Η Δυτική Πυλία βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους.
Συγκεκριμένα η Μεθώνη και το σύμπλεγμα των νήσων των Οινουσσών (Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή ή Αγία Μαρίνα, Σχίζα, Βενετικό και Πετροκάραβο) οριοθετούν και ελέγχουν έναν στενό θαλάσσιο δίαυλο στο νοτιοδυτικό άκρο της Μεσσηνίας, που αποτελεί πανάρχαια ναυτιλιακή διαδρομή.
Σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής, τα νησιά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι- σταθμοί ή αγκυροβόλια για τα πλοία που διέπλεαν τα στενά, αλλά και ως κρησφύγετα σε περιόδους αναταραχών. Τα σωζόμενα λείψανα συνηγορούν στην εκούσια και προγραμματισμένη χρήση τους και όχι στην τυχαία και αποσπασματική. Βασικό πλεονέκτημα για τη χρήση τους υπήρξε η παρουσία πόσιμου νερού, απαραίτητου για την οποιαδήποτε μορφή εγκατάστασης. Παράλληλα, όλες οι νησίδες διαθέτουν ένα-δύο ή περισσότερους ευλίμενους όρμους για ποικίλους καιρούς.
Την εκούσια επιλογή και τη χρήση τους συνηγορεί και η χρησιμοποίηση στις κατασκευές οικοδομικού υλικού, όπως ο ψαμμίτης, ο οποίος μεταφέρθηκε από την απέναντι ηπειρωτική ακτή, όπου αφθονεί, ενώ απουσιάζει παντελώς τουλάχιστον στις τρεις πρώτες νησίδες.
Τα οικιστικά λείψανα μαρτυρούν συνεχείς μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις, χρονολογούμενες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα στοιχεία που αντιστοιχούν στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι αρκετά, αλλά πολλές φορές επιβεβαιώνονται και από τα μεταγενέστερα ευρήματα που διατηρούνται πάνω στις νησίδες.
Η Αγία Μαριανή
Ένα από τα νησιά αυτά, η Αγία Μαριανή, προσφέρεται με τη βατή και ομαλή επιφάνεια του για μόνιμη εγκατάσταση. Στην ανατολική ακτή της, στο όριο του αιγιαλού, διατηρούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτιριακά κατάλοιπα, ένα πηγάδι κτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που ανήκουν στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους.
Σε πλάτωμα στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο ομώνυμος ναός, πλήρως ανακαινισμένος σήμερα. Σε επαφή με αυτόν, στη βόρεια πλευρά του και σε χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται το βόρειο κλίτος παλαιότερου ναού βυζαντινών χρόνων. Διατηρείται κοινός μεταξύ τους τοίχος, σε επίπεδο περίπου 1 μ. κάτω από το έδαφος, ο οποίος στηρίζεται σε τοξοστοιχία από τρία τόξα. Ο σύγχρονος ναός εδράζεται στα θεμέλια παλαιότερου και μεγαλύτερων διαστάσεων, ίσως μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και καταλαμβάνει εν μέρει τμήμα του κεντρικού κλίτους του. Όλη η περιοχή, από την παραλία μέχρι την εκκλησία της Αγίας Μαριανής, είναι διάσπαρτη με όστρακα αγγείων και κεραμιδιών και τοιχία που διαγράφονται στο έδαφος. Τα όστρακα των χονδροειδών αγγείων χρονολογούνται έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.
Η Σχίζα
Η Σχίζα, σήμερα στο μεγαλύτερο της τμήμα πεδίο βολής, διατηρεί ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους. Μια μεγάλη εγκατάσταση της ύστερης αρχαιότητας και των πρώιμων βυζαντινών χρόνων εκτείνεται σε πλάτωμα που απολήγει σε ακρωτήρι, στα βορειοανατολικά του νησιού.
Η περιοχή περιλαμβάνει βαθύ ευλίμενο όρμο, στη θέση Λίμπι, με δύο μυχούς, που προσφέρει ασφαλές καταφύγιο. Η στεριά καλύπτεται από όστρακα και κτιριακά λείψανα σε επίπεδο θεμελίων, κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην παραλία του ενός των μυχών διατηρείται παλιό πηγάδι πόσιμου νερού, ενεργό και σήμερα.
Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.
Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.
Η Σαπιέντζα
Στη βορειοδυτική ακτή της Σαπιέντζας βρίσκεται το γνωστό ναυάγιο των σαρκοφάγων από γρανίτη, που τεκμηριώνει τη χρήση του θαλάσσιου δρόμου στους αυτοκρατορικούς χρόνους (+1ος αι.).
Στη χερσαία περιοχή που γειτονεύει με το ναυάγιο υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα σε επίπεδο θεμελίων και αφθονία οστράκων κυρίως των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Σε τμήμα αυτής της περιοχής που διαβρώνεται από την θάλασσα διατηρείται δάπεδο από φερτό ψαμμίτη που χαρακτηρίζεται από όστρακα 6ου- 7ου αιώνα, ενώ σε ανώτερο επίπεδο υπάρχει μεταγενέστερο οικοδόμημα κτισμένο αποκλειστικά από ασβεστόλιθο και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ίσως μεσοβυζαντινών χρόνων.
Στην ίδια περιοχή, σε νεότερους χρόνους, κατασκευάστηκαν ασβεστοκάμινοι, μία από τις οποίες μέσα στο μεσοβυζαντινό κτίριο με μερική χρήση του βόρειου και του ανατολικού τοίχου του.
Περισσότερα γιά την νήσο Σαπιέντζα μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο: Νήσος Σαπιέντζα
Το Βενετικό
Το Βενετικό αποτελεί το τελευταίο μεγάλο νησί των Οινουσσών, ορεινό και απόκρημνο, το οποίο στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή επίπεδη γλώσσα ξηράς. Στη θέση αυτή διατηρείται αλυκή, η οποία μπορεί να ανήκει στις επιτόπιες πήγες παραγωγής αλατιού που μαρτυροΰνται από τους βυζαντινούς χρόνους, και διασώζονται τα λείψανα ενός συγκροτήματος, που αποτελείται από το κυρίως κτίριο, δυο προσθήκες και έναν πΰργο, ένα δεύτερο κυψελωτό κτίριο πάνω στον αιγιαλό και ένα πηγάδι κτιστό, ενεργό μέχρι σήμερα.
Το Βενετικό
Το Βενετικό αποτελεί το τελευταίο μεγάλο νησί των Οινουσσών, ορεινό και απόκρημνο, το οποίο στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή επίπεδη γλώσσα ξηράς. Στη θέση αυτή διατηρείται αλυκή, η οποία μπορεί να ανήκει στις επιτόπιες πήγες παραγωγής αλατιού που μαρτυροΰνται από τους βυζαντινούς χρόνους, και διασώζονται τα λείψανα ενός συγκροτήματος, που αποτελείται από το κυρίως κτίριο, δυο προσθήκες και έναν πΰργο, ένα δεύτερο κυψελωτό κτίριο πάνω στον αιγιαλό και ένα πηγάδι κτιστό, ενεργό μέχρι σήμερα.
Το συγκρότημα, διαστάσεων 20x7 μ., είναι κτισμένο από ψαμμιτόλιθους -πέτρωμα που υπάρχει στο νησί- με ισχυρό συνθετικό ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι του έχουν πάχος περί τα 0,80 μ.
Τοιχία και οικοδομικό υλικό διακρίνονται και στον ευρύτερο χώρο. Αφθονούν, επίσης, οι κεραμίδες και τα όστρακα. Ο πυρήνας του συγκροτήματος αυτοΰ είναι παλαιός και ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ μια από τις υστέρες φάσεις του ανήκει στον 17ο- 18ο αιώνα.
Το δεύτερο κτίριο, πάνω στον αιγιαλό, είναι τετράγωνης κάτοψης με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα σε κάθε πλευρά και καλύπτεται με τρουλίσκο. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Πιθανόν να πρόκειται για φάρο (φανό θαλάσσης) ή κτίριο που είχε σχέση με την παραγωγή του αλατιού, αλλά όχι για λουτρό. Ανήκει στους μεταβυζαντινούς χρόνους (17ος- 18ος αι.).
