Κεραμεική
Αμφίπροχος κύλικα:
Το σχήμα φαίνεται πως επιχωριάζει αποκλειστικώς στην περιοχή της ΝΔ. Πελοποννήσου,καθώς έχουν καταγραφεί μόλις τρία δείγματα, προερχόμενα από τα Βορούλια, την Περιστεριά777 (Μεσσηνίας) και τον δρόμο του θολωτού τάφου Α Κακοβάτου778. Το εν λόγω αγγείο (ύψους 0,115, από ερυθρό πηλό)779 φέρει μία κατακόρυφη, υπερυψωμένη, ταινιωτή λαβή, που ξεκινά από το χείλος και απολήγει λίγο κάτω από αυτό. Στο χείλος διαμορφώνονται δύο προχοές, η γάστρα είναι αβαθής και κωνική, το δε στέλεχος βραχύτατο «οδηγεί» σε επίπεδη βάση, κοίλη εσωτερικά και είναι ακόσμητο. Η θέση εύρεσης780 της εν λόγω κύλικας πιθανώς προδίδει την εκ των υστέρων απόθεσή της και δεν συνδέεται με τον χρονικό terminus οικοδόμησης του τάφου Α.
Αμφορεύς με ελλειπτικό/ πεπιεσμένο στόμιο:
Πρόκειται για αγγείο, σαφούς μινωικής προέλευσης, καθώς παρουσιάζεται ήδη από τα ΜΜΙΙ858 χρόνια και χρησιμοποιείται μέχρι και την ΥΜΙΒ περίοδο. Το σχήμα δεν περιορίστηκε στην Κρήτη, αλλά συναντάται και εκτός αυτής (πχ Κύθηρα, Ακρωτήρι Θήρας). Στη ΝΔ Πελοπόννησο επισημαίνεται σε θολωτούς τάφους της ΥΕΙ/ΙΙ περιόδου859 (Ρούτσι θολωτός τάφος 2, Περιστεριά θολωτός τάφος 3, Γουβαλάρη τάφος 2, Κορυφάσιο, στην Ανάληψη Αρκαδίας860 και τέλος στον Κακόβατο τάφος Β 861). Στην Αργολίδα εντοπίζεται στον Ταφικό Κύκλο Α862, στον θαλαμωτό τάφο 518 στις Μυκήνες863 και στον θολωτό τάφο της Καζάρμας, ενώ γραπτά όστρακα αμφορέων με ελλειπτικό στόμιο προέρχονται πιθανώς από τον οικισμό του Αγ. Στεφάνου στη Λακωνία.
Ο FS71 διαθέτει εξαιρετικά στενό χείλος/στόμιο και βραχύτατο, αν όχι ανύπαρκτο, λαιμό. Οι δύο κατακόρυφες, κυκλικής διατομής λαβές, ξεκινούν από το χείλος και απολήγουν στον ώμο του αγγείου. Το σώμα είναι απιόσχημο– ραδινό και η βάση επίπεδη.
Διακόσμηση: Τα αγγεία αποδίδονται ακόσμητα είτε διακοσμημένα με μοτίβα της ΥΕΙ/ΙΙΑ ή και απλές ταινίες. Στην περίπτωση του Κακοβάτου864 οι δύο αμφορείς φέρουν πλησίον του λαιμού συνεχή σπείρα (FM46:32)865. Το στόμιο/λαιμός αποδίδονται ολόβαφα, ενώ η ράχη των λαβών κοσμείται με πλατιά εγκάρσια γραμμίδια. Η ζώνη των σπειρών ορίζεται προς τα κάτω με τρεις πλατιές, επάλληλες ταινίες, και τέλος η βάση είναι ολόβαφη.
Πιθαμφορείς:
Πρόκειται για εξαιρετικά δημοφιλές σχήμα στην ΥΕΙ και ιδία στην ΥΕΙΙΑ (ουσιαστικώς συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό και σχήμα του λεγομένου «ανακτορικού ρυθμού»). Ο συγκεκριμένος τύπος πιθαμφορέα διακρίνεται από την λοιπή μυκηναϊκή γραπτή κεραμική της περιόδου, λόγω τόσο των μνημειακών διαστάσεων αλλά και της αισθητικής/καλλιτεχνικής ποιότητας του διακόσμου. Διαθέτει πλατύ, έξω νεύον χείλος, λαιμό υψηλό και ευρύ, στη βάση του λαιμού δακτύλιο. Το σώμα είναι απιόσχημο / κωνικό (FS 14, 15), μεγάλων διαστάσεων και άλλοτε σφαιρικό, μικρότερων διαστάσεων (FS 20/24). Στο FS 15 προστίθενται ή τρεις οριζόντιες λαβές ή τρεις σειρές καθέτων λαβών, κυκλικής διατομής (πολλά φορές αποδίδονται και ταινιωτές με ισχυρή κεντρική νεύρωση).
Στη ΝΔ Πελοπόννησο επιμελώς διακοσμημένοι πιθαμφορείς προήλθαν από ταφικά σύνολα, όπως οι θολωτοί 1 και 2 της Περιστεριάς, ο θολωτός 1 της Τραγάνας, ο θολωτός 2 στο Ρούτσι, οι θολωτοί 1 και 2 στο Γουβαλάρη και τέλος ο τάφος Βαγενά στον Επάνω Εγκλιανό. Το σχήμα συναντάται και στη ΒΑ Πελοπόννησο, προερχόμενο κυρίως από ταφικά μνημεία και ουσιαστικώς επιχωριάζει στην περιοχή της νοτίου Ελλάδος (μέχρι τη Θήβα)866. Η δημιουργία των «ανακτορικών» αμφορέων συνδέεται τόσο με την μινωική πολιτισμική επιρροή στην ηπειρωτική χώρα, όσο και με τους συγκεκριμένους ανθρώπους/ μέλη μίας κοινωνικώς διαστρωματωμένης κοινωνίας, οι οποίοι ενταφιάζονταν σε θολωτούς τάφους (στην περίπτωση της ΝΔ. Πελοποννήσου).
Σποραδικά, όστρακα μεγάλων και πλούσια διακοσμημένων πιθαμφορέων εντοπίστηκαν και σε οικιστικά σύνολα867.
Στην περίπτωση του Κακοβάτου868 (η μοναδική αρχαιολογική θέση του νομού Ηλείας, όπου ανευρέθησαν αμφορείς ανακτορικού ρυθμού) το σύνολο των αγγείων συνελέγη θραυσμένο, είτε στον δρόμο (μόνον ένας– ο ΕΑΜ 13721) είτε στο εσωτερικό των ταφικών θαλάμων (όλοι οι υπόλοιποι).
Διακόσμηση: Το χείλος, ο λαιμός, η βάση και ο λαιμός αποδίδονται ολόβαφα, ενώ οι ζώνες διακόσμησης καλύπτουν το σύνολο του σώματος, διευθετημένες είτε σε οριζόντια είτε σε κατακόρυφη διάταξη.
