Θέση, έρευνα και ταύτιση
Ο αρχαιολογικός χώρος εντοπίζεται στην κορυφή "Αρνοκατάραχο" και στο οροπέδιο "Μπάμπες" που υπάρχει αμέσως στα Δ.[1] Απέχει 3 χλμ. ανατολικά των Μακρυσίων ενώ ο οικισμός της Νέας Σκιλλουντίας βρίσκεται 2,5 χλμ στα Α.
Εδώ ανασκάφηκε από τον Ν. Γιαλούρη, την δεκαετία '50, πόλισμα και ιερό. Ο ανασκαφέας δεν προχωράει σε ταύτιση της αρχαίας πόλης στις "Μπάμπες", ωστόσο το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (DAI) που επισκέφτηκε τον αρχαιολογικό χώρο, στα πλαίσια ερευνών στην Τριφυλία την δεκαετία 2000/2010, θεωρεί πολύ πιθανόν ο Σκιλλούς των ιστορικών χρόνων να βρίσκεται εκεί.[2] Αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Σκιλλούς βρισκόταν στην περιοχή των Μακρυσίων ωστόσο τα μέχρι τώρα ευρήματα δεν επιτρέπουν τέτοια ταύτιση.
Το ιερό στις Μπάμπες Μακρυσίων βρίσκεται στον λόφο "Αρνοκατάραχο" και βρίσκεται ακριβώς πάνω από το οροπέδιο όπου τοποθετείτε η αρχαία πόλη.
Εδώ, κατά την διάρκεια της δεκαετίας το '50, ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Ολυμπίας Ν. Γιαλούρης ανέσκαψε έναν σχετικά μικρό Δωρικό ναό διαστάσεων 8,36Χ 4,55.
Ο ναός δωρικού διέθετε πρόναο και σηκό και ήταν κατασκευασμένος από μογγολιάτη λίθο, με μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,90μ.
Μέσα στο σηκό του ναού βρέθηκε ένας λίθος ακανόνιστου σχήματος από φαιό σκληρό ασβετόλιθο με την επιγραφή ΤΟDIOS που αποτελεί και την μοναδική ένδειξη για την ταύτιση της θεότητας που λατρευόταν εκεί. Σύμφωνα με το σχήμα των γραμμάτων τοποθετείτε στα τέλη του -6ου με αρχές του -5ου αιώνα.
Τα ευρήματα δείχνουν έναν πολυσύχναστο και σημαντικό ιερό. Η παραλληλία, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, των αφιερωμάτων υποδηλώνει πως στην ταραγμένη για την περιοχή εποχή του -7ου και -6ου αιώνα το ιερό στις Μπάμπες ακολουθεί κατά κάποιο τρόπου την εξέλιξη του μεγάλου ιερού της Ολυμπίας, ίσως δε να μην είναι τυχαίο ότι περίπου την ίδια εποχή, όταν στην Ολυμπία κτίζεται ο ναός του Δία από τους Ηλείους, οικοδομείται στις Μπάμπες σε περίοπτη θέση ναΐσκος που είναι αφιερωμένος στην ίδια θεότητα.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του ιερού είναι ένα περιρραντήριο το οποίο σώζεται ολόκληρο. Τα περιρραντήρια ήταν κατά κύριο λόγο λατρευτικά σκεύη και ήταν τοποθετημένα στις εισόδους των ιερών ή κοντά σε βωμούς και ναούς.
Η αρχαία πόλις
Στο οροπέδιο των Μπαμπών, την δεκαετία του '50, ο Ν. Γιαλούρης διαπίστωσε την ύπαρξη οικοδομικών λειψάνων και ανέσκαψε τέσσερα κτιριακά συγκροτήματα τα οποία ερμήνευσε ως κατοικίες, τμήματα ενός μεγαλύτερου οικισμού.
Ως πιθανή χρονολόγηση των κτισμάτων πρότεινε το β' μισό του -5ου αιώνα ενώ από την πληθώρα των ευρημάτων, που έν μέρει ανάγονται ως τον -7ο αιώνα, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο χώρος ήταν σε χρήση τουλάχιστον από την Αρχαϊκή εποχή. Για τα ευρήματα στο σημείο αυτό ο Ν. Γιαλούρης συμπεραίνει: "Τα ως άνω πλήρως ανασκαφέντα τέσσαρα κτήρια ανήκουν εις αρχαίαν πόλιν, ήτις κατελάμβανε μεγάλην έκτασιν του οροπεδίου των Μπαμπών∙ ερείπια των οικοδομημάτων ταύτης φαίνονται πολυάριθμα εις κάθε βήμα, τα δε ευρήματα, τα οποία συνολικώς συνεκεντρώθησαν, μας πληροφορούν τόσον περί της μακράς ιστορίας της πόλεως (τουλάχιστον από της γεωμετρικής εποχής και εντεύθεν) όσον και περί της ανθηρότητός της."
