Ο Κακόβατος είναι παραθαλάσσιο χωριό, με πληθυσμό περί τους 400 κατοίκους (444 κατά την απογραφή του 2001). Το έδαφος είναι πεδινό και εξαιρετικά εύφορο. Το χωριό συγκροτήθηκε στα τέλη του 19ου αι. (απογράφεται για πρώτη φορά το 1861) από κατοίκους των ορεινών κοινοτήτων της περιοχής (πχ Μίνθης, Καλίδονας), οι οποίοι «κατέβηκαν» στον κάμπο, προκειμένου να βρουν εύφορα εδάφη και να ασχοληθούν σχεδόν αποκλειστικά με τη σταφιδοκαλλιέργεια.
Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων βορειοανατολικά της σύγχρονης κοινότητας βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Κακοβάτου, που περιλαμβάνει οχυρωμένο Μυκηναϊκό οικισμό και τρεις θολωτούς τάφους, ενώ σε παρακείμενο λόφο (βορείως του χώρου) έχει πιθανώς επισημανθεί ένας ακόμη θολωτός τάφος.
Ο Κακόβατος βρίσκεται στην παναρχαία Τριφυλία και ταυτίζεται για πολλούς με την Τριφυλιακή Πύλο, την πρωτεύουσα του Βασιλείου των Νηλείδων.
Ο οικισμός είχε οικοδομηθεί στην κορυφή και οι τάφοι στην κλιτύ του λοφίσκου, από τον οποίο μπορεί κανείς να εποπτεύσει ολόκληρη την πεδιάδα της Ζαχάρως, μέχρι τη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα (προς βορρά) και μέχρι την κοινότητα του Γιαννιτσοχωρίου (προς νότο), αν και οπτική επαφή διαθέτει και με την Κυπαρισσία. Στα δυτικά απλώνεται το Ιόνιο, ενώ στα ανατολικά εκτείνονται κατάφυτοι και ευφορώτατοι γήλοφοι και υψώνεται προστατευτικά ο ορεινός όγκος της Μίνθης. Την πεδινή έκταση, πλησίον του οικισμού, διαρρέουν δύο μικροί ποταμοί-χείμαρροι, ο Αγ. Ισίδωρος στα βόρεια και το Γλατσίτικο στα νότια, οι οποίοι πιθανόν να παρείχαν το απαραίτητο νερό τόσο στον οικισμό όσο και στην καλλιέργεια των κτημάτων κατά την προϊστορική εποχή.
Ιστορικό ανασκαφής:
Ο Παυσανίας δεν αναφέρει την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ Λεπρέου και Σαμικού ούτε κάποια προφορική παράδοση, σχετικά με την ακριβή θέση της μυκηναϊκής Πύλου, αλλά μνημονεύει εν εκτάσει την ιστορία και τους αγώνες του Λεπρέου, προκειμένου να διατηρήσει την αυτονομία του. Αντιθέτως, ο Στράβων κάνει λόγο για την ύπαρξη Πύλου «Λεπρεατικής», η οποία απέχει τριάντα ή και παραπάνω στάδια από το Ιερό του Ποσειδώνος στο Σαμικό και από το Λέπρεο περίπου σαράντα.
Στις 18/4/1907 ο Dörpfeld, ο F. Weege και ο Κ. Müller πραγματοποίησαν ανιχνευτική αποστολή από την Ολυμπία προς την Β. Τριφυλία, προκειμένου να εντοπίσουν τα ίχνη της ομηρικής Πύλου. Η βεβαιότητα της ύπαρξής της στη Β. Τριφυλία, και μάλιστα μεταξύ Σαμικού και Λεπρέου, είχε την αφετηρία της στα τοπογραφικά στοιχεία των Ομηρικών επών αλλά και στην πίστη ότι ο Στράβων, ως γνώστης των ομηρικών θέσεων και επών, είχε ορθώς τοποθετήσει την Πύλο του Νέστορος στη Β. Τριφυλία.
Οι χωρικοί τους υπέδειξαν την τοποθεσία «Μάρμαρα», απ΄ όπου οι κάτοικοι του Κακοβάτου προμηθεύονταν οικοδομικό υλικό (κίονες, κιονόκρανα, απλούς λίθους) για την κατασκευή των σπιτιών τους. Η θέση βρίσκεται περί τα 300μ. νοτίως του αρχαιολογικού χώρου του Κακοβάτου και η αυτοψία των Γερμανών κατέληξε πως πρόκειται για πόλη των Ελληνιστικών – Ρωμαϊκών χρόνων, η οποία ουδεμία σχέση είχε με την Πύλο του Νέστορος.
Τυχαία οι Γερμανοί ερευνητές επεσήμαναν βορειότερα της θέσεως «Μάρμαρα», τρείς θολωτούς τάφους, των οποίων ήταν ορατή η θόλος, καθώς και η είσοδος, παρόλο που είχαν υποστεί σοβαρές φθορές από τους κατοίκους του Κακοβάτου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το υλικό δομής των θόλων για να κτίσουν τα δικά τους σπίτια.
Οι ανασκαφικές εργασίες διεξήχθησαν τα έτη 1907 και 1908. Το 1907 η ανασκαφική περίοδος ξεκίνησε στις 11/5/1907 και ολοκληρώθηκε στις 26/5/1907. Το 1908 η έρευνα διήρκεσε ακόμη λιγότερο, δηλαδή από τις 21/5/1908 έως τις 29/5/1908. Κατά τις δύο ανασκαφικές περιόδους χρησιμοποιήθηκε κυμαινόμενος αριθμός εργατών (ορισμένες μέρες, το 1907, ο αριθμός των εργατών ξεπέρασε τα 50 άτομα). Το 1907 ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του τάφου Α, και του οχυρού οικισμού, ενώ καθαρίστηκαν επιφανειακά οι τάφοι Β και C, οι οποίοι απεκαλύφθησαν πλήρως το 1908.
Στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου βρέθηκε ημερολόγιο που αναφέρεται στις ανασκαφές του Κακοβάτου, τόσο του 1907 όσο και του 1908 αλλά δεν περιλαμβάνει τις εργασίες που αφορούν στον οικισμό.
Παρά τα πρώιμα στάδια, στα οποία βρισκόταν η αρχαιολογική επιστήμη και η ανασκαφική μεθοδολογία, οι Γερμανοί ανασκαφείς «έσκαψαν» τη θέση και ειδικά τον θολωτό τάφο Α, ακολουθώντας με συνέπεια κάποιες βασικές αρχές στις ανασκαφές, με επιμελή καταγραφή καθημερινής προόδου, ομαδοποίηση των ευρημάτων καθώς και την εκπόνηση τοπογραφικών σκαριφημάτων, σχέδια των ευρημάτων και των κατόψεων και τομών των μνημείων.
Ο Προϊστορικός οικισμός:
Ο οικισμός κείται μόλις 25 μέτρα πάνω από τους θολωτούς στην επίπεδη κορυφή ενός λόφου. Το σχηματιζόμενο στην κορυφή του λόφου πλάτωμα έχει μήκος περί τα 200μ (Α – Δ) και πλάτος (Β – Ν) 40μ. Στη δυτική και βόρεια πλευρά του είχε κτισθεί τοίχος από μεσαίου μεγέθους λίθους, ο οποίος, κατά τον ανασκαφέα, μπορεί να αναγνωρισθεί ως αμυντικός/οχυρωματικός αλλά και αναλημματικός, στη ΝΔ μάλιστα πλευρά σχηματίζεται γωνία, δομημένη από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες (μία εκ των οποίων μήκους 1,60μ) και συμπληρωμένη με μικρότερους λίθους.Επί του πλατώματος διενεργήθηκαν τομές, οι οποίες σε μικρό βάθος απέδωσαν τοίχους (Μ), με διεύθυνση Β – Ν, που έτεμναν έναν άλλο, μεγαλύτερο σε μήκος, τοίχο με φορά Α – Δ.
Δημιουργείτο σαφώς ένα οικιστικό συγκρότημα, αποτελούμενο από δωμάτια – χώρους, διαφόρων διαστάσεων. Ανατολικότερα επισημάνθηκε ένα, μεγαλυτέρων διαστάσεων και ορθογώνιας κάτοψης , δωμάτιο. Το πάχος της τοιχοδομίας του κυμαινόταν από 0,80 έως 1,60μ και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικροί, επίπεδοι, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι (υλικά και τεχνική δομής παρόμοια με αυτά των θολωτών). Εσωτερικώς, τα δωμάτια είχαν επιχρισθεί με πηλό, ενώ το δάπεδο είχε στρωθεί με πηλό αναμεμειγμένο με βότσαλα/χαλίκια.
Τόσον ο Dörpfeld όσο και ο Kilian θεωρούν ότι στο μεγαλυτέρων διαστάσεων δωμάτιο υπήρχαν δύο λίθινες βάσεις κιόνων που υποδήλωναν την ύπαρξη ανακτόρου ή μεγάρου.
Σε έναν από τους μικρότερους χώρους - δωμάτια εντοπίστηκαν 6 πίθοι γεμάτοι από απανθρακωμένους καρπούς (σύκα), οι οποίοι είχαν αποτεθεί σχεδόν παράλληλα προς τον σωζόμενο τοίχο. Πιθανώς πρόκειται για αποθηκευτικό χώρο του συγκροτήματος, ενώ ένας πίθος, με το ίδιο περιεχόμενο, προήλθε από το μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο, κάτω από το δάπεδο του οποίου διήλθε αγωγός επενδεδυμένος με πλάκες. Από τα παραπάνω φαίνεται πως το συγκρότημα είχε αποθηκευτικούς και βιοτεχνικούς χώρους.
Η κεραμική από τον οικισμό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού:
α) Ο ανασκαφεύς καταγράφει την ύπαρξη έξι μυκηναϊκών οστράκων ανακτορικού ρυθμού, με διακόσμηση φύλων κισσού και φοίνικος.
β) Η υπόλοιπη κεραμική είναι μονόχρωμη (ερυθρή, ωχρότεφρη και μελανή) και ακόσμητη, ενώ περιλαμβάνει και εγχάρακτη, που οδηγούν σε μία πρώιμη χρονολόγηση του οικισμού, πιθανόν στο 1700 – 1600.
Από την εξέταση των ξυλίνων κιβωτίων, τα οποία προέρχονται από την ανασκαφή του Dörpfled και φυλάσσονται στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας προέκυψαν τα εξής:
α) δύο όστρακα από ανοικτά αγγεία πόσεως (κυάθια ή κύπελλα Βαφειού) φέρουν διάκοσμο σπείρας. Χρονικώς κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΑ.
β) Όστρακο από κλειστό, μεγάλων διαστάσεων αγγείο (αμφορέα/ πιθαμφορέα), το οποίο διακοσμείται με ενάλληλα τρίγωνα/ τεθλασμένη γραμμή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙ.
Γ) όστρακο από κυαθόμορφη κύλικα, με βραχύ στέλεχος και κοίλη βάση.
Δ) όστρακα από πηλό με πολλά εγκλείσματα, όπτηση ατελή και εγχάρακτη διακόσμηση.
Ε) όστρακα από πίθους με δακτυλοεμπίεστο διάκοσμο.
Στ) τέσσερα πήλινα σφονδύλια ( δύο σφαιρικά, ένα κουλουροκωνικό και ένα κωνικό).
Τα προαναφερθέντα στοιχεία συνηγορούν σε μία πρώιμη χρονολόγηση του οικισμού, ο οποίος φαίνεται να επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΑ.
Παρατηρείται, συνεπώς, στον Κακόβατο, ό,τι συμβαίνει και σε άλλες θέσεις της Δυτικής Πελοποννήσου (Μάλθη, Περιστεριά) . Στα τέλη της ΜΕ δημιουργούνται οχυρωμένοι οικισμοί στην κορυφή λόφων, εντός των οποίων αναπτύσσονται βιοτεχνικές δραστηριότητες και δημιουργούνται και κοινοτικοί, αποθηκευτικοί χώροι. Οι οικισμοί επιβιώνουν και στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια και πλησίον τους δημιουργούνται οι μεγαλόπρεποι θολωτοί τάφοι.
Από την εξέταση δείγματος σύκων με C14, προέκυψε ότι το τέλος του οικισμού επήλθε μεταξύ των ετών -1510 έως -1405. Ο εντοπισμός αποθηκευτικών αγγείων, μετά του περιεχομένου τους, υποδηλώνει τον αιφνίδιο χαρακτήρα της καταστροφής. Ο οικισμός, κατόπιν αυτών, εγκαταλείπεται και δεν επανακατοικείται.
ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ:
ΤΑΦΟΣ Α
Χωροθέτηση – Διαστάσεις: Ο τάφος έχει προσανατολισμό από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά και είναι κτισμένος δυτικά-βορειοδυτικά του οικισμού και σε απόσταση περίπου 60 – 70μ. από αυτόν. Το μνημείο βρίσκεται πλησίον του τάφου Β και αρκετά μέτρα δυτικότερα του C. Η θόλος του είναι διαμέτρου 12,12μ. και με ύψος περί τα 10μ. Διαθέτει, δηλαδή, μέγεθος ανάλογο με αυτό άλλων πρώιμων θολωτών ταφικών μνημείων της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η είσοδος του μνημείου είναι έντονα κατεστραμμένη. Το στόμιο είχε μήκος 4,85μ., πλάτος 2,25μ. (στο μέτωπο προς το εσωτερικό του τάφου), διευρυνόμενο στα 2,35μ. στην εξωτερική του όψη και φραζόταν με ξερολιθιά, βάθους - μήκους 2,75μ. και πλάτους 1,25μ., ίχνη της οποίας εντοπίσθηκαν κατά την ανασκαφή. Τα τοιχώματά του συνέκλιναν προς τα άνω.
Ο δρόμος παρέμεινε ανεπένδυτος και είχε μήκος περίπου 10μ. και πλάτος που κυμαινόταν από 3μ (προ της ξερολιθιάς) έως 2,50μ. στο τέλος του. Προσανατολιζόταν προς τα νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, με ελαφρά κατηφορική κλίση προς το θάλαμο.
Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό έδαφος, το οποίο βρισκόταν σε επίπεδο χαμηλότερο του δρόμου. Στο κέντρο του και δεξιά της εισόδου είχε λαξευθεί ταφικός λάκκος, μήκους 2μ., πλάτους 0,70μ. και βάθους 1μ.197, ο οποίος πιθανόν στεγαζόταν με δύο ασβεστολιθικές πλάκες.
Παράλληλα προς τις παρειές του στομίου είχαν κατασκευασθεί βαθιές αυλακώσεις/ πεταλοειδές όρυγμα, που ξεκινούσαν από την αρχή του και κατέληγαν στον θάλαμο. Ο δρόμος δεν διέθετε ειδικά διαμορφωμένο δάπεδο αλλά παρακολουθούσε τις ανωμαλίες του φυσικού εδάφους.