Στον Κακόβατο, βάσει της ομαδοποίησης του Καλογερόπουλου, παρατηρήθηκαν οι πιο κάτω βασικές ομάδες FS14/15, αναλόγως με την χωροθέτηση του μοτίβου επί της επιφάνειας του σώματος. Συγκεκριμένα:
1) Αγγεία με κατακόρυφη διάταξη θεμάτων (φύλλα «ρακέτας»- FM63 σχηματίζοντας ένα είδος δένδρου).
2) Αμφορείς με οριζόντια διάταξη των μοτίβων στον ώμο και τη μεγίστη διάμετρο (αμφορέας από θολωτό τάφο Β), αποκλειστικά στη μεγίστη διάμετρο (θολωτός τάφο Β), σε ζώνες διακόσμησης/ διαζώματα πάνω σε ολόκληρο το σώμα .
3) Αγγεία με ακτινωτή διάταξη των θεμάτων (ΕΑΜ 13732).
4) Πιθαμφορείς με διαγώνια διάταξη των κοσμημάτων (ΕΑΜ 13721).
Αναλυτικότερα:
Υαλόμαζα:
Το υλικό προέρχεται από ταφικά σύνολα και αφορά ουσιαστικώς σε ψήφους (κατά βάση σφαιρικού σχήματος1587) και πλακίδια (ορθογώνιου). Η χημική σύσταση του υλικού δεν είναι πανομοιότυπη αλλά γενικώς συνίσταται από: πυρίτιο (σε ποσοστό 57 – 72%), ασβέστιο (3– 10%) και σόδα (9– 21%)1588.
Οι χάνδρες υαλόμαζας πρωτοεμφανίζονται στην Κρήτη τον -16ο αι 1589 και πιθανώς αντιγράφουν αιγυπτιακά πρότυπα1590. Αντιθέτως τα πλακίδια υαλόμαζας, δεύτερη μεγάλη κατηγορία μυκηναϊκών κοσμημάτων, πρωτοπαρουσιάζονται σε νεκροταφεία του ύστερου -15ου αι. και μιμούνται συριακά πρότυπα (κατά τον καθηγητή κ Αθ. Παπαδόπουλο)1591.
Ο Higgins (σε αντίθεση με τη Haevernick) υποστήριξε ότι το υλικό αυτό αποτελεί ένα φθηνό και εύκολο στην παρασκευή υποκατάστατου του χρυσού1592. Ειδικότερα στην ΥΕΙΙΙ καθίσταται το προσφιλές υλικό κατασκευής κοσμημάτων, αφού οι μήτρες/ καλούπια παρέχουν τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής κοσμημάτων με χαμηλό κόστος και σε ελάχιστο χρόνο. Η υαλόμαζα εισαγόταν στην ηπειρωτική χώρα πιθανώς από τη Συρία1593 ή την Αίγυπτο ακατέργαστη (δηλαδή με τη μορφή «ταλάντου», όπως απεδείχθη από ευρήματα του ναυαγίου της Uluburun). Επιπρόσθετα, χημικές αναλύσεις κατέδειξαν, πως η κυανή υαλόμαζα των μυκηναίων έχει την ίδια χημική σύσταση με την χρησιμοποιούμενη από τους Αιγύπτιους στην περίοδο της 18ης Δυναστείας)1594. Το πολύτιμο υλικό καταγράφεται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β ως ku– wa– no, ουσία που χρησιμοποιούταν για την διακοσμητική ένθεση. Η λέξη αργότερα θα μετεξελιχθεί σε «κυανός» δηλώνοντας την μπλέ υαλόμαζα ή γυαλί1595. Στην ΥΕΙ/ ΙΙ ευρήματα υαλόμαζας προέρχονται από τον Κακόβατο (θολωτοί τάφοι Α, Β και C):
1. Θολωτός τάφος Α.
α. Ψήφοι
Διαμ.: 0,004-0,007μ
Δέκα ψήφοι1596 από υαλόμαζα, σχήματος ημισφαιρικού ή πρισματικού και χρώματος κυανού1597. Οι ψήφοι ήταν άτρητες και χρησιμοποιούνταν είτε για την πλήρωση οπών ένθεσης είτε ράβονταν ή επικολλώντο επί των ενδυμάτων. Οι πρισματικού τύπου ψήφοι γνώρισαν ευρύτατη γεωγραφική διάδοση1598 σε ολόκληρη τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου.
β. Τετράγωνα πλακίδια.
Δύο τετράγωνα πλακίδια1599 από κυανή υαλόμαζα. Η οπίσθια πλευρά τους αποδίδεται λεία και επίπεδη, αφού έχουν παραχθεί από καλούπι-μήτρα. Τα ευρήματα είναι διάτρητα με οπές κατακόρυφες και παράλληλες μεταξύ τους. Μόλις δύο παρόμοια πλακίδια απέδωσε ο λακκοειδής τάφος ΙΙΙ του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών1600.
γ. Ειδώλιο ταύρου (ΕΑΜ 5683) Μηκ.: 0,029μ
Ειδώλιο ταύρου1601 (Πιν. 145), από κυανή υαλόμαζα, εξαιρετικής αισθητικής και περίπλοκης τεχνικής (πρόκειται για χυτό σε μήτρα αντικείμενο) . Η απόδοση του ειδωλίου χαρακτηρίζεται εξαιρετικά φυσιοκρατική. Οι κηλίδες του δέρματος πιθανόν αποδίδονται με κάποιο είδος ένθεσης.
δ. Πλακίδιο υαλόμαζας (ύψος: 0,075μ)
Πλακίδιο υαλόμαζας (Πιν.145), κυκλικού σχήματος, με απεικόνιση άστρου οκτώ ακτίνων. Η κατάσταση διατήρησής του υπήρξε κακή. Η κατασκευή του πραγματοποιήθηκε με τη χρήση μήτρας-καλουπιού. Παράλληλα για το συγκεκριμένο εύρημα (star-disc) εντοπίζονται στο Θορικό (σε ένα σύγχρονο του Α, θολωτό τάφο), στην Ακρόπολη των Μυκηνών, στον θολωτό τάφο τουΔάρα στη Μεσσηνία αλλά και στο Nuzi της Μεσοποταμίας1602.
ε. Ειδώλιο γυναίκας (ΕΑΜ 5683) (Ύψ.: 0,024μ, Πλ.: 0,018μ)
Έντονα κατεστραμμένο χυτό ειδώλιο γυναίκας (Πιν.145) από κυανή υαλόμαζα. Πρόκειται για απολύτως φυσιοκρατική τρισδιάστατη απόδοση του γυναικείου σώματος1603. Η κεφαλή και ο λαιμός έχουν εκτελεσθεί σε ανάγλυφο, ενώ μία ταινία διασχίζει το μέτωπο, πιθανώς στο ύψος του στήθους οπή ανάρτησης1604. Δείγματα γυναικείων αγαλματιδίων προέρχονται από το Nuzi, το Tell al Rimah της Μεσοποταμίας αλλά και από έξι θέσεις στη Συροπαλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Κύπρο καθώς και την Ανατολία. Το εξεταζόμενο εύρημα μάλλον εισήχθη από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή1605. Η Χατζή1606 θεωρεί το ειδώλιο ως παράσταση της μεσοποταμιακής γυναικείας θεότητας Ιστάρ (Αστάρτη)1607.
