"...Οι Έλληνες είναι, φαίνεται, δεινοί να λογαριάζουν περισσότερο τα αξιοθαύμαστα που υπάρχουν έξω από τη χώρα τους κι όχι του τόπου τους, έτσι διακεκριμένοι συγγραφείς περιέγραψαν λεπτομερέστατα τις πυραμίδες των Αιγυπτίων...
...ενώ δεν έκαναν τον παραμικρό λόγο για το θησαυρό του Μινύα και για τα τείχη της Τίρυνθας που είναι εξίσου αξιοθαύμαστα..." Παυσανίας
Θολωτός τάφος Ανθείας
Ανάμεσα στους εκατοντάδες των θαλαμοειδών τάφων της Μεσσηνίας, ιδιαίτερα αξιόλογοι και εντυπωσιακοί είναι αυτοί του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Άνθειας, βορειοδυτικά της Καλαμάτας, στη δυτική πλευρά της χθαμαλής λοφοσειράς στη θέση Ελληνικά, κοντά σε μεγαλοπρεπή θολωτό τάφο μεγάλων διαστάσεων (διαμ. μεγαλύτερης των 10 μ.). Ο μεγάλος θολωτός τάφος της Άνθειας, μαζί με τη γειτονική συστάδα των λαξευτών, αποτελούν ένα εκπληκτικό μυκηναϊκό μνημειακό σύνολο, 10 μόλις χλμ. βόρεια από την Καλαμάτα.
Το 1984 η Ζ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανέσκαψε τον ηγεμονικό θολωτό μυκηναϊκό τάφο (διάμετρος ταφικού θαλάμου 10,30 μ.), 600μ. δυτικά της λοφοσειράς, ο οποίος, καίτοι συλημένος κατά την αρχαιότητα, διατήρησε πλήθος αρχαιολογικών μαρτυριών τόσο των προϊστορικών-πρωτοϊστορικών χρόνων, όσο και των ιστορικών περιόδων της ιστορίας της Μεσσηνίας. Χρονολογείται στην ΥΕ (υστεροελλαδική) περίοδο.
Έντονη αρχαιοκαπηλική δράση στην περιοχή οδήγησε την ίδια Εφορεία σε σωστική έρευνα του εκτεταμένου νεκροταφείου των θαλαμοειδών μυκηναϊκών τάφων (γνωστών εν μέρει από τις αρχές του αιώνα με την ονομασία "καταφύγια") στη μακρόστενη ράχη των Ελληνικών. Εξαίρετη αρχιτεκτονική, μνημειώδεις κατά το πλείστον διαστάσεις, αλλά και σημαντικά -παρά την εντατική σύληση- ευρήματα από τους 13 τάφους που έχουν ερευνηθεί την τελευταία δεκαετία στην ανατολική πλαγιά, φανερώνουν την εξέχουσα κοινωνική θέση των μυκηναίων της περιοχής. Μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων ξεχωρίζουν τρία σφραγιστικά χρυσά δακτυλίδια με έγγλυφες παραστάσεις.
Μυκηναϊκές ιστορίες
Ο Παυσανίας, για τον θολωτό τάφο του Μινύου, στον βοιωτικό Ορχομενό , γράφει: «...είναι κτίσμα θαυμαστό κι από κανένα άλλο κατώτερο μέσα στην ίδια την Ελλάδα ή αλλού και έχει οικοδομηθεί ως εξής: είναι λίθινος, κυκλικού σχήματος και όχι υπερβολικά οξυκόρυφος, ο λίθος της κορυφής λενε πως εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα». Ο περιηγητής, που επισκέπτεται τον τάφο και τον βλέπει ακέραιο δεκαπέντε αιώνες μετά την κατασκευή του, εκφράζει την απορία του ως εξής: «Οι Έλληνες είναι, φαίνεται, δεινοί να λογαριάζουν περισσότερο τα αξιοθαύμαστα που υπάρχουν έξω από τη χώρα τους κι όχι του τόπου τους, έτσι διακεκριμένοι συγγραφείς περιέγραψαν λεπτομερέστατα τις πυραμίδες των Αιγυπτίων, ενώ δεν έκαναν τον παραμικρό λόγο για το θησαυρό του Μινύα και για τα τείχη της Τίρυνθας που είναι εξίσου αξιοθαύμαστα».
