.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Διόδια Μεσσηνία: Θολωτός τάφος


Η επισήμανση του τάφου, 1992
Στην τοποθεσία «Πουρνάρια», 1.200μ. περίπου Ν. της κοινότητας Διοδίων, στον ελαιοπερίβολο ιδιοκτησίας Σταυρούλας συζ. Νικ. Αγγελοπούλου, εντοπίστηκε τυχαία αρχαίο κτίσμα από τον Ιωάν. Γ. Νικολόπουλο, κάτοικο Διοδίων. Το γεγονός αναφέρθηκε στην πλησιέστερη 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Κλιμάκιο Καλαμάτας). Η 5η Εφορεία, μετά από μικρή διαγνωστική ανασκαφή κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι το αρχαίο κτίσμα δεν ανήκε στην αρμοδιότητά της, παρέπεμψε γραπτώς το θέμα στην Εφορεία μας και παρέδωσε σειρά φωτογραφιών από την ανασκαφή μαζί με μικρή ομάδα οστράκων που προήλθαν από αυτήν, κατά το πλείστον της μυκηναϊκής περιόδου και ορισμένων μεταγενεστέρων (ΒΕ 553β).
Σε αυτοψία που επακολούθησε διαπιστώθηκε ότι η μικρή αυτή έρευνα είχε αποκαλύψει τις επενδεδυμένες με πλακοειδείς λίθους παρειές του στομίου ενός μυκηναϊκού θολωτού τάφου, καθώς και την ξερολιθιά που έφραζε την είσοδό του. 
Το μνημείο επισημάνθηκε από μεγάλων διαστάσεων ασβεστολιθική πλάκα, η οποία, όταν μετακινήθηκε, κόπηκε σε δύο τμήματα. 
Αυτή αποτελούσε πιθανότατα το ανώφλι του τάφου. 
Οι παρειές του στομίου φαίνεται ότι έχουν μήκος 2,20-2μ. και η ξερολιθιά που έφραζε το στόμιο του τάφου είχε συνολικό ύψος 1,95 και πλάτος 1.15μ. (Εικ. κάτω).

 
Από τα δεδομένα αυτά εικάζεται ότι το μνημείο ανήκει μάλλον στους μικρού μεγέθους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας.
Έχει προσανατολισμό Α.-Δ. και ο ταφικός του θάλαμος θα πρέπει να βρίσκεται προς Α. Αν αυτός είναι ο σωστός προσανατολισμός ενδέχεται ο «δρόμος» του τάφου να έχει κατά ένα τρόπο καταστραφεί από τον αγροτικό δρόμο που είχε παλαιότερα διανοιχθεί· ο δρόμος αυτός περνά δυτικά του τάφου, σχεδόν εφαπτόμενος, με κατεύθυνση προς ΝΔ., όπου βρίσκεται το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και πηγή με άφθονο νερό σε απόσταση μόλις 150-200μ.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στα Διόδια πρώτη φορά εντοπίζεται μνημείο της ύστερης εποχής του Χαλκού, πέραν των μεταγενέστερης εποχής κινητών αρχαιοτήτων που έχουν κατά καιρούς τυχαία επισημανθεί και παραδοθεί στην Εφορεία1. Ο νέος θολωτός τάφος προστίθεται στον ήδη μακρύ κατάλογο των μνημείων του είδους, τα οποία χαρακτηρίζουν ιδιαιτέρως τη μυκηναϊκή Μεσσηνία2 και σηματοδοτεί την απαρχή βαθύτερης αρχαιολογικής προσέγγισης σε αυτό το σχεδόν άγνωστο ανασκαφικώς τμήμα της μεσσηνιακής ενδοχώρας3.
Το μνημείο φωτογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1992 και το στόμιο καταχώθηκε. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παραβιάστηκε από αγνώστους το τοιχίο της ξερολιθιάς του τάφου και η Εφορεία προέβη σε νέα κατάχωση, λόγω αδυναμίας άμεσης ανασκαφικής επέμβασης. Τέλος, το Δεκέμβριο έγινε τοπογράφηση της ιδιοκτησίας όπου βρέθηκε ο τάφος, από τη Διεύθυνση Τοπογραφήσεων Νομαρχίας Μεσσηνίας για να προχωρήσει και η απαλλοτρίωση του κτήματος. Η επίβλεψη του τάφου αυτού και του γειτονικού τύμβου στο «Γαλαροβούνι» ανατέθηκε έκτοτε σε αρχαιοφύλακα αποσπασθέντα επ’ αόριστον από το κλειστό προς το παρόν Μπενάκειο Μουσείο Καλαμάτας.