Υλικά δομής: Η θόλος, της οποίας το μέγιστο σωζόμενο ύψος δεν ξεπερνούσε τα 2,50μ, είχε κτισθεί από μικρούς επίπεδους, πλακοειδείς ασβεστόλιθους (διαστάσεων: ύψ.: 0,005-0,015μ. και μήκ.: έως 0,60μ.) ανάμεσα στους οποίους τοποθετήθηκαν λεπτές λίθινες σφήνες για να εξασφαλίσουν τη στατική της επάρκεια. Οι λίθοι είναι δουλεμένοι μόνο στην ορατή τους πλευρά, προς το εσωτερικό της θόλου, ενώ παρέμειναν ακατέργαστοι στις υπόλοιπες. Οι πλακοειδείς ασβεστόλιθοι μεταφέρθηκαν από λατομεία που βρίσκονται ανατολικά της θέσης (στους πλησιέστερους ορεινούς όγκους), καθώς στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο αφθονούν αποκλειστικά ψαμμιτικοί λίθοι. Η χρήση λίθων μικρών διαστάσεων, που απαιτούν σφήνες και γέμισμα από ακόμη μικρότερους, δεν συμβάλλει στη διατήρηση της στατικότητας, αντιθέτως επιταχύνει και διευκολύνει την κατάρρευση του μνημείου.
Το στόμιο και η θύρα εισόδου επενδύθηκαν με μεγάλους, παχύτερους, συγκριτικά με αυτούς της θόλου, πελεκημένους ασβεστόλιθους, διαμορφώνοντας παραστάδες, ενώ το ανώφλι στην είσοδο του τάφου κτίστηκε από μονόλιθο αμυγδαλόλιθο – κροκαλοπαγή ασβεστόλιθο εντελώς διαφορετικό υλικό από το χρησιμοποιηθέν στην κατασκευή της θόλου), προκειμένου να εξουδετερωθούν οι διάφορες φυγόκεντρες δυνάμεις της θόλου. Η ξερολιθιά είχε κατασκευασθεί από μικρούς στρογγυλούς λίθους (κυρίως ποταμίσιες κροκάλες).
Μεθοδολογία κατασκευής: Προκειμένου να ενισχυθεί η στατικότητα του οικοδομήματος, η θόλος κτίστηκε μέσα σε κυλινδρικό, με κατακόρυφα τοιχώματα, λάξευμα του φυσικού εδάφους (διαμέτρου 13,50μ. και με ύψος 5,50 μ. προς το λόφο και 2,50 μ. προς το δρόμο). Το διάστημα μεταξύ της θόλου και του φυσικού βράχου πληρώθηκε από προσεκτικά δομημένο τοίχο, από αρκετές λιθοσειρές. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνονταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, ενώ συγχρόνως ενισχυόταν η σταθερότητα της οροφής και, συνολικά, του φέροντος οργανισμού.
Το πάχος των τοιχωμάτων της θόλου αυξάνεται αναλόγως του ύψους. Στη βάση το πάχος φθάνει τα 0,70μ. ενώ αγγίζει το 1,10μ. στο υψηλότερο σωζόμενο σημείο της θόλου. Χαρακτηριστική και εύκολα παρατηρήσιμη υπήρξε η έντονη και αυξανόμενη, αναλόγως του ύψους, ενδόκλιση των τοιχωμάτων. Ουσιαστικώς, μόνο οι κατώτατες σειρές λίθων έχουν τοποθετηθεί οριζοντίως. Τόσο η βαθμιαία πάχυνση και ενδόκλιση των τοιχωμάτων δεν είναι συμπτωματικές αλλά αποτυπώνουν την προσπάθεια των μυκηναίων αρχιτεκτόνων να εξουδετερώσουν τις αντικρουόμενες, φυγόκεντρες δυνάμεις, που ασκούνται σε κάθε λίθο του εντυπωσιακού ταφικού μνημείου.
Στο κέντρο του θαλάμου ανοίχτηκε οπή, διαμέτρου 0,04μ. και βάθους. Οι τεχνίτες της εποχής προκειμένου να υπολογίσουν με ακρίβεια την κατασκευή των αλλεπάλληλων οριζοντίων και κάθετων δακτυλίων χρησιμοποιούσαν κάποιο είδος διαβήτη και έτσι ήταν δυνατό να ελέγχουν
απολύτως τη σταδιακά μειούμενη διάμετρο των λιθοσειρών. Το οικοδομικό υλικό, συνεπώς, δεν τοποθετήθηκε τυχαία στην τοιχοδομία της θόλου αλλά έτσι ώστε να σχηματίζονται ομοιόμορφοι οριζόντιοι και κατακόρυφοι δακτύλιοι, οι οποίοι εξουδετέρωναν τις δυνάμεις που ησκούντο στα
τοιχώματα της θόλου, τόσο από το κέντρο του θαλάμου, όσο και από το φυσικό βράχο.
Μεταγενέστερη χρήση: Στην αρχή της ανασκαφής εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν δύο απλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, Ρωμαϊκής εποχής. Οι κατασκευαστές τους δεν έδωσαν σημασία και αγνόησαν πλήρως την ύπαρξη του θολωτού. Οι τάφοι βρέθηκαν πάνω από το δάπεδο του θαλάμου, είχαν προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και τα τοιχώματα τους ήταν επενδεδυμένα με ασβεστολιθικές πλάκες . Ο ένας, ο καλύτερα διατηρημένος, είχε μήκος 2μ και πλάτος 0,40μ. Από τον δεύτερο, που κείται βορειότερα είχε σωθεί μόνον το ανατολικό άκρο και είχε πλάτος 0,55μ.
Κτερίσματα τάφου Α:
Αναρίθμητα όστρακα κεραμεικής, που συνέθεσαν δεκαπέντε (ακέραιους ή συμπληρωμένους) ανακτορικούς πιθαμφορείς, λίθινο αγγείο (λύχνος), ψήφοι –ελάσματα και περίαπτα (σε σχήμα γλαυκός και βατράχου) από χρυσό, αναρίθμητες ψήφοι, διαχωριστές και άλλα αντικείμενα από ήλεκτρο, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χάλκινα και ένα σιδερένιο δακτυλίδι, αντικείμενα από υαλόμαζα (ειδώλιο ταύρου και γυναίκας, ψήφοι, πλακίδια - δίσκοι), φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο (κτένια, δίσκοι), μία χάλκινη και 40 λίθινες αιχμές βελών, υπολείμματα ξίφους, κατεργασμένοι χαύλιοι/οδόντες αγριοχοίρου.
ΤΑΦΟΣ Β
Χωροθέτηση: Ο τάφος βρίσκεται βορειοανατολικά και κατά ένα επίπεδο υψηλότερα του Α. Έχει τον ίδιο προσανατολισμό με τον τάφο Α, δηλαδή με διεύθυνση βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Ανεσκάφη από την γερμανική αποστολή στη δεύτερη ανασκαφική περίοδο, κατά τα τέλη Μαΐου του 1908, μολονότι είχε πλημμελώς ερευνηθεί και το 1907. Η θόλος είχε καταρρεύσει ήδη από την αρχαιότητα, κατεστράφη όμως σε μεγάλο βαθμό και από τους κατοίκους του Κακοβάτου, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Την χρονιά της ανασκαφής είχε σωθεί σε ελάχιστο ύψος, κυρίως στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά του μνημείου.
Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου υπολογίζεται στα 9μ. και η θόλος είχε περίπου το ίδιο ύψος.
Το δάπεδο του θαλάμου εντοπίστηκε πλακόστρωτο στο σύνολό του και μόνο ελάχιστες από τις πλάκες είχαν αφαιρεθεί είτε από αρχαιοκάπηλους είτε από τους ίδιους τους ανασκαφείς. Στην ανώτερη επιφάνειά τους ήταν ορατά τα ίχνη των εργαλείων, με τα οποία οι πλάκες υπέστησαν τη σχετική κατεργασία. Ταφικός λάκκος δεν ανευρέθη και πιθανώς οι νεκροί τοποθετούνταν πάνω στο δάπεδο.
Το στόμιο, πλάτους 2 μέτρων και πάχους έως 1μ., ανευρέθη κατεστραμμένο.
Κατασκευάστηκε λοξά σε σχέση με τον κατά μήκος άξονα του θαλάμου. Η είσοδος πιθανώς κλεινόταν με ξερολιθιά, της οποίας ουδέν ίχνος εντοπίστηκε. Ο δρόμος είχε επίσης καταστραφεί, από τα λίγα ίχνη που επισημάνθηκαν (δηλαδή το φυσικό πέτρωμα), είχε προσανατολισμό από νότια προς δυτικά, ακολουθούσε τη διαμόρφωση και την κλίση του φυσικού εδάφους και δεν ήταν επενδεδυμένος.
Υλικά δομής: Ο θάλαμος κτίστηκε από μικρούς, πλακοειδείς ασβεστόλιθους, με διαστάσεις 0,10μ.Χ0,60μ., όπως και οι παρακείμενοι τάφοι Α και C, ενώ, κατά τον ανασκαφέα, χρησιμοποιήθηκε και πηλός ως μονωτικό υλικό.
Μονολιθικοί ασβεστόλιθοι από το θύρωμα του μνημείου δεν παρατηρήθηκαν.
Οι καλυπτήριες του δαπέδου της θόλου πλάκες ήταν από ασβεστόλιθο, διαφόρων κανονικών σχημάτων (τριγωνικό, τραπεζιόσχημο, ορθογώνιο) και κατεργασμένες, όπως προαναφέρθηκε, μόνο στην ανώτερη επιφάνεια τους.
Μεθοδολογία κατασκευής: Όπως και ο θολωτός Α, ο Β είχε κτισθεί σε μία τεχνητή, κυλινδρική κοιλότητα, διαμέτρου 10,60μ και ύψους 4μ, η οποία είχε ανοιχτεί στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Προκειμένου να επιτευχθούν τα καλύτερα στατικά αποτελέσματα οι μυκηναίοι «αρχιτέκτονες» χρησιμοποίησαν και σε αυτήν την περίπτωση:
α) την ενδόκλιση των τοιχωμάτων, ασθενέστερη συγκριτικά με εκείνη του θολωτού Α,
β) τη σταδιακή αύξηση του πάχους τους,
γ) την τοποθέτηση των λίθων σε κάθετους και οριζόντιους δακτύλιους, με σκοπό την αλληλοεξουδετέρωση των αντίρροπων δυνάμεων αλλά και τη συσσώρευση χωμάτινου όγκου πάνω στο μνημείο.
Κτερίσματα τάφου Β:
Ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χρυσό, χάλκινες περόνες, κεκαμμένο ξίφος, τρεις πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, δύο λίθινα αγγεία, αγγείο από υαλόμαζα.
ΤΑΦΟΣ C:
Ο τάφος υπέρκειται των προαναφερθέντων, έχει κατασκευασθεί περίπου 40 – 50μ νοτιοανατολικώς, βρίσκεται πλησίον της εισόδου της ακροπόλεως και έχει προσανατολισμό από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Είχαν σωθεί ελάχιστα τμήματα της θόλου, με μέγιστο σωζόμενο ύψος που δεν υπερέβαινε τα 0,60μ. Στις μέρες μας δεν έχουν απομείνει ίχνη του τάφου καθώς τα πενιχρά οικοδομικά του κατάλοιπα καταχώθηκαν από τους ιδιοκτήτες των γειτονικών οικοπέδων.
Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του υπολογίζεται στα 10,35μ. και το ύψος του στα 10μ. Το ύψος της θόλου πρέπει να ήταν περίπου ίσο με η διάμετρο και το συνολικό ύψος της ( μαζί με το συσσωρευμένο σε αυτήν χώμα) πιθανώς ξεπερνούσε τα 12μ. Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό πέτρωμα. Στο βάθος και στο ανατολικό τμήμα του θαλάμου αποκαλύφθηκε ταφικός λάκκος, ο οποίος πιθανόν εκαλύπτετο με ασβεστολιθικές πλάκες. Οι διαστάσεις του ήταν: 2μ. μήκος, 0,75μ. πλάτος και 0,50μ. βάθος. Από το στόμιο ξεκινούσαν αυλακώσεις/ πεταλοειδή ορύγματα που κατέληγαν στο εσωτερικό του θαλάμου. Το στόμιο πιθανόν έπαιξε και το ρόλο του δρόμου, ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί και πιθανώς η απουσία εξηγείται από την έντονη κλίση της πλαγιάς αλλά και το ελάχιστο πάχος φυσικού βράχου, που περιέβαλε τον τάφο.
Υλικά δομής: Στη συγκεκριμένη περίπτωση (όπως και στους θολωτούς Α και Β) ως υλικά δομής χρησιμοποιήθηκαν μικρών διαστάσεων, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι, μεταξύ των οποίων είχαν τοποθετηθεί, σαν σφήνες, μικρότεροι λίθοι και χαλίκια. Λίθοι μεγαλυτέρων διαστάσεων εντοπίστηκαν στην περιοχή, όπου θεωρητικώς είχε κατασκευασθεί η είσοδος.
Μεθοδολογία κατασκευής: Ο θολωτός C έχει και αυτός ανεγερθεί σε κυλινδρικό λάξευμα, βάθους μόλις 1μ. Εάν υποθέσουμε, πως το ύψος του (βάσει των στατικών και αρχιτεκτονικών δεδομένων των υποκείμενων θολωτών) σχεδόν ισούται με τη διάμετρο, τότε τα 9/10 του μνημείου δομήθηκαν υπέργεια και καθίσταται ευνόητη η ολοκληρωτική κατάρρευση του. Αντίθετα στους θολωτούς Α και Β το βάθος της κοιλότητας είναι ίσο με το μισό του ύψους των θόλων.
Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,55-0,65μ. και λόγω του ελάχιστα σωζόμενου ύψους τους (μόλις 0,60μ.) δεν κατέστη δυνατό να παρατηρηθεί η ύπαρξη ή μη ενδόκλισης των τοιχωμάτων.
Κτερίσματα τάφου C:
Δύο πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, ψήφοι από χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους και ήλεκτρο.
Χρυσός
Το πολύτιμο αυτό μέταλλο συνόδευε τους νεκρούς των θολωτών τάφων του Κακοβάτου, δηλ. εμφανίστηκε στην Τριφυλία ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙΑ. Η χρήση του ως βασικό υλικό παρασκευής αντικειμένων (ψήφων, περιάπτων κλπ) ή ως επιχρύσωση άλλων υλών, παρέμεινε αδιάλειπτη, αν και περιορισμένη, καθώς χρυσά αντικείμενα παρατηρούνται σε ελάχιστους τάφους.
Οι απασχολούμενοι στην κατεργασία του χρυσού αναφέρονται σε πινακίδες της Γραμμικής Β, πιθανώς μικρές ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου να βρίσκονταν τοπικά αλλά ο μέγιστος όγκος προερχόταν από τη Μ. Ασία, ακολουθώντας έναν πολύπλοκο εμπορικό δρόμο προσέγγισης του Αιγαίου.
Το μέταλλο χρησιμοποιείτο σε υψηλό ποσοστό καθαρότητας (σχεδόν 22 ή 24 καρατίων). Τα πρωιμότερα ευρήματα προήλθαν από τις ανασκαφές του Κακοβάτου και της Περιστεριάς. Συγκεκριμένα:
Θολωτός τάφος Α:
1. Περίαπτο απεικονίζον βάτραχο. Μηκ: 0,024μ, πλ.: 0,020μ.
Το κόσμημα απεικονίζει το ζώο κατοπτρικά. Αποδίδονται κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες, όπως μάτια, στόμα, ρύγχος, με την τεχνική της κοκκίδωσης. Κάποιες πρώιμες αποδόσεις του ιδίου θέματος απαντούν σε κνωσιακό λίθινο περίαπτο, καθώς και σε χρυσό περίαπτο από την Κουμάσα. θεωρείτε σαν περίαπτο/κόσμημα λαιμού.
2. Περίαπτο γλαυκός. Μεγ.μήκος: 0,036μ.
