Στο λιμάνι του παραθαλάσσιου οικισμού της Τραχήλας στη μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στα σημερινά όρια του νομού Λακωνίας1, εντοπίστηκε εντοιχισμένη σε περίοπτη θέση, πάνω απὸ τη νότια θύρα εισόδου και κάτω από το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Αποκεφαλιστῆ, μία μικρή επιτύμβια στήλη2 (εικ.1).
Πρόκειται για στήλη κατασκευασμένη από λευκόφαιο μάρμαρο Ταϋγέτου, ύψ. 074μ., που σώζεται σχεδόν ακέραια. Έχει κορμό επίπεδο, ύψ. 0,595 μ., που εμφανίζει ελαφρά μείωση προς τα επάνω (πλατ. βάσης 0,385μ., πλάτ. άνω τμήματος 0,345μ.), και απολήγει σε έντονα κυρτό κυμάτιο το οποίο απολήγει σε προεξέχουσα ταινία. Επ΄αυτού εδράζεται συμφυής, αετωματική επίστεψη, μέγ. ύψ. 014 μ. και σωζ. πλάτ. 029 μ. Το τύμπανο του αετώματος είναι αβαθές, ενώ τα γείσα, οριζόντιο και επαέτια, πλαισιώνονται στην άνω πλευρά τους από λεπτές ταινίες. Από τα τρία ανθεμωτά ακρωτήρια της επίστεψης σώζονται τα δύο. Το κεντρικό, το οποίο έφερε ενδεχομένως γραπτά φύλλα, έχει ύψ. 0,09μ. και πλάτ. 0,16μ., ενώ το γωνιακό αριστερό, στο μέσον του οποίου διακρίνονται ο μίσχος και τα φύλλα του ανθεμίου, έχει ύψ. 0,06μ. και πλάτ. 0,08μ. Στη δεξιά -για τον θεατή- πλευρά του κεντρικού ανθεμίου, δυο εγκάρσιες, παράλληλες αυλακώσεις τέμνουν κάθετα την επίστεψη μαρτυρώντας την επαναχρησιμοποίηση της στήλης. Στη βάση της παρατηρούνται αποκρούσεις.
Στην κύρια όψη της η στήλη κοσμείται με κυκλική, αργίτικου τύπου ασπίδα3, διαμ. 0,275μ., με στενή άντυγα πλάτ. 0.03μ. και ιμάντα ανάρτησης ύψ. 0.55μ. Πίσω από την ασπίδα διασταυρώνονται ένα ξίφος σε κολεό, συν. μήκ. 0,415μ., με πεπλατυσμένο επίμηλο στη λαβή, και ένα μικρό, αναλογικά, δόρυ, μήκ. 0,51μ. Από τα όπλα διακρίνονται μόνο η λαβή και η απόληξη του ξίφους, καθώς και η αιχμή και η βάση τού δόρατος (εἰκ.2).
Αντί επισήματος, το κυρτό τμήμα της ασπίδας φέρει την ακόλουθη, τρίστιχη επιγραφή:
Γo[- - -]ς
ἐν [πολέμ]ωι
Χα[ίρε]
Οι στίχοι στοιχίζονται σχεδόν από το ίδιο σημείο, αν και ο πρώτος μετατοπίζεται ελαφρώς προς τα αριστερά. Tα σωζόμενα γράμματα δεν είναι ισομεγέθη, γεγονός που προφανώς σχετίζεται με τον διαθέσιμο χώρο στο κυρτό τμήμα της ασπίδας και την προσπάθεια ισοσκελισμού των στίχων.
Στον πρώτο στίχο, η σωζόμενη άνω κεραία του πρώτου γράμματος της λέξης οδηγεί στην αποκατάστασή του ως Γ, που ακολουθείται από ένα εμφανές O. Tα λοιπά γράμματα έχουν σβηστεί, ενώ στο τέλος του στίχου διακρίνεται ένα μηνοειδές C. H λέξη ΓΟ[- - - -]C του πρώτου στίχου προφανώς ανήκει στο όνομα του νεκρού, παραπέμποντας σε συνήθη λακωνικά ονόματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων όπως: Γοργιάδας, Γοργίδας, Γοργιππίδας, Γοργίς, Γοργίας, Γοργίων, Γόργως, Γοργίππος και Γοργώπας4. Ένα εξ αυτών μάλιστα, το όνομα Γοργίδας, απαντάται σε επιτύμβια επιγραφή του -2ου/ -1ου αι. στη γειτονική Καρδαμύλη5.
