.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Μακρίσια, Βόρεια Τριφυλία: Προϊστορικός τύμβος και τάφοι

Τα Μακρίσια Ηλείας είναι κεφαλοχώρι, που απλώνεται ανάμεσα σε τρεις χωματόλοφους κατάφυτους από πεύκα και κουκουναριές. Απέχει 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Κρεστένων και 5 χλμ. νοτιοδυτικά της Ιεράς Άλτης της Ολυμπίας. Ανήκει διοικητικά στο Δήμο Ανδρίτσαινας- Κρεστένων.
Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στην περιοχή του Προφήτη Ηλία Μακρισίων έδειξαν ότι στον λόφο υπήρχε κατοίκηση από τους Μεσοελλαδικούς χρόνους που με την σειρά της επεκτάθηκε στα βόρεια της Προϊστορικής εγκατάστασης όπου κατά την ιστορική περίοδο υπήρχε ο αρχαίος Σκιλλούς.


Τα Μακρίσια Ηλείας είναι κεφαλοχώρι, που απλώνεται ανάμεσα σε τρεις χωματόλοφους κατάφυτους από πεύκα και κουκουναριές. Απέχει 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Κρεστένων και 5 χλμ. νοτιοδυτικά της Ιεράς Άλτης της Ολυμπίας. Ανήκει διοικητικά στο Δήμο Ανδρίτσαινας- Κρεστένων.
Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στην περιοχή του Προφήτη Ηλία Μακρισίων έδειξαν ότι στον λόφο υπήρχε κατοίκηση από τους Μεσοελλαδικούς χρόνους που με την σειρά της επεκτάθηκε στα βόρεια της Προϊστορικής εγκατάστασης όπου κατά την ιστορική περίοδο υπήρχε ο αρχαίος Σκιλλούς.
Η Σκιλλουντία ή Σκιλλούντα ή Σκιλλούς ήταν πόλη της Αρχαίας Τριφυλίας.
(Περισσότερα για τον αρχαίο Σκιλλούντα: Αρχαία Σκιλλουντία, Βόρεια Τριφυλία)
Η ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Ολυμπίας τμήμα τις οποίας και ο Σκιλλούντας, ήταν κατοικημένοι από την λίθινη εποχή -6000 έως -3000.
Πρώτοι κάτοικοι αναφέρονται οι Πελασγοί Καύκωνες οι Παρωρεάτες όπως ονομάστηκαν αργότερα. Κατάγονταν από τον Πελασγό που σύμφωνα με την μυθολογία ήταν γιος της γης. Επόμενοι κάτοικοι ήταν οι Θεσσαλοί Νηλείδες, που ηγήθηκαν του πανίσχυρου "Βασιλείου του Νέστορος" κατά την Μυκηναϊκή εποχή. Μετέπειτα οι Μινύες έκτισαν πόλεις στην περιοχή, οι οποίες αποτέλεσαν μια ομοσπονδία, την Μινυακή εξάπολη, που είχε κέντρο της την αρχαία Σαμία.


Ο λόφος του Προφ. Ηλία στα Μακρίσια
Σε όλη την επιφάνειά του λόφου του προφήτη Ηλία βρέθηκαν πολυάριθμα όστρακα και τάφοι Μεσοελλαδικής έως και Ρωμαϊκής εποχής.
Εκατό μέτρα ΝΑ της εκκλησίας ανασκάφτηκε (1968) ταφικός τύμβος Υστεροελλαδικής εποχής, -1600 έως -1100, με κυκλικό περίβολο και ένα λακοειδή τάφο στο μέσον του.
Τα πολυάριθμα κτερίσματα του τύμβου (χάλκινα μαχαιρίδια, εγχειρίδια, λεβητοκυάθια κ.ά.) αλλά και ανασκαφικά ευρήματα από την γύρω περιοχή (πήλινος οικίσκος, ειδώλια κ.λ.π.) εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Ολυμπίας ( προθήκη 7) και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Σε κοντινή απόσταση ανασκάφηκαν δύο  Μυκηναϊκοί τάφοι  στην περιοχή «Κανιά» ή «Κιβούρια». Οι  τάφοι αυτοί είναι θαλαμοειδής μετά δρόμου, σε απόσταση 14 μ. ο ένας από τον άλλο, λαξευμένοι σε μαλακό βράχο, διαμέτρου 7 μ. και ύψους 5μ. και απέδωσαν πλουσιότατα ευρήματα.