Πρόκειται για δισδιάστατη απόδοση της «πρόσοψης» της κουκουβάγιας. Οι ανατομικές λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος έχουν απεικονισθεί με την εμπίεστη τεχνική, απόλυτα σχηματικά. Ανάλογα έχουν ανευρεθεί σε αρκετούς πρώιμους μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους (Περιστεριά θολ. Τάφος 3, Πύλος Εγκλιανός IV).
Για τη χρήση των ομοιωμάτων αυτών καθώς και για τη θρησκευτική τους χρήση εκτενές άρθρο έχει γράψει ο Σπ. Μαρινάτος (Marinatos 1968). Η κουκουβάγια φαίνεται να συνδέεται ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια με χθόνιες λατρείες.
Ο Μαρινάτος μάλιστα διαπλέκει την ύπαρξη της σε Μεσσηνιακούς τάφους με τη μεταγενέστερη λατρεία του Άδη στην περιοχή της Τριφυλίας αλλά και με το τοπωνύμιο «Πύλος» (δηλ. είσοδος στον Άδη). Επίσης θεωρεί το πτηνό σύμβολο της δυναστείας των Νηλειδών, που τη συνδέει με τη βασιλική οικογένεια ενός άλλου σημαντικού Μυκηναϊκού κέντρου, του Ορχομενού.
3. Ψήφος κρινόσχημου άνθους. Μηκ: 0,038μ πλ.: μέχρι 0,005μ
Σχηματική δισδιάστατη απόδοση κρινόσχημου άνθους (με επίμηκες, λεπτό στέλεχος και συνδυασμό έξι μεγάλων και άλλων μικρότερων φύλλων). Τεχνοτροπικά το άνθος συνδέεται με ανάλογα διακοσμητικά μοτίβα της κεραμεικής της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.
4. Ψήφοι. Διαμ.: 0,003μ – 0,014μ.
Χρυσές ψήφοι διαφόρων σχημάτων που πιθανώς συναποτελούσαν περιδέραια ή ψέλια. Το σχήμα τους ποικίλλει. Κυριαρχούν οι σφαιρικές (πιεσμένες ή κανονικές), ατρακτοειδείς, αμφικωνικές, φακοειδείς, σταγονόσχημες. Συχνά οι σφαιρικές ψήφοι κοσμούνται με σπειροειδή θέματα και αυλακώσεις, ενώ όλες φέρουν κατακόρυφη, κυκλική οπή ανάρτησης. Ανάλογα παρατηρούνται στις Μυκήνες (θαλαμωτοί τάφοι 30 και 71 ψήφοι φαγεντιανής).
5. Δισκοειδή φύλλα (επιράμματα) χρυσού
Δίσκοι από λεπτό φύλλο χρυσού με ή χωρίς εμπίεστο γραμμικό διάκοσμο (σπείρα, διαγώνιες, ακτινωτά διευθετημένες γραμμές). Δεν φέρουν οπή ανάρτησης και συνεπώς επικολλώντο ή με κάποιο τρόπο στο ένδυμα του νεκρού.
6. Φύλλα χρυσού με κοιλότητες ένθεσης
Πρόκειται για λεπτά φύλλα χρυσού. Απεικονίζουν συνήθως ρόδακα (με την εμπίεστη τεχνική) ή έχουν σχήμα δισκοειδές-φακοειδές. Στο κέντρο τους διαμορφώνεται μία κυκλική κοιλότητα, κατάλληλη για την ένθεση ημιπολυτίμων λίθων, υαλόμαζας ή φαγεντιανής.
7. Φύλλα χρυσού.
Στον θολωτό τάφο Α βρέθηκαν και πολλά λεπτά φύλλα χρυσού, διαφόρων σχημάτων (λογχοειδή, σφαιρικά, κωνικά), που διακοσμούνται με γραμμικό, εμπίεστο διάκοσμο και είτε κάλυπταν το κεφάλι, δίκην διαδήματος είτε ράβονταν στα ενδύματα του νεκρού.
8. Δακτύλιοι. Διαμ.: 0,009μ
Δακτύλιοι από συμπαγές χρυσό, κατασκευασμένοι με τη συρματερί τεχνική, η εξωτερική πλευρά των οποίων διακοσμείται με κοκκίδωση. Ίσως χρησιμοποιούνταν για να επενδύσουν κάποιοι αντικείμενο με λίθινο ή γυάλινο πυρήνα.
Θολωτός Τάφος Β
Σαφώς λιγότερα υπήρξαν τα χρυσά αντικείμενα, τα οποία προήλθαν από τον Θ. Τ. Β του Κακοβάτου. Αναλυτικότερα:
1. Δισκοειδές έλασμα/ πώμα. Διαμ.: 0, 024μ1707 . Πρόκειται πιθανώς για πώμα (αγγείου μικρών διαστάσεων), αφού υπάρχει λαβή, φυόμενη στο κέντρο του αντικειμένου. Στην πρόσθια όψη του διακοσμείται από σφαιρικές ψήφους, σε σχήμα κύκλου (είδος κοκκίδωσης).
2. Περίαπτο θαλασσίου όστρεου, (0,014 Χ 0,019) αποτελούμενο από δύο φύλλα χρυσού (το πίσω είναι επίπεδο). Στην πρόσθια όψη αυλακώσεις αποδίδουν σχηματικά το όστρακο. Στην άνω πλευρά διάτρητο (τμήμα κοσμήματος λαιμού). Το αντικείμενο εμφανίζεται ήδη από τη ΜΜΙ στην Κρήτη και άλλα έξι ανάλογα ευρήματα επισημαίνονται σε ταφικά σύνολα της ΜΜΙΙΙ/ΥΜΙ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά σε ΥΕΙΙ έως και ΙΙΙΓ ταφικά σύνολα (πχ στους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών).
3. Δισκοειδείς ψήφοι (διαμ. μόλις 0,008μ).
4. Ημικωνικό φύλλο χρυσού («θήκη/επένδυση»), στο εσωτερικό του οποίου εντοπίζονται μικροί ήλοι για την πρόσφυση στον πυρήνα του αντικειμένου.
Θολωτός τάφος C
- Φύλλο χρυσού, επένδυση ενός οστέϊνου αντικειμένου (διαμ. 0, 011). Στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει σπειροειδές κόσμημα, το οποίο ο ανασκαφέας θεωρεί σύνηθες για τα πρώϊμα μυκηναϊκά χρόνια και το παραλληλίζει με αντίστοιχο διάκοσμο σε ελεφαντοστέϊνους δίσκους.
-Κυκλικά ελάσματα χρυσού από λεπτό φύλλο μετάλλου, διαμέτρου 0,013μ.
Λίθος
Η λιθοτεχνία στον Κακόβατο περιλαμβάνει την κατασκευή σφονδυλίων και αιχμών βελών, αλλά και λίθινων αγγείων. Τα τελευταία δεν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την τέλεση λατρευτικών τελετουργιών αλλά και στην εξυπηρέτηση αναγκών της καθημερινής ζωής.Τέτοιου είδους αγγεία ανευρέθησαν σε σημαντικά ή και μικρότερα ανακτορικά κέντρα (Θορικός, Ασίνη, Μενίδι, Πύλος, Τίρυνθα, Μυκήνες). Αναλυτικότερα:
Τάφος Α
Μαρμάρινος λύχνος. Διαμ.: 0,022μ
-Λύχνος από λευκό μάρμαρο. Βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά, στέλεχος βραχύ. Το σχήμα κοινότυπο στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς έχουν ανευρεθεί περί τα 51 δείγματα.
-Λίθινες αιχμές. Μηκ.: 0,026-0,055μ διαμ.: 0,03μ 40 αιχμές βελών από πυριτόλιθο, χρώματος καστανού, ωχρού ή τεφρού. Στο κέντρο της αιχμής είχε δημιουργηθεί οπή για την πρόσφυση των αιχμών στο στειλεό.
Τάφος Β
- Λίθινο, ανοικτό, υψηλό αγγείο ( σωζόμενο ύψος 0,085μ), από μελανό στεατίτη. Πολύ κακή η κατάσταση διατήρησης (σώζονται δύο τεμάχια, που συγκολλώνται). Το χείλος ελαφρώς έσω νεύον. Αντίστοιχο προέρχεται από την Οικία των Ασπίδων στην Ακρόπολη των Μυκηνών.
-Λίθινο λυχνάρι με χαμηλό πόδι, από λευκό μάρμαρο, ύψους 0,056μ και διαμέτρου 0, 125μ.
Χείλος επίπεδο, με δύο προχοές. Συγκρίσιμα δείγματα εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Θήρα αλλά σε γενικές γραμμές το σχήμα δεν κατέστη δημοφιλές.
Στην υπόλοιπη Τριφυλία, οι αιχμές βελών (από πυριτόλιθο ή οψιανό) απουσιάζουν και ο καθηγητής Κορρές το συνδέει με διαφοροποίηση στην άσκηση συγκεκριμένων εθίμων ταφής.
Αντικείμενα από ελεφαντόδοντο
Το ελεφαντόδοντο είναι ουσία σκληρής υφής, εύκολη στην επεξεργασία της και προερχομένη από τους χαύλιους ελεφάντων ή τα δόντια ιπποποτάμων. Η αντίστοιχη αρχαία ελληνική λέξη είναι το «ελέφας» (τόσο για το εξεταζόμενο υλικό όσο και για το ζώο), που πιθανώς έχει τις ρίζες της στην Γραμμική Β (e – re – pa).
Το χρώμα του υπήρξε λευκό/ κιτρινωπό, εισαγόταν από την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη και χρησιμοποιείτο στον αιγαιακό χώρο για την κατασκευή ειδωλίων, κτενών, πυξίδων, περονών και ως ένθεμα σε έπιπλα. Σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες εικονίζονται (ίσως) κάτοικοι του Αιγαίου (άνθρωποι «Κεφτιού») να μεταφέρουν χαυλιόδοντες στο βασιλιά της Αιγύπτου, καθώς, μάλλον, είχαν αναλάβει το ρόλο μεταπράτη στο εμπόριο του δυσεύρετου υλικού. Βεβαιωμένα εργαστήρια κατεργασίας ελεφαντόδοντου έχουν επισημανθεί στην Κνωσό και στις Μυκήνες, ενώ έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για την λειτουργία εργαστηρίων και σε άλλα ανακτορικά κέντρα, τόσο στην Κρήτη (Ζάκρος απ’ όπου προήλθαν ακέραιοι χαυλιόδοντες) όσο και στην ηπειρωτική χώρα ( Τριφυλία, Θήβα).
1. Δίσκοι από ελεφαντόδοντο
Δίσκοι από ελεφαντόδοντο (διαμ, 0,5 και 0,25 μ) με εγχάρακτο διάκοσμο και χρώματος καστανού/ καστανομέλανου. Εξαιρετικά φθαρμένοι, σώζονται αποσπασματικά. Η πρόσθια πλευρά τους, επίπεδη ή ελαφρά κοίλη, διακοσμείται είτε με σπείρα (ή παραπλήσιο σπειροειδές κόσμημα) είτε με ομόκεντρους κύκλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχουν και τα δύο προαναφερθέντα θέματα. Στην οπίσθια όψη ορισμένων δημιουργείται χαμηλό έξαρμα, ενίοτε χρωματισμένο.
2. Κτένι
Κτένι από ελεφαντόδοντο με εγχάρακτη διακόσμηση, διαστάσεων 0,021 Χ 0,07 μ και χρώματος καστανού – μελανού. Σώζονται μόνο δύο τεμάχια του.
Το κτένι χωρίζεται σε δύο τμήματα από σειρά τριών εγχάρακτων γραμμών. Διακοσμείται με σπείρες, κύκλους (υπάρχουν και ίχνη από διαβήτη) και τοθέμα του περιδεραίου. Με ανάγλυφο διάκοσμο, κισσόφυλλου και σπειρών, αποδίδεται η λαβή του κτενιού, μήκους 0,04 μ και πάχους 0,08 μ.
3. Πώμα
Πώμα μικρών διαστάσεων (ύψους 0,056 μ και 0,029 μ), με εγχάρακτη διακόσμηση, αποτελούμενη από κύκλους και σπείρες. Στο κέντρο έχει ανοιγεί κυλινδρική κοιλότητα.
Με ανάγλυφη απόδοση του ρόδακα κοσμείται το πλακίδιο. Το ελεφαντόδοντο είναι καστανό. Ο αριθμός των πετάλων είναι δεκαέξι και το κέντρο του άνθους αποδίδεται με ανάγλυφο κύκλο.
4. Δίσκος από ελεφαντόδοντο. Δισκοειδές αντικείμενο, θεωρείται τμήμα τράπεζας (μικρών διαστάσεων). Ίσως πρόκειται για τμήμα φιμώτρου ή ιππευτικού εξαρτήματος. Η διάμετρός του είναι 0,123 μ. Το ελεφαντόδοντο καστανό. Στο κέντρο του δίσκου ανοίγονται δύο οπές, συμμετρικά τοποθετημένες και τέσσερεις μικρότερες. Το περιθώριο του δίσκου κοσμείται με ανάγλυφησειρά κομβίων. Ανάλογα (με τέσσερεις οπές και πάντα από μέταλλο) αντικείμενα σημειώνονται στην ΥΕΙΙΙΓ και στα Γεωμετρικά χρόνια.
5. Τεμάχια ελεφαντόδοντου. Έχουν σχήμα κυλινδρικό και είναι χρώματος καστανού. Το πάχος κυμαίνεται μεταξύ 0,006μ και 0,008μ, το πλάτος 0,01μ. Πιθανώς χρησιμοποιούνταν για την πρόσδεσή του σε κάποιο άλλο υλικό.
Χαλκός
1. Όπλα
Α) Χάλκινες αιχμές βελών
Θολωτός τάφος Α Κακοβάτου: Μετάλλινη αιχμή βέλους με δύο οπές για την πρόσδεσή της στο στειλεό του όπλου. Κατασκευάζεται από λεπτό φύλλο χαλκού.
Β) Ξίφη
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος.
Μικρά τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος (το μεγαλύτερο από αυτά έχει μήκος 0,02μ). Κεντρική νεύρωση έντονη, εκατέρωθεν αυτής υπάρχουν σειρές ανάγλυφης, συνεχούς σπείρας.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Ξίφος μήκους 0,92μ. Δύο ήλοι είχαν τοποθετηθεί στην άκρη του όπλου. Λεπίδα αμφίστομη, με έντονη κεντρική νεύρωση. Το ξίφος με βεβαιότητα είχε μινωικά πρότυπα ( δείγματα τέτοιων ξιφών συναντώνται σε ΜΜΙΙ σύνολα στα Μάλια) και γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την Ελλάδα ( Πελοπόννησος, Κρήτη, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά).
Περισυνελέγησαν και τρείς ήλοι, σε απόσταση ενός εκατοστού ο ένας από τον άλλο. Σε έναν από αυτούς είχε διατηρηθεί η χρυσή επικάλυψη της κεφαλής του ( …χρυσόηλο… ). Χρυσή επένδυση (με σύρμα) έφερε και η λαβή του (παρόμοια δείγματα από την Κνωσσό, την Αργολίδα). Το ξίφος μάλλον είχε καμφθεί και μετά έσπασε σε πολλά κομμάτια.
