"Είν’ ένα ισχυρό φρούριο, που βρίσκεται πάνω από ένα χαμηλό τμήμα γης. Βρέχεται από τις τρεις πλευρές του από τη θάλασσα και τα τείχη του είναι πανύψηλα. Το λιμάνι του, προς την ανατολή, έχει έναν μικρό μόλο ικανό να φιλοξενήσει με ασφάλεια μόλις τρεις ή τέσσερις γαλέρες. Προς το νοτιά, το οχυρωμένο νησί της Σαπιέντζας, ένα μίλι απόσταση από την άκρη του φρουρίου, ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα. Από τη μεριά της ξηράς, κοντά στο λιμάνι, υπάρχει μια ξερή τάφρος βάθους 5 μπράτσων και πλάτους 20[...] Μετά από διάφορες γέφυρες, μια άλλη τάφρος, ξερή, βοηθά να περάσει κανείς από την ξηρά στο σώμα του φρουρίου[...] Η πόλη ξεκινά μετά από μισό μίλι από το φρούριο. Έχει περιφέρεια ένα μίλι και κατοικείται από Έλληνες. Υπάρχει επίσης στο λιμάνι μια βραχονησίδα όπου, αν ήταν δυνατό να τοποθετηθούν εκεί κανόνια, θα μπορούσε να προκληθεί αρκετή ζημιά στο φρούριο, αφού είναι τόσο ψηλή όσο τα τείχη."
Με αυτό τον τρόπο περιέγραφε, στα 1686, ο άγγλος περιηγητής Bernard Randolph το φρούριο της Μεθώνης, στο σημαντικό για την ιστορικογεωγραφική μελέτη των ελληνικών περιοχών έργο του. Πράγματι, το συγκεκριμένο φρούριο βρισκόταν στο κέντρο ενός ευαίσθητου γεωπολιτικά χώρου, η σημασία της κατοχής του οποίου ήταν μεγάλη –τόσο μεγάλη, ώστε να δικαιολογεί τα επινίκια απόκτησής του. Εξαιτίας αυτού, η Μεθώνη είχε το δικό της πικρό μερίδιο στις καταστροφές που έπληξαν το νεότερο ελληνισμό. Για τους Βενετούς, η κατάληψη του 1686, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Μοριά, είχε ιδιαίτερη σημασία· την πανηγύρισαν έντονα, την εξιστόρησαν στην επίσημη και ανεπίσημη ιστορία τους, την εξύμνησαν στη λογοτεχνία τους και επεφύλαξαν στον πρωταγωνιστή της το υπέρτατο πολιτειακό αξίωμα. Για τους Τούρκους, η απώλεια της Μεθώνης και συνολικά του Μοριά ήταν μια υπόμνηση του τι μπορούσε να κάνει ο χριστιανικός κόσμος, αν αποφάσιζε να τους αντιταχθεί. Η απόφαση αυτή βέβαια, είχε το μειονέκτημα ότι επαναλαμβανόταν μόνο ως υπόμνηση και ποτέ δεν δοκιμάστηκε στην πράξη. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες παρέμεναν εν πολλοίς θεατές στο ίδιο έργο, εφόσον δεν υπήρχε ούτε η δυνατότητα ενός αυτόνομου, διμέτωπου αγώνα, αλλά ούτε και η συνείδηση της αναγκαιότητας ενός τέτοιου αγώνα. Γι’ αυτούς τους τελευταίους, η κατάληψη ή η ανακατάληψη της Μεθώνης σήμαινε κυρίως την αλλαγή κυριάρχου, απέναντι στην οποία τοποθετούνταν θετικά όταν και εφόσον πίστευαν ότι θα συντελούσε στη βελτίωση εκείνων των όρων της ζωής τους που εξελάμβαναν ως σημαντικότερους. Οι πηγές που μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη δεύτερη περίοδο της παρουσίας των Βενετών στην Ανατολή, η οποία καθιερώθηκε να αποκαλείται «Β´ βενετοκρατία» και ιδιαίτερα για την εκστρατεία του Morosini στην Πελοπόννησο τα έτη 1685-1687 (Guerra della Morea), είναι ευτυχώς πολύ περισσότερες από την πρώτη. Από το ανέκδοτο υλικό, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ δύο ημερολόγια πολέμου, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς αποτελούν τη λεπτομερή καταγραφή της πολιορκίας τού φρουρίου της Μεθώνης από τους Βενετούς, το 1686. Μολονότι η έκτασή τους δεν είναι ομοιόμορφη, οι πληροφορίες που δίνουν μας βοηθούν να αναπαραστήσουμε το σκηνικό της πολιορκίας και να προβούμε σε ορισμένες προσεκτικές ερμηνείες.
Για τη δεύτερη πολιορκία της Μεθώνης, που έγινε το 1715 από τους Τούρκους, δε στάθηκε δυνατό να εντοπίσουμε ένα ανάλογο, βενετικό ημερολόγιο πολέμου. Εξάλλου, οι καταγραφές του είδους είναι σπάνιες την περίοδο αυτή. Με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους τον μακρύ 18ο αιώνα, το όνειρο της Βενετίας για αναβίωση της πάλαι ποτέ ένδοξης αυτοκρατορίας της ετάφη οριστικά. Ήταν η ίδια η Βενετία που επέλεξε να θάψει και τη μνήμη της ήττας αυτής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν επέτρεψε, ακόμα και στον επίσημο, τον επιλεγμένο ιστορικό της Pietro Garzoni, να δημοσιεύσει το δεύτερο μέρος της Ιστορίας της Βενετικής Δημοκρατίας, το οποίο κάλυπτε ακριβώς την υποχώρηση των Βενετών από την Ανατολή, παρά μόνο μετά από αρκετή βάσανο. Οι συνθήκες άλλωστε κάτω από τις οποίες έγινε η παράδοση της Μεθώνης στους Τούρκους, δεν είχαν ούτε τη γεύση μιας τραγικής υπεράσπισης, εκείνης που είναι ικανή να ανατρέψει την πικρή αίσθηση της απώλειας στη μνήμη των επόμενων γενεών. Εκείνο λοιπόν που αναζήτησε η Βενετία μετά την ήττα του 1715 δεν ήταν οι δικές της ευθύνες, αλλά οι τυχόν ευθύνες των αξιωματούχων της. Πρόκειται για πρακτική γνώριμη στη βενετική –και όχι μόνο– ιστορία. Με τον σχηματισμό δικογραφιών των φερόμενων ως υπευθύνων παράδοσης των πελοποννησιακών φρουρίων στους Τούρκους, επιχειρήθηκε αφενός να καθησυχαστεί η κοινή γνώμη και αφετέρου να διασωθεί το σύστημα, εκείνο δηλαδή που ήταν πραγματικά υπεύθυνο για την απώλεια του Μοριά. Παρουσιάζουμε λοιπόν μια σύνοψη των καταθέσεων ανώτατων αξιωματικών της Βενετίας σχετικά με την παράδοση του φρουρίου της Μεθώνης στους Τούρκους στις 17 Αυγούστου του 1715, η οποία εντοπίστηκε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας. Χωρίς να αποτελεί «ημερολόγιο» με τη συμβατική έννοια του όρου, στο χειρόγραφο αυτό αποτυπώνονται λεπτομερώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη η πολιορκία και η παράδοση του φρουρίου, σύμφωνα βέβαια με τους ισχυρισμούς των Βενετών. Οι ισχυρισμοί αυτοί, με τη σειρά τους, αντιπαραβάλλονται με άλλες μαρτυρίες, τις οποίες συγκέντρωσαν οι ανακριτές