Η πολιορκία της Μεθώνης απο τους Τούρκους, 11 Αυγούστου- 17 Αυγούστου 1715
Το ιστορικό πλαίσιο
Στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι Βενετοί απέκτησαν το Μοριά, η περιοχή είχε υποστεί πληθυσμιακή και υλική αφαίμαξη. Η βενετική διοίκηση διενήργησε εκτεταμένους εποικισμούς καλώντας ομάδες από τις όμορες τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η Μεθώνη, παράλια πόλη που ήλεγχε της δική της ζωτική ενδοχώρα, είχε δεχτεί μια μεγάλη ομάδα προσφύγων από τη Χίο και απροσδιόριστο αριθμό Αθηναίων. Ωστόσο, όπως έδειξε ο Παναγιωτόπουλος, ο εποικισμός της ομώνυμης επαρχίας (territoriο) τη βενετική περίοδο, αν λάβουμε υπόψη μας τις απογραφές Corner (1689) και Grimani (1700), δεν πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου, η συνολική βενετική πολιτική την περίοδο αυτή δεν παρείχε κίνητρα για θετική υποδοχή της νέας εξουσίας από το ντόπιο στοιχείο. Οι έλληνες αγρότες δεν είχαν κανένα συμφέρον να προτιμήσουν τη βενετική από την τουρκική κυριαρχία, όταν η πρώτη τους επέβαλε ομολογουμένως βαρύτερη φορολογία από την προϋπάρχουσα, ενώ κράτησε επίζηλα το εμπόριο σε βενετικά χέρια, ελέγχοντας στενά τον ανταγωνισμό. Έπειτα, συγκρούστηκαν με την ορθόδοξη εκκλησία, τον τοπικό κλήρο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην προσπάθεια να τους αφαιρέσουν έσοδα και ισχύ, αλλά και να εκβιάσουν την αποδοχή του λατινικού δόγματος από τους Έλληνες.7 Δυσαρέσκειες εκδηλώθηκαν και από την προσπάθεια των Βενετών να διαμορφώσουν μια προνομιούχα τάξη πολιτών που θα ταύτιζε τα συμφέροντά της με τα δικά τους. Αν σε όλα αυτά προστεθούν η γραφειοκρατία, η χρονοβόρα απόδοση δικαιοσύνης, η δυσαρέσκεια που πήγαζε από την υποχρέωση συντήρησης ενός στρατού μισθοφόρων απευθείας από τους ντόπιους πληθυσμούς και αυθαιρεσίες στη συλλογή των φόρων, δεν είναι ακατανόητη η χλιαρή αντίδραση των Ελλήνων στην εναγώνια προσπάθεια της Βενετίας να κρατήσει τα τελευταία της φρούρια στο Μοριά ούτε η ξεκάθαρα αντιβενετική στάση μπροστά στην τουρκική προέλαση του 1715. Υπό τη βενετική διοίκηση, ο Μοριάς δε γνώρισε λοιπόν μια επαναστατική αλλαγή· αλλά αλλαγές υπήρξαν. Πρώτα από όλα, η αγροτική παραγωγή, με την οποία απασχολούνταν η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμιακού δυναμικού αυξήθηκε και αυτό οφείλεται στη φροντίδα των Βενετών να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής (κυρίως αμπελοκαλλιέργεια και μεταξουργία). Επίσης, έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Πάντως, όταν εμφανίστηκαν οι Τούρκοι, il dominio era in stato di fallimento. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που είχε κρατήσει τους Τούρκους απασχολημένους ώς το 1711, έδωσε κάποιο χρόνο στους Βενετούς να ολοκληρώσουν εσπευσμένα μερικά έργα άμυνας σε πέντε βασικά φρούρια (Μεθώνη, Ναύπλιο, Κόρινθος, Ρίο και Μονεμβασία). Τα τείχη της Μεθώνης ενισχύθηκαν με τη δημιουργία μεμονωμένων οχυρωμάτων ή προμαχώνων, αλλά το ανθρώπινο δυναμικό δεν κατέστη δυνατό να αυξηθεί αριθμητικά λόγω της οικονομικής στενότητας.
Η τουρκική εκστρατεία ανακατάληψης του Μοριά ξεκίνησε με επικεφαλής του χερσαίου εκστρατευτικού σώματος τον βεζύρη Αλή πασά, το 1715. Η πρώτη όμως οδυνηρή απώλεια, ήρθε για τους Βενετούς από τη θάλασσα: ο προνοητής Bernardo Balbi είχε παραδώσει την Τήνο –ένα νησί που κατείχαν από το μακρινό 1390–, χωρίς να πέσει κανονιά. Ο τουρκικός στρατός προέλαυνε καταλαμβάνοντας διαδοχικά τον Ακροκόρινθο, την Κόρινθο και το Άργος, το Ναύπλιο. Το δέος έναντι των Τούρκων παρέλυε κάθε προσπάθεια οργανωμένης αντίστασης. Στα τέλη Ιουλίου 1715, ο τουρκικός στρατός εισήλθε στη Μεσσηνία και στρατοπέδευσε βόρεια της Μεθώνης. Η φρουρά της Κορώνης ανατίναξε μέρος των τειχών και, με όλο το διαθέσιμο οπλισμό, κατέφυγε για να προβάλλει αντίσταση στη Μεθώνη. Η πολιορκία του φρουρίου κράτησε πέντε μέρες, αλλά από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η άρνηση της φρουράς του –που απαρτιζόταν από βενετούς και μισθοφόρους– να πολεμήσει. Εξάλλου, ο ναύαρχος Daniel Dolin επέλεξε να αλλάξει κατεύθυνση αντικρίζοντας, στις 18 Αυγούστου, τον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Μεθώνης. Με την εμφάνιση του τελευταίου, οι επάλξεις εγκαταλείφθηκαν· οι στρατιώτες έσπευδαν να παραδοθούν ανοίγοντας τις πύλες των θαλάσσιων τειχών. Μάταια ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta προσπάθησε να τηρήσει την τάξη προκειμένου να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης. Την αναστάτωση εκμεταλλεύτηκε ο στρατός του βεζύρη, ο οποίος εισήλθε στο αφύλακτο φρούριο από τα χερσαία τείχη. Την απώλεια της Μεθώνης ακολουθούν εκείνες των φρουρίων του Ναυαρίνου και του Μοριά, των νησιών Σούδα και Σπιναλόγκα, της Μονεμβασίας και των Κυθήρων. Οι Βενετοί αποσύρθηκαν και από τη Λευκάδα, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να κρατήσουν την Κέρκυρα, που πολιορκήθηκε το καλοκαίρι του 1716. Με το τέλος του πολέμου, η βενετική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο κατέρρευσε οριστικά· μόνο τα Κύθηρα, η Πρέβεζα και η Βόνιτσα, καθώς και τα ηπειρωτικά εξαρτήματα των Ιονίων νήσων παρέμειναν υπό βενετική κυριαρχία. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) θα αποτύπωνε, τελικά, το νέο σκηνικό στα ευρωπαϊκά πράγματα· την προϊούσα παρακμή της Βενετίας, την έναρξη συρρίκνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο του αυστριακού –όπως αργότερα και του ρωσικού– παράγοντα.