2. Είδη καλλωπισμού- κοσμήματα
Α. Περόνες: Οι περόνες υπήρξαν προϊόντα που πιθανώς εξυπηρετούσαν τόσο χρηστικές όσο και τελετουργικές ανάγκες. Οι πρώτες αφορούσαν στη στερέωση των ενδυμάτων, του νεκρικού σαβάνου ή και στον καλλωπισμό / συγκράτηση της κώμης, οι δεύτερες στην απόθεση του αντικειμένου, δίκην κτερίσματος, σε θέση άσχετη με το νεκρό. Οι περόνες σχετίζονται με γυναικείες ταφές, συνόδευαν όμως και ανδρικές.
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Κεφαλή χάλκινης περόνης. Διαμ.: 0,006μ.
Κεφαλή περόνης με επικάλυψη χρυσού.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Απέδωσε τουλάχιστον δύο περόνες. Η μία, ακέραιη και έντονα διαβρωμένη, διαμέτρου 3χιλ και μήκους 0,216μ, φέρει ίχνη χρυσής επικάλυψης. Η κεφαλή της περιτρέχεται από δακτύλιο. Ο τύπος αυτός της περόνης εμφανίζεται στην ΠΕΧΙΙΙ, εντοπίζεται εκ νέου στην μετάβαση από τη ΜΕ στην ΥΕ και αναβιώνει στην διάρκεια της ΥΕΙΙ- ΙΙΙΑ. Παράλληλα συναντώνται τόσο στην Τριφυλία όσο και στη ΒΑ Πελοπόννησο. Επιπλέον, εντοπίστηκαν και τα θραύσματα μίας παρόμοιας περόνης. Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα κοσμήματα (που συνδέονται με την ένδυση των μυκηναίων) ανευρίσκονται συνήθως ανά ζεύγη στους τάφους.
Ήλεκτρο
Εντύπωση στους ανασκαφείς αλλά και στους μετέπειτα μελετητές προξένησε η μεγάλη συγκέντρωση ψήφων και αντικειμένων ( πλακιδίων, περιάπτων ) από ήλεκτρο στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου.
Πρόκειται για οργανική ύλη, ουσιαστικά για απολιθωμένη ρητίνη δένδρου. Μετά από διάφορες χημικές μεταβολές αποκτάται σταθερή, από φυσικοχημικής απόψεως, κατάσταση. Σε αυτή τη φάση το υλικό καθίσταται συντήξιμο υπό πίεση προκειμένου να παραχθεί το ηλεκτροειδές ή πεπιεσμένο ήλεκτρο ( amber ), και συνεπώς να παραχθούν τα επιθυμητά τέχνεργα( ψήφοι, πλακίδια, περίαπτα στη μυκηναϊκή εποχή αλλά και τα σύγχρονά μας κομπολόγια).
Το χρώμα του είναι συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί, με πορτοκαλόχρωμες, καστανόχρωμες και σπανίως ερυθρωπές ανταύγειες. Οι βαθύχρωμες διαφανείς ως διαφώτιστες παραλλαγές του, θεωρούνται πολύτιμοι λίθοι.
Φαίνεται πως πιθανόν υπήρχαν δύο εμπορικοί δρόμοι για να καταλήξει το ήλεκτρο στην Ελλάδα. Ο ένας ξεκινούσε από τη Βαλτική, διέσχιζε την Ανατολική Ευρώπη και κατέληγε στην Αδριατική, ενώ ο άλλος είχε αφετηρία και πάλι τη Βαλτική πέρναγε όμως και από τη Δανία, την Αγγλία και κατέληγε στη Δυτική Πελοπόννησο μέσω Γαλλίας και Ιταλίας. Η ΝΔ. Πελοπόννησος και ειδικότερα ο Κακόβατος και η Περιστεριά ήταν τα κέντρα εισαγωγής του υλικού αυτού.
Παρά τα πρώιμα στάδια, στα οποία βρισκόταν η αρχαιολογική επιστήμη και η ανασκαφική μεθοδολογία, οι Γερμανοί ανασκαφείς «έσκαψαν» τη θέση και ειδικά τον θολωτό τάφο Α, ακολουθώντας με συνέπεια κάποιες βασικές αρχές στις ανασκαφές, με επιμελή καταγραφή καθημερινής προόδου, ομαδοποίηση των ευρημάτων καθώς και την εκπόνηση τοπογραφικών σκαριφημάτων, σχέδια των ευρημάτων και των κατόψεων και τομών των μνημείων.
Ο Προϊστορικός οικισμός:
Ο οικισμός κείται μόλις 25 μέτρα πάνω από τους θολωτούς στην επίπεδη κορυφή ενός λόφου. Το σχηματιζόμενο στην κορυφή του λόφου πλάτωμα έχει μήκος περί τα 200μ (Α – Δ) και πλάτος (Β – Ν) 40μ. Στη δυτική και βόρεια πλευρά του είχε κτισθεί τοίχος από μεσαίου μεγέθους λίθους, ο οποίος, κατά τον ανασκαφέα, μπορεί να αναγνωρισθεί ως αμυντικός/οχυρωματικός αλλά και αναλημματικός, στη ΝΔ μάλιστα πλευρά σχηματίζεται γωνία, δομημένη από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες (μία εκ των οποίων μήκους 1,60μ) και συμπληρωμένη με μικρότερους λίθους.Επί του πλατώματος διενεργήθηκαν τομές, οι οποίες σε μικρό βάθος απέδωσαν τοίχους (Μ), με διεύθυνση Β – Ν, που έτεμναν έναν άλλο, μεγαλύτερο σε μήκος, τοίχο με φορά Α – Δ.
Δημιουργείτο σαφώς ένα οικιστικό συγκρότημα, αποτελούμενο από δωμάτια – χώρους, διαφόρων διαστάσεων. Ανατολικότερα επισημάνθηκε ένα, μεγαλυτέρων διαστάσεων και ορθογώνιας κάτοψης , δωμάτιο. Το πάχος της τοιχοδομίας του κυμαινόταν από 0,80 έως 1,60μ και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικροί, επίπεδοι, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι (υλικά και τεχνική δομής παρόμοια με αυτά των θολωτών). Εσωτερικώς, τα δωμάτια είχαν επιχρισθεί με πηλό, ενώ το δάπεδο είχε στρωθεί με πηλό αναμεμειγμένο με βότσαλα/χαλίκια.
Τόσον ο Dörpfeld όσο και ο Kilian θεωρούν ότι στο μεγαλυτέρων διαστάσεων δωμάτιο υπήρχαν δύο λίθινες βάσεις κιόνων που υποδήλωναν την ύπαρξη ανακτόρου ή μεγάρου.
Σε έναν από τους μικρότερους χώρους - δωμάτια εντοπίστηκαν 6 πίθοι γεμάτοι από απανθρακωμένους καρπούς (σύκα), οι οποίοι είχαν αποτεθεί σχεδόν παράλληλα προς τον σωζόμενο τοίχο. Πιθανώς πρόκειται για αποθηκευτικό χώρο του συγκροτήματος, ενώ ένας πίθος, με το ίδιο περιεχόμενο, προήλθε από το μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο, κάτω από το δάπεδο του οποίου διήλθε αγωγός επενδεδυμένος με πλάκες. Από τα παραπάνω φαίνεται πως το συγκρότημα είχε αποθηκευτικούς και βιοτεχνικούς χώρους.
Η κεραμική από τον οικισμό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού:
α) Ο ανασκαφεύς καταγράφει την ύπαρξη έξι μυκηναϊκών οστράκων ανακτορικού ρυθμού, με διακόσμηση φύλων κισσού και φοίνικος.
β) Η υπόλοιπη κεραμική είναι μονόχρωμη (ερυθρή, ωχρότεφρη και μελανή) και ακόσμητη, ενώ περιλαμβάνει και εγχάρακτη, που οδηγούν σε μία πρώιμη χρονολόγηση του οικισμού, πιθανόν στο 1700 – 1600.
Από την εξέταση των ξυλίνων κιβωτίων, τα οποία προέρχονται από την ανασκαφή του Dörpfled και φυλάσσονται στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας προέκυψαν τα εξής:
α) δύο όστρακα από ανοικτά αγγεία πόσεως (κυάθια ή κύπελλα Βαφειού) φέρουν διάκοσμο σπείρας. Χρονικώς κατατάσσονται στην ΥΕΙΙΑ.
β) Όστρακο από κλειστό, μεγάλων διαστάσεων αγγείο (αμφορέα/ πιθαμφορέα), το οποίο διακοσμείται με ενάλληλα τρίγωνα/ τεθλασμένη γραμμή. Χρονολόγηση: ΥΕΙΙ.
Γ) όστρακο από κυαθόμορφη κύλικα, με βραχύ στέλεχος και κοίλη βάση.
Δ) όστρακα από πηλό με πολλά εγκλείσματα, όπτηση ατελή και εγχάρακτη διακόσμηση.
Ε) όστρακα από πίθους με δακτυλοεμπίεστο διάκοσμο.
Στ) τέσσερα πήλινα σφονδύλια ( δύο σφαιρικά, ένα κουλουροκωνικό και ένα κωνικό).
Τα προαναφερθέντα στοιχεία συνηγορούν σε μία πρώιμη χρονολόγηση του οικισμού, ο οποίος φαίνεται να επιβιώνει μέχρι και την ΥΕΙΙΙΑ.
Παρατηρείται, συνεπώς, στον Κακόβατο, ό,τι συμβαίνει και σε άλλες θέσεις της Δυτικής Πελοποννήσου (Μάλθη, Περιστεριά) . Στα τέλη της ΜΕ δημιουργούνται οχυρωμένοι οικισμοί στην κορυφή λόφων, εντός των οποίων αναπτύσσονται βιοτεχνικές δραστηριότητες και δημιουργούνται και κοινοτικοί, αποθηκευτικοί χώροι. Οι οικισμοί επιβιώνουν και στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια και πλησίον τους δημιουργούνται οι μεγαλόπρεποι θολωτοί τάφοι.
Από την εξέταση δείγματος σύκων με C14, προέκυψε ότι το τέλος του οικισμού επήλθε μεταξύ των ετών -1510 έως -1405. Ο εντοπισμός αποθηκευτικών αγγείων, μετά του περιεχομένου τους, υποδηλώνει τον αιφνίδιο χαρακτήρα της καταστροφής. Ο οικισμός, κατόπιν αυτών, εγκαταλείπεται και δεν επανακατοικείται.
ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ:
ΤΑΦΟΣ Α
Χωροθέτηση – Διαστάσεις: Ο τάφος έχει προσανατολισμό από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά και είναι κτισμένος δυτικά-βορειοδυτικά του οικισμού και σε απόσταση περίπου 60 – 70μ. από αυτόν. Το μνημείο βρίσκεται πλησίον του τάφου Β και αρκετά μέτρα δυτικότερα του C. Η θόλος του είναι διαμέτρου 12,12μ. και με ύψος περί τα 10μ. Διαθέτει, δηλαδή, μέγεθος ανάλογο με αυτό άλλων πρώιμων θολωτών ταφικών μνημείων της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η είσοδος του μνημείου είναι έντονα κατεστραμμένη. Το στόμιο είχε μήκος 4,85μ., πλάτος 2,25μ. (στο μέτωπο προς το εσωτερικό του τάφου), διευρυνόμενο στα 2,35μ. στην εξωτερική του όψη και φραζόταν με ξερολιθιά, βάθους - μήκους 2,75μ. και πλάτους 1,25μ., ίχνη της οποίας εντοπίσθηκαν κατά την ανασκαφή. Τα τοιχώματά του συνέκλιναν προς τα άνω.
Ο δρόμος παρέμεινε ανεπένδυτος και είχε μήκος περίπου 10μ. και πλάτος που κυμαινόταν από 3μ (προ της ξερολιθιάς) έως 2,50μ. στο τέλος του. Προσανατολιζόταν προς τα νοτιοδυτικά - βορειοανατολικά, με ελαφρά κατηφορική κλίση προς το θάλαμο.
Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό έδαφος, το οποίο βρισκόταν σε επίπεδο χαμηλότερο του δρόμου. Στο κέντρο του και δεξιά της εισόδου είχε λαξευθεί ταφικός λάκκος, μήκους 2μ., πλάτους 0,70μ. και βάθους 1μ.197, ο οποίος πιθανόν στεγαζόταν με δύο ασβεστολιθικές πλάκες.
Παράλληλα προς τις παρειές του στομίου είχαν κατασκευασθεί βαθιές αυλακώσεις/ πεταλοειδές όρυγμα, που ξεκινούσαν από την αρχή του και κατέληγαν στον θάλαμο. Ο δρόμος δεν διέθετε ειδικά διαμορφωμένο δάπεδο αλλά παρακολουθούσε τις ανωμαλίες του φυσικού εδάφους.
Υλικά δομής: Η θόλος, της οποίας το μέγιστο σωζόμενο ύψος δεν ξεπερνούσε τα 2,50μ, είχε κτισθεί από μικρούς επίπεδους, πλακοειδείς ασβεστόλιθους (διαστάσεων: ύψ.: 0,005-0,015μ. και μήκ.: έως 0,60μ.) ανάμεσα στους οποίους τοποθετήθηκαν λεπτές λίθινες σφήνες για να εξασφαλίσουν τη στατική της επάρκεια. Οι λίθοι είναι δουλεμένοι μόνο στην ορατή τους πλευρά, προς το εσωτερικό της θόλου, ενώ παρέμειναν ακατέργαστοι στις υπόλοιπες. Οι πλακοειδείς ασβεστόλιθοι μεταφέρθηκαν από λατομεία που βρίσκονται ανατολικά της θέσης (στους πλησιέστερους ορεινούς όγκους), καθώς στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο αφθονούν αποκλειστικά ψαμμιτικοί λίθοι. Η χρήση λίθων μικρών διαστάσεων, που απαιτούν σφήνες και γέμισμα από ακόμη μικρότερους, δεν συμβάλλει στη διατήρηση της στατικότητας, αντιθέτως επιταχύνει και διευκολύνει την κατάρρευση του μνημείου.
Το στόμιο και η θύρα εισόδου επενδύθηκαν με μεγάλους, παχύτερους, συγκριτικά με αυτούς της θόλου, πελεκημένους ασβεστόλιθους, διαμορφώνοντας παραστάδες, ενώ το ανώφλι στην είσοδο του τάφου κτίστηκε από μονόλιθο αμυγδαλόλιθο – κροκαλοπαγή ασβεστόλιθο εντελώς διαφορετικό υλικό από το χρησιμοποιηθέν στην κατασκευή της θόλου), προκειμένου να εξουδετερωθούν οι διάφορες φυγόκεντρες δυνάμεις της θόλου. Η ξερολιθιά είχε κατασκευασθεί από μικρούς στρογγυλούς λίθους (κυρίως ποταμίσιες κροκάλες).
Μεθοδολογία κατασκευής: Προκειμένου να ενισχυθεί η στατικότητα του οικοδομήματος, η θόλος κτίστηκε μέσα σε κυλινδρικό, με κατακόρυφα τοιχώματα, λάξευμα του φυσικού εδάφους (διαμέτρου 13,50μ. και με ύψος 5,50 μ. προς το λόφο και 2,50 μ. προς το δρόμο). Το διάστημα μεταξύ της θόλου και του φυσικού βράχου πληρώθηκε από προσεκτικά δομημένο τοίχο, από αρκετές λιθοσειρές. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνονταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, ενώ συγχρόνως ενισχυόταν η σταθερότητα της οροφής και, συνολικά, του φέροντος οργανισμού.
