριο. ∆είγµα της επιρροής είναι ο τρόπος διακόσµησης του µαρµάρινου κιονοκράνου που έχει βρεθεί. Ένα αιγυπτιάζον κυµάτιο µε κατακόρυφα γλωσσίδια ή σχηµατοποιηµένα φύλλα διακοσµεί το άνω µέρος του άβακα, ένα διακοσµητικό στοιχείο που επιστέφει και την κορυφή του γείσου του «θρόνου» του Απόλλωνος στο Αµυκλαίο.
Γενικά, υπάρχουν µεικτές µορφές δωρικών και ιωνικών στοιχείων, όπως και στο Αµυκλαίο, που φανερώνουν πως τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Κορύθου τον κατασκεύασαν Λάκωνες τεχνίτες. Φαίνεται πως ο ναός υπέστη µια καταστροφή κατά τους ρωµαϊκούς χρόνους, η οποία συµπληρώθηκε από την µετατροπή του σε χριστιανικό ναό.
Ευρήµατα:
Ανάµεσα στα ευρήµατα από την ανασκαφή αυτού του ναού είναι τµήµατα από την ανωδοµή του κτιρίου, µαρµάρινο αρχαϊκό δωρικό κιονόκρανο, πώρινοι σφόνδυλοι κιόνων και άλλο θρυµµατισµένο αρχιτεκτονικό υλικό. Ακόµα, στην αρχαϊκή εποχή ανάγονται κάποια χάλκινα αγαλµατίδια που βρέθηκαν στο ιερό.
Κλασικά χρόνια
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και χωρίς διακοπή βρίσκονταν σε χρήση το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Αγ. Ανδρέα. Στους κλασικούς χρόνους χρησιµοποιούνταν το κτίριο Γ. Στους κλασικούς χρόνους χρονολογούνται κάποια όστρακα που βρέθηκαν και µερικά χάλκινα αγαλµατίδια του πρώτου µισού του -5ου αι.
Ναός Ελληνιστικών χρόνων, κτήριο Α
Νέο λατρευτικό κτίριο στη θέση του προηγούµενου, το κτίριο Α, κατασκευάστηκε κατά την ελληνιστική στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα.
Το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγ. Ανδρέα συνέχισε να είναι σε λειτουργία και στη ρωµαϊκή εποχή. Το Κτίριο Α, που κατασκευάστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους ήταν αυτό που φιλοξενούσε τη λατρεία σε αυτή την περίοδο. Αυτή την εποχή να κατασκευάστηκε το τρικλίνον, εστιατορίου με τρεις καναπέδες κατά μήκος καθεμιάς των τριών πλευρών για θρησκευτικές συνεστιάσεις.
Το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου µετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική µε προσθήκη διαµερίσµατος στα δυτικά και κόγχης στα ανατολικά από παλαιότερο υλικό που υπήρχε µέσα στον ναό. Αργότερα µετατράπηκε στον ναό του Αγ. Ανδρέα.
Βιβλιογραφία:
-Ελένη Μαράντου: "Θεότητες, λατρεία και χωροθεσία λατρευτικών τόπων στην κεντρική και νότια Πελοπόννησο".
-Ν. Παπαχατζή: "Παυσανία, Μεσσηνιακά"
-Παυσανίας IV, 34,7.
Στο εσωτερικό του κτιρίου Β βρέθηκαν πολλά µικρά ευρήµατα και κεραµίδες. Οι κεραµίδες είχαν την ιδιαιτερότητα πως η κοίλη επιφάνειά τους ήταν επιχρισµένη µε µελανό χρώµα Όµοιες κεραµίδες βρέθηκαν και στο Ηραίο της Ολυµπίας. Επίσης, βρέθηκε τµήµα πώρινου κίονα και θραύσµα πήλινης αρχαϊκής σίµης µε µελανό επίχρισµα και λευκή διακόσµηση. Με βάση τα ευρήµατα συµπεραίνει ο ανασκαφέας ως πρόκειται για ναό που στην πρώτη φάση του κτίστηκε µε λίθους και πηλό και είχε ξύλινο θριγκό µε πήλινη επένδυση.
Η χρονολόγηση αυτού του ναού φτάνει τουλάχιστον στον -8ο αι.
Στα νότια του κτιρίου Β σώζονται τα λείψανα του περιβόλου του ιερού που είχε είσοδο στην ανατολή και καταστράφηκε από µεταγενέστερα κτίρια.