Η προβληματική των εγγράφων
Για τη Γαληνοτάτη, μετά από μια ήττα ήταν συνήθης πρακτική η αναζήτηση των ευθυνών στα πρόσωπα των αξιωματούχων της και όχι στην πολιτική που ακολουθούσε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Μεθώνης όμως, οι ανακρίσεις που διενεργήθηκαν από τις βενετικές αρχές, είχαν διπλό κίνητρο: από τη μια πλευρά, να διαλευκάνουν τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκε το φρούριο, εφόσον μαλιστα υπήρχαν φήμες προδοσίας που ενέπλεκαν βενετούς αξιωματούχους και έλληνες κατοίκους της πόλης και της ευρύτερης επαρχίας· από την άλλη, να δικαιολογήσουν στην εξεγερμένη κοινή γνώμη την προκλητική ευκολία με την οποία ένα ακόμη βενετικό οχυρό του Μοριά έπεφτε στα χέρια των Τούρκων. Έγιναν λοιπόν εκτεταμένες ανακρίσεις στη μητρόπολη, και συγκεντρώθηκε υλικό βάσει του οποίου θα γίνονταν προσαγωγές όταν αυτό θα καθίστατο δυνατό, με κατηγορίες που κυμαίνονταν από την παράβαση καθήκοντος ώς την έσχατη προδοσία. Δυστυχώς, το σώμα της δικογραφίας που σχηματίστηκε έχει κατά ένα μεγάλο μέρος χαθεί. Ο αρχειονομικός διαμελισμός της ποινικής αυτής υπόθεσης, πρέπει να έγινε σε ένα μεγάλο βαθμό τον 19ο αιώνα. Τα τμήματα που μπορέσαμε να εντοπίσουμε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας είναι τα εξής: α) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών σχετικά με τα όσα συνέβησαν μεταξύ 11 και 17 Αυγούστου 1715, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1715 και τις αρχές του 1716 (φάκελος που τιτλοφορείται Sulla Presa di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 76, αρ. 22) β) σύνοψη καταθέσεων των αξιωματικών που υπηρέτησαν στο φρούριο και συναφές υλικό (φάκελος που τιτλοφορείται Perdita di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 422, αρ.2)·91 γ) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1717 και αφορά τις τυχόν ευθύνες του αξιωματικού (tenente collateral de’ Dragoni) Coplan, o οποίος βρισκόταν υπό κράτηση (φάκελος που τιτλοφορείται Piazza di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 430, αρ. 12)·92 δ) ανακρίσεις σχετικά με την κατηγορία εξοπλισμού της φρουράς της Μεθώνης με ελαττωματικό οπλισμό (φάκελος που τιτλοφορείται Munizioni da guerra, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Civile, busta 72, αρ. 16). Από το υλικό λοιπόν που συγκεντρώθηκε, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε εδώ τη σύνοψη των καταθέσεων ανώτατων αξιωματικών της Βενετίας σχετικά με την παράδοση του φρουρίου της Μεθώνης στους Τούρκους στις 17 Αυγούστου του 1715. Κριτήριο της επιλογής ήταν η αυτοτέλεια που εμφανίζει το αρχειακό τεκμήριο σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά και οι αξιόλογες αναφορές τόσο στα πραγματικά περιστατικά της άλωσης της Μεθώνης όσο και στην τύχη των προσώπων που μνημονεύονται. Το έγγραφο είναι σημαντικό και γιατί συμπληρώνει τα κενά κάνοντας μνεία εγγράφων που δεν σώζονται. Προτού όμως αναφερθούμε στις καταθέσεις των αξιωματικών της Μεθώνης, είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις σημαντικότερες από τις πληροφορίες που μας δίνουν οι λοιπές καταθέσεις των ιδιωτών που έχουμε εντοπίσει, σχετικά με τα γεγονότα. Η πρώτη δέσμη εγγράφων περιέχει τις καταθέσεις έξι προσώπων που έζησαν την άλωση του 1715. Οι ανακριτές ρωτούσαν τους μάρτυρες σχετικά με τις κινήσεις του στόλου, ιδιαίτερα για τη στάση των Ελλήνων και βέβαια, για τη συμπεριφορά των βενετών αξιωματικών. Ο μάρτυρας Rafael Boltarini από τη Χίο, επιβεβαίωσε την πληροφορία ότι ο στόλος δεν έμεινε να βοηθήσει την πολιορκημένη Μεθώνη, λόγω έλλειψης νερού. Η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία έχει να κάνει με τη στάση των Ελλήνων: πριν την πολιορκία, ισχυρίστηκε ο μάρτυρας, πολλοί Μανιάτες παρουσιάστηκαν στον έκτακτο προνοητή Pasta και ζήτησαν όπλα και να συνεισφέρουν στην άμυνα. Όμως, η ύπαιθρος, από την οποία προερχόταν αυτές οι ομάδες, υποχώρησε πρώτη στη θέα της μεγάλης τουρκικής στρατιάς. Ο μάρτυρας απέδωσε την απώλεια της Μεθώνης πρωτίστως στο γεγονός ότι dopo della perdita di Romania, li Greci andavano à darsi alli Turchi. Άλλος ένας μάρτυρας, ο Γιωργάκης Γαϊτανάκης του Καμαρινού από τη Ζαρνάτα, επιβεβαίωσε ότι οι Έλληνες των γύρω περιοχών είχαν ζητήσει άδεια να σχηματίσουν ομάδες των 50 ατόμων προκειμένου να καλύψουν κενά της άμυνας πέριξ του φρουρίου της Μεθώνης. Σύμφωνα με αυτόν, ο προνοητής Pasta ήταν πρόσωπο τόσο αγαπητό, ώστε οι ντόπιοι βεβαίωναν ότι se havessero havuto qualche assistenza, si sarebbero sacriicati. Είχαν μάλιστα πάρει την πρωτοβουλία να απευθύνουν έκκληση στον αρχηγό του βενετικού στόλου Dolin για να σπεύσει στη Μεθώνη σε βοήθειά του.
Επανερχόμενοι στο τμήμα της δικογραφίας που φέρει τον τίτλο Απώλεια της Μεθώνης (Perdita di Modon), συμπεραίνουμε ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της αφορά την παράθεση των βασικότερων σημείων από τα όσα κατέθεσαν εγγράφως οι Vicenzo Pasta και sergente generale Antonio Giancix (Jansich) και μεταβίβασε ο αρχηγός του στόλου Daniel Dolin, με τη δική του αλληλογραφία, στη μητρόπολη. Οι αξιωματικοί αυτοί είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Με την ανοχή του διαλλακτικού καπουδάν πασά, είχαν συντάξει στο χώρο κράτησής τους –αρχικά στο πλοίο του καπουδάν πασά και κατόπιν στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης–, τη δική τους άποψη για τα γεγονότα. Μια τέτοια κίνηση δεν είναι παράδοξη αν αναλογιστούμε ότι σε λίγο και για όσους από αυτούς θα επιβίωναν, θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία να εξαγοράσουν την ελευθερία τους με την καταβολή λύτρων, οπότε η ανταπόκριση της Βενετίας θα ήταν κρίσιμη. Το έγγραφο που εκδίδουμε αποτελείται από 22 φύλλα και δε φέρει αρίθμηση ούτε χρονολογία. Το κείμενο είναι στοιχισμένο στην αριστερή πλευρά κάθε φύλλου, προφανώς για να αντιπαραβληθεί με άλλες καταθέσεις, προηγούμενες ή επόμενες ή για τη σημείωση παρατηρήσεων. Υπάρχει μια ένδειξη που συνδέει τα φύλλα που έχουμε στα χέρια μας με την υπόλοιπη δικογραφία: στην αρχή του κειμένου σημειώνεται ότι πρόκειται για το δεύτερο μέρος (per il seconto punto) της έρευνας για την άλωση της Μεθώνης, που αφορά ασφαλώς τις ενέργειες των αξιωματικών. Το πρώτο μέρος της έρευνας αυτής αφορούσε πιθανότατα άλλου τύπου μαρτυρίες delle cose successe nell’attacco, ίσως ιδιωτών, όπως εκείνων που περιγράψαμε παραπάνω. Υπήρχε και τρίτο μέρος, το οποίο θα κατέληγε πιθανότατα στο σκεπτικό, δηλαδή στην απόδοση ή μη ευθυνών και στην παραπομπή ή όχι των υπευθύνων σε δίκη. Υπό αυτή την έννοια, το δεύτερο αυτό μέρος που αναπτύσσουμε διαθέτει αυτονομία εντός του ενιαίου δικογράφου, συνιστά από μόνο του ένα φάκελο στοιχείων. Τι θα μπορούσε να περιέχει ο φάκελος αυτός; Προφανώς, τα αυθεντικά έγγραφα στα οποία αναφέρεται η σύνοψη των καταθέσεων και τα οποία άλλωστε μνημονεύει λεπτομερώς. Με άλλα λόγια, αυτό που έχουμε στα χέρια θα μπορούσε να είναι το sommario που τοποθετείται προ των εγγράφων και παίζει ταυτόχρονα ρόλο σύνοψης, ελέγχου και ευρετηρίου τους. Εκείνος που θα αποφαινόταν για τις ευθύνες, πολιτειακό ή δικαστικό όργανο, δε χρειαζόταν να διαβάσει όλα τα έγγραφα που υπήρχαν στον φάκελο, παρά την περίληψή τους με τα βασικά σημεία, έχοντας ωστόσο τα τεκμήρια εντός του φακέλου, για την οποιαδήποτε αντιπαραβολή. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρχειακή σειρά στην οποία εντοπίστηκε το έγγραφο αυτό ήταν η Avogaria di Comun. Ανάμεσα στα άλλα, η Avogaria έπαιζε το ρόλο και του προκαταρκτικού οργάνου στην απόδοση δημόσιας κατηγορίας, στη διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης για πολιτικά εγκλήματα, όπως ασφαλώς ήταν η προδοσία ή η παράβαση καθήκοντος σε καιρό πολέμου. Οι πληροφορίες που καταγράφονται στη σύνοψη προέρχονται αφενός από την αλληλογραφία (dispacci) του γενικού διοικητή Dolin και όσες μαρτυρίες επισυνάπτονται σε αυτή και αφετέρου από γράμμα τού βενετού πρεσβευτή Grimani από τη Βιέννη, με όσα επισυνάπτει αντιστοίχως. Οι πρώτες αφορούν αποκλειστικά αξιωματούχους της Βενετίας, που στην ουσία καταθέτουν για τα γεγονότα προσπαθώντας να αποσείσουν τις ευθύνες από το πρόσωπό τους. Οι δεύτερες, είναι συμπληρωματικές πληροφορίες που προέρχονται από γάλλο στρατιωτικό αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος συμμετείχε κατά τόπο που δεν κατονομάζεται στην επίθεση της Μεθώνης και δίνει μαρτυρία από το τουρκικό στρατόπεδο (dal campo sotto Modon). Συγκεκριμένα, μνημονεύονται: α) γράμμα της 20ής Αυγούστου 1715, επισυναπτόμενο σε επιστολή του αρχηγού του στόλου, με αποστολείς τον έκτακτο προνοητή Vicenzo Pasta και τον στρατηγό Antonio Giansich. Οι δύο αξιωματικοί αναφέρονται στην κατάσταση αιχμαλωσίας τους και επιφυλάσσονται να καταθέσουν για τα γεγονότα εκτενέστερα β) γράμμα της 7ης Σεπτεμβρίου 1715, στο οποίο ο Dolin καταθέτει ο ίδιος ότι γνωρίζει για τα γεγονότα από αναφορές μαρτύρων γ) γράμμα της 22ας Σεπτεμβρίου 1715 επισυναπτόμενο σε επιστολή του Dolin, το οποίο υπογράφεται από τους αιχμαλώτους Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier. Οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί αντικρούουν οποιαδήποτε κατηγορία προδοσίας σημειώνοντας ότι η φρουρά τούς εγκατέλειψε και δεν αμέλησαν οι ίδιοι την άμυνα δ) γράμμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1715, το οποίο επισυνάπτεται μαζί με το προηγούμενο και περιέχει την ολοκληρωμένη αναφορά Giansich (Relatione della resa di Modon), όπως παρουσιάστηκε στη Σύγκλητο. Την αναφορά αυτή επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Dolin. Στο τέλος παρουσιάζεται, όπως αναφέραμε, ένα εύρημα του βενετού πρεσβευτή Grimani από τη Βιέννη: πρόκειται για ένα σύντομο στρατιωτικό ημερολόγιο στα γαλλικά, με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1715, προφανώς γάλλου αυτόπτη μάρτυρα που ωστόσο δεν κατανομάζεται, σχετικά με τις συνθήκες της άλωσης της Μεθώνης. Το βασικό ζήτημα στην όλη προβληματική του εγγράφου της σύνοψης, είναι η χρονολόγησή του. Ελλείψει σαφών αναφορών, μόνο από εσωτερικές ενδείξεις μπορούμε να προσδιορίσουμε το χρόνο σύνταξης και κατ’επέκταση, το χρόνο ανάκρισης. Ως terminus ante quem λαμβάνουμε την 22α Σεπτεμβρίου 1715 οι έρευνες πρέπει να ξεκίνησαν μετά από αυτή την ημερομηνία. Καθόλη τη διάρκεια των ανακρίσεων, οι αξιωματικοί της Μεθώνης πρέπει να ήταν ακόμα αιχμάλωτοι, διαφορετικά μνεία κάποιας εξέλιξης της κατάστασής τους θα γινόταν μέσα στη σύνοψη ή στα έγγραφα που αυτή μνημονεύει. Γνωρίζουμε τις τύχες των πρωταγωνιστών. Από αυτούς, εκείνος που χάθηκε πρώτα ήταν ο tenente general dell’infanteria Alvise Cittadella, ο οποίος ήταν βαριά τραυματισμένος και πέθανε το 1716 στην τουρκική φυλακή. Συνεπώς, οποιαδήποτε έρευνα παραγγέλθηκε από τη Σύγκλητο, έγινε μεταξύ Οκτωβρίου 1715 και 1716. Ένα τελευταίο ζήτημα που γεννάται είναι εκείνο της απόφασης. Να απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παράβαση καθήκοντος σε κάποιον ή κάποιους από τους αξιωματούχους που παρέδωσαν το φρούριο της Μεθώνης στους Τούρκους; Προχώρησε άραγε η διαδικασία σε δίκη; Τηρουμένων επιφυλάξεων, διακινδυνεύουμε μια αρνητική απάντηση, βασισμένη στην ομοφωνία των μαρτυριών που παρουσιάζονται στους φακέλους που έχουμε μπροστά μας. Όπως φαίνεται, οι όποιες κατηγορίες για τα πρόσωπα των αξιωματικών, δεν θεμελιώθηκαν. Εξάλλου, με τους αξιωματούχους αιχμαλώτους των Τούρκων, τον Μοριά χαμένο οριστικά και τον πόλεμο να συνεχίζεται, την οικονομία της σε σημείο οριακό, η Βενετία είχε σίγουρα να αντιμετωπίσει κρισιμότερα ζητήματα από το κυνήγι των όποιων υπευθύνων. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος της Τήνου, ο προνοητής της οποίας Bernardo Balbi δικάστηκε και καταδικάστηκε για την παράδοσή της με ισόβια κάθειρξη, ενώ ήταν εμφανές ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να κρατηθεί το νησί. Όμως η Τήνος ήταν για τους Βενετούς η κτήση που τους θύμιζε το ένδοξο παρελθόν, εφόσον την κατείχαν αδιάκοπα από το μακρινό 1390. Η Μεθώνη, όσο πολύτιμη, δεν διατηρούσε πια αυτή τη βαρύτητα στη συλλογική βενετική μνήμη.
Έκδοση συμπληρωματικών πηγών
Εκδίδουμε γράμμα που συνέταξαν και έστειλαν οι βενετοί επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, στον αρχηγό του στόλου Daniel Dolin, από τη γαλέρα του καπουδάν πασά. Ο Dolin το έλαβε ενόσω ήταν στην Κέρκυρα, τον Δεκέμβριο του 1715, μέσω ενός αξιωματούχου που είχε μεταφερθεί εκεί από τη Σούδα.108 Το συγκεκριμένο έγγραφο, που πρέπει να είναι αντίγραφο, φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και εστάλη από το λιμάνι Κουλάτα (Culata). Το γράμμα των αξιωματικών φέρει τον τίτλο Relazione della resa di Modon fatta al capitan generale di proveditor estraordinario in Modon, 22 setembre 1715, απόκειται δε στη βιβλιοθήκη Querini.109 Ο τίτλος του δεν αφορά το έγγραφο αυτό καθεαυτό αλλά εκείνο που συνόδευε, το οποίο δεν σώζεται. Αντίγραφό του είχε πάντως κατατεθεί στην Avogaria, γι’αυτό και έχουμε την περιγραφή του στη σύνοψη των ανακριτών. Πράγματι, στο γράμμα των τριών αξιωματικών αναγγέλλεται ότι επισυνάπτεται έκθεση, από τον στρατηγό Giansich, προκειμένου να δοθεί στον Dolin και να παρουσιαστεί στη Σύγκλητο.
Έκδοση των εγγράφων
Β1
Περίληψη: Η σύνοψη αυτή συλλέγει πληροφορίες από τρεις πηγές: πρώτον, από τις καταθέσεις των βενετών αξιωματούχων που υπηρετούσαν στη Μεθώνη την τελευταία περίοδο· δεύτερον, από την αλληλογραφία του αρχηγού του στόλου Dolin με τη μητρόπολη· τέλος, από κείμενα μαρτυριών τρίτων.