στ. Αδιαμόρφωτα τεμάχια υαλόμαζας που προορίζονταν πιθανώς για ένθεση/διακόσμηση άλλων αντικειμένων.
2. Θολωτός τάφος Β
Α) τέσσερεις σφαιρικές ψήφοι υαλόμαζας.
Β) Βαθύ, ανοικτό, σκυφοειδές (καλυκόσχημο) αγγείο (Πιν.145) από κυανόχρωμη υαλόμαζα1608 (ΕΑΜ 5671). Το αγγείο σώζεται αποσπασματικά (ένα μεγάλο τεμάχιο πλάτους 0,07μ, ο ανασκαφέας πιθανολογεί διάμετρο περίπου 0,16μ) και φαίνεται πως διακοσμείτο με οκτώ κατακόρυφες αυλακώσεις, οι οποίες διέτρεχαν το εύρημα από το χείλος ως τη βάση. Στο χείλος επισημάνθηκαν μικρές οπές, για την πρόσδεση κάποιου άλλου υλικού (πχ χρυσού). Η υαλόμαζα διαθέτει βαθύ γαλάζιο χρώμα1609, που απολεπίστηκε συν τω χρόνω. Ανάλογης ποιότητας υλικό χρησιμοποιήθηκε και σε πλακίδια από τον τάφο Ι του ταφικού Κύκλου των Μυκηνών. Στις μεταγενέστερες περιόδους δεν απαντάται τέτοιας ποιότητας και πάχους υαλόμαζα1610. Το συγκεκριμένο εύρημα θεωρείται unicum και πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε στην Ελλάδα, από εισηγμένο ακατέργαστο υλικό1611.
Ημιπολύτιμοι λίθοι
Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται υλικά, που ανευρίσκονται στη φύση, κάποια επείσακτα (ακόμη και από το Αφγανιστάν1647) και κάποια παραγόμενα στην Ελλάδα1648 (ορεία κρύσταλλος). Οι ημιπολύτιμοι λίθοι περιλαμβάνουν σάρδιο/ κορναλίνη1649, την ορεία κρύσταλλο1650, τον αμέθυστο, το lapis lazuli, στεατίτη1651. Στην Ηλεία παρουσιάζονται ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙ (θολωτοί τάφοι Κακοβάτου) και παρακολουθούνται μέχρι και τα ύστατα μυκηναϊκά χρόνια (πχ Αγ. Τριάδα), χωρίς να υπάρξει διαφοροποίηση συγκριτικά με τις υπόλοιπες μυκηναϊκές θέσεις1652.
Κακόβατος:
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Α απέδωσε: 6 σφαιρικές ψήφους από αμέθυστο1653 (ΕΑΜ 56681654), που ανήκαν σε περιδέραιο,αμφικωνικές ψήφους1655 από lapis lazuli (διαμέτρου 0,006 – 0,015μ.), δύο λεπτά πλακίδια από αχάτη (σώζονται αποσπασματικά)1656, ψήφους σε σχήμα κολοκυθόσπορου1657 (μήκους 0,013– 0,020μ) από Lapis Lazuli, τεμάχια από κύανο, πιθανώς για ένθεση σε άλλα κοσμήματα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίμηκες τεμάχιο πλακιδίου (μήκους περ. 0,012μ), το οποίο είναι διάτρητο και στην περιφέρεια της οπής έχουν χαραχθεί καμπύλες γραμμές, αποδίδοντας πιθανώς τον οφθαλμό κάποιου ζώου (ταύρου;)1658 (Πιν.149).
Από τις ανασκαφικές εργασίες στον τάφο Β προήλθαν μόλις τέσσερεις, σφαιρικές ψήφοι αμεθύστου1659 (διαμέτρου 0,010– 0,013μ). Αντιθέτως, ο τάφος εμφανίζεται πλουσιότερος σε ψήφους (ΕΑΜ 5672) από lapis lazouli, που παρουσιάζονται σε διάφορα σχήματα (σταρόσχημο/σταγονόσχημο1660, κρινόσχημο1661, παπυρόσχημο1662, αμυγδαλόσχημες1663, σφαιρικές1664 με αυλακώσεις σε ομάδες των τριων). Η διάμετρος τους κυμαίνεται από 0,010μ (οι σφαιρικές) έως 0,026μ (οι κυλινδρικές/ σωληνωτές)1665 (Πιν.149).
Στον τάφο C επισημάνθηκαν επτά διάτρητες σφαιρικές ψήφοι (ΕΑΜ 5670) από αμέθυστο και ένα φακοειδές τεμάχιο (με διάμετρο 0,020μ) από ορεία κρύσταλλο, για το οποίο ο ανασκαφέας πιθανολογεί τη χρήση του δίκην ενθέματος1666.
Χρυσός
Το πολύτιμο αυτό μέταλλο συνόδευε τους νεκρούς των θολωτών τάφων του Κακοβάτου, δηλ. εμφανίστηκε στην Ηλεία ήδη από την ΥΕΙ/ΙΙΑ. Η χρήση του ως βασικό υλικό παρασκευής αντικειμένων (ψήφων, περιάπτων1686 κλπ) ή ως επιχρύσωση άλλων υλών, παρέμεινε αδιάλειπτη, αν και περιορισμένη, καθώς χρυσά αντικείμενα παρατηρούνται σε ελάχιστους θαλαμωτούς τάφους της Ηλείας1687. Οι απασχολούμενοι στην κατεργασία του χρυσού αναφέρονται σε πινακίδες της Γραμμικής Β, πιθανώς μικρές ποσότητες του πολύτιμου μετάλλου να βρίσκονταν τοπικά αλλά ο μέγιστος όγκος προερχόταν από τη Μ. Ασία, ακολουθώντας έναν πολύπλοκο εμπορικό δρόμο προσέγγισης του Αιγαίου, μέσω των λιμένων της Συροπαλαιστινιακής Ακτής1688. Η Κωνσταντινίδη καταγράφει τις πηγές προέλευσης του χρυσού κατά τους ιστορικούς χρόνους ( Κυκλάδες, Αρκαδία, Λαύριο και Μακεδονία), υποστηρίζει πάντως ότι οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι εισήγαγαν το χρυσάφι από την Αίγυπτο, τη Συρία ή τον Πόντο/ Καύκασο (σύνδεση με το μύθο της Αργοναυτικής Εκστρατείας και το χρυσόμαλλο Δέρας)1689. Το μέταλλο χρησιμοποιείτο σε υψηλό ποσοστό καθαρότητας (σχεδόν 22 ή 24καρατίων)1690. Τα πρωιμότερα ευρήματα προήλθαν από τις ανασκαφές του Κακοβάτου στις αρχές του 20ου αιώνα.
Συγκεκριμένα:
Θολωτός τάφος Α (Πιν.151)
1. Περίαπτο απεικονίζον βάτραχο1691. Μηκ: 0,024μ, πλ.: 0,020μ (ΕΑΜ 5662) (Πιν.150). Το κόσμημα απεικονίζει το ζώο κατοπτικά (Vogelsperspektiv).
