Είχεν ήδη εκτυπωθή η παραδοθείσα εις το περιοδικόν AAA (II (1969), 352- 357) συνοπτική έκθεσις περί των αποτελεσμάτων των διενεργηθεισών τον Αύγουστον του 1969 εις Ακοβίτικα Καλαμάτας ανασκαφών, ότε επληροφορήθην, υπό του γνωστού δια την αρχαιόφιλον δράσιν του και οξυδερκούς επιστάτου της ανασκαφής, Ιωάννου Ταβουλαρέα1, την τυχαίαν ανεύρεσιν, επί του δυτικού αναχώματος της αντιπλημμυρικής τάφρου, ενός ενεπιγράφου θραύσματος εκ του περιχειλώματος πιθοειδούς αγγείου. Το θραύσμα τούτο αποδεικνύεται πολύτιμον, διότι συνανήκει μετά του ανευρεθέντος επίσης τυχαίως, εις την αυτήν θέσιν, κατά την διάρκειαν της ανασκαφής, ετέρου ενεπιγράφου τεμαχίου εκ του αυτού αγγείου2 (Σχέδ.2 Πίν.37α). Η επιγραφή έχει χαραχθή επί του μετώπου του περιχειλώματος μετά την όπτησιν, έχει δε ως εξής: (Σχέδ.1):
[αν]έθεκε Θιοπαλίδας
Σωζόμενον μήκος αμφοτέρων των τεμαχίων 0,33, πλάτος χείλους 0,075, ύψος μετώπου χείλους 0,052, πλάτος σχοινιοειδούς ραβδίου 0,015 μ. Ύψος γραμμάτων 0,014- 0,022, αποστάσεις 0,004 - 0,009 μ. Πηλός ερυθροκάστανος, μεμιγμένος μετά χαλίκων και άμμου, φέρων ερυθρόφαιον αλείφωμα. Όπτησις ισχυρά.
Το διακοσμητικόν πλαστικόν σχοινιοειδές κυμάτιον (ραβδίον), κάτωθεν του γεισώματος του προεξέχοντος χείλους (Σχέδ.2 και 3), είναι απολύτως όμοιον προς το πολλαπλώς και κατά κόρον χρησιμοποιούμενον επί των αμφορέων μετ’ αναγλύφων παραστάσεων της Σπάρτης, τους οποίους η διεισδυτική και διεξοδική μελέτη του Καθηγητού Χρυσάνθου Χρήστου3 κατέστησε γνωστούς. Η παρουσία του διακοσμητικού τούτου θέματος επί του θραύσματος των Ακοβίτικων, ως επίσης αι μικραί αυτού διαστάσεις (η διάμετρος υπολογίζεται εις 0,35 μ. περίπου, το δε ύψος, κατ’ αναλογίαν προς ταύτην εις 0,65 μ.) και αι αρμονικαί αυτού αναλογίαι και κυρίως το γεγονός, ότι το κεραμεικόν τούτο έργον εχρησιμοποιήθη ως ανάθημα εις ιερόν και μάλιστα εις εποχήν ακμής της
Λακεδαίμονος (βλ. κατωτέρω, σ.122) δηλούν ότι πρόκειται περί πλουσίως διακεκοσμημένου, ίσως και μετ’ αναγλύφων παραστάσεων, αμφορέως ή ακριβέστερον αμφοροκρατήρος και όχι περί απλού πίθου.
Ο Χρήστου διακρίνει πέντε ομάδας πηλού εις τους μετ’ αναγλύφων αμφορείς4. Εις μίαν των ομάδων ο πηλός είναι «ερυθροκάστανος με ατελέστερον καθαρισμόν και σαφή κατάλοιπα ξένων υλών, κυρίως άμμου5». Εις την ομάδα ταύτην πηλού, η οποία προέρχεται πιθανώς εξ αναμίξεως «πυράς» και «λευκής» γής6, κατατάσσεται και ο ιδικός μας αμφορεύς. Η δραστηριότης του λακωνικού αυτού αγγειοπλαστικού εργαστηρίου διαρκεί, κατά τον Χρήστου7, από των μέσων περίπου του 7ου μέχρι των μέσων του -6ου αιώνος (-620/ -550 περίπου). Εντός του χρονικού τούτου πλαισίου διακρίνονται, αναλόγως της εξελίξεως του σχήματος και της τεχνοτροπίας, τρεις ομάδες αμφορέων.
Η επιγραφή επί του θραύσματος των Ακοβίτικων μας υποχρεώνει (βλ. σ.114), να το κατατάξωμεν εις την τελευταίαν ομάδα. Δεν αποκλείεται εν τούτοις η επιγραφή να εχαράχθη αρκετά έτη μετά την κατασκευήν του αγγείου.
Ως και σήμερον συνηθέστατα παρατηρείται εις τα αγγειοπλαστεία, παραδείγματος χάριν της Κορώνης, αφ’ ενός μεν θα υπήρχον εις τας αποθήκας των εργαστηρίων έτοιμοι από καιρού αμφορείς προς πώλησιν, αφ’ ετέρου δε πολλοί εξ αυτών θά ηγοράζοντο, υπό πλουσίων κυρίως, και θα εφυλάσσοντο, ως παρατηρεί ο Χρήστου8, εις τας κατοικίας9, μέχρι της οριστικής χρησιμοποιήσεώς των δια ταφήν ή ανάθεσιν. Αι δυσκολίαι εξαγωγής τοιούτων ευπαθών αγγείων10 δεν δύνανται να ισχύσουν δια την περίπτωσιν του αμφοροκρατήρος των Ακοβίτικων, ο οποίος ήτο δυνατόν να είχε μεταφερθή εκ Σπάρτης δια της διερχομένης εκ του Ταϋγέτου οδού, μολονότι, ως έχει παρατηρηθή, ευκολωτέρα θα ήτο η μετανάστευσις των τεχνιτών και των τύπων (μητρών) παρά των αγγείων.
Η ύπαρξις τέλος ενός εντοπίου εργαστηρίου εις την περιοχήν του ιερού ή των πλησιεστέρων πόλεων Θούριας11 και Φαρών12, ουδόλως δύναται να αποκλεισθή, απεναντίας φαίνεται λίαν πιθανή, διότι εβεβαιώθη η παρουσία και εργαστηρίου μεταλλουργίας εις τον χώρον του ιερού13.
Οπωσδήποτε, αν δεν απατώμαι ως προς την ορθήν αναγνώρισιν του θραύσματος, πρόκειται περί του πρώτου αμφορέως, ευρισκομένου εκτός της Σπάρτης, αλλ’ εις περιοχήν υπό την επικράτειαν ταύτης τελούσαν14, και μάλιστα αμφορέως, ανατεθέντος εις ιερόν του Ποσειδώνος. Το τελευταίον με υποχρεώνει να δεχθώ, αντιθέτως προς τον Χρήστου15, ότι και οι Λακωνικοί ούτοι αμφορείς εχρησιμοποιούντο ως αναθηματικοί ή ως ταφικοί αδιακρίτως, πράγμα το οποίον εβεβαιώθη δια τους παλαιοτέρους αντιστοίχους του Βοιωτικονησιωτικού εργαστηρίου16. Η μετά την όπτησιν του αγγείου χάραξις της επιγραφής δεικνύει, ότι δεν ήτο απολύτως σαφής εκ των προτέρων ο ταφικός η αναθηματικός προορισμός των αγγείων. Δεν πιστεύω ότι ο χαρακτήρ των παραστάσεων, η εκλογή του θέματος και ο τυχόν συμβολισμός του καθωρίζετο, συμφώνως προς συγκεκριμένην παραγγελίαν του ένδιαφερομένου17.
Ακοβίτικα Καλαμάτας: Δύο όψεις ενεπιγράφου θραύσματος αμφορέως |
Χρονολόγηση της Επιγραφής
Μολονότι, ως παρατηρεί η Jeffery18, αι λακωνικαί επιγραφαί, συμπεριλαμβανομένων των μεσσηνιακών και του Τάραντος, είναι ιδιαιτέρως δύσκολον να χρονολογηθούν εκ του τύπου μόνον των γραμμάτων, λόγω της αναμίξεως αρχαϊκών μεθ’ ετέρων τύπων, θεωρουμένων συνήθως ως νεωτέρων19, εν τούτοις, εις την περίπτωσιν της επιγραφής του ιερού των Ακοβίτικων, δύνανται να χρησιμοποιηθούν δια μίαν τουλάχιστον κατά προσέγγισιν χρονολόγησιν, ελλείψει στρωματογραφικών (το εύρημα είναι τυχαίον) και τεχνοτροπικών στοιχείων, εφ’ όσον δύο μόνον θραύσματα εκ του χείλους του αμφορέως έχομεν επί του παρόντος και ουδέν ίχνος εκ της αναγλύφου διακοσμήσεως.
Το σχήμα των γραμμάτων εξαρτάται συχνά εκ του υλικού, επί του οποίου χαράσσεται η επιγραφή· όσον σκληρότερον το υλικόν, τόσον εντονώτερον παραμορφούνται τα γράμματα. Η χειρ ευρίσκει πάντοτε το ευκολώτερον εις την χάραξιν σχήμα δι’ έκαστον γράμμα, πράγμα το οποίον αποτελεί πολλάκις εμπόδιον εις τον εντοπισμόν του αλφαβήτου. Τούτο καθίσταται κυρίως φανερόν εις τα έχοντα καμπύλας γράμματα. Εις δύο επιγραφάς της Ολυμπίας επί παραδείγματι, εκ των οποίων η μια (ΔΙΟΣ) επί ιλλυρικού κράνους, η ετέρα (ΔΙΟΣ ΟΛΥΝΠΙΟ) επί της αριστεράς παραγναθίδος κορινθιακού κράνους20, το Ο λαμβάνει τα εξής παράδοξα σχήματα:
Αυτά δεικνύουν σαφώς την αγωγήν (Ductus) της γραφής. Ο πηλός εν τούτοις του αμφορέως των Ακοβίτικων είναι υλικόν μαλακόν σχετικώς, προσφερόμενον δι' ομαλήν χάραξιν, δια τούτο πιστεύω ότι η γραφή, εις την περίπτωσίν μας, εκφράζει πιστώς την εποχήν της.