Ανασκαφή στις Μπάμπες 1954
Προσπάθειαι ανευρέσεως του βωμού ή αποθέτου έμειναν άνευ αποτελέσματος, αντ’ αυτού όμως χαμηλότερον του λόφου και ΒΑ. αυτού ανεσκάφη μέρος συγκροτήματος ιδιωτικών κατοικιών ευρισκομένων επί κατωφερείας και απετελουσών τμήμα ολοκλήρου πόλεως, της οποίας άλλα συγκροτήματα οικιών επεσήμανα εις τρεις ετέρας θέσεις, ουχί πολύ μακράν των πρώτων.
Η περί ης ο λόγος πόλις ανήκει εις το β' ήμισυ του 5ου αιώνος, πρέπει όμως να υφίστατο και εις παλαιοτέραν εποχήν, διότι είς την αυτήν θέσιν ευρέθησαν αγγεία από της πρωίμου μέχρι της υστέρας αρχαϊκής εποχής, κατολισθήσαντα ασφαλώς εκ των υψηλοτέρων μερών της πλαγιάς, όπου δεν ανέσκαψα.
Η ανασκαφή της ως άνω πόλεως ευρίσκεται εντελώς εις την αρχήν αυτής.
Είς την εικόνα διακρίνεται ο τοίχος, κατά μήκος του οποίου διήρχετο κεντρική οδός, εσωτερικώς δε είναι ούτος υποδιηρημένος διά τοιχίων εις κανονικά τετράγωνα δωμάτια.
Ανασκαφή στις Μπάμπες 1955 [4]
Aι κατά τό παρελθόν έτος εις Μπάμπες Μακρυσίων έρευναι, καθ’ας απεκαλύφθη τμήμα της κλασσικής πόλεως, συνεχίσθησαν και εφέτος δι’ όλίγας ημέρας, υπολειπομένων μικρών εισέτι σκαφικών ερευνών προς συμπλήρωσιν της σχετικής οριστικής μελέτης ως προς το ανασκαφέν τούτο τμήμα. (Τα ευρήματα έκ των ανασκαφών του παρελθόντος έτους συνεκολλήθησαν και εφωτογραφήθησαν).
Εκτός των ανευρεθέντων κατά το παρελθόν έτος πήλινων τεμαχίων με έντυπον διακόσμησιν εξ ιππέων και ροδάκων του τέλους του -7ου αι., εύρον εις την αποθήκην του Μουσείου Ολυμπίας έτερα δυο τεμάχια άνευ ενδείξεως προελεύσεως, προσαρμοζόμενα εις τα πρώτα, ομοίως δε έτερα δυο εις την αποθήκην του Μουσείου Πατρών, προερχόμενα εκ κατασχέσεως. Τα εξ ταύτα θραύσματα, προσαρμοζόμενα μεταξύ των, συνεκολλήθησαν και έδειξαν ότι ανήκουν εις πόδα μεγάλου αγγείου ή περιρραντηρίου. Η διακόσμησις του σωζομένου τμήματος είναι εναλλασσόμεναι επάλληλοι ζώναι εξ ιππέων και ροδάκων. Διά της ταυτίσεως ταύτης βεβαιούμεθα οριστικώς περί της προελεύσεως και των νέων τούτων τεμαχίων.
Το εύρημα τούτο του ποδός αγγείου ή περιρραντηρίου, του τέλους του -7ου αιώνος, επίπλέον δε αρκεταί αρχαϊκαί κύλικες, κιονόκρανα αρχαϊκά, χαλκά ειδώλια μεταξύ των οποίων τινά γεωμετρικά, ως και θραύσματα έκ λίθινων αγαλμάτων αρχαϊκών, άπαντα ευρεθέντα είς τον αυτόν ως άνω χώρον, δεικνύουν πόσον μέγα ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκαλυφθείσα αύτη πόλις, ήτις, ως διά των ανωτέρω καθίσταται καταφανές, είναι πολύ παλαιοτέρα του 5ου αιώνος. Ένεκα τούτου είναι αναγκαία η συνέχισις τής ερεύνης εκεί.