στη μητρόπολη σε βάθος χρόνου και αποτελούν στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Φυσικά, το ιστορικό πλαίσιο του 1686 δεν είναι όμοιο με εκείνο του 1715. Αυτό σε μια πρώτη φάση, μάς αναγκάζει να διαχωρίσουμε την παρουσίαση σε δύο αυτόνομα μέρη που διαπραγματεύονται το ιστορικό πλαίσιο κάθε πολιορκίας, τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι πηγές, τις συμπληρωματικές πηγές που διαθέτουμε, περίληψη της αφήγησης και, φυσικά, το μεταγραμμένο κείμενο. Υπό μια άλλη όμως, συνθετική έννοια, μας επιτρέπει ένα πρωθύστερο: να σημειώσουμε εδώ, στο μέρος του προλόγου, έναν σύντομο επίλογο, ο οποίος δικαιολογεί με τη σειρά του και την επιλογή των δύο αυτών τεκμηρίων της ιστορίας της Μεθώνης. Πρώτα από όλα, η Βενετία, ένα κράτος με πάγιο προσανατολισμό προς την Ανατολή, επιχείρησε στα τέλη του 17ου αι. μια reconquista των περιοχών που είχε αποσπάσει με τη μοιρασιά της Τέταρτης Σταυροφορίας. Ακόμα και αν δεν ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο εγχείρημα κατ’αυτό τον τρόπο, οφείλουμε να δεχτούμε ότι η Βενετία ήθελε τουλάχιστον να έχει ένα δεύτερο λόγο απέναντι στην Πύλη, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Παρόλο το ότι οι συγκυρίες λειτούργησαν υπέρ της και απέκτησε τελικά μια διευρυμένη εδαφικά κτήση, κατά βάθος ήξερε καλά ότι η κυριαρχία της δεν θα διαρκούσε για πολύ. Η οθωμανική αυτοκρατορία θα ανέκαμπτε και θα στοχοποιούσε τη βενετική παρουσία στο Μοριά, έχοντας πολλαπλάσιους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους από αυτήν. Εξάλλου, οι δυνάμεις της αδράνειας που δημιουργούσαν αδιέξοδα στο εσωτερικό της Δημοκρατίας του αγίου Μάρκου ήταν οι ίδιες που συνετέλεσαν, μετά από λίγα χρόνια, στην οριστική εγκατάλειψη του Μοριά όσο και στην ψυχολογική απομάκρυνση του ντόπιου ελληνικού στοιχείου από τη Βενετία. Τελικά η Γαληνοτάτη απέτυχε γιατί οι πρόσκαιρες νίκες της στο πεδίο του πολέμου τον 17ο αιώνα της αφαίρεσαν ακριβώς τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε ένα μοντέρνο κράτος· διατήρησαν στη ζωή εκείνα τα συντηρητικά σχήματα, που θα είχαν διαφορετικά καταρρεύσει και αντικατασταθεί, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις κτήσεις. Ωστόσο, η παρουσία της Βενετίας στο Μοριά δεν ήταν ολωσδιόλου μάταιη και όχι μόνο γιατί συνετέλεσε στην αναδιαπραγμάτευση, από την πλευρά των Ελλήνων, των όρων υποταγής τους στους Τούρκους. Για τη Μεθώνη, όπως και για τους ελληνικούς πληθυσμούς που γνώρισαν τη σύντομη κυριαρχία των τριάντα χρόνων που χωρίζουν τη μια πολιορκία του φρουρίου από την άλλη, ήταν μια περίοδος υπό κατοχή μεν, αλλά και μια περίοδος που οι προσπάθειες διοικητικής οργάνωσης έθεσαν τους όρους για περαιτέρω ανάπτυξη και ασφάλεια, συνθήκες που με τη σειρά τους συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός υπολογίσιμου αποθέματος υλικού πολιτισμού και δημογραφικής αύξησης. Ποια ήταν η τοποθέτηση του ελληνικού στοιχείου απέναντι σε όλα αυτά; Η πρώτη φάση περιέχει μαρτυρίες που το θέλουν να ευνοεί τη βενετική παρουσία· η δεύτερη φάση, ακριβώς το αντίθετο. Πληρώματα και στρατιώτες Έλληνες υπήρχαν άλλωστε και μέσα και έξω από τα τείχη της Μεθώνης, όπως και εξεγέρσεις γίνονταν εναντίον της μιας και της άλλης πλευράς, αδιακρίτως. Μετά από μια σύντομη περίοδο ευφορίας, οι βενετοί αξιωματούχοι που κλήθηκαν να οργανώσουν τη νέα κτήση, διαπίστωναν όλο και συχνότερα ότι αυτό ήταν μάλλον ακατόρθωτο, κυρίως λόγω των παγιωμένων νοοτροπιών και των συχνά αντικρουόμενων προσδοκιών του ντόπιου στοιχείου. Η καταφυγή σε αυτή την ερμηνεία αποτελούσε βέβαια μια βολική λύση στο πρόβλημα της διοικητικής αναποτελεσματικότητας και της δημοσιονομικής καχεξίας που χαρακτήρισε όλη την περίοδο της Β΄ Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, ωστόσο αντανακλούσε και όψεις της πραγματικότητας που όφειλαν να συνυπολογίσουν οι βενετοί αξιωματούχοι. Η βασικότερη από αυτές ήταν η δημιουργία ενός μηχανισμού με φιλοσοφία τελείως διαφορετική από εκείνη με την οποία δύο αιώνες περίπου είχαν εξοικειωθεί και αντιλαμβάνονταν οι υπόδουλοι έλληνες. Συνεπώς, μια οποιαδήποτε επιφανειακή περιγραφή του ντόπιου στοιχείου, τόσο από τους βενετούς αξιωματούχους όσο και από τον σημερινό ιστορικό, αποτυγχάνει να απεικονίσει το αντικείμενό της όταν αμελεί να διαγνώσει τα κριτήρια αυτών των τοποθετήσεων, προκειμένου να ερμηνεύσει τις εκάστοτε συμπεριφορές. Κατά τον ίδιο βέβαια τρόπο, ο ιστορικός οφείλει να διαγνώσει και ερμηνεύσει, μέσα από τη ρητορική των αξιωματούχων, τους στόχους της βενετικής πολιτικής και την ευρεία αναντιστοιχία τους με την πραγματικότητα: οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες στην Πελοπόννησο απείχαν πολύ από το μοντέλο που γνώριζαν και εφάρμοζαν οι Βενετοί, της δημιουργίας δηλαδή μιας τάξης «φίλων» του καθεστώτος μέσω της παροχής προνομίων, γης και της δημιουργίας κοινών συμφερόντων. Όπου επιτεύχθηκε η δημιουργία μιας υποτυπώδους αστικής κοινότητας –στο Ναύπλιο ή την Πάτρα για παράδειγμα–, το σχήμα αυτό λειτούργησε, έστω και καχεκτικά. Όμως η δημιουργία μιας συνειδητοποιημένης ντόπιας αστικής τάξης σήμαινε τη διαρκή κάμψη απαγορεύσεων που η Βενετία δεν εννούσε να κάνει, στη διεξαγωγή του εμπορίου πρώτα από όλα. Η αποτυχία αυτή μπορεί να διαγνωσθεί μέσα από τον ενδελεχή και συστηματικό έλεγχο των πηγών, ακόμα και αυτών που εκ πρώτης όψεως είναι περισσότερο «τεχνικές», όπως τα στρατιωτικά χρονικά ή ημερολόγια (diarii, giornali, quaderni).