Το έψιλον (Ε) εμφανίζεται επί της επιγραφής με ουράν, ήτοι με προς τα κάτω εξέχουσαν την κατακόρυφον κεραίαν. Ευρίσκεται εγγύτατα προς τον τύπον ε1 της Jeffery21, του -6ου αιώνος. Και ο άμεσες επόμενος εξελικτικώς τύπος ε2 εμφανίζεται επίσης εις ωρισμένας επιγραφάς του -6ου αιώνος. Το θήτα (Χ), με χιαστί και όχι εισέτι σταυροειδώς διαμορφουμένας τας κεραίας, έρχεται πρώτον εις την εξελικτικήν σειράν. Ως τύπος γράμματος χρησιμοποιείται μέχρι του τέλους του -6ου αιώνος. Πρώτα εξελικτικώς έρχονται επίσης τα γράμματα Α, Λ, Π και Σ της επιγραφής μας. Το τρισκελές εν τούτοις και όχι πολυσκελές σίγμα εμφανίζεται συνεχώς από των παλαιοτέρων επιγραφών και εξής, μέχρι των μέσων τουλάχιστον του -5ου αι. Η Jeffery σημειοί22, ότι ο κανονικός δια την Μεσσηνίαν τύπος είναι ο σ1. Εις την περιοχήν ταύτην δεν έχει εισέτι παρουσιασθή παράδειγμα πολυσκελούς σίγμα.
Το σημείον στίξεως, εις σχήμα διπλού προς αριστερά ημικυκλίου η παρενθέσεως, δια πρώτην φοράν, όσον γνωρίζω, εμφανίζεται επί επιγραφής του λακωνικού αλφαβήτου. Εις σχήμα απλής προς αριστερά παρενθέσεως είναι γνωστόν, ως τυπικώς λακωνικόν χαρακτηριστικόν23. Τα μέχρι σήμερον γνωστά παλαιότερα παραδείγματα ανήκουν εις το τρίτον τέταρτον του -6ου αιώνος. Δια πρώτην φοράν παρουσιάζεται επί χαλκής ταινίας εξ Ολυμπίας, αναθήματος του Ευριστρατίδα εις τον Δία (-550/ -525)24, συγχρόνως δε επί χαλκού αγαλματιδίου Αρτέμιδος του Μουσείου της Βοστώνης με την εξής επιγραφήν: Χιμαρίδας τάι Δεδαλαίαι (-550/ -525)25, και επί αλτήρος της Ολυμπίας, αναθήματος του Λάκωνος Ακματίδα (-550/ -525)26. Επί μεσσηνιακού εδάφους το σημείον είναι γνωστόν εκ μιας αμφιβόλου περιπτώσεως εις επιγραφήν επί βράχου της νήσου Πρώτης, του - 6ου αιώνος(;)27. Ούτω το διπλούν σημείον στίξεως της επιγραφής μας δεν είναι μόνον το πρώτον βέβαιον εκ Μεσσηνίας παράδειγμα, αλλά και μοναδικόν διά την Λακωνικήν γενικώτερον, ένθα απαντά ως απλή προς αριστερά καμπύλη γραμμή.
Εκ της ανωτέρω τυπολογικής μελέτης των γραμμάτων προκύπτει, ότι η επιγραφή μας δύναται να χρονολογηθή εις το δεύτερον ήμισυ του -6ου αι., ακριβέστερον δε μεταξύ των ετών -550/ -525 28, και να ενταχθή εις την κατωτέρω ομάδα επιγραφών του λακωνικού αλφαβήτου:
1. Ενεπίγραφοι πλάκες πωρολίθου εκ του ιερού της Όρθιας (ΘΙΟΚΟΡΜΙΔΑΣ) (-600/ -550)29.
2. Ενεπίγραφος αμφορεύς Ακοβίτικων. Αναθέτης ο ΘΙΟΠΑΛΙΔΑΣ.
3. Χαλκή ταινία εξ Ολυμπίας. Αναθέτης ο ΕΥΡΙΣΤΡΑΤΙΔΑΣ (-550/ -525)30.
4. Χαλκούν αγαλμάτιον Αρτέμιδος εκ Μάζι. Αναθέτης ο ΧΙΜΑΡΙΔΑΣ (-550/ -525)31.
5. Αλτήρ εξ ’Ολυμπίας. Αναθέτης ο ΑΚΜΑΤΙΔΑΣ (-550/ -525)32.
Δεχόμενος ότι το θραύσμα εξ Ακοβίτικων ανήκει εις την τρίτην ομάδα των λακωνικών μετ’ αναγλύφων αμφορέων (βλ. ανωτ. σ.111), πιστεύω ότι η επιγραφή μας δύναται να χρονολογηθή αμέσως μετά το -550, ήτοι μετά την επιγραφήν του Θιοκορμίδα.
Προστίθεται ούτω μια νέα σημαντική επιγραφή εις τα πενιχρά εκ Μεσσηνίας παραδείγματα του -6ου αιώνος και δη η παλαιοτέρα χρονολογημένη. Είναι ίσως σύγχρονος προς την κεχαραγμένην επί χαλκού αγαλματιδίου πολεμιστού (τόι Παμίσοι Πυθόδορος), ευρισκομένου εις ιδιωτικήν Συλλογήν και χρονολογουμένου «περί τα μέσα του -6ου αιώνος» (-550)33. Το αγαλματίδιον τούτο θα προέρχεται προφανώς εκ του ναού του Παμίσου, κειμένου παρά τας πηγάς του ποταμού, πλησίον του χωρίου Άγιος Φλώρος, τον οποίον η σκαπάνη του Σουηδού αρχαιολόγου Natan Valmin έφερεν εις φώς34. Του -6ου αιώνος είναι ίσως και η επιγραφή της νήσου Πρώτης35. Αι λοιπαί εκ Μεσσηνίας χρονολογούνται μετά το -500.
Σχόλια
Το όνομα του αναθέτου Θιοπαλίδας είναι αντίστοιχον προς το Θιοκορμίδας, γνωστόν εξ επιγραφής εκ του χώρου του ιερού της Ορθίας, του -600/ -550. Πρόκειται περί χαρακτηριστικού λακωνικού ονόματος και ως προς το πρώτον συνθετικόν θιο- (θιός, θεός) και ως προς την πατρωνυμικήν κατάληξιν - ιδας. Η τροπή του ε)ι απαντά εν Λακωνία εις τας παλαιοτέρας ήδη επιγραφάς36. Το παλαιότερον εις -ιδας όνομα, Δορκονίδα(ς) ή Δορκοϊλίδα(ς), ευρίσκεται επί επιγραφής του Αμυκλαίου, χρονολογουμένης μεταξύ του τέλους του -7ου και των αρχών του -6ου αιώνος37. Παρόμοια εις -ιδας ονόματα του -6ου αιώνος απαντούν και εκτός της Λακωνικής, ως εις την Βοιωτίαν, την Κόρινθον, το Άργος, τας δωρικάς αποικίας της Σικελίας, τας αποικίας των Λοκρών, τας νήσους του Αιγαίου και την δωρικήν Εξάπολιν38.
Το έτυμον του δευτέρου συνθετικού -παλ (ιδας), αναλόγου προς το -κορμ (ιδας), δεν δύναμαι να ερμηνεύσω, ως μη ειδικός. Δι' αμφότερα πάντως τα ονόματα θα ήτο δυνατόν να δεχθή τις την ύπαρξιν των υποθετικών *Θιόπαλος και *Θιόκορμος, εκ των οποίων θα προήλθον δια της προσθήκης της πατρωνυμικής καταλήξεως -ιδας, πράγμα το οποίον φαίνεται πιθανόν, εφ’όσον έχομεν τουλάχιστον το όνομα Πάλο(ς) επί αρχαϊκής επιγραφής της Ακροπόλεως39.
Το ιερόν των Ακοβίτικων ήτο αφιερωμένον, ως εβεβαιώθη, εις την λατρείαν του Ποσειδώνος. Κατά συνέπειαν μια πιθανή συμπλήρωσις της επιγραφής θα ήτο:
[Πohoιδάvι αν]έθεκε Θιοπαλίδας
Η θέσις του ονόματος του αναθέτου και της θεότητος, ως προς το ρήμα ανέθεκε, ποικίλλει εις τας διαφόρους επιγραφάς. Συνηθέστερον είναι να προηγήται το όνομα του αναθέτου και να έπεται της θεότητος, ως επί παραδείγματι:
Θεόδωρος ανέθεκε βασιλεί40, Αμφιμενίδας/ Πohoιδάνι ανέθεκε41. Δεν λείπουν εν τούτοις αντίθετα παραδείγματα, ως: Κόροι Θιοκλένα μ΄ [ανέθεκε]42, η και παρόμοια προς το ιδικόν μας, ως [Π]ερεφόναι [ανέθε]κέ με Ξεναΐ[δας(;)]43. Τα τελευταία παραδείγματα μας υποδεικνύουν μίαν επί πλέον δυνατότητα συμπληρώσεως της επιγραφής μας, ως εξής: [Ποhοιδάνι μ' αν]έθεκε Θιοπαλίδας. Μια τρίτη δυνατότης είναι μετά του άρθρου, ήτοι: [τόι Ποhοιδάνι μ’ αν]έθεκε Θιοπαλίδας44.