Στον δεύτερο στίχο, μετά το μηνοειδές Ε, το δεύτερο γράμμα της πρώτης λέξης μπορεί να διαβαστεί ως Ν. Στο τέλος του στίχου διακρίνεται το επίσης μηνοειδές ω, με προσγεγραμμενο I, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για πτώση δοτική. Ο αριθμός των σωζόμενων γραμμάτων αλλά και ο πολεμικός χαρακτήρας του μνημείου μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε τη φράση εν [πολέμ]ωι, γνωστή από σπαρτιατικές επιτύμβιες στήλες πεσόντων στη μάχη, που χρονολογούνται από τον -5ο αι. ως τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους6.
Στον τρίτο στίχο της επιγραφής, η ανάγνωση ενός X με ακρέμονες, ακολουθούμενου από ένα A με σπασμένη οριζόντια κεραία, επιτρέπουν την αποκατάσταση της προσφώνησης χα[ῖρε], η οποία επίσης απαντάται σε επιτύμβια επιγράμματα της Σπάρτης έως και τον +2ο/ +3ο αι.7 Η μορφή του A8 και του X, κυρίως όμως τα μηνοειδή Ε, C και ω9, συνηγορούν στη χρονολόγηση της επιγραφής στους πρώτους αυτοκρατορικούς αιώνες (+1ος/ +2ος αι.).
Η επιτύμβια στήλη της Τραχήλας δεν φαίνεται να έχει αντίστοιχό της στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Πελοποννήσου. Μολονότι εντοπίζεται εντός των ορίων του σημερινού νομού Μεσσηνίας, θα πρέπει να συνδεθεί πρωτίστως με τη λακωνική παράδοση, αφού οι Θαλάμες παρέμειναν μετά την ανεξαρτησία της Μεσσηνίας το -369, υπό τον έλεγχο της Σπάρτης, και αργότερα εντάχθηκαν στο Κοινό των Ελευθερολακώνων10. Ανήκει σε κοινό τύπο των ελληνιστικών χρόνων, ο οποίος απαντάται στη Μακεδονία ήδη από το β΄ μισό του -4ου αι.11, και παρέμεινε δημοφιλής στον Ελληνικό κόσμο ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους12.
Tο κέντρο παραγωγής του τύπου πρέπει να αναζητηθεί στην Αττική· η συχνή παρουσία του σε αρκετές περιοχές της Πελοποννήσου οφείλεται στην απλή μορφή του, η οποία μπορούσε εύκολα να αναπαραχθεί από ντόπιους τεχνίτες13. Tο υλικό κατασκευής της, το μάρμαρο Ταϋγέτου, προέρχεται κατά κύριο λόγο από την κοιλάδα του Ευρώτα, στην περιοχή της λακωνικής Σελλασίας14, μολονότι κοιτάσματα μαρμάρου εντοπίζονται και στον μεσσηνιακό Ταΰγετο.15
Tο θέμα της ανάγλυφης ασπίδας και των διασταυρουμένων όπλων καθιστούν τη στήλη μοναδικό εύρημα για την ευρύτερη περιοχή της Μάνης, αλλά και τη νότια Πελοπόννησο. Οι λακωνικές επιτύμβιες στήλες που αποδίδονται σε οπλίτες, δεν έφεραν παράσταση ως τις αρχές του -3ου αιώνα· αντ΄ αυτής, στην όψη της στήλης επιγραφόταν το όνομα του νεκρού, συνοδευόμενο από τη φράση εν πολέμῳ16. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους οι λακωνικές επιτύμβιες στήλες ακολουθούν τους κοινούς ελληνιστικούς τύπους17, εξέλιξη που μπορεί να συνδεθεί και με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη Γ΄ στο β΄ μισό του -3ου αι.
Η ασπίδα αργίτικου τύπου αποτέλεσε το κύριο όπλο του αμυντικού οπλισμού των Ελλήνων οπλιτών, ενώ το δόρυ και το ξίφος υπήρξαν τα βασικά επιθετικά όπλα της οπλιτικής φάλαγγας, του κυρίου στρατιωτικού σχηματισμού των Ελληνικών πόλεων- κρατών, από τους αρχαϊκούς ως τους ελληνιστικούς χρόνους18.