Αυτού του είδους οι αφηγήσεις περιλαμβάνουν, με επιφύλαξη της αξιοπιστίας τους, ένα πλήθος αναφορών και πληροφοριών για τα φρούρια της Πελοποννήσου και βέβαια για εκείνο της Μεθώνης, που μας ενδιαφέρει εδώ: για τον τόπο και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, την επιθετική ή/και αμυντική διάταξη, επάρκειες, ανεπάρκειες και τη σύνθεση των εκατέρωθεν στρατευμάτων, την κατάσταση των τειχών πριν και μετά την εκάστοτε παράδοση, άλλες καταστροφές που έγιναν στην πολιορκημένη πόλη κλπ., αλλά και πληροφορίες για τον πληθυσμό εντός και εκτός των τειχών, τη σύνθεση και τη συμπεριφορά του. Το βασικό τους μειονέκτημα είναι ότι είναι υποκειμενικές· φέρουν το ψυχολογικό φορτίο μιας νίκης ή μιας ήττας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιστοιχία της αφήγησης με την πραγματικότητα ή μεταφέρουν βάσιμες ή μη πληροφορίες για τα γεγονότα. Είναι προϊόντα μνήμης και ως τέτοια διαμεσολαβούνται είτε από σκοπιμότητες είτε από τυχαία περιστατικά, όπως είναι η άγνοια στοιχείων, η μεταφορά μαρτυριών άλλων προσώπων που έχουν ή όχι σχέση με την πραγματικότητα ή τα κενά μνήμης, ιδίως όταν η καταγραφή των γεγονότων έγινε αρκετά μεταγενέστερα από τον πραγματικό χρόνο που συνέβησαν. Εντούτοις, αποτελούν πηγές που βοηθούν στην οικονομία των γεγονότων, την τοποθέτησή τους δηλαδή σε μια χρονική αλληλουχία που βοηθά σε σημαντικό βαθμό την ιστορική κατανόηση, αποτυπώνοντας συνάμα έναν παλμό, μια αντίληψη γι’ αυτά. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και με υποτυπώδη τρόπο, επιτρέπουν το σύντομο πέρασμα της μικροϊστορίας από το προσκήνιο, δίνοντάς μας ερεθίσματα για να αποκρυπτογραφήσουμε την αθέατη κοινωνική και ανθρωπολογική πλευρά της ανθρώπινης περιπέτειας.
Τέλος, ας σημειωθεί εδώ το αυτονόητο, ότι η έρευνα για το φρούριο της Μεθώνης ή για τις συνθήκες πολιορκίας του δεν εξαντλείται με την έκδοση ορισμένων πηγών, όσο ολοκληρωμένα κι αν παρουσιάζονται σε αυτές τα γεγονότα. Ήδη τα επιμέρους στοιχεία και οι παραπομπές που περιέχονται μέσα στα έγγραφα που δημοσιεύουμε είναι τέτοια, ώστε να προσκαλούν τον ερευνητή να τις ελέγξει και να τις διασταυρώσει με την πλούσια και σημαντική βιβλιογραφία που έχει ως σήμερα αναπτυχθεί για τα γεγονότα αυτής της περιόδου. Περαιτέρω, τα πλούσια βενετικά αρχεία μπορούν ακόμα να φωτίσουν το διαρκές ζητούμενο, που είναι η κοινωνική και οικονομική ιστορία της Μεθώνης κάτω από βενετική κυριαρχία, προκειμένου να συμπληρωθεί η εικόνα –αν δεχτούμε ότι συμπληρώνεται ποτέ. Άλλωστε, από τη μνήμη, όσο κι αν αυτή πολιορκηθεί, κάτι παραμένει πάντα φευγαλέο.
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΕΝΕΤΟΥΣ, 22 ΙΟΥΝΙΟΥ– 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 1686
Το ιστορικό πλαίσιο
Όταν, το 1684, η Βενετία αποφάσιζε να μπει στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων ως σύμμαχος της Sacra Lega Γερμανών και Πολωνών, υπό τις ευλογίες του πάπα, γνώριζε αφενός ότι την πρωτοκαθεδρία στα ευρωπαϊκά πράγματα είχαν πάρει άλλοι. Δεν γινόταν λόγος για ηγετικό ρόλο στην Αδριατική, πόσο μάλλον στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Κρήτη είχε χαθεί 15 χρόνια πριν και οι καιροί δεν παραστέκονταν στη Γαληνοτάτη, που αντιμετώπιζε αρκετά εσωτερικά προβλήματα. Ωστόσο, η Βενετία επέλεξε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τους Τούρκους από εκεί ακριβώς που τους είχε αφήσει, από τον κρητικό δηλαδή πόλεμο. Γι’ αυτό, διάλεξε ως αρχιστράτηγο τον Francesco Morosini, έναν άνθρωπο που τους γνώριζε καλά.
Οι Βενετοί μπήκαν στον πόλεμο προτού οι Τούρκοι συνέλθουν από την ήττα μπροστά στα τείχη της Βιέννης (1683).14 Πέρα από τη γενική ευφορία για το γεγονός, σίγουρα και οι πιο μετριοπαθείς βενετοί πολιτικοί δεν είχαν υπολογίσει ότι ο βενετικός στόλος θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από ναυτικούς αποκλεισμούς ή κινήσεις αντιπερισπασμού στο Αρχιπέλαγος. Ωστόσο και με τους πιο ψυχρούς πολιτικούς υπολογισμούς, θα επέλεγαν και πάλι την ένταξή τους στη συμμαχία· η Βενετία είχε ακόμα κτήσεις στο Ιόνιο που έπρεπε να προστατέψει από την τουρκική επέκταση και οι ισχυροί σύμμαχοι σε άλλα μέτωπα μπορεί να της χάριζαν έναν καλό διακανονισμό στη μελλοντική συνθήκη ειρήνης, όποτε και όπως θα ερχόταν αυτή.
Με στρατό από μισθοφόρους, μια τακτική που γνώριζε καλά η Βενετία, ξεκίνησε ο Morosini το καλοκαίρι του 1684, από τη μητρόπολη. Αν και οι πρώτες κινήσεις στη Δαλματία δεν στέφτηκαν από επιτυχία, ο πρώτος στόχος που ήταν η κατάκτηση της Λευκάδας, επιτεύχθηκε μάλλον εύκολα (7-8 Αυγούστου 1684), όπως και η κατάκτηση μικρότερων νησιών που βρίσκονταν στον κόλπο της Ακαρνανίας. Ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφέρει με βιαιοπραγίες να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό στην Πελοπόννησο για να μη διανοηθεί να επαναστατήσει, ο Morosini ολοκλήρωνε τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας καταλαμβάνοντας το Μεσολόγγι και την Πρέβεζα (29 Σεπτεμβρίου).