Ο τύπος του ονόματος του θεού, τον οποίον χρησιμοποιώ προς συμπλήρωσιν της επιγραφής, πρέπει να θεωρηθή βέβαιος, όχι μόνον διότι εύρον το όνομα ως [Π]ohοιδά- [νος] ή [Π]ohoιδά[νι]45, γεγραμμένον επί οστράκου, εντός του ανασκαφέντος οικοδομήματος του ιερού εις Ακοβίτικα, αλλά και διότι ο τύπος απαντά και επί των κάτωθι επιγραφών της Λακωνίας:
1) Επί χαλκού ιχθύος (Πίν.37β), ευρεθέντος το 1925 εις την περιοχήν του Αμυκλαίου, 500 μέτρα περίπου ΝΑ. αυτού. Η επιγραφή επί τα λαιά:
Ποhοιδάνος
χρονολογείται υπό του Buschor εις τους πρωίμους αρχαϊκούς χρόνους (Hocharchaisch)46.2) Επί χαλκού κριού, ευρισκομένου εν Cabinet des Médailles των Παρισίων:
Αμφιμενίδας/ Ποhοιδάνι ανέθεκε
-5ου αιώνος. Είναι αβέβαιον, εάν προέρχεται εκ του ιερού του Ποσειδώνος τον επί Ταινάρω η εξ ετέρου Ποσειδίου, μηδέ του Ποσειδίου των Ακοβίτικων έξαιρουμένου47.Άλλωστε πλείστα ιερά του Ποσειδώνος αναφέρονται εις την Λακωνικήν, ως Θουρίας, ΄Ελους, περιοχής Αμυκλαίου, Θεράπνης, Ταινάρου, Αιγιών, Γυθείου κ. α.48.
3) Επί λίθου, ευρισκομένου εν τω Μουσείω της Σπάρτης:
[Πο]hoιδάv- [ος- -]ιναπος
-5ου αιώνος(;)49.4) Επί των κάτωθι απελευθερωτικών επιγραφών εκ του ιερού του Ποσειδώνος του επί Ταινάρω50.
α) Στήλη λευκού μαρμάρου. Βρετανικόν Μουσείον51:
Ανέθεκε τοι Ποhοδά[νι]
Θεάρες Κλεογενε.
Έφορος Δαΐοχος
Επάκο Αρίο(ν), Λύον
Χρονολογείται πρό του -432, διότι ο Έφορος Δαΐοχος δεν μνημονεύεται εις τον κατάλογον των Εφόρων, τον οποίον δίδει ο Ξενοφών (Ελληνικά II 3,10 και 4,36), του -432/ -403.β) Στήλη κυανού μαρμάρου απολήγουσα εις αέτωμα. Επιγραφικόν Μουσείον Αθηνών52:
Ανέθεκε Εκέφυλος Νεαρέταν τόι Πohoιδάνι.
Έφορος Αριστεύς. Επακόω Αριστοτέλες, Δαμοφών
-5ου αιώνος. Ο Αριστεύς ήτο Έφορος πρό του -431.γ) Αετωματική στήλη κυανού μαρμάρου. Επιγραφικόν Μουσείον Αθηνών53:
Ανέθηκε
Αισχρίον Απειρότας
τόι Πohoιδά -νι Ηρακληίδαν
αυτόν και ταυτό. Έφορος hαγηhίστρατος.
Επάκο Πρυαίος, Επικύδης.
Ο Ηγησίστρατος ήτο Έφορος το -427/6.δ) Στήλη κυανού μαρμάρου. Επιγραφικόν Μουσείον Αθηνών54:
Ανέθεκε τόι Ποhοιδάνι
Νίκον Νικαφορίδα και Λύhιππον και Νικαρχίδαν και ταυτάς πάντα.
Έφορος Ευδαμίδας. Επάκοε Μενεχαρίδας, Ανδρομέδης
-4ου αιώνος(;). Ο Έφορος Ευδαμίδας δεν μνημονεύεται υπό του Ξενοφώντος.Προς τούτοις οι τελούμενοι εις τα ιερά του Έλους και της Θούριας, ιππικοί κυρίως, αγώνες, προς τιμήν του Ποσειδώνος, αναφέρονται ως Ποhοίδαια. Παραθέτω εν απόσπασμα εκ της ευρεθείσης εις τον ναόν της Χαλκιοίκου επιγραφής του Δαμώνονος55, διότι παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον:
και Ποhοίδαια Δαμόνον
[ε]νίκε Θευρίαι οκτάκιν αυτός ανιοχίον εν -
hεβόhαις hίπποις εκ ταν αυτό hίππον κεκ το αυτό hίππo.
Χρονολογείται πρό του -431 Tα Ποhοίδαια. . . Θευρία, εις τα οποία ενίκησεν ο Δαμώνων οκτάκις, ταυτίζονται προς τα Ποσείδαια τα [εν Θούρια], τα οποία αναφέρονται εις επιγραφήν του -3ου αιώνος, εντειχισμένην εις τον εξωτερικόν τοίχον της Μονής της Λαύρας, εν Μικρομάνη Μεσσηνίας56. Τα Ποhοίδαια. . . Θευρία ελάμβανον, πιστεύω, χώραν εις το ιερόν των Ακοβίτικων. Η απόστασις του ιερού εκ της πόλεως (5 περίπου χλμ.) δεν είναι σοβαρόν εμπόδιον, άλλωστε τα Ποσείδια ευρίσκοντο συνήθως επί ταις ακταίς, ως μας πληροφορεί ο Στράβων57. Η σημερινή απόστασις του ιερού εκ της θαλάσσης είναι μόνον 650 μέτρα, θα ήτο δε αισθητώς μικροτέρα κατά την αρχαιότητα, λαμβανομένης υπ’ όψιν της γενομένης εν τω μεταξύ δια των προσχώσεων του παραρρέοντος Άρεως μετατοπίσεως.
Ακοβίτικα, Ιερό Ποσειδώνος: Ένα από τα πιό γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα της Μεσσηνίας. Αφιερωματικό ειδώλιο ιππόκαμπου, μυθικού όντος- συμβόλου του Ποσειδώνα, -6ος/ - 5ος αι. |
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Θουρία (ομηρική Άνθεια) ήτο η σημαντικωτέρα πόλις της ΝΑ. Μεσσηνίας, μέχρι του -369, οπότε, μετά την ίδρυσιν της Μεσσήνης, καταλαμβάνει την δευτέραν θέσιν58. Αι Φαραί και η Αβία, συγκρινόμεναι προς την Θουρίαν, ήσαν ασήμαντα πολίσματα. Η θάλασσα από Αβίας και Φαρών μέχρι των εκβολών του Παμίσου ωνομάζετο Θουριάτης κόλπος. Πρέπει να θεωρηθή βέβαιον, ότι το ιερόν των Ακοβίτικων ετέλει υπό την κηδεμονίαν της Θουρίας και όχι των γειτονικών Φαρών. Δεν είναι περίεργον, ότι ο Παυσανίας δεν μνημονεύει το σημαντικόν τούτο ιερόν, διότι εις την εποχήν του ήτο ήδη προ πολλού ηρειπωμένον και κεκαλυμμένον προφανώς υπό της ιλύος του ποταμού. Ο ίδιος περιηγητής δεν αναφέρει ούτε τον ναόν της Αθήνας εν Θουρία59, η οποία κατείχε την πλέον εξέχουσαν θέσιν εις τας λατρείας της πόλεως, ο δε ιερεύς της θεάς ήτο και επώνυμος αρχών.
Τα Πohoίδαια...Θευρία ήσαν αντίστοιχα προς τα Ποhοίδαια. . .΄Ελει, τα μνημονευόμενα εις την αυτήν επιγραφήν του Δαμώνονος (I.G.V1,213, στ.12- 13). Η θέσις του ιερού του Ποσειδώνος εν ΄Ελει60 ήτο ανάλογος προς την θέσιν του ιερού του Ποσειδώνος εις Ακοβίτικα. Αμφότερα ευρίσκονται παρά την αριστεράν όχθην ποταμού (του Ευρώτα το πρώτον, του Άρεως το δεύτερον), πλησίον της θαλάσσης και μάλιστα εις ελώδεις χαμηλάς τοποθεσίας. Η θέσις των ιερών αυτών δεν είναι άσχετος προς την αρχικήν, προδωρικήν μορφήν του θεού.
Ως παρατηρεί ο Βερδελής61, «η εξουσία του Ποσειδώνος περιωρίζετο κατ’ αρχάς επί των γλυκέων μόνον υδάτων, τυγχάνει δε ξένη προς την χθονίαν φύσιν του μυκηναϊκού- αρχαϊκού θεού η επί της θαλάσσης κυριαρχία, ήτις παρουσιάζεται εκ των κυριωτέρων ιδιοτήτων αυτού κατά τους μετέπειτα χρόνους. Η τελευταία αυτή ιδιότης προστίθεται μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής και απαντά το πρώτον εις τα παράλια ιωνικά κέντρα. Την αρχικήν σχέσιν του Ποσειδώνος προς τα γλυκέα μόνον ύδατα αποδεικνύει, άλλωστε, και ο τύπος του ονόματος του, είτε τυγχάνει τούτο σύνθετον και δηλοί την συζυγικήν σχέσιν του θεού προς την Μητέρα Γην, είτε κατάγεται εξ ης ρίζης και τα γνωστά πόσις, ποτίζω και ποταμός. Εκ της στενής δε συνάφειας αυτού προς την Γην, αποτελούσαν εις εκατέραν των περιπτώσεων το δεύτερον συνθετικόν του ονόματος του (Δα), ανεξαρτήτως της προς αυτήν σχέσεως ως συζύγου ή ως ποσίμου απλώς ύδατος, απορρέει και πάσα η επί των χθονίων και υποχθονίων δυνάμεων κυριαρχική αυτού εξουσία, δια της οποίας υποκαθιστά κατά τους πρωιμωτάτους χρόνους τας προσωπικότητας του Άδου και του Διός. Τοιουτοτρόπως, ως κύριος των εκ της γης αναβλυζόντων υδάτων, θεωρείται συγχρόνως και ο πρόξενος της εξ αυτών προερχομένης βλαστήσεως. Συνδέεται ούτως αμέσως προς την ευφορίαν της γης και λατρεύεται ως θεός γενέθλιος και φυτάλιος. Θεωρείται επίσης αίτιος των εκ της συγκεντρώσεως των υπογείων υδάτων προκαλουμένων σεισμικών δονήσεων της γης (ενοσίχθων, ενοσίγαιος, σεισίχθων), η σταθερότης και η ασφάλεια της όποιας εξαρτώνται κατ’ ανάγκην εκ της καλής θελήσεως τούτου62. Όθεν αποκαλείται γαιήοχος και θεμελιούχος και λατρεύεται ως θεός ασφάλιος...