Σε επιστολή των αξιωματικών Vicenzo Pasta και Antonio Giansich (sic) της 20ής Αυγούστου 1715, η οποία επισυναπτόταν σε γράμμα του αρχηγού του στόλου Dolin, σημειώνονταν επιγραμματικά τα γεγονότα. Η Πλατεία του φρουρίου της Μεθώνης κατελήφθη με έφοδο το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου 1715.112 Ο αρχηγός Pasta ήταν τραυματισμένος από την πρώτη μέρα της πολιορκίας, αλλά εξακολουθούσε να εργάζεται οργανώνοντας την άμυνα μαζί με τον general Giansich. Ο τελευταίος υποσχόταν να συντάξει λεπτομερή αναφορά. Ο Dolin, σε προσωπικό γράμμα του (7 Σεπτεμβρίου 1715), ανέφερε τα όσα του εξιστόρησε αυτόπτης μάρτυρας. Σύμφωνα με αυτόν, ο τρόμος στη βενετική φρουρά εκδηλώθηκε αμέσως μετά τα νέα της κατάληψης του φρουρίου του Ρίου. Από εκείνη τη στιγμή οι στρατιώτες ξεκαθάρισαν στους επικεφαλής τους ότι επιθυμούσαν να παραδοθούν προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα. Έκτοτε, ήταν δύσκολο να ελεγχθούν, παρότι ο στρατηγός Giansich με προσφορές, υποσχέσεις και απειλές, είχε προσπαθήσει να τους κάνει να πειθαρχήσουν. Έτσι, αργότερα, όταν η συνθηκολόγηση είχε πια αποφασιστεί από το βενετικό επιτελείο, οι στρατιώτες εκείνοι δεν περίμεναν τη συνομολόγηση των όρων παράδοσης. Παραβιάζοντας την πύλη εξόδου προς το λιμάνι (portello di marina), όρμησαν από το εσωτερικό του φρουρίου στην προκυμαία, παραδιδόμενοι στα πλοία του καπουδάν πασά που είχαν ξεκινήσει την επιχείρηση απόβασης. Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι Giansich, Pasta και Cittadella, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, από τα δύο κακά επέλεξαν το μικρότερο και παρέδωσαν το φρούριο στα χέρια του καπουδάν πασά, που ήταν πιο ανθρώπινος από τον βεζύρη. Αυτό όμως δεν διευκόλυνε την κατάσταση, αφού ο βεζύρης εξακολουθούσε τις εχθροπραξίες, ακόμα και ενόσω ο συνταγματάρχης (colonnello) Salvadego είχε υψώσει λευκή σημαία αναμένοντας την ανταπόκριση των Τούρκων. Βέβαια, οι στρατιώτες του βεζύρη δε γνώριζαν τα όσα διαδραματίζονταν στην ακτή, στην άλλη πλευρά της Μεθώνης. Σκαρφάλωναν κατά κύματα στα αφύλακτα χερσαία τείχη και έμπαιναν στην πόλη, εντός της οποίας ζήτημα ήταν εάν βρήκαν 13-14 στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να κατεβούν στην ακτή για να παραδοθούν. Έτσι κατέλαβαν ανενόχλητοι όλο το φρούριο. Οι αξιωματικοί επιθυμούσαν να αναφερθούν στη Σύγκλητο γνωρίζοντας ότι, ακόμα κι αν κατάφερναν να αποφύγουν την κρεμάλα, θα έμενε στο πρόσωπό τους η δημόσια απέχθεια.
Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην επιστολή των επικεφαλής της φρουράς Vicenzo Pasta, Nuntio Querini και Marco Venier, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715.115 Όλοι αυτοί κρατούνταν αιχμάλωτοι στην γαλέρα του καπουδάν πασά που, επικεφαλής του τουρκικού στόλου, έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Οι αξιωματικοί αναφέρονταν στις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι και στις αδυναμίες της άμυνας. Επίσης, τόνιζαν ότι η επιπολαιότητα της φρουράς πληρώθηκε ακριβά· 200 στρατιώτες σφαγιάστηκαν, ενώ όλοι όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν ήταν αιχμάλωτοι. Ο Dolin μετέφερε, με άλλο γράμμα του, της 6ης Σεπτεμβρίου 1715, μια έκθεση του επίσης τραυματισμένου συνταγματάρχη Giansich για τα συμβάντα στην άλωση της Μεθώνης. Ο Giansich είχε καταφύγει στη Μεθώνη με τις δύο γαλεότες του, τη Μακεδονία και τη Μάνη, μετά από την εγκατάλειψη της Κορώνης, προκειμένου να βοηθήσει στην άμυνα στο έτερο φρούριο, όπως είχε αποφασιστεί. Είχε αναλάβει τη στρατιωτική διεύθυνση της Πλατείας, αφού ο αντιστράτηγος (tenente general) Cittadella ήταν τραυματίας. Από την αρχή της πολιορκίας υπήρχαν μεγάλα προβλήματα· μια φρουρά 823 ατόμων ήταν μικρή για να κρατήσει όλο τον περίβολο. Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι από τις πρώτες στιγμές, ο Giansich είχε καταλάβει πως η φρουρά αυτή δεν ήθελε να πολεμήσει· με απροθυμία εκτελούσε τις αναγκαίες αμυντικές ενέργειες στην Πλατεία και πάντα μετά από απειλές τιμωρίας. Οι στρατιώτες μιλούσαν με δέος υπερβάλλοντας για την τουρκική δύναμη, αλλά και για τις δικές τους αδυναμίες. Όλα αυτά τα είχε αναφέρει στον αρχηγό του στόλου Dolin, ο οποίος είχε αποκλείσει μεν την πιθανότητα ενισχύσεων, τον διαβεβαίωνε δε ότι θα τα κατάφερναν. Με νέο κουράγιο, ο Giansich είχε απευθυνθεί τότε σε αξιωματικούς και στρατιώτες ζητώντας από τον καθένα να κάνει το χρέος του. Όμως, πέντε κιόλας μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ· είχαν σκάψει αρκετά πέραν του βασικού χαρακώματος (trinciera). Στις 14 Αυγούστου, οι πολιορκημένοι είδαν ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στα τείχη και ότι το φρούριο είχε περικυκλωθεί με πυροβολαρχίες. Επίσης, την ίδια μέρα είχε φανεί το τουρκικό ναυτικό στα νερά της Σαπιέντζας, με αποτέλεσμα και οι λίγοι στρατιώτες που βρίσκονταν στην Πλατεία να μεταφερθούν στα θαλάσσια τείχη, στο Μπούρτζι (Castel di Mare), στο Μαντράκι (Mandrachio di San Marco) και στο διάδρομο στη βάση των τειχών, που κάλυπτε αμυντικά τον πυθμένα της τάφρου (falsa braga). Για να μην αφεθεί όμως το κέντρο του φρουρίου απροστάτευτο, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον προμαχώνα (baloardo) του αγίου Αντωνίου μεταφέροντας στρατιώτες στην Πλατεία. Η αταξία γινόταν όλο και πιο φανερή στη βενετική φρουρά. Για να εμψυχώσουν το στράτευμα, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου, ο Giansich με τον Pasta έκαναν περιπολία στα πιο αδύναμα μέρη των θαλασσίων τειχών, όπου ο δεύτερος τραυματίστηκε βαριά. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ στους Τούρκους που εξακολουθούσαν να επεκτείνουν το βασικό και πιο επικίνδυνο χαράκωμα, αν δεν τους μοίραζαν κρασί και ψωμοτύρι, πράγμα που έσπευσε να κάνει ο Daniel Balbi. Μέσα σε όλες τις κακοδαιμονίες, πολλά όπλα έπαθαν εμπλοκή, με αποτέλεσμα αρκετοί στρατιώτες να μείνουν άοπλοι. Την επόμενη μέρα, τα προβλήματα αφορούσαν τους μισθοφόρους δραγόνους (dragoni). Ο επικεφαλής τους, ονόματι Coplan, προτίμησε να πάει να ξεκουραστεί τη στιγμή ακριβώς που οι Τούρκοι ύψωναν το πιο προωθημένο οχύρωμα. Οι στρατιώτες του τον κατηγορούσαν ότι είχε καταχραστεί τους μισθούς τους. Μέχρι και ο αρχηγός του πεζικού Valazzi είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που τρεις φορές τη νύχτα της 15ης Αυγούστου εγκατέλειψε τη θέση του. Εκτός από τα κρούσματα απείθειας που πολλαπλασιάζονταν, υπήρχαν υπόνοιες ότι οργανωνόταν η δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Giansich. Πράγματι, ορισμένοι στρατιώτες και δραγόνοι τού επιτέθηκαν ενόσω έκανε επιθεώρηση, μα η προσωπική του φρουρά κατάφερε να τους αφοπλίσει. Ο Cittadella ματαίωσε άλλη μια ανταρσία στρατιωτών στην πύλη του Αγίου Μάρκου, οι οποίοι είχαν υψώσει λευκή σημαία. Το ίδιο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Marco Venier, στην Πύλη του Μανδρακίου. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, συνεδρίασε εσπευσμένα το στρατιωτικό επιτελείο των Βενετών (consulta di guerra). Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν της γνώμης ότι το φρούριο ήταν αδιανόητο να κρατηθεί. Έτσι αποφασίστηκε να διαπραγματευθούν την παράδοσή του. Όμως ο τούρκος βεζύρης δε δεχόταν να διαπραγματευθεί, επειδή δεν είχε τη συναίνεση των γενιτσάρων. Άλλωστε, το φρούριο είχε πια πέσει. Ο κυβερνήτης Alberti, ακολουθούμενος από εκατό περίπου στρατιώτες, είχε ανοίξει την πύλη του αγίου Μάρκου αντίθετα με τις διαταγές και είχε κατεβεί στο μόλο. Η Πλατεία είχε εγκαταλειφθεί και στο Μπούρτζι είχε υψωθεί λευκή σημαία. Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν ξεκινήσει να παραδίδονται στο τουρκικό ναυτικό. Στις χερσαίες επάλξεις δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά, οι Τούρκοι σκαρφάλωναν με γάντζους και σκάλες από την εγκαταλελειμένη βορειοδυτική πύλη (porta maestra) και την πύλη του αγίου Μάρκου, όπου βρισκόταν ο Giansich, οι εκατό πεζοί του οποίου πέταξαν τα όπλα και έτρεξαν να παραδοθούν στους Τούρκους. Ο ίδιος ο Giansich σώθηκε από τη μανία της τουρκικής επέλασης χάρη σε έναν γενίτσαρο. Ο αρχηγός του βενετικού στόλου Dolin επιβεβαίωσε απολύτως τα σημειωθέντα στην αναφορά του Jansich, προσθέτοντας στο δικό του γράμμα προς τη Σύγκλητο ότι οι αξιωματικοί της Μεθώνης είναι σε κακή κατάσταση –ο Pasta μάλλον θα πέθαινε από το τραύμα του, ενώ και το μέλλον των άλλων ήταν αβέβαιο.