Ανασκαφή στις Μπάμπες 1958 [5]
Κατά την γενομένην εφέτος υπό την διεύθυνσιν του επιμελητού κ. Ν. Γιαλούρη ανασκαφήν εις Μπάμπες Μακρυσίων συνεπληρώθη η έρευνα και η πλήρης αποκάλυψις του προ τριετίας ανακαλυφθέντος μεγάλου κτηρίου (κτήρια A, B) ως επίσης και του νοτίως αυτού παρακειμένου κτηρίου (κτήριον Γ), του οποίου μόνον τμήμα είχεν ερευνηθή κατά το παρελθόν. Προς τούτοις ανεσκάφη πλήρως τρίτον σημαντικών διαστάσεων κτήριον, του οποίου η ύπαρξις είχεν επισημανθή κατά την ανασκαφικήν έρευναν του προπαρελθόντος έτους.
Κατά την συμπληρωματικήν ερευναν των Α- Β κτηρίων ανευρέθησαν νέα θραύσματα αγγείων μελαμβαφών αρχαϊκής και κλασσικής εποχής. Πολλά των νέων θραυσμάτων επέτρεψαν την συμπλήρωσιν αγγείων τινών αρχαϊκής εποχής εκ των ευρεθέντων κατά τας προηγηθείσας ερεύνας εις το κτήριον τούτο το αυτό επετεύχθη και διά των νέων ευρημάτων του κτηρίου Γ.
Διά της συμπληρωματικής ερεύνης αμφοτέρων των κτηρίων επεβεβαιώθη η χρονολόγησις του κυρίου όγκου αυτών εις το πρώτον ήμισυ του 5ου αιώνος. Εις το κτήριον Γ απεκαλύφθησαν κάτωθεν των θεμελίων δωματίου αυτού ερείπια και ετέρας οικοδομής∙ τα ευρεθέντα εκεί όστρακα χρονολογούν ταύτην εις τας αρχάς του -6ου αιώνος.
Μεγάλου ενδιαφέροντος είναι το κτήριον Δ, το οποίον, ως μας διδάσκουν τα ευρήματα, παρέμεινεν εν χρήσει από του τέλους του 7ου αιώνος μέχρι της υστεροκλασσικής εποχής, υποστάν κατά το διάστημα τούτο μετασκευάς τινας. Μεταξύ των σημαντικωτέρων ευρημάτων είναι πυξίς του -6ου αιώνος (εικ.163), έχουσα επί των ώμων και της κοιλίας διακόσμησιν εκ γλωσσωτών κοσμημάτων αμαυρού χρώματος, εις δε το μεταξύ της κοιλίας και των ώμων μέρος ελικοειδές κόσμημα. Θραύσματα ετέρων τριών πυξίδων φέρουν την αύτην ώς άνω διακόσμησιν. Επίσης άξιοι μνείας είναι ο κρατήρ της εικόνος ώς και η οινοχόη της εικόνος.
Εκ των υπολοίπων ευρημάτων αναφέρομεν συνοπτικώς θραύσματα χαλκών ελασμάτων εξ ασπίδος, έχοντα ώς διακόσμησιν πλοχμόν σφυρήλατον, πόδα χαλκής υδρίας διακεκοσμημένον διά ραβδώσεων, κάτω ήμισυ αρχαϊκού πηλίνου ειδωλίου γυναικείας μορφής καθημένης επί θρόνου. Θραύσματα αρχαϊκών και κλασσικών αγγείων μεθ' απλής γραμμικής ή φυλλοειδούς ή ακτινωτής διακοσμήσεως, ήτοι σκύφων, κυλίκων, αμφορέων κλπ, ικανόν αριθμόν μελαμβαφών κυλίκων, κρατήρων και οινοχοών με γάνωμα ουχί όμως καλής ποιότητος.
Το πλείστον των αγγείων είναι εντοπίας κατασκευής, ώς μαρτυρούν η ποιότης του πηλού και το γάνωμα. Επίσης ευρέθη σημαντικός αριθμός αρχαϊκών πίθων ώς και τα καλύμματά τινων εξ αυτών∙ το στόμιον ενός των πίθων είναι διακεκοσμημένον δι' αναγλύφων ραβδίων εναλλασσομένων μετ' εντύπων πλοχμών. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι το άνω τμήμα αρχαϊκού πηλίνου περιρραντηρίου∙ ο πους αυτού και η βάσις ήσαν χωριστά κατεσκευασμένα, ώς μας πληροφορεί βαθεία κυκλική κοιλότης εις το κάτω μέρος του σωζομένου περιρραντηρίου (διαμετρήματος 0.34) εντός ταύτης εστερεούτο ο πους φέρων αυλακώσεις, συνέχεια των οποίων είναι αποτυπωμένη εις το κάτω του περιρραντηρίου, το όποιον έχει σχήμα δωρικού κιονοκράνου, του οποίου ο εχίνος διακοσμείται δι΄ ωραιοτάτου εγχαράκτου πλοχμού. Άνωθεν του εχίνου σώζεται τμήμα της λεκάνης του περιρραντηρίου.