Η ανασκαφή του τάφου 1993
Ερευνήθηκε ο νέος μυκηναϊκός θολωτός τάφος που είχε εντοπιστεί και υποδειχθεί στην Εφορεία το 1992. Ο τάφος βρίσκεται στον ελαιοπερίβολο ιδιοκτησίας Σταυρούλας συζ. Νικ. Αγγελόπουλου, στην τοποθεσία Πουρνάρια, 1200μ. νοτιοδυτικά της κοινότητας Διοδίων4.
Έχει προσανατολισμό Α.- Δ. (στόμιο- ταφικός θάλαμος) και είναι σχεδόν ημιυπόγειος, δηλαδή καλυπτόταν με τύμβο στα ανώτερα σημεία του θόλου του, ο οποίος έχει μέγιστη διάμετρο 4,20μ. και σώζεται σε μέγιστο ύψος 2,30μ. περίπου (Σχέδ.2. Εικ.2-3).
Το στόμιο, χτισμένο με μεγαλύτερους λίθους, συγκριτικά με εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν στο τοίχωμα του θόλου, έχει μέγιστο μήκος (άνω) 1,92- 2μ., αριστερά και δεξιά για τον εισερχόμενο αντίστοιχα, ελάχιστο μήκος (κάτω) 1,45- 1,47μ. και πλάτος 0,98- 1,20μ., αντίστοιχα, στις εσωτερικές και τις εξωτερικές γωνίες. Μονοκόμματος πλακοειδής λίθος, διαστ. 1,63x 1,60μ. περίπου, είχε τοποθετηθεί πάνω στο στόμιο, ως ανώφλι.


Ξερολιθιά, πλ. 1,15, συνολ. ύψ. 1,80 και πάχ. 0,50μ., έφραξε το στόμιο5, ατυχώς όμως καταστράφηκε σχεδόν κατά το ήμισυ από λαθρανασκαφική ενέργεια μετά την προσωρινή κατάχωση του στομίου, πριν από την ανασκαφή του μνημείου. Δεν υπήρχε κανονικός δρόμος, αλλά βραχύ σκάμμα στο φυσικό πορώδες έδαφος της περιοχής, με έντονη κατωφέρεια που κατέληγε βαθμιδωτά στο στόμιο του τάφου.
Λόγω των μικρών του διαστάσεων και της πεδινής θέσης, στην οποία ιδρύθηκε, ο θολωτός τάφος των Διοδίων διατήρησε και απέδωσε πλούσιο σε αρχαιολογικές πληροφορίες περιεχόμενο, τόσο κτερισματικό όσο και οστεολογικό.


Στα ανώτερα σημεία της επίχωσης βρέθηκε μόνωτο χυτροειδές κακοψημένο αγγείο (ΜΚ 4210) με στόμιο που καλυπτόταν από πλακαρή πέτρα. Λόγω του σαθρού πηλού του, αποκομίστηκε, μετά από επιτόπου στερέωση, και μεταφέρθηκε στα εργαστήρια συντήρησης στην Ολυμπία. Περιείχε χώμα, μαζί με λεπτότατα οστά και τμήματα ανθρώπινου κρανίου, προφανώς βρέφους. Σε βάθος 1μ. περίπου από τον ανώτατο σωζόμενο δακτύλιο του θόλου βρέθηκε σκελετός ιπποειδούς, πλαγιασμένος με τη δεξιά πλευρά του σε θέση σχεδόν εφαπτομένη προς το δυτικό τοίχωμα του θόλου.
Το μυκηναϊκό στρώμα, πάχ. 0,20μ. περίπου, ήταν γεμάτο από οστά, ανθρώπινα κρανία και κτερίσματα, που δεν ήταν δυνατό να διακριθούν σε συγκεκριμένες ταφές.
Μεγαλύτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων παρατηρήθηκε: α) στο δυτικό ημικύκλιο, από το μέσον προς το τοίχωμα του θόλου, β) στα κεντρικά, κυρίως, σημεία του βορειοανατολικού τεταρτοκυκλίου και γ) εκατέρωθεν του στομίου, κοντά στο τοίχωμα του θόλου.