Στη Βενετία, ο θρύλος είχε ξεκινήσει να δημιουργείται γύρω από το πρόσωπο του αρχιστράτηγου. Τον Ιούνιο του 1685, τα νεο-στρατολογημένα μισθοφορικά στρατεύματα και ο συμμαχικός στόλος συγκεντρώθηκαν κάτω από τα τείχη της Κορώνης, που έπεσε στις 11-12 Αυγούστου μετά από πολιορκία 49 ημερών. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση των φρουρίων της Ζαρνάτας, της Κελεφάς και του Πασσαβά, που πολιορκήθηκαν από δυνάμεις επαναστατημένων Μανιατών. Η δεύτερη φάση της εκστρατείας του Morosini στο Μοριά (1686) δεν είχε αρχικό στόχο τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Έγινε αναγκαστικά προκειμένου να μην καταρρεύσουν οι βενετικές θέσεις στη Μάνη. Έτσι, όλη η αποβατική δύναμη χτύπησε, στις αρχές του Ιουνίου 1686, το Παλαιό (η αρχαία Πύλος) και Νέο Ναβαρίνο (2 και 15 Ιουνίου). Χάρη κυρίως στη δράση του δαλματικού ιππικού, επικεφαλής του οποίου ήταν οι Θεόδωρος Λάσκαρης και Benedetto Alvise Salvadego, τα κάστρα παραδόθηκαν και οι Τούρκοι αναχώρησαν για τη βόρεια Αφρική. Η απόφαση για το επόμενο χτύπημα πάρθηκε εύκολα: σειρά είχε η Μεθώνη. Σε γράμμα του προς τον φίλο του έμπορο Domenico Ferrari, o conte di San Felice Muttoni, ειδικός στις ανατινάξεις, έγραφε από το Νιόκαστρο (17 Iουνίου 1686) ότι, σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, το φρούριο θα αναγκαζόταν να παραδοθεί. Στις 22 Ιουνίου, η βενετική αρμάδα μπήκε στον μεσσηνιακό κόλπο, αποκλείοντας τη Μεθώνη από τη θάλασσα. Στη στεριά, τα σώματα του σουηδού στρατηγού κόμη von Köenigsmark, διοικητή όλων των χερσαίων πολιορκητικών επιχειρήσεων, συγκεντρώθηκαν απέναντι από τα χερσαία τείχη του φρουρίου, έχοντας προηγουμένως αναμετρηθεί νικηφόρα με εκείνα του σερασκιέρη Ισμαήλ πασά. Ο Morosini, θέλοντας να αποφύγει την εξάντληση του στρατεύματος και να κερδίσει ταυτόχρονα χρόνο, ζήτησε από τους πολιορκημένους την παράδοση του φρουρίου. Αρκούντως προκλητικά, ξεκαθάριζε ότι θα έκανε στάχτη τη Μεθώνη αν πρόβαλλαν αντίσταση και δεν θα έδειχνε κανένα έλεος. Την απάντηση στο τελεσίγραφο δε διασώζει η επίσημη βενετική ιστοριογραφία, αλλά τη γνωρίζουμε από τα χρονικά της εποχής.
Η πολιορκία κράτησε δεκαπέντε μέρες και επέφερε μεγάλες καταστροφές στην πόλη από τους σφοδρούς κανονιοβολισμούς και τις αλλεπάλληλες εφόδους, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί Ζακυνθινοί και Πελοποννήσιοι. Τελικά, στις 7 Ιουλίου επαραδόθη η Μοθώνη με πάτα, τ’άρματά τους και ότι ασηκώσανε πάσα ένας· και την Πέφτη εμπήκε αφέντης ο γκενεράλες μες τα κάστρα. Ταυτόχρονα, δαλματικά αποβατικά στρατεύματα χτυπούσαν το φρούριο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Τη Μεθώνη ακολούθησε η δύσκολη κατάληψη του Ναυπλίου, τον Αύγουστο του 1686 από τις δυνάμεις του Königsmark, ο οποίος κατατρόπωσε τον σερασκιέρη Ισμαήλ έξω από το Άργος.
Η τρίτη φάση της εκστρατείας Morosini (1687), με την απουσία των βασικών τουρκικών δυνάμεων στον πόλεμο τη Ουγγαρίας και παρά τη βουβωνική πανώλη που θέριζε το πολυεθνικό στράτευμα, θα κατέληγε σε πραγματικό θρίαμβο. Οι Βενετοί έγιναν κύριοι της Πάτρας, των κάστρων Ρίου (φρούριο του Μοριά) και Αντιρρίου (φρούριο της Ρούμελης), της Ναυπάκτου, της Κορίνθου. Παρά τα αντιθέτως σχεδιαζόμενα και ίσως την πραγματική επιθυμία του Morosini, σειρά είχε η Αθήνα. Το Σεπτέμβρη του 1687 ο Παρθενώνας ανατινάχτηκε σε μια μάταιη επιχείρηση, που δεν θα εγκαθιστούσε τους Βενετούς στην ταλαίπωρη πόλη αλλά θα προσπόριζε στους επικεφαλής της εκστρατείας πολύτιμα αρχαία έργα τέχνης και στους στρατιώτες πλούσια λάφυρα, παρά τη συμφωνία παράδοσης.
Εξίσου με αποτυχία στέφθηκε η επιχείρηση εναντίον της Εύβοιας. Η πανώλη αποδεκάτιζε πλέον αμάχους και στρατό· χρήματα ή προμήθειες δεν υπήρχαν. Το άλλοτε πλούσιο εμπόριο της Ανατολής είχε άλλωστε περάσει σε αγγλογαλλικά χέρια. Παρά την απόκτηση της Μονεμβασίας (1690), η απώλεια τηςΓραμβούσας (1691) και η περιπέτεια με τον Λιμπεράκη Γερακάρη θα έπειθαν τελικά τους Βενετούς ότι είχαν πάρει ό,τι ήταν να πάρουν στην Ανατολή. Aπό το αδιέξοδο έβγαλαν τη Γαληνοτάτη οι επικρατούντες σε όλα τα μέτωπα Αψβούργοι, αναγκάζοντας την Πύλη να συνομολογήσει τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), η οποία αναγνώριζε στη Βενετία την κατοχή όλου του Μοριά.
Τα έγγραφα και η προβληματική τους
H παραγωγή επίσημων ιστορικών έργων για την εκστρατεία του Morosini στο Μοριά, όσο και ανεπίσημων χρονικών, απομνημονευμάτων, ημερολογίων εκστρατείας, βιογραφιών, εφημερίδων (giornali), ημερήσιων αναφορών (ragguagli giornalieri), υπήρξε πλούσια τα χρόνια που ακολούθησαν την τελευταία επιτυχημένη εκστρατεία της Βενετίας στην Ανατολή και εξίσου πλούσια έφτασε ως εμάς. Αυτόπτες μάρτυρες, Βενετοί και ξένοι, υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της αρμάδας, κατέθεσαν τις μνήμες και τις εντυπώσεις τους για την περίοδο που χαιρετίστηκε ως αναβίωση της βενετικής αυτοκρατορίας. Βάσει αφενός των δικών τους σημειώσεων και αφετέρου των διοικητικών εγγράφων –κυρίως της αλληλογραφίας των βενετών αξιωματούχων με τη μητρόπολη–, γράφτηκε η επίσημη ιστορία της περιόδου, η Istoria della repubblica di Venezia του συγκλητικού Pietro Garzoni ή το Racconto storico della guerra veneta in Levante του Alessandro Locatelli. Τα δύο ανέκδοτα ημερολόγια που παρουσιάζουμε εδώ απόκεινται στη βιβλιοθήκη της Fondazione Querini Stampalia της Βενετίας, σε μικρό χειρόγραφο κώδικα με ταξινομικό αριθμό Cl. IV, 637 (=1260). Ο κώδικας φέρει στη ράχη τον τίτλο “I Diarii delli Navarini Nuovo e Vecchio, Μodon, con quello di Napoli di Romania, 1686”, ενώ δεν σημειώνεται πουθενά το όνομα του συντάκτη ή των συντακτών του. Στο δεύτερο εσώφυλλό του υπάρχει ένθετη χειρόγραφη σημείωση ex libris του κόντε Paolo Vimercati-Sozzi. Εντός του κώδικα, ο οποίος αποτελείται από περισσότερα του ενός ημερολόγια που αφορούν ανεξαιρέτως την εκστρατεία Morosini στην Πελοπόννησο την περίοδο 1685-1687, υπάρχουν τα αυτόνομα μέρη που τιτλοφορούνται “Diario di Modon” (φφ. 20r-32v) και “Αltro Diario di Modon” (φφ. 33r-58v).29 Τα δύο αυτά ημερολόγια (στο εξής, Diario 1Q και Diario 2Q) περιγράφουν την πολιορκία και την παράδοση της Μεθώνης και είναι μεταξύ τους άνισα ως προς την έκταση. Μολονότι αναφέρονται σε ίδια περιστατικά, δεν αποτελούν το ένα σύνοψη του άλλου και γι’ αυτό τα αντιμετωπίζουμε ξεχωριστά. Πιστό αντίγραφο όλου του κώδικα –χωρίς ωστόσο να φέρει σκληρό δερμάτινο εξώφυλλο και χωρίς σημείωμα ex libris– εντοπίστηκε στο αρχείο της Βιβλιοθήκης Correr στη Βενετία, με ταξινομικό αριθμό cod. Cicogna 830bis (στο εξής, Diario C). Τέλος, κανένα από τα ημερολόγια δεν φέρει οποιαδήποτε χρονολογία συγγραφής ή κυκλοφορίας του. Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα τα ημερολόγια της περιόδου που έχουν σωθεί, στην ευρύτερη ομάδα των οποίων εντάσσονται και αυτά που εκδίδουμε εδώ, παρουσιάζουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για λιτές καταγραφές των σημαντικότερων στιγμιοτύπων από τις εκστρατείες των ετών 1685-1687, με υποτυπώδη συχνά σύνταξη, χωρίς την παράθεση πληροφοριών για την ταυτότητα των προσώπων που εμφανίζονται ή την περιγραφή του χώρου στον οποίο δρουν –εκτός αν κάτι τέτοιο θα κρινόταν απολύτως σημαντικό για την ακρίβεια των λεγομένων– απουσία οιασδήποτε παρέμβασης του αφηγητή. Εν ολίγοις, δίνουν την εντύπωση σημειώσεων που έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία, αλλού μεγαλύτερη και αλλού μικρότερη, αλλά που οι απαιτήσεις του συντάκτη ή των συντακτών τους δεν υπερέβαιναν τη διατήρηση των γεγονότων, ως είχαν, στην ατομική ή συλλογική μνήμη. Πρόκειται για τα περίφημα, ανώνυμα χειρόγραφα ή έντυπα fogli volanti του 17ου αι., που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη Βενετία ακριβώς την περίοδο της εκστρατείας του Morosini, και εξυπηρέτησαν την αυξημένη περιέργεια (curiosità) μιας κοινής γνώμης παθιασμένης με τον πόλεμο. Ειδικότερα τα στρατιωτικά ημερολόγια ή ημερολόγια εκστρατείας (giornali militari), διηγούνταν με επικό τόνο ένδοξα επεισόδια του πολέμου εναντίον των Τούρκων και, παρόλο που η προέλευσή τους είναι δύσκολο να εντοπιστεί, η διάδοσή τους στη Βενετία και στη Βιέννη υποσκέλιζε οποιονδήποτε άλλο τρόπο μαζικής ενημέρωσης, με χαρακτήρα εφήμερο. Ανάλογα με τη ζήτηση, τα φύλλα αυτά κατέληξαν να τυπώνονται αυτοτελώς ή εντασσόμενα σε εκτενέστερες αφηγήσεις, αφού αφαιρούνταν από αυτά τα δημοσιογραφικά ή εφήμερα χαρακτηριστικά τους με την παρέμβαση κάποιου έμπειρου συντάκτη, ο οποίος στις περισσότερες των περιπτώσεων έμενε ανώνυμος. Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα στην έξαψη των πνευμάτων των πρώτων δεκαετιών της εποχής Morosini, ο παραδοσιακός έλεγχος που ασκούσαν τα όργανα της βενετικής διοίκησης σε οποιαδήποτε πληροφορία έβλεπε το φως της δημοσιότητας κάμφθηκε πολλές φορές. Από το 1690 όμως και μετά, σιωπηρά στην αρχή και απροκάλυπτα αργότερα, η Βενετία κατόρθωσε να επιβάλει λογοκρισία και η κυκλοφορία των φύλλων αυτών να μειωθεί σημαντικά. Τα ημερολόγια Diario 1Q και Diario 2Q και το αντίγραφό τους Diario C βρίσκονται πολύ κοντά, ως προς τη θεματολογία, το ύφος και το γραφικό χαρακτήρα, με ένα ακόμα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Querini, που φέρει ταξινομικό αριθμό Cl. IV, cod. XCIII (=1347). Επιγράφεται Distinti Ragualij delle fortezze prese nel Regno della Morea sotto il comando dell’eccelentissimo Kavaliere Procuratore Capitano Generale Francesco Morosini. Παρότι όλα γράφτηκαν πιθανότατα από το ίδιο χέρι, ο συντάκτης τους είναι εμφανώς διαφορετικό πρόσωπο, αφού οι εσωτερικές τους διαφορές είναι μεγάλες. Συγκεκριμένα, τα ημερολόγια Diario 1Q και 2Q είναι αυτόνομα, λεπτομερέστερα και γραμμένα σε διαφορετικό ύφος από το Distinti Ragualij, που αποτελεί καταγραφή όλης της εκστρατείας του Morosini συνοδεία σχεδίων και όχι μόνο της πολιορκίας της Μεθώνης, στην οποία δεν αφιερώνει παρά μερικές γραμμές. Στην αυτονομία των ημερολογίων 1Q και 2Q καταλήγουμε συγκρίνοντάς τα και με τις επίσημες αφηγήσεις του πολέμου του Μοριά. Παρότι υπάρχουν στοιχεία που εντοπίζουμε και στα μεν και στις δε –χρονολογική παράθεση των γεγονότων, επική περιγραφή των συγκρούσεων ως αξιομνημόνευτων συμβάντων (distinti ragguagli), έμφαση στο πρόσωπο του Morosini ή στην ανωτερότητα του χριστιανικού στρατεύματος έναντι των βαρβάρων, παράθεση στιγμιοτύπων λόγω της εξαιρετικής φύσης τους (rimarcabili successi)– η πληρότητα με την οποία περιγράφεται η πολιορκία της Μεθώνης στα δύο ημερολόγια συνηγορεί στην υπόθεση ότι προηγήθηκαν των επίσημων ιστοριών που κυκλοφόρησαν και δεν ήταν μεταγενέστερη αποδελτίωση των σημαντικότερων σημείων των δεύτερων. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι οι «μαρτυρίες του πολέμου» ήταν η πρώτη ύλη για τη συγγραφή της Ιστορίας του Pietro Garzoni, από το πλουσιότατο σε τέτοιου είδους έργα αρχείο τού ιστορικού. Για τον ίδιο λόγο θα απορρίπταμε την υπόθεση τα ημερολόγια που εξετάζουμε να προήλθαν από αποδελτίωση των giornali της εποχής. Από τις επίσημες ιστορίες που κυκλοφόρησαν, τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και υφολογικά, θα συσχετίζαμε τα ημερολόγια 1Q και 2Q περισσότερο με το Racconto storico della guerra veneta in Levante του Alessandro Locatelli, γραμματέα του Morosini. Το έργο αυτό, που είναι αφιερωμένο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ετών 1684-1689, προέκυψε από τις ημερολογιακού τύπου σημειώσεις του Locatelli, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Ιδίως το Diario 2Q, συντάκτης του οποίου φαίνεται να ήταν πρόσωπο της ακολουθίας του Morosini και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων γύρω από την πολιορκία της Μεθώνης, συμφωνεί με την εξιστόρηση Locatelli σε σημαντικό βαθμό, αναπτύσσοντας ή επεξηγώντας πολλά σημεία της αφήγησης του ιστορικού. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο συντάκτης των ανωνύμων Diario 1Q και 2Q; Από τα όσα προηγήθηκαν, συγκεντρώνουμε τα εξής: πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς συντάκτες, που ήταν αυτόπτες της παράδοσης του φρουρίου και ανήκαν στο χριστιανικό στρατόπεδο. Η πιθανότητα να ήταν σύμμαχοι (Μαλτέζοι, παπικοί, Γερμανοί κλπ.), όχι δηλαδή Βενετοί, αποκλείεται. Και στις δύο περιπτώσεις οι συντάκτες είχαν στη διάθεσή τους πληροφορίες από έγγραφα και συζητήσεις που γίνονταν στο στρατιωτικό επιτελείο, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα και τα κατονόμαζαν. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την υποψία ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με άτομα της γραμματείας του Morosini ή αξιωματικούς του, που κρατούσαν επιμελώς σημειώσεις της πολιορκίας. Αναφερθήκαμε ήδη στην ανταπόκριση που είχαν τα ημερολόγια εκστρατείας στο ευρύ κοινό τον 17ο αιώνα. Μπορεί η περιπέτεια της Βενετίας στην Ανατολή να έληξε άδοξα, όμως πολλά από αυτά τα έργα διασώθηκαν τους αμέσως επόμενους αιώνες χάρη στο επικό περιεχόμενό τους και στη συλλεκτική δραστηριότητα ορισμένων ευγενών και λογίων. Πράγματι, ο κώδικας που περιλαμβάνει τα Diari 1Q και 2Q φαίνεται πως βρισκόταν στην κατοχή ενός τέτοιου συλλέκτη. Σύμφωνα με ένθετη σημείωση που υπάρχει στο δεύτερο εσώφυλλο, ο κώδικας ανήκε στον λομβαρδό κόντε Paolo Vimercati-Sozzi από το Μπέργκαμο. Ο νομομαθής conte Paolo (1801-1883) ήταν γνωστός συλλέκτης αρχαιοτήτων, ιδιοκτήτης μιας τεράστιας βιβλιοθήκης χειρογράφων και εντύπων βιβλίων, με ενδιαφέροντα στη νομισματική και όχι μόνο –τεκμήριο αποτελεί η συμμετοχή του σε Ακαδημίες αναλόγων ενασχολήσεων στην ευρύτερη περιοχή, όπως σημειώνεται στο προαναφερόμενο ex libris. Μετά το θάνατό του, τα υπάρχοντα και το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του πουλήθηκαν σε διαφορετικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα τόσο η βιβλιοθήκη όσο και η συλλογή να διαλυθούν. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να εξηγεί την κατάληξη του κώδικα στη βιβλιοθήκη της Βενετίας.