Κτίριο Ε
Το κτίριο Ε ανήκε στην ίδια εποχή µε το κτίριο Β (στον -8ο αι.) και βρισκόταν ανατολικά του κτιρίου ∆. Είχε θεµέλια από αργούς λίθους και πηλό. Ήταν ένα κτίριο µε ολυσύνθετη µορφή και ανήκε σε έναν περίεργο επιµήκη τύπο: "Εξαιτίας της προεξοχής µοιάζει σε µορφή µε το Τελεστήριο της Ελευσίνας, τον ναό της Αθηνάς στο Σούνιο, τον ναό του Απόλλωνα στη Γόρτυνα Κρήτης. Παρόµοια παρέκβαση εκ του συνήθως επιµήκους τύπου εµφανίζεται και στη Φαιστό και στη Λεβήνα.". Βλ. Βερσάκης 1916.
Αποτελούνταν από τρεις χώρους και είχε προστώο µε κίονες στην είσοδο και δύο διαµερίσµατα, από τα οποία ένα θα ήταν άδυτο (βλ. κάτοψη).
Ο προσανατολισµός του ήταν Β∆-ΝΑ. Η διαφορετικότητα του ναϊκού αυτού κτιρίου έγκειται και στο γεγονός ότι πιθανότατα είχε πλαϊνές θύρες στο ένα διαµέρισµα και θύρες στις άκρες των τοίχων που επικοινωνούσαν εσωτερικά προς το άδυτο. Αυτό το ιδιαίτερο σχήµα θυµίζει σύµφωνα µε τον ανασκαφέα την διάταξη των µυκηναϊκών µεγάρων, αλλά και των αντίστοιχων κρητικών κτιρίων.
Σύµφωνα µε τον Φρ. Βερσάκη είχε ιερό χαρακτήρα, γι’ αυτό συνέχισε να λειτουργεί σε µεταγενέστερους χρόνους, παράλληλα µε τα κτίρια Γ και ∆. Σύµφωνα, όµως, µε τον Παπαχατζή ήταν βοηθητικός χώρος σε σχέση µε τους ναούς.
Αριστερά και μέσον:
Μπρούτζινο ειδώλιο οπλίτη που βρέθηκε νότια του ναού Γ. Χρον: -540/ -520
Φοραέι κορινθιακό κράνος, θώρακα, κάτω από τον οποίο φαίνεται χιτώνας με κροσσωτή απόληξη στους μηρούς. Φέρει ακόμα καλύμματα βραχιόνων, μηρών και κνημών. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ασπίδα και στο δεξί δόρυ.Μπρούτζινο ειδώλιο οπλίτη που βρέθηκε νότια του ναού Γ. Χρον: -540/ -520
Όταν έγινε το ανάθημα η Μεσσηνία και το ιερό ανήκαν στους Σπαρτιάτες, νικητές του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου.
Δεξιά:
Μπρούτζινος κούρος ανάθημα στο ιερό του -6ου αι.
Κτίσµα Δ
Νεώτερο, στα τέλη του -8ου αι. και ως της αρχές της πρώιµης αρχαϊκής εποχής, ήταν το κτίσµα Δ, του οποίου τα θεµέλια αποκαλύφθηκαν κάτω από το κτίριο Γ και αποτελούνταν από αργούς λίθους και πηλό. Πρόκειται για ένα τετράπλευρο οικοδόµηµα, το οποίο διέσχιζε στο µέσο ένα κατά µήκος σκέλος.
Το πλάτος του ήταν 5,05 µ. και το µήκος του υπερδιπλάσιο. Είχε προσανατολισµό Α-∆ και σε γενικές γραµµές έµοιαζε µε τον παλαιότερο ναό στον Πρινιά της Κρήτης. Ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρά.
Ευρήµατα:
Ανάµεσα στα ευρήµατα υπάρχει ένα χάλκινο ειδώλιο γυµνής ανδρικής µορφής που φέρει περίαπτο και χρονολογείται στον -8ο αι. Επίσης, βρέθηκαν και κάποιες χάλκινες λαβές µε διακόσµηση ροδάκων, παρόµοιοι µε αυτούς που εντοπίστηκαν στο ιερό του Πάµισου στον Αγ. Φλώρο, αλλά και στην Ολυµπία.
Ο Αρχαϊκός ναός, κτήριο Γ
Στην αρχαϊκή εποχή κατασκευάστηκε νέο κτίριο στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα στην περιοχή νότια της αρχαίας Κορώνης. Πρόκειται για το κτίριο Γ, που ήταν ένας επιµήκης περίπτερος ναός µε πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδοµο, κατασκευασµένο από πωρόλιθο, αργούς λίθους και πηλό. Είχε ροσανατολισµό Α-∆ και 12x6 κίονες στην περίστασή του. Οι διαστάσεις του ήταν 15,73x8,04.
Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του -6ου αι. ή λίγο νωρίτερα.
Η κατασκευή του ήταν επηρεασµένη από λακωνικό εργαστήριο. ∆είγµα της επιρροής είναι ο τρόπος διακόσµησης του µαρµάρινου κιονοκράνου που έχει βρεθεί. Ένα αιγυπτιάζον κυµάτιο µε κατακόρυφα γλωσσίδια ή σχηµατοποιηµένα φύλλα διακοσµεί το άνω µέρος του άβακα, ένα διακοσµητικό στοιχείο που επιστέφει και την κορυφή του γείσου του «θρόνου» του Απόλλωνος στο Αµυκλαίο.
Ιερό Κορύθου: Αρχαϊκό δωρικό κιονόκρανο |
Γενικά, υπάρχουν µεικτές µορφές δωρικών και ιωνικών στοιχείων, όπως και στο Αµυκλαίο, που φανερώνουν πως τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Κορύθου τον κατασκεύασαν Λάκωνες τεχνίτες. Φαίνεται πως ο ναός υπέστη µια καταστροφή κατά τους ρωµαϊκούς χρόνους, η οποία συµπληρώθηκε από την µετατροπή του σε χριστιανικό ναό.
Ευρήµατα:
Ανάµεσα στα ευρήµατα από την ανασκαφή αυτού του ναού είναι τµήµατα από την ανωδοµή του κτιρίου, µαρµάρινο αρχαϊκό δωρικό κιονόκρανο, πώρινοι σφόνδυλοι κιόνων και άλλο θρυµµατισµένο αρχιτεκτονικό υλικό. Ακόµα, στην αρχαϊκή εποχή ανάγονται κάποια χάλκινα αγαλµατίδια που βρέθηκαν στο ιερό.
Κλασικά χρόνια
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και χωρίς διακοπή βρίσκονταν σε χρήση το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Αγ. Ανδρέα. Στους κλασικούς χρόνους χρησιµοποιούνταν το κτίριο Γ. Στους κλασικούς χρόνους χρονολογούνται κάποια όστρακα που βρέθηκαν και µερικά χάλκινα αγαλµατίδια του πρώτου µισού του -5ου αι.
Ναός Ελληνιστικών χρόνων, κτήριο Α
Νέο λατρευτικό κτίριο στη θέση του προηγούµενου, το κτίριο Α, κατασκευάστηκε κατά την ελληνιστική στο ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα.
Το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου στον Άγ. Ανδρέα συνέχισε να είναι σε λειτουργία και στη ρωµαϊκή εποχή. Το Κτίριο Α, που κατασκευάστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους ήταν αυτό που φιλοξενούσε τη λατρεία σε αυτή την περίοδο. Αυτή την εποχή να κατασκευάστηκε το τρικλίνον, εστιατορίου με τρεις καναπέδες κατά μήκος καθεμιάς των τριών πλευρών για θρησκευτικές συνεστιάσεις.
Αναθηματική επιγραφή σε ανάμνηση της ανέγερσης αίθουσας για τις ανάγκες της λειτουργίας του ιερού (ΤΡΙΚΛΕΙΝΟΝ) από τον ιερέα του Απόλλωνος Κορύ(ν)θου. Μουσείο Καλαμάτας +2ος αιώνας |
Το ιερό του Απόλλωνα Κορύθου µετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική µε προσθήκη διαµερίσµατος στα δυτικά και κόγχης στα ανατολικά από παλαιότερο υλικό που υπήρχε µέσα στον ναό. Αργότερα µετατράπηκε στον ναό του Αγ. Ανδρέα.
Βιβλιογραφία:
-Ελένη Μαράντου: "Θεότητες, λατρεία και χωροθεσία λατρευτικών τόπων στην κεντρική και νότια Πελοπόννησο".
-Ν. Παπαχατζή: "Παυσανία, Μεσσηνιακά"
-Παυσανίας IV, 34,7.
Μεταξύ των άλλων χαλκών ευρημάτων είναι ειδώλια Αρχαϊκά και Κλασικά, πολλές λαβές χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, αιχμές και στυράκια δοράτων, περόνες και άλλα αντικείμενα. Βρέθηκαν επίσης πήλινα ειδώλια και όστρακα και κομμάτια μαρμάρινων γλυπτών. Σε μιά χάλκινη λόγχη (Εικ. πάνω αριστερά) είναι χαραγμένη από τα δεξιά προς τα αριστερά η επιγραφή:
Τμήμα βάθρου με αναθεματική επιγραφή στο περίφημο ιερό του Απόλλωνος Κορύθου, -6ος αιώνας.
Μουσείο Καλαμάτας.