Μούσγα (οικόπεδο Α. Κωνσταντόπουλου - Π. Καρακαϊδού)
Κατά το έτος 2006 η ΛΗ' ΕΠΚΑ διενήργησε σωστική ανασκαφική έρευνα στο εν λόγω οικόπεδο. Το οικόπεδο βρίσκεται σε απόσταση 430 μ. περίπου βορειοανατολικά του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Κυπαρισσίας1.
Η ανασκαφή περιορίστηκε στα όρια του προς οικοδόμηση χώρου, συνολικής επιφάνειας 220 τ.μ. Αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα σε αρκετά μεγάλη πυκνότητα και σε διαδοχικές οικοδομικές φάσεις (Εικ.9-11)2.
Η πρώτη οικοδομική φάση τοποθετείται στα τέλη του -2ου και στις αρχές του -1ου αι. Σε αυτήν ανήκουν 12 τμήματα τοίχων, που δομούνται από ημίεργους λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους με χώμα ως συνδετικό υλικό. Μερικοί από αυτούς φαίνεται ότι διαμόρφωναν ορθογώνιους χώρους επιφάνειας 3-4 τ.μ. Τα οικοδομικά λείψανα της πρώτης οικοδομικής φάσης έχουν θεμελιωθεί πάνω στο βραχώδες έδαφος της περιοχής, αφού οι κοιλότητες και οι σχισμές των βράχων πληρώθηκαν με χώμα για να επιτευχθεί η απαιτούμενη εξομάλυνση.
Αργότερα, και κυρίως στον +3ο αι., η κατοίκηση συνεχίζεται με την προσθήκη νέων κτιρίων επάνω στα παλαιότερα. Στη νέα οικοδομική φάση ανήκουν 21 τοίχοι, οι οποίοι θεμελιώθηκαν επάνω από τους τοίχους της προηγούμενης οικοδομικής φάσης. Οι τοίχοι του -1ου αι. χρησιμοποιούνται ως θεμέλιο των νεότερων τοίχων, ενώ κάποιοι επιχωματώνονται ή καταστρέφονται προκειμένου να δημιουργηθούν επίπεδες επιφάνειες για τα νέα οικοδομικά έργα.
Σε αντίθεση με τα προχριστιανικά οικοδομικά κατάλοιπα, οι νεότερες κατασκευές διατηρήθηκαν καλύτερα και είναι πιο συμπαγείς, καθώς οικοδομούνται με λίθους και πολλές οπτόπλινθους, ενώ στους αρμούς τους συχνά παρεμβάλλονται αποτμήματα κεραμίδων και όστρακα χρηστικών αγγείων. Το συνδετικό υλικό είναι πλέον πιο ισχυρό, καθώς περιέχει χώμα, ασβεστοκονίαμα και πηλοκονίαμα. Επιπλέον, οι περισσότεροι τοίχοι φέρουν στις όψεις τους επικάλυψη ασβεστοκονιάματος, ενίοτε επιζωγραφισμένου.
Διαμορφώνονται ορθογώνιοι χώροι, ενώ στη θέση του σώζεται ένα μαρμάρινο κατώφλι εισόδου διαστ. 1,50Χ 0,60 μ. με λαξευμένους τόρμους.
Επιπλέον, μία οπή στο μαρμάρινο κατώφλι φέρει ίχνη μολυβδοχόησης και η κοιλότητα για την στρόφιγγα της θύρας έχει πληρωθεί με χαλκό. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η αποκάλυψη τμήματος δωματίου στη νοτιοδυτική γωνία του ανασκαφέντος χώρου (Τχ25, Τχ26), στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν κατά χώραν σωροί πεσμένων κεραμίδων, οι οποίες πιθανότατα ήταν αποθηκευμένες μέσα στο δωμάτιο.
Στην ίδια οικοδομική φάση ανήκουν και τμήματα δαπέδων από ασβεστοκονίαμα, τα οποία όμως σώθηκαν πολύ αποσπασματικά λόγω της ισχυρής διάβρωσης.
Στα τέλη του +4ου και στις αρχές του +5ου αι. παρατηρούνται νέες οικοδομικές εργασίες στα υφιστάμενα οικιστικά λείψανα, που περιλαμβάνουν επεκτάσεις, επιδιορθώσεις και ισχυροποιήσεις παλαιότερων τοίχων, καθώς και την προσθήκη νέων κατασκευών που σχετίζονται με υδραυλικές και λουτρικές εγκαταστάσεις. Φαίνεται ότι υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερους χώρους και γι’ αυτόν το λόγο οι υφιστάμενοι τοίχοι επεκτείνονται σε μήκος και νέοι τοίχοι χτίζονται σε παράλληλη κατεύθυνση με τους παλαιότερους.