Έκδοση συμπληρωματικών πηγών
Δύο επιστολές δημοσιεύονται εδώ, με κριτήριο τη μνεία τους εντός των Diario 1Q και Diario 2Q. Πρόκειται αφενός για την πρόταση παράδοσης που έστειλε ο Morosini στον Αχμέτ αγά της Μεθώνης την 26η Ιουνίου 1686 καθώς και την αρνητική απάντηση της τουρκικής πλευράς. Τα έγγραφα αυτά εντοπίστηκαν σε χειρόγραφο κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης Βενετίας και είναι πιθανότατα αντίγραφα πρωτοτύπων που δεν σώζονται. Μνεία της ύπαρξής τους γινόταν τόσο στην επίσημη βενετική ιστοριογραφία όσο και στην ανεπίσημη, κάτι που ήταν συνήθης πρακτική για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στο μικρότερο σε έκταση Diario 1Q, η παράδοση του τελεσιγράφου των Βενετών τοποθετείται στο πρωινό της 26ης Ιουνίου και η απάντηση σε αυτό ανακοινώνεται ότι θα καταγραφεί αλλά δεν σημειώνεται στο αντίγραφο του ημερολογίου που υπάρχει στον συγκεκριμένο κώδικα. Προφανώς είτε ο αντιγραφέας δεν το συμπεριέλαβε είτε ο συντάκτης του ημερολογίου το σημείωσε για να το προσθέσει αργότερα, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Στο πιο εκτεταμένο Diario 2Q αναπτύσσεται το περιεχόμενο των δύο επιστολών, που ακολουθεί πιστά το περιεχόμενο των όσων αναφέρονται στα γράμματα που δημοσιεύονται. Στο ημερολόγιο αυτό περιέχεται μια ακόμα επιστολή, αυτή τη φορά στην πλήρη της μετάφραση, την οποία φέρεται να έστειλε ο σερασκιέρης Ισμαήλ στον αγά του φρουρίου της Μεθώνης, πριν από την 30ή Ιουνίου του 1686, προκειμένου να εμψυχώσει την τουρκική φρουρά, ζητώντας της να μην παραδώσει την πόλη. Την επιστολή μετέφερε ένας Έλληνας, που πιάστηκε από τους Βενετούς.
Α1
Ημερολόγιο Πρώτο (Diario 1Q)
Περίληψη: Στις 22 Ιουνίου [1686] οι Βενετοί είχαν ήδη καταλάβει τα φρούρια του Παλαιού και Νέου Ναυαρίνου και είχαν εγκαταστήσει σε αυτά την αναγκαία φρουρά. Το χερσαίο εκστρατευτικό σώμα των Βενετών είχε ξεκινήσει ευθύς αμέσως για τη Μεθώνη, όπου έφτασε τη νύχτα. Ο ναύαρχος Cornaro ήταν ήδη εκεί για να προετοιμάσει το ναυτικό αποκλεισμό του φρουρίου. Την επόμενη μέρα έγινε η κατόπτευση του φρουρίου από τον αρχιστράτηγο προκειμένου να βρεθεί το κατάλληλο σημείο απόβασης των στρατιωτών και του πυροβολικού και τη μεθεπόμενη στήθηκαν οι γραμμές επικοινωνίας του στρατεύματος κάτω από συχνούς τουρκικούς κανονιοβολισμούς, σημάδι ότι η φρουρά είχε την πρόθεση να πολεμήσει. Μέσα στο οχυρό της Μεθώνης βρισκόταν η τακτική τουρκική φρουρά, ενισχυμένη με 500 στρατιώτες και 100 βομβαρδιστές. Ο σερασκιέρης Ισμαήλ βρισκόταν στην Τριπολιτσά, με μια δύναμη 4.000 ιππέων περίπου, προσπαθώντας να συγκεντρώσει το πεζικό του και να σπεύσει να παράσχει βοήθεια στους πολιορκημένους.
Στις 25 Ιουνίου ξεκίνησε το άνοιγμα των χαρακωμάτων (trinciere) και το ξεφόρτωμα των όλμων (mortari), οβίδων (bombe) και λίθων (sassi) από τα πλοία, προκειμένου να τοποθετηθούν απέναντι από τα ευαίσθητα σημεία του τείχους. Το επόμενο πρωί έγινε η πρώτη πρόσκληση στους πολιορκημένους να παραδώσουν το φρούριο, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Τις επόμενες μέρες εγκαταστάθηκε πυροβολαρχία (batteria) και ανοίχτηκε το μεγάλο χαράκωμα απέναντι από τα χερσαία τείχη. Στο βενετικό στρατόπεδο κατέφυγε ένας Έλληνας από το φρούριο της Μεθώνης (στις 27 Ιουνίου), ο οποίος πληροφόρησε τους πολιορκητές ότι είχαν ήδη γίνει αρκετές ζημιές στα σπίτια από το βομβαρδισμό κι είχαν σκοτωθεί ορισμένοι Τούρκοι, μα υπήρχε επάρκεια σε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Τα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στο Μπούρτζι (Castel del Mare) και στους πύργους που ήταν άδειοι, για να μην ακούνε τα ουρλιαχτά του φόβου τους οι 900 περίπου στρατιώτες της φρουράς και λιποψυχήσουν. Τέλος, οι Τούρκοι γνώριζαν καλά ότι ήταν πολύ δύσκολο να καταφτάσουν ενισχύσεις από τους δικούς τους.
Οι πληροφορίες συζητήθηκαν στο στρατιωτικό επιτελείο που απαρτιζόταν από τον αρχιστράτηγο Morosini, τον προνοητή Dolin, τον στρατηγό Chinismarch (sic) και τους επικεφαλής των ξένων σωμάτων στρατού. Αποφασίστηκε ισχυρότερος κανονιοβολισμός, γι’ αυτό και τις επόμενες μέρες τοποθετήθηκαν περισσότερες πυροβολαρχίες απέναντι από τα τείχη ενώ πλησίασαν περισσότερο οι όλμοι οβίδων. Επιπλέον, ο Morosini διέταξε να εγκατασταθεί μια πυροβολαρχία σε ένα νησάκι ένα μίλι μακριά από το φρούριο, για να χτυπά την Πλατεία (Piazza delli Armi) και από τη θάλασσα. Έτσι προκλήθηκε σημαντική ζημιά στα τείχη.