Η απεικόνιση οπλισμού απαντάται ήδη από τον -6ο αἰ. στην πήλινη ζωφόρο ναού, στη μικρασιατική Λάρισα του Έρμου19. Το θέμα της ανάγλυφης, κυκλικής ασπίδας εμφανίζεται στο βάθρο της Νίκης του Παιωνίου, που ανατέθηκε στην Ολυμπία από τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου το -426 20, και αργότερα στο βάθρο πολεμικού μνημείου με έξεργες ασπίδες από το Γυμνάσιο της Μεσσήνης, που σχετίζεται με τους πεσόντες στη μάχη της Μακίστου το -210.21 Εκτός Μεσσηνίας, ανάγλυφες ασπίδες κοσμούσαν το γνωστό βάθρο από τον Κεραμεικό22, το τρόπαιο της μάχης των Λεύκτρων23, αλλά και το τρόπαιο του Θέρμου για τη νίκη των Αιτωλών επί των Γαλατών το -273. 24. Ανάγλυφες, κυκλικές ασπίδες συναντάμε και στις προσόψεις μακεδονικών τάφων25, ενώ ορισμένες αποτελούσαν αυτόνομα μνημεία, επιτάφια ή αναθηματικά26. Μία εξ αυτών, άγνωστης προέλευσης, που ανήκει στη Συλλογή του Βρετανικού Μουσείου και φέρει επίγραμμα, είχε ανιδρυθεί ως σήμα σε τάφο του +2ου/ +3ου αι.27
H απεικόνιση οπλισμού (ασπίδων, ξιφών, δοράτων, περικνημίδων, κρανών είναι αρκετά συνηθισμένη σε επιτύμβιες στήλες και επιτύμβια ανάγλυφα των ύστερων ελληνιστικών χρόνων από την ανατολικὴ Ελλάδα28. Κυκλικές ασπίδες κοσμούν τα τύμπανα των αετωματικών επιστέψεων επιτυμβίων στηλών29, ενώ δεν είναι σπάνιες οι παραστάσεις επιτυμβίων μνημείων, οι οποίες εικονίζουν όπλα κρεμασμένα στο βάθος του χώρου όπου συμποσιάζεται ο νεκρός30. Χαρακτηριστικά είναι τα επιτύμβια ανάγλυφα της Σάμου του -2ου/ -1ου αι., στα οποία ο νεκρός εικονίζεται πλαισιωμένος από την οικογένειά του, ως ανακεκλιμένος συμποσιαστής. Στο βάθος του «δωματίου», κρέμεται στον τοίχο ασπίδα αργίτικου τύπου· σε δύο μάλιστα περιπτώσεις πίσω από την ασπίδα, κρέμεται εγκάρσια και ένα ξίφος31.
Από τις μικρασιατικές Ερυθρές προέρχεται στήλη των υστεροελληνιστικών χρόνων, στην οποία απεικονίζεται ανάγλυφο το εσωτερικό δίβαθμου κτιρίου (ηρώου;). Στο κατώτερο επίπεδο εικονίζονται ανάκλιντρα και σκηνή συμποσίου ανδρών, ενώ στην άνω ζώνη εικονίζεται εν μέσω δύο θωράκων, μία στρογγυλή ασπίδα, πίσω από την οποία είναι διαγώνια τοποθετημένο δόρυ, ενώ αμέσως δεξιά του κρέμεται μόνο του ένα ξίφος. Στα δεξιά τους παριστάνονται σχηματικά τρείς οπλίτες, καλυπτόμενοι εξ ολοκλήρου από αργίτικες ασπίδες, πίσω από τις οποίες διασταυρώνονται ξίφη και δόρατα32. Από την Αλικαρνασσό πάλι προέρχονται τρείς βάσεις επιτυμβίων μνημείων, οι οποίες κοσμούνται στην όψη τους με ασπίδες αργίτικου τύπου, διαμέτρου 0.46 μ., 0.48 μ. και 0.49μ.33, ενώ ασπίδα οπλίτη κοσμεί και τον τοίχο ταφικού μνημείου στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Ρόδου34. Παρόμοια στήλη μαρτυρείται και στην Κω και χρονολογείται, πως και τα ανωτέρω μικρασιατικά και δωδεκανησιακά επιτάφια μνημεῖα, στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους35.
Η επιτύμβια στήλη της Τραχήλας φαίνεται ότι κοσμούσε τον τάφο ενός επιφανούς Λάκωνα, ο οποίος είτε πέθανε στο πεδίο της μάχης, είτε διήγε στρατιωτικό βίο36. Το μοτίβο της ασπίδας με τα διασταυρούμενα όπλα επιτρέπει κατ΄ αρχάς τη χρονολόγησή της μετά τον -3ο αι. οπότε έλαβε χώρα η μεταρρύθμιση της λυκούργειας νομοθεσίας, που επηρέασε εκτός των άλλων, και τη μορφή των επιτυμβίων μνημείων. Επίσης το μνημείο είναι πιθανότατα πρωιμότερο του +2ου αἰ., όταν πλέον οι απεικονίσεις των νεκρών Λακεδαιμονίων στρατιωτών ακολουθούν τα πρότυπα των Ρωμαίων λεγεωνάριων37. H σύγκριση με τα μνημεία της ανατολικής Ελλάδας ευνοεί τη χρονολόγηση της μανιάτικης στήλης στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους, ωστόσο η απομόνωση της Μάνης από την υπόλοιπη Ελλάδα, μας οδηγεί σε μεταγενέστερους χρόνους, πιθανότατα στον +1ο αι. H εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τη χρονολόγηση της επιγραφής στους πρώτους αυτοκρατορικούς αιώνες.