Αποδίδονται κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες, όπως μάτια, στόμα, ρύγχος, με την τεχνική της κοκκίδωσης1692. Κάποιες πρώιμες αποδόσεις του ιδίου θέματος απαντούν σε κνωσιακό λίθινο περίαπτο (από lapis lazuli), καθώς και σε χρυσό περίαπτο από την Κουμάσα (μήκους 0,01, πλάτους 0,06μ τα ανατομικά χαρακτηριστικά αποδίδονται με κόκκους)1693. Η Κωνσταντινίδη θεωρεί το εξεταζόμενο αντικείμενο σαν περίαπτο/κόσμημα λαιμού1694.
2. Περίαπτο γλαυκός1695. Μεγ.μήκος: 0,036μ (ΕΑΜ 5662) (Πιν.150). Πρόκειται για δισδιάστατη απόδοση της «πρόσοψης» της κουκουβάγιας. Οι ανατομικές λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος έχουν απεικονισθεί με την εμπίεστη τεχνική, απόλυτα σχηματικά. Ανάλογα έχουν ανευρεθεί σε αρκετούς πρώιμους μεσσηνιακούς θολωτούς τάφους (Περιστεριά θολ. Τάφος 3, Πύλος Εγκλιανός IV)1696.
3. Ψήφος κρινόσχημου άνθους1697. Μηκ: 0,038μ πλ.: μέχρι 0,005μ (ΕΑΜ 5662)
Σχηματική δισδιάστατη απόδοση κρινόσχημου άνθους (με επίμηκες, λεπτό στέλεχος και συνδυασμό έξι μεγάλων και άλλων μικρότερων φύλλων). Τεχνοτροπικά το άνθος συνδέεται με ανάλογα διακοσμητικά μοτίβα της κεραμεικής της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου1698.
4. Ψήφοι. Διαμ.: 0,003μ– 0,014μ.
Χρυσές ψήφοι διαφόρων σχημάτων που πιθανώς συναποτελούσαν περιδέραια ή ψέλια1699. Το σχήμα τους ποικίλλει. Κυριαρχούν οι σφαιρικές1700 (πιεσμένες ή κανονικές), ατρακτοειδείς, αμφικωνικές, φακοειδείς,σταγονόσχημες. Συχνά οι σφαιρικές ψήφοι κοσμούνται με σπειροειδή θέματα και αυλακώσεις, ενώ όλες φέρουν κατακόρυφη, κυκλική οπή ανάρτησης. Ανάλογα1701 παρατηρούνται στις Μυκήνες (θαλαμωτοί τάφοι 30 και 71 ψήφοι φαγεντιανής).
5. Δισκοειδή φύλλα (επιράμματα) χρυσού Δίσκοι από λεπτό φύλλο χρυσού με ή χωρίς εμπίεστο γραμμικό διάκοσμο (σπείρα, διαγώνιες, ακτινωτά διευθετημένες γραμμές). Δεν φέρουν οπή
ανάρτησης και συνεπώς επικολλώντο ή με κάποιο τρόπο στο ένδυμα του νεκρού1702.
6. Φύλλα χρυσού με κοιλότητες ένθεσης1703
Πρόκειται για λεπτά φύλλα χρυσού. Απεικονίζουν συνήθως ρόδακα (με την εμπίεστη τεχνική) ή έχουν σχήμα δισκοειδές-φακοειδές. Στο κέντρο τους διαμορφώνεται μία κυκλική κοιλότητα, κατάλληλη για την ένθεση ημιπολυτίμων λίθων, υαλόμαζας ή φαγεντιανής.
7. Φύλλα χρυσού.
Στον θολωτό τάφο Α βρέθηκαν και πολλά λεπτά φύλλα χρυσού1704, διαφόρων σχημάτων (λογχοειδή, σφαιρικά, κωνικά), που διακοσμούνται με γραμμικό, εμπίεστο διάκοσμο και είτε κάλυπταν το κεφάλι, δίκην διαδήματος είτε ράβονταν στα ενδύματα του νεκρού.
8. Δακτύλιοι. Διαμ.: 0,009μ
Δακτύλιοι1705 από συμπαγές χρυσό, κατασκευασμένοι με τη συρματερί τεχνική, η εξωτερική πλευρά των οποίων διακοσμείται με κοκκίδωση. Η Effinger1706 προτείνει ότι χρησιμοποιούνταν για να επενδύσουν κάποιοι αντικείμενο με λίθινο ή γυάλινο πυρήνα.
Θολωτός Τάφος Β
Σαφώς λιγότερα υπήρξαν τα χρυσά αντικείμενα, τα οποία προήλθαν από τον Θ. Τ. Β του Κακοβάτου. Αναλυτικότερα:
1. Δισκοειδές έλασμα/ πώμα (;). Διαμ.: 0, 024μ1707. Πρόκειται πιθανώς για πώμα (αγγείου μικρών διαστάσεων), αφού υπάρχει λαβή, φυόμενη στο κέντρο του αντικειμένου. Στην πρόσθια όψη του διακοσμείται από σφαιρικές ψήφους, σε σχήμα κύκλου (είδος κοκκίδωσης).
2. Περίαπτο θαλασσίου όστρεου1708, (0,014Χ 0,019) αποτελούμενο από δύο φύλλα χρυσού (το πίσω είναι επίπεδο) (Πιν.150). Στην πρόσθια όψη αυλακώσεις αποδίδουν σχηματικά το όστρακο. Στην άνω πλευρά διάτρητο (τμήμα κοσμήματος λαιμού). Το αντικείμενο εμφανίζεται ήδη από τη ΜΜΙ στην Κρήτη και άλλα έξι ανάλογα ευρήματα επισημαίνονται σε ταφικά σύνολα της ΜΜΙΙΙ/ΥΜΙ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά σε ΥΕΙΙ έως και ΙΙΙΓ ταφικά σύνολα (πχ στους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών, 8, 83, 94)1709.
3. Δισκοειδείς ψήφοι (διαμ. μόλις 0,008μ).
4. Ημικωνικό φύλλο χρυσού1710 («θήκη/επένδυση»), στο εσωτερικό του οποίου εντοπίζονται μικροί ήλοι για την πρόσφυση στον πυρήνα του αντικειμένου.
Θολωτός τάφος C
- Φύλλο χρυσού, επένδυση ενός οστέϊνου αντικειμένου (διαμ. 0, 011). Στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει σπειροειδές κόσμημα, το οποίο ο ανασκαφέας1711 θεωρεί σύνηθες για τα πρώϊμα μυκηναϊκά χρόνια και το παραλληλίζει με αντίστοιχο διάκοσμο σε ελεφαντοστέϊνους δίσκους.
-Κυκλικά ελάσματα χρυσού1712 από λεπτό φύλλο μετάλλου, διαμέτρου 0,013μ.
- Ελάσματα χρυσού1713 (ΕΑΜ 5663) σε μεγάλες ποσότητες επισημάνθηκαν στις γωνίες του λακκοειδούς τάφου εντός του θαλάμου. Κάποια από αυτά είχαν επίμηκες φυλλοειδές σχήμα ( μήκος 0,085μ και πλάτος 0,045μ ) ενώ άλλα ήταν ημικυκλικά με διάμετρο, που δεν ξεπερνούσε τα 0,090μ και πιθανόν συνέθεταν ρόδακες, οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα ενός διαδήματος ή στέμματος, που φορούσε ο νεκρός στην τελευταία του κατοικία.
