Το όρος Εύα
Το όρος της Εύας και το όρος της Ιθώμης αποτελούν ουσιαστικά έναν ενιαίο ορεινό όγκο που βρίσκεται περίπου στο γεωγραφικό μέσον της Μεσσηνίας και έχει κατεύθυνση Β- Ν. Το όρος της Ιθώμης βρίσκεται στα Β του ορεινού όγκου και έχει ύψος 800μ. ενώ η Εύα βρίσκεται στα Ν και φτάνει τα 730μ. ύψος ενώ ένα μεγάλο διάσελο ύψους 480μ. ενώνει τα δύο βουνά.
Αν και ο ορεινός όγκος Ιθώμης- Εύας δεν είναι πολύ υψηλός, η θέση του ωστόσο στο μέσον περίπου της εκτεταμένης και γόνιμης Α Μεσσηνιακής πεδιάδας, της “Μακαρίας” τον κάνει να δεσπόζει στο μεσσηνιακό τοπίο. Ο ορεινός αυτός όγκος μαζί με την απόληξη των βουνών στα Α δημιουργούν ένα στένεμα 5 χλμ. που χωρίζει την πεδιάδα στα δύο. Προς Ν η πεδιάδα φτάνει μέχρι τον μεσσηνιακό κόλπο και υδρεύεται από τον μεγαλύτερο ποταμό της Μεσσηνίας, τον Πάμισο, ενώ στα Β υπάρχει το επίσης γόνιμο Στενυκλαρικό πεδίο. Ανατολικά της Ιθώμης και Εύας στα 2.5 περίπου χλμ. υπάρχει ο ορεινός όγκος του "Ψωριάρη", ο οποίος έχει κατεύθυνση Β-Ν. Οι δύο ορεινοί όγκοι οριοθετούν ένα οροπέδιο περίπου 6 τετ. χλμ στο Β μέρος του οποίου είναι χτισμένη η αρχαία Μεσσήνη.
Στην κορυφή του όρους της Ιθώμης υπήρχε το πολύ σημαντικό για τους Μεσσήνιους Ιερό του Ιθωμάτα Διός, που ήταν σε χρήση στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους, ενώ στην κορυφή του όρους της Εύας υπήρχε το επίσης σημαντικό Ιερό του Διονύσου.
Για το Ιερό του Διονύσου στο όρος της Εύας μας πληροφορεί ο περιηγητής Παυσανίας[1]: "Το όνομα του όρους (της Εύας), καθώς λέγεται, προήλθε από το βακχικόν επιφώνημα "ευοί", το οποίον ελέχθη το πρώτον εις το μέρος αυτό υπό του Διονύσου και των ακολούθων του γυναικών."
Ο Παυσανίας λοιπόν μας πληροφορεί ότι για πρώτη φορά στο όρος της Εύας υπήρξαν Διονυσιακά λατρευτικά δρώμενα τα οποία μάλιστα θεσπίστηκαν από τον ίδιο τον Θεό. Η αναφορά αυτή ίσως να είναι υπερβολική, όμως μας δείχνει την σημαντικότητα αλλά και την αρχαιότητα του ιερού του Διονύσου.
Γνωρίζουμε από την ανάγνωση των πινακίδων Γραμμικής Β του ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού (αλλά και από αλλού) ότι ο Διόνυσος αποτελούσε μέρος του Μυκηναϊκού Πανθέου, και πιθανότατα είναι στους Προϊστορικούς χρόνους που θα πρέπει να αναζητήσουμε τις απαρχές της λειτουργίας του Ιερού του Διονύσου στο όρος της Εύας.
Τα Ιερά στην Μυκηναϊκή εποχή[2]
Πληροφορίες για τις Μυκηναϊκές θρησκευτικές δοξασίες αντλούμε από:
Α. Τα Ομηρικά έπη, τα οποία αν και γράφηκαν στην Αρχαϊκή εποχή, περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες κυρίως για την λατρεία και τα ταφικά έθιμα στην Μυκηναϊκή εποχή.
Β. Οι πινακίδες Γραμμικής Β, κυρίως της Πύλου και της Κνωσσού. Οι πινακίδες που γράφηκαν τον -13ο αι. αναφέρονται σε ονόματα Θεών που λατρεύονταν προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής. Στις πινακίδες αναφέρονται τα αφιερωμένα αναθήματα, αποδεικνύεται οι ύπαρξη Ναών και Ιερών χώρων, αλλά και τάξης ιερέων που διαχειρίζετε την περιουσία των ιερών. Άλλες πληροφορίες όπως λατρευτικές πρακτικές, συγκεντρώσεις και πανηγύρεις, είναι ασαφείς και επιδέχονται διάφορων ερμηνειών.
Γ. Τα αποκαλυφθέντα ανασκαφικά κατάλοιπα της Μυκηναϊκής εποχής. Αυτά, εκτός από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, περιλαμβάνουν δακτυλίδια, σφραγιδόλιθους, διάφορους ψήφους αλλά και μικρογραφίες και τοιχογραφίες.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι τοιχογραφίες και άλλα γραπτά μνημεία, περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα ιερά κτίσματα της περιόδου.
Ναΐσκοι
Οι ναΐσκοι ήταν αυτοτελή κτίσματα, που δεν αποτελούσαν τμήμα ανακτορικού συγκροτήματος και ήταν αφιερωμένα στην λατρεία κάποιας θεότητας. Οι ναΐσκοι της Μυκηναϊκής εποχής ήταν σχετικά μικρά τετράπλευρα κτίσματα ενίοτε κατασκευασμένα πάνω σε κρηπίδες. Αποτελούνταν συνήθως από ένα μόνο δωμάτιο, ενώ η μιά πλευρά του κτίσματος ήταν ανοιχτή και αποτελούσε την είσοδο στον ναΐσκο. Σε κάποιες περιπτώσεις ενσωματώνονταν νεότερες προσθήκες και ο παλαιότερος ναΐσκος χρησιμοποιούνταν ως άδυτο. Ενίοτε γύρω από τον ναΐσκο κατασκευάζονταν και επιπλέον δωμάτια που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση των σκευών και των θησαυρών του Ιερού. Πάνω στην στέγη συνήθως τοποθετούνταν ιερά κέρατα, σύμβολα ιερότητας της Μυκηναϊκής θρησκείας. Στις πινακίδες Γραμμικής Β δεν μνημονεύονται ναΐσκοι, μολονότι υποδεικνύονται από τα ονόματα των Θεών. Παράδειγμα η πινακίδα Tn 316 της Πύλου όπου αναφέρονται ο Ποσειδών, ο Ζεύς, η Ήρα και ο Ερμής. Στην εισαγωγική φράση της πινακίδας υπονοείται, χωρίς να ονομάζεται, Ιερό ή Ναός του Ποσειδώνος. Η πινακίδα αναφέρει τα αναθήματα προς τους θεούς αυτούς: Στον Ποσειδώνα ένα χρυσό κύπελο και δύο γυναίκες, στον Δία ένας χρυσός σκύφος και ένας άνδρας, στην Ήρα ένα χρυσό κύπελο και μία γυναίκα ενώ στον Ερμή ένα χρυσό κύπελο και ένας άνδρας. Τα χρυσά σκεύη θα κατατίθενται στους ναούς των Θεών, γι' αυτό και η προσθήκη δωματίων ήταν απαραίτητη.
Πολύ σπουδαία είναι η παράσταση κτίσματος που απεικονίζεται σε τοιχογραφία στο ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού.[3] Πρόκειται για ένα τετράπλευρο μικρό κτίσμα, η πρόσοψη του οποίου είναι ανοιχτή και στο μέσον της οποίας υπάρχει κίονας με ένα διφυές κιονόκρανο. Στην στέγη του κτίσματος απεικονίζονται δύο αντικριστές σφίγγες. Ο Blegen και ο Lang δέχονται ότι το κτίσμα είναι μικρός ναΐσκος.
Στην λεγόμενη βορειοανατολική πτέρυγα του ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού, που αποτελείτε από 6 δωμάτια, εντοπίζεται και το δωμάτιο 93. Το σχεδόν τετράγωνο αυτό δωμάτιο, (3,10μ.Χ 3,40μ.) είχε ανοιχτή πρόσοψη προς την αυλή και ήταν κατά πάσα πιθανότητα ναΐσκος αφού ακριβώς μπροστά του ευρέθηκε μεγάλος τετράπλευρος βωμός. Σε ένα από τα δωμάτια της πτέρυγας, που ήταν ανεξάρτητη από το κυρίως ανάκτορο, ευρέθηκε πινακίδα με το όνομα της θεότητας Ποτνία Ιππεία.[4]
Στην κορυφή του όρους Μίνθης (υψομ.1221μ.) στην Τριφυλία, ανακαλύφθηκαν, από κλιμάκιο του Γερμανικό Αρχαιολογικού Ινστιτούτου[5] το 2010, τα θεμέλια ενός αρκετά μεγάλου κτίσματος, 8Χ 8 μέτρων. Πρόκειται για μεγάλο Ιερό που από την λιθοδομή κατατάσσεται στους Προϊστορικούς χρόνους. Μέρος του Ιερού καλύπτεται από τα ερείπια ενός μικρού Βυζαντινού ναΐσκου, του "προφήτη" Ηλία. Οι Γερμανοί αναφέρουν ότι πιθανόν το Ιερό να ήταν αφιερωμένο στον Δία, ενώ επίσης είναι πιθανόν να πρόκειται για το Ιερό του Πλούτωνος, το οποίο αναφέρει ο γεωγράφος Στράβων.[6]
Υπαίθρια Ιερά- Τεμένη
Η ύπαρξη υπαίθριων Ιερών αποδεικνύεται κυρίως από παραστάσεις σε δακτυλίδια. Τα υπαίθρια αυτά Ιερά δυνάμεθα να τα ονομάσουμε και Τεμένεα- Τεμένη. Τον όρο τέμενος βρίσκουμε σε πινακίδα Γραμμικής Β του Άνω Εγκλιανού, το οποίον καρπούται ο άναξ ή ο λαβαγέτας. Σύμφωνα με την παράδοση των Ομηρικών επών υπήρχαν όχι μόνο τεμένη ανάκτων και ηρώων αλλά και τεμένη Θεών. Στους πρώτους τα τεμένη δίνονταν ως βασιλική τιμή ή ως ανταμοιβή για εξέχουσες υπηρεσίες προς την πατρίδα. Τα υπαίθρια Ιερά όπως και οι Ναΐσκοι περιλάμβαναν και βωμούς.