Τύμβος Μακρισίων
Τοπογραφία - Ιστορικό Ανασκαφής: 
Ο τύμβος βρίσκεται στην πλαγιά του υψώματος του Πρ. Ηλία (100 μ. νοτιοανατολικά του ναϋδρίου), δυτικώς του ΔΔ Μακρισίων προς την περιοχή των Κρεστένων, νοτίως του Αλφειού και εντός της Β. Τριφυλίας .
Το μνημείο «εποπτεύει» την οδό που οδηγεί από την Αρχαία Ολυμπία στις ακτές του Ιονίου. Στα ανατολικά του υψώματος απλώνεται η εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, η οποία συχνά θα πλημμύριζε από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Πέριξ της τοποθεσίας υπάρχουν χαμηλοί, κατάφυτοι λόφοι.
Η ανασκαφή του τύμβου οφείλεται στην περιέργεια δύο ανηλίκων μαθητών, οι οποίοι εντόπισαν κάποια οστά να εξέχουν και ξεκίνησαν μία πρόχειρη ανασκαφή «για να παραδώσουν στον καθηγητή των και τότε έκτακτον επιμελητήν αρχαιοτήτων της περιφερείας, Κωνσταντίνον Σακελλαρίου, αρχαία». Περισυνελέγησαν από την ανασκαφή αυτή είκοσι ακέραια αγγεία, δεκάδες οστράκων, λίθινο και πήλινα σφονδύλια, χάλκινα εγχειρίδια και περόνη.


Αρχιτεκτονική: 
Κατόπιν αυτών εκλήθη η Αρχαιολογική Υπηρεσία και με επόπτη ανασκαφής, 
τον νυν ομότιμο καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης, κ. Π. Θέμελη, ξεκίνησε η μεθοδική και επιστημονικώ τω τροπω έρευνα του μνημείου.
Απεκαλύφθη το ένα τρίτο (1/3) κυκλικού περιβόλου (το προς Β-ΒΔ). Το σωζόμενο ύψος του ήταν 0,60μ και το πάχος του 0,45μ. Η διάμετρος του μνημείου υπολογίστηκε στα 4,70μ. Σχεδόν στο κέντρο του και προς το βορινό του τμήμα είχε λαξευθεί στο φυσικό πέτρωμα (αμμόλιθος), ανεπένδυτος ταφικός λάκκος, διαστάσεων 1,20μ Χ 0,60μ.
Στο εσωτερικό του τύμβου και επί αυτού συσσωρευόταν χώμα και όχι λιθοσωροί όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις τέτοιων μνημείων.

Υλικά δομής: 
Ο κυκλικός περίβολος είχε κτιστεί με ακανονίστου μεγέθους (στην πλειοψηφία τους μετρίου) και σχήματος ασβεστόλιθους, ενώ δεν αναφέρεται ούτε φαίνεται στις ανασκαφικές φωτογραφίες, ότι ο ταφικός λάκκος ήταν επενδεδυμένος, κτιστός ή στεγασμένος με πλάκες.
Ο ανασκαφέας τονίζει τις ομοιότητες της κεραμεικής μεταξύ της συγκεκριμένης θέσης και της αντίστοιχης του Σαμικού (ανασκαφή Γιαλούρη του 1954) και χρονολογεί το μνημείο στην πρώιμη ΥΕΧ, -1600.

Μακρύσια, θαλαμωτοί τάφοι– θέση "Κανιά"
Η θέση βρίσκεται 3χλμ. βορειο– βορειοανατολικά του ΔΔ Μακρυσίων του Δήμου Σκιλλούντος, στην πλαγιά λόφου, ο οποίος εποπτεύει την κοιλάδα του Αλφειού, τον εύφορο κάμπο που απλώνεται εκατέρωθεν αυτής, καθώς και την σύγχρονη επαρχιακή οδό Αρχ Ολυμπίας- Κρεστένων. Η περιοχή είναι κατάφυτη με καλλιέργειες ελαιοδένδρων και εσπεριδοειδών.
Ιστορία ανασκαφών: Η έρευνα διεξήχθη από τον τότε προϊστάμενο της Ζ΄ ΕΠΚΑ, κ. Ν. Γιαλούρη, ο οποίος απεκάλυψε δύο θαλαμωτούς τάφους (πιθανώς στην περιοχή να υπάρχουν και άλλα ταφικά μνημεία της αυτής χρονικής περιόδου). Οι τάφοι είχαν προσανατολισμό Α–Δ και είχαν λαξευθεί στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα της περιοχής.

Μακρύσια, θαλαμωτοί τάφοι: Κύπελλο τύπου Κεφτί και τρίωτοι αμφορείς

Θαλαμωτός τάφος Α: 
Σχήμα θαλάμου ακανόνιστο ( διαστάσεων 3,37– 3,55 Χ 3,00– 3,10μ. και ύψους 2,30μ.), με πολλές μικρές «κόγχες» στη βόρεια πλευρά, προκειμένου να συμπεριληφθούν στο θάλαμο και οι ταφικοί λάκκοι, οι οποίοι, έξι συνολικά, είχαν διαιρεθεί χωροταξικά σε δύο ομάδες: η πρώτη, περιλαμβάνει τους λάκκους γ, δ, ε, στ, που είχαν δημιουργηθεί στο βόρειο τμήμα του θαλάμου. Οι τρεις εξ΄ αυτών είχαν διάταξη λοξώς προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου, ενώ ο ε παράλληλα προς το τοίχωμα. Οι λάκκοι αυτοί δεν ήταν στεγασμένοι αλλά καλύπτονταν απλώς με χώμα.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από δύο λάκκους (α και β), ένας (ο α) κατά μήκος της νότιας πλευρά και ο άλλος (ο β) της ανατολικής, κατακόρυφα προς τον κατά Α– Δ άξονα το τάφου. Οι λάκκοι επιμήκεις, με καμπύλα τοιχώματα, καλύπτονταν με μεγάλων διαστάσεων λίθους– πλάκες (0,53– 0,64 Χ 0,20– 0,38μ.).