Το εγχάρακτο θέμα στη βάση της στήλης
H επαναχρησιμοποίηση της στήλης ως διακοσμητικού στοιχείου του ναού του Αγίου Ιωάννη, φαίνεται ότι σχετίζεται, εκτός των άλλων, και με την ανάγλυφη παράσταση στη βάση της: διακρίνονται δύο εραλδικές μορφές, ύψ. 0.19μ. (αριστερή) και 0.21μ. (δεξιά), αποδοσμένες σε πρόστυπο ανάγλυφο (εἰκ.3). H αριστερή έχει σώμα πουλιού και φιδόσχημη ουρά, ενώ η κεφαλή της είναι έντονα σχηματοποιημένη, δίχως ράμφος ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Tα φτερά της υψώνονται πίσω από την πλάτη, ενώ κρατά ξίφος που ακουμπά στο έδαφος. Απέναντί της στέκεται μορφή με αποξεσμένη κεφαλή, σώμα ταύρου και φτερά πουλιού, επίσης υψωμένα. Tα μπροστινά της πόδια προβάλλουν προς τα αριστερά, διασταυρούμενα με το ξίφος της αντωπής μορφής.
Ανάμεσα στις δύο εραλδικές μορφες, εμφανίζεται μία τρίτη, έντονα σχηματοποιημένη, ύψ. 0.20 μ., που αποδίδεται μετωπικά. Διακρίνεται αμυδρά το περίγραμμα του προσώπου της και ευκρινώς οι οφθαλμοί της, αποδοσμένοι με ενιαία, οριζόντια εγχάραξη. Στην κεφαλή φέρει στέμμα με ακτίνες.
H απόδοση του σώματος και των χεριών θυμίζει φυτικό μοτίβο. Το δεξί χέρι (αριστερό για τον θεατή) υψώνεται και εισέρχεται στο στόμα του αριστερού όντος, ενώ το άλλο είτε δεν αποδίδεται είτε έχει αποξεσθεί. Στο κάτω μέρος της παράστασης, ο κενός χώρος μεταξύ των τριών μορφών καλύπτεται με ρομβοειδή διάχωρα.
H παρουσία της ανάγλυφης παράστασης στη βάση της στήλης αποτελεί ασφαλώς ένδειξη μεταγενέστερης χρήσης της, που δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τον εντοιχισμό της στον ναό του Αγίου Ιωάννη της Τραχήλας. H σκηνή μπορεί να ταυτιστεί με το δημοφιλές στη βυζαντινή τέχνη θέμα της "Ανάληψης του Μεγάλου Αλεξάνδρου", που βασίζεται στο διαδεδομένο στον μεσαιωνικό κόσμο, Μυθιστόρημα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, έργο του ψευδο- Καλλισθένη38. O Μακεδόνας στρατηλάτης απεικονίζεται κατά μέτωπο πάνω σε άρμα, η άντυγα του οποίου αποδίδεται σχηματικά, χάρη στα διασταυρούμενα άκρα των όντων και τα ρομβοειδή διάχωρα. Φορά το αυτοκρατορικό στέμμα, ενώ στα χέρια του κρατά δολώματα με τα οποία ταΐζει εμφανώς τον αριστερό, πιθανότατα ωστόσο και τον δεξιό γρύπα, προκειμένου να τους ζέψει στο άρμα του για να αναληφθεί στους ουρανούς.
Το δημοφιλές, ήδη από τον 10ο αιώνα θέμα απαντάται μεταξύ άλλων σε κύπελα39, πινάκια40, αλλά και τον γλυπτό διάκοσμο ναών. Στην ανατολική όψη του ναού του Αγίου Δημητρίου (Μητρόπολη), που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα41, έχει εντοιχιστεί μαρμάρινη πλάκα η οποία απεικονίζει σε κεντρικό μετάλλιο τον στρατηλάτη στους ουρανούς, περιβαλλόμενο από τους "ιππαλεκτρύονές" του42. Λίγο μεταγενέστερη είναι άλλη μαρμάρινη πλάκα που προέρχεται από τον ναό της Περιβλέπτου και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μυστρά. Σε χαμηλό ανάγλυφο απεικονίζεται κατ΄ ενώπιον ο γενειοφόρος Αλέξανδρος· φορά τριπλό λοφίο και αυτοκρατορική στολή και στέκεται σε άρμα, κρατώντας στα χέρια του δυο δόρατα, στα οποία είναι καρφωμένα μικρά ζώα (ελαφάκια ή κατσίκια). Με τα "δολώματα" θα ταΐσει δύο γρύπες που αναπαύονται εκατέρωθεν του άρματος, στρέφοντας ήμερα τα κεφάλια τους προς τον ηνίοχο43.