Το πάχος των τοιχωμάτων της θόλου αυξάνεται αναλόγως του ύψους. Στη βάση το πάχος φθάνει τα 0,70μ. ενώ αγγίζει το 1,10μ. στο υψηλότερο σωζόμενο σημείο της θόλου. Χαρακτηριστική και εύκολα παρατηρήσιμη υπήρξε η έντονη και αυξανόμενη, αναλόγως του ύψους, ενδόκλιση των τοιχωμάτων. Ουσιαστικώς, μόνο οι κατώτατες σειρές λίθων έχουν τοποθετηθεί οριζοντίως. Τόσο η βαθμιαία πάχυνση και ενδόκλιση των τοιχωμάτων δεν είναι συμπτωματικές αλλά αποτυπώνουν την προσπάθεια των μυκηναίων αρχιτεκτόνων να εξουδετερώσουν τις αντικρουόμενες, φυγόκεντρες δυνάμεις, που ασκούνται σε κάθε λίθο του εντυπωσιακού ταφικού μνημείου.
Στο κέντρο του θαλάμου ανοίχτηκε οπή, διαμέτρου 0,04μ. και βάθους. Οι τεχνίτες της εποχής προκειμένου να υπολογίσουν με ακρίβεια την κατασκευή των αλλεπάλληλων οριζοντίων και κάθετων δακτυλίων χρησιμοποιούσαν κάποιο είδος διαβήτη και έτσι ήταν δυνατό να ελέγχουν
απολύτως τη σταδιακά μειούμενη διάμετρο των λιθοσειρών. Το οικοδομικό υλικό, συνεπώς, δεν τοποθετήθηκε τυχαία στην τοιχοδομία της θόλου αλλά έτσι ώστε να σχηματίζονται ομοιόμορφοι οριζόντιοι και κατακόρυφοι δακτύλιοι, οι οποίοι εξουδετέρωναν τις δυνάμεις που ησκούντο στα
τοιχώματα της θόλου, τόσο από το κέντρο του θαλάμου, όσο και από το φυσικό βράχο.
Μεταγενέστερη χρήση: Στην αρχή της ανασκαφής εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν δύο απλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, Ρωμαϊκής εποχής. Οι κατασκευαστές τους δεν έδωσαν σημασία και αγνόησαν πλήρως την ύπαρξη του θολωτού. Οι τάφοι βρέθηκαν πάνω από το δάπεδο του θαλάμου, είχαν προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και τα τοιχώματα τους ήταν επενδεδυμένα με ασβεστολιθικές πλάκες . Ο ένας, ο καλύτερα διατηρημένος, είχε μήκος 2μ και πλάτος 0,40μ. Από τον δεύτερο, που κείται βορειότερα είχε σωθεί μόνον το ανατολικό άκρο και είχε πλάτος 0,55μ.
Κτερίσματα τάφου Α:
Αναρίθμητα όστρακα κεραμεικής, που συνέθεσαν δεκαπέντε (ακέραιους ή συμπληρωμένους) ανακτορικούς πιθαμφορείς, λίθινο αγγείο (λύχνος), ψήφοι –ελάσματα και περίαπτα (σε σχήμα γλαυκός και βατράχου) από χρυσό, αναρίθμητες ψήφοι, διαχωριστές και άλλα αντικείμενα από ήλεκτρο, ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χάλκινα και ένα σιδερένιο δακτυλίδι, αντικείμενα από υαλόμαζα (ειδώλιο ταύρου και γυναίκας, ψήφοι, πλακίδια - δίσκοι), φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο (κτένια, δίσκοι), μία χάλκινη και 40 λίθινες αιχμές βελών, υπολείμματα ξίφους, κατεργασμένοι χαύλιοι/οδόντες αγριοχοίρου.
ΤΑΦΟΣ Β
Χωροθέτηση: Ο τάφος βρίσκεται βορειοανατολικά και κατά ένα επίπεδο υψηλότερα του Α. Έχει τον ίδιο προσανατολισμό με τον τάφο Α, δηλαδή με διεύθυνση βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Ανεσκάφη από την γερμανική αποστολή στη δεύτερη ανασκαφική περίοδο, κατά τα τέλη Μαΐου του 1908, μολονότι είχε πλημμελώς ερευνηθεί και το 1907. Η θόλος είχε καταρρεύσει ήδη από την αρχαιότητα, κατεστράφη όμως σε μεγάλο βαθμό και από τους κατοίκους του Κακοβάτου, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Την χρονιά της ανασκαφής είχε σωθεί σε ελάχιστο ύψος, κυρίως στην ανατολική και νοτιοανατολική πλευρά του μνημείου.
Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου υπολογίζεται στα 9μ. και η θόλος είχε περίπου το ίδιο ύψος.
Το δάπεδο του θαλάμου εντοπίστηκε πλακόστρωτο στο σύνολό του και μόνο ελάχιστες από τις πλάκες είχαν αφαιρεθεί είτε από αρχαιοκάπηλους είτε από τους ίδιους τους ανασκαφείς. Στην ανώτερη επιφάνειά τους ήταν ορατά τα ίχνη των εργαλείων, με τα οποία οι πλάκες υπέστησαν τη σχετική κατεργασία. Ταφικός λάκκος δεν ανευρέθη και πιθανώς οι νεκροί τοποθετούνταν πάνω στο δάπεδο.
Το στόμιο, πλάτους 2 μέτρων και πάχους έως 1μ., ανευρέθη κατεστραμμένο.
Κατασκευάστηκε λοξά σε σχέση με τον κατά μήκος άξονα του θαλάμου. Η είσοδος πιθανώς κλεινόταν με ξερολιθιά, της οποίας ουδέν ίχνος εντοπίστηκε. Ο δρόμος είχε επίσης καταστραφεί, από τα λίγα ίχνη που επισημάνθηκαν (δηλαδή το φυσικό πέτρωμα), είχε προσανατολισμό από νότια προς δυτικά, ακολουθούσε τη διαμόρφωση και την κλίση του φυσικού εδάφους και δεν ήταν επενδεδυμένος.
Υλικά δομής: Ο θάλαμος κτίστηκε από μικρούς, πλακοειδείς ασβεστόλιθους, με διαστάσεις 0,10μ.Χ0,60μ., όπως και οι παρακείμενοι τάφοι Α και C, ενώ, κατά τον ανασκαφέα, χρησιμοποιήθηκε και πηλός ως μονωτικό υλικό.
Μονολιθικοί ασβεστόλιθοι από το θύρωμα του μνημείου δεν παρατηρήθηκαν.
Οι καλυπτήριες του δαπέδου της θόλου πλάκες ήταν από ασβεστόλιθο, διαφόρων κανονικών σχημάτων (τριγωνικό, τραπεζιόσχημο, ορθογώνιο) και κατεργασμένες, όπως προαναφέρθηκε, μόνο στην ανώτερη επιφάνεια τους.
Μεθοδολογία κατασκευής: Όπως και ο θολωτός Α, ο Β είχε κτισθεί σε μία τεχνητή, κυλινδρική κοιλότητα, διαμέτρου 10,60μ και ύψους 4μ, η οποία είχε ανοιχτεί στο φυσικό ασβεστολιθικό πέτρωμα. Προκειμένου να επιτευχθούν τα καλύτερα στατικά αποτελέσματα οι μυκηναίοι «αρχιτέκτονες» χρησιμοποίησαν και σε αυτήν την περίπτωση:
α) την ενδόκλιση των τοιχωμάτων, ασθενέστερη συγκριτικά με εκείνη του θολωτού Α,
β) τη σταδιακή αύξηση του πάχους τους,
γ) την τοποθέτηση των λίθων σε κάθετους και οριζόντιους δακτύλιους, με σκοπό την αλληλοεξουδετέρωση των αντίρροπων δυνάμεων αλλά και τη συσσώρευση χωμάτινου όγκου πάνω στο μνημείο.
Κτερίσματα τάφου Β:
Ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους, χρυσό, χάλκινες περόνες, κεκαμμένο ξίφος, τρεις πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, δύο λίθινα αγγεία, αγγείο από υαλόμαζα.
ΤΑΦΟΣ C:
Ο τάφος υπέρκειται των προαναφερθέντων, έχει κατασκευασθεί περίπου 40 – 50μ νοτιοανατολικώς, βρίσκεται πλησίον της εισόδου της ακροπόλεως και έχει προσανατολισμό από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Είχαν σωθεί ελάχιστα τμήματα της θόλου, με μέγιστο σωζόμενο ύψος που δεν υπερέβαινε τα 0,60μ. Στις μέρες μας δεν έχουν απομείνει ίχνη του τάφου καθώς τα πενιχρά οικοδομικά του κατάλοιπα καταχώθηκαν από τους ιδιοκτήτες των γειτονικών οικοπέδων.
Αρχιτεκτονική: Η διάμετρος του υπολογίζεται στα 10,35μ. και το ύψος του στα 10μ. Το ύψος της θόλου πρέπει να ήταν περίπου ίσο με η διάμετρο και το συνολικό ύψος της ( μαζί με το συσσωρευμένο σε αυτήν χώμα) πιθανώς ξεπερνούσε τα 12μ. Το δάπεδο του θαλάμου υπήρξε το φυσικό πέτρωμα. Στο βάθος και στο ανατολικό τμήμα του θαλάμου αποκαλύφθηκε ταφικός λάκκος, ο οποίος πιθανόν εκαλύπτετο με ασβεστολιθικές πλάκες. Οι διαστάσεις του ήταν: 2μ. μήκος, 0,75μ. πλάτος και 0,50μ. βάθος. Από το στόμιο ξεκινούσαν αυλακώσεις/ πεταλοειδή ορύγματα που κατέληγαν στο εσωτερικό του θαλάμου. Το στόμιο πιθανόν έπαιξε και το ρόλο του δρόμου, ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί και πιθανώς η απουσία εξηγείται από την έντονη κλίση της πλαγιάς αλλά και το ελάχιστο πάχος φυσικού βράχου, που περιέβαλε τον τάφο.
Υλικά δομής: Στη συγκεκριμένη περίπτωση (όπως και στους θολωτούς Α και Β) ως υλικά δομής χρησιμοποιήθηκαν μικρών διαστάσεων, πλακοειδείς ασβεστόλιθοι, μεταξύ των οποίων είχαν τοποθετηθεί, σαν σφήνες, μικρότεροι λίθοι και χαλίκια. Λίθοι μεγαλυτέρων διαστάσεων εντοπίστηκαν στην περιοχή, όπου θεωρητικώς είχε κατασκευασθεί η είσοδος.
Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,55-0,65μ. και λόγω του ελάχιστα σωζόμενου ύψους τους (μόλις 0,60μ.) δεν κατέστη δυνατό να παρατηρηθεί η ύπαρξη ή μη ενδόκλισης των τοιχωμάτων.
Κτερίσματα τάφου C:
Δύο πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού, ψήφοι από χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους και ήλεκτρο.
Το πολύτιμο αυτό μέταλλο συνόδευε τους νεκρούς των θολωτών τάφων του Κακοβάτου, δηλ. εμφανίστηκε στην Τριφυλία ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙΑ. Η χρήση του ως βασικό υλικό παρασκευής αντικειμένων (ψήφων, περιάπτων κλπ) ή ως επιχρύσωση άλλων υλών, παρέμεινε αδιάλειπτη, αν και περιορισμένη, καθώς χρυσά αντικείμενα παρατηρούνται σε ελάχιστους τάφους.
Οι απασχολούμενοι στην κατεργασία του χρυσού αναφέρονται σε πινακίδες της Γραμμικής Β, πιθανώς μικρές ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου να βρίσκονταν τοπικά αλλά ο μέγιστος όγκος προερχόταν από τη Μ. Ασία, ακολουθώντας έναν πολύπλοκο εμπορικό δρόμο προσέγγισης του Αιγαίου.
Το μέταλλο χρησιμοποιείτο σε υψηλό ποσοστό καθαρότητας (σχεδόν 22 ή 24 καρατίων). Τα πρωιμότερα ευρήματα προήλθαν από τις ανασκαφές του Κακοβάτου και της Περιστεριάς. Συγκεκριμένα:
Θολωτός τάφος Α:
1. Περίαπτο απεικονίζον βάτραχο. Μηκ: 0,024μ, πλ.: 0,020μ.
Το κόσμημα απεικονίζει το ζώο κατοπτρικά. Αποδίδονται κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες, όπως μάτια, στόμα, ρύγχος, με την τεχνική της κοκκίδωσης. Κάποιες πρώιμες αποδόσεις του ιδίου θέματος απαντούν σε κνωσιακό λίθινο περίαπτο, καθώς και σε χρυσό περίαπτο από την Κουμάσα. θεωρείτε σαν περίαπτο/κόσμημα λαιμού.
2. Περίαπτο γλαυκός. Μεγ.μήκος: 0,036μ.
Πρόκειται για δισδιάστατη απόδοση της «πρόσοψης» της κουκουβάγιας. Οι ανατομικές λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος έχουν απεικονισθεί με την εμπίεστη τεχνική, απόλυτα σχηματικά. Ανάλογα έχουν ανευρεθεί σε αρκετούς πρώιμους μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους (Περιστεριά θολ. Τάφος 3, Πύλος Εγκλιανός IV).
Για τη χρήση των ομοιωμάτων αυτών καθώς και για τη θρησκευτική τους χρήση εκτενές άρθρο έχει γράψει ο Σπ. Μαρινάτος (Marinatos 1968). Η κουκουβάγια φαίνεται να συνδέεται ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια με χθόνιες λατρείες.
Ο Μαρινάτος μάλιστα διαπλέκει την ύπαρξη της σε Μεσσηνιακούς τάφους με τη μεταγενέστερη λατρεία του Άδη στην περιοχή της Τριφυλίας αλλά και με το τοπωνύμιο «Πύλος» (δηλ. είσοδος στον Άδη). Επίσης θεωρεί το πτηνό σύμβολο της δυναστείας των Νηλειδών, που τη συνδέει με τη βασιλική οικογένεια ενός άλλου σημαντικού Μυκηναϊκού κέντρου, του Ορχομενού.
3. Ψήφος κρινόσχημου άνθους. Μηκ: 0,038μ πλ.: μέχρι 0,005μ
Σχηματική δισδιάστατη απόδοση κρινόσχημου άνθους (με επίμηκες, λεπτό στέλεχος και συνδυασμό έξι μεγάλων και άλλων μικρότερων φύλλων). Τεχνοτροπικά το άνθος συνδέεται με ανάλογα διακοσμητικά μοτίβα της κεραμεικής της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου.
4. Ψήφοι. Διαμ.: 0,003μ – 0,014μ.
Χρυσές ψήφοι διαφόρων σχημάτων που πιθανώς συναποτελούσαν περιδέραια ή ψέλια. Το σχήμα τους ποικίλλει. Κυριαρχούν οι σφαιρικές (πιεσμένες ή κανονικές), ατρακτοειδείς, αμφικωνικές, φακοειδείς, σταγονόσχημες. Συχνά οι σφαιρικές ψήφοι κοσμούνται με σπειροειδή θέματα και αυλακώσεις, ενώ όλες φέρουν κατακόρυφη, κυκλική οπή ανάρτησης. Ανάλογα παρατηρούνται στις Μυκήνες (θαλαμωτοί τάφοι 30 και 71 ψήφοι φαγεντιανής).