Παρ’ όλο που η ανθρωπολογική μελέτη των οστών δεν έχει αρχίσει, προκαταρκτικά υπολογίζεται ότι ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε δεχθεί κατά  χρήσης του τουλάχιστον 15 ταφές. Τους νεκρούς συνόδευαν τρεις περίπου δεκάδες πήλινων αγγείων, χάλκινα αντικείμενα, τρία μονόστομα και ένα γλωσσοειδές μαχαίρι (ΜΚ 4168-4170,4174), περόνες, μία από τις οποίες σώζει την κεφαλή (ΜΚ 4171-4173,4176), τέσσερα πήλινα σφονδύλια και τρία από στεατίτη (ΜΚ 4189-4195), δώδεκα αιχμές βελών, τέσσερις από οψιανό, οκτώ από πυριτόλιθο (ΜΚ 4177-4188) και έξι χάντρες από διάφορες ύλες (ΜΚ 4196-4201).
Από τη συντήρηση της κεραμικής προ έκυψαν 22 ακέραια, ή σχεδόν ακέραια -ορισμένα με συμπληρώσεις- αγγεία και μερικά ελλιπή, που είναι αδύνατον να συμπληρωθούν. Το θεματολόγιο τόσο των σχημάτων όσο και της διακόσμησης των αγγείων είναι τυπικό της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περιόδου, κυρίως. 
Ο τάφος απέδωσε και ορισμένα πρωιμότερα όστρακα, καθώς και χάλκινα κτερίσματα της YE Ι/ΙΙ περιόδου, που συνόδευαν σχεδόν ανά ένα και χωρίς συνευρήματα τις παραμερισμένες σε περιφεριακά σημεία του θόλου ταφές (ανακομιδές), δύο εκατέρωθεν του στομίου, και μία κοντά στο δυτικό τόξο της θόλου.
Στην YE ΙΙΙΑ1-2 περίοδο χρονολογούνται τα περισσότερα αγγεία του τάφου: απιόσχημος κρατήρας (ΜΚ 4145), έξι πρόχοι διαφόρων τύπων (ΜΚ 4165, 4148,4205,4150, 4149,4166), δύο ψευδόστομοι αμφορείς (ΜΚ 4161,4162), δύο αλάβαστρα (ΜΚ 4155, 4156), τέσσερις πιθαμφορίσκοι (ΜΚ 4151, 4152, 4153, 4202), τέσσερα μόνωτα κύπελλα διαφόρων τύπων (ΜΚ 4160, 4158, 4163, 4157), κύλικα με υψηλό στέλεχος (ΜΚ4154), κανθαρίσκος (ΜΚ 4164), άωτο ρηχό φιαλίδιο (ΜΚ 4159) και ορισμένα ελλιπή αγγεία.


Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία του κρατήρα (Σχέδ.3α), σε σχέση με δύο ρυτά που βρέθηκαν μαζί στη θέση τους, στο βορειοανατολικό τμήμα του θόλου: ένα κωνικό με υπερυψωμένη λαβή και ταινιωτή διακόσμηση (ΜΚ 4146) (Σχέδ.3β), και ένα ευρύστομο, απιόσχημο με διακόσμηση σπείρας στον ώμο (ΜΚ 4147) (Σχέδ.3γ). Λίγο μακρύτερα από τα ρυτά αυτά βρέθηκαν, όπως διαπιστώθηκε κατά τη συντήρηση των ευρημάτων, δύο ακόμη πήλινα αγγεία που, προφανώς, χρησιμέυσαν επίσης ως ρυτά: ραμφόστομη και ευρύστομη πρόχους με απιόσχημο σώμα και υψηλή κωνική βάση, διάτρητη στο κέντρο του πυθμένα (ΜΚ 4148) (Σχέδ.3δ), και μόνωτο, χοανοειδές κύπελλο με αποστρογγυλεμένη βάση και οπή στην περιφέρεια του πυθμένα (ΜΚ 4160) (Σχέδ.3ε). Τα δύο τελευταία αγγεία απαντούν για πρώτη φορά σε μυκηναϊκό τάφο της Μεσσηνίας.
Σύμφωνα με τις διαστάσεις και το περιεχόμενό του ο θολωτός τάφος των Διοδίων πρέπει να ανήκε στη νεκρόπολη του πληθυσμού μιας τυπικής μυκηναϊκής εγκατάστασης, η οποία θα είχε αναπτυχθεί και σε αυτή την ευφορότατη περιοχή της Μεσσηνίας, όπως και αλλού (π.χ. Νιχώρια, Κουκουνάρα). Ο τόπος είναι γενικά πεδινός με σταφιδαμπέλους, ελαιώνες και συκιές, ενώ πολύ κοντά υπάρχουν άφθονα νερά (το ρέμα της Βελίκας στην ευρύτερη περιοχή και η πλούσια πηγή της Αγίας Παρασκευής, λίγα μόνο μέτρα μακρύτερα από τον τάφο).