Ως την 30ή Ιουλίου, οι Μαλτέζοι στρατιώτες είχαν καταφέρει να διανοίξουν σε συγκεκριμένο μέρος του τείχους ευρύ χαράκωμα, από όπου δημιουργήθηκαν δυο διαφορετικά λαγούμια κάτω από τα τείχη. Το ίδιο βράδυ, θέλοντας ο Morosini να αποφύγει την αιματοχυσία, συμφώνησε με τους πολιορκημένους κατάπαυση του πυρός ως το επόμενο πρωί, προκειμένου να αποφασίσουν αν θα παρέδιδαν τη Μεθώνη. Την ίδια μέρα συνελήφθη ένας Έλληνας που μετέφερε γράμμα του σερασκιέρη Ισμαήλ προς τους Τούρκους της Μεθώνης, στο οποίο σημειωνόταν ότι είχε ξεκινήσει με 20.000 άνδρες για να χτυπήσει τους Βενετούς στα νώτα. Όμως, έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για τέχνασμα προκειμένου να φοβηθούν οι Βενετοί και να λύσουν την πολιορκία. Εν τω μεταξύ, απεσταλμένος των Τούρκων παρέδωσε τη γραπτή άρνηση των πολιορκημένων να καταθέσουν τα όπλα, την οποία μετέφρασε ο δραγουμάνος Fortis.
Το ίδιο πρωί, άλλος ένας Έλληνας πληροφόρησε το χριστιανικό στρατόπεδο ότι οι Τούρκοι είχαν επωφεληθεί της ανακωχής για να μεταφέρουν ανενόχλητοι πυρομαχικά σε σημεία των τειχών που είχαν ανάγκη. Υποχρέωναν νυχθημερόν τα γυναικόπαιδα και τον πληθυσμό του φρουρίου να επιδιορθώνουν όπως όπως τις ρωγμές που έκαναν τα κανόνια στα τείχη. Ήδη όμως τα λαγούμια των Βενετών είχαν φτάσει πολύ κοντά στο αντέρεισμα της τάφρου (contrascarpa), αν και με απώλειες από τις ανατινάξεις κατά την προσπάθειά τους να σκάψουν το πετρώδες έδαφος.
Στις 2 Ιουλίου επέστρεψαν οι γαλεότες με τους λεβέντες (leventi) που είχαν πάει να χτυπήσουν τους Τούρκους στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), φέρνοντας είκοσι περίπου αιχμαλώτους και πολλά λάφυρα. Ένας ακόμη Έλληνας της Μεθώνης δραπέτευσε στο βενετικό στρατόπεδο φέρνοντας ειδήσεις για την κατάσταση των πολιορκημένων, ενώ συμπατριώτης του είχε σταλεί από τους Τούρκους του σερασκιέρη για να κατασκοπεύσει το χριστιανικό στρατόπεδο και να φέρει ειδήσεις για την αντοχή τού φρουρίου. Η κατάσταση του τελευταίου ήταν άσχημη· όλες οι επάλξεις (parapetti) ήταν κατεστραμμένες· διακρίνονταν θραύσματα από τις οβίδες του πυροβολικού σφηνωμένα στα τείχη και τρύπες από τις κανονιές.
Ο Morosini επιθυμούσε να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η πολιορκία, έτσι ώστε να μη διαλυθεί ολωσδιόλου το τείχος της Μεθώνης. Διαφορετικά, μετά την κατάληψη του φρουρίου θα έπρεπε να κρατήσει άνδρες της αρμάδας προκειμένου να επιδιορθώσουν τα τείχη, κάτι που θα καθυστερούσε την όλη εκστρατεία. Γι’ αυτό, έστειλε τον δραγουμάνο Fortis στο Μπούρτζι. Ο δραγουμάνος θα υποκρινόταν ότι αναζητούσε κάποιον λιποτάκτη που είχε δήθεν κλέψει χρήματα από το χριστιανικό στρατόπεδο και θα επιχειρούσε να τους πείσει να παραδοθούν. Όμως οι Τούρκοι απάντησαν και πάλι αρνητικά.
Στις 7 Ιουλίου, ξεκίνησε δριμύς βομβαρδισμός του οχυρού περιβόλου (recinto) σε σημείο αδύναμο, τρομοκρατώντας τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα χαρακώματα είχαν φτάσει πλέον απέναντι από τα τείχη του φρουρίου (contrascarpa) και οι στρατιώτες είχαν ήδη ξεκινήσει να επιχωματώνουν την τάφρο. Οι Τούρκοι αποφάσισαν μάλλον απρόσμενα ότι καλύτερα θα ήταν να διαπραγματευθούν, γι’ αυτό και ζήτησαν ανακωχή. Στην πραγματικότητα, συνέβαινε εκείνο που είχε αναφέρει ο έλληνας πληροφοριοδότης (της 27ης Ιουνίου): η τουρκική φρουρά είχε διαταχθεί να αμυνθεί με την προοπτική ότι εντός δεκαπενθημέρου θα ενισχυόταν από τον πασά Mamut. Αν δεν πραγματοποιούνταν κάτι τέτοιο, οι Τούρκοι ήταν ελεύθεροι να αποφασίσουν τι θα έκαναν. Πιστή στις διαταγές αυτές, η τουρκική φρουρά είχε κρατήσει 14 μέρες και παραδόθηκε μόλις την 15η, όταν όλα πια ήταν μάταια.
Το πρωί της 8ης Ιουλίου οι Τούρκοι συμφώνησαν να παραδοθούν τα κλειδιά από το Μπούρτζι στους Βενετούς και μαζί όλα τα εναπομείναντα πυρομαχικά. Η συμφωνία προέβλεπε ότι θα δινόταν προθεσμία τεσσάρων ημερών προκειμένου να εκκενώσουν τη Μεθώνη και να επιβιβαστούν στα πλοία για τη Μπαρμπαριά, μαζί με τα πράγματα που μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας. Στη Μεθώνη τοποθετήθηκε φρουρά εκατό ανδρών με επικεφαλής τον Filippo Paruta και τον συνταγματάρχη (colonnello) Gratiani. Τέλος, στις 10 Ιουλίου βγήκαν από το φρούριο της Μεθώνης όλοι οι κάτοικοι, 4.000 ψυχές.
Α2
Ημερολόγιο Δεύτερο (Diario 2Q)
Περίληψη: Η αφήγηση στο ημερολόγιο αυτό ξεκινά από τις 18 Ιουνίου. Η εκκένωση του Παλαιόκαστρου από τους Τούρκους που θα ταξιδέψουν για τη Μπαρμπαριά είχε ήδη γίνει, όπως προέβλεπε η συμφωνία παράδοσης.
Το πρωί της 22ας Ιουνίου, ειδοποιήθηκε το πεζικό να αναχωρήσει προς τη Μεθώνη, ενώ ο στόλος σήκωσε άγκυρα στις έξι το απόγευμα.59 Την επόμενη μέρα άρχισαν οι εχθροπραξίες κάτω από τα τείχη της Μεθώνης, με το χριστιανικό στρατόπεδο να στήνεται κάτω από συνεχείς κανονιοβολισμούς. Τα σώματα των γερμανών μισθοφόρων (oltramontani) είχαν σταλεί να καταλάβουν το λιμάνι, όταν στο στρατόπεδο των Βενετών παρουσιάστηκε ένας Έλληνας ζητώντας να μιλήσει στον αρχιστράτηγο. Είχε δραπετεύσει από το φρούριο δυο μέρες πριν από την εμφάνιση του χριστιανικού στόλου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, περίπου χίλιοι πολεμιστές βρίσκονταν εντός της Μεθώνης, οι τριακόσιοι σταλμένοι από τον σερασκιέρη Ισμαήλ τις τελευταίες μέρες. Ο σερασκιέρης είχε στρατοπεδεύσει στη Σπιλιάρδα (Spiliarda), τοποθεσία στο μέσο του Mοριά. Οι Βενετοί ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο εμφάνισης τουρκικών ενισχύσεων. Όμως η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Πύλη δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Την 24η Ιουνίου, από εμπορικό πλοίο που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη, έμαθαν αφενός ότι ο σουλτάνος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα αφετέρου ότι ο τουρκικός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στη Χίο (Scio) με τα πληρώματά του χτυπημένα από επιδημία.