Η ομοιότητα του αναγλύφου του Μυστρά με την παράσταση της Τραχήλας, ως προς την απόδοση του θέματος, είναι προφανής. Μολονότι η δεύτερη μπορεί ευκόλως να θεωρηθεί επαρχιακό έργο που αντιγράφει τον γλυπτό διάκοσμο του μνημείου του 14ου αιώνα, οι μορφές της θυμίζουν τις grotesque παραστάσεις επιθημάτων από ναούς της Μάνης, όπως η Μεταμόρφωση στη Νομιτζή44, ο Άγιος Δημήτριος στα "Δύο Πηγάδια" της Πλάτζας45 και ο Άγιος Νικόλαος Λάγιας46, που χρονολογήθηκαν από τον Νικόλαο Δρανδάκη στον 11ο-12ο αιώνα. Πρόκειται για "κακότεχνες", εραλδικές στην πλειονότητά τους, μορφές πουλιών και ζώων (λιονταριών, ελαφιών, αλεπούδων), φιλοτεχνημένες σε επιπεδόγλυφη τεχνική, οι οποίες πλαισιώνονται από φύλλα ακάνθας ή ρόδακες. Οι χαρακτηριστικές αποδόσεις των κεφαλών, των στρογγυλών οφθαλμών και των ποδιών, θυμίζουν έντονα τον αριστερό γρύπα της στήλης της Τραχήλας. Η χρονολόγηση των παραστάσεων των επιθημάτων στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, επιτρέπει μια ανάλογη χρονολόγηση και για την παράσταση της Τραχήλας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η παράσταση στη βάση της στήλης δεν είναι παρα ένα επαρχιακό έργο, το οποίο αποδίδει σχηματοποιημένο ένα δημοφιλές θέμα, το οποίο συνδέθηκε ήδη από την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, με την αυτοκρατορική ιδεολογία, εμπλουτισμένο με μια μεταφυσική διάσταση. Ο αρχαίος στρατηλάτης και κοσμοκράτορας παρουσιάζεται εξιδανικευμένος, έτοιμος μετά την επίτευξη των επίγειων στόχων του, να κατακτήσει ακόμη και τους αιθέρες47.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σ. ΚΟΥΡΣΟΥΜΗΣ
1. Στὴν περιοχὴ τῆς Τραχήλας δὲν ἔχουν ἐντοπιστεί ἕως σήμερα ἄλλες ἀρχαιότητες. Βορειοδυτικὰ τοῦ οἰκισμοῦ καὶ σὲ μικρὴ σχετικὰ ἀπόσταοη ἀπο τὴν παράκτιοι ζώνη, βρισκεται τὸ χωριὸ Κουτήφαρη (σημ. Θαλάμες), ποὺ ταυτιζεται μὲ τὴν ἀρχαία πόλη τῶν Θαλαμῶν [S. Laufer (ἐπιμ.), Griechenland. Lexikon der historischen Sto'idten van den Anfiingen bis zur Gegenwan (Miinchen 1989) 657 βλ. Thalama].
Γιὰ τὶς ἀρχαῖες Θαλαμες βλ. Παυσ. III 26, 1. Γιὰ τις ἐντοπιομένες ἀρχαιοτητες, ἐντὸς καὶ πέριξ τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Θαλαμῶν, οἱ ὁποῐες χρονολογοῦνται ἀπὸ τοὺς μυκηναϊκοὺς ἕως τοὺς ὕστερους ρωμαϊκοὺς χρόνους βλ.
N. Παπαχατζή, Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις III (Ἀθήνα 1998) 358, σημ. 2.
E. S. Forster, South- Western Laconia, BSA 10, 1903-1904, 161-189.
G. Dickins, Lakonia III: Thalamae, BSA 11, 1904-1905, 124-136.
M. N. Valmin, Etudes topographiqnes sur la Messénie ancienne (Lund 1930) 204-205.
R. Hope Simpson, Identifying a Mycenaean State, BSA 52, 1957, 232-233.
AA 16, 1960, 108' 26, 1971, B1, 130.
W. A. Mc Donald - G. R. Rapp Jr (ἐκὸ.), The Minnesota Messenia Expedition (Minneapolis 1972) 290 (ἀρ. 150: Svina Koutifariou- Thalamai).
ΑΔ 45, 1990, Β1, 124. K. Συρίόπουλος, Ἡ προὶστορικὴ κατοίκησις τῆς Ἑλλάὁος καὶ γένεσις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους Β (Ἀθήνα 1994) 928, 1118, 1201, 1314. Γιὰ τὴν ἱστορία τῆς πώλης καὶ τίς ἀναφορὲς της σὲ φιλολογικὲς πηγὲς βλ.
Gr. Shipley, “The other Lakedaimonians”.