Εντός του κτηρίου ευρέθησαν κιονόκρανα δωρικά αρχαϊκής και υστεροκλασσικής εποχής∙ ταύτα είναι εκ του εγχωρίου κογχυλιάτου λίθου. Εν εκ τούτων αρίστης διατηρήσεως ανήκει εις το τέλος του -4ου αιώνος∙ έτερον κιονόκρανον αρχαϊκής εποχής, ευρεθέν ΝΑ. του κτηρίου Δ και εις μικράν απόστασιν, συνεκολλήθη εκ πολλών τεμαχίων.
Τόσον τα κτήρια Α- Β όσον και τα Γ, Δ είναι εκτισμένα δι' αργολίθων διαφόρων μεγεθών μετά παρεμβολής μεγάλων πελεκητών ογκολίθων, ασφαλώς προερχομένων εξ άλλων παλαιοτέρων κτηρίων.
Τα ως άνω πλήρως ανασκαφέντα τέσσαρα κτήρια ανήκουν εις αρχαίαν πόλιν, ήτις κατελάμβανε μεγάλην έκτασιν του οροπεδίου των Μπαμπών∙ ερείπια των οικοδομημάτων ταύτης φαίνονται πολυάριθμα εις κάθε βήμα, τα δε ευρήματα, τα οποία συνολικώς συνεκεντρώθησαν, μας πληροφορούν τόσον περί της μακράς ιστορίας της πόλεως (τουλάχιστον από της γεωμετρικής εποχής και εντεύθεν) όσον και περί της ανθηρότητός της.
Η πρώιμη ανάγλυφη κεραμική των Μπαμπών [6]
Στα ευρήματα από τις Μπάμπες συγκαταλέγονται και αρκετά θραύσματα ανάγλυφης κεραμικής κυρίως από περιρραντήρια. Είναι κατασκευασμένα από ντόπιο μαλακό υποκίτρινο ή καστανέρυθρο πηλό που είναι γνωστός και από τη συχνή χρήση του σε κεραμώσεις και πήλινα γλυπτά από τη γειτονική Ολυμπία.
Από τα πολυάριθμα θραύσματα που προέρχονται κυρίως από το κτίριο Γ στις Μπάμπες στάθηκε δυνατό να ανασυγκροτηθεί ένα περιρραντήριο (Π140)6 το οποίο εκτίθεται στην αρχαϊκή αίθουσα Γ του Νέου Μουσείου Ολυμπίας και αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα περιρραντηρίου από την Ηλεία (εικ.1- 2). Στο κυλινδρικό του πόδι απεικονίζονται δύο παράλληλες σειρές με ιππείς και ρόδακες. Οι δύο αυτές ζώνες, με ύψος 5,5 εκ. η κάθε μία, χωρίζονται μεταξύ τους με τη βοήθεια τεσσάρων πλαστικών ζωνών. Τα άλογα διακρίνονται για τα εξαιρετικά ψηλόλιγνα πόδια και τη λυγερόκορμη μορφή τους. Όπως και οι ιππείς, είναι αρκετά επίπεδα χωρίς ιδιαίτερη πλαστικότητα. Από την κίνηση του δεξιού τους χεριού που απεικονίζεται με δύο παραλλαγές συμπεραίνεται πως δύο τουλάχιστον διαφορετικές σφραγίδες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των μορφών. Η λεκάνη αντίθετα δεν παρουσιάζει ίχνη διακόσμησης. Το ύψος του περιρραντηρίου φθάνει τα 54 εκ.
Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο του περιρραντηρίου από τις Μπόμπες είναι τα ορθογώνια ανοίγματα που υπάρχουν στο κιονωτό του πόδι: παρατηρούμε δύο ζεύγη αντωπών ορθογώνιων οπών, ένα περίπου στο μέσο και ένα στο ύψος της βάσης. Η ερμηνεία ότι οι οπές αυτές οφείλονται σε λόγους κατασκευαστικούς που έχουν σχέση με την όπτηση δεν πείθει, αφού πολυάριθμα άλλα περιρραντήρια του ίδιου τύπου δεν έχουν τέτοια ανοίγματα. Ίσως λοιπόν να πρέπει να αναζητηθεί αλλού η πιθανή χρήση των ανοιγμάτων αυτών, όπως π.χ. στη διευκόλυνση κατά τη μεταφορά τους ίσως κατά τη διάρκεια λατρευτικών τελετών.