5. Δισκοειδή φύλλα (επιράμματα) χρυσού
Δίσκοι από λεπτό φύλλο χρυσού με ή χωρίς εμπίεστο γραμμικό διάκοσμο (σπείρα, διαγώνιες, ακτινωτά διευθετημένες γραμμές). Δεν φέρουν οπή ανάρτησης και συνεπώς επικολλώντο ή με κάποιο τρόπο στο ένδυμα του νεκρού.
6. Φύλλα χρυσού με κοιλότητες ένθεσης
Πρόκειται για λεπτά φύλλα χρυσού. Απεικονίζουν συνήθως ρόδακα (με την εμπίεστη τεχνική) ή έχουν σχήμα δισκοειδές-φακοειδές. Στο κέντρο τους διαμορφώνεται μία κυκλική κοιλότητα, κατάλληλη για την ένθεση ημιπολυτίμων λίθων, υαλόμαζας ή φαγεντιανής.
7. Φύλλα χρυσού.
Στον θολωτό τάφο Α βρέθηκαν και πολλά λεπτά φύλλα χρυσού, διαφόρων σχημάτων (λογχοειδή, σφαιρικά, κωνικά), που διακοσμούνται με γραμμικό, εμπίεστο διάκοσμο και είτε κάλυπταν το κεφάλι, δίκην διαδήματος είτε ράβονταν στα ενδύματα του νεκρού.
8. Δακτύλιοι. Διαμ.: 0,009μ
Δακτύλιοι από συμπαγές χρυσό, κατασκευασμένοι με τη συρματερί τεχνική, η εξωτερική πλευρά των οποίων διακοσμείται με κοκκίδωση. Ίσως χρησιμοποιούνταν για να επενδύσουν κάποιοι αντικείμενο με λίθινο ή γυάλινο πυρήνα.
Φωτογραφική απεικόνιση μικροευρημάτων κακόβατου |
Σαφώς λιγότερα υπήρξαν τα χρυσά αντικείμενα, τα οποία προήλθαν από τον Θ. Τ. Β του Κακοβάτου. Αναλυτικότερα:
1. Δισκοειδές έλασμα/ πώμα. Διαμ.: 0, 024μ1707 . Πρόκειται πιθανώς για πώμα (αγγείου μικρών διαστάσεων), αφού υπάρχει λαβή, φυόμενη στο κέντρο του αντικειμένου. Στην πρόσθια όψη του διακοσμείται από σφαιρικές ψήφους, σε σχήμα κύκλου (είδος κοκκίδωσης).
2. Περίαπτο θαλασσίου όστρεου, (0,014 Χ 0,019) αποτελούμενο από δύο φύλλα χρυσού (το πίσω είναι επίπεδο). Στην πρόσθια όψη αυλακώσεις αποδίδουν σχηματικά το όστρακο. Στην άνω πλευρά διάτρητο (τμήμα κοσμήματος λαιμού). Το αντικείμενο εμφανίζεται ήδη από τη ΜΜΙ στην Κρήτη και άλλα έξι ανάλογα ευρήματα επισημαίνονται σε ταφικά σύνολα της ΜΜΙΙΙ/ΥΜΙ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά σε ΥΕΙΙ έως και ΙΙΙΓ ταφικά σύνολα (πχ στους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών).
3. Δισκοειδείς ψήφοι (διαμ. μόλις 0,008μ).
4. Ημικωνικό φύλλο χρυσού («θήκη/επένδυση»), στο εσωτερικό του οποίου εντοπίζονται μικροί ήλοι για την πρόσφυση στον πυρήνα του αντικειμένου.
Θολωτός τάφος C
- Φύλλο χρυσού, επένδυση ενός οστέϊνου αντικειμένου (διαμ. 0, 011). Στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει σπειροειδές κόσμημα, το οποίο ο ανασκαφέας θεωρεί σύνηθες για τα πρώϊμα μυκηναϊκά χρόνια και το παραλληλίζει με αντίστοιχο διάκοσμο σε ελεφαντοστέϊνους δίσκους.
-Κυκλικά ελάσματα χρυσού από λεπτό φύλλο μετάλλου, διαμέτρου 0,013μ.
Λίθος
Αιχμές βελών από πυριτόλιθο Κακόβατος: Θολ. ταφ. Α |
Τάφος Α
Μαρμάρινος λύχνος. Διαμ.: 0,022μ
-Λύχνος από λευκό μάρμαρο. Βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά, στέλεχος βραχύ. Το σχήμα κοινότυπο στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς έχουν ανευρεθεί περί τα 51 δείγματα.
-Λίθινες αιχμές. Μηκ.: 0,026-0,055μ διαμ.: 0,03μ 40 αιχμές βελών από πυριτόλιθο, χρώματος καστανού, ωχρού ή τεφρού. Στο κέντρο της αιχμής είχε δημιουργηθεί οπή για την πρόσφυση των αιχμών στο στειλεό.
Τάφος Β
Μαρμάρινος λύχνος από τον τάφο Β. Σκαρίφημα της Γερμανικής αποστολής |
-Λίθινο λυχνάρι με χαμηλό πόδι, από λευκό μάρμαρο, ύψους 0,056μ και διαμέτρου 0, 125μ.
Χείλος επίπεδο, με δύο προχοές. Συγκρίσιμα δείγματα εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Θήρα αλλά σε γενικές γραμμές το σχήμα δεν κατέστη δημοφιλές.
Στην υπόλοιπη Τριφυλία, οι αιχμές βελών (από πυριτόλιθο ή οψιανό) απουσιάζουν και ο καθηγητής Κορρές το συνδέει με διαφοροποίηση στην άσκηση συγκεκριμένων εθίμων ταφής.
Αντικείμενα από ελεφαντόδοντο
Το ελεφαντόδοντο είναι ουσία σκληρής υφής, εύκολη στην επεξεργασία της και προερχομένη από τους χαύλιους ελεφάντων ή τα δόντια ιπποποτάμων. Η αντίστοιχη αρχαία ελληνική λέξη είναι το «ελέφας» (τόσο για το εξεταζόμενο υλικό όσο και για το ζώο), που πιθανώς έχει τις ρίζες της στην Γραμμική Β (e – re – pa).
Το χρώμα του υπήρξε λευκό/ κιτρινωπό, εισαγόταν από την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη και χρησιμοποιείτο στον αιγαιακό χώρο για την κατασκευή ειδωλίων, κτενών, πυξίδων, περονών και ως ένθεμα σε έπιπλα. Σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες εικονίζονται (ίσως) κάτοικοι του Αιγαίου (άνθρωποι «Κεφτιού») να μεταφέρουν χαυλιόδοντες στο βασιλιά της Αιγύπτου, καθώς, μάλλον, είχαν αναλάβει το ρόλο μεταπράτη στο εμπόριο του δυσεύρετου υλικού. Βεβαιωμένα εργαστήρια κατεργασίας ελεφαντόδοντου έχουν επισημανθεί στην Κνωσό και στις Μυκήνες, ενώ έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για την λειτουργία εργαστηρίων και σε άλλα ανακτορικά κέντρα, τόσο στην Κρήτη (Ζάκρος απ’ όπου προήλθαν ακέραιοι χαυλιόδοντες) όσο και στην ηπειρωτική χώρα ( Τριφυλία, Θήβα).
1. Δίσκοι από ελεφαντόδοντο
Δίσκοι από ελεφαντόδοντο (διαμ, 0,5 και 0,25 μ) με εγχάρακτο διάκοσμο και χρώματος καστανού/ καστανομέλανου. Εξαιρετικά φθαρμένοι, σώζονται αποσπασματικά. Η πρόσθια πλευρά τους, επίπεδη ή ελαφρά κοίλη, διακοσμείται είτε με σπείρα (ή παραπλήσιο σπειροειδές κόσμημα) είτε με ομόκεντρους κύκλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχουν και τα δύο προαναφερθέντα θέματα. Στην οπίσθια όψη ορισμένων δημιουργείται χαμηλό έξαρμα, ενίοτε χρωματισμένο.
2. Κτένι
Κτένι από ελεφαντόδοντο με εγχάρακτη διακόσμηση, διαστάσεων 0,021 Χ 0,07 μ και χρώματος καστανού – μελανού. Σώζονται μόνο δύο τεμάχια του.
Το κτένι χωρίζεται σε δύο τμήματα από σειρά τριών εγχάρακτων γραμμών. Διακοσμείται με σπείρες, κύκλους (υπάρχουν και ίχνη από διαβήτη) και τοθέμα του περιδεραίου. Με ανάγλυφο διάκοσμο, κισσόφυλλου και σπειρών, αποδίδεται η λαβή του κτενιού, μήκους 0,04 μ και πάχους 0,08 μ.
3. Πώμα
Πώμα μικρών διαστάσεων (ύψους 0,056 μ και 0,029 μ), με εγχάρακτη διακόσμηση, αποτελούμενη από κύκλους και σπείρες. Στο κέντρο έχει ανοιγεί κυλινδρική κοιλότητα.
Με ανάγλυφη απόδοση του ρόδακα κοσμείται το πλακίδιο. Το ελεφαντόδοντο είναι καστανό. Ο αριθμός των πετάλων είναι δεκαέξι και το κέντρο του άνθους αποδίδεται με ανάγλυφο κύκλο.
4. Δίσκος από ελεφαντόδοντο. Δισκοειδές αντικείμενο, θεωρείται τμήμα τράπεζας (μικρών διαστάσεων). Ίσως πρόκειται για τμήμα φιμώτρου ή ιππευτικού εξαρτήματος. Η διάμετρός του είναι 0,123 μ. Το ελεφαντόδοντο καστανό. Στο κέντρο του δίσκου ανοίγονται δύο οπές, συμμετρικά τοποθετημένες και τέσσερεις μικρότερες. Το περιθώριο του δίσκου κοσμείται με ανάγλυφησειρά κομβίων. Ανάλογα (με τέσσερεις οπές και πάντα από μέταλλο) αντικείμενα σημειώνονται στην ΥΕΙΙΙΓ και στα Γεωμετρικά χρόνια.
5. Τεμάχια ελεφαντόδοντου. Έχουν σχήμα κυλινδρικό και είναι χρώματος καστανού. Το πάχος κυμαίνεται μεταξύ 0,006μ και 0,008μ, το πλάτος 0,01μ. Πιθανώς χρησιμοποιούνταν για την πρόσδεσή του σε κάποιο άλλο υλικό.
Χαλκός
1. Όπλα
Α) Χάλκινες αιχμές βελών
Θολωτός τάφος Α Κακοβάτου: Μετάλλινη αιχμή βέλους με δύο οπές για την πρόσδεσή της στο στειλεό του όπλου. Κατασκευάζεται από λεπτό φύλλο χαλκού.
Β) Ξίφη
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος.
Μικρά τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος (το μεγαλύτερο από αυτά έχει μήκος 0,02μ). Κεντρική νεύρωση έντονη, εκατέρωθεν αυτής υπάρχουν σειρές ανάγλυφης, συνεχούς σπείρας.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Ξίφος μήκους 0,92μ. Δύο ήλοι είχαν τοποθετηθεί στην άκρη του όπλου. Λεπίδα αμφίστομη, με έντονη κεντρική νεύρωση. Το ξίφος με βεβαιότητα είχε μινωικά πρότυπα ( δείγματα τέτοιων ξιφών συναντώνται σε ΜΜΙΙ σύνολα στα Μάλια) και γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την Ελλάδα ( Πελοπόννησος, Κρήτη, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά).
Περισυνελέγησαν και τρείς ήλοι, σε απόσταση ενός εκατοστού ο ένας από τον άλλο. Σε έναν από αυτούς είχε διατηρηθεί η χρυσή επικάλυψη της κεφαλής του ( …χρυσόηλο… ). Χρυσή επένδυση (με σύρμα) έφερε και η λαβή του (παρόμοια δείγματα από την Κνωσσό, την Αργολίδα). Το ξίφος μάλλον είχε καμφθεί και μετά έσπασε σε πολλά κομμάτια.
2. Είδη καλλωπισμού- κοσμήματα
Α. Περόνες: Οι περόνες υπήρξαν προϊόντα που πιθανώς εξυπηρετούσαν τόσο χρηστικές όσο και τελετουργικές ανάγκες. Οι πρώτες αφορούσαν στη στερέωση των ενδυμάτων, του νεκρικού σαβάνου ή και στον καλλωπισμό / συγκράτηση της κώμης, οι δεύτερες στην απόθεση του αντικειμένου, δίκην κτερίσματος, σε θέση άσχετη με το νεκρό. Οι περόνες σχετίζονται με γυναικείες ταφές, συνόδευαν όμως και ανδρικές.
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Κεφαλή χάλκινης περόνης. Διαμ.: 0,006μ.
Κεφαλή περόνης με επικάλυψη χρυσού.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Απέδωσε τουλάχιστον δύο περόνες. Η μία, ακέραιη και έντονα διαβρωμένη, διαμέτρου 3χιλ και μήκους 0,216μ, φέρει ίχνη χρυσής επικάλυψης. Η κεφαλή της περιτρέχεται από δακτύλιο. Ο τύπος αυτός της περόνης εμφανίζεται στην ΠΕΧΙΙΙ, εντοπίζεται εκ νέου στην μετάβαση από τη ΜΕ στην ΥΕ και αναβιώνει στην διάρκεια της ΥΕΙΙ- ΙΙΙΑ. Παράλληλα συναντώνται τόσο στην Τριφυλία όσο και στη ΒΑ Πελοπόννησο. Επιπλέον, εντοπίστηκαν και τα θραύσματα μίας παρόμοιας περόνης. Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα κοσμήματα (που συνδέονται με την ένδυση των μυκηναίων) ανευρίσκονται συνήθως ανά ζεύγη στους τάφους.
Ήλεκτρο
Εντύπωση στους ανασκαφείς αλλά και στους μετέπειτα μελετητές προξένησε η μεγάλη συγκέντρωση ψήφων και αντικειμένων ( πλακιδίων, περιάπτων ) από ήλεκτρο στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου.
Πρόκειται για οργανική ύλη, ουσιαστικά για απολιθωμένη ρητίνη δένδρου. Μετά από διάφορες χημικές μεταβολές αποκτάται σταθερή, από φυσικοχημικής απόψεως, κατάσταση. Σε αυτή τη φάση το υλικό καθίσταται συντήξιμο υπό πίεση προκειμένου να παραχθεί το ηλεκτροειδές ή πεπιεσμένο ήλεκτρο ( amber ), και συνεπώς να παραχθούν τα επιθυμητά τέχνεργα( ψήφοι, πλακίδια, περίαπτα στη μυκηναϊκή εποχή αλλά και τα σύγχρονά μας κομπολόγια).
Το χρώμα του είναι συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί, με πορτοκαλόχρωμες, καστανόχρωμες και σπανίως ερυθρωπές ανταύγειες. Οι βαθύχρωμες διαφανείς ως διαφώτιστες παραλλαγές του, θεωρούνται πολύτιμοι λίθοι.
Φαίνεται πως πιθανόν υπήρχαν δύο εμπορικοί δρόμοι για να καταλήξει το ήλεκτρο στην Ελλάδα. Ο ένας ξεκινούσε από τη Βαλτική, διέσχιζε την Ανατολική Ευρώπη και κατέληγε στην Αδριατική, ενώ ο άλλος είχε αφετηρία και πάλι τη Βαλτική πέρναγε όμως και από τη Δανία, την Αγγλία και κατέληγε στη Δυτική Πελοπόννησο μέσω Γαλλίας και Ιταλίας. Η ΝΔ. Πελοπόννησος και ειδικότερα ο Κακόβατος και η Περιστεριά ήταν τα κέντρα εισαγωγής του υλικού αυτού.