The Dependant Perioikic Poleis 0f Laconia and Messenia, στο M. H. Hansen (ἐπιμ.),
The Polis as an Urban Centre and as a Political Community, Symposium 29-31 August 1996 (Copenhagen 1997) 190, 211, 241-242.
2. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ἐφραξονται πρὸς τὸν κ. Παναγιώτη Βαχαβιόλο, ἑργατοτεχνίτη τῆς 26ης ΕΒΑ για τὴν ὑπόδειξη τῆς στήλης, καὶ τὸν συνάδελφο Μιχάλη Κάππα για τὴ βοήθεια στὴν ἑρμηνεία τῆς ἐγχαρακτης παραστασης. Ξεχωριστα ὀφείλω νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἐπιγραφολόγο Βούλα Μπαρδἀνη για τὴ βοήθεια της στὴν ἀναγνωση τῆς ἐπιγραφῆς. Τέλος εὐχαριστῶ τὸν καθηγητὴ Πέτρο Θὲμελη καὶ τὴ διευθύντρια τῆς ΛΗ’ ΕΠΚΑ Ξὲνη Ἀραπογιάννη για τὴν εὐγενίκὴ καλοσύνη τους να διαβασουν τὸ κείμενο καὶ για τὶς εὔστοχες παρατηρήσεις τους.
3. P. C. B01, Argivische Schilde, Olympische Forschungen XVII (Berlin 1985).
4. P. M. Fraser- E. Matthews (ἐκὸ.),Α Lexicon of Greek Personal Names IIIA (Oxford 1997) 101-102 (στὸ ἑξῆς LGPN).5. ΙGV(I), 1334a.AAA 1, 1968, 119, ἀρ.1. LGPN 101.
6. E. Ζαββοῦ, Ἐνεπίγραφη ἐπιτύμβια στήλη, στὸ Ἀθήνα-Σπάρτη (Νέα Ὑόρκη 2006) 299, ἀρ. κατ. 181 (στὸ ἑξῆς Ζαββοῦ 2006). W. Papaefthimiou, Grab reliefs spdthellenischer und ro'mischer Zeit aus Sparta und Lakonien (Mfinchen 1992) 8 (στὸ ἑξῆς Papaefthimiou 1992).
7. E. Π. Ζαββοῦ, Ἐπιγραφὲς ἀπὸ τὴ Arman/Lot, HOROS 13, 1999, 69, πίν. 13.1. A. A. Θὲμος, Ἐπι-
γραφὲς ἀπὸ τὴ Σπάρτη, ΗΟΡΟΣ 13, 1999, 61, πίν. 9.4 (στὸ ἑξῆς Θὲμος 1999).8. M. Guarducci, Ἡ ἑλληνικὴ ἐπιγραφική. Ἀπὸ τις ἀπαρχὲς ὣς τὴν ὕστερη αὐτοκρατορικὴ περίοὸο
(Ἀθήνα 2008) 112-113 (στὸ ἑξῆς Guarducci 2008). Θὲμος 1999, 57-59, πίν. 8· 61, πιν. 9.4.
9. Guarducci 2008, 111.
10. N. Luraghi, The Ancient Messenians. Constructions 0f Ethnicity and Memory (Cambridge 2008)
254, σημ. 14. Γιὰ τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων βλ. P. Cartledge, A. Spawforth, Hellenistic and Roman Sparta (London / New York 1989) 101,113 κὲ. 149 κὲ. 173 κὲ.
11. Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαὸὲλη, Τὰ ἐπιτάφιοι μνημεῖα ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τούμποι τῆς Βεργίνας (Θεσσαλονίκη 1984) 250, πιν. 79 (Πα).
12. E. Pfuhl- H. Mébius, Die 0stgriechischen Grabreliefs II (Mainz am Rhein 1979) 558 (ἀρ. 2319),
πὶν. 237 (στὸ ἑξῆς Pfuhl- Mébius 1979)
13. J. A. Papapostolou, Achaean Grave Stelai (Athens 1993) 15 (ἀρ. 19-29), 39-40, σημ. 85 (στὸ
ἑξῆς Papapostolou 1993). K. Friis-Johansen, The Attic Grave- Reliefs (Copenhagen 1951) 66-69.
14. Papaefthimiou 1992, 15. M. N. Tod- A. J. B. Wace,A Catalogue of the Sparta Museum (Oxford 1906) 102 (στὸ ἑξῆς Tod-Wace 1906).
15. Δ.A. Κισκήρα, Γεωλογικὲς ματιὲς στὸν Ταΰγετο, Λακωνικαὶ Σπουὸαὶ 11, 1992, 189-198, ἰδίως 191-193.