Για το σχήμα του περιρραντηρίου από τις Μπάμπες τα πλησιέστερα παραδείγματα συναντώνται στην Κόρινθο και τη Μεγάλη Ελλάδα7. Οι τόσο χαρακτηριστικές αναλογίες των ίππων, αν και θυμίζουν έργα κρητικά, όπως π.χ. τη ζωφόρο από τον Πρινιά8, έχουν σημαντικά παράλληλα και στην Αργολιδοκορινθία όπως δείχνει η παράσταση μεγάλου αμφορέα που βρέθηκε στο Ηραίο του Άργους9 και ανήκει μάλλον στο β' τέταρτο του -7ου αι. Στα πρώιμα αυτά παραδείγματα τα άλογα απεικονίζονται με ιδιαίτερα ψηλά πόδια και οι ιππείς αντίθετα σχετικά μικροί, ενώ και οι δύο είναι πολύ επίπεδοι. Την παράδοση μπορούμε να παρακολουθήσουμε έως τις αρχές του 6ου αι. στην κορινθιακή αγγειογραφία10, π.χ. στον μεσοκορινθιακό κιονωτό κρατήρα του Βατικανού που χρονολογείται γύρω στα -580/ -570, όσο και σε χάλκινα ελάσματα11 από την ίδια περίπου εποχή. Κάπου ανάμεσα, πάντως ακόμα μέσα στον -7ο αι., ίσως στο τελευταίο του τέταρτο, θα πρέπει να τοποθετηθεί το περιρραντήριο από τις Μπάμπες αποτελώντας ένα σημαντικό τεκμήριο για την ύπαρξη εργαστηρίων γι’ αυτή την πρώιμη και όχι αρκετά γνωστή εποχή.
Ανάλογα παραδείγματα με παραστάσεις ιππέων υπάρχουν όμως και ανάμεσα στα ευρήματα από την Ολυμπία, όπως π.χ. σε ένα χαμηλό τριποδικό σκεύος (Κ 2262, εικ. 3)12 στο οποίο σώζονται τέσσερις συνολικά ιππείς, δύο εκ των οποίων σε καλή κατάσταση, κατασκευασμένοι μάλλον και αυτοί από δύο διαφορετικές σφραγίδες. Παρ’ όλον ότι στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε μάλλον να κάνουμε με περιρραντήριο αλλά με άλλου είδους σκεύος, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και το είδος της διακόσμησής του το συνδέουν άμεσα με το παράδειγμα από τις Μπάμπες, υποδηλώνοντας κοινή προέλευση από το ίδιο εργαστήριο. Εδώ βρισκόμαστε ίσως σε μία κάπως πρωιμότερη φάση, γύρω στα μέσα του -7ου αι., αν κρίνουμε από την ακόμα πιο έντονη επιπεδότητα των μορφών και τον μικρογραφικό τους χαρακτήρα σε σχέση με τα άλογα.
Στον 6ο πλέον αιώνα ανήκουν περιρραντήρια των οποίων το υποστήριγμα είναι διαμορφωμένο ως δωρικός κίονας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις Μπάμπες (Π 4135, εικ.4)13 διατηρεί ένα αρκετά μεγάλο μέρος του εξαιρετικά επίπεδου άβακα με το περίγραμμα των ραβδώσεων καθώς και ένα μεγάλο τμήμα του εχίνου που είναι συμφυής με τη λεκάνη και κοσμείται με εγχάρακτο πλοχμό. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι το πήλινο κιονόκρανο μιμείται την εξέλιξη των λίθινων14, θα πρέπει να χρονολογηθεί περίπου στα μέσα του -6ου αι. Οπωσδήποτε όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως πρόκειται για δημιούργημα εργαστηρίου πηλοπλαστικής και καμιά σχέση δεν έχει με την καθαυτό αρχιτεκτονική. Αρκετά ακόμη θραύσματα με ραβδώσεις δωρικών κιόνων πιστοποιούν την ύπαρξη περαιτέρω περιρραντηρίων του τύπου αυτού και στα δύο ιερά για τα οποία δεν μπορεί να γίνει εδώ ειδική μνεία. Στην κατηγορία των κιονωτών υποστηριγμάτων ανήκουν και θραύσματα με λοξές ραβδώσεις, όπως π,χ. σε ένα παράδειγμα επίσης από τις Μπόμπες15 (Π 2992) με συγγενέστερο παράλληλο στην Ισθμια16. Χρονολογούνται περίπου στα μέσα του -6ου αι. Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. η παράδοση συνεχίζεται και με κίονες ιωνικού ρυθμού17, ενώ ένα παράδειγμα από την Ολυμπία, όπως έδειξε ο Α. Μallwitz, περιέχει στοιχεία και του μετέπειτα κορινθιακού κιονοκράνου18. Όσον αφορά τους τύπους διακόσμησης που συναντά κανείς στην ανάγλυφη κεραμική του -7ου και -6ου αι., σπανιότερα είναι οπωσδήποτε τα εικονιστικά θέματα, όπως οι ζώνες με τους ιππείς, ενώ υπάρχει μεγάλη ποκιλία σε διακοσμητικά μοτίβα. Στα πλέον συνήθη συγκαταλέγεται ο απλός πλοχμός, όπως επί παραδείγματι εμφανίζεται στο δωρικό κιονόκρανο (εικ.4), αλλά και ο σύνθετος (II1667, εικ.5)19, μοτίβα που συναντώνται σε όλες σχεδόν τις εποχές20. Επίσης προσφιλής είναι η σπείρα και οι ρόδακες όπως σε λαβή σκεύους στο σχήμα του οποίου θα επανέλθουμε αργότερα (Π4138, εικ.6)21, το ζιγκ ζαγκ, π.χ. εγχάρακτο και με την προσθήκη μικρών κύκλων (Κ2308, εικ.7)22, ζώνες ανθεμίων και λωτών, π.χ. σε περιχειλώματα περιρραντηρίων υστεροαρχαϊκής εποχής τα οποία, σε συνδυασμό με πλαστικές λαβές, μιμούνται μεταλλικά πρότυπα όπως σε παραδείγματα από την Ολυμπία23 και τις Μπάμπες (Π4136, εικ.8)24. Όμως υπάρχουν και άλλα, λιγότερο γνωστά, διακοσμητικά στοιχεία, όπως οι μεμονωμένες σφραγίδες με φυτικό θέμα (Κ 2280)25 από την Ολυμπία.
Όπως διαπιστώθηκε, οι κυριότεροι χώροι εύρεσης της ανάγλυφης κεραμικής τοποθετούνται στην περιοχή της Πισάτιδας και βόρειας Τριφυλίας ενώ από την περιοχή της αρχαίας Ηλείας, τη λεγάμενη Κοίλη Ήλιδα, τα παραδείγματα είναι έως τώρα μεμονωμένα33. Οι πολλαπλές αναφορές αντίθετα ανάμεσα στα ευρήματα από την Ολυμπία και τις Μπάμπες φανερώνουν τις στενές σχέσεις ανάμεσα στα δύο ιερά. Οπωσδήποτε θα ήταν παρακινδυνευμένο από την παρουσία και ομοιότητα της ανάγλυφης κεραμικής και μόνο να οδηγηθεί κανείς σε συμπεράσματα που αφορούν το χαρακτήρα των ιερών αυτών μια ματιά όμως και στα υπόλοιπα ευρήματα από τις Μπάμπες, χάλκινα και πήλινα, δείχνει πως, παρά τη γειτνίαση, το πανελλήνιο ιερό δεν φαίνεται να απορροφά με την τεράστια ακτινοβολία του το δεύτερο. Η παραλληλία, έστω και σε πολύ μικρότερη κλίμακα, των αφιερωμάτων υποδηλώνει επίσης πως στην ταραγμένη για την περιοχή εποχή του -7ου και -6ου αι. το ιερό στις Μπάμπες μοιάζει να ακολουθεί κατά κάποιο τρόπο την εξέλιξη του μεγάλου ιερού, ίσως δε να μην είναι τυχαίο ότι περίπου την ίδια εποχή, όταν στην Ολυμπία κτίζεται ο ναός του Δία, οικοδομείται στις Μπόμπες σε περίοπτη θέση ο δωρικός ναΐσκος που είναι αφιερωμένος στην ίδια θεότητα. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ταύτιση της μέχρι τώρα άγνωστης πόλης στις Μπόμπες, η οποία εκτείνεται στις υπώρειες του λόφου, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον34.
Στο περιθώριο των ιστορικών εξελίξεων35 που διαδραματίζονται στην περιοχή φαίνεται αντίθετα να βρίσκεται το ιερό της Αρτέμιδος στην Κομποθέκρα, ένα ιερό καθαρά αγροτικού χαρακτήρα με έντονη όμως δραστηριότητα, που δείχνει πως δεν παρέμενε τελείως αποκλεισμένο από τον γύρω χώρο36. Ποια ακριβώς ιστορικά γεγονότα αντανακλώνται στη σχέση του ιερού των Μπαμπών με το πανελλήνιο ιερό και ποιος ο ενδεχόμενος ρόλος μεταξύ αυτού και των μικρότερων αγροτικών ιερών στην περιοχή της Τριφυλίας, μόνο η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στο χώρο θα μπορούσε ίσως να πιστοποιήσει.