Ιδιαιτέραν παρουσίαζε σημασίαν η σχέσις αυτού προς τας πηγάς και τας κρήνας και προς τας συνδεομένας μετ’ αυτών νύμφας. Δια τον λόγον τούτον λατρεύεται πανταχού σχεδόν της Ελλάδος ως κατ’ εξοχήν κρηνούχος και νυμφαγέτης θεός... Η σχέσις του θεού προς το υγρόν στοιχείον της γης απετέλει το κύριον στοιχείον της λατρείας αυτού μεταξύ του αγροτικού προ πάντων πληθυσμού, δια την ζωήν του οποίου είχεν ιδιαιτέραν σημασίαν η ευεργετική επί της γης επίδρασις των υδάτων. Η Θεσσαλία συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών, αίτινες διετήρησαν εντονωτέρας, κατά τους μετέπειτα χρόνους, τας μυκηναϊκάς- αρχαϊκάς επιβιώσεις, καθόσον αύτη, λόγω της απομονώσεως και του αγροτικού χαρακτήρος, παρέμεινε περισσότερον προσκεκολλημένη εις την παλαιοτέραν παράδοσιν. Η τοιαύτη δε συντηρητικότης αυτής πρέπει να υπήρξε περισσότερον έκδηλος προκειμένου περί της λατρείας του Ποσειδώνος, εάν ληφθή υπ’ όψιν ότι η Θεσσαλία υπήρξε το πρώτον κέντρον της Ελλάδος, εις το οποίον ενεφανίσθη κατ’ αρχάς η λατρεία του θεού, δια να διαδοθή εκείθεν ακολούθως και εις την υπόλοιπον χώραν».
Σχεδιαστική αναπαράσταση του Ιερού του Ποσειδώνα από τους μαθητές των εκπαιδευτηρίων Μπουγάς |
Ότι είχον εγκατασταθή εις την Μεσσηνίαν και την Λακωνίαν, τουλάχιστον κατά την τελευταίαν φάσιν της YE III εποχής, νέοι κάτοικοι, οι οποίοι ήσαν συγγενείς προς τους Αρκάδας των ιστορικών χρόνων, το επιβεβαιούν ωρισμένα γλωσσικά κατάλοιπα, διατηρηθέντα εις την ομιλουμένην αργότερον εν Μεσσηνία και Λακωνία δωρικήν. Το πλέον γνωστόν παράδειγμα αυτού του είδους θεωρείται το όνομα Ποhοιδάν63, δια του οποίου ελατρεύετο ο θεός εις το Ταίναρον, το ΄Ελος, πλησίον των Αμυκλών και εις την Θουρίαν (Ακοβίτικα). Πρόκειται περί του αρκαδικού ονόματος του θεού Ποσοιδάν, εκ του οποίου, δια της τροπής του ενδοφωνηεντικού σίγμα εις δασύ, προέρχεται το Ποhοιδάν. Ο κανονικός δωρικός τύπος είναι ΠοτειδάFον64.
Κατά τον Kiechle65 πρέπει να θεωρηθή βεβαία η παρουσία απογόνων των Αχαιών (Μυκηναίων) επί της χερσονήσου του Ταινάρου, ως επίσης εις την περιοχήν του Έλους και εις τον χώρον του Αμυκλαίου. Προσθέτομεν και την περιοχήν της Θούριας και των Φαρών. Το ιερόν του Ποσειδώνος εις Ταίναρον εχρησιμοποιείτο ως άσυλον (perfugium) υπό των ειλώτων, ως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης66. Και η περιοχή του Έλους ήτο μια εκτεταμένη γη των ειλώτων, ως μαρτυρεί τουλάχιστον η παραγωγή του ονόματος των εκ του ονόματος της πόλεως, κατά τον Ελλάνικον (απόσπ. 188), τον Έφορον (απόσπ. 117) και τον Θεόπομπον (απόσπ. 13). Ο ιχθύς του Αμυκλαίου είναι ίσως ανάθημα ενός είλωτος, ως παρατηρεί ο Kiechle67. Είλωτες της αγροτικής περιοχής των Φαρών πρέπει επίσης να υπονοούνται δια του ονόματος πρόσοικοι, το οποίον χρησιμοποιεί ο Παυσανίας δια τους κατοικούντας πλησίον της πόλεως (IV 16,8: ήλθεν επί πόλιν της Λακωνικής, το μεν αρχαίον όνομα και εν Ομήρου καταλόγω Φάριν, υπό δε των Σπαρτιατών και προσοίκων καλουμένην Φαράς)68.
Χαλκούς ενεπίγραφος ιχθύς εκ του Αμυκλαίου (φωτ. Γερμ. Αρχ. Ινστ.) |
Πόσον εκτεταμένα είναι τα προδωρικά στοιχεία εις την Ν. και ΝΑ. Μεσσηνίαν, δεικνύουν σαφώς τα τοπωνύμια της περιοχής, τινά των οποίων διεσώθησαν μέχρι των ημερών μας. Ούτω τα δασέα (θ- τh), ως το όνομα Θευρία (Θουρία), δυνατόν να αποδεικνύουν «pelasgisch- tyrrhenische Herkunft des Namens», κατά τον Kretschmer69. Ανάλογον προέλευσιν δεικνύουν το τοπωνύμιον Αβία και τινα της ΝΑ. Μεσσηνίας (σημ. Μάνης). Η διατήρησις των τοπωνυμίων αυτών, τα οποία ανάγονται εις τους κατοικούντας την Πελοπόννησον κατά την -2αν χιλιετηρίδα, αποτελεί εν επί πλέον στοιχείον, το οποίον επιτρέπει να θεωρήσωμεν βεβαίαν την αδιάσπαστον συνέχειαν του πληθυσμού70. Δια την Μεσσηνίαν μάλιστα γνωρίζομεν ότι επεβλήθη, παρά τας εσωτερικάς ταραχάς και τας αντιδράσεις των ευγενών Δωριέων, η ειρηνική συνύπαρξις παλαιών αυτοχθόνων κατοίκων και νεηλύδων71.
Πρέπει εν τούτοις να σημειωθή, ότι τα ίχνη ιδρύσεως ιερού εις Ακοβίτικα δεν είναι παλαιότερα των υπομηκυναϊκών- πρωτογεωμετρικών χρόνων (-1100/ -1050 περίπου), ήτοι όχι προγενέστερα της λεγομένης καθόδου των Δωριέων72. Το αποκαλυφθέν κατά την αυτήν ανασκαφικήν περίοδον Πρωτοελλαδικόν μέγαρον ευρίσκεται 200 μ. Β. του ιερού73 και ουδεμίαν δύναται προς τούτο σχέσιν να έχη· άλλωστε εν τεράστιον χρονικόν χάσμα μεταξύ της ΠΕ II και της YE IIIγ- Πρωτογεωμετρικής περιόδου74 παραμένει εισέτι αγεφύρωτον. Η σύνδεσις πρέπει να αναζητηθή επί του λόφου «Ελληνικά» Αιθαίας (αρχ. Άνθεια- Θουρία), ένθα τα αρχαιολογικά ευρήματα δεικνύουν αδιάσπαστον συνέχειαν από της Πρωτοελλαδικής μέχρι της Ρωμαϊκής περιόδου75.
Τα χαλκά αναθηματικά αγαλματίδια εκ του ιερού των Ακοβίτικων (ιππόκαμπος, ταύροι, ίππος)76 δηλούν ότι ο προδωρικός Erdgott Πohoιδάv έχει ήδη, κατά τον 6ον τουλάχιστον αιώνα, μεταμορφωθή πλήρως εις θεόν της θαλάσσης. Ως ο ιχθύς του Αμυκλαίου77, ούτω και ο ιππόκαμπος των Ακοβίτικων είναι το σύμβολόν του (Attri- but). Παρά ταύτα πιστεύω, ότι η ίδρυσις του ιερού, κατά την τελευταίαν φάσιν της Υστεροελλαδικής III περιόδου, θα ωφείλετο εις τους περίοικους της Θούριας78 και τους προσοίκους των Φαρών, οι οποίοι είλκον την καταγωγήν απ’ ευθείας εκ του παραμείναντος εν Μεσσηνία μυκηναϊκού πληθυσμού. ΄Ητο φυσικόν ο προδωρικός αγροτικός κόσμος να διετήρησε το κύριον χαρακτηριστικόν της λατρείας του θεού, ήτοι την σχέσιν αυτού προς το υγρόν στοιχείον της γης και την ευεργετικήν επίδρασιν του ύδατος επί της βλαστήσεως.