Η σύνοψη των εγγράφων περιλαμβάνει επίσης σημειώσεις από ένα ημερολόγιο στα γαλλικά, το οποίο ανήκε σε πρόσωπο του τουρκικού στρατοπέδου. Το είχε στείλει ο πρεσβευτής της Βενετίας στη Βιέννη Grimani, με γράμμα του στις 18 Αυγούστου 1715. Από εκεί οι βενετικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο βεζύρης είχε φτάσει με το στρατό του από το Ναύπλιο στις 11 Αυγούστου κάτω από τα τείχη της Μεθώνης και ότι είχε γίνει γνωστό στο τουρκικό στρατόπεδο πως ο κυβερνήτης της Κορώνης είχε εγκαταλείψει το φρούριο από τις 2 του μήνα καταφεύγοντας στη Μεθώνη. Ο βενετικός στόλος, αποτελούμενος από 40 μικρά και μεγάλα πλοία, βρισκόταν κοντά στη Μεθώνη, αλλά με αντίθετο άνεμο. Με την ανάπτυξη του τουρκικού στρατοπέδου, ο βεζύρης έστειλε τελεσίγραφο στους Βενετούς ότι, αν έπεφτε έστω και μία σφαίρα, δε θα δεχόταν πλέον οποιαδήποτε πρόταση συνθηκολόγησης. Η απάντηση των Βενετών αξιωματικών ήταν ότι θα πρόβαλαν άμυνα έως εσχάτων και έτσι οι κανονιοβολισμοί ξεκίνησαν. Κατά τα λοιπά, το γαλλικό ημερολόγιο δεν απομακρύνεται από τις διάφορες καταθέσεις. Η έναρξη των εχθροπραξιών τοποθετείται στις 15 του Αυγούστου από το τουρκικό ναυτικό και την επόμενη μέρα φέρεται να υψώθηκε η πρώτη λευκή σημαία, σημάδι ότι τμήματα της βενετικής άμυνας ξεκίνησαν να προσχωρούν στους Τούρκους. Στις προσπάθειες των Βενετών να διαπραγματευθούν την παράδοση, που έγιναν στις 15 και 17 Αυγούστου, ο βεζύρης απαντούσε πάντα αρνητικά. Τελικά, οι γενίτσαροι έκαναν γενική έφοδο στα τείχη ενώ από την πλευρά των Βενετών δεν φαίνονταν σημάδια αντίστασης. Πράγματι, όσο η βενετική φρουρά παραδιδόταν στον καπουδάν πασά από την θαλάσσια πλευρά του φρουρίου, οι χερσαίες δυνάμεις του βεζύρη μπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους δεν είχαν προλάβει να επιβιβαστούν στα πλοία. Το πρωί της 16ης Αυγούστου 1715 ένας αγάς του σερασκιέρη Μουσταφά πασά είχε φέρει τα νέα στον βεζύρη ότι το φρούριο του Μοριά είχε τελικά παραδοθεί, τέσσερις μέρες πριν από εκείνο της Μεθώνης.
Β2
Γράμμα των επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι στη γαλέρα του καπουδάν πασά, για όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία και τις συνθήκες της παράδοσης. Το συνέταξε ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta, αλλά το προσυπογράφουν όλοι. Φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και συντάχθηκε στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Στο γράμμα αναφέρονται συνοπτικά τα όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία του φρουρίου, η παράδοση του οποίου παρουσιάζεται αναπότρεπτη. Όλοι οι αξιωματικοί ισχυρίζονται ότι έκαναν το καθήκον τους. Ήταν η λιποταξία των στρατιωτών που ακύρωσε την οποιαδήποτε ευκαιρία να συνομολογηθεί μια αξιοπρεπής, συντεταγμένη παράδοση και η Μεθώνη αλώθηκε.
B.F.Q.S., Cl.IV, cod.193 (=447), Relazione della resa di Modon fatta al capitan generale, di proveditor estraordinario in Modon, 22 setembre 1715, 1 φύλλο χωρίς αρίθμηση. Ανέκδοτο. 22 Σεπτεμβρίου 1715
Porto Culata
Πηγή: kato-minagia.blogspot.gr
Το ιστορικό πλαίσιο
Στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι Βενετοί απέκτησαν το Μοριά, η περιοχή είχε υποστεί πληθυσμιακή και υλική αφαίμαξη. Η βενετική διοίκηση διενήργησε εκτεταμένους εποικισμούς καλώντας ομάδες από τις όμορες τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η Μεθώνη, παράλια πόλη που ήλεγχε της δική της ζωτική ενδοχώρα, είχε δεχτεί μια μεγάλη ομάδα προσφύγων από τη Χίο και απροσδιόριστο αριθμό Αθηναίων. Ωστόσο, όπως έδειξε ο Παναγιωτόπουλος, ο εποικισμός της ομώνυμης επαρχίας (territoriο) τη βενετική περίοδο, αν λάβουμε υπόψη μας τις απογραφές Corner (1689) και Grimani (1700), δεν πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία. Εξάλλου, η συνολική βενετική πολιτική την περίοδο αυτή δεν παρείχε κίνητρα για θετική υποδοχή της νέας εξουσίας από το ντόπιο στοιχείο. Οι έλληνες αγρότες δεν είχαν κανένα συμφέρον να προτιμήσουν τη βενετική από την τουρκική κυριαρχία, όταν η πρώτη τους επέβαλε ομολογουμένως βαρύτερη φορολογία από την προϋπάρχουσα, ενώ κράτησε επίζηλα το εμπόριο σε βενετικά χέρια, ελέγχοντας στενά τον ανταγωνισμό. Έπειτα, συγκρούστηκαν με την ορθόδοξη εκκλησία, τον τοπικό κλήρο και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην προσπάθεια να τους αφαιρέσουν έσοδα και ισχύ, αλλά και να εκβιάσουν την αποδοχή του λατινικού δόγματος από τους Έλληνες.7 Δυσαρέσκειες εκδηλώθηκαν και από την προσπάθεια των Βενετών να διαμορφώσουν μια προνομιούχα τάξη πολιτών που θα ταύτιζε τα συμφέροντά της με τα δικά τους. Αν σε όλα αυτά προστεθούν η γραφειοκρατία, η χρονοβόρα απόδοση δικαιοσύνης, η δυσαρέσκεια που πήγαζε από την υποχρέωση συντήρησης ενός στρατού μισθοφόρων απευθείας από τους ντόπιους πληθυσμούς και αυθαιρεσίες στη συλλογή των φόρων, δεν είναι ακατανόητη η χλιαρή αντίδραση των Ελλήνων στην εναγώνια προσπάθεια της Βενετίας να κρατήσει τα τελευταία της φρούρια στο Μοριά ούτε η ξεκάθαρα αντιβενετική στάση μπροστά στην τουρκική προέλαση του 1715. Υπό τη βενετική διοίκηση, ο Μοριάς δε γνώρισε λοιπόν μια επαναστατική αλλαγή· αλλά αλλαγές υπήρξαν. Πρώτα από όλα, η αγροτική παραγωγή, με την οποία απασχολούνταν η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμιακού δυναμικού αυξήθηκε και αυτό οφείλεται στη φροντίδα των Βενετών να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής (κυρίως αμπελοκαλλιέργεια και μεταξουργία). Επίσης, έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Πάντως, όταν εμφανίστηκαν οι Τούρκοι, il dominio era in stato di fallimento. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που είχε κρατήσει τους Τούρκους απασχολημένους ώς το 1711, έδωσε κάποιο χρόνο στους Βενετούς να ολοκληρώσουν εσπευσμένα μερικά έργα άμυνας σε πέντε βασικά φρούρια (Μεθώνη, Ναύπλιο, Κόρινθος, Ρίο και Μονεμβασία). Τα τείχη της Μεθώνης ενισχύθηκαν με τη δημιουργία μεμονωμένων οχυρωμάτων ή προμαχώνων, αλλά το ανθρώπινο δυναμικό δεν κατέστη δυνατό να αυξηθεί αριθμητικά λόγω της οικονομικής στενότητας.