Λίθος
Η λιθοτεχνία, της οποίας οι ρίζες, κατά τον Γ. Σακελλαράκη1725, είναι κρητικές δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθιση στην Ηλεία. Περιορίζεται ουσιαστικώς στην κατασκευή σφονδυλίων και αιχμών βελών, ενώ από τον αρχαιολογικό χώρο του Κακοβάτου προήλθαν και λίθινα αγγεία . Τα τελευταία δεν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την τέλεση λατρευτικών τελετουργιών αλλά και στην εξυπηρέτηση αναγκών της καθημερινής ζωής1726.
Τέτοιου είδους αγγεία ανευρέθησαν σε σημαντικά ή και μικρότερα ανακτορικά κέντρα (Θορικός, Ασίνη, Μενίδι, Πύλος, Τίρυνθα, Μυκήνες), με τα πιο ενδιαφέροντα να προέρχονται από θολωτούς και πρώιμους λακκοειδείς τάφους (αν και ενδιαφέροντα δείγματα λίθινων αγγείων προήλθαν και από θαλαμωτούς)1727. Αναλυτικότερα:
Α. Κακόβατος Τάφος Α
Μαρμάρινος λύχνος1728 Διαμ.: 0,022μ
Λύχνος από λευκό μάρμαρο. Βάση επίπεδη, κοίλη εσωτερικά, στέλεχος βραχύ. Το σχήμα κοινότυπο (συνολικώς 51 δείγματα) στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς έχουν ανευρεθεί περί τα 51 δείγματα1729. Το υλικό (μάρμαρο) είναι ασυνήθιστο και οι τυπολογικοί πρόδρομοι του σχήματος πρέπει να αναζητηθούν στους Παλαιοανακτορικούς χρόνους στην Κρήτη1730.
Λίθινες αιχμές: (ΕΑΜ 5687). Μηκ.: 0,026-0,055μ διαμ.: 0,03μ
40 αιχμές βελών από πυριτόλιθο, χρώματος καστανού, ωχρού ή τεφρού. Στο κέντρο της αιχμής είχε δημιουργηθεί οπή για την πρόσφυση των αιχμών στο στειλεό. Τυπολογικά ανήκουν στην ομάδα IVa κατά Buchholz1731.
Β. Κακόβατος Τάφος Β
- Λίθινο, ανοικτό, υψηλό αγγείο1732 (σωζόμενο ύψος 0,085μ), από μελανό στεατίτη. Πολύ κακή η κατάσταση διατήρησης (σώζονται δύο τεμάχια, που συγκολλώνται). Το χείλος ελαφρώς έσω νεύον. Αντίστοιχο προέρχεται από την Οικία των Ασπίδων στην Ακρόπολη των Μυκηνών.
-Λίθινο λυχνάρι με χαμηλό πόδι, από λευκό μάρμαρο, ύψους 0,056μ και διαμέτρου 0, 125μ1733. Χείλος επίπεδο, με δύο προχοές. Συγκρίσιμα δείγματα εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Θήρα αλλά σε γενικές γραμμές το σχήμα δεν κατέστη δημοφιλές1734.
Αντικείμενα από ελεφαντόδοντο1738
Το ελεφαντόδοντο είναι ουσία σκληρής υφής, εύκολη στην επεξεργασία της και προερχομένη από τους χαύλιους ελεφάντων ή τα δόντια ιπποποτάμων. Η αντίστοιχη αρχαία ελληνική λέξη είναι το «ελέφας» (τόσο για το εξεταζόμενο υλικό όσο και για το ζώο), που πιθανώς έχει τις ρίζες της στην Γραμμική Β (e– re– pa)1739. Το χρώμα του υπήρξε λευκό/ κιτρινωπό, εισαγόταν από την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη και χρησιμοποιείτο στον αιγαιακό χώρο για την κατασκευή ειδωλίων, κτενών, πυξίδων, περονών και ως ένθεμα σε έπιπλα1740. Σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες εικονίζονται (ίσως) κάτοικοι του Αιγαίου (άνθρωποι «Κεφτιού») να μεταφέρουν χαυλιόδοντες στο βασιλιά της Αιγύπτου, καθώς, μάλλον, είχαν αναλάβει το ρόλο μεταπράτη στο εμπόριο του δυσεύρετου υλικού. Βεβαιωμένα εργαστήρια κατεργασίας ελεφαντόδοντου έχουν επισημανθεί στην Κνωσό και στις Μυκήνες, ενώ έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για την λειτουργία εργαστηρίων και σε άλλα ανακτορικά κέντρα, τόσο στην Κρήτη (Ζάκρος απ’ όπου προήλθαν ακέραιοι χαυλιόδοντες) όσο και στην ηπειρωτική χώρα (Πύλος, Θήβα)1741. Στην Ηλεία τα δείγματα αυτού του υλικού είναι ελάχιστα, προερχόμενα σχεδόν αποκλειστικώς από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου.
1. Δίσκοι από ελεφαντόδοντο (ΕΑΜ 5681)
Δίσκοι από ελεφαντόδοντο (διαμ, 0,5 και 0,25 μ) με εγχάρακτο διάκοσμο και χρώματος καστανού/ καστανομέλανου. Εξαιρετικά φθαρμένοι, σώζονται αποσπασματικά. Η πρόσθια πλευρά τους, επίπεδη ή ελαφρά κοίλη, διακοσμείται είτε με σπείρα (ή παραπλήσιο σπειροειδές κόσμημα) είτε με ομόκεντρους κύκλους1742. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχουν και τα δύο προαναφερθέντα θέματα. Στην οπίσθια όψη ορισμένων δημιουργείται χαμηλό έξαρμα, ενίοτε χρωματισμένο1743 (Πιν.153).
2. Κτένι (EAM 5678) (Πιν.153)
Κτένι από ελεφαντόδοντο1744 με εγχάρακτη διακόσμηση, διαστάσεων 0,021Χ 0,07μ και χρώματος καστανού – μελανού. Σώζονται μόνο δύο τεμάχια του.
Το κτένι χωρίζεται σε δύο τμήματα από σειρά τριών εγχάρακτων γραμμών. Διακοσμείται με σπείρες, κύκλους (υπάρχουν και ίχνη από διαβήτη) και το θέμα του περιδεραίου1745.Ο Buchholz1746 το κατατάσσει στην Ομάδα 2 της κατηγοριοποίησής του (δηλ. σε παραλλαγή με ελάχιστο χρόνο παρουσίας). Με ανάγλυφο διάκοσμο, κισσόφυλλου και σπειρών, αποδίδεται η λαβή του κτενιού (ΕΑΜ 5678), μήκους 0,04μ και πάχους 0,08μ1747
3. Πώμα1748 (ΕΑΜ 5679)
Πώμα μικρών διαστάσεων (ύψους 0,056 μ και 0,029 μ), με εγχάρακτη διακόσμηση, αποτελούμενη από κύκλους και σπείρες. Στο κέντρο έχει ανοιγεί κυλινδρική κοιλότητα.