Το Τυπαίον Όρος
Σύμφωνα με την παράδοση από το Τυπαίο όρος που περιγράφει ο Παυσανίας, και που ταυτίζεται με την ίδια περιοχή που βρίσκεται ο λόφος του «Αρνοκατάραχου», παρακολουθούσαν οι γυναίκες τους αθλητικούς αγώνες στην Ολυμπία και απ’ όπου γκρέμιζαν όσες παραβίαζαν τη σχετική απαγόρευση και περνούσαν τον Αλφειό.
Η αυστηρή απαγόρευση της συμμετοχής των γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες συνοδευόταν και από διατάξεις όπως αυτή που παραδίδει ο Παυσανίας:
"Στον δρόμο προς την Ολυμπία, πριν περάσει κανείς τον Αλφειό ποταμό πηγαίνοντας από τον Σκιλλούντα προς την Ολυμπία, υπάρχει βουνό με ψηλούς βράχους απόκρυμνο, το οποίο και λέγεται Τυπαίον όρος. Από το βουνό αυτό υπάρχει νόμος να γκρεμίζουν οι Ηλείοι τις γυναίκες, αν πιαστούν να βρίσκονται στον χώρο των Αγώνων ή και να έχουν μόνο περάσει τον Αλφειό στις απαγορευμένες για αυτές μέρες. Παραδίδουν όμως πως δεν πιάστηκε άλλη καμία εκτός από την Καλλιπάτειρα" (Παυσανίας, V 6, 7).
Ο ίδιος μαρτυρά ακόμη πως μέσα στον ιερό περίβολο, κατά τη διάρκεια των Αγώνων, επιτρέπεται η παρουσία μόνο των παρθένων και των γυναικών αυτών που έχουν ιερή αποστολή. Αυτές είναι δυνατόν να ανέβουν μέχρι το πρώτο επίπεδο του ναού του Δία, «…κρηπίδος μεν της πρώτης, προθύσεως καλουμένης…» (Παυσανίας, V 13, 9).
Πιο κάτω (Παυσανίας, VI 20, 9), ο ιστορικός αναφέρεται στη θέση της ιέρειας της Δήμητρας Χαμύνης στους Αγώνες και σημειώνει επίσης πως αυτούς είναι δυνατόν να τους παρακολουθήσουν και τα ανύπαντρα κορίτσια: "Παρθένους δε ουκ είργουσι θεάσθαι".
Τα μόνα αγωνίσματα στα οποία οι γυναίκες συμμετείχαν, έμμεσα όμως, ήταν τα ιππικά. Ο Παυσανίας, πάλι, αναφέρει πως η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου, ήταν η πρώτη που έτρεφε άλογα και η πρώτη Ολυμπιονίκης. Έλαβε μέρος στους Αγώνες του -396 και του -392. Αργότερα, το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες, όπως η Ευρυλεωνίς, από τη Σπάρτη επίσης, η Βελιστίχη από τη Μακεδονία, η Μνησιθέα από την Ήλιδα.
Σημειώσεις στο: Η πρώιμη ανάγλυφη κεραμική των Μπαμπών
6. Εrgon 1955, 86 εικ. 84, ΒCΗ 79, 1955, 253 εικ. 6, Εrgon1956, 85 εικ. 4, Prakt 1956, 189 πίν. 83 β, γ. Διάμετρος λεκάνης 69 εκ. Ευχαριστίες οφείλονται στον ανασκαφέα και στη Ζ' Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας για την άδεια μελέτης και φωτογράφισης καθώς και για τις τόσες διευκολύνσεις κατά την παραμονή μου στην Ολυμπία. Για την άδεια μελέτης του υλικού από την Ολυμπία ευχαριστώ τον διευθυντή των ανασκαφών Η. Κyrieleis. Οι εικόνες 1,2 και 3 οφείλονται στην κ. Geske- Heiden, οι 4, 5, 6, 8 και 9 στον κ. Ε. Gehnen. Πολύτιμη βοήθεια στο θέμα των φωτογραφιών μού παρασχέθηκε επίσης από τους U. Sinn και S. Rogge.
7. Μ. Jozzo Hesperia 56, 1987, 355-416 ιδίως πίν. 79 (Κόρινθος). Μ. Jozzo, ΑrchCI 33, 1981, 143-193 ιδίως πίν. XXXV, 3 (Μ. Ελλάδα).
8. L. Pernier, ΑJΑ 38, 1934, 171-177 πίν. XVII. Στο γνωστό κρητικό κράνος της Νοrbert Schimmel Collection (1974) Νγ. 14 τα άλογα έχουν μεγαλύτερη πλαστικότητα και κάπως διαφορετικές αναλογίες.