Το Πετροκάραβο είναι απλός βράχος χωρίς ίχνη κατοίκησης.
Οι παραπάνω μαρτυρίες εγκαταστάσεων στα νησιά αυτά συνηγορούν για τη στρατηγική θέση της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, και ιδιαίτερα της Μεθώνης, επιβεβαιώνουν τη διαρκή κατοίκηση του χώρου, προσδιορίζουν ότι η Μεθώνη και η περιοχή της αποτέλεσε όλες τις χρονικές περιόδους σημαντικό ναυτικό κόμβο, σταθμό πρώτα από όλα για στρατιωτικό έλεγχο και επιχειρήσεις. Ίσως είναι αυτή η αιτία που ποτέ δεν απώλεσε το όνομα της, δεν ξεχάστηκε με την πάροδο του χρόνου, σε αντίθεση με την Πΰλο (Ναβαρίνο), που αν και είναι το καλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, σιώπησε κάποια στιγμή.
Η περαιτέρω επιστημονική έρευνα της περιοχής πιστεύουμε ότι θα αποδώσει σημαντικά ευρήματα για την Βυζαντινή περίοδο.
Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη: Πρωτοβυζαντινή Πυλία
Ο Ομηρικός Πήδασος και η αρχαία Μεθώνη
Απέναντι από την νήσο Σαπιέντζα βρίσκεται ο όρμος της Μεθώνης και η καστροπολιτεία της Μεθώνης, ένα από τα σπουδαιότερα οχυρωματικά σύνολα του Ελληνικού χώρου.
Απέναντι από την νήσο Σαπιέντζα βρίσκεται ο όρμος της Μεθώνης και η καστροπολιτεία της Μεθώνης, ένα από τα σπουδαιότερα οχυρωματικά σύνολα του Ελληνικού χώρου.
Είναι χτισμένη σε θέση που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους και που ταυτίζετε με τον Ομηρικό Πήδασο. Ο Προϊστορικός Πήδασος ταυτίζεται με τον καταποντισμένο Μυκηναϊκό οικισμό που έχει εντοπιστεί και ερευνάτε στον όρμο της Μεθώνης.
Σε διάφορα σημεία των μεσαιωνικών τειχών υπάρχουν είτε τμήματα τειχοδομίας της αρχαίας Μεθώνης στην αρχική θέση τους είτε αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη σε μεταγενέστερη χρήση. Οι Ενετοί και οι Τούρκοι, που κατέλαβαν την πόλη ύστερα από μακραίωνη βυζαντινή παρουσία και βραχύβια φραγκική κατοχή, συμπλήρωσαν τις παλαιότερες οχυρώσεις ή και χρησιμοποίησαν αρχαία μέλη στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων τους. Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της. Πόλη οικονομικά ανθηρή λόγω των εμπορικών συναλλαγών υπήρξε από την αρχαιότητα συγκοινωνιακός κόμβος ενώ τον μεσαίωνα ήταν σταθμός για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Περισσότερα στον σύνδεσμο: Πήδασος, η βυθισμένη Μυκηναϊκή πόλη και η αρχαία Μεθώνη
Σε διάφορα σημεία των μεσαιωνικών τειχών υπάρχουν είτε τμήματα τειχοδομίας της αρχαίας Μεθώνης στην αρχική θέση τους είτε αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη σε μεταγενέστερη χρήση. Οι Ενετοί και οι Τούρκοι, που κατέλαβαν την πόλη ύστερα από μακραίωνη βυζαντινή παρουσία και βραχύβια φραγκική κατοχή, συμπλήρωσαν τις παλαιότερες οχυρώσεις ή και χρησιμοποίησαν αρχαία μέλη στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων τους. Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της. Πόλη οικονομικά ανθηρή λόγω των εμπορικών συναλλαγών υπήρξε από την αρχαιότητα συγκοινωνιακός κόμβος ενώ τον μεσαίωνα ήταν σταθμός για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Περισσότερα στον σύνδεσμο: Πήδασος, η βυθισμένη Μυκηναϊκή πόλη και η αρχαία Μεθώνη