Τα Παππούλια είναι ένα μικρό χωριό, αλλά με μεγάλη ιστορία. Το χωριό που σήμερα έχει μόνο 81 κατοίκους, βρίσκεται 40 χλμ από την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, την Καλαμάτα και 12 χλμ από την Πύλο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα. Τα Παππούλια βρίσκονται κοντά στα χωριά Πλάτανος, Ίκλαινα και Γλυφάδα.
Ο τύμβος στη θέση Αγ. Ιωάννης Παπουλίων ανασκάφηκε από τον Σπ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1954-1955. Εργασίες έγιναν επίσης υπό την εποπτεία του Γ. Κορρέ κατά τα έτη 1978 και 1980. Με βάση τα ευρήματα των ετών 1954 και 1980 ο τύμβος φαίνεται να είχε δύο κατασκευαστικές φάσεις (αρχές ΜΕ και Τέλη ΜΕ).
Ταφικός χώρος:
Ταφικός χώρος:
Τύμβος με δύο επάλληλες, λιθόκτιστες κρηπίδες και πεταλόσχημη, λιθόκτιστη κατασκευή στο μέσον. Ο τύμβος έχει κτιστεί εντός εκτεταμένου πλατώματος που κείται στη κορυφή ενός εκ των υψωμάτων που χαρακτηρίζουν την άμεση ενδοχώρα στα ανατολικά της παραλιακής ζώνης της Μεσσηνίας, θέση που του εξασφαλίζει άμεση θέαση σε καλλιεργούμενες σήμερα εκτάσεις. Προς τα νότια- νοτιοδυτικά είναι ορατή η θάλασσα Γιάλοβας- Πύλου καθώς και ο όρμος της Βοϊδοκοιλιάς. Προς τα ανατολικά η θέαση ορίζεται από το όρος Μαγκλαβάς ενώ προς βορρά από την κορυφή "Αμυγδαλίτσα" στη νότια απόληξη του όρους Αιγάλεω. Ο σύγχρονος του τύμβου οικισμός πιθανώς τοποθετείται σε μικρή απόσταση (400- 500μ. περίπου) προς τα ΝΔ, στην θέση "Μερζίνι". Άλλα δώδεκα τυμβοειδή εξάρματα αναφέρονται στην άμεση περιοχή του τύμβου, ανατολικά του σύγχρονου χωριού Πλάτανος. Δυτικά του ίδιου χωριού αναφέρεται η παρουσία δύο τύμβων ακόμα τουλάχιστον (θέση 1-12).
Αεροφωτογραφία του τύμβου Αγ. Ιωάννου Παπουλίων (J.W. Myers). 1980 |
Δεκατρείς πίθοι βρέθηκαν εντός και εκτός του τύμβου. Οι δέκα εξ αυτών ήταν τοποθετημένοι οριζόντια, στη κρηπίδα του τύμβου, σε "θήκες" παρόμοιες με αυτές του τύμβου της Βοϊδοκοιλιάς, με το στόμιο στραμμένο προς τα έξω, ακολουθώντας ακτινωτή διάταξη. Οι πίθοι 11 και 12 είχαν τοποθετηθεί εκτός και πλησίον του τύμβου και ο πίθος 15 στο εσωτερικό του. Έντεκα πίθοι ανήκουν στον ευμεγέθη, επιμήκη, ωοειδή, άωτο τύπο τέσσερις εκ των οποίων φέρουν σχοινοειδή κόσμηση1. Οι πίθοι 23 και 24 διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους καθώς ανήκουν σε έναν ταπεινό, ωοειδή τύπο με δύο και τέσσερις λαβές αντίστοιχα, ενώ φέρουν αμαυρόχρωμη διακόσμηση.
Ταφές:
Όλα τα αγγεία περιείχαν συνεσταλμένες ταφές. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις οι νεκροί είχαν ενταφιαστεί με το κεφάλι προς τον πυθμένα του αγγείου. Οι πίθοι 23 και 24 είχαν χρησιμοποιηθεί για μονές, παιδικές ταφές. Ο Μαρινάτος αναφέρει την ύπαρξη και άλλων παιδικών ταφών εντός του τύμβου χωρίς ωστόσο να αναφέρει συγκεκριμένες ταφές ή τα κριτήρια με βάση τα οποία ορισμένες ταφές εντός του τύμβου αναγνωρίστηκαν ως παιδικές. Οι υπόλοιποι πίθοι του τύμβου και ιδιαίτερα οι πιο ευμεγέθεις, περιείχαν ταφές ενηλίκων. Τέλος οι πίθοι 5 και 19 περιείχαν από δύο ταφές, μία πρωτογενή και μία δευτερογενή.
Κτερίσματα:
Κτέριση βρέθηκε στους πίθους 3, 15, 19 και 23 και αποτελείτο συνολικά από ένα πήλινο σφονδύλι, ένα κάνθαρο, δύο προχοΐσκες και μία αιχμή βέλους από οψιανό.