9. C. Waldheim, Τhe Argive Herauem (1905) νο. II, 117 fig. 42.
10. Ε. Simon- Μ. Ηirmer, Die Greichishen Vasen (1981) πίν. ΧΙΙ-ΧΙΙΙ.
11. Ε. Κunze, Archaische Schilbander (1950) ΟΡ II πίν. 73 VII άνω, VIII μέση.
12. Προέλευση από το ιερό της Ολυμπίας (SO Lesefund 22.5.66). Μ. 16 εκ., Πλ. 20 εκ., Υ. 9,5 εκ. Πηλός υποκίτρινος.
13. Ergon 1958, 157 εικ. 166. Μ. 49,5 εκ„ Πλ. 25,4 εκ.
14. Παρ’ όλον ότι σίγουρα τα αρχιτεκτονικά κιονόκρανα αποτελούσαν πρότυπο για τα πήλινα, δύσκολα συγκρίνονται μαζί τους. Οπωσδήποτε το κιονόκρανο από τις Μπάμπες μιμείται έναν από τους πρώιμους τύπους από τους οποίους όμως σώζονται λίγα μόνο παραδείγματα. Ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα των αρχών του 6ου αι. είναι εκείνο από τον παλαιό ναό της Αφαίας στην Αίγινα, παρουσιάζει όμως διαφορετικές αναλογίες.
15. Υ. 5 εκ. (χωρίς βάση), περ. 8 εκ. (με βάση). Πηλός ερυθρός.
16. Ο. Broneer Hesperia 31, 1962, πίν. 10 6.
17. Πρβλ, Α. Μalwitz, ΑΜ 77, 1962, 163 και πίν. 43.
18. Α. Μalwitz (1981) 318-352, πίν. 33-37.
19. Ρrakt 1958, 196 πίν. 153 γ. Μ. 14 εκ. Πηλός ερυθρός.
20. Α. Η. Ροrtratz, ΟΑ 3, 1964, 175-200.
21. Υ. 12 εκ., Πλ. 15 εκ., Β. 6,5 εκ. Πηλός έντονα καστανέρυθρος.
22. Από την Ολυμπία (20.3.64) Υ. 14 εκ. Πηλός υποκίτρινος.
23. Από την Ολυμπία Υ, 5 εκ., Πλ. 18 εκ. Πηλός καστανός.
24. Μ. 18 εκ. Πηλός καστανός.
25. Από την Ολυμπία Υ. 4,5 εκ., Πλ. 24 εκ. Πηλός ερυθρός.33. Τα μόνα ως τώρα δημοσιευμένα κομμάτια είναι α) από την Ήλιδα V, Μistopoulou, ΟΣΗ 52, 1978-80, 119 εικ. 15 και β) από την Ηλειακή Πύλο I. J. Coleman XXI, 1986, 115 και πίν. 47, ϋ267 και ϋ268.
34. Ο Παυσανίας δεν αναφέρεται καθόλου στην αρχαία πόλη που υπήρχε στις Μπάμπες. Προσπάθειες ταύτισης με την πόλη Πύργος που αναφέρεται στον Ηρόδοτο έκανε ο Ε. Μeuer (1957) 70 σημ. 2.
35. Σημαντικότατος αιώνας για τη διαμόρφωση του ιερού της Ολυμπίας είναι σίγουρα ο 6ος αι. στις αρχές του οποίου οι Ηλείοι για πρώτη φορά κατορθώνουν να το κυριαρχήσουν. Από αυτή την εποχή και ύστερα η λατρεία του Δία επιβάλλεται οριστικά στο ιερό. Ο προηγούμενος 7ος αι. περιέχει αντίθετα ακόμα έντονα τα στοιχεία των τοπικών λατρειών που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του χώρου σε παλαιότερες εποχές.
Βιβλιογραφία και πηγές:
[1] Ακριβής θέση via Google maps: Ναός Διός Μπάμπες 37.61698 21.637243
[2] Joachim Heiden: Geographische Lage, Ethnizität und historische Einbettung der triphylischen Poleis
[3] Ν. Γιαλούρης: ΠΑΕ 1954, 296- 298
[4] Ν. Γιαλούρης: ΠΑΕ 1955, 243- 244
[5] Ν. Γιαλούρης Έργον 1958
[6] Αλίκη Ματσούκα: "Πρώιμη ανάγλυφη κεραμική από την Ηλεία"
Επίσης:
Ανασκαφές Ν. Γιαλούρη στα Μακρύσια και το Μάζι Τριφυλίας