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Α απέδωσε 500 αντικείμενα από το υλικό αυτό. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ψήφους. Συγκεκριμένα:
Ψήφοι: Οι περισσότερες ήταν φακοειδείς και μικρού μεγέθους, συχνά με έντονες ακμές, ενίοτε ορθογωνίου σχήματος με αποστρογγυλεμένες γωνίες, ενώ όλες ήταν κατακόρυφα διάτρητες (η διάμετρος της οπής κυμαινόταν από 0,015 - 0,055μ. ).
Η διάμετρος τους ξεκινά από 0,005μ. και φθάνει τα 0,05μ., ενώ υπάρχουν και ελάχιστα δείγματα με διάμετρο που αγγίζει τα 0,08μ. Αν οι ψήφοι είναι πολύ παχείς συγκριτικά με τη διάμετρο τότε συχνά το σχήμα τους προσεγγίζει το σφαιρικό.
Πλακίδια- διαχωριστές: Εκτός των ψήφων βρέθηκαν και πλακίδια -διαχωριστές που τοποθετούνταν στο περιδέραιο ανάμεσα στις φακοειδούς σχήματος χάνδρες. Είχαν τραπεζιόσχημο ή ορθογώνιο σχήμα ( με διαστάσεις 0,007 Χ 0,040μ ή 0,075 Χ 0,038 και παχ. 0,009μ) και έφεραν οπή στο κέντρο τους. Διακοσμούνταν με εξακτινούμενες από την οπή εγχάρακτες γραμμές.
Άλλα αντικείμενα: Στον τάφο Α βρέθηκαν και κτερίσματα από ήλεκτρο μοναδικά για ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο:
α) Κυκλικό αντικείμενο με κυλινδρική συμφυή ράβδο (διαστ. 0,036χ0,038, παχ.0,007μ.).
β) Οκτώσχημο αντικείμενο με κεντρική οπή και δύο μικρότερους κύκλους ( διαστ. 0,028χ0,017 παχ. 0,016μ.)
γ) Αντικείμενο με τρείς συμφυείς κύκλους ( διαστ. 0,025 χ 0,01, παχ. 0,005μ).
Οι ψήφοι κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες και δημιουργήθηκαν δύο περιδέραια, το ένα εκ των οποίων αποτελείται από 115 ψήφους και το άλλο από 291.Το πρώτο απαρτίζεται από φακοειδείς ψήφους μεγάλου μεγέθους ( με διάμετρο κυμαινόμενη από 0,014μ - 0,042 και πάχος γύρω στα 0,020μ) και ορθογώνια πλακίδια. To δεύτερο περιλαμβάνει μικρότερου μεγέθους ψήφους ( διάμετρος από 0,005μ. έως 0,018μ.), σχήματος αμφικωνικού και πολλά δισκάρια. Σε περιδέραιο πιθανώς ανήκαν και τα τρία μοναδικά προαναφερθέντα ευρήματα.
Η ανυπαρξία σκελετικών καταλοίπων δεν επέτρεψε στους ερευνητές να συμπεράνουν, αν η κτέριση με περιδέραια χαρακτηρίζει αποκλειστικά γυναικείες ταφές. Τα πορίσματα της έρευνας από τον Ταφ. Κύκλο Β των Μυκηνών δηλώνουν ότι τα περιδέραια τοποθετούνταν ως κτερίσματα και σε ανδρικές ταφές.
Επτά, μικρών διαστάσεων ( διαμ. από 0,008 - 0,012μ.) ψήφοι βρέθηκαν και στον θολωτό τάφο C του Κακοβάτου.
Η χρήση ηλέκτρου χαρακτήριζε, κατά την ΥΕΙ – ΙΙ, αποκλειστικά τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ απουσιάζει τελείως από την Κρήτη.
Αλλά και στον πρώιμο Μυκηναϊκό κόσμο ( σε μνημεία του οποίου έχουν βρεθεί οι μεγαλύτερες ποσότητες του ηλέκτρου ) οι συγκεντρώσεις του υλικού περιορίζονται γεωγραφικά στη ΝΔ Πελοπόννησο. Κατόπιν στην διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ και Β το ήλεκτρο σπανίζει ( μόνο σε ένδεκα τοποθεσίες ) και εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες στην ηπειρωτική χώρα για να επανεμφανιστεί στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ, σε εξαιρετικά μικρές – συγκριτικά με την ΥΕΙ - ποσότητες, αλλά σε έναν ευρύτερο γεωγραφικά χώρο ( σε 26 θέσεις ),που περιλαμβάνει κυρίως τη Δυτική Ελλάδα (Κεφαλονιά, Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα ).
Τέλος στον Αγ. Δημήτριο Πιερίας, στη θέση Σπάθες, σε απότομη πλαγιά του Ολύμπου βρέθηκαν περιδέραια από ήλεκτρο, που συνόδευαν γυναικείες ταφές (που ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΒ και Γ). Η θέση αυτή αποτελεί και το βορειότερο (μέχρι τώρα) σημείο διάδοσης του υλικού αυτού στον ελλαδικό χώρο.
Σύνοψη: Η μοναδικότητα ορισμένων αντικειμένων, προερχομένων από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, αλλά και η ανεύρεση του ηλέκτρου σε μεγάλες ποσότητες, δηλώνουν, ότι ο εν λόγω οικισμός συνδεόταν με το εμπόριο ή τη διακίνηση του. Το κεχριμπάρι στους πρώϊμους Μυκηναϊκούς χρόνους απέκτησε μεγάλη συμβολική αξία, καθώς επισημαίνεται σε ελάχιστους θολωτούς και λακκοειδείς τάφους, η δε διάδοση του υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη.
Σφραγιδόλιθοι/ σφραγιστικά δακτυλίδια:
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Β απέδωσε έναν αμυγδαλόσχημο σφραγιδόλιθο.
Η οπίσθια πλευρά κοσμείται με δύο αυλακώσεις (παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα), ενώ στην πρόσθια απεικονίζεται ξαπλωτός ταύρος (σε τετραποδική βάση), στραμμένος προς τα αριστερά. Στο βάθος της κεντρικής παράστασης έχει αποτυπωθεί σχηματοποιημένο φυτικό μοτίβο.
Από τα απορρίμματα της ανασκαφής του Κακοβάτου προέκυψε σφραγιδοκύλινδρος, από αχάτη (καστανού / φαικίτρινου χρώματος με λευκές γραμμές – «νερά») με παράσταση μάχης. Aπεικονίζεται μάχη μεταξύ μίας ανδρικής μορφής και ενός λέοντα, ο οποίος ορθώνεται σταπίσω του πόδια και στρέφεται προς τα δεξιά. Ο άνδρας φορά βραχύτατο ένδυμα, με το δεξί του χέρι επιχειρεί να εξουδετερώσει το μπροστινό πόδι του ζώου, ενώ με το αριστερό κρατά ξίφος, με το οποίο κτυπά το στόμα του λιονταριού. Δεξιά της ανδρικής μορφής έχει αποδοθεί ονοκέφαλος δαίμων (Ta – urt – Dämon), που πιθανώς προσφέρει την υποστήριξη ή την προστασία του στην ανθρώπινη μορφή. Τέτοιοι δαίμονες αποδίδονται συχνά στην αιγαιακή τέχνη ειδικώς με τη μορφή πομπών. Μη συχνά απαντώμενη είναι η διάταξη της παράστασης, κατακόρυφα στον άξονα της σφραγίδας.
Από τον Κακόβατο θεωρείται ότι προέρχεται το λεγόμενο "δακτυλίδι του Νέστορος". O Evans αναφέρει τον τρόπο απόκτησής του, καταγράφοντας το ιστορικό της ανεύρεσής του, η οποία δημιουργεί πολλά ερωτηματικά περί της γνησιότητάς του.
Η σφραγιστική επιφάνεια χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα με φυτικό κόσμημα, που μοιάζει να αποδίδει το «δένδρο της ζωής». Στις ζώνες διακόσμησης ξεδιπλώνεται μία πολυπρόσωπη σύνθεση, καθώς συμμετέχουν δεκατέσσερα άτομα. Στην άνω αριστερά ζώνη εντοπίζεται ένθρονος λέων, σε τράπεζα προσφορών, υποστηριζομένη από μικρογραφικά αποδοσμένες ανθρώπινες μορφές. Στο κάτω αριστερό τμήμα εικονίζεται γρύπας σε τράπεζα, προς τον οποίο κατευθύνεται πομπή ανθρώπων. Οι σφραγιδόλιθοι αποτελούν σύνηθες κτέρισμα και η χρήση τους συνδέεται, τόσο με μαγικές – αποτροπαϊκές ιδιότητες (οι λεγόμενοι «ταλισμανικοί» σφραγιδόλιθοι), όσο και με την άσκηση εξουσίας, τη διοίκηση, τη διεξαγωγή εμπορίου και εν τέλει την απόκτηση κοινωνικού γοήτρου και σεβασμού, όπως μαρτυρούν τα ευρεθέντα στα ανακτορικά κέντρα σφραγίσματα. Ήδη στην ΥΕΙ εντοπίζονται σφραγίδες στον Κακόβατο και το Σαμικό, ενώ ευρύτερη διάδοση παρουσιάζεται στην ΥΕΙΙΙ. Αρχικώς οι σφραγίδες κατασκευάζονται από σκληρούς λίθους, κατόπιν, στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ από μαλακούς ή υαλόμαζα.
Σφονδήλια:
Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου προήλθε πήλινο, σφαιρικό σφονδύλι διαμέτρου 0,04μ.
Πρόκειται για κατηγορία αντικειμένων, που γνωρίζει μεγάλη χρονική και ευρύτατη γεωγραφικά διάδοση. Κατασκευάζονται από διάφορα υλικά, σε ποικίλα σχήματα, είναι ελαφριά ως προς το βάρος και η εύρεσή τους όχι μόνο σε ταφικά αλλά και σε οικιστικά σύνολα, όπως στον Κακόβατο, καταδεικνύει ότι αυτά υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης και όχι ταφικού προορισμού.
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες ως προς τη χρήση τους, οι οποίες συγκλίνουν είτε στο ότι τα σφονδύλια υπήρξαν κουμπιά είτε ότι στερέωναν το ένδυμα, προσαρμοσμένα στο στρίφωμα.
Σημερινή κατάσταση:
Δυστυχώς ο τόσο σημαντικός αυτός αρχαιολογικός χώρος ουσιαστικά δεν έχει ανασκαφεί από το 1908. Μόνη εξαίρεση κάποιες περιορισμένες ανασκαφές της Γερμανικής αρχαιολογικής εταιρίας το 2011.
Ο τάφος C, έχει καταπλακωθεί εδώ και χρόνια με τσιμέντο προκειμένου να κατασκευασθεί η αυλή παρακείμενης οικίας ενώ από την οχύρωση της ακρόπολης ορατές είναι τρείς σειρές δόμων, στη νότια πλαγιά του λόφου. Δίπλα στους σωζόμενους δόμους, το 1998, είχε πραγματοποιηθεί λαθρανασκαφή, η οποία απέδωσε πλήθος οστράκων.
Τα ευρήματα, που προήλθαν από τις ανασκαφές των αρχών του 20ου αιώνα έχουν διασπαρεί. Τα πλέον σημαντικά εκτίθενται στη Μυκηναϊκή Αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (το ειδώλιο του ταύρου, ένας πιθαμφορίσκος, περίαπτα γλαυκός και βατράχου, το κεκαμμένο ξίφος κα), ενώ τα υπόλοιπα παραμένουν σε κιβώτια είτε στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας είτε του Ε.Α.Μ.
Επίλογος:
Ο πλούτος των ευρημάτων του Κακοβάτου φανερώνει μία ακμάζουσα κοινωνία, η οποία ασχολείται με το εμπόριο και τη γεωργία – κατεργασία των προϊόντων της. Η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων ηλέκτρου αλλά και χρυσού στους τάφους του Κακοβάτου καταδεικνύει ότι σε αυτούς είχαν ενταφιασθεί νεκροί υψηλής κοινωνικοοικονομικής στάθμης, ενώ το μέγεθος των τάφων μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους Βασιλικούς τάφους της Αργολίδος.
Η ιθύνουσα τάξη της περιοχής ασχολούταν πιθανόν με το εμπόριο του κεχριμπαριού αλλά και άλλων αγαθών από μέρη τόσο μακρινά όπως η Βαλτική αλλά και ολόκληρη την Μεσόγειο θάλασσα και προφανώς ο Κακόβατος υπήρξε εισαγωγικό κέντρο.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κακοβάτου όταν ανεσκάφη, στις αρχές του 20ου αιώνα προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων, λόγω του πλούτου των ευρημάτων και του μεγέθους των θολωτών τάφων. Οι Ομηρικές περιγραφές της Πύλου και του ανακτόρου του βασιλιά της, Νέστορα, ταιριάζουν απόλυτα με την τοπογραφία της περιοχής, και οδήγησαν τον Dörpfeld, στην ταύτιση του Κακοβάτου με την ομηρική Πύλο.
Η ανακάλυψη λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του ανάκτορο του Εγκλιανού στην Χώρα Τριφυλίας και η αποκρυπτογράφηση των κειμένων της Γραμμικής Β (της πρώτης ελληνικής γραφής) έδειξαν ότι η ομηρική Πύλος ίσως βρισκόταν περίπου 100 χιλιόμετρα νοτίως του Κακοβάτου.
Οι μεταπολεμικές ανασκαφές σε διάφορες Μεσσηνιακές θέσεις απέδωσαν μεγάλο αριθμό θολωτών ταφικών μνημείων ( Περιστεριά, Ρούτσι, Εγκλιανός, Κουκουνάρα), που προφανώς χρησιμοποιούνταν για τις ταφές των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Πιθανώς η ύπαρξη πολλών θολωτών μνημείων να μαρτυρεί και την πολιτική δομή του Βασιλείου του Νέστορος, δηλαδή είχαν δημιουργηθεί μικρά επαρχιακά βασίλεια – ηγεμονίες, που υπάγονταν διοικητικά στο βασίλειο της Πύλου. Ωστόσο η ακμή των Μυκηναϊκών κέντρων της Βόρειας Τριφυλίας, του Κακοβάτου και της Περιστεριάς, τοποθετείτε μεταξύ -1600 και -1400, ενώ η ακμή των Μυκηναϊκών θέσεων στην περιοχή της σημερινής Πύλου ανάμεσα στο -1300 και -1150.
Ο Κακόβατος είτε υπήξε η Ομηρική Πύλος είτε όχι, υπήρξε ένας πλούσιος και πολύ σημαντικός οικισμός των Μυκηναίων και γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον -16ο αιώνα. Όταν στους επόμενους αιώνες ( περίπου στο -1400) το εμπόριο του ηλέκτρου, για άγνωστους και αδιευκρίνιστους λόγους, ατόνησε, τότε και ο οικισμός του Κακοβάτου εγκαταλείφθηκε. Η οικονομική παρακμή και η συνεχής μείωση της εμπορικής δραστηριότητας με τη Δύση επηρέασε μάλλον ολόκληρη την Βόρεια Τριφυλία και ίσως σε συνδυασμό με κλιματικές μεταβολές ή γεωλογικούς παράγοντες (πχ έντονη σεισμική δραστηριότητα) πιθανώς να οδήγησαν στη μερική εγκατάλειψη της Βορείου Τριφυλίας, βάσει των έως τώρα γνωστών ανασκαφικών δεδομένων.