Με ανάγλυφη απόδοση του ρόδακα κοσμείται το πλακίδιο ΕΑΜ 5677. Το ελεφαντόδοντο είναι καστανό. Ο αριθμός των πετάλων είναι δεκαέξι και το κέντρο του άνθους αποδίδεται με ανάγλυφο κύκλο1749.
4. Δίσκος από ελεφαντόδοντο (ΕΑΜ 5680)
(Πιν.153). Δισκοειδές αντικείμενο, θεωρείται τμήμα τράπεζας (μικρών διαστάσεων). H Penner1750 υποστηρίζει πως πρόκειται για τμήμα φιμώτρου ή ιππευτικού εξαρτήματος.
Η διάμετρός του είναι 0,123 μ. Το ελεφαντόδοντο καστανό. Στο κέντρο του δίσκου ανοίγονται δύο οπές, συμμετρικά τοποθετημένες1751 και τέσσερεις μικρότερες, «επικουρικές;». Το περιθώριο του δίσκου κοσμείται με ανάγλυφη σειρά κομβίων. Ανάλογα (με τέσσερεις οπές και πάντα από μέταλλο) αντικείμενα σημειώνονται στην ΥΕΙΙΙΓ και στα Γεωμετρικά χρόνια1752.
5. Τεμάχια ελεφαντόδοντου
(ΕΑΜ 5676)1753. Έχουν σχήμα κυλινδρικό και είναι χρώματος καστανού. Το πάχος κυμαίνεται μεταξύ 0,006μ και 0,008μ, το πλάτος 0,01μ. Πιθανώς χρησιμοποιούνταν για την πρόσδεσή του σε κάποιο άλλο υλικό.
Χαλκός- Όπλα
Χάλκινες αιχμές βελών
Θολωτός τάφος Α Κακοβάτου: Μετάλλινη αιχμή βέλους με δύο οπές για την πρόσδεσή της στο στειλεό του όπλου1760. Κατασκευάζεται από λεπτό φύλλο χαλκού και τυπολογικά ανήκει στην ομάδα V κατά Buchholz1761.
Ξίφη
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος1762.
Μικρά τμήματα από χάλκινο εγχειρίδιο-ξίφος (το μεγαλύτερο από αυτά έχει μήκος 0,02μ). Κεντρική νεύρωση έντονη, εκατέρωθεν αυτής υπάρχουν σειρές ανάγλυφης, συνεχούς σπείρας1763.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: - Ξίφος μήκους 0,92μ. Δύο ήλοι είχαν τοποθετηθεί στην άκρη του όπλου. Λεπίδα αμφίστομη, με έντονη κεντρική νεύρωση. Το ξίφος με βεβαιότητα κατατάσσεται στην ομάδα Α της Sandars1764, που είχε μινωικά πρότυπα (δείγματα τέτοιων ξιφών συναντώνται σε ΜΜΙΙ σύνολα στα Μάλια) και γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την Ελλάδα (Πελοπόννησος, Κρήτη, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά)1765.
Περισυνελέγησαν και τρείς ήλοι, σε απόσταση ενός εκατοστού ο ένας από τον άλλο. Σε έναν από αυτούς είχε διατηρηθεί η χρυσή επικάλυψη της κεφαλής του (…χρυσόηλο…). Χρυσή επένδυση (με σύρμα) έφερε και η λαβή του (παρόμοια δείγματα από την Κνωσσό, την Αργολίδα1766). Το ξίφος
μάλλον είχε καμφθεί και μετά έσπασε σε πολλά κομμάτια1767 (Πιν. 154).
2. ΕΙΔΗ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ/ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ
Περόνες:
Οι περόνες υπήρξαν προϊόντα που πιθανώς εξυπηρετούσαν τόσο χρηστικές όσο και τελετουργικές ανάγκες. Οι πρώτες αφορούσαν στη στερέωση των ενδυμάτων, του νεκρικού σαβάνου ή και στον καλλωπισμό/ συγκράτηση της κώμης, οι δεύτερες στην απόθεση του αντικειμένου, δίκην κτερίσματος, σε θέση άσχετη με το νεκρό1788. Οι περόνες σχετίζονται με γυναικείες ταφές1789, συνόδευαν όμως και ανδρικές1790.
Θολωτός Τάφος Α Κακοβάτου: Κεφαλή χάλκινης περόνης. Διαμ.: 0,006μ. Κεφαλή περόνης με επικάλυψη χρυσού1791.
Θολωτός Τάφος Β Κακοβάτου: Απέδωσε τουλάχιστον δύο περόνες1792. Η μία, ακέραιη και έντονα διαβρωμένη, διαμέτρου 3χιλ και μήκους 0,216μ, φέρει ίχνη χρυσής επικάλυψης. Η κεφαλή της περιτρέχεται από δακτύλιο (Rollenadeln). Ο τύπος αυτός της περόνης εμφανίζεται στην ΠΕΧΙΙΙ1793, εντοπίζεται εκ νέου στην μετάβαση από τη ΜΕ στην ΥΕ και αναβιώνει στην διάρκεια της ΥΕΙΙ- ΙΙΙΑ1794. Παράλληλα συναντώνται τόσο στην Μεσσηνία1795 όσο και στη ΒΑ Πελοπόννησο1796. Επιπλέον, εντοπίστηκαν και τα θραύσματα μίας παρόμοιας περόνης. Επισημαίνεται ότι τα συγκεκριμένα κοσμήματα (που συνδέονται με την ένδυση των μυκηναίων) ανευρίσκονται συνήθως ανά ζεύγη στους τάφους1797.
Σίδηρος– μόλυβδος
Από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου προήλθε το μοναδικό σιδερένιο αντικείμενο της ΥΕΧ στο Ν. Ηλείας. Πρόκειται για σφενδόνη δακτυλιδιού1826, μεγίστου σωζομένου ύψους 0,033μ.
Ήλεκτρο
Εντύπωση στους ανασκαφείς αλλά και στους μετέπειτα μελετητές προξένησε η μεγάλη συγκέντρωση ψήφων και αντικειμένων (πλακιδίων, περιάπτων) από ήλεκτρο στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου1829.
Πρόκειται για οργανική1830 ύλη, ουσιαστικά για απολιθωμένη ρητίνη δένδρου. Μετά από διάφορες χημικές μεταβολές αποκτάται σταθερή, από φυσικοχημικής απόψεως, κατάσταση. Σε αυτή τη φάση το υλικό καθίσταται συντήξιμο υπό πίεση προκειμένου να παραχθεί το ηλεκτροειδές ή πεπιεσμένο ήλεκτρο (amber), και συνεπώς να παραχθούν τα επιθυμητά τέχνεργα ψήφοι, πλακίδια, περίαπτα στη μυκηναϊκή εποχή αλλά και τα σύγχρονά μας κομπολόγια).