Πόσον βαθείας ρίζας είχεν η λατρεία του θεού αυτού εις την ψυχήν των Μεσσηνίων, διαφαίνεται και εκ του γεγονότος ότι, κατά την ανοικοδόμησιν της Μεσσήνης υπό των εξόριστων Μεσσηνίων, ιδρύεται και ιερόν του Ποσειδώνος79, εκτός της καθιερώσεως λατρείας δια τους προδωρικούς Βασιλείς και ΄Ηρωας80. Επιβεβαιούται ούτως η παρατήρησις του Παυσανίου81, ότι οι Μεσσήνιοι, αν και επί τριακόσια και πλέον έτη περιεπλανώντο εκτός της Πελοποννήσου, εν τούτοις ούτε εθών εισί δήλοι παραλύσαντές τι των οίκοθεν, ούτε την διάλεκτον την δωρίδα μετεδιδάχθησαν, αλλά και ες ημάς έτι το ακριβές αυτής Πελοποννησίων μάλιστα εφύλασσον.
Οι Σπαρτιάται μετά τον πρώτον ήδη Μεσσηνιακόν πόλεμον καθείλον ες έδαφος τα οχυρά και εξηφάνισαν, ως φαίνεται, εν τέλει παν ίχνος Μεσσηνιακού πολιτισμού82 παρά ταύτα πρέπει να θεωρηθή βέβαιον ότι εσεβάσθησαν τα ιερά, ως του Ποσειδώνος εις Ακοβίτικα και του Κορύνθου Απόλλωνος εις Λογγά Πυλίας, ένθα ο θεός ελατρεύετο ως πολεμικός και ιατρός, ήτοι με μορφήν ανάλογον του Απόλλωνος Αμυκλαίου83.
Ιστορικά πλαίσια της Επιγραφής
Μετά τον πρώτον ήδη Μεσσηνιακόν πόλεμον (-740/ -720), η Μεσσηνία κατέστη υποτελής της Σπάρτης, μετά το τέλος δε του δευτέρου (-610) οι Λακεδαιμόνιοι επεκράτησαν ταύτης οριστικώς84. Ο -6ος αιών είναι ο χρυσούς αιών ακμής των Λακεδαιμονίων, η οποία κατά μέγα μέρος θα ωφείλετο εις την υποδούλωσιν της ευφόρου Μεσσηνίας. Ο τρίτος (-520/ -489), ο Αριστομένειος λεγόμενος πόλεμος, και ο τελευταίος (-464/ -455) ήσαν επαναστάσεις των υποδουλωμένων πλέον ειλώτων Μεσσηνίων85. Η Θουρία μνημονεύεται υπό του Θουκυδίδου (1,101,2), ως ανήκουσα εις τον αριθμόν των περίοικων της Σπάρτης, κατά συνέπειαν και το ιερόν των Ακοβίτικων, ευρισκόμενον εις την περιοχήν των πόλεων Θούριας και Φαρών, ανήκεν εις την επικράτειαν της Λακεδαίμονος, ετέλει δε υπό την κηδεμονίαν της Λακωνικής Θούριας.
Κατά τα μέσα του -6ου αιώνος η Σπάρτη ολοκληρώνει τον μιλιταριστικόν προσανατολισμόν της δια της υποταγής της Τεγέας (-560/ -550) και της Θυρεάτιδος (-550), με αποτέλεσμα να αναδειχθή (-550/ -500) όχι μόνον η δεσπόζουσα εις την Πελοπόννησον δύναμις, αλλά και η ισχυροτέρα της Ελλάδος πόλις. Ευρίσκεται εις αγαθάς σχέσεις μετά των Αθηνών, κατά την διάρκειαν της βασιλείας του Πεισιστράτου, και διατηρεί γονίμους επαφάς με τα ιωνικά καλλιτεχνικά κέντρα και γενικώτερον με την Ανατολήν86. Κατά την εποχήν ταύτην (τέλος της Λακωνικής III περιόδου87) η δραστηριότης του λακωνικού αγγειοπλαστικού εργαστηρίου αναστέλλεται η τουλάχιστον παρατηρείται χαρακτηριστική πτώσις της ποιότητος εις την κεραμεικήν και αγγειογραφίαν και διακοπή των εξαγωγών88. Ως αντιστάθμισμα συντελείται στροφή προς την μεταλλοτεχνίαν. Η χαλκοπλαστική παρουσιάζει καταπληκτικήν ανάπτυξιν, η οποία συνεχίζεται μέχρι του τέλους του αιώνος. Εις την εποχήν ταύτην τοποθετείται η δράσις του Λάκωνος χαλκοπλάστου Τελέστα και του αδελφού του Αρίστωνος, οι όποιοι κατεσκεύασαν δια λογαριασμόν της αρκαδικής πόλεως Κλείτορος, χαλκούν Δία, ύψους 18 ποδών, ως ανάθημα εις το ιερόν της Ολυμπίας89. Η ιωνικότης, η οποία διαφαίνεται εις τας ποικίλας μορφάς της λακωνικής τέχνης, γενικεύεται κατά την εποχήν ταύτην, ιδία προς το τέλος του αιώνος90. Τούτο επιβεβαιοί και η αρχαία παράδοσις, ομιλούσα περί μετακλήσεως δύο Ιώνων καλλιτεχνών εις την Σπάρτην, του Θεοδώρου εκ της Σάμου και του Βαθυκλέους εκ της Μαγνησίας επί Μαιάνδρου, εις τους οποίους ανετέθη η οικοδόμησις της Σκιάδος και του Αμυκλαίου θρόνου91. Τότε φέρεται ότι εκτίσθη και ο ναός της Χαλκιοίκου με αρχιτέκτονα ίσως τον πολύπλευρον καλλιτέχνην Γιτιάδαν92. Η διοργάνωσις του Σπαρτιατικού στόλου την εποχήν ταύτην93 δικαιολογεί μίαν αναζωογόνησιν της λατρείας του θεού της θαλάσσης, η οποία εκδηλούται με ανακαινίσεις και επεκτάσεις εις τα ιερά του ανά την Λακωνικήν. Η μνημειώδης αρχιτεκτονική μορφή του ανασκαφέντος εις Ακοβίτικα οικοδομήματος ανάγεται εις την περίοδον ταύτην. Τότε αναθέτει και ο Θιοπαλίδας τον αμφορέα του εις τον Ποσειδώνα. Κατ’ αρχήν θα υπέθετέ τις ότι πρόκειται περί δεσποσιοναύτου94, απελευθέρου εκ Θούριας ή Φαρών. Το πολυτελές εν τούτοις του αναθήματος αποκλείει μάλλον εν τοιούτον ενδεχόμενον. Πιθανώτερον μου φαίνεται να ήτο ανώτερος εις την ιεραρχίαν ναυτικός, ως, κατά τους περσικούς πολέμους ο ναύαρχος Ευρυβιάδης, ου μέντα γενεάς γε του βασιληίου εών95.
Επίμετρον
Ο ναός της Αθηνάς Νεδουσίας
Παρά δε Φηράς Νέδων εκβάλλει ρέων δια της Λακωνικής, έτερος ων της Νέδας, έχει δ’ ιερόν επίσημον Αθηνάς Νεδουσίας. Kαι εν Ποιαέσση δ’ εστίν Αθηνάς Νεδουσίας ιερόν, επώνυμον τόπου τίνος Νέδοντος, εξ ου φάσιν οικίσαι Τήλεκλον Ποιάεσσαν και Εχειάς και Τράγων.
(Στράβων, 8, 360)Ο επιχειρούμενος ταυτισμός του ιερού των Ακοβίτικων προς το ιερόν της Αθηνάς Νεδουσίας96 πρέπει πλέον να εγκαταλειφθή μετά τα πρόσφατα ευρήματα, τα οποία εβεβαίωσαν λατρείαν του Ποσειδώνος. Ο Στράβων (ε.α.) ομιλεί περί δύο ιερών της Νεδουσίας. Το πρώτον ευρίσκετο εις τας Φηράς και ήτο επίσημον, περιφανές, διακεκριμένον. Το δεύτερον ευρίσκετο εις την πόλιν η την περιοχήν Ποιάεσσαν και είχε λάβει την επωνυμίαν εκ τόπου τινός, καλουμένου Νέδοντος. Το τελευταίον τούτο οδηγεί εις το συμπέρασμα, ως παρατηρεί ο Αποστολάκης97, ότι θα πρέπει να τοποθετηθή εις σημείον παρά τον ποταμόν και μάλιστα βορειότερον ίσως του ομωνύμου των Φαρών. Εν τρίτον ιερόν της Νεδουσίας ευρίσκετο, κατά τον Στράβωνα και πάλιν98, εις την πόλιν Ποιήεσσαν της νήσου Κέας, ιδρυσαμένου Νέστορος κατά την εκ Τροίας επάνοδον.
Το πρώτον, το επίσημον ιερόν της Νεδουσίας Αθηνάς, υποθέτω ότι θα ευρίσκετο επί της ακροπόλεως των Φαρών (σημ. κάστρον Καλαμάτας), παρά την αριστεράν όχθην του χειμαρρώδους Νέδοντος, εις ην θέσιν εξακολουθεί να υπάρχη σήμερον το ηρειπωμένον εκκλησίδιον της Παναγίας Καλομάτας, εις την οποίαν μάλιστα οφείλει το όνομα, κατά τον Νικόλαον Πολίτην99, η πόλις της Καλαμάτας. Δεν υπάρχει πλέον κατάλληλος θέσις δια την ίδρυσιν ναού, αφιερωμένου εις την λατρείαν της πολεμικής ταύτης θεάς, έστω και αν υποθέσωμεν ότι ελατρεύετο αρχικώς υπό μορφήν, διάφορον της πολεμικής. Θεωρώ περιττόν να παραθέσω κατάλογον ιερών της Αθήνας, επί ακροπόλεων ευρισκομένων, ίνα στηρίξω την υπόθεσιν μου. Εις το χρησιμοποιούμενον υπό του Στράβωνος επίθετον του ιερού (επίσημον) νομίζω ότι διακρίνεται και μια έννοια, σχέσιν έχουσα προς την περίοπτον αυτού θέσιν επί της ακροπόλεως των Φαρών. Προς τούτοις η σχέσις του επιθέτου της Παναγίας, ως Καλομάτας, προς το ομηρικόν επίθετον της Αθηνάς γλαυκώπις100, αλλά και προς τα επίθετα οπτιλλέτις, οφθαλμίτις101, οξυδερκής102, δια των όποιων ελατρεύετο εις τας διαφόρους πόλεις της Λακωνικής και αλλαχού, δεν δύναται, πιστεύω, να είναι απολύτως τυχαία. Δεν αποκλείεται η Νεδουσία (οπτιλλέτις) Αθήνα να επέζησε μέχρι των ημερών μας δια της Παναγίας Καλομάτας. Μόνον η αρχαιολογική σκαπάνη εν τούτοις δύναται να δώση οριστικήν εις το πρόβλημα λύσιν103.