16. Τα ἐπιτύμβια μνημεῖά τῶν Θανόντων ἐν πολέμῳ ἔχουν συνδεθεῐ μὲ τὴ λυκούρνεια παράδοοη καὶ
την αὖοτηρὴ ζωὴ τῶν Λακεδαιμονίων. Κατὰ τὸν Πλούταρχο, Λυκ. XXVII, 2' Ἡθ. 2381))· ὁ Σπαρτιάτης νομοθέτης ἀπαγόρευοε τὴν ἀναγραφὴ ὀνομάτων σὲ τάφους, μὲ τὴν ἐξαίρεοη μιᾶς κατηγορίας γυναικῶν καὶ τῶν ὁπλιτῶν ποὺ ἔπεφταν οτὴ μάχη (Ζαββοῦ 2006, 299, άρ. κατ. 181).
Tod Wace 1906, 24-25. W. K. Pritchett, The Greek State at War (Berkeley 1985) 244- 246. D. M. McDowell, Spartan Law (Edinburgh 1986) 120-122. N. Richer, Aspects des funérailles ἐι Sparte, CahGlotz 5, 1994, 55-57.
17. Papaefthimiou 1992, 9-10.
18. V. D. Hanson (ἐπιμ.), Hoplites: The Classical Greek Battle Experience (London 1991). Γ. Σταϊνχάουερ, Ὁ πόλεμος στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα (Ἀθήνα 2000) 42-99.
19. J .M. Dentzer, Le motif du banquet couche’ dans le procheorient et le monde grec da VIIe an IVe siécle avant J.C. (Rome 1982) 230-234, εἰκ. 326-328 (R64).
20. Παυσ. V 26, 1. C. Curtius καὶ F. Adler, Olympia, 111. Die Bildwerke in Stein and Ton (Berlin 1897) 182- 194. C. Hofkes-Brukker, Die Nike des Paionios und der Bassaefries, BABesch 36, 1961, 1-40. Γ. Στίκας,Τρίπλευρα κιονόκρανα, κορυφώματα καὶ μνημεῖα, ΑΕ 1961, 173, εἰκ. 20 (στὸ ἑξῆς Στὶκας 1961).
21. Π. Θὲμελης, ΠΑΕ 1997, 94-95, εἰκ. 5, πίν. 53· ὁ ἴδιος, Ἀρχαία Μεσσήνη (Ἀθήνα 1999) 24, 105, εἰκ. 13 καὶ 108· ὁ ἴδιος, Monuments guerriers de Messéne, στὸ R. Frei- Stolba- K. Gex (ἐπιμ.), Recherches récentes sur le monde helle’nistique, Actes du colloque international organise a l occasion du 609 anniversaire de Pierre Ducrey, Laasanne, 20-21 novembre 1998 (Bern 2001)
199-201, εἰκ. 5-6.
22. Στίκας 1961, 177, εἰη. 31-31α.
23. Παυσ. IX 13, 1-12. Ἀ. K. Ὀρλάνδος, ΠΑΕ 1959, 243' 1960, 223, εἰκ. 258' 1961, 229, εἰκ. 245. N. Παπαχατζῆς, Παυσανίου (Ελλάδος περιήγηση IX (Ἀθήνα 1998) 98-101,ai%. 106-110.
24. K. Ρωμαῐος, ΠΑΕ 1931, 66, six. 6. Στίκας 1961, 175, εἰκ. 24-28.
25. S. G. Miller, The Tomb of Lyson and Kallikles. A painted Macedonian tomb (Mainz von Zabern 1993) 51, ἔγχρ. πίν. ΙΙ, ΙΙΙ· xiv. 9, 12, 13. Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, O μακεδονικὸς τάφος στὴ Σπηλιά Ἐορδαίας, ΑΔ 40, 1985, Α, 242-280, πίν. 117οι-β.
26. Γιὰ ἀσπίδες μὲ ἐπιτάφιες ἐπιγραφὲς βλ. C. T. Newton (ἐπιμ.), The Collection of Ancient Greek
Inscriptions in the British Museum (Oxford 1874) II 353 (Κάμειρος) ΙΙΙ 628 (ἽΞφεσΟς) (στὸ ἑξῆς Newton 1874). Γιὰ μία Men/n ἀσπίδα ἀπὸ τὴν Κάμειρο, ἀνάΘημα ἐπιστατῶν καὶ στρατηγῶν, βλ. R. M. Frazer, Rhodian Funerary Monuments (Oxford 1977) 15, Bin. 36 (στὸ ἑξῆς Frazer 1977).
27. Σῆμα με Νυκτελίοιο νεοστεφὲς οἰχομένοῑο, δυστήνων ὁράᾳς δακρυόεν τοκέωνῑ Newton 1874,
IV.II, 1143. W. Peek, Griechische Grabgedichte (Berlin 1960) 236' ὁ ἴδιος, Griechische Verinschn'ften, 1. Grab- epigramme (Berlin 1955) 128.