Το χρώμα του είναι συνήθως κίτρινο ή πορτοκαλί, με πορτοκαλόχρωμες, καστανόχρωμες και σπανίως ερυθρωπές ανταύγειες. Οι βαθύχρωμες διαφανείς ως διαφώτιστες παραλλαγές του, θεωρούνται πολύτιμοι λίθοι. Το ήλεκτρο απαντάται σε όλες τις περιοχές της γης, αλλά τα μεγαλύτερα και περισσότερο σημαντικά κοιτάσματα/αποθέματα εντοπίζονται κατά μήκος των ακτών της Βαλτικής θάλασσας σε αμμώδεις εκτάσεις, που δημιουργήθηκαν πριν από 40 έως 60 εκατομμύρια χρόνια1831.
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Α1832 απέδωσε 500 αντικείμενα από το υλικό αυτό. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ψήφους.
Συγκεκριμένα:
Ψήφοι (Πιν.156):
Οι περισσότερες ήταν φακοειδείς και μικρού μεγέθους, συχνά με έντονες ακμές, ενίοτε ορθογωνίου σχήματος με αποστρογγυλεμένες γωνίες, ενώ όλες ήταν κατακόρυφα διάτρητες (η διάμετρος της οπής κυμαινόταν από 0,015- 0,055μ.)1833. Η διάμετρος τους ξεκινά από 0,005μ. και φθάνει τα 0,05μ., ενώ υπάρχουν και ελάχιστα δείγματα με διάμετρο που αγγίζει τα 0,08μ.1834. Αν οι ψήφοι είναι πολύ παχείς συγκριτικά με τη διάμετρο τότε συχνά το σχήμα τους προσεγγίζει το σφαιρικό.
Πλακίδια- Διαχωριστές:
Εκτός των ψήφων βρέθηκαν και πλακίδια- διαχωριστές1835 που τοποθετούνταν στο περιδέραιο ανάμεσα στις φακοειδούς σχήματος χάνδρες. Είχαν τραπεζιόσχημο ή ορθογώνιο σχήμα (με διαστάσεις 0,007Χ 0,040μ ή 0,075Χ 0,038 και παχ. 0,009μ) και έφεραν οπή στο κέντρο τους. Διακοσμούνταν με εξακτινούμενες από την οπή εγχάρακτες γραμμές (Πιν.156).
ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ:
Στον τάφο Α
βρέθηκαν και κτερίσματα από ήλεκτρο μοναδικά για ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο1836 (Πιν.156):
α) Κυκλικό αντικείμενο1837 με κυλινδρική συμφυή ράβδο (διαστ. 0,036χ 0,038, παχ. 0,007μ.).
β)Οκτώσχημο αντικείμενο με κεντρική οπή και δύο μικρότερους κύκλους (διαστ. 0,028χ 0,017 παχ. 0,016μ.)
γ) Αντικείμενο με τρείς συμφυείς κύκλους (διαστ. 0,025χ 0,01, παχ. 0,005μ). Οι ψήφοι κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες και δημιουργήθηκαν δύο περιδέραια, το ένα εκ των οποίων αποτελείται από 115 ψήφους και το άλλο από 291 1838.
Το πρώτο απαρτίζεται από φακοειδείς ψήφους1839 μεγάλου μεγέθους (με διάμετρο κυμαινόμενη από 0,014μ- 0,042 και πάχος γύρω στα 0,020μ) και ορθογώνια πλακίδια. To δεύτερο περιλαμβάνει μικρότερου μεγέθους ψήφους (διάμετρος από 0,005μ. έως 0,018μ.), σχήματος αμφικωνικού και πολλά δισκάρια. Σε περιδέραιο πιθανώς ανήκαν και τα τρία μοναδικά προαναφερθέντα ευρήματα1840.
Η ανυπαρξία σκελετικών καταλοίπων δεν επέτρεψε στους ερευνητές να συμπεράνουν, αν η κτέριση με περιδέραια χαρακτηρίζει αποκλειστικά γυναικείες ταφές. Τα πορίσματα της έρευνας από τον Ταφ. Κύκλο Β των Μυκηνών δηλώνουν ότι τα περιδέραια τοποθετούνταν ως κτερίσματα και σε ανδρικές ταφές1841.
ΤΑΦΟΙ Β ΚΑΙ C:
Επτά, μικρών διαστάσεων (διαμ. από 0,008- 0,012μ.) ψήφοι βρέθηκαν και στον θολωτό τάφο C του Κακοβάτου, ενώ ο Müller καταγράφει την ύπαρξη μίας ψήφου από τον τάφο Β, η οποία δεν κατέστη δυνατό να επισημανθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Η χρήση ηλέκτρου χαρακτήριζε, κατά την ΥΕΙ– ΙΙ, αποκλειστικά τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ απουσιάζει τελείως από την Κρήτη1842.
Αλλά και στον πρώιμο μυκηναϊκό κόσμο (σε μνημεία του οποίου έχουν βρεθεί οι μεγαλύτερες ποσότητες του ηλέκτρου) οι συγκεντρώσεις του υλικού περιορίζονται γεωγραφικά στη ΒΑ και ΝΔ Πελοπόννησο1843 (τα δύο σημαντικότερα κατά τα αρχαιολογικά ευρήματα, διοικητικά, οικονομικά και εμπορικά κέντρα της εποχής).
Σύνοψη:
Η μοναδικότητα ορισμένων αντικειμένων, προερχομένων από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, αλλά και η ανεύρεση του ηλέκτρου σε μεγάλες ποσότητες, δηλώνουν, ότι ο εν λόγω οικισμός συνδεόταν με το εμπόριο ή τη διακίνηση του. Το κεχριμπάρι στους πρώϊμους μυκηναϊκούς χρόνους απέκτησε μεγάλη συμβολική αξία, καθώς επισημαίνεται σε ελάχιστους θολωτούς και λακκοειδείς τάφους, η δε διάδοση του υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη (γεωγραφικώς)1848. Το αντίστροφο φαίνεται πως συμβαίνει στη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ, δηλαδή επισημαίνεται σε εξαιρετικώς πολλά ταφικά μνημεία (θαλαμωτούς και λακκοειδείς τάφους) , αλλά μάλλον έχει απολέσει τον συμβολισμό του.
Χαύλιοι αγριοχοίρου (κάπρου): Κάλυπταν, δίκην εξωτερικής επενδύσεως, τα κράνη των μυκηναίων πολεμιστών1849. Αναρίθμητες1850 υπήρξαν οι παραστάσεις οδοντοφράκτων κρανών σε αγγεία1851, σε λίθινα αγγεία1852, σε σφραγιδόλιθους1853, σε πλακίδια από ελεφαντόδοντο1854 και τοιχογραφίες1855.
Στη ΝΔ. Πελοπόννησο η ανεύρεση τους περιορίζεται σε πρώιμους θολωτούς τάφους1856. Στην περίπτωση της Ηλείας εντοπίστηκαν στον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου1857 και τον αντίστοιχο στο Σαμικό1858.
Αντίθετα, φαίνεται, πως επιβιώνει η εξεταζόμενη συνήθεια στη ΒΔ. Πελοπόννησο, καθώς χαύλιοι επισημαίνονται σε ορισμένους θαλαμωτούς της ΥΕΙΙΙ και συγκεκριμένα στο νεκροταφείο των Τρυπών Κλαδέου1859, καθώς και σε τέσσερεις τάφους της Αγίας Τριάδας (1, 16, 20, 25). Στη δεύτερη περίπτωση, ο συνολικός αριθμός ξεπερνά τους 100, οι οποίοι έχουν υποστεί κατεργασία και έχουν αποκτήσει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με αποστρογγυλεμένη τη μία πλευρά, και καμπυλόγραμμες τις δύο απολήξεις. Το ύψος τους κυμαίνεται μεταξύ 0, 03– 0,085μ.