Χρονολόγηση:
Ο τύμβος είχε αρχικά χρονολογηθεί στη μεταβατική ΠE III/ ΜΕΙ περίοδο2 λόγω των ομοιοτήτων του στην αρχιτεκτονική και ταφικά έθιμα με αυτόν της Βοϊδοκοιλιάς και από έναν αμφορέα που βρέθηκε στη περιοχή του τύμβου με αμφίβολο ωστόσο συσχετισμό με τον ίδιο τον τύμβο, τον οποίο ο Μαρινάτος κατέταξε στα τέλη της ΠΕ περιόδου. Ωστόσο, μία σειρά από αγγεία από τη περιοχή του τύμβου, που περιλαμβάνει τα ταφικά αγγεία 23 και 24 και τα κτερίσματα των πίθων 5 και 19 χρονολογούν, κατά τον ανασκαφέα, τον τύμβο όχι νωρίτερα από τα τέλη της ME II και τη ME III περίοδο3. Η οπισθότμητη πρόχους από τον πίθο 23 είναι παρόμοια με μία ύστερη ΜΕ πρόχου από κιβωτιόσχημο τάφο της Ασίνης4. Ομοίως, ο κάνθαρος από τον πίθο 19, ανήκει σε ένα τύπο κανθάρου με καρινωτό σώμα, αμφίκοιλο λαιμό και υψωμένη βάση που δεν εμφανίζεται νωρίτερα από την ME IIIA περίοδο5. Ομοίως, ο παραλληλισμός της αιχμής του πίθου 15 με ανάλογα δείγματα αιχμών από τον μικρό, ταφικό περίβολο της Περιστεριάς6 και τον τάφο "Κεφαλόφρυσο 1" από τα Βολιμίδια7 δείχνει ομοίως μία χρονολόγηση στην ME III περίοδο. Η μοναδική χρονολόγηση C" που υπάρχει διαθέσιμη για τον τύμβο έδωσε αποτέλεσμα 3420+60 8 κάτι που μεταφράστηκε από τους ερευνητές σε -1880/ - 1675. Νεότερη μέθοδος βαθμονόμησης των ραδιοχρονολογήσεων9 δίνει εύρος χρονολόγησης -1760/ - 1634 κάτι που σε συμβατικούς όρους μεταφράζεται σε ME II- ΙΙΙ συμφωνώντας σε μεγάλο βαθμό με τη κεραμική μαρτυρία της θέσης. Δείγμα της ραδιοχρονολογήσεως ήταν στάχτη και άνθρακας από την είσοδο της κεντρικής, πεταλόσχημης κατασκευής. Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί, ότι η απουσία σαφούς κεραμικής μαρτυρίας από το εσωτερικό της πεταλόσχημης κατασκευής, αφήνει ανοικτό το ερώτημα του ακριβούς χρονολογικού της συσχετισμού με τους ύστερους μεσοελλαδικούς εγχυτρισμούς του μνημείου.
Ο τύμβος Παπουλίων από ΒΑ. 1980 |
Αγγελετόπουλος Ιπποκράτης
"Οι Εγχυτρισμοί της Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική και Νότια Ηπειρωτική Ελλάδα"
Σημειώσεις:
1. Τρεις εκ των πίθων αυτών βρίσκονται σήμερα στην έκθεση του Μουσείου της Χώρας. Είναι άωτοι, με στενή επίπεδη βάση και μονή σειρά σχοινοειδούς κοσμήματος στον ώμο. Είναι κατασκευασμένοι από γκρίζο χονδροειδή πηλό με προσμίξεις μικρών χαλίκων και έντονα ερυθρή επιφάνεια που συνιστά υψηλή θερμοκρασία οπτήσεως.
2. Dickinson 1977, 44 Κορρές 1977, 344 Μαρινάτος 1954, 311.
3. Κορρές 1980, 142.
4. Nordquist 1991, 31, fig. 1
5. Dietz 1991, 61, fig 14:65, 153κεξ
6. Κορρές 1976, πίν, 262δ.
7. Μαρινάτος 1964, πιν. 88δ.
8. Hurst & Lawn 1984, 215.
9. Boyd 2002, 122, σημ. 68.
Βιβλιογραφία:
Mαρινάτος 1954, 311-316∙ McDonald & Hope Simpson 1961, 240∙ 1964, 239∙ Pelon 1976, 76-77∙ Κορρές 1978, 326-332∙ 1980, 138-143∙ Muller 1989, 20∙ Boyd 2002, 119-123
Το ΒΑ τμήμα της κρηπίδος. |
Ο τύμβος Παπουλίων από ΝΑ. |
Ο πίθος 19 άνωθεν. |
Το πεταλόσχημον κτίσμα από ΒΒΔ. |
πίθος 21 και κιβωτόσχημος τάφος 20. |
Αι ταφαί του κιβωτόσχημου τάφου 22.Ταφ. |
Στο κέντρο του τύμβου έχει βρεθεί κενοτάφιο, ενώ η εύρεση αιχμής βέλους στην ωμοπλάτη ενός από τους νεκρούς οδήγησε τον Μαρινάτο να υποθέσει ότι ο τύμβος μπορεί και να ήταν πολυάνδρειο νεκρών που έπεσαν στη μάχη.
Δεξιά υδρία μεγάλων διαστάσεων, ωχρόχρωμου πηλού, με έντονα σφαιρικό σώμα και μικρές λαβές στο μέσον του ύψους του σώματος. Στο ύψος του ώμου φέρει ίχνη μαύρων τεθλασμένων γραμμών.