Εν τω μεταξύ, η διάνοιξη του κεντρικού χαρακώματος είχε προχωρήσει. Τα τείχη είχαν περικυκλωθεί από όλμους και κανόνια και είχαν δημιουργηθεί οι απαραίτητες κινητές προκαλύψεις (gabbioni), παρά τις προσπάθειες από την πλευρά των Τούρκων να εμποδιστούν οι κινήσεις του στρατεύματος. Στις 26 Ιουνίου, ο στρατηγός Cinismarch (sic) ζήτησε εγγράφως από τον τούρκο αγά να παραδοθεί, για να μην έχει την τύχη της Κορώνης. Η απάντηση του τελευταίου ήταν ότι θα αμυνόταν ως το τέλος. Δεν έμενε άλλη οδός από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς. Ωστόσο, ο στρατηγός ειδοποίησε τον Morosini ότι η στόχευση του conte Muttoni είχε πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι, διετάχθη η τοποθέτηση επιπλέον μονάδων πυροβολικού καθώς και μιας ενισχυμένης πυροβολαρχίας σε βραχονησίδα έναντι του φρουρίου. Το μέσο λοιπόν για να πεισθεί η τουρκική φρουρά να παραδοθεί, ήταν ο ανηλεής βομβαρδισμός. Μέσα σε μια μέρα, την 27η συγκεκριμένα του Ιουνίου, έπεσαν τόσα βλήματα όλμου στη Μεθώνη, προξενώντας τόση καταστροφή, που ο Morosini αναγκάστηκε να διατάξει χαμηλότερη συχνότητα βολών. Το χειρότερο πλήγμα στο φρούριο επέφεραν οι Φιορεντίνοι: από μια εξαντλητική αλληλουχία βλημμάτων που έριξαν προσπαθώντας να πλήξουν το κέντρο του φρουρίου τη νύχτα, έγινε τέτοιος χαλασμός, σαν να άνοιξαν οι άβυσσοι της κολάσεως.
Στο τέλος του Ιουνίου συνελήφθη ένας Έλληνας, ο οποίος μετέφερε γράμμα του σερασκιέρη Ισμαήλ στην τουρκική φρουρά της Μεθώνης. Στο γράμμα, ο σερασκιέρης βεβαίωνε ότι ο σουλτανικός στρατός βρισκόταν στην Καρύταινα (Carentana) με ανανεωμένες αριθμητικά δυνάμεις, ενώ είχε ειδοποιηθεί και ο στόλος να καταπλεύσει με τους λεβέντες (leventi) στο Ναύπλιο. Αναμένονταν επιπλέον 3.000-4.000 άνδρες από το Αλγέρι και την Μπαρμπαριά και οι δυνάμεις των μπέηδων της Ρούμελης. Οι Bενετοί έστειλαν τότε και νέα πρόταση παράδοσης του φρουρίου, που δεν είχε θετική ανταπόκριση. Ένας Έλληνας ή Τούρκος, που βρισκόταν στο χριστιανικό στρατόπεδο, προειδοποίησε τον Morosini να μην εμπιστεύεται την όποια καλή θέληση συνεννόησης επεδείκνυαν. Πράγματι, παρόλη τη σιγουριά του αρχιστρατήγου, όχι μόνο δεν παραδόθηκαν, αλλά παραβίασαν την ανακωχή αρχίζοντας αναπάντεχα τους κανονιοβολισμούς και προκαλώντας αρκετές απώλειες στους Βενετούς. Οι λιποταξίες δεν έλειπαν και στο χριστιανικό στρατόπεδο. Στις 3 Ιουλίου πιάστηκαν εννέα γάλλοι στρατιώτες, που όπως πολλοί συμπατριώτες τους, λιποτάκτησαν στο τουρκικό στρατόπεδο. Οι Βενετοί τούς κρέμασαν στο κέντρο του στρατοπέδου, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. Πάντως, τα νέα από το τουρκικό στρατόπεδο ήταν θετικά για τους Βενετούς. Έλληνας πληροφοριοδότης ενημέρωσε ότι από την αρχή της πολιορκίας είχαν σκοτωθεί είκοσι και τραυματιστεί 40 ώς 60 Τούρκοι· λίγοι κάτοικοι βρίσκονταν κοντά στα τείχη για να προστατευθούν από τις βολές των όλμων, ενώ τα γυναικόπαιδα ήταν κλεισμένα σε πύργους, μακριά από το θέατρο της μάχης· το σημαντικότερο, τα αποθέματα σε πόσιμο νερό μειώθηκαν, αν και τα τρόφιμα θα επαρκούσαν για ένα μήνα ακόμα. Οι ελπίδες της τουρκικής φρουράς περιορίζονταν πλέον στο να κρατήσει η τάφρος μακριά τους Βενετούς ώσπου να φτάσουν ενισχύσεις.
Στις 4 Ιουλίου συνελήφθησαν δύο Έλληνες προερχόμενοι από την Κυπαρισσία με τουρκικές άδειες διέλευσης. Στην ανάκρισή τους, ισχυρίστηκαν ότι κατέφθαναν στο μέτωπο της Μεθώνης 2.000 Τούρκοι. Επειδή η πολιορκία καθυστερούσε, ο Morosini έστειλε στους Τούρκους τον δραγουμάνο Fortis με την πρόφαση ότι αναζητούσε έναν χριστιανό λιποτάκτη που είχε κλέψει το στρατιωτικό ταμείο. Όσο όμως και να προσπάθησε, ο δραγουμάνος δε μπόρεσε να πείσει την τουρκική φρουρά να παραδοθεί. Στις 6 Ιουλίου, οι Μαλτέζοι κατάφεραν ένα καίριο πλήγμα ανοίγοντας τεράστιο ρήγμα στα τείχη. Παρότι πλέον οι ειδήσεις που έφταναν και στα δυο στρατόπεδα δεν ήταν ευχάριστες για κανένα τους, η καίρια εμφάνιση μοίρας του ενετικού στόλου έγειρε τον ζυγό της νίκης προς τη μεριά των Βενετών. Εξαντλημένοι από το ακατάπαυστο σφυροκόπημα και φοβούμενοι ότι η άλωση ήταν κοντά, οι πολιορκημένοι σήκωσαν λευκή σημαία και ζήτησαν να παραδοθούν.
Τοποθετήθηκε αμέσως φρουρά στο Μπούρτζι και τους παραχωρήθηκε προθεσμία τεσσάρων ημερών για να εκκενώσουν το φρούριο. Οι κάτοικοι της Μεθώνης αριθμούσαν περίπου τους 3.000 συνολικά και βγήκαν επίσης εκτός των τειχών. Η πολιορκία της Μεθώνης στοίχισε στους Βενετούς 200 νεκρούς και περίπου 150 τραυματίες. Στο τέλος του ημερολογίου σημειώνεται ο οπλισμός που βρέθηκε στο φρούριο μετά την εκκένωσή του από την τουρκική φρουρά.
Κατερίνα Β. Κορρέ
Πηγή: kato-minagia.blogspot.gr