Για τα Διόδια είχαμε μέχρι πρότινος μόνο λίγες αρχαιολογικές πληροφορίες, που περιορίζονταν στους κλασικούς χρόνους6. Η αποκάλυψη του νέου μυκηναϊκού θολωτού τάφου εντάσσει και τη θέση αυτή στον εντυπωσιακά πλούσιο σε μυκηναϊκές θέσεις με θολωτούς τάφους χάρτη της Μεσσηνίας και, σε γενικές γραμμές, στην ευρύτερη εκείνη ομάδα των μυκηναϊκών εγκαταστάσεων που χαρακτηρίζουν τη δυτική πλευρά του μεσσηνιακού κόλπου (περιοχή Ρίζομύλου).
Με την εύρεση του νέου θολωτού τάφου στα Διόδια αποκτούν άλλη βαρύτητα δύο ακόμα μυκηναϊκές θέσεις της λίγο-πολύ άγνωστης αυτής μεσσηνιακής ενδοχώρας που βρίσκονται σε μικρότερη των 2 χλμ. απόσταση από αυτόν: ο τύμβος στο Γαλαροβούνι Στρεφίου και ο θαλαμοειδής τάφος στον Αριστομένη7.


Πηγές:
ΓΕΩΡΓΙΑ ΧΑΤΖΗ-ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ: Α.Δ. 47 (1992), Α.Δ. 50 (1995)

Σημειώσεις:
1. ΑΔ 20 (1965): Χρονικά, σ. 207. W. McDonald - R. Hope Simpson - G. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1974, σ. 314 (register B-NR. 518).
2. Βλ. Γ.Σ. Κορρές, Η προβληματική δια την μεταγενεστέραν χρήσιν των μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας, Πρακτικά Β' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι 1981-1982, σ. 375 και σημ.1, συνοπτική παρουσίαση των μέχρι τότε γνωστών μεσσηνιακών θολωτών τάφων. Προσθετέος και νέος θολωτός τάφος, που εντοπίστηκε το 1991 στην περιοχή κοινότητος Χαλκιά Τριφυλίας, ΒΔ. των θολωτών τάφων στο «Μετσίκι» Ψαρίου.
3. Εκτός από τα εντοπισμένα και όχι ακόμα ανασκαμμένα μνημεία στο Γαλαροβούνι Στρεφίου και στο Μάνεσι, και από τον καταχωσθέντα το 1987 θαλαμοειδή τάφο στην κοινότητα Αριστομένη, ο οποίος θα πρέπει να ανήκει σε συστάδα ομοίων, οι πλησιέστερες υστεροελλαδικές θέσεις που έχουν ερευνηθεί σε μικρή απόσταση από τον τάφο των Διοδίων είναι ο αρχαιολογικός χώρος Νιχωρίων-Καρποφόρας-Ριζομύλου και ο θολωτός τάφος στο Δάρα, ο οποίος ερευνήθηκε το 1971 από την Εφορεία.
4. ΑΔ 47 (1992): Χρονικά, σ. 121. Η σχεδίαση και φωτογράφηση των ευρημάτων του τάφου πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1995 χάρη στην οικονομική υποστήριξη του Ινστιτούτου για την Αιγαιακή Προϊστορία (INSTAP). Η ανασκαφή του μνημείου, στην οποία συμμετείχε η αρχαιολόγος της Ζ' ΕΠΚΑ Ευαγγ. Μαλαπάνη και συνεργείο ειδικευμένων συντηρητών της 5ης ΕΒΑ, πραγματοποιήθηκε με την αμέριστη συμπαράσταση του κατοίκου Διοδίων Σωτ. Νικολόπουλου και την οικονομική υποστήριξη του προέδρου της κοινότητας Παν. Νικολόπουλου. Αποτυπώσεις και σχέδια του τάφου πραγματοποίησε ο σχεδιαστής της Ζ' ΕΠΚΑ Απ. Θωμόπουλος. Η σχεδίαση όλων των ευρημάτων έγινε από τη γλύπτρια-μουσειακή καλλιτέχνιδα Ελισ. Βάλβη. Η φωτογράφηση των αντικειμένων έγινε κυρίως από τον Στ. Στουρνάρα, καθώς και από τον Ιω. Σαρακίννη. Σχετικά με προκαταρκτικά δημοσιεύματα για το μνημείο και τα ευρήματα, βλ. Γ. Χατζή- Σπηλιοπούλου, Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος των Διοδίων Μεσσηνίας. Ανασκαφή (1994) και αποκατάσταση ευρημάτων (1995), Πρακτικά A Επιστημονικής Συνόδου νοτιοδυτικής Ελλάδας, Πάτρα, Μάιος 1996 (υπό έκδοση).
5. ΑΔ 47 (1992): Χρονικά, Πίν. 38ε. τη μακρά διάρκεια
6. ΑΔ 47 (1992): Χρονικά, σ. 121, υποσημ. 16.
7. Βλ. ΑΔ ό.π., σ. 125, για το Στρέφι. Ο θαλαμοειδής τάφος στον Αριστομένη (ΑΔ 43 (1987): Χρονικά, σ. 144) ερευνήθηκε σωστικά από την Εφορεία το 1996· βλ. ΑΔ 51 (1996): Χρονικά (υπό έκδοση).

 Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από τον ιστότοπο Φωτοεκδρομές





Printfriendly