28. E. Pfuhl, Das Beiwerk auf den ostgriechischen Grabreliefs, Id] 20, 1905, 148-149 (στὸ ἑξῆς Pfuhl
1905).29. Ἑνδεικτικὰ βλ. Pfuhl - Mébius 1979, 114 κὲ. πὶν. 53 (289), 118, 309-310, εἰκ. 22-23, πίν. 55 (ἀρ. 309).
30. J. Fabricius, Die hellenistischen Totenmahlreliefs. Grabrepriisentation Lind Wertvorstellungen in 0stgrie-chischen Stiidten (Mfinchen 1999) 24, σημ. 26 καὶ σ. 60- 62, σημ. 26 (στὸ ἑξῆς Fabricius 1999).
31. R. Horn, Hellenistische Bildwerke auf Samos, στὸ Samos XII (1972) 40 κὲ. (στὸ ἑξῆς Horn 1972). St. Schmidt, Hellenistische Grabreliefs. Typologische und chronologische Beobachtungen (Kéln/Wien 1991) 23, σημ. 141 καὶ 142, σ. 59, 61, 103-104, σημ. 476, εἰη. 63-65. Fabricius 1999, 150, πίν. 1b (μὲ ξίφος), πίν. 2b, 3a, 3b, 5a, 5b, 6a, 6b, 7a, 7b, 8a, 9a, 130 (μὲ ξίφος).
32. Pfuhl 1905, 134-135, εἰκ. 25. Pfuhl - M6bius 1979, 456 (ἀρ. 1900), πίν. 273.
33. C. T. Newton, A history of discoveries a Halicamassus, Cnidus and Branchidae 11, i (London
1862) 324-5, πίν. 48 (στὸ ἑξῆς Newton 1862). Frazer 1977, 39, σημ. 217, six. 106a-c. R. E. Allen, Three bases from Halikarnassos, BSA 70, 1975, 1-5, πίν. 1-2, εἰκ. 1-3 (στὸ ἑξῆς Allen 1975). Ἀναφορὰ ὑπάρχει σὲ μία ἀκόμη ἐπιτύμβια στήλη ἀπὸ τὴν Ἁλίκαρνασσό Newton 1862, 270).
34. Ἔργον 1959, 131, εἰη. 143. Γρ. Κωνσταντινόπουλος,ΑΑΑ 6,1973, 117, εἰκ. 3. Frazer 1977, σημ. 217, εἰη. 107.
35. Allen 1975, 5. Frazer 1977, 39, σημ. 217.
36. Horn 1972, 10, 52. U. Hausmann, Griechische Weihreliefs (1960) 25. F abricius 1999, 62. Μὲ ὃεὸομὲνο ὅτι τὸ θὲμα τῆς ἀσπίδας ἀπαντᾶταί κυρίως σὲ ἐπιτύμβίες στῆλες ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα, δὲν μπoροῦμε νὰ ἀποκλείσουμε τὴν πιθανότητα στήλη νὰ ἀνήκει σὲ ξένο, μὴ Λακεδαιμόνιο ὁπλίτη, ἂν καὶ δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα ποὺ νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἄποψη αυτη.
37. Papaefthimiou 1992, 44 κέ, ἀρ. 16-20.
38. Αἰμ. Μπακούρου, Πλάκα μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, στὸ Ώρες Βυζαντίου. Τὸ
Βυζάντιο ὡς οἰκουμένη (Ἀθήνα 2001) 53 (στὸ ἑξῆς Μπακούρου 2001).
39. V. Zelasskaya, Κύπελλα μὲ ἀπεικονίσεις μορφών κάτω ἀπὸ τόξα, στο Ώρες Βυζαντίου ὄπ. (σημ.
38) 47.
40. T. Stepan, Πινάκιο μὲ παράσταση Ἀνάληψης τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, στὸ Ώρες Βυζαντίου ὅπ.
(σημ. 38) 262-268.
41. Ἀγγ. Μὲξια, Δύο μαρμάρινες διακοσμητικὲς πλάκες στὸν Μυστρά, ΔΧΑΕ ΚΖ, 2006, 122.
42. G. Millet, Monuments byzantins de Mistra (Paris 1910) πὶν. 201, 47.7.
43. Αὐτόθι πὶν. 49.2. Μπακούρου 2001, 53-54.
44. N. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτὰ τῆς Μάνης (Ἀθῆναι 2002) 120-122, εἰκ. 192α-στ.45. Αὐτόθι 125-126, εἷκ. 199α-ζ, 201-203, 207.
46. Αὐτόθι 148-150, εἰκ. 229.
47. Μπακούρου 2001, 53-54. G. Galavaris, Alexander the Great: Conqueror and captive of death: his various images in byzantine art, Canadian Art Revue 16.1, 1989, 12-18.