Πέτρος Γ. Θέμελης
"Αρχαϊκή Επιγραφή εκ του Ιερού του Ποσειδώνος είς Ακοβίτικα"
Αρχαιολογικό Δελτίο 25 (1970) Μέρος A- Μλέτες
1. Έχει διατελέσει επί σειράν ετών φύλαξ αρχαιοτήτων των Μουσείων Κυριάκου και Μπενάκη Καλαμάτας, χάρις δε εις τας προσωπικάς, αφιλοκερδείς προσπάθειας του έχει συγκεντρωθή εις αμφότερα τα Μουσεία μέγας αριθμός αρχαίων.
2. ΑΑΑ, ε.α., 355, εικ. 4.
3. Χρ. Χρήστου, Λακωνικοί μετ’ αναγλύφων αμφορείς, ΑΔ 19 (1964): Μέρος Α', 164-265, πιν. 78 - 103.
4. Χρήστου, ε. Α., 175.
5. Εις την ομάδα ταύτην ανήκει κατά τον Χρήστου (ε.α., 175) ο αμφορεύς του Θεάτρου της Σπάρτης (αριθ. I ) και θραύσματα, φέροντα το γνωστόν σχοινιοειδές κόσμημα (αριθ. XXI).
6. Πρβλ. Γεωπονικά, VI,1,3: γή δ’ ου πάσα επιτήδειος προς κεραμείαν, αλλά της κεραμίτιδος γης οι μεν προκρίνουσι την πυράν το χρώμα, οι δε την λευκήν, οι δε και αμφοτέρας συμμίγνουσι (Χρήστου, ε.α., 185).
7. Χρήστου, ε.α.,159- 160 και 263.
8. Χρήστου, ε.α.,197.
9. Ένθα πιθανώς και θα εχρησιμοποιούντο. Ούτω δύναται να εξηγηθή η εύρεσις τοιούτων αγγείων εις συνοικισμούς. Πρβλ. Kinch, Vroulia, 103, 106. Levi, Annuario 10- 12 (1927- 29), 58 κ.ε. Demargne - Effenterre, BCH 61(1937), 19 κ.ε. Χρήστου, ε.α.,197, σημ. 76.
10. Ταύτας αναλύει ο Χρήστου, ε. Α.,176.
11. Ομηρικής Ανθείας. Πρβλ. Παυσανίαν 4,31,1 και Παπαχατζήν, Μεσσηνιακά, 120, σημ. 2. BSA 57 (1957), 243- 5, AJA 65, 250- 1, αριθ. 80 και 68 και σ. 239. AJA 73 (1969), 158, αριθ. 78.
12. Σημερινόν κάστρον Καλαμάτας. Παυσανίου 4, 30, 2. Παπαχατζή, ε.α., 114, σημ. 2. Πρβλ. και ΕΕΦΣ Αθηνών 14 (1963 - 64), 288 ( διάλεξις Biegen) και τελευταίως AJA, ε.α., 160, αριθ. 79 Α.
13. Απόδειξιν περί τούτου αποτελούν: α) οι ευρεθέντες πήλινοι τύποι (μήτραι) (ΑΑΑ, ε.α., 355, εικ.5). β) η παρουσία δύο κώνων χοής (Gusszapfen) επί της ράχεως χαλκού αναθηματικού βοός, ευρεθέντος τυχαίως εις τον χώρον του ιερού το 1957 υπό των ιδιοκτητών του αγρού αδελφών Πιέρρου. Παραμένει αδημοσίευτος. Τα ίχνη από τα Gusskanäle επί της ράχεως του ζώου έχουν ερμηνευθή ως στηρίγματα καθημένης μορφής (πρβλ. Παπαχατζήν, ε.α., 115, σχόλια εικόνος7 ). Παρόμοια μη αποκοπέντα κανάλια χοής βλ. εις Olympia IV (1890), 37, πιν. 13, 226, 228, 229 (Furtwängler).
14. Βλ. κατωτέρω, σ. 122.
15. Ο Χρήστου, ε. Α., 176 και 263, δέχεται ότι οι άμφορείς μετ’ άναγλύφων εχρησιμοποιούντο απο- κλειστικώς δι' ενταφιασμούς, αποδίδει δε την διακοπήν κατασκευής των (έκτος των άλλων γενικωτέρων αιτίων αναστολής της δραστηριότητος του λακωνικού αγγειοπλαστικού εργαστηρίου) ουχί ορθώς εις τας απαγορευτικάς διατάξεις της Λυκουργείου Νομοθεσίας, αφορώσας εις τον περιορισμόν των πολυτελών ταφών (πρβλ. Ηρακλείδη, απόσπ. 2. FHG, 210).
16. Πρβλ. ΠΑΕ 1952, 531 κ.ε. (Κοντολέων), J. Schäfer, Studien zu Reliefpithoi, 1957, 91. Gno- mon 32 (1960), 721 (Κοντολέων). ΑΔ 18 (1963): Μέρος A', 38 (Μ. Ervin). Ο κύκλος των έκτος των Κυκλάδων ευρεθέντων μετ’ αναγλύφων αμφορέων ευρύνεται δια της προσφάτου αποκαλύψεως τμή- ματος εκ της κοιλίας ενός παρομοίου προς τους εκ Τήνου εις Ερέτριαν, το θέρος του 1968 ( θραύσματα λαβών ετέρου παρομοίου ήσαν γνωστά ως εν Ερετρία ευρεθέντα (BCH 22 (1898), 464 - 467) και θραυσμάτων ετέρου της αυτής ομάδος εις το γεωμετρικόν νεκροταφείον της Μερέντας Αττικής (ΑΑΑ I (1968), 31 -34), ένθα δεν αναφέρεται μεταξύ των ευρημάτων. Το ακμαίον τούτο εργαστήριον του 7ου π.Χ. αιώνος θα ηδύνατο να ονομασθή Ευβοϊκοκυκλαδικόν, αν ευσταθή η άποψις, ότι οι φερόμενοι ως εν Βοιωτία ευρεθέντες αμφορείς, προέρχονται εκ των Κυκλάδων. Η κατασκευή και η όπτησις τοιούτων αγγείων, συμπεριλαμβανομένων και των Λακωνικών, απαιτεί λίαν επιδεξίους και πεπειραμένους κεραμείς και όχι «οικογενειακά εργαστήρια», ως υποστηρίζει ο Χρήστου (ε.Α.,147). Ο κεραμεικός κλίβανος, τον οποίον εύρε πλησίον των τάφων και του αμφορέως (σ.143, Σχέδ.1) είναι, κατά την γνώμην μου, μεταγενέστερος του αμφορέως και δεν δύναται να έχη σχέσιν προς αυτόν. ΄Αλλωστε αι μικραί διαστάσεις του, ο τρόπος κατασκευής και η απουσία «μονίμου θόλου» αποκλείουν την δυνατότητα χρησιμοποιήσεώς του δια την όπτησιν αναγλύφων αμφορέων.
17. Τα θέματα εξελέγοντο εκ της ηρωικής παραδόσεως η εκ του καθ’ ημέραν βίου ( πρβλ. ΠΑΕ 1949, 132). δεν είμαι εις θέσιν να είπω, εάν η εκλογή δύναται να αποδοθή απλώς εις την προσωπικήν καλλιτεχνικήν ευαισθησίαν του αγγειοπλάστου ή και εις βαθύτερα αίτια.
18. L. Η. Jeffery, The Local Scripts of Archaic Greece, Oxford 1961, 187.
19. Ως το A και το Μ.
20. Olympia Bericht VIII ( 1967), 84 και 86, εικ.29,1 και 2.
21. Jeffery, ε.Α.,183.
22. Jeffery, ε.Α.,184.
23. Jeffery, ε.Α.,184.
24. Jeffery, ε.Α.,191 και 199, αριθ. 19, πιν.36.
25. Ε. Meyer, Neue peloponnesische Wanderungen, 1957, 46. Π. Θέμελη, Σκιλλούς, ΑΔ 23 (1968 ): Μέρος Α',297. Jeffery, ε.Α.,202, αριθ.67, πιν. 39.
26. Olympia Bericht I (1937), 82 κ.ε., πιν. 25. Jeffery, ε.α., 199, αριθ. 20.
27. Jeffery, ε.α., 206, αριθ. 2.
28. Χρονολογούντες κατά το αρχαίον σύστημα, θα ετοποθετούμεν την επιγραφήν μεταξύ της 56ης Ολυμπιάδος (-556: θάνατος του υπερήλικος Χίλωνος, φιλοσόφου και Εφόρου της Σπάρτης, εν Ολυμπία κατά την διάρκειαν των αγώνων ) και της 63ης (-528), κατά την οποίαν ο Πεισίστρατος φέρεται ως νικητής τεθρίππου. Πρβλ. Παπαχατζήν, Ηλιακά,31.
29. Jeffery, ε.α.,198, αριθ.6, πιν.35.
30. Βλ. ανωτέρω, σημ.24.