Οι διαστάσεις των λάκκων ποικίλλουν: αυτοί της πρώτης ομάδας (εξαιρέσει του στ) έχουν μικρότερες διαστάσεις, συγκριτικά με τους α και β.
Αντιθέτως, οι λάκκοι α και β διαθέτουν μήκος, που κυμαίνεται από 1,64 έως 1,87μ. και πλάτος από 0,42 έως 0,52μ. Το βάθος τους δεν υπερβαίνει τα 0,40μ.
Το στόμιο είναι πρόχειρα διαμορφωμένο (με μία μόνο παραστάδα στη βόρεια πλευρά της εισόδου), μήκους – βάθους περ. 1,10μ με τοιχώματα που συγκλίνουν προς το εσωτερικό του θαλάμου (από 0,80 σε 0,70μ).
Η είσοδος κλεινόταν με ξερολιθιά, σωζόμενου ύψους 1,19μ. και βάθους 1,10 ενώ το πλάτος της δεν ξεπερνά τα 0,70μ. Ο δρόμος ανεσκάφη σε μήκος περίπου 3,5μ., χαρακτηρίζεται από κατωφερική κλίση προς την είσοδο και το πλάτος του ευρύνεται προ της εισόδου (από 1,06μ. στην αρχή του σε 1,13μ.).
Ευρήματα: 
ψευδόστομοι, κρατήρας με εικονιστική παράσταση, ασκός, προχοϊκός κύαθος, κυάθιο, αρτόσχημο αλάβαστρο, τρίωτοι αμφορείς, λίθινα αφονδύλια, πλακίδια υαλόμαζας.
Χρονολόγηση: -1400 έως -1100.

Μακρύσια: Διάφοροι αμφορείς από του θαλαμωτούς τάφους, -1400 έως -1100

Θαλαμωτός τάφος Β: 
Η κάτοψη θαλάμου είναι σχεδόν ορθογώνια (καμπύλα τα τοιχώματα της ανατολικής και νότιας πλευράς) και διαστάσεων 3,25μ.Χ 2,53μ. Το μέγιστο ύψος της θολωτής οροφής μετρήθηκε στα 1,70– 1,75μ. Στο κέντρο του θαλάμου και σχεδόν παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα του μνημείου, λαξεύθηκαν δύο επιμήκεις λάκκοι με καμπυλόγραμμες απολήξεις.
Και οι δύο λάκκοι στεγάζονταν με λίθους μεσαίους και μεγάλου μεγέθους, χωρίς την ύπαρξη κάποιου περιχειλώματος ή ειδικής διαμόρφωσης του φυσικού εδάφους (ο μεγαλύτερος διαστάσεων 0,57 Χ0,38μ).
Το στόμιο διαμορφώθηκε χωρίς αρχιτεκτονικές εκλεπτύνσεις (μικρή παραστάδα στη βόρεια παρειά), είχε τοιχώματα που διευρύνονταν προς το εσωτερικό του μνημείου. Το στόμιο, όπως και στους λοιπούς θαλαμωτούς, κλεινόταν με ξερολιθιά (ύψους 1,47μ. και βάθους 1,37). Και στην περίπτωση του τάφου Β, η βάση της ξερολιθιάς– υποδομή φτιαχνόταν από μεγάλου μεγέθους λίθους, οι οποίοι εξείχαν ελαφρώς των υπολοίπων (δίκην κρηπίδας), ενώ η ανωδομή από πολύ μικρότερους πλακοειδείς λίθους.
Το σύνολο του μετώπου του μνημείου υπολογίζεται στα 3,10μ. Ο δρόμος, ο οποίος ανεσκάφη σε μήκος 4,90 – 5,00μ. και χαρακτηρίζεται από ελαφρά κατωφερική κλίση προς την είσοδο, είχε πλάτος μόλις 0,82μ. στην αρχή του και 1,47μ. προ της εισόδου. 
Δεξιά: Ο Θαλαμωτός τάφος Β
Ευρήματα: 
αρτόσχημο αλάβαστρο, τρίωτος κρατηρίσκος, ψευδόστομοι, δίωτες κύλικες, προχοϊκοί κύαθοι, απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι, τρίωτοι αμφορείς, δίωτος αμφορεύς, αλάβαστρα, λίθινα σφονδύλια. Χρονολόγηση: -1400 έως -1100.

Μακρύσια: Διάφοροι αμφορείς από του θαλαμωτούς τάφους, -1400 έως -1100






Printfriendly