Τα νεότερα οικοδομικά κατάλοιπα χαρακτηρίζονται από συμπαγή και ισχυρή κατασκευή, καθώς και από την άφθονη παρουσία σκληρού ασβεστοκονιάματος τόσο στους αρμούς των λίθων όσο και στις εξωτερικές όψεις των τοίχων. Σε δύο περιπτώσεις διαπιστώνεται η χρήση προγενέστερων αρχιτεκτονικών μελών εντοιχισμένων στους τοίχους της τελευταίας οικοδομικής φάσης. Ένα μαρμάρινο ορθογώνιο αρχιτεκτονικό μέλος (ορθοστάτης ή θωράκιο) και τμήμα κυλινδρικού σφονδύλου προφανώς έχουν μεταφερθεί από άλλο χώρο της Κυπαρισσίας και έχουν ενσωματωθεί στα οικοδομικά λείψανα της ύστερης ρωμαϊκής- πρώιμης βυζαντινής φάσης.
Στα τελευταία χρόνια χρήσης του οικιστικού αυτού συγκροτήματος ανήκει μία επιμήκης ορθογώνια κατασκευή (Κατ. 1), ορατών διαστ. 5,20x 1 μ., κοίλη στο εσωτερικό της και δομημένη από κεραμίδες και ισχυρό ασβεστοκονίαμα πάνω σε προγενέστερη τοιχοποιία. Πιθανότατα, είχε σχέση με λουτρική ή αποχετευτική εγκατάσταση.
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης οικοδομικής φάσης δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στις υδραυλικές εγκαταστάσεις διαπιστώνεται από την αποκάλυψη πήλινου αγωγού (ΑΓ1) μήκ. 13 μ., ο οποίος διατρέχει με κατεύθυνση από ΒΔ. προς ΝΑ. το δυτικό τμήμα του ανασκαφέντος χώρου (Εικ.10).
Στα ευρήματα της ανασκαφής περιλαμβάνονται άφθονα όστρακα αγγείων, χρηστικών, αποθηκευτικών αλλά και πόσης και βρώσης, και από τις τρεις οικοδομικές φάσεις, τμήματα σπασμένων γυάλινων αγγείων, αποτμήματα λύχνων συχνά διακοσμημένων με γραμμικά και φυτικά μοτίβα, τμήματα σκύφων με επίθετη πλαστική διακόσμηση, 53 χάλκινα και αρκετά διαβρωμένα νομίσματα, λιγοστά οστέινα εργαλεία (περόνες) (Εικ.12) και κομμάτια λίθινων αγγείων, χάλκινα εργαλεία (περόνες, αγκίστρια), υφαντικά βάρη, χάλκινοι και σιδερένιοι ήλοι και οστά ζώων. Από την περιοχή κοντά στον πήλινο κυλινδρικό αγωγό προήλθε ένας πήλινος λουτήρας ωοειδούς σχήματος με έναν αμφορέα του +4ου αι. στο εσωτερικό του (Εικ.13).
Αριστερά: Εικ.12. Κυπαρισσία. Μούσγα. Οστέινη περόνη. Δεξιά: Εικ.13. Κυπαρισσία. Μούσγα. Πήλινος λουτήρας. |
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν ότι κατά τη ρωμαϊκή εποχή στην περιοχή κατοικούσαν εύποροι πολίτες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο. Τα οικοδομικά κατάλοιπα από το εν λόγω οικόπεδο μαρτυρούν την έκταση της πόλης μεταξύ του λόφου με το μεσαιωνικό κάστρο και της ακτογραμμής, ενώ το λιμάνι της Κυπαρισσίας αποτελούσε κομβικό σταθμό για το εμπόριο γεωργικών και άλλων προϊόντων ανάμεσα στο νεοσύστατο μεσσηνιακό κράτος, τα νησιά του Ιονίου και την Ιταλία.
1. Οι ανασκαφικές εργασίες ξεκίνησαν υπό τη διεύθυνση της Ζ' ΕΠΚΑ και από τις 7-8-2006 συνεχίστηκαν από τη νεοσύστατη στο νομό Μεσσηνίας ΛΗ' ΕΠΚΑ. Στη διενέργεια της ανασκαφής συμμετείχε ο αρχαιολόγος της ΛΗ' ΕΠΚΑ, Φ. Σταυριανόπουλος. Ο ίδιος ανέλαβε εξ ολοκλήρου και την καταγραφή του ανασκαφικού υλικού.
2. Το σχέδιο της ανασκαφής έγινε από το μηχανικό Ευ. Παπαχριστοφίλου.