31. Βλ. σημ. 25.
32. Βλ. σημ. 26.
33. Jeffery, ε.α., 202 και 206, αριθ. 1.
34. Ν. Valmin, The Swedish Messenian Expedition, 432-439, πιν. 7. Πρβλ. Παυσανία, IV, 31, 3 και Παπαχατζή, Μεσσηνιακά, 129, σημ. 2.
35. Βλ. σημ. 27.
36. Πρβλ. I.G.V1,457: Θιοκλή, 6ου π.Χ. ai. F. Kiechle, Lakonien und Sparta, 1963, 19, σημ. 3.
37. Jeffery, ε.α.,198, αριθ.5, πιν. 36.
38. Λακωνικής (εκτός των μνημονευομένων, 6ου π.Χ. ai.): Χισιμίδας, Ευρυστρατίδας, [ Πραξ ]οι- δα(ς), Δαμοξενίδα(ς). Βοιωτίας: Χιχίδα(ς), Ένπεδοσθενίδα(ς), Σινονίδας, Σαλυθινίδας. Κορίνθου: Τι- μονίδας, Μυρμίδας, Λυσανδρίδας, Χαρικλίδας. Μυλονίδας. Άργους: Εχεδαμίδα(ς), Ιχονίδας. Μυ-
κηνών: Φραhιαρίδας. Σικελίας: Κνιδιε[ί]δα(ς), Βραχίδα(ς) ( Συρακούσαι ), Σομροτίδα(ς) ( Μέγαρα Υβλαία), Φιλιστίδας (Γέλα). Λοκρών αποικίαι: Ξεναΐ[δας;]. Αιγαίου: Ευθυκαρτίδης (Δήλος), Μικκιάδης (Πάρος) Σοκυδίδης (Αίγυπτος). Δωρικής Εξαπόλεως: Αστυοχίδας, Υπσεχίδας ( Κά- μιρος ), Χαρωνίδας (Ρόδος). Κεφαλληνίας: Εχσοίδας. Ποσειδωνίας (Salerno): Χαρμυλίδας.
Πρβλ. και ΑΕ 1904, 207, εικ. 25- 6 και I.G. V 2, 351: -ελίδας ανέ[θεκε Διί κ]αι Αθάναι, επί χαλκής κνημίδος εκ Λυκαίου. Επίσης I.G.V1,362α: [Ρι]ποτελίδας, το οποίον ο Σκιάς ανέγνωσεν ως [Ία]ροτε- λίδας, νομίζω όμως ότι δύναται να αναγνωσθή και ως Δοτελίδας ( βλ. ΑΕ 1911, 113 ). Τα σχηματι- ζόμενα δια της προσθήκης της πατρωνυμικής καταλήξεως -ιδας (-ιδης) ως άνω κύρια ονόματα δύναν- ται, πιστεύω, να αποδοθούν εις προδωρικήν (μυκηναϊκήν) συνήθειαν, ως τουλάχιστον τα πολυπληθή ανάλογα ομηρικά πατρωνυμικά δεικνύουν. Πρβλ. κατωτέρω, σ. 120 κ.ε.
39. I.G.I2 469. Jeffery,77, αριθ. 17: [Ρh]όνβος ανέθεκε ho Πάλο, επί της βάσεως του μο-σχοφόρου, 6ου π.Χ. αιώνος. Πρβλ. Βούπαλος (Χίος), Εύπαλος (Πάρος) και Πάλων (Κρής, εκ Μιλήτου, -3ου αι.). Το αβέβαιον Κόρμος βλ. εις Fr. Dornseiff- B. Hansen, Rückläufiges Wörterbuch der Gr. Eigennamen, 263.
40. Επί χαλκού σαυρωτήρος εκ Πελοποννήσου, απολεσθέντος. Olymp. Bericht VIII,107, σημ. 47 (Kunze). Κατά τον Παυσανίαν,II,30,6, ο Ποσειδών εν Τροιζηνία είχε την επωνυμίαν Βασιλεύς. Πιθανώς ο απολεσθείς σαυρωτήρ προήρχετο εκ του ιερού της Τροιζηνίας.
41. SEG XI,955, επί χαλκού κριού, 5ου π.Χ. αιώνος. Παρίσιοι, Cab. des Médailles.
42. Επί αναγλύφου εκ Μαγούλας Σπάρτης. Fr. Johansen, The Attic Grave Reliefs, 1951, 86, εικ. 39. Πελοποννησιακά, I (1956), 247 κ.ε., εικ.7 (Ανδρόνικος).
43. Επί χαλκιδικού κράνους εκ Λοκρών εις το Μουσείον της Νεαπόλεως, -500/ -480 Jeffery, 286, αριθ. 5. Olymp. Bericht VIII,107, σημ.47.
44. Πρβλ. και τας κάτωθι επιγραφάς: Μάντικλος μ’ ανέθεκε Ρεκαβόλοι. . ., επί χαλκού αγαλματιδίου Απόλλωνος εκ Θηβών εις Βοστώνην. Jeff. 94, αριθ. 1. Σιμίον μ’ ανέθ(ε)κε ΠοτειδάFο[νι Fά]νακτι, επί πίνακος εκ Πεντεσκούφι, -650/ -625 Jeff. 131, αριθ. 8.-ανέθεκε τόι Ποτείδανι, ομοίως επί πίνακος εκ Πεντεσκούφι, -600/ -575 Jeff. 131, αριθ.15, πιν.19. Τόι Αισκλάπιοι ανέθεκε Μικύλος, επί φιάλης εξ Επιδαύρου, -500/ -475 Jeff. 182, αριθ.10. Ευφραίος μ’ ανέθεκε ταθάναι, εκ Λευκάδος, -6ου αι. Jeff.229, αριθ.1, πιν.44. και άλλαι δεικνύουσαι την πολυμορφίαν της διατυπώσεως.
45. Πρβλ. AAAII (1969), σ. 355.
46. Ε. Buscho - von Massow, Vom Amyklaion, AM 52 (1927 ), 3, 37 και 63, αριθ. 5, πιν. I.
47. SEG XI, 955.
48. Πρβλ. Παυσανίαν, III, 20, 2 και 21, 5 και 9. Επίσης III, 22, 3 και 23, 2.
49. I.G.V1,241.
50. Ούτω μνημονεύεται εις τας επιγραφάς I.G. V 1, 1226, 1221 του 2ου και του 1ου π.Χ. αιώνος.
51. I.G.V1,1228.
52. I.G.V1,1230.
53. I.G.V1,1231.
54. I.G.,ε.Α.,1232.
55. I.G.V1,213. Μουσείον Σπάρτης, αριθ. 440.
56. I.G.V1,1387. Ο ταυτισμός δεν είναι βέβαιος, διότι η συμπλήρωσις βασίζεται απλώς και μόνον επί της επιγραφής του Δαμώνονος. Πρβλ. και SEG XI, 977: Ποσείδαια τα [εν Μαντινεία] (-3ου).
57. Στράβων, 8,343.
58. Πρβλ. Παπαχατζή, Μεσσηνιακά, 120- 127, σημ. 2. Η εξάπλωσις της λατρείας της Συρίας θεόν εν Θούρια, κατά τους ρωμαϊκούς ιδία χρόνους, υπήρξεν ίσως η αιτία της παρακμής του ιερού του Ποσειδώνος εις Ακοβίτικα. Ως σημειοί ο Παπαχατζής ( ε. Α., 126), η Dea Syria ( Ατάργατις ) παριστάτο αρχικώς ως ιχθύς, αργότερον δε ο ιχθύς κατέστη το σύμβολόν της. Εις τα ιερά της Συρίας θεού υπήρχον δεξαμεναί με ιχθύς, τους οποίους δεν έθιγον, αλλά τους προσέφερον ως τροφήν εις ειδι- κάς μυστηριακάς τελετάς. Η λατρεία της επομένως παρουσιάζει αναλογίας προς την λατρείαν του Ποσειδώνος. Ως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (III, 21, 5), εις τας Αιγιάς της Λακωνικής υπήρχε λίμνη του Ποσειδώνος ιερά με ναόν και άγαλμα του θεού, τους δε ιχθύς δεδοίκασι εξαιρείν εκ της λίμνης, ως περίπου συνέβαινε με τους ιχθύς της Συρίας θεού.
59. Βλ. Παπαχατζή, ε. Α.,127.
60. Παυσ. III, 20, 6, ο οποίος σχετίζει την λέξιν προς το ΄Ελος.
61. Ν. Βερδελή, Μνημείον Ποσειδώνος εν Λαρίσση, Θεσσαλικά Α', 1958, 33 κ.ε., ένθα και η σχε- τική προς την λατρείαν του Ποσειδώνος βιβλιογραφία.
62. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι ο καταστρεπτικός σεισμός του 464 π.Χ., όστις κατέστη ολέθριος δια την Σπάρτην και έδωσεν αφορμήν δια την έναρξιν του τελευταίου Μεσσηνιακού πολέμου, απεδίδετο εις την οργήν του Ποσειδώνος ( Παυσ. IV, 24, 6 ): Σπαρτιάταις. . . άπήντησεν εκ Ποσειδώνος μήνιμα, και σφισιν ες έδαφος την πόλιν πάσαν κατέβαλεν ο θεός.
63. Nilsson, Gr. Feste, 66 κ.ε. Farneil, Cults IV, 41. Bechtel, Die Gr. Dialekte, II, 340. AM 52 (1927 ), 63, αριθ. 5.
64. Βλ. Kiechle, ε. à., 14.
65. Kiechle, ε. à., 102.
66. Θουκυδίδης 1, 128, 1: οι γαρ Λακεδαιμόνιοί αναστήσαντες ποτέ εκ του ιερού του Ποσειδώνος Iαπό Ταινάρου] των ειλώτων ικέτας απαγόντες διέφθειραν: Πρβλ. και Στράβων, VIII, 5, 1, 363 και Παυσ.III,25,4.