Βιβλιογραφία:
Νικολέντζος Κωνσταντίνος: "Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, Εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα"
ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος
Ψήφοι: Οι περισσότερες ήταν φακοειδείς και μικρού μεγέθους, συχνά με έντονες ακμές, ενίοτε ορθογωνίου σχήματος με αποστρογγυλεμένες γωνίες, ενώ όλες ήταν κατακόρυφα διάτρητες (η διάμετρος της οπής κυμαινόταν από 0,015 - 0,055μ. ).
Η διάμετρος τους ξεκινά από 0,005μ. και φθάνει τα 0,05μ., ενώ υπάρχουν και ελάχιστα δείγματα με διάμετρο που αγγίζει τα 0,08μ. Αν οι ψήφοι είναι πολύ παχείς συγκριτικά με τη διάμετρο τότε συχνά το σχήμα τους προσεγγίζει το σφαιρικό.
Πλακίδια- διαχωριστές: Εκτός των ψήφων βρέθηκαν και πλακίδια -διαχωριστές που τοποθετούνταν στο περιδέραιο ανάμεσα στις φακοειδούς σχήματος χάνδρες. Είχαν τραπεζιόσχημο ή ορθογώνιο σχήμα ( με διαστάσεις 0,007 Χ 0,040μ ή 0,075 Χ 0,038 και παχ. 0,009μ) και έφεραν οπή στο κέντρο τους. Διακοσμούνταν με εξακτινούμενες από την οπή εγχάρακτες γραμμές.
Άλλα αντικείμενα: Στον τάφο Α βρέθηκαν και κτερίσματα από ήλεκτρο μοναδικά για ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο:
α) Κυκλικό αντικείμενο με κυλινδρική συμφυή ράβδο (διαστ. 0,036χ0,038, παχ.0,007μ.).
β) Οκτώσχημο αντικείμενο με κεντρική οπή και δύο μικρότερους κύκλους ( διαστ. 0,028χ0,017 παχ. 0,016μ.)
γ) Αντικείμενο με τρείς συμφυείς κύκλους ( διαστ. 0,025 χ 0,01, παχ. 0,005μ).
Οι ψήφοι κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες και δημιουργήθηκαν δύο περιδέραια, το ένα εκ των οποίων αποτελείται από 115 ψήφους και το άλλο από 291.Το πρώτο απαρτίζεται από φακοειδείς ψήφους μεγάλου μεγέθους ( με διάμετρο κυμαινόμενη από 0,014μ - 0,042 και πάχος γύρω στα 0,020μ) και ορθογώνια πλακίδια. To δεύτερο περιλαμβάνει μικρότερου μεγέθους ψήφους ( διάμετρος από 0,005μ. έως 0,018μ.), σχήματος αμφικωνικού και πολλά δισκάρια. Σε περιδέραιο πιθανώς ανήκαν και τα τρία μοναδικά προαναφερθέντα ευρήματα.
Η ανυπαρξία σκελετικών καταλοίπων δεν επέτρεψε στους ερευνητές να συμπεράνουν, αν η κτέριση με περιδέραια χαρακτηρίζει αποκλειστικά γυναικείες ταφές. Τα πορίσματα της έρευνας από τον Ταφ. Κύκλο Β των Μυκηνών δηλώνουν ότι τα περιδέραια τοποθετούνταν ως κτερίσματα και σε ανδρικές ταφές.
Επτά, μικρών διαστάσεων ( διαμ. από 0,008 - 0,012μ.) ψήφοι βρέθηκαν και στον θολωτό τάφο C του Κακοβάτου.
Η χρήση ηλέκτρου χαρακτήριζε, κατά την ΥΕΙ – ΙΙ, αποκλειστικά τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ απουσιάζει τελείως από την Κρήτη.
Αλλά και στον πρώιμο Μυκηναϊκό κόσμο ( σε μνημεία του οποίου έχουν βρεθεί οι μεγαλύτερες ποσότητες του ηλέκτρου ) οι συγκεντρώσεις του υλικού περιορίζονται γεωγραφικά στη ΝΔ Πελοπόννησο. Κατόπιν στην διάρκεια της ΥΕΙΙΙΑ και Β το ήλεκτρο σπανίζει ( μόνο σε ένδεκα τοποθεσίες ) και εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες στην ηπειρωτική χώρα για να επανεμφανιστεί στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ, σε εξαιρετικά μικρές – συγκριτικά με την ΥΕΙ - ποσότητες, αλλά σε έναν ευρύτερο γεωγραφικά χώρο ( σε 26 θέσεις ),που περιλαμβάνει κυρίως τη Δυτική Ελλάδα (Κεφαλονιά, Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα ).
Τέλος στον Αγ. Δημήτριο Πιερίας, στη θέση Σπάθες, σε απότομη πλαγιά του Ολύμπου βρέθηκαν περιδέραια από ήλεκτρο, που συνόδευαν γυναικείες ταφές (που ανάγονται στην ΥΕΙΙΙΒ και Γ). Η θέση αυτή αποτελεί και το βορειότερο (μέχρι τώρα) σημείο διάδοσης του υλικού αυτού στον ελλαδικό χώρο.
Σύνοψη: Η μοναδικότητα ορισμένων αντικειμένων, προερχομένων από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, αλλά και η ανεύρεση του ηλέκτρου σε μεγάλες ποσότητες, δηλώνουν, ότι ο εν λόγω οικισμός συνδεόταν με το εμπόριο ή τη διακίνηση του. Το κεχριμπάρι στους πρώϊμους Μυκηναϊκούς χρόνους απέκτησε μεγάλη συμβολική αξία, καθώς επισημαίνεται σε ελάχιστους θολωτούς και λακκοειδείς τάφους, η δε διάδοση του υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη.
Σφραγιδόλιθοι/ σφραγιστικά δακτυλίδια:
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Β απέδωσε έναν αμυγδαλόσχημο σφραγιδόλιθο.
Η οπίσθια πλευρά κοσμείται με δύο αυλακώσεις (παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα), ενώ στην πρόσθια απεικονίζεται ξαπλωτός ταύρος (σε τετραποδική βάση), στραμμένος προς τα αριστερά. Στο βάθος της κεντρικής παράστασης έχει αποτυπωθεί σχηματοποιημένο φυτικό μοτίβο.
Από τα απορρίμματα της ανασκαφής του Κακοβάτου προέκυψε σφραγιδοκύλινδρος, από αχάτη (καστανού / φαικίτρινου χρώματος με λευκές γραμμές – «νερά») με παράσταση μάχης. Aπεικονίζεται μάχη μεταξύ μίας ανδρικής μορφής και ενός λέοντα, ο οποίος ορθώνεται σταπίσω του πόδια και στρέφεται προς τα δεξιά. Ο άνδρας φορά βραχύτατο ένδυμα, με το δεξί του χέρι επιχειρεί να εξουδετερώσει το μπροστινό πόδι του ζώου, ενώ με το αριστερό κρατά ξίφος, με το οποίο κτυπά το στόμα του λιονταριού. Δεξιά της ανδρικής μορφής έχει αποδοθεί ονοκέφαλος δαίμων (Ta – urt – Dämon), που πιθανώς προσφέρει την υποστήριξη ή την προστασία του στην ανθρώπινη μορφή. Τέτοιοι δαίμονες αποδίδονται συχνά στην αιγαιακή τέχνη ειδικώς με τη μορφή πομπών. Μη συχνά απαντώμενη είναι η διάταξη της παράστασης, κατακόρυφα στον άξονα της σφραγίδας.
Πύλος, Κακόβατος. "Το δαχτυλίδι του Νέστορα" σε σχεδιαστική απόδοση. |
Η σφραγιστική επιφάνεια χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα με φυτικό κόσμημα, που μοιάζει να αποδίδει το «δένδρο της ζωής». Στις ζώνες διακόσμησης ξεδιπλώνεται μία πολυπρόσωπη σύνθεση, καθώς συμμετέχουν δεκατέσσερα άτομα. Στην άνω αριστερά ζώνη εντοπίζεται ένθρονος λέων, σε τράπεζα προσφορών, υποστηριζομένη από μικρογραφικά αποδοσμένες ανθρώπινες μορφές. Στο κάτω αριστερό τμήμα εικονίζεται γρύπας σε τράπεζα, προς τον οποίο κατευθύνεται πομπή ανθρώπων. Οι σφραγιδόλιθοι αποτελούν σύνηθες κτέρισμα και η χρήση τους συνδέεται, τόσο με μαγικές – αποτροπαϊκές ιδιότητες (οι λεγόμενοι «ταλισμανικοί» σφραγιδόλιθοι), όσο και με την άσκηση εξουσίας, τη διοίκηση, τη διεξαγωγή εμπορίου και εν τέλει την απόκτηση κοινωνικού γοήτρου και σεβασμού, όπως μαρτυρούν τα ευρεθέντα στα ανακτορικά κέντρα σφραγίσματα. Ήδη στην ΥΕΙ εντοπίζονται σφραγίδες στον Κακόβατο και το Σαμικό, ενώ ευρύτερη διάδοση παρουσιάζεται στην ΥΕΙΙΙ. Αρχικώς οι σφραγίδες κατασκευάζονται από σκληρούς λίθους, κατόπιν, στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ από μαλακούς ή υαλόμαζα.
Σφονδήλια:
Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου προήλθε πήλινο, σφαιρικό σφονδύλι διαμέτρου 0,04μ.
Πρόκειται για κατηγορία αντικειμένων, που γνωρίζει μεγάλη χρονική και ευρύτατη γεωγραφικά διάδοση. Κατασκευάζονται από διάφορα υλικά, σε ποικίλα σχήματα, είναι ελαφριά ως προς το βάρος και η εύρεσή τους όχι μόνο σε ταφικά αλλά και σε οικιστικά σύνολα, όπως στον Κακόβατο, καταδεικνύει ότι αυτά υπήρξαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης και όχι ταφικού προορισμού.
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες ως προς τη χρήση τους, οι οποίες συγκλίνουν είτε στο ότι τα σφονδύλια υπήρξαν κουμπιά είτε ότι στερέωναν το ένδυμα, προσαρμοσμένα στο στρίφωμα.
Σημερινή κατάσταση:
Η μεγάλη φωτιά του 2007 ενώ κατέκαψε τον περιβάλλοντα χώρο ωστόσο δεν προκάλεσε ζημιές στον αρχαιολογικό χώρο |
Δυστυχώς ο τόσο σημαντικός αυτός αρχαιολογικός χώρος ουσιαστικά δεν έχει ανασκαφεί από το 1908. Μόνη εξαίρεση κάποιες περιορισμένες ανασκαφές της Γερμανικής αρχαιολογικής εταιρίας το 2011.
Ο τάφος C, έχει καταπλακωθεί εδώ και χρόνια με τσιμέντο προκειμένου να κατασκευασθεί η αυλή παρακείμενης οικίας ενώ από την οχύρωση της ακρόπολης ορατές είναι τρείς σειρές δόμων, στη νότια πλαγιά του λόφου. Δίπλα στους σωζόμενους δόμους, το 1998, είχε πραγματοποιηθεί λαθρανασκαφή, η οποία απέδωσε πλήθος οστράκων.
Επίλογος:
Ο πλούτος των ευρημάτων του Κακοβάτου φανερώνει μία ακμάζουσα κοινωνία, η οποία ασχολείται με το εμπόριο και τη γεωργία – κατεργασία των προϊόντων της. Η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων ηλέκτρου αλλά και χρυσού στους τάφους του Κακοβάτου καταδεικνύει ότι σε αυτούς είχαν ενταφιασθεί νεκροί υψηλής κοινωνικοοικονομικής στάθμης, ενώ το μέγεθος των τάφων μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους Βασιλικούς τάφους της Αργολίδος.
Η ιθύνουσα τάξη της περιοχής ασχολούταν πιθανόν με το εμπόριο του κεχριμπαριού αλλά και άλλων αγαθών από μέρη τόσο μακρινά όπως η Βαλτική αλλά και ολόκληρη την Μεσόγειο θάλασσα και προφανώς ο Κακόβατος υπήρξε εισαγωγικό κέντρο.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κακοβάτου όταν ανεσκάφη, στις αρχές του 20ου αιώνα προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων, λόγω του πλούτου των ευρημάτων και του μεγέθους των θολωτών τάφων. Οι Ομηρικές περιγραφές της Πύλου και του ανακτόρου του βασιλιά της, Νέστορα, ταιριάζουν απόλυτα με την τοπογραφία της περιοχής, και οδήγησαν τον Dörpfeld, στην ταύτιση του Κακοβάτου με την ομηρική Πύλο.
Η ανακάλυψη λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του ανάκτορο του Εγκλιανού στην Χώρα Τριφυλίας και η αποκρυπτογράφηση των κειμένων της Γραμμικής Β (της πρώτης ελληνικής γραφής) έδειξαν ότι η ομηρική Πύλος ίσως βρισκόταν περίπου 100 χιλιόμετρα νοτίως του Κακοβάτου.
Οι μεταπολεμικές ανασκαφές σε διάφορες Μεσσηνιακές θέσεις απέδωσαν μεγάλο αριθμό θολωτών ταφικών μνημείων ( Περιστεριά, Ρούτσι, Εγκλιανός, Κουκουνάρα), που προφανώς χρησιμοποιούνταν για τις ταφές των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Πιθανώς η ύπαρξη πολλών θολωτών μνημείων να μαρτυρεί και την πολιτική δομή του Βασιλείου του Νέστορος, δηλαδή είχαν δημιουργηθεί μικρά επαρχιακά βασίλεια – ηγεμονίες, που υπάγονταν διοικητικά στο βασίλειο της Πύλου. Ωστόσο η ακμή των Μυκηναϊκών κέντρων της Βόρειας Τριφυλίας, του Κακοβάτου και της Περιστεριάς, τοποθετείτε μεταξύ -1600 και -1400, ενώ η ακμή των Μυκηναϊκών θέσεων στην περιοχή της σημερινής Πύλου ανάμεσα στο -1300 και -1150.
Ο Κακόβατος είτε υπήξε η Ομηρική Πύλος είτε όχι, υπήρξε ένας πλούσιος και πολύ σημαντικός οικισμός των Μυκηναίων και γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον -16ο αιώνα. Όταν στους επόμενους αιώνες ( περίπου στο -1400) το εμπόριο του ηλέκτρου, για άγνωστους και αδιευκρίνιστους λόγους, ατόνησε, τότε και ο οικισμός του Κακοβάτου εγκαταλείφθηκε. Η οικονομική παρακμή και η συνεχής μείωση της εμπορικής δραστηριότητας με τη Δύση επηρέασε μάλλον ολόκληρη την Βόρεια Τριφυλία και ίσως σε συνδυασμό με κλιματικές μεταβολές ή γεωλογικούς παράγοντες (πχ έντονη σεισμική δραστηριότητα) πιθανώς να οδήγησαν στη μερική εγκατάλειψη της Βορείου Τριφυλίας, βάσει των έως τώρα γνωστών ανασκαφικών δεδομένων.
Βιβλιογραφία:
Νικολέντζος Κωνσταντίνος: "Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, Εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα"
ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος
VIDEO- Παρουσίαση του αρχαιολογικού χώρου Κακοβάτου
Φωτογραφίες αρχαιολογικού χώρου Κακοβάτου