Η Αγία Μαριανή, ή Αγία Μαρίνα, είναι νησί των Μεσσηνιακών Οινουσσών. Είναι μικρό ακατοίκητο νησί με σχεδόν στρογγυλό σχήμα που βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Σχίζα και Σαπιέντζα. Είναι σχετικά επίπεδο με το υψηλότερο σημείο του να μην υπερβαίνει τα 30 μέτρα. Στο υψηλότερο αυτό σημείο υπάρχει εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα. Κάθε χρόνο στις 17 Ιουλίου, ημέρα που γιορτάζει το εκκλησάκι, επισκέπτονται το νησί πιστοί από την απέναντι Μεσσηνιακή ακτή. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Πύλου- Νέστορος, ενώ την περίοδο 1999-2011 ανήκε στον Δήμο Μεθώνης. Το νησί είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά των Μεσσηνιακών Οινουσσών και την περιοχή του Ακρωτηρίου Ακρίτας, με τον κωδικό GR2550003.[1]
Στο πλαίσιο της Έρευνας Μεθώνης- Πυλίας,[2] που αφορά στο γνωστό καταποντισμένο προϊστορικό οικισμό, αλλά και με αφορμή υπηρεσιακά ενδιαφέροντα πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στη νησίδα Αγία Μαρίνα ή Αγία Μαριανή ήδη από το 1993, όπου διαπιστώθηκαν εκτεταμένα παράκτια κτίσματα και κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και θίνες σε δύο στρώσεις, μία απολιθωμένη και μία ενεργή, με διαφορετικές ενδείξεις επικρατούντων ανέμων1.
Παρά την κήρυξη της νησίδας και του εγγύς θαλάσσιου χώρου, λόγω ναυαγίου ελληνιστικών χρόνων, διαπιστώθηκε, σε διαδοχικές έκτοτε επισκέψεις, ότι τα κατάλοιπα υφίστανται βανδαλισμούς κυρίως απόλαθρανασκαφές. Το 2000 αποφασίστηκε να αποτυπωθούν, τουλάχιστον, τα κατάλοιπα στον αιγιαλό για τεκμηρίωση από την ΕΕΑ. Τα εμφανή αρχαία συνίστανται σε επιφανειακά κτιριακά κατάλοιπα, λοιπές εγκαταστάσεις, όπως πηγάδια και δεξαμενές αλλά και τάφους που εμφανίζονται στην ανατολική παραλιακή ζώνη του νησιού. Έγινε τοπογραφική αποτύπωση με Total Station και με εξάρτηση από το Κρατικό Γεωδαιτικό Δίκτυο2. Για αποτύπωση λεπτομερειών χρησιμοποιήθηκαν και συμβατικές μέθοδοι Επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά ότι οι κατασκευές χαρακτηρίζονται από όστρακα κτενωτής κεραμικής. Είναι στην πλειονότητά τους χτισμένες με αργούς ή αδρά πελεκημένους ασβεστόλιθους, που είναι το πέτρωμα της νησίδας, συνδεδεμένους με ισχυρό ασβεστοκονίαμα και με κατά τόπους παρεμβολή θραυσμάτων πλίνθων ή κεράμων.
Στα πηγάδια μόνο χρησιμοποιήθηκαν ψαμμιτικές πλάκες από το φλύσχη, που μεταφέρθηκαν από απέναντι ηπειρωτική ακτή, αφού το υλικό δεν προσφέρεται στη νησίδα (ΑΦΑ 15522) (Είκ.26). Τα κατακόρυφα τοιχώματα των τάφων είναι κτιστά και για κάλυψη χρησιμοποιούνται μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Τα θεμέλια, όπου διακρίνονται, δεν παραβιάζουν την άνω επιφάνεια από τις απολιθωμένες θίνες.
Το όλο σύστημα θινών, σε σχέση με τη γεωμορφολογία της νησίδας, καθώς και η ύπαρξη παράκτιων πηγαδιών αποτελούν στοιχεία αξιολογήσιμα για την έρευνα της διαμόρφωσης των ακτογραμμών της περιοχής κατά το παρελθόν.
H Αγία Μαριανή, προσφέρεται με τη βατή και ομαλή επιφάνεια του για μόνιμη εγκατάσταση. Στην ανατολική ακτή της, στο όριο του αιγιαλού, διατηρούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτιριακά κατάλοιπα, ένα πηγάδι κτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που ανήκουν στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Σε πλάτωμα στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο ομώνυμος ναός, πλήρως ανακαινισμένος σήμερα. Σε επαφή με αυτόν, στη βόρεια πλευρά του και σε χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται το βόρειο κλίτος παλαιότερου ναού βυζαντινών χρόνων. Διατηρείται κοινός μεταξύ τους τοίχος, σε επίπεδο περίπου 1 μ. κάτω από το έδαφος, ο οποίος στηρίζεται σε τοξοστοιχία από τρία τόξα. Ο σύγχρονος ναός εδράζεται στα θεμέλια παλαιότερου και μεγαλύτερων διαστάσεων, ίσως μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και καταλαμβάνει εν μέρει τμήμα του κεντρικού κλίτους του. Όλη η περιοχή, από την παραλία μέχρι την εκκλησία της Αγίας Μαριανής, είναι διάσπαρτη με όστρακα αγγείων και κεραμιδιών και τοιχία που διαγράφονται στο έδαφος. Τα όστρακα των χονδροειδών αγγείων χρονολογούνται έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.
2. Η ερευνητική ομάδα του έτους 2000 συγκροτούνταν, εκτός από τον υπογράφοντα και από τους εξής υπαλλήλους της ΕΕΑ: Θ. Δημητριάδου, αρχαιολόγο, I. Μπαξεβανάκη, αγρονόμο/τοπογράφο μηχανικό, Η. Κυριακόπουλο, τεχνολόγο/μηχανικό, Α. Κούβελα, Σ. Θεοδωρακόπουλο, Δ. Σαρδέλη και Σ. Μουρέα-εργατοτεχνίτες στο Φρούριο Πύλου. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η βοήθεια από το σύνολο του προσωπικού της ΕΕΑ, καθώς και συναδέλφων της 5ης ΕΒΑ στο Φρούριο Πύλου. Οι Π. Βεζυρτζής (φωτογράφος), Μ.-Κ. Ανδρουτσάκη (συντηρήτρια) και Αικ. Πολλάτου (σχεδιάστρια) στην έδρα της ΕΕΑ συνέβαλαν και συμβάλλουν, ο καθένας στον τομέα του, στην περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας. Σε όλους τους παραπάνω απευθύνονται ευχαριστίες και από τη θέση αυτή. Ιδιαιτέρως πάντως ευχαριστεί ο υπογράφων την Προϊσταμένη της ΕΕΑ, αρχαιολόγο Αικ. Δελλαπόρτα, για τη δυνατότητα επίτευξης του παραπάνω έργου.
Βιβλιογραφία και πηγές:
[1] Ιστότοπος el.wikipedia.org
[2] Ηλίας Σπονδύλης: Α.Δ.55 (2000) Σελ. 1227
Επίσης:
Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη: Πρωτοβυζαντινή Πυλία Νήσοι Οινουσσών: Βυζαντινή Μεσσηνία
Μαρία Ξανθοπούλου: Οικιστικά κατάλοιπα Πρωτοβυζαντινής και Μεσοβυζαντινής Μεσσηνίας