67.ε. Α., 102.
68. Ο Kiechle (ε. Α., Excursus III) εκ του χωρίου τούτου του Παυσανίου ορμώμενος, συμπεραίνει ότι «Einwohner von Pharis selbst scheint es nicht gegeben zu haben», πράγμα το οποίον δεν δύναμαι να δεχθώ.
69. Ρ. Kretschmer, Glotta 28 (1940), 266 και Kiechle, ε. Α., 11.
70. Kiechle, 101 σημ. 1.
71. Βλ. σχετικώς, Ιωάννου Αποστολάκη, Η αρχαία Μεσσηνία. Συμβολή εις την ερευνάν της πολι- τικής ιστορίας και των απελευθερωτικών αγώνων, μετά την κάθοδον των Δωριέων ( ανατύπωσις εκ των «Μεσσηνιακών Γραμμάτων» μετά προσθηκών), 1967, 79, και Επίμετρον II, ένθα παρατηρεί ότι οι Μεσσήνιοι ηθέλησαν να γεφυρώσουν το χάσμα της εισβολής δια να στερεώσουν βαθύτερον τας ρί- ζας των εις την αρχαίαν γην.
72. Την εποχήν ταύτην ιδρύεται και το ιερόν του Αμυκλαίου Απόλλωνος (AM,ε. à.,), εις την θέσιν προμυκηναϊκής εγκαταστάσεως (Jahrbuch 1918, 125 κ.ε.), ως και έτερα ιερά της Λακωνικής.
73. Περί του Πρωτοελλαδικού τούτου μεγάρου, μοναδικού εν Μεσσηνία και μεγαλυτέρου των με- χρι σήμερον γνωστών εις τον Ελλαδικόν χώρον, βλ. AAA III (1970), σ.303- 311.
74. Ήτοι χιλίων περίπου ετών.
75. Περί ΠΕ, ΥΕ και ΠΓ ευρημάτων επί του λόφου Ελληνικά Θούριας βλ. BSA52,243-5 και AJA 65, 250- 1. Αποστολάκην, ε. Α., Επίμετρον XXXIII.
76. Πρόκειται περί ομάδος 5 η 6 χαλκών αγαλματιδίων, ευρεθέντων τυχαίως το 1957 εις το ανάχω- μα στραγγιστικής τάφρου, ανορυχθείσης το έτος 1940 περί τα 30 μέτρα ανατολικώτερον της προσφάτους διανοιγείσης αντιπλημμυρικής τάφρου. Ταύτα παρεδόθησαν υπό των ιδιοκτητών του άγρου, αδελφών Πιέρου, εις το Μπενάκειον Μουσείον Καλαμάτας, ένθα σήμερον φυλάσσονται, έδωσαν δε αφορμήν εις τον Έφορον της περιοχής Ν. Γιαλούρην, ίνα διενεργήση περιορισμένης εκτάσεως ανασκαφικήν έρευναν, δια της οποίας, μεταξύ άλλων, ήλθεν εις φως και επανεκαλύφθη η ΒΔ. εσωτερική γωνία του προσφάτως ανασκαφέντος εις Ακοβίτικα περιστύλου οικοδομήματος. Τα αποτελέσματα της ερεύνης ταύτης ως και τα χαλκά αγαλματίδια παραμένουν αδημοσίευτα. Αναφέρονται άπλώς υπό του Ν. Παπα- χατζή ( Μεσσηνιακά, 115, αριθ. 7 και σημ. 2) και υπό του Ι. Αποστολάκη (ε. Α., 69 και Επίμετρον XXXV σημ. 64), ο οποίος κατενόησε πλήρως την σημασίαν των παλαιών ευρημάτων εκ του ιερού (Νοέμβριος 1957). Πρβλ. και ΑΑΑ,ε. Α., 352. Κατά την γνώμην μου το αριστουργηματικόν ειδώλιον κούρου, άριστον δείγμα της Λακωνικής χαλκοπλαστικής της περιόδου (β' ήμισυ -6ου αι.), (πρβλ. Παπαχατζήν,ε.Α.) παριστά τον θεόν Ποσειδώνα.
77. Βλ. σημ.46. Εις τον τάφον του Υακίνθου (Αμυκλαίος θρόνος) παριστάται ήδη ο Ποσειδών μετά της Αμφιτρίτης (Παυσ. III, 19), ως θεός δηλονότι της θαλάσσης.
78. Θουκυδίδου, 1,101, 2 και Αποστολάκης, ε. Α., 111.
79. Εις την αγοράν της Μεσσήνης, παρά το ύδωρ της Κλεψύδρας. Παυσ. IV, 31, 6.
80. Παυσ. IV, 27, 6 και 31, 11. Αποστολάκης, 130.
81. IV,27,11.
82. Παυσ. IV, 14, 2 και III,3,2: . και ήδη Λακεδαιμονίοις δορυκτήτου της Μεσσηνίας ούσης. Αποστολάκης, 68.
83. Φρ. Βερσάκη, το ιερόν του Κορύνθου Απόλλωνος, ΑΔ 2 (1916), 118.
84. Παυσ.IV,24,4.
85. Περί των πολέμων γενικώς βλ. Αποστολάκη, 86. Κατά την τρίτην, τελευταίαν επανάστασιν, ηγωνίσθησαν και οι περίοικοι της Θούριας και Αιθαίας ομού μετά των εξεγερθέντων ειλώτων της Μεσ- σηνίας, πράγμα το οποίον δεικνύει ακμαίαν την εθνικήν των συνείδησιν.
86. Huxley, Early Sparta, 1962, 61 κ.ε. Θ. Καράγιωργα, Λακωνικό κάτοπτρο στο Μουσείο της Σπάρ- της, ΑΔ 20 (1965): Μέρος Α', 101 κ.ε.
87. 550 π.Χ. περίπου. Πρβλ. Lane, BSA 34 (1933- 4), 150 και Χρήστου, ε. Α., 126.
88. Η πτώσις των κεραμεικών εργαστηρίων είναι γενικώτερον φαινόμενον της εποχής. Εξαίρεσιν αποτελεί το Αττικόν.
89. Παυσ. V,23,7. AJA 43 (1939), 200 κ.ε. Jeffery, 189.
90. Γ. Μπακαλάκη, Λακωνικά ανθέμια, Πελοποννησιακά Γ' (1959), 265. Καράγιωργα, ε. Α.,101, σημ.27.
91. Παυσ. III, 18, 9 και Παπαχ., Λακωνικά, 308, σημ. 1. Παυσ. II, 12, 10 και Παπαχ.,ε. Α., 267 σημ. 4 και 5. Kiechle, Messenische Studien, 1935, 118.
92. Kiechle, ε. Α. Η καλλιτεχνική ακμή της Λακωνίας και η επαφή με την Ιωνίαν οφείλεται, πιστεύω, κατά μέγα μέρος εις τους περίοικους και τους απελευθέρους είλωτας της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, οι όποιοι είλκον την καταγωγήν απ’ ευθείας εκ του προδωρικού πληθυσμού και ήσαν συγγενείς προς τους Ίωνας. ΄Αλλωστε οι ευγενείς Σπαρτιάται δουλοπρεπές ηγούντο την περί τας τέχνας και τον χρηματισμόν ασχολίαν (Πλουτάρχου, Λυκ.24- 25), τέχνης γαρ άψεσθαι βάναυσου το παράπαν ουκ έξην (Πλουτ. Λακ. Επιτηδ. 239). Πρβλ. και Πλουτ. Λακ. Αποφθ. 212,49, Χρήστου, ε. Α., 157, σημ. 112. Αξίζει να σημειωθή ότι ο Γιτιάδας (βλ. ανωτέρω) αναφέρεται ως ανήρ επιχώριος (Παυσ. III, 17, 2) και όχι ως Λακεδαιμόνιος η Σπαρτιάτης, πράγμα το οποίον δυνατόν να σημαίνη ότι ήτο περίοικος.
93. Huxley, ε. Α., 73 κ.ε. Βάσεις του στόλου ήσαν αι πόλεις Λας και Γύθειον. Ηρόδοτος, 8, 1 και 8, 43. Θουκ., 8, 3 και 8, 91. Διόδωρος, II, 84. Αποστολάκης, 112.
94. Μύρων 106, απόσπ. I (FGH).
95. Ηρόδ.8,42.
96. Μετ’ επιφυλάξεως ο Παπαχατζής, Μεσσηνιακά, 114-5, σημ. 2 και ο Ιωάννης Ταβουλαρέας εις Μηνιαίον Περιοδικόν της Νομαρχίας Μεσσηνίας, 33, 297.
97.ε. Α., Επίμετρον XXXXV, σημ. 25.
98. Στράβων, 10, 487.
99. Ν. Πολίτη, Λαογραφικά Σύμμεικτα, 1920, I, 142 κ.ε. Αποστολάκη, Επίμετρον XXXXVII.
100. Ιλιάδος, A 206, κ. Α.
101. Παυσ.III, 18, 2. Παπαχ., Λακωνικά, 303, σημ. 4.
102. Παυσ.II, 24, 2.
103. Εβεβαιώθη ήδη δια προσφάτων επιφανειακών ευρημάτων, ότι εις την θέσιν του σημερινού κά- στρου πρέπει να αναζητηθή η μυκηναϊκή πόλις των Φαρών με το ανάκτορον του Διοκλέους και του Ορτιλόχου, της οποίας το νεκροταφείον επεσημάνθη επί του λόφου Τούρλες, ΒΑ. του κάστρου. Ίχνη διαφόρων οικοδομικών φάσεων μέχρι της βυζαντινής- μεσαιωνικής περιόδου, έχουν σημειωθή εις τα τείχη του φρουρίου.