Ενδιαφέρουσα παράσταση υπάρχει στο δακτυλίδι αρ. 8 που βρέθηκε από τον Χ. Τσούντα σε ανασκαφή θαλαμοειδή τάφου στις Μυκήνες το 1895. Απεικονίζει δύο γυναίκες σε λατρευτική στάση σε έναν δασώδη χώρο, ο οποίος φαίνεται να είναι περίκλειστος και του οποίου η είσοδος φαίνεται να είναι χαμηλά στο κέντρο. Από το σημείο αυτό ξεκινάει δρομίσκος που φτάνει σε ένα κλειστό κτίσμα με επίπεδη κορυφή. Η συμπαγής κατασκευή πιθανότατα είναι βωμός προς τον οποίο είναι στραμμένες οι γυναίκες ενώ τα εικονιζόμενα δέντρα και κλάδοι υποδεικνύουν ότι το υπαίθριο Ιερό είναι Ιερό άλσος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα από τα τέσσερα χρυσά δακτυλίδια που βρέθηκαν το 2015, στον άθικτο λιθόκτιστο τάφο του "Γρύπα Πολεμιστή", της ΥΕΙΙΑ, κοντά στον Θολωτό Τάφο IV, στο Ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού.[7] Πέντε εντυπωσιακά ντυμένες γυναικείες φιγούρες πλαισιώνουν ένα Ιερό. Το ιερό βρίσκεται κοντά σε ακτή, ενώ τρεις γυναίκες στέκονται στα δεξιά και δύο στα αριστερά του. Και οι πέντε γυναίκες στέκονται σε μια κυματιστή ταινία που χωρίζει τη στεριά από τη θάλασσα και είναι διακοσμημένη με μικρούς εντυπωσιακούς κύκλους διατεταγμένους σε οριζόντιες σειρές (προφανώς αντιπροσωπεύει μια αμμώδη παραλία). Το Ιερό είναι κατασκευασμένο με δύο μεγάλος πέτρινους πλευρικούς κίονες, στην κορυφή των οποίων στηρίζεται ένα φαρδύ ανώφλι διακοσμημένο με μια ενιαία ταινία κύκλων. Ο χώρος μεταξύ των τοίχων είναι διακοσμημένος με ένα δικτυωτό σχέδιο, ενώ ένας κορμός φαίνεται να ξεπηδά από την οροφή του ιερού. Δύο χουρμαδιές πλαισιώνονται το Ιερό ενώ και οι πέντε γυναίκες αντικρίζουν το ιερό και το δέντρο.
Βωμοί
Εκτός από τους βωμούς που υπήρχαν στους Ναΐσκους και τα υπαίθρια Ιερά, υπήρχαν και βωμοί μόνοι τους σε διάφορα σημεία, σαν μικρά παρεκκλήσια. Στην μυκηναϊκή εποχή χρησιμοποιούνταν διάφοροι τύποι βωμών, συνηθέστεροι των οποίων ήταν οι τετράπλευροι. Οι τετράπλευροι βωμοί ήταν μονολιθικοί ή και κτιστοί.
Παράδειγμα κτιστού τετράγωνου βωμού έχουμε σε σφραγιδόλιθο από σάρδιο που βρήκε ο Σ. Μαρινάτος στην ανασκαφή του Θολωτού τάφου 2 του Μυρσινοχωρίου. Απεικονίζεται γυμνόστηθη γυναίκα με στολισμένη φούστα να προχωρεί προς κτίσμα για να αποθέσει κρίνα, τα οποία κρατάει στο δεξί της χέρι. Το κτίσμα είναι μικρό και προφανώς ξύλινο, ενώ ζεύγος κεράτων υψώνετε στο πάνω μέρος δηλώνοντας την ιερότητα του κτίσματος. Η κατάθεση των κρίνων και η ξύλινη κατασκευή του βωμού δηλώνει ότι χρησιμοποιείτο μόνο για αναίμακτες θυσίες, άνθη, καρποί κ.α.
Τετράγωνος βωμός απεικονίζεται και σε χρυσό δακτυλίδι που βρέθηκε στον Θολωτό τάφο IV του Άνω Εγκλιανού. Στο μέσο της παράστασης απεικονίζεται μικρό τετράπλευρο κτίσμα, η πρόσοψη του οποίου είναι κλειστή. Ο βωμός φαίνεται να βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα ή βουνό, ενώ στο πάνω μέρος του έχει δύο εξοχές που ίσως είναι ιερά κέρατα. Αριστερά του βωμού βρίσκονται σε άνδρες σε λατρευτική στάση ενώ στα δεξιά υπάρχει αίγαγρος, προφανώς η θυσία των δύο ανδρών.
Επίσης υπήρχαν βωμοί κυκλικοί, αμφίκοιλοι καθώς και τράπεζαι προσφορών.
Κυκλικός βωμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η κατασκευή στο κέντρο του Μεσοελλαδικού Τύμβου των Παπουλίων. Σύμφωνα με το ανασκεφέα[8] Σ. Μαρινάτο η κατασκευή αυτή ήταν ένα είδος κενοταφίου όπου τελούνταν θυσίες.
Ως κυκλικοί βωμοί θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν και οι μεγάλες κυκλικές εστίες των μυκηναϊκών μεγάρων γιατί εκτός από την θέρμανση του χώρου θα χρησιμοποιούνταν και στην λατρεία, στις σπονδές επίσημων συγκεντρώσεων κ.α.
Οι αμφίκοιλοι βωμοί μπορούσαν να είναι μικροί, κυρίως για αναίμαχτες θυσίες, ή και μεγάλες αμφίκοιλες τριποδικές τράπεζες για τις θυσίες των ζώων.
Μικρές τριποδικές τράπεζες, γνωστές ως τράπεζαι προσφορών, αποτελούσαν μια κατηγορία μικρών και φορητών βωμών, κυρίως για οικογενειακή χρήση και αναίμακτες θυσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μικρή επιχρισμένη τριποδική τράπεζα που βρέθηκε στο ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού, ενώ και ιδιώτες είχαν στις οικίες τους τέτοιες τράπεζες.
Υπαίθριος βωμός της Μεσοελλαδικής εποχής ανασκάφηκε στο Νησακούλι της Μεθώνης[9] από τον Άγγελο Χωρέμη το 1968. Ο βωμός αποτελούνταν από δύο τοιχία που εφάπτονταν, δημιουργώντας ένα Γ γιά προστασία της πυράς από τους δυτικούς και νότιους ανέμους των συνηθεστέρων και ισχυροτέρων της περιοχής. Στον βωμό υπήρχε μεγάλος σωρός από πέτρες, ικανός αριθμός κεκαυμένων οστών ζώων, οστράκων, ως και μεγαλυτέρων τμημάτων αγγείων. Μεταξύ των οστών υπήρχαν τεμάχια κεράτων ελάφου ως και χαυλιόδοντες. Ο βωμός κοντά στον οποίων υπήρχαν ταφές ΜΕ εποχής ήταν χώρος καύσεων και προσφορών προς τους νεκρούς, ενώ η περιγραφή του βωμού από τον ανασκαφέα δεν απέχει πολύ από την περιγραφή Μαρινάτου για το κενοτάφιο, το πεταλόσχημο κτίσμα, που βρίσκεται στο κέντρο του τύμβου των Παπουλίων.
Στις ανασκαφές στην Ίκλαινα της Μεσσηνίας[10] και στα νότια της αυλής του Κτηρίου Χ βρέθηκε ένας ελλειπτικός λάκκος, 4,5μ.Χ 3μ. Μέσα στον λάκκο υπάρχει ένας καμπύλος τοίχος που εκτείνεται από τα βόρεια προς τα νοτιοανατολικά, που ορίζει μια περιοχή με καμένο χώμα και στάχτη, καμένα και άκαυστα οστά προβάτων/κατσικιών και γουρουνιών, ειδώλια ζώων, διπλωμένο φύλλο μολύβδου, θραύσματα ζωγραφισμένου σοβά, θραύσματα ζωγραφισμένου γύψινου πίνακα προσφορών, πολυάριθμα όστρακα και δώδεκα πλήρη ή σχεδόν ολόκληρα κωνικά κύπελλα και κυλίκες που χρονολογούνται στο YEΙΙΙΑ1/ΙΙΙ2. Η ύπαρξη αυτών των ευρημάτων στον λάκκο μπορεί να υποδηλώνει ότι αυτό μπορεί να ήταν ένα υπαίθριο ιερό.
Υπαίθρια Ιερά στις πινακίδες του Άνω Εγκλιανού
Οι πινακίδες Γραμμικής Β του Άνω Εγκλιανού μας πληροφορούν για την ύπαρξη υπαίθριων ιερών που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην Πυλιακή κοινωνία.
Οι πινακίδες Fr 1220, 1226, Ua 1413, Un 47 and Vn 10 μας πληροφορούν για το ro-u-si-jo a-ko-ro, Λούσιο Άκρο ή Πεδίο. Στην πινακίδα Fr 1226 αποστέλλεται προσφορά αρωματικού ελαίου σε αυτό το ιερό για να αφιερωθεί απλώς στους θεούς (te-o-i), ενώ στην Fr 1220, οι θεότητες που πρόκειται να λάβουν το αρωματικό λάδι δεν προσδιορίζονται. Το Ro-u-si-jo a-ko-ro εμφανίζεται ξανά στο Un 47, όπου ορίζεται ως τόπος θρησκευτικής γιορτής, για την οποία συγκεντρώνονται σύκα, σιτάρι, είκοσι ένα πρόβατα και φυσικά κρασί (μεταξύ άλλων αγαθών). Στο Ua 1413, το ro-u-si-jo a-ko-ro βρίσκεται για άλλη μια φορά σε θρησκευτικό πλαίσιο, καθώς συνδέεται με τον λατρευτικό όρο po-re-no-tu-te[-ri-ja, ο οποίος μπορεί να ερμηνευθεί ως όνομα εορτής («θυσίες θυμάτων» ή «γιορτή θυσίας»). Το Λουσιανό Πεδίο δεν ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένη θεότητα και εξυπηρετούσε διάφορες λατρευτικές πρακτικές και εορτές, ενώ έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο εορταστικό ημερολόγιο των Πυλίων.[11]
Ένα άλλο πιθανό υπαίθριο ιερό καταγράφεται στην πινακίδα Fr 1236, όπου αναγράφετε αρωματικό λάδι να στέλνεται στο pa-ki-ja-ni-jo a-ko-ro. Το Pa-ki-ja-ne ή Σφαγιάνες, που μεταφράζεται ως «τόπος θυσίας» είναι ίσως το πιό σημαντικό λατρευτικό κέντρο της Πυλίας. Μάλιστα οι Πύλιοι είχαν και μήνα με το όνομα αυτού του θρησκευτικού κέντρου, pa-ki-ja-ni-jo-jo me-no, προφανώς γιατί την εποχή αυτή γίνονταν κάποια πολύ σημαντική εορτή εκεί.[12]
Ο Διόνυσος στις πινακίδες του Άνω Εγκλιανού
Το γεγονός ότι ο Διόνυσος αποτελούσε μέρος του Μυκηναϊκού πανθέου, αλλά και του Πυλιακού, πιστοποιήται και από δύο πινακίδες Γραμμικής Β που βρέθηκαν στο ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού.[13]
H πρώτη πινακίδα PY Ea 102 di-wo-nu-so-jo "του Διονύσου" δημοσιεύθηκε το 1956, ενώ η δεύτερη PY Xa 1419 di-wo-nu-so βρέθηκε το 1960 και δημοσιεύθηκε το 1973.
Η πινακίδα PY Xa 1419 στο πίσω μέρος της αναγράφει wo-no-wa-ti-si, "στις γυναίκες του οίνου" πιστοποιώντας έτσι την σχέση του Διονύσου με τον οίνο. Μάλιστα η πινακίδα αυτή πιθανολογείται να είναι παλιότερη, γύρω στα -1400, και να αντανακλά ακόμα παλιότερες λατρευτικές πρακτικές (-1600).
Ωστόσο οι περισσότεροι από τους παλιότερους ερευνητές ήταν διστακτικοί ως προς την αναγνώριση του Διονύσου ως Θεού στις πινακίδες αυτές αφού πίστευαν ότι ο Διόνυσος δεν αποτελούσε μέρος του Μυκηναϊκού πανθέου αλλά εμφανίστηκε αργότερα στους ιστορικούς χρόνους.
Οι όποιες αμφιβολίες ήρθησαν όταν το 2000[14] η πινακίδα Ea 102, που δεν ήταν ολόκληρη, ενώθηκε με το συνανήκων απότμημά της, την Ea 107. Έτσι η νέα ανάγνωση της πινακίδας Ea 102+ Ea 107 έχει ως εξής: di-wo-nu-so-jo, e-ka-ra. "Η εσχάρα του Διονύσου". Η νέα ανάγνωση της πινακίδας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο Διόνυσος αποτελούσε μέρος του μυκηναϊκού πανθέου και λατρευόταν στην Πύλο.
Η ανάγνωση της λέξης "εσχάρα" είναι πολύ σημαντική αφού πιστοποιεί ότι υπήρχε βωμός αφιερωμένος στον Θεό Διόνυσο όπου γίνονταν αιματηρές θυσίες με καύση ζώων. Επίσης η πινακίδα πιστοποιεί για πρώτη φορά στις πινακίδες της Πύλου την ύπαρξη τεμαχίου γής (Τέμενος) αφιερωμένη σε Ιερό. Η μετωνυμική χρήση της λέξης εσχάρας για το Ιερό του Διονύσου μπορεί να σημαίνει ότι το εν λόγω ιερό χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη μεγάλου βωμού ολοκαυτωμάτων. Ο μεγάλος αυτός βωμός πιθανόν να ήταν σκαμμένος στο χώμα και να γέμιζε με τις στάχτες των θυσιών, κάτι ανάλογο και των βωμό του Διός στο Λύκαιο όρος. Αν και δεν έχει ως τώρα εντοπιστεί το ιερό του Διονύσου των πινακίδων, πιθανολογείται ότι βρισκόταν σε σχετικά μικρή απόσταση από το ανάκτορο του Άνω Εγκλιανού, ίσως κοντά στην θέση pa-ki-ja-na.
Η λατρεία του Διονύσου
Ένα προϊστορικό ιερό του Διονύσου[14]
Ιερό του Διονύσου στην Πύλο δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Μια εικόνα της εμφάνισής του θα μπορούσε να ληφθεί εξετάζοντας έναν άλλο ναό της Εποχής του Χαλκού, που υποτίθεται ότι ήταν αφιερωμένος στον Διόνυσο, το κτίριο στην Αγία Ειρήνη της Κέας, που ανασκάφηκε από τον J. L. Caskey.
Ο ανασκαφέας δηλώνει ότι οι θυσίες ζώων ήταν σημαντικές στη λατρεία, από την ΥΕΙΙΙΑ έως και την ΥΕΙΙΙΓ που ο προϊστορικός βωμός του ιερού ήταν σε λειτουργία.[15] «Στο σημείο αυτό και γύρω από τις πλευρές του βωμού παρατηρήθηκαν ίχνη καύσης. Η κορυφή του βωμού καταστράφηκε, αλλά στάχτη και καμένα υλικά συσσωρεύτηκαν στο πλάι σε ένα μέρος, σαν να είχαν πέσει από τον βωμό.»
Από τον μεγάλο αριθμό αγγείων πόσεως που βρέθηκαν στον χώρο, ο J. L. Caskey συμπέρανε ότι το κρασί πρέπει να ήταν σημαντικό στη λατρεία, και επιγραφικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την συνέχεια της λατρείας του Διονύσου και στους ιστορικούς χρόνους.
Η λατρεία ήταν πιθανώς του Διονύσου ως χθόνιου θεού και παριστάνονταν ως άνοδος του Διονύσου, ως έκφανση της δύναμης της ανάπτυξης.
Ο M. E. Caskey είχε προτείνει «ότι ο Διόνυσος μπορεί να είναι θεός της Εποχής του Χαλκού στον οποίο δίνονταν διάφορα αφιερώματα και για τον οποίο γίνονταν ολοκαυτώματα». Η ανάγνωση της λέξης "εσχάρα" στην Πυλιακή πινακίδα Ea 102+ Ea 107 και η πιστοποίηση ότι υπήρχε βωμός και Ιερό αφιερωμένο στον Διόνυσο όπου γίνονταν αιματηρές θυσίες με καύση ζώων, έρχονται να τον επιβεβαιώσουν.
Η λατρεία του Διονύσου και θρησκευτικά δρώμενα στην Πύλο [16]
Στην πινακίδα της Πύλου PY Fr 1202, καταγράφετε μια γιορτή που πιθανόν να ήταν στενά συνδεδεμένη με τη λατρεία του Διονύσου, και ονομάζεται me-tu-wo-ne-wo ή Γιορτή του Νέου Κρασιού.
Η γιορτή αυτή πιθανόν να είχε παρόμοια λατρευτικά δρώμενα με την γιορτή των Ανθεστηρίων των ιστορικών χρόνων. Η πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν πιθοίγια όπου ανοίγονταν και δοκιμάζονταν για πρώτη φορά οι πίθοι με τον οίνο της χρονιάς. Τα Ανθεστήρια ήταν τόσο μια γιορτή αναγέννησης όσο και θανάτου, καθώς περιλάμβανε χθόνιες προσφορές στα πνεύματα των νεκρών που πίστευαν ότι περιφέρονταν στον θνητό κόσμο αυτή την περίοδο. Τιμώμενη θεότητα ήταν κυρίως ο Διόνυσος, καθώς η διπλή του φύση περιλάμβανε τις δυνάμεις της ζωής και του θανάτου. Έτσι η γιορτή περιλάμβανε στιγμές περίσκεψης αλλά και στιγμές ξέφρενου γλεντιού.
Φυσικά, δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το πώς η Γιορτή του Νέου Οίνου γιορταζόταν μεταξύ των Μυκηναίων, αλλά είναι λογικό, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές πτυχές της μυκηναϊκής θρησκείας που μπορούμε να βρούμε στην ελληνική θρησκεία των ιστορικών χρόνων, ότι ο Διόνυσος είχε την ίδια διπλή φύση στους μυκηναϊκούς χρόνους που είχε και στην ιστορική περίοδο και ότι η λατρεία του περιλάμβανε τον ίδιο τύπο συμμετοχής με εκστατική απελευθέρωση που χαρακτήρισε αργότερα τη λατρεία του.
Είναι βέβαιο ότι οι θυσίες και τα γλέντια ήταν πολύ σημαντικά στοιχεία στις μυκηναϊκές τελετουργίες και η κατανάλωση κρασιού ήταν σίγουρα μέρος αυτών των κοινοτικών εορτών. Αρκετές πινακίδες της Πύλου, όπως η Un 47, 138 και 718, καταγράφουν μεγάλες ποσότητες κρασιού ανάμεσα σε άλλα είδη διατροφής, όπως τυρί, σύκα, σιτάρι, κριθάρι και τα ζώα που μάζευαν για θυσία. Η κατανάλωση κρασιού, ίσως και άλλων ουσιών, στις γιορτές και η εμπειρία εκστατικών καταστάσεων οδηγούσε σε μεγαλύτερο κοινοτικό δέσιμο και προώθηση των κοινωνικών σχέσεων.
Στην Ελληνική θρησκεία, συμπεριλαμβανομένη και εκείνη της μυκηναϊκής εποχής, είναι ο Θεός Διόνυσος που προωθεί και επιβλέπει τέτοιες τελετουργικές πρακτικές που οδηγούν ολόκληρη την κοινότητα σε εκστατικές εμπειρίες.
Μιά ακόμα περίπτωση εκστατικών εμπειριών συνδεδεμένο με λατρευτικές πρακτικές μας παρέχει και η πινακίδα της Πύλου Un 2. Η πινακίδα αναφέρει την συγκέντρωση τροφών και ζώων για μια θρησκευτική εορτή που σχετίζεται με την μύηση του άνακτος: mu-jo-me-no, e-pi, wa-na-ka-te: μυιομένῳ ἐπὶ ƒανάκτει. Η πινακίδα επίσης αναφέρει ότι η γιορτή μύσης θα γινόταν στο ιερό pa-ki-ja-ne (τοπ.: pa-ki-ja-si), ή των Σφαγιάνων, του σημαντικότερο ίσως Πυλιακού Ιερού.
Ο John Killen[17] και άλλοι έχουν προτείνει ότι «η εν λόγω μύηση... θα είναι μύηση στα μυστήρια», που ίσως διεξάγεται αυτή τη στιγμή επειδή ο εν λόγω άναξ είχε μόλις πρόσφατα έχει γίνει βασιλιάς.
Γνωρίζουμε ότι στην ιστορική εποχή η εισαγωγή ενός νέου μέλους (μύστη) σε μυστήριο γίνονταν με τέτοιο τρόπο που να προκαλεί στον μύστη μια εκστατική κατάσταση. Το ίδιο θα πρέπει να ίσχυε και στην Εποχή του Χαλκού.
Διόνυσος και Δίας
Για το ιερό του Ιθωμάτα Διός ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει: "γιατί το τέμενος του Δία στην κορυφή της Ιθώμης που το είχαν αναθέσει ο Πολυκάονας και η Μεσσήνη, και που ως τότε οι Δωριείς δεν το είχαν τιμήσει, ο Γλαύκος όρισε να το τιμούν και αυτοί"[18]
Από την παραπάνω αναφορά συμπεραίνουμε ότι το Ιερό του Ιθωμάτα Διός ήταν από τα πρώτα σημαντικά ιερά της Μεσσηνίας και θα πρέπει να ιδρύθηκε στην πρώιμη εποχή του χαλκού.[19]
Ωστόσο από τις πινακίδες Γραμμικής Β του άνω Εγκλιανού, οι οποίες όπως αναφέραμε αντανακλούν τα θρησκευτικά δρώμενα συγκεκριμένης περιόδου (-1400/ -1200), διαπιστώνουμε ότι ο Δίας (Di-wo) δεν είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που γνωρίζουμε κυρίως από τους ιστορικούς χρόνους. Οι σημαντικότερες θεότητες του Πυλιακού πανθέου στην περίοδο αυτή φαίνεται να είναι ο Ποσειδώνας και η Ποτνία (po-ti-ni-ja).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην πινακίδα της Πύλου PY Cn 1287.6 αναγράφετε θηλυκή θεότητα με το όνομα του Δία, η di-wi-ja/di-u-ja. Δεν μπορεί να ταυτιστεί με την Θεά Ήρα αφού το όνομά της (e-ra) αναγράφετε σε άλλες πινακίδες. Επίσης στην πινακίδα PY Tn 316 αναφέρετε ότι υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Θεά, το Diwyaion, το οποίο μάλιστα πρέπει να τύγχανε μεγάλου σεβασμού. Επίσης αναφέρετε αντίστοιχη θηλυκή θεότητα του Ποσειδώνα, η po-si-da-e-ja. Οι παρουσία των θηλυκών αυτών θεοτήτων στο Μυκηναϊκό πάνθεον ίσως να είναι ο απόηχος παλαιότερων μητριαρχικών κοινωνιών. Ο θηλυκές αυτές θεότητες δεν φαίνεται να επιβιώνουν στους ιστορικούς χρόνους.
Στην θρησκευτική παράδοση των ιστορικών χρόνων ο Διόνυσος παρουσιάζεται ως Υιός του Δία. Τέτοιος όμως συσχετισμός των δύο θεών δεν φαίνεται να υπάρχει στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Σε μία πινακίδα μόνο από τα Χανιά (KH Gq 5) φαίνεται ο Διόνυσος να λατρεύετε μαζί με τον Δία στο ιερό του τελευταίου. Στην πινακίδα της Πύλου PY Tn 316 αναφέρετε ο Δρίμιος ως γιός του Δία. Το όνομα αυτό όμως δεν αναφέρετε πουθενά αλλού στις πινακίδες και ούτε υπάρχει στην παράδοση και την γραμματεία των ιστορικών χρόνων, οπότε είναι πολύ πιθανόν ο γραφέας της πινακίδας να έχει κάνει λάθος και η σωστή γραφή αντί για Δρίμιος, γιός του Δία να είναι Δρίμιος, ιερέας του Δία.
Συσχετισμός του Δία με τον Διόνυσο υπάρχει σίγουρα στα ονόματα των Θεών αφού το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Διονύσου di-wo-nu-so είναι το ίδιο με το όνομα του Δία di-wos. Ωστόσο σε ότι αφορά την κατάληξη nu-so δεν υπάρχει ως τώρα μιά κοινά αποδεκτή ετοιμολογία.[20]
Όπως είδαμε το ιερό του Δία στην κορυφή της Ιθώμης και το Ιερό του Διονύσου στην κορυφή της Εύας ιδρύθηκαν και τα δύο στην ίδια περίοδο, στην πρώιμη εποχή του χαλκού. Το γεγονός ότι τα δύο αυτά ιερά βρίσκονται στις δύο κορυφές του ίδιου ορεινού όγκου, αντικριστά θα λέγαμε το ένα από το άλλο, ίσως να μην είναι κάτι τυχαίο και η θέση τους να αντανακλά την σχέση των δύο Θεών.
Ο "σκοτεινός" Διόνυσος
Αν κρίνουμε από τα πλούσια ταφικά στοιχεία της εποχής του χαλκού, ιδιαιτέρως στην Μεσσηνία, με τους περίτεχνους και ενίοτε μεγαλειώδης θολωτούς τάφους αλλά και τα ταφικά κτερίσματα, τις θυσίες κ.α. εύκολα συμπεραίνουμε ότι η μετά θάνατον κατάσταση, η "εσχατολογία" ήταν πάρα πολύ σημαντική για τους ανθρώπους αυτής της εποχής. Ωστόσο ανάμεσα στην πληθώρα των ονομάτων Θεών που παρουσιάζονται μέσα από τις πινακίδες Γραμμικής Β, ενίοτε και χθόνιων θεοτήτων όπως οι Ερινύες (E-ri-nu-we) και της Περσεφόνης (Pe-re-se-wa), λείπει το όνομα του Θεού του "κάτω κόσμου", του Άδη.
Αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και η γραμματεία των ιστορικών χρόνων φαίνεται να επιβεβαιώνουν την παράδοση της Ορφικής λατρείας, όπου ο Διόνυσος, ως Ζαγρεύς, είναι ο Θεός που σχετίζεται με το "κόσμο των νεκρών". Ο Ηράκλειτος αναφέρει: “...ὡυτός δὲ Ἀίδης και Διόνυσος” (... είναι το ίδιο πρόσωπο ο Άδης και ο Διόνυσος). Τον μακρινό απόηχο αυτής της ιδιότητας του Διονύσου φαίνεται να βρίσκουμε και σε γιορτές των ιστορικών χρόνων, όπως τα Ανθεστήρια. Το όνομα Άιδης σημαίνει ο Αόρατος και πιθανότατα ήταν επίθετο του Διονύσου, όπως και το Πλούτον, Πολυδέκτης, Εύβουλος κ.α. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ο Διόνυσος στην εποχή του χαλκού να ήταν ο Θεός "του κάτω κόσμου", αλλά και ο Θεός που συσχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης, το κρασί και τις εκστατικές εμπειρίες, ενώ στους ιστορικούς χρόνους υπάρχει διαχωρισμός με τον Άδη πλέον να είναι ο Θεός των νεκρών ενώ ο Διόνυσος κρατάει τις υπόλοιπες ιδιότητές του.[21]
Το Ιερό του Διονύσου στην κορυφή της Εύας
Ο αρχαιολογικός χώρος της Εύας βρίσκεται στο πλάτωμα της κορυφής του βουνού, το οποίο έχει τραπεζοειδή σχήμα και έκταση περίπου τα 8 στρέμματα. Από τις τρείς πλευρές, Β., Α. και Δ. υπάρχουν απότομα βράχια που καθιστούν το πλάτωμα φυσικά οχυρό ενώ η πρόσβαση είναι πιό εύκολη από την Ν πλευρά που η κλίση του εδάφους είναι πιό βατή. Το πλάτωμα κορυφής έχει ύψος 720μ. και φτάνει στα 730μ. στην ΒΑ γωνία του όπου υπάρχει ένα βραχώδες έξαρμα.
Αν κρίνουμε από τα πλούσια ταφικά στοιχεία της εποχής του χαλκού, ιδιαιτέρως στην Μεσσηνία, με τους περίτεχνους και ενίοτε μεγαλειώδης θολωτούς τάφους αλλά και τα ταφικά κτερίσματα, τις θυσίες κ.α. εύκολα συμπεραίνουμε ότι η μετά θάνατον κατάσταση, η "εσχατολογία" ήταν πάρα πολύ σημαντική για τους ανθρώπους αυτής της εποχής. Ωστόσο ανάμεσα στην πληθώρα των ονομάτων Θεών που παρουσιάζονται μέσα από τις πινακίδες Γραμμικής Β, ενίοτε και χθόνιων θεοτήτων όπως οι Ερινύες (E-ri-nu-we) και της Περσεφόνης (Pe-re-se-wa), λείπει το όνομα του Θεού του "κάτω κόσμου", του Άδη.
Αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και η γραμματεία των ιστορικών χρόνων φαίνεται να επιβεβαιώνουν την παράδοση της Ορφικής λατρείας, όπου ο Διόνυσος, ως Ζαγρεύς, είναι ο Θεός που σχετίζεται με το "κόσμο των νεκρών". Ο Ηράκλειτος αναφέρει: “...ὡυτός δὲ Ἀίδης και Διόνυσος” (... είναι το ίδιο πρόσωπο ο Άδης και ο Διόνυσος). Τον μακρινό απόηχο αυτής της ιδιότητας του Διονύσου φαίνεται να βρίσκουμε και σε γιορτές των ιστορικών χρόνων, όπως τα Ανθεστήρια. Το όνομα Άιδης σημαίνει ο Αόρατος και πιθανότατα ήταν επίθετο του Διονύσου, όπως και το Πλούτον, Πολυδέκτης, Εύβουλος κ.α. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ο Διόνυσος στην εποχή του χαλκού να ήταν ο Θεός "του κάτω κόσμου", αλλά και ο Θεός που συσχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης, το κρασί και τις εκστατικές εμπειρίες, ενώ στους ιστορικούς χρόνους υπάρχει διαχωρισμός με τον Άδη πλέον να είναι ο Θεός των νεκρών ενώ ο Διόνυσος κρατάει τις υπόλοιπες ιδιότητές του.[21]
Το Ιερό του Διονύσου στην κορυφή της Εύας
Ο αρχαιολογικός χώρος της Εύας βρίσκεται στο πλάτωμα της κορυφής του βουνού, το οποίο έχει τραπεζοειδή σχήμα και έκταση περίπου τα 8 στρέμματα. Από τις τρείς πλευρές, Β., Α. και Δ. υπάρχουν απότομα βράχια που καθιστούν το πλάτωμα φυσικά οχυρό ενώ η πρόσβαση είναι πιό εύκολη από την Ν πλευρά που η κλίση του εδάφους είναι πιό βατή. Το πλάτωμα κορυφής έχει ύψος 720μ. και φτάνει στα 730μ. στην ΒΑ γωνία του όπου υπάρχει ένα βραχώδες έξαρμα.