Οι θολωτοί τάφοι είναι κυκλικοί, κατασκευασμένοι μέσα σε διαμορφωμένες αντίστοιχες τεχνητές κοιλότητες στο επίπεδο ή το «λοφοειδές» έδαφος, οι πιο πλούσιοι κατά το ισοδομικό σύστημα, με τέλεια προσαρμογή των μεγάλων λίθων, χωρίς συνδετική ύλη μεταξύ τους, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέα, της Κλυταιμνήστρας ή του Μινύου και οι λιγότερο σημαντικοί από πέτρες που ορθώνονται κατά το εκφορικό σύστημα.
Αυτή η τυπική για δεκάδες ταφικά μνημεία αρχιτεκτονική σύλληψη συνθέτει λειτουργίες και ικανοποιεί ανάγκες μερικών ημερών και μιας αιωνιότητας: ο μακρύς δρόμος του τάφου οδηγεί τελετουργικά το φέρετρο του - ενδεχομένως ταριχευμένου - νεκρού στην τελευταία του κατοικία, ενώ οι οικείοι του τελούν τους καθιερωμένους εναγισμούς.
Η γιγαντιαίων αντοχών στατική επάρκεια της κατασκευής εξασφαλίζει τον αδιατάρακτο αιώνιο ύπνο του νεκρού. Το χώμα που τα καλύπτει όλα, εκτός από την απόλυτη ησυχία, εξασφαλίζει και σηματοδοτεί διακριτικά τη μεγαλοπρεπή τελευταία κατοικία του ηγεμόνα.
Μετά την ταφή, οι Μυκηναίοι έφραζαν επιμελώς με λίθους (σπάνια με πλίνθους) την είσοδο μέχρι το υπέρθυρο. Το χώμα που κάλυπτε την κτιστή θόλο και το δρόμο, σχηματίζοντας τύμβο, προστάτευε και σηματοδοτούσε διακριτικά τη μεγαλοπρεπή τελευταία κατοικία του. Όταν στον ίδιο τάφο (θολωτό ή θαλαμοειδή) έπρεπε να ταφεί και άλλος νεκρός της οικογένειας, τότε οι οικείοι ήταν αναγκασμένοι να ανοίγουν εκ νέου το δρόμο και το στόμιο. Αυτή η διαδικασία ήταν απλούστερη στον τάφο του Ατρέα, όπου υπήρχαν μεγάλες δίφυλλες θύρες, πράγμα που σημαίνει ότι ο δρόμος έμενε ακάλυπτος. Από το Έπος γνωρίζουμε ότι οι βασιλικές σοροί έμεναν πολλές ημέρες και εβδομάδες θρηνούμενες σε λαϊκό προσκύνημα πριν ταφουν. Αυτό σημαίνει, ότι οι νεκροί υφίσταντο κάποιου είδους ταρίχευση.
Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι νεκροί ουδέποτε καίγονταν. Ο νεκρός, ντυμένος, σε ύπτια ή και λιγότερο συχνά σε συνεσταλμένη εμβρυακή στάση, μεταφερόταν στον τάφο με φορείο ή νεκροφόρα από ελαφρύ ξύλο καλυμμένο με δέρμα ή ύφασμα, ή επιχρισμένο με κονίαμα και τοποθετείτο στο πιο ελεύθερο μέρος του δαπέδου.
Ο ακαδημαϊκός Σπ. Ιακωβίδης, γράφει:«...το έθιμον της θεαματικής και θορυβώδους θρηνήαεως των νεκρών, γνωστόν εις την Ελλάδα από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερον, ήτο ήδη μυκηναϊκόν αν μη και παλαιότερον».
Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη τεχνητή θόλο του τάφου, που ασφαλώς συμβολίζει το στερέωμα της ζωής στον Άδη, τον ουρανο της άλλης, της αιώνιας ζωής, δεν θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθεί ότι θα μπορούσε, γύρω από τον νεκρό, ή ακόμα και έξω, στο δρόμο, να οργανώνονταν συμπόσια-νεκρόδειπνα, με συζητήσεις και αναφορές στα κατορθώματα και τις αγαθοεργίες του νεκρού, και να ακούγονταν τα μοιρολογια και τα άσματα. Ενδεχομένως να χορεύονταν μέσα στη θόλο αποχαιρετιστήριοι κύκλιοι συρτοί χοροί, να σουβλίζονταν αρνιά και να προσκομίζονταν αμφορείς για την οινοποσία, που θα συνόδευε το τελευταίο δείπνο στο οποίο θα «παρευρισκόταν» ο νεκρός. Τα χρυσά κύπελλα και οι διασκορπισμένες στο δάπεδο των θολωτών τάφων πυρές, που συχνά βρίσκονται στους τάφους, μαζί με τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, ίσως να είναι και τεκμήρια εκείνου του τελευταίου δείπνου. Όταν το γλέντι τελείωνε, έμπαινε η κλείδα στην κορυφή της θόλου, γέμιζε με χώμα ο δρόμος και άρχιζε η συσσώρευση των χωμάτων για τη δημιουργία του τύμβου.
Ο αρχαιολόγος Γ. Μυλωνάς, από τους κυριότερους έλληνες μελετητές της μυκηναϊκής περιόδου, θεωρούσε ότι οι Μυκηναίοι πίστευαν πως η τελευταία κατοικία του νεκρού ήταν προσωρινή, μέχρις ότου δηλαδή συντελεστεί η αποσάρκωσή του, οπότε και τα οστά μετατοπίζονταν ή αποβάλλονταν στο δρόμο του τάφου για να ταφεί ο επόμενος νεκρός της οικογένειας. Το στόμιο του θολωτού τάφου, κατά τον Μυλωνά, είναι το όριο της μετά θάνατον ζωής, το τέρμα του τάφου, ο οποίος γι' αυτό το λόγο «και εφράσσετο».
Λίγο πριν, το 1959, ο Σπ. Μαρινάτος είχε γράψει σχετικά ότι «...αν ο Κρης έζη την παρούσαν ζωήν, ο Μυκηναίος εφρόντιζε περισσότερον διά την μετά θάνατον». Ανεξάρτητα όμως από τη διάρκεια αυτής της «μετά θάνατον ζωής», ο θολωτός τάφος, αυτό το γιγαντιαίων αντοχών αριστούργημα της τέχνης και της τεχνικής των μυκηναίων αρχιτεκτόνων έχει τέτοια στατική επαρκεια, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αιώνιος.
Την αιώνια αυτή αντοχή των θολωτών τάφων διατάραξαν οι κάθε είδους ιερόσυλοι και τυμβωρύχοι όλων των εποχών, με τις τρύπες που άνοιγαν για να φτάσουν στους ταφικούς θησαυρούς, καταργώντας τη στατική συνοχή, με αποτέλεσμα οι θόλοι, και κατά συνεπεια τμήματα των τοιχωμάτων, να καταρρέουν εύκολα μετά από σεισμούς και βροχοπτώσεις.
Βιβλιογραφία:
1. Θ. Παπαθανασόπουλος, Θολωτοί τάφοι στην επικράτεια του Νέστορος, Αρχαιολογία και Τέχνες
2. http://www.travelplorer.gr
Έρευνα, φωτογραφίες: dimdom για το Εν Αθήναις
Πηγή: Ιστότοπος Εν Αθήναις