Σφραγιδόλιθοι/ σφραγιστικά δακτυλίδια:
Η ανασκαφή του θολωτού τάφου Β απέδωσε έναν αμυγδαλόσχημο σφραγιδόλιθο (ΕΑΜ 5672) από lapis lazuli1860. Οι διαστάσεις του είναι 0,0136μ (μήκος), 0,0123μ (πλάτος) και 0,063μ (πάχος). Η οπίσθια πλευρά κοσμείται με δύο αυλακώσεις (παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονα), ενώ στην πρόσθια απεικονίζεται ξαπλωτός ταύρος (σε τετραποδική βάση), στραμμένος προς τα αριστερά. Στο βάθος της κεντρικής παράστασης έχει αποτυπωθεί σχηματοποιημένο φυτικό μοτίβο (πιθανώς δένδρο;).
Από τα απορρίμματα1861 της ανασκαφής του Κακοβάτου προέκυψε σφραγιδοκύλινδρος 1862, από αχάτη (καστανού/ φαικίτρινου χρώματος με λευκές γραμμές– «νερά») με παράσταση μάχης1863. Aπεικονίζεται μάχη μεταξύ μίας ανδρικής μορφής και ενός λέοντα, ο οποίος ορθώνεται στα πίσω του πόδια και στρέφεται προς τα δεξιά. Ο άνδρας φορά βραχύτατο ένδυμα, με το δεξί του χέρι επιχειρεί να εξουδετερώσει το μπροστινό πόδι του ζώου, ενώ με το αριστερό κρατά ξίφος, με το οποίο κτυπά το στόμα του λιονταριού. Δεξιά της ανδρικής μορφής έχει αποδοθεί ονοκέφαλος δαίμων (Ta– urt– Dämon1864), που πιθανώς προσφέρει την υποστήριξη ή την προστασία του στην ανθρώπινη μορφή. Τέτοιοι δαίμονες αποδίδονται συχνά στην αιγαιακή τέχνη ειδικώς με τη μορφή πομπών (όπως στο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας, σε ανάγλυφη ΥΕΙΙΙΒ ελεφάντινη πλάκα από τη Θήβα, στο πήλινο ρυτό της Ρόδου και σε ανάγλυφο όστρεο από τη Φαιστό)1865. Μη συχνά απαντώμενη είναι η διάταξη της παράστασης, κατακόρυφα στον άξονα της σφραγίδας1866.
Από τον Κακόβατο θεωρείται ότι προέρχεται το λεγόμενο «δακτυλίδι του Νέστορος». Το δακτυλίδι ανήκει στην ομάδα IV, όπως και η πλειοψηφία των ανάλογων δειγμάτων από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα1867. O Evans αναφέρει τον τρόπο απόκτησής του, καταγράφοντας το ιστορικό της ανεύρεσής του, η οποία δημιουργεί πολλά ερωτηματικά περί της γνησιότητάς1868. Η σφραγιστική επιφάνεια1869 χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα με φυτικό κόσμημα, που μοιάζει να αποδίδει το «δένδρο της ζωής». Στις ζώνες διακόσμησης ξεδιπλώνεται μία πολυπρόσωπη σύνθεση, καθώς συμμετέχουν δεκατέσσερα άτομα1870. Στην άνω αριστερά ζώνη εντοπίζεται ένθρονος λέων, σε τράπεζα προσφορών, υποστηριζομένη από μικρογραφικά αποδοσμένες ανθρώπινες μορφές. Στο κάτω αριστερό τμήμα εικονίζεται γρύπας σε τράπεζα, προς τον οποίο κατευθύνεται πομπή1871 ανθρώπων (πιστών;)1872.
Κωνσταντίνος Χρ. Νικολέντζος:"Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα".
Σημειώσεις:
777 Πιθανώς υπάρχει και ένα τέταρτο δείγμα (κάτω τμήμα του αγγείου) στον περίβολο του Θολωτού τάφου 1 της Περιστεριάς.
778 Kορρές 1976, σελ.511 (για την αμφίπροχο κύλικα και τα συγκριτικά παράλληλα). Ο καθηγ. Κορρές βάσει αυτού του ευρήματος, που θεωρεί ΜΕ επιβίωση, χρονολογεί τον θολωτό τάφο Α στην ΥΕΙ (Κορρές 1977, σελ.277). Αντιθέτως, ο Λώλος (Lolos 1987, σελ.344 και υποσημ.259) υποστηρίζει ότι το σχήμα επιβιώνει και στην ΥΕΙΙΑ και υποστηρίζει ότι δεν είναι ασφαλής η χρονολόγηση της κατασκευής ενός μνημείου από ένα μοναδικό εύρημα.
780 Ο ανασκαφέας σημειώνει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο ανασκαφής «… Im Dromos den zunächst noch Scherben von konischen Tassen gefunden, sowie umdekoriertes Gefäss mit Fuss, hoher Henkel und 2 Ausgüssen, ebenfalls zerbrechen. Tiefer prächtige Vasenscherben von grossen Gefässen mit reicher Meereslandschaft liegen…». Συνεπώς η αμφίπροχος κύλικα ανευρέθη σε σημείο σαφώς υψηλότερο των μυκηναϊκών (ανακτορικού ρυθμού) οστράκων.
858 Lolos ό.π., σελ.313.
859 Lolos ό.π., σελ.311– 312, Korres 1993, σελ.238.
860 Kalogeropoulos 1998, σελ.16 (αρ.43).
861 Οι αμφορείς φυλάσσονται στις αποθήκες του ΕΑΜ με ΑΕ 5689 και 5690.
862 Λακκοειδής τάφος VI (Karo 1908, pl. CLXXV, 956).
863 Wace 1932, pl. XLII, 5. Για τον Αγ. Στέφανο Λακωνίας πρβ. και Taylour– Janko 2008, σελ.371.
864 Müller 1909, σελ.316, taf. 16 (21), Mountjoy 1999, σελ.372.
865 Ο Niemeier (Niemeier 1980, fig.11) αγγείο με ανάλογο κόσμημα το ανάγει στο τέλος της ΥΜΙΒ (sub LMIΒ), Lolos ό.π., σελ.312 και 391.
866 Kalogeropoulos 1998, σελ.178.
867 Kalogeropoulos 1998, σελ.176– 77.
868 Αντωνίου 2008, σελ.122– 123 και 329– 334.
1588 Haevernick 1960, σελ.50– 53 (το τμήμα του άρθρου που αφορά στην τεχνολογία παραγωγής υαλόμαζας έχει γραφεί από τον Ottmar Schmid). Παπαδόπουλος 2002, σελ. 29. Επίσης Ιακωβίδης 1970, σελ.379. Πιο πρόσφατα η Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ10) παρέχει διευκρινίσεις ως προς τον όρο «