Στην Ν πλευρά υπάρχει ένα αρκετά ισχυρό τοίχος μήκους περίπου 120μ. και κατεύθυνση Α.-Δ. Είναι κατασκευασμένος με την μέθοδο της ξερολιθιάς και μοιάζει με τα προϊστορικά τοιχία που βρίσκουμε διάσπαρτα στο τοπίο της Μεσσηνίας. Την προϊστορική χρονολόγηση του τοίχους επιβεβαιώνουν και τα κεραμικά αποτμήματα. Στην εξωτερική πλευρά του τοίχους προς την Δ. πλευρά υπάρχει ένα μικρό πλάτωμα όπου βρίσκονται διασκορπισμένα πολλά κεραμικά αποτμήματα που δείχνουν να είναι στην πλειονότητά τους προϊστορικών χρόνων. Πολύ πιθανόν στο σημείο αυτό να ήταν και η είσοδος στο Ιερό.
Στην εσωτερική πλευρά του πλατώματος -Β. δηλ. του τοίχους- υπάρχει διασκορπισμένος παντού ένας μεγάλος αριθμός κεραμικών αποτμημάτων που στην μεγάλη πλειονότητά τους είναι των Προϊστορικών χρόνων. Η προϊστορική χρονολόγηση του Ν τοίχους είναι πολύ μεγάλης σημασίας για την κατανόηση του αρχαιολογικού χώρου. Το τείχος στην Ν πιό ομαλή πλευρά μαζί με τα απότομα βράχια στις υπόλοιπες πλευρές ορίζουν ένα κλειστό χώρο περίπου 8 στρεμμάτων. Ο κλειστός αυτός χώρος θα ήταν το Τέμενος, δηλ. το τεμάχιο γής αφιερωμένο στο Ιερό του Διονύσου. Εκτός από τα σημεία κοντά στο τοίχος, στο υπόλοιπο Τέμενος υπάρχουν παντού διασκορπισμένα πλήθος κεραμικών αποτμημάτων των Προϊστορικών χρόνων, γεγονός που σημαίνει ότι εκτός από μεγάλο σε έκταση το Ιερό του Διονύσου ήταν πολυσύχναστο και με μεγάλη δραστηριότητα.
Στην ΒΑ γωνία του Τεμένους συγκεντρώνεται σχεδόν ολόκληρος ο όγκος των κτισμάτων και του οικοδομικού υλικού. Στο σημείο αυτό υπάρχει βραχώδες έξαρμα και είναι περίπου 10 μέτρα υψηλότερο από τον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο. Στο σημείο αυτό υπάρχουν ισχυρά τοιχία κατασκευασμένα με την μέθοδο της ξερολιθιάς που σε συνδυασμό με το πετρώδες έδαφος δημιουργούν μιά στιβαρή πλατφόρμα σχήματος Π με διαστάσεις περίπου 20μ. Α. Χ 20μ. Β Χ 15μ. Δ.
Είναι πολύ πιθανόν η πλατφόρμα αυτή να είναι κατασκευή της Προϊστορικής εποχής. Λογικά στον Β μέρος θα υπήρχε το Ιερό του Διονύσου και κάποια βοηθητικά κτήριο νοτιότερα. Ωστόσο αυτό αποτελεί υπόθεση γιατί όπως θα δούμε στην συνέχεια υπήρξε χρήση του ΒΑ αυτού τμήματος και σε μεταγενέστερες εποχές και έτσι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνουμε ίχνη Προϊστορικών κτισμάτων. Επίσης στο σημείο αυτό η συντριπτική πλειοψηφία της κεραμικής είναι των ιστορικών χρόνων.
Η επιλογή του πλατώματος κορυφής του όρους Εύα φυσικά δεν είναι τυχαία. Η κορυφή προσφέρει απρόσκοπτη και εκπληκτική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, εποπτεύοντας ολόκληρη την Α Μεσσηνία.
Προς Β φαίνεται το Στενυκλαρικό πεδίο με τα βουνά της Αρκαδίας στο βάθος ενώ προς τα Δ, σε σχετική κοντινή απόσταση φαίνεται ολόκληρη η αρχαία Μεσσήνη και στο βάθος τα Μεσσηνιακά Κοντοβούνια. Στα Α διακρίνεται ολόκληρη η Μεσσηνιακή πεδιάδα, η "Μακαρία" με τις ψηλότερες κορυφές του Ταϋγέτου στο βάθος ενώ προς τα νότια διακρίνεται η Καλαμάτα, η Μεσσήνη αλλά και ολόκληρος ο Μεσσηνιακός κόλπος. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την ευφορία και την ευχαρίστηση που θα ένιωθαν οι άνθρωποι στην εποχή του Χαλκού, οι οποίοι θα ανέβαιναν στο βουνό για να συμμετάσχουν στα λατρευτικά δρώμενα αλλά και τις γιορτές που σίγουρα θα γίνονταν στο μεγάλο και πολυσύχναστο Τέμενος του Διονύσου.Οι διαδρομές προς το πλάτωμα κορυφής
Υπάρχουν τρείς κύριες διαδρομές προς την κορυφή του βουνού. Παλιότερα είχαν ανοιχτεί μονοπάτια αλλά τώρα είναι πάρα πολύ δύσκολη η πρόσβαση λόγω της βλάστησης.
Η νότια διαδρομή που ξεκινάει από την ΝΔ πλευρά του βουνού όπου η κλίση του εδάφους είναι κάπως πιό ομαλή. Ωστόσο είναι και η πιό μακρινή αλλά και δύσκολη λόγο της βλάστησης.
Υπάρχουν τρείς κύριες διαδρομές προς την κορυφή του βουνού. Παλιότερα είχαν ανοιχτεί μονοπάτια αλλά τώρα είναι πάρα πολύ δύσκολη η πρόσβαση λόγω της βλάστησης.
Η νότια διαδρομή που ξεκινάει από την ΝΔ πλευρά του βουνού όπου η κλίση του εδάφους είναι κάπως πιό ομαλή. Ωστόσο είναι και η πιό μακρινή αλλά και δύσκολη λόγο της βλάστησης.
Η Δυτική διαδρομή ξεκινάει στα Α της Αρσινόης, ανεβαίνει από το μέσον περίπου του βουνού και φτάνει στην κορυφή του διασέλλου, περίπου 400μ. Ν από το πλάτωμα κορυφής. Η διαδρομή 1.5 περίπου ωρών είναι και αυτή δύσκολη με το μονοπάτι να χάνεται σε κάποια σημεία. Ωστόσο υπάρχουν κάποια πολύ ενδιαφέροντα σημεία στην διαδρομή, όπου απ΄ότι φαίνεται έχουν γίνει κατασκευές με μεγάλες πέτρες για να διανοιχτεί κλίμακα. Φαίνεται ότι υπήρχε από παλιά κατασκευή που οδηγούσε στην κορυφή και στην Ν πλευρά του Τεμένους. Μάλιστα σε κάποια σημεία, πιό ψηλά στην διαδρομή, υπάρχουν και Προϊστορικά κεραμικά αποτμήματα. Είναι λοιπόν πιθανόν η κλίμακα αυτή να κατασκευάστηκε στους προϊστορικούς χρόνους και οι πιστοί να την χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν στο Ιερό. Ωστόσο είναι επίσης πιθανόν η κατασκευή να είναι των Ιστορικών χρόνων, αφού υπήρξε και μεταγενέστερη χρήση του Αρχαιολογικού χώρου της Εύας.
Η τρίτη διαδρομή ανεβαίνει από την ΒΔ πλευρά του βουνού και φτάνει στο διάσελο Β του πλατώματος του Ιερού. Είναι η πιό σύντομη διαδρομή για την κορυφή αλλά και εδώ η βλάστηση έχει κλείσει το μονοπάτι. Αν και δεν υπήρχε χρόνος να προσεγγιστεί η κορυφή και από αυτήν την πλευρά υπάρχουν ωστόσο κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την διαδρομή. Αρκετά ψηλά στο βουνό υπάρχουν υπολείμματα αρματοτροχιών[22], που φυσικά σημαίνει ότι από την ΒΔ πλευρά υπήρχε αρχαίος δρόμος. Είναι πολύ πιθανόν από το σημείο όπου εντοπίζονται οι αρματοτροχιές να συνέχιζε ο δρόμος μέχρι την Β πλευρά του Τεμένους. Στην περίπτωση αυτή η ύπαρξη δρόμου δηλώνει την σημαντικότητα του Ιερού αφού η κατασκευή αρχαίων δρόμων δεν ήταν εύκολη υπόθεση και απαιτούσε πολύ χρόνο και κόπο.
Η μεταγενέστερη χρήση του Ιερού του Διονύσου
Η Παράδοση για την βυζαντινή περίοδο[23]
Σύμφωνα με την παράδοση υπήρξε μεταγενέστερη χρήση του αρχαιολογικού χώρου του Ιερού του Διονύσου στην κορυφή της Εύας κατά την Βυζαντινή περίοδο. Την εποχή αυτή μερικοί μοναχοί έφτιαξαν ένα μικρό "φτωχό εκκλησιδάκι" στην Εύα, τον άγιο Βασίλειο. Αναφέρεται ότι οι λίγοι αυτοί μοναχοί διέμεναν στην Εύα, οπότε πιθανόν να υπήρχε εκεί ένα μικρό ασκηταριό. Στα χρόνια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, τον 13ο η αρχές 14 αι., το εκκλησάκι του αγ. Βασιλείου εγκαταλείπετε και χτίζετε στην απέναντι κορυφή της Ιθώμης το παλιό μοναστήρι του Βουλκάνου, στην θέση που υπήρχε το Ιερό του Ιθωμάτα Διός.
Λόγω του μικρού αυτού ναΐσκου το βουνό ονομάζονταν παλαιότερα Άγιος Βασίλειος και με το όνομα αυτό εμφανίζεται και σε παλαιότερους χάρτες.
Λόγω του μικρού αυτού ναΐσκου το βουνό ονομάζονταν παλαιότερα Άγιος Βασίλειος και με το όνομα αυτό εμφανίζεται και σε παλαιότερους χάρτες.
Επίσης σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέχθηκαν από την τοπική κοινωνία στην θέση που υπάρχουν τα ερείπια του ναΐσκου του αγ. Βασιλείου υπάρχουν και τα υπολείμματα ενός ακόμα χριστιανικού ναού, των αγ. Θεοδώρων.
Ναοί αγ. Βασιλείου και αγ. Θεοδώρων
Στην Β πλευρά της "πλατφόρμας" στον ΒΑ τομέα αμέσως ξεχωρίζουν τα ερείπια μικρού χριστιανικού ναΐσκου ο οποίος έχει διεύθυνση Α- Δ και διαστάσεις 5,40μ. μήκος και 3,70μ. πλάτος ενώ το πάχος των τειχών είναι περίπου 0,60μ. Μαζί με την μικρή αψίδα του ιερού στην Δ πλευρά ο ναός φτάνει σε συνολικό μήκος τα 6,10μ. Σώζετε σε ύψος αρκετών δόμων που σε κάποια σημεία φτάνουν περίπου τα 1,5μ. Προφανώς ο ναΐσκος αυτός είναι ο αγ. Βασίλειος.Δίπλα ακριβώς από τον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου, στην Ν πλευρά, υπάρχουν τα υπολείμματα άλλου κτίσματος που δείχνει να είναι παλαιότερη κατασκευή. Σώζετε σε ύψος περίπου 0,50μ., έχει μήκος και αυτό 6,10μ. ενώ το πλάτος του δεν μπορεί να διευκρινιστεί αφού τα υπολείμματα του κτηρίου σταματούν εκεί που ξεκινάει ο αγ. Βασίλειος, περίπου στα 3μ. Ο αγ. Βασίλειος φαίνεται να έχει κτιστεί πάνω στο Β τμήμα του κτίσματος και σχεδόν σίγουρα είναι μεταγενέστερος. Το παλαιότερο αυτό κτίσμα αυτό θα πρέπει να είναι ο ναός των Αγ. Θεοδώρων.
Ο Ναός του Διονύσου των Ελληνιστικών/ Ρωμαϊκών χρόνων
Στον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετοί μεγάλοι και καλοδουλεμένοι αρχαίοι δόμοι. Οι δόμοι έχουν τοποθετηθεί σε καίρια σημεία, κυρίως στις γωνίες και φυσικά διαφέρουν από τις υπόλοιπες πολύ πιό απλές και μικρότερες πέτρες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την υπόλοιπη κατασκευή. Οι περισσότεροι δόμοι έχουν διαστάσεις: 1.10μ.Χ 0,30μ. Φαίνεται να είναι των Ελληνιστικών/ Ρωμαϊκών χρόνων.
Στον Βόρειο τείχος του ναΐσκου του αγ. Βασιλείου υπάρχει ένας μεγάλος και πολύ καλοδουλεμένος δόμος. Είναι τετραγωνισμένος εκτός από την μία πλευρά που είναι τριγωνική. Στην πλευρά αυτή διακρίνονται και δύο οπές. Θυμίζει αρχιτεκτονικό μέλος αρχαίου ναού.
Επίσης μία μεγάλη καλοδουλεμένη και λεία πέτρινη πλάκα διαστάσεων 0,80μ.Χ 0,80μ. Χ 0,30 βρίσκεται στην Ν πλευρά του αγ. Βασιλείου και πιθανόν να είναι ορθοστάτης.
Γνωρίζουμε ότι μετά την απελευθέρωση από τον Σπαρτιατικό ζυγό στα -369, οι Μεσσήνιοι άρχισαν να κατασκευάζουν νέες πόλεις και Ιερά ενώ στα Προϊστορικά μνημεία, όπως οι Θολωτοί τάφοι, παρατηρείται η γενίκευση του εθίμου της ηρωολατρείας σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Ελληνιστικής Μεσσηνίας, γεγονός που ίσως απηχεί την ανάγκη των Μεσσήνιων για τη σύνδεσή τους με το ηρωικό παρελθόν, την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας[24].
Στην εποχή αυτή λοιπόν, μετά το -369, φαίνεται ότι οι ελεύθεροι πλέον Μεσσήνιοι έκτισαν έναν νεότερο ναό στην θέση του προϊστορικού Ιερού του Διονύσου.
Επίσης μία μεγάλη καλοδουλεμένη και λεία πέτρινη πλάκα διαστάσεων 0,80μ.Χ 0,80μ. Χ 0,30 βρίσκεται στην Ν πλευρά του αγ. Βασιλείου και πιθανόν να είναι ορθοστάτης.
Γνωρίζουμε ότι μετά την απελευθέρωση από τον Σπαρτιατικό ζυγό στα -369, οι Μεσσήνιοι άρχισαν να κατασκευάζουν νέες πόλεις και Ιερά ενώ στα Προϊστορικά μνημεία, όπως οι Θολωτοί τάφοι, παρατηρείται η γενίκευση του εθίμου της ηρωολατρείας σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Ελληνιστικής Μεσσηνίας, γεγονός που ίσως απηχεί την ανάγκη των Μεσσήνιων για τη σύνδεσή τους με το ηρωικό παρελθόν, την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας[24].
Στην εποχή αυτή λοιπόν, μετά το -369, φαίνεται ότι οι ελεύθεροι πλέον Μεσσήνιοι έκτισαν έναν νεότερο ναό στην θέση του προϊστορικού Ιερού του Διονύσου.
Σημαντικά ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου
Θωράκιο
Πάνω στο Β τοίχο του ναΐσκου του αγ. Βασιλείου έχει αποτεθεί τμήμα από πέτρινο θωράκιο. Έχει διαστάσεις 0.35Χ 0.45 περίπου και απ΄ ότι φαίνεται αποτελεί το 1/4 περίπου του αρχικού θωρακίου.
Στο θωράκιο υπάρχει ανάγλυφος ανισοσκελής σταυρός με δίσκους στις απολήξεις των κεραιών. Στο διάχωρο των κεραιών υπάρχει διακόσμηση, η οποία ωστόσο δεν διακρίνεται καθαρά. Ο τύπος αυτός φαίνεται να είναι πρώιμος[25] και πιθανότατα το θωράκιο θα πρέπει να χρονολογηθεί στην πρωτοχριστιανική περίοδο, 6ος- 9ος αι. και θα πρέπει να ανήκε στον παλαιότερο ναό των αγ. Θεοδώρων.
Θωράκιο
Πάνω στο Β τοίχο του ναΐσκου του αγ. Βασιλείου έχει αποτεθεί τμήμα από πέτρινο θωράκιο. Έχει διαστάσεις 0.35Χ 0.45 περίπου και απ΄ ότι φαίνεται αποτελεί το 1/4 περίπου του αρχικού θωρακίου.
Στο θωράκιο υπάρχει ανάγλυφος ανισοσκελής σταυρός με δίσκους στις απολήξεις των κεραιών. Στο διάχωρο των κεραιών υπάρχει διακόσμηση, η οποία ωστόσο δεν διακρίνεται καθαρά. Ο τύπος αυτός φαίνεται να είναι πρώιμος[25] και πιθανότατα το θωράκιο θα πρέπει να χρονολογηθεί στην πρωτοχριστιανική περίοδο, 6ος- 9ος αι. και θα πρέπει να ανήκε στον παλαιότερο ναό των αγ. Θεοδώρων.
Περιρραντήριο
Πολύ κοντά στον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου, από την Δυτική πλευρά της εισόδου, υπάρχουν δύο συνανήκοντα πέτρινα αρχιτεκτονικά μέλη που αποτελούν την βάση περιρραντηρίου. Έχει ύψος 0.70μ., η βάση είναι στρογγυλή με πλ. περίπου 0.40μ. ενώ ο κιονίσκος του περιρραντηρίου έχει διαμ. περίπου 0.20μ. Η βάση είναι ακόσμητη αλλά με αρκετά επιμελημένη κατασκευή.
Η βασική χρήση των περιρραντηρίων ήταν η περίρρανσις, δηλ. η ύγρανση των χεριών ή του προσώπου με νερό, με σκοπό την θρησκευτική κάθαρση και την απομάκρυνση κάποιου μιάσματος. Η διαδικασία της περίρρανσης ήταν καθαρά συμβολική πράξη και άμεσα συνδεδεμένη με την κάθαρση της ψυχής. Τα περιρραντήρια χρησίμευαν για τον καθαρμό αυτού που ήθελε να εισέλθει σε κάποιο Ιερό ή άλλο λατρευτικό ή δημόσιο χώρο που θεωρούνταν ιερό. Τα περιρραντήρια υπήρχαν από την Αρχαϊκή εποχή ενώ η χρήση τους επιβιώνει μέχρι την Ρωμαϊκή και πρώιμη μεσαιωνική περίοδο[26].
Το απλό, πέτρινο και σχετικά χαμηλό σε ύψος υπόστατο περιρραντηρίου του αρχαιολογικού χώρου της Εύας θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την Ρωμαϊκή έως την Πρωτοχριστιανική εποχή, δηλ. είτε ανήκε στον ναό του Διονύσου των Ελληνιστικών/Ρωμαϊκών χρόνων ή στον Πρωτοχριστιανικό ναό των αγ. Θεοδώρων.
Πολύ κοντά στον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου, από την Δυτική πλευρά της εισόδου, υπάρχουν δύο συνανήκοντα πέτρινα αρχιτεκτονικά μέλη που αποτελούν την βάση περιρραντηρίου. Έχει ύψος 0.70μ., η βάση είναι στρογγυλή με πλ. περίπου 0.40μ. ενώ ο κιονίσκος του περιρραντηρίου έχει διαμ. περίπου 0.20μ. Η βάση είναι ακόσμητη αλλά με αρκετά επιμελημένη κατασκευή.
Η βασική χρήση των περιρραντηρίων ήταν η περίρρανσις, δηλ. η ύγρανση των χεριών ή του προσώπου με νερό, με σκοπό την θρησκευτική κάθαρση και την απομάκρυνση κάποιου μιάσματος. Η διαδικασία της περίρρανσης ήταν καθαρά συμβολική πράξη και άμεσα συνδεδεμένη με την κάθαρση της ψυχής. Τα περιρραντήρια χρησίμευαν για τον καθαρμό αυτού που ήθελε να εισέλθει σε κάποιο Ιερό ή άλλο λατρευτικό ή δημόσιο χώρο που θεωρούνταν ιερό. Τα περιρραντήρια υπήρχαν από την Αρχαϊκή εποχή ενώ η χρήση τους επιβιώνει μέχρι την Ρωμαϊκή και πρώιμη μεσαιωνική περίοδο[26].
Το απλό, πέτρινο και σχετικά χαμηλό σε ύψος υπόστατο περιρραντηρίου του αρχαιολογικού χώρου της Εύας θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την Ρωμαϊκή έως την Πρωτοχριστιανική εποχή, δηλ. είτε ανήκε στον ναό του Διονύσου των Ελληνιστικών/Ρωμαϊκών χρόνων ή στον Πρωτοχριστιανικό ναό των αγ. Θεοδώρων.
Κιονόκρανο και τμήμα αράβδωτου κίονα
Στην δυτική πλευρά του ναΐσκου του αγ. Βασιλείου εντοπίζονται δύο ακόμα σημαντικά αρχιτεκτονικά μέλη.
α) Πέτρινο κιονόκρανο δωρικού ρυθμού με διαστάσεις της τετράγωνης πλάκας στο άνω μέρος (άβακα) 0.45μ.Χ 0,45μ. Το κιονόκρανο πιθανότατα είναι των Ελληνιστικών/ Ρωμαϊκών χρόνων, καθώς φέρει πολλές ομοιότητες και με άλλα παραδείγματα αυτής της περιόδου. Θα πρέπει να ανήκε στον Ναό του Διονύσου που κτίστηκε στα Ελληνιστικά/ Ρωμαϊκά χρόνια στην θέση του Προϊστορικού Ιερού.
β) Τμήμα πέτρινου αράβδωτου κίονα, διαμ. περίπου 0,30μ. που βρίσκεται κοντά στον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου στην Δ πλευρά. Οι αράβδωτοι κίονες χρησιμοποιήθηκαν τόσο στους Ελληνιστικούς/Ρωμαϊκούς χρόνους όσο και στην Πρωτοχριστιανική περίοδο και έτσι η χρονολόγησή φαντάζει δύσκολη. Ωστόσο επειδή ο Πρωτοχριστιανικός ναΐσκος είναι αρκετά μικρός και μάλλον απλή κατασκευή, δύσκολα να φανταστούμε ότι είχε τόσο περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη, οπότε μοιάζει πιό πιθανόν ο κίονας να ανήκε στον ναό του Διονύσου των Ελληνιστικών/ Ρωμαϊκών χρόνων.
Κινστέρνα και Φράγκικη χρήση του όρους ΕύαΆλλο ένα σημαντικό στοιχείο του αρχαιολογικού χώρου στο πλάτωμα κορυφής του όρους Εύα είναι η ύπαρξη υδατοδεξαμενής (Κινστέρνα). Η κινστέρνα βρίσκεται ακριβώς πίσω (Ανατολικά) από τον ναΐσκο του αγ. Βασιλείου. Έχει μήκος 3.5μ. πλ. 1.75μ. και ύψος 2.60μ. Φαίνεται σε κάποια σημεία ξεκάθαρα το υδραυλικό κονίαμα.
Η δεξαμενή είναι βέβαια μεσαιωνική κατασκευή και φέρει κάποιες ομοιότητες με τις δεξαμενές του Μαγγανιακού και των Διοδίων. Δεν φαίνεται να έχει οξυκόρυφη οροφή οπότε δεν μιλάμε με βεβαιότητα για φράγκικη κατασκευή, αλλά πιό πιθανή είναι η χρονολόγησή της στον ύστερο Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με την παράδοση ο αγ. Βασίλειος εγκαταλείπετε από τους μοναχούς -πιθανόν τον 13ο ή αρχές του 14ου αι.- οι οποίοι ιδρύουν νέα μεγαλύτερη μονή στο όρος της Ιθώμης στην θέση του Ιερού του Ιθωμάτα Διός. Ο λόγος για αυτό θα πρέπει να ήταν η έλλειψη νερού, αφού το βουνό της Εύας είναι άνυδρο και δεν έχει πηγές ενώ πλησίον της κορυφής στην απέναντι κορυφή της Ιθώμης υπάρχουν 3 πηγές με νερό. Οπότε τίθεται το ερώτημα αν οι μοναχοί έκτισαν την υδατοδεξαμενή ή αν αυτή χτίστηκε αργότερα. Η πιθανή χρονολόγησή της στον ύστερο Μεσαίωνα μάλλον δείχνει την δεύτερη εκδοχή ως πιό πιθανή.
Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι οι Φράγκοι οι επόμενοι που δημιούργησαν εγκαταστάσεις στην κορυφή του βουνού. Η φυσικά οχυρή θέση, με την απαράμιλλη θέα που εποπτεύει ολόκληρη την Α Μεσσηνία θα ήταν ιδανικό σημείο για την δημιουργία ενός φυλακίου- παρατηρητηρίου.
Κτήρια στην Ν πλευρά του ΒΑ τομέα
Στην Ν πλευρά του ΒΑ τομέα και σε απόσταση 15μ. περίπου από τον ναΐσκο του Αγ. Βασιλείου εντοπίζονται μεγάλοι σωροί από οικοδομικό υλικό που προφανώς είναι τα κατάλοιπα κτηρίων.Όπως ήδη αναφέραμε, σε ότι αφορά το Προϊστορικό Ιερό, πιθανόν στην Β πλευρά να υπήρχε ναΐσκος του Διονύσου ενώ αμέσως στα νότια να υπήρχαν και κάποια βοηθητικά κτήρια. Το μεγάλο σε μέγεθος και πολυσύχναστο προϊστορικό Τέμενος θα πρέπει να χρειαζόταν και κάποιους βοηθητικούς χώρους όπου θα αποθηκεύονταν διάφορα σκεύη και αποθηκευτικοί πίθοι απαραίτητων για τις τελετουργίες και τις εορτές. Ωστόσο αυτό αποτελεί υπόθεση γιατί υπήρξε εντατική χρήση του ΒΑ αυτού τμήματος και σε μεταγενέστερες εποχές και έτσι είναι πάρα πολύ δύσκολο να διακρίνουμε ίχνη Προϊστορικών κτισμάτων.
Σε ότι αφορά την μεταγενέστερη χρήση του σημείου αυτού η παράδοση αναφέρει ότι οι "λιγοστοί μοναχοί" που έχτισαν τον αγ. Βασίλειο διέμεναν στο όρος και έκτισαν κάποια κελιά, που προφανώς θα εντοπίζονται στο σημείο αυτό. Εξάλλου η κεραμική στην θέση αυτή φαίνεται να είναι στην μεγάλη πλειονότητά της μεσαιωνική.
Αν είναι σωστή και η υπόθεση για την χρήση του χώρου από τους Φράγκους, τότε στο ίδιο σημείο θα πρέπει να υπήρξε και το φυλάκιο όπου θα διέμενε μια σχετικά μικρή φρουρά.
Επίλογος
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η πρώτη εικόνα που αποκομίζουμε από την επίσκεψη στην κορυφή του όρος της Εύας έχει ως εξής:
Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν την αναφορά του Παυσανία για την ύπαρξη λατρευτικών δρώμενων προς τιμή του Διονύσου στο όρος Εύα. Στο πλάτωμα κορυφής υπήρχε κλειστό τεμάχιο γης, έκτασης περίπου 8 στρεμμάτων, όπου υπήρχε το Τέμενος του Διονύσου. Αυτό επιβεβαιώνεται από το νότιο τείχος του περιβόλου και την πληθώρα προϊστορικής κεραμικής που είναι διάσπαρτη σε όλο τον αρχαιολογικό χώρο γεγονός που καταδεικνύει έντονη δραστηριότητα στην εποχή του χαλκού. Η απαρχή λειτουργίας του Ιερού θα πρέπει να αναζητηθεί στην Πρωτοελλαδική εποχή. Η διαπίστωση ύπαρξης προϊστορικού Ιερού αλλά και Τεμένους είναι κάτι μοναδικό για τα δεδομένα της Μεσσηνίας.
Στα Ελληνιστικά/ Ρωμαϊκά χρόνια, και μετά την απελευθέρωσή από το σπαρτιατικό ζυγό το -369, οι Μεσσήνιοι κτίζουν ναό προς τιμήν του Διονύσου στην θέση που υπήρχε το Προϊστορικό Ιερό.
Κεραμική ΒΑ τομέα
Στον ΒΑ τομέα κυριαρχεί η κεραμική κυρίως της Βυζαντινής/ Μεσαιωνικής περιόδου, ενώ κάποια αποτμήματα πιθανόν να είναι παλαιότερα. Όπως για παράδειγμα ένα αρκετά μεγάλο κεραμικό πλακίδιο διαστ. περίπου 10εκ.Χ 20εκ.Χ 5εκ. που πιθανόν να είναι πλακίδιο δαπέδου. Φέρει οπή κονtά σε μιά από τις γωνίες ενώ στην μια επιφάνειά του έχει γραμμώσεις σε σχήμα V. Πιθανόν να είναι των Ρωμαϊκών χρόνων αφού φέρει ομοιότητες με άλλα πλακίδια αυτής της περιόδου.
Στον χώρο υπάρχουν αρκετά κεραμίδια πολλά από τα οποία πρέπει να είναι της Βυζαντινής εποχής.Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η πρώτη εικόνα που αποκομίζουμε από την επίσκεψη στην κορυφή του όρος της Εύας έχει ως εξής:
Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν την αναφορά του Παυσανία για την ύπαρξη λατρευτικών δρώμενων προς τιμή του Διονύσου στο όρος Εύα. Στο πλάτωμα κορυφής υπήρχε κλειστό τεμάχιο γης, έκτασης περίπου 8 στρεμμάτων, όπου υπήρχε το Τέμενος του Διονύσου. Αυτό επιβεβαιώνεται από το νότιο τείχος του περιβόλου και την πληθώρα προϊστορικής κεραμικής που είναι διάσπαρτη σε όλο τον αρχαιολογικό χώρο γεγονός που καταδεικνύει έντονη δραστηριότητα στην εποχή του χαλκού. Η απαρχή λειτουργίας του Ιερού θα πρέπει να αναζητηθεί στην Πρωτοελλαδική εποχή. Η διαπίστωση ύπαρξης προϊστορικού Ιερού αλλά και Τεμένους είναι κάτι μοναδικό για τα δεδομένα της Μεσσηνίας.
Στα Ελληνιστικά/ Ρωμαϊκά χρόνια, και μετά την απελευθέρωσή από το σπαρτιατικό ζυγό το -369, οι Μεσσήνιοι κτίζουν ναό προς τιμήν του Διονύσου στην θέση που υπήρχε το Προϊστορικό Ιερό.
Στην Πρωτοχριστιανική περίοδο, 6ος- 9ος αι., στο ίδιο σημείο κτίζεται χριστιανικός ναός, πιθανόν οι αγ. Θεόδωροι που αναφέρει η παράδοση, ενώ αργότερα, ίσως τον 10ο- 11ο αι., κτίζεται νεότερος χριστιανικός ναός, ο αγ. Βασίλειος. Την εποχή αυτοί οι μοναχοί που διέμεναν στο βουνό θα πρέπει να έκτισαν και κάποια κελιά κοντά στην εκκλησία. Σύμφωνα με την παράδοση, πιθανόν τον 13ο/ αρχές 14ου, οι μοναχοί εγκαταλείπουν το σημείο για να μεταφερθούν στην απέναντι κορυφή της Ιθώμης στην θέση του Ιερού του Ιθωμάτα Διός.
Αργότερα, στην εποχή της Φραγκοκρατίας, πιθανόν να κτίστηκε η υδατοδεξαμενή και ένα μικρό φρούριο/ παρατηρητήριο, απ΄όπου οι Φράγκοι θα μπορούσαν να εποπτεύουν ολόκληρη την Α Μεσσηνία.
Από τα παραπάνω εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι στο πλάτωμα κορυφής του όρους Εύα υπάρχει ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό σύνολο που καλύπτει μια τεράστια χρονολογική περίοδο, από την πρώιμη εποχή του Χαλκού μέχρι τον ύστερο μεσαίωνα. Η θέση είναι ουσιαστικά άγνωστη και ανεξερεύνητη ενώ η παραπάνω εργασία αποτελεί, απ΄ότι γνωρίζω, την πρώτη προσπάθεια κατανόησης και παρουσίασης του αρχαιολογικού χώρου.
Από τα παραπάνω εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι στο πλάτωμα κορυφής του όρους Εύα υπάρχει ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό σύνολο που καλύπτει μια τεράστια χρονολογική περίοδο, από την πρώιμη εποχή του Χαλκού μέχρι τον ύστερο μεσαίωνα. Η θέση είναι ουσιαστικά άγνωστη και ανεξερεύνητη ενώ η παραπάνω εργασία αποτελεί, απ΄ότι γνωρίζω, την πρώτη προσπάθεια κατανόησης και παρουσίασης του αρχαιολογικού χώρου.
Ο αρχαιολογικός χώρος στην Εύα κρύβει ακόμα πάρα πολλά μυστικά, που μόνον η επίσημη αρχαιολογική έρευνα θα μας βοηθούσε να αποκαλύψουμε. Απ΄ότι γνωρίζουμε επίσημη έρευνα δεν έχει γίνει και ούτε ο χώρος είναι ενταγμένος στον Διαρκή κατάλογο κηρυγμένων Αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδας. Ο προφανής λόγος για αυτό είναι η μεγάλη δυσκολία που παρουσιάζει η ανάβαση στην κορυφή του βουνού. Παλαιότερα είχαν ανοιχτεί κάποια μονοπάτια τα οποία όμως έχουν κλείσει προ πολλού. Ευχής έργο θα είναι η συνεργασία της τοπικής κοινωνίας για την διάνοιξη των μονοπατιών και κατόπιν η έρευνα της θέσης από την αρχαιολογική υπηρεσία. Κατόπιν με την τοποθέτηση των αναγκαίων ενημερωτικών πινακίδων, τα μονοπάτια και ο αρχαιολογικός χώρος του βουνού της Εύας θα μπορούσαν να αναδειχθούν και να ενταχθούν στο ήδη παγκοσμίου εμβέλειας αρχαιολογικό σύνολο της αρχαίας Μεσσήνης και του όρους της Ιθώμης.
"Αριστομένης ο Μεσσήνιος"
[1] Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά 31.4. Μετάφραση εκδ. Πάπυρος
[2] Γεωργίου Ε. Μυλωνά. "Μυκηναϊκή Θρησκεία. Ναοί, Βωμοί και Τεμένοι."
[3] Mabel L. Lang: The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia. Vol. II, The Frescoes. πιν.75,αρ. 1 Α2, και πιν. R.
[4] Carl William Blegen and Marion Rawson: The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, Vol.Ι. σελ. 305
[5] Deutsches Archäologisches Institut Jahresbericht 2010 σελ.: 108
[6] Στράβωνας: Γεωγραφικά βιβλίο Η κεφ.14
[7] Jack L. Davis and Sharon R. Stocker: The Lord of the Gold Rings. The Griffin Warrior of Pylos (online)
[8] Σ. Μαρινάτος: Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1955.
[9] Άγγελος Χωρέμης: M.E. Βωμός είς "Νησακούλι" Μεθώνης, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, Έτος Β΄ τεύχος 1, 1969 (on line). Επίσης: Αφροδίτη Χασιακού: "Μεσοελλαδική Κεραμεική από την Μεσσηνία" (on line)
[10] Iklaina Archaeological Project Open Air Shrine (on line)
[11] Susan Lupack: The Mycenaeans and ecstatic ritual experience. Στο: The Routledge Companion to Ecstatic Experience in the Ancient World 2021. Σελ. 288
[12] Susan Lupack: Palaces, sanctuaries and workshps: The role of the religious sector in Mycenaean economics. Sελ.44-72 (on line)
[13]Thomas G. Palaima: Die Linear-B Texte und der Ursprung der hellenischen Religion: di-wo-nu-so
[14] Melena, J. L.: 24 Joins and Quasi-Joins of Fragments in the Linear B Tablets from Pylos.” Minos 35-6, 2000-2001: 357-60.
[15] M. E. Caskey, «Ayia Irini, Kea: The Terracotta Statues and the Cult in the Temple». Sanctuaries and Cults in the Aegean Bronze Age, edd. R. Hägg - N. Marinatos, Stockholm 1981, pp. 127-135.
[16] Susan Lupack: The Mycenaeans and ecstatic ritual experience. Στο: The Routledge Companion to Ecstatic Experience in the Ancient World 2021. Σελ: 290-291
[17] Killen, J. T. 1994. “Thebes Sealings, Knossos Tablets and Mycenaean State Banquets.”
[18] Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά 3.9.
[19] Πέτρος Θέμελης: "Αρχαία Μεσσήνη, Ιστορία- Μνημεία- Άνθρωποι" Σελ: 29: Oι τοπικές παραδόσεις για τους πρώτους κατοίκους και βασιλείς, που ο περιηγητής Παυσανίας (+2ος αι.) παραθέτει αναλυτικά στα Mεσσηνιακά του, μολονότι αναμιγνύονται με μυθολογικά στοιχεία έχουν αναμφίβολα ιστορική αξία. Στηρίζονταν όχι μόνο στην προφορική παράδοση, αλλά και σε κείμενα κυρίως ποιητικά (το «μεσσηνιακόν έπος»), καθώς και σε γενεαλογίες βασιλικών οίκων, όπως η γενεαλογία που συνέγραψε ο Σάμιος Άσιος (-7ος αι.). Σύμφωνα με τις παραδόσεις αυτές, η πρώτη οργανωμένη κατοίκηση και η πρώτη βασιλεία -τις οποίες τα αρχαιολογικά δεδομένα εμφανίζουν ιδιαιτέρως ακμαίες- φαίνεται ότι ανάγονται στην πρώιμη εποχή του Xαλκού.
[20] Ratko Duev: Zeus and Dionysos in the light of linear B records.
[21] Mureddu, N. (2018); ‘A Dark Dionysus: The transformation of a Greek god between the Bronze and Iron Age’
[22]Λύρας Δ. Γιάννης: "Πρόταση για ένα corpus των βυζαντινών μνημείων του Δήμου Ιθώμης και της γύρω περιοχής". Επίσης στον ιστότοπο "Γιάννης Δ. Λύρας" (online)
[23]-Αθηνά Ν. Ταρσούλη: "Η Ιθώμη και το Μοναστήρι του Βουλκάνου". Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδας 1933 (on line): "-Πάνε τώρα, καθώς ακούσαμε από στοματική παράδοση, οχτακόσια χρόνια, μας λέει ο πάτερ Νικηφόρος, όπου μιά βροχερή και άγρια νύχτα λίγοι καλόγεροι που μέναν σ’ ένα φτωχό εκκλησιδάκι στο χαμηλό βουνό της Εύας είδαν, ύστερ απ' την καταιγίδα, απάνω στην Ιθώμη κάτι σα φώς να λαμπυρίζει στην κορφή. Δυο τρεις νυχτιές πάλι το ματάειδαν, Μπήκανε σ' έγνοια: σαν τι μπορούσε νάναι; Κατέβηκαν απ' τον άγιο Βασίλειο και πήγαν στην Ιθώμη. Και βρήκαν σ' ένα δέντρο κρεμασμένη την εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου. Δίπλα της άσβυστο ένα καντήλι την εφώτιζε. Όλοι οι άνεμοι που θρασομάναγαν σ’ εκείνη την ψηλή κορφή δεν μπόρηγαν να το σβύσουν. Πήραν την Παναγία και την απόθεσαν στη φτωχική τους εκκλησία. Μά σαν ξυπνήσαν το πρωί, η χάρη της ήταν φευγάτη, Κ' εκεί κατά το σούρουπο είδαν σαν τον αποσπερίτη να τρεμολάμπη πάλι απάνω στην Ιθώμη ένα φώς, το ίδιο εκείνο πού ήξεραν. Έτσι που τόμαθε η ευσεβέστατη γυναίκα του Ανδρόνικου Παλαιολόγου έδωσε διαταγή να χτίσουν πιά εκεί της Παναγιάς το σπίτι."
-Δ.Ι. Γεωργακάς, Φιλόλογος: Η Μονή Βουκάνου. Εφημ. Θάρρος 1933. (on line)[24] Ευαγγελία Β. Μαλαπάνη: Η νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας και την ΥΕ περίοδο. Σελ. 212
[25] Καραγιάννη Αλεξάνδρα: "Ο σταυρός ως μέρος του διακόσμου στην μνημειακή βυζαντινή ζωγραφική και γλυπτική ως το 1204"
[26] Πουπάκη Ειρήνη. "Λίθινα λουτήρια , περιρραντήρια και κάρδοποι της κλασσικής αρχαιότητας" Αρχαιογνωσία τομ.11