Η τουρκική εκστρατεία ανακατάληψης του Μοριά ξεκίνησε με επικεφαλής του χερσαίου εκστρατευτικού σώματος τον βεζύρη Αλή πασά, το 1715. Η πρώτη όμως οδυνηρή απώλεια, ήρθε για τους Βενετούς από τη θάλασσα: ο προνοητής Bernardo Balbi είχε παραδώσει την Τήνο –ένα νησί που κατείχαν από το μακρινό 1390–, χωρίς να πέσει κανονιά. Ο τουρκικός στρατός προέλαυνε καταλαμβάνοντας διαδοχικά τον Ακροκόρινθο, την Κόρινθο και το Άργος, το Ναύπλιο. Το δέος έναντι των Τούρκων παρέλυε κάθε προσπάθεια οργανωμένης αντίστασης. Στα τέλη Ιουλίου 1715, ο τουρκικός στρατός εισήλθε στη Μεσσηνία και στρατοπέδευσε βόρεια της Μεθώνης. Η φρουρά της Κορώνης ανατίναξε μέρος των τειχών και, με όλο το διαθέσιμο οπλισμό, κατέφυγε για να προβάλλει αντίσταση στη Μεθώνη. Η πολιορκία του φρουρίου κράτησε πέντε μέρες, αλλά από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η άρνηση της φρουράς του –που απαρτιζόταν από βενετούς και μισθοφόρους– να πολεμήσει. Εξάλλου, ο ναύαρχος Daniel Dolin επέλεξε να αλλάξει κατεύθυνση αντικρίζοντας, στις 18 Αυγούστου, τον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Μεθώνης. Με την εμφάνιση του τελευταίου, οι επάλξεις εγκαταλείφθηκαν· οι στρατιώτες έσπευδαν να παραδοθούν ανοίγοντας τις πύλες των θαλάσσιων τειχών. Μάταια ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta προσπάθησε να τηρήσει την τάξη προκειμένου να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης. Την αναστάτωση εκμεταλλεύτηκε ο στρατός του βεζύρη, ο οποίος εισήλθε στο αφύλακτο φρούριο από τα χερσαία τείχη. Την απώλεια της Μεθώνης ακολουθούν εκείνες των φρουρίων του Ναυαρίνου και του Μοριά, των νησιών Σούδα και Σπιναλόγκα, της Μονεμβασίας και των Κυθήρων. Οι Βενετοί αποσύρθηκαν και από τη Λευκάδα, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να κρατήσουν την Κέρκυρα, που πολιορκήθηκε το καλοκαίρι του 1716. Με το τέλος του πολέμου, η βενετική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο κατέρρευσε οριστικά· μόνο τα Κύθηρα, η Πρέβεζα και η Βόνιτσα, καθώς και τα ηπειρωτικά εξαρτήματα των Ιονίων νήσων παρέμειναν υπό βενετική κυριαρχία. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) θα αποτύπωνε, τελικά, το νέο σκηνικό στα ευρωπαϊκά πράγματα· την προϊούσα παρακμή της Βενετίας, την έναρξη συρρίκνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο του αυστριακού –όπως αργότερα και του ρωσικού– παράγοντα.
Η προβληματική των εγγράφων
Για τη Γαληνοτάτη, μετά από μια ήττα ήταν συνήθης πρακτική η αναζήτηση των ευθυνών στα πρόσωπα των αξιωματούχων της και όχι στην πολιτική που ακολουθούσε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Μεθώνης όμως, οι ανακρίσεις που διενεργήθηκαν από τις βενετικές αρχές, είχαν διπλό κίνητρο: από τη μια πλευρά, να διαλευκάνουν τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκε το φρούριο, εφόσον μαλιστα υπήρχαν φήμες προδοσίας που ενέπλεκαν βενετούς αξιωματούχους και έλληνες κατοίκους της πόλης και της ευρύτερης επαρχίας· από την άλλη, να δικαιολογήσουν στην εξεγερμένη κοινή γνώμη την προκλητική ευκολία με την οποία ένα ακόμη βενετικό οχυρό του Μοριά έπεφτε στα χέρια των Τούρκων. Έγιναν λοιπόν εκτεταμένες ανακρίσεις στη μητρόπολη, και συγκεντρώθηκε υλικό βάσει του οποίου θα γίνονταν προσαγωγές όταν αυτό θα καθίστατο δυνατό, με κατηγορίες που κυμαίνονταν από την παράβαση καθήκοντος ώς την έσχατη προδοσία. Δυστυχώς, το σώμα της δικογραφίας που σχηματίστηκε έχει κατά ένα μεγάλο μέρος χαθεί. Ο αρχειονομικός διαμελισμός της ποινικής αυτής υπόθεσης, πρέπει να έγινε σε ένα μεγάλο βαθμό τον 19ο αιώνα. Τα τμήματα που μπορέσαμε να εντοπίσουμε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας είναι τα εξής: α) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών σχετικά με τα όσα συνέβησαν μεταξύ 11 και 17 Αυγούστου 1715, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1715 και τις αρχές του 1716 (φάκελος που τιτλοφορείται Sulla Presa di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 76, αρ. 22) β) σύνοψη καταθέσεων των αξιωματικών που υπηρέτησαν στο φρούριο και συναφές υλικό (φάκελος που τιτλοφορείται Perdita di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 422, αρ.2)·91 γ) μέρος των ανακρίσεων ιδιωτών, που διενεργήθηκαν στο τέλος του 1717 και αφορά τις τυχόν ευθύνες του αξιωματικού (tenente collateral de’ Dragoni) Coplan, o οποίος βρισκόταν υπό κράτηση (φάκελος που τιτλοφορείται Piazza di Modon, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Penale, busta 430, αρ. 12)·92 δ) ανακρίσεις σχετικά με την κατηγορία εξοπλισμού της φρουράς της Μεθώνης με ελαττωματικό οπλισμό (φάκελος που τιτλοφορείται Munizioni da guerra, στη σειρά Avogaria di Comun, Miscellanea Civile, busta 72, αρ. 16). Από το υλικό λοιπόν που συγκεντρώθηκε, επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε εδώ τη σύνοψη των καταθέσεων ανώτατων αξιωματικών της Βενετίας σχετικά με την παράδοση του φρουρίου της Μεθώνης στους Τούρκους στις 17 Αυγούστου του 1715. Κριτήριο της επιλογής ήταν η αυτοτέλεια που εμφανίζει το αρχειακό τεκμήριο σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά και οι αξιόλογες αναφορές τόσο στα πραγματικά περιστατικά της άλωσης της Μεθώνης όσο και στην τύχη των προσώπων που μνημονεύονται. Το έγγραφο είναι σημαντικό και γιατί συμπληρώνει τα κενά κάνοντας μνεία εγγράφων που δεν σώζονται. Προτού όμως αναφερθούμε στις καταθέσεις των αξιωματικών της Μεθώνης, είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις σημαντικότερες από τις πληροφορίες που μας δίνουν οι λοιπές καταθέσεις των ιδιωτών που έχουμε εντοπίσει, σχετικά με τα γεγονότα. Η πρώτη δέσμη εγγράφων περιέχει τις καταθέσεις έξι προσώπων που έζησαν την άλωση του 1715. Οι ανακριτές ρωτούσαν τους μάρτυρες σχετικά με τις κινήσεις του στόλου, ιδιαίτερα για τη στάση των Ελλήνων και βέβαια, για τη συμπεριφορά των βενετών αξιωματικών. Ο μάρτυρας Rafael Boltarini από τη Χίο, επιβεβαίωσε την πληροφορία ότι ο στόλος δεν έμεινε να βοηθήσει την πολιορκημένη Μεθώνη, λόγω έλλειψης νερού. Η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία έχει να κάνει με τη στάση των Ελλήνων: πριν την πολιορκία, ισχυρίστηκε ο μάρτυρας, πολλοί Μανιάτες παρουσιάστηκαν στον έκτακτο προνοητή Pasta και ζήτησαν όπλα και να συνεισφέρουν στην άμυνα. Όμως, η ύπαιθρος, από την οποία προερχόταν αυτές οι ομάδες, υποχώρησε πρώτη στη θέα της μεγάλης τουρκικής στρατιάς. Ο μάρτυρας απέδωσε την απώλεια της Μεθώνης πρωτίστως στο γεγονός ότι dopo della perdita di Romania, li Greci andavano à darsi alli Turchi. Άλλος ένας μάρτυρας, ο Γιωργάκης Γαϊτανάκης του Καμαρινού από τη Ζαρνάτα, επιβεβαίωσε ότι οι Έλληνες των γύρω περιοχών είχαν ζητήσει άδεια να σχηματίσουν ομάδες των 50 ατόμων προκειμένου να καλύψουν κενά της άμυνας πέριξ του φρουρίου της Μεθώνης. Σύμφωνα με αυτόν, ο προνοητής Pasta ήταν πρόσωπο τόσο αγαπητό, ώστε οι ντόπιοι βεβαίωναν ότι se havessero havuto qualche assistenza, si sarebbero sacriicati. Είχαν μάλιστα πάρει την πρωτοβουλία να απευθύνουν έκκληση στον αρχηγό του βενετικού στόλου Dolin για να σπεύσει στη Μεθώνη σε βοήθειά του.
Έκδοση συμπληρωματικών πηγών
Εκδίδουμε γράμμα που συνέταξαν και έστειλαν οι βενετοί επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, στον αρχηγό του στόλου Daniel Dolin, από τη γαλέρα του καπουδάν πασά. Ο Dolin το έλαβε ενόσω ήταν στην Κέρκυρα, τον Δεκέμβριο του 1715, μέσω ενός αξιωματούχου που είχε μεταφερθεί εκεί από τη Σούδα.108 Το συγκεκριμένο έγγραφο, που πρέπει να είναι αντίγραφο, φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και εστάλη από το λιμάνι Κουλάτα (Culata). Το γράμμα των αξιωματικών φέρει τον τίτλο Relazione della resa di Modon fatta al capitan generale di proveditor estraordinario in Modon, 22 setembre 1715, απόκειται δε στη βιβλιοθήκη Querini.109 Ο τίτλος του δεν αφορά το έγγραφο αυτό καθεαυτό αλλά εκείνο που συνόδευε, το οποίο δεν σώζεται. Αντίγραφό του είχε πάντως κατατεθεί στην Avogaria, γι’αυτό και έχουμε την περιγραφή του στη σύνοψη των ανακριτών. Πράγματι, στο γράμμα των τριών αξιωματικών αναγγέλλεται ότι επισυνάπτεται έκθεση, από τον στρατηγό Giansich, προκειμένου να δοθεί στον Dolin και να παρουσιαστεί στη Σύγκλητο.
Έκδοση των εγγράφων
Β1
Περίληψη: Η σύνοψη αυτή συλλέγει πληροφορίες από τρεις πηγές: πρώτον, από τις καταθέσεις των βενετών αξιωματούχων που υπηρετούσαν στη Μεθώνη την τελευταία περίοδο· δεύτερον, από την αλληλογραφία του αρχηγού του στόλου Dolin με τη μητρόπολη· τέλος, από κείμενα μαρτυριών τρίτων.
Σε επιστολή των αξιωματικών Vicenzo Pasta και Antonio Giansich (sic) της 20ής Αυγούστου 1715, η οποία επισυναπτόταν σε γράμμα του αρχηγού του στόλου Dolin, σημειώνονταν επιγραμματικά τα γεγονότα. Η Πλατεία του φρουρίου της Μεθώνης κατελήφθη με έφοδο το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου 1715.112 Ο αρχηγός Pasta ήταν τραυματισμένος από την πρώτη μέρα της πολιορκίας, αλλά εξακολουθούσε να εργάζεται οργανώνοντας την άμυνα μαζί με τον general Giansich. Ο τελευταίος υποσχόταν να συντάξει λεπτομερή αναφορά. Ο Dolin, σε προσωπικό γράμμα του (7 Σεπτεμβρίου 1715), ανέφερε τα όσα του εξιστόρησε αυτόπτης μάρτυρας. Σύμφωνα με αυτόν, ο τρόμος στη βενετική φρουρά εκδηλώθηκε αμέσως μετά τα νέα της κατάληψης του φρουρίου του Ρίου. Από εκείνη τη στιγμή οι στρατιώτες ξεκαθάρισαν στους επικεφαλής τους ότι επιθυμούσαν να παραδοθούν προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα. Έκτοτε, ήταν δύσκολο να ελεγχθούν, παρότι ο στρατηγός Giansich με προσφορές, υποσχέσεις και απειλές, είχε προσπαθήσει να τους κάνει να πειθαρχήσουν. Έτσι, αργότερα, όταν η συνθηκολόγηση είχε πια αποφασιστεί από το βενετικό επιτελείο, οι στρατιώτες εκείνοι δεν περίμεναν τη συνομολόγηση των όρων παράδοσης. Παραβιάζοντας την πύλη εξόδου προς το λιμάνι (portello di marina), όρμησαν από το εσωτερικό του φρουρίου στην προκυμαία, παραδιδόμενοι στα πλοία του καπουδάν πασά που είχαν ξεκινήσει την επιχείρηση απόβασης. Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι Giansich, Pasta και Cittadella, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, από τα δύο κακά επέλεξαν το μικρότερο και παρέδωσαν το φρούριο στα χέρια του καπουδάν πασά, που ήταν πιο ανθρώπινος από τον βεζύρη. Αυτό όμως δεν διευκόλυνε την κατάσταση, αφού ο βεζύρης εξακολουθούσε τις εχθροπραξίες, ακόμα και ενόσω ο συνταγματάρχης (colonnello) Salvadego είχε υψώσει λευκή σημαία αναμένοντας την ανταπόκριση των Τούρκων. Βέβαια, οι στρατιώτες του βεζύρη δε γνώριζαν τα όσα διαδραματίζονταν στην ακτή, στην άλλη πλευρά της Μεθώνης. Σκαρφάλωναν κατά κύματα στα αφύλακτα χερσαία τείχη και έμπαιναν στην πόλη, εντός της οποίας ζήτημα ήταν εάν βρήκαν 13-14 στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να κατεβούν στην ακτή για να παραδοθούν. Έτσι κατέλαβαν ανενόχλητοι όλο το φρούριο. Οι αξιωματικοί επιθυμούσαν να αναφερθούν στη Σύγκλητο γνωρίζοντας ότι, ακόμα κι αν κατάφερναν να αποφύγουν την κρεμάλα, θα έμενε στο πρόσωπό τους η δημόσια απέχθεια.
Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην επιστολή των επικεφαλής της φρουράς Vicenzo Pasta, Nuntio Querini και Marco Venier, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715.115 Όλοι αυτοί κρατούνταν αιχμάλωτοι στην γαλέρα του καπουδάν πασά που, επικεφαλής του τουρκικού στόλου, έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Οι αξιωματικοί αναφέρονταν στις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι και στις αδυναμίες της άμυνας. Επίσης, τόνιζαν ότι η επιπολαιότητα της φρουράς πληρώθηκε ακριβά· 200 στρατιώτες σφαγιάστηκαν, ενώ όλοι όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν ήταν αιχμάλωτοι. Ο Dolin μετέφερε, με άλλο γράμμα του, της 6ης Σεπτεμβρίου 1715, μια έκθεση του επίσης τραυματισμένου συνταγματάρχη Giansich για τα συμβάντα στην άλωση της Μεθώνης. Ο Giansich είχε καταφύγει στη Μεθώνη με τις δύο γαλεότες του, τη Μακεδονία και τη Μάνη, μετά από την εγκατάλειψη της Κορώνης, προκειμένου να βοηθήσει στην άμυνα στο έτερο φρούριο, όπως είχε αποφασιστεί. Είχε αναλάβει τη στρατιωτική διεύθυνση της Πλατείας, αφού ο αντιστράτηγος (tenente general) Cittadella ήταν τραυματίας. Από την αρχή της πολιορκίας υπήρχαν μεγάλα προβλήματα· μια φρουρά 823 ατόμων ήταν μικρή για να κρατήσει όλο τον περίβολο. Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι από τις πρώτες στιγμές, ο Giansich είχε καταλάβει πως η φρουρά αυτή δεν ήθελε να πολεμήσει· με απροθυμία εκτελούσε τις αναγκαίες αμυντικές ενέργειες στην Πλατεία και πάντα μετά από απειλές τιμωρίας. Οι στρατιώτες μιλούσαν με δέος υπερβάλλοντας για την τουρκική δύναμη, αλλά και για τις δικές τους αδυναμίες. Όλα αυτά τα είχε αναφέρει στον αρχηγό του στόλου Dolin, ο οποίος είχε αποκλείσει μεν την πιθανότητα ενισχύσεων, τον διαβεβαίωνε δε ότι θα τα κατάφερναν. Με νέο κουράγιο, ο Giansich είχε απευθυνθεί τότε σε αξιωματικούς και στρατιώτες ζητώντας από τον καθένα να κάνει το χρέος του. Όμως, πέντε κιόλας μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ· είχαν σκάψει αρκετά πέραν του βασικού χαρακώματος (trinciera). Στις 14 Αυγούστου, οι πολιορκημένοι είδαν ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στα τείχη και ότι το φρούριο είχε περικυκλωθεί με πυροβολαρχίες. Επίσης, την ίδια μέρα είχε φανεί το τουρκικό ναυτικό στα νερά της Σαπιέντζας, με αποτέλεσμα και οι λίγοι στρατιώτες που βρίσκονταν στην Πλατεία να μεταφερθούν στα θαλάσσια τείχη, στο Μπούρτζι (Castel di Mare), στο Μαντράκι (Mandrachio di San Marco) και στο διάδρομο στη βάση των τειχών, που κάλυπτε αμυντικά τον πυθμένα της τάφρου (falsa braga). Για να μην αφεθεί όμως το κέντρο του φρουρίου απροστάτευτο, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον προμαχώνα (baloardo) του αγίου Αντωνίου μεταφέροντας στρατιώτες στην Πλατεία. Η αταξία γινόταν όλο και πιο φανερή στη βενετική φρουρά. Για να εμψυχώσουν το στράτευμα, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου, ο Giansich με τον Pasta έκαναν περιπολία στα πιο αδύναμα μέρη των θαλασσίων τειχών, όπου ο δεύτερος τραυματίστηκε βαριά. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ στους Τούρκους που εξακολουθούσαν να επεκτείνουν το βασικό και πιο επικίνδυνο χαράκωμα, αν δεν τους μοίραζαν κρασί και ψωμοτύρι, πράγμα που έσπευσε να κάνει ο Daniel Balbi. Μέσα σε όλες τις κακοδαιμονίες, πολλά όπλα έπαθαν εμπλοκή, με αποτέλεσμα αρκετοί στρατιώτες να μείνουν άοπλοι. Την επόμενη μέρα, τα προβλήματα αφορούσαν τους μισθοφόρους δραγόνους (dragoni). Ο επικεφαλής τους, ονόματι Coplan, προτίμησε να πάει να ξεκουραστεί τη στιγμή ακριβώς που οι Τούρκοι ύψωναν το πιο προωθημένο οχύρωμα. Οι στρατιώτες του τον κατηγορούσαν ότι είχε καταχραστεί τους μισθούς τους. Μέχρι και ο αρχηγός του πεζικού Valazzi είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που τρεις φορές τη νύχτα της 15ης Αυγούστου εγκατέλειψε τη θέση του. Εκτός από τα κρούσματα απείθειας που πολλαπλασιάζονταν, υπήρχαν υπόνοιες ότι οργανωνόταν η δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Giansich. Πράγματι, ορισμένοι στρατιώτες και δραγόνοι τού επιτέθηκαν ενόσω έκανε επιθεώρηση, μα η προσωπική του φρουρά κατάφερε να τους αφοπλίσει. Ο Cittadella ματαίωσε άλλη μια ανταρσία στρατιωτών στην πύλη του Αγίου Μάρκου, οι οποίοι είχαν υψώσει λευκή σημαία. Το ίδιο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Marco Venier, στην Πύλη του Μανδρακίου. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, συνεδρίασε εσπευσμένα το στρατιωτικό επιτελείο των Βενετών (consulta di guerra). Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν της γνώμης ότι το φρούριο ήταν αδιανόητο να κρατηθεί. Έτσι αποφασίστηκε να διαπραγματευθούν την παράδοσή του. Όμως ο τούρκος βεζύρης δε δεχόταν να διαπραγματευθεί, επειδή δεν είχε τη συναίνεση των γενιτσάρων. Άλλωστε, το φρούριο είχε πια πέσει. Ο κυβερνήτης Alberti, ακολουθούμενος από εκατό περίπου στρατιώτες, είχε ανοίξει την πύλη του αγίου Μάρκου αντίθετα με τις διαταγές και είχε κατεβεί στο μόλο. Η Πλατεία είχε εγκαταλειφθεί και στο Μπούρτζι είχε υψωθεί λευκή σημαία. Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν ξεκινήσει να παραδίδονται στο τουρκικό ναυτικό. Στις χερσαίες επάλξεις δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά, οι Τούρκοι σκαρφάλωναν με γάντζους και σκάλες από την εγκαταλελειμένη βορειοδυτική πύλη (porta maestra) και την πύλη του αγίου Μάρκου, όπου βρισκόταν ο Giansich, οι εκατό πεζοί του οποίου πέταξαν τα όπλα και έτρεξαν να παραδοθούν στους Τούρκους. Ο ίδιος ο Giansich σώθηκε από τη μανία της τουρκικής επέλασης χάρη σε έναν γενίτσαρο. Ο αρχηγός του βενετικού στόλου Dolin επιβεβαίωσε απολύτως τα σημειωθέντα στην αναφορά του Jansich, προσθέτοντας στο δικό του γράμμα προς τη Σύγκλητο ότι οι αξιωματικοί της Μεθώνης είναι σε κακή κατάσταση –ο Pasta μάλλον θα πέθαινε από το τραύμα του, ενώ και το μέλλον των άλλων ήταν αβέβαιο.
Η σύνοψη των εγγράφων περιλαμβάνει επίσης σημειώσεις από ένα ημερολόγιο στα γαλλικά, το οποίο ανήκε σε πρόσωπο του τουρκικού στρατοπέδου. Το είχε στείλει ο πρεσβευτής της Βενετίας στη Βιέννη Grimani, με γράμμα του στις 18 Αυγούστου 1715. Από εκεί οι βενετικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο βεζύρης είχε φτάσει με το στρατό του από το Ναύπλιο στις 11 Αυγούστου κάτω από τα τείχη της Μεθώνης και ότι είχε γίνει γνωστό στο τουρκικό στρατόπεδο πως ο κυβερνήτης της Κορώνης είχε εγκαταλείψει το φρούριο από τις 2 του μήνα καταφεύγοντας στη Μεθώνη. Ο βενετικός στόλος, αποτελούμενος από 40 μικρά και μεγάλα πλοία, βρισκόταν κοντά στη Μεθώνη, αλλά με αντίθετο άνεμο. Με την ανάπτυξη του τουρκικού στρατοπέδου, ο βεζύρης έστειλε τελεσίγραφο στους Βενετούς ότι, αν έπεφτε έστω και μία σφαίρα, δε θα δεχόταν πλέον οποιαδήποτε πρόταση συνθηκολόγησης. Η απάντηση των Βενετών αξιωματικών ήταν ότι θα πρόβαλαν άμυνα έως εσχάτων και έτσι οι κανονιοβολισμοί ξεκίνησαν. Κατά τα λοιπά, το γαλλικό ημερολόγιο δεν απομακρύνεται από τις διάφορες καταθέσεις. Η έναρξη των εχθροπραξιών τοποθετείται στις 15 του Αυγούστου από το τουρκικό ναυτικό και την επόμενη μέρα φέρεται να υψώθηκε η πρώτη λευκή σημαία, σημάδι ότι τμήματα της βενετικής άμυνας ξεκίνησαν να προσχωρούν στους Τούρκους. Στις προσπάθειες των Βενετών να διαπραγματευθούν την παράδοση, που έγιναν στις 15 και 17 Αυγούστου, ο βεζύρης απαντούσε πάντα αρνητικά. Τελικά, οι γενίτσαροι έκαναν γενική έφοδο στα τείχη ενώ από την πλευρά των Βενετών δεν φαίνονταν σημάδια αντίστασης. Πράγματι, όσο η βενετική φρουρά παραδιδόταν στον καπουδάν πασά από την θαλάσσια πλευρά του φρουρίου, οι χερσαίες δυνάμεις του βεζύρη μπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους δεν είχαν προλάβει να επιβιβαστούν στα πλοία. Το πρωί της 16ης Αυγούστου 1715 ένας αγάς του σερασκιέρη Μουσταφά πασά είχε φέρει τα νέα στον βεζύρη ότι το φρούριο του Μοριά είχε τελικά παραδοθεί, τέσσερις μέρες πριν από εκείνο της Μεθώνης.
Β2
Γράμμα των επικεφαλής της άμυνας της Μεθώνης Vicenzo Pasta, Nutio Querini και Marco Venier, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι στη γαλέρα του καπουδάν πασά, για όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία και τις συνθήκες της παράδοσης. Το συνέταξε ο έκτακτος προνοητής Μεθώνης Vicenzo Pasta, αλλά το προσυπογράφουν όλοι. Φέρει ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1715 και συντάχθηκε στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Στο γράμμα αναφέρονται συνοπτικά τα όσα συνέβησαν κατά την πολιορκία του φρουρίου, η παράδοση του οποίου παρουσιάζεται αναπότρεπτη. Όλοι οι αξιωματικοί ισχυρίζονται ότι έκαναν το καθήκον τους. Ήταν η λιποταξία των στρατιωτών που ακύρωσε την οποιαδήποτε ευκαιρία να συνομολογηθεί μια αξιοπρεπής, συντεταγμένη παράδοση και η Μεθώνη αλώθηκε.
B.F.Q.S., Cl.IV, cod.193 (=447), Relazione della resa di Modon fatta al capitan generale, di proveditor estraordinario in Modon, 22 setembre 1715, 1 φύλλο χωρίς αρίθμηση. Ανέκδοτο. 22 Σεπτεμβρίου 1715
Porto Culata
Πηγή: kato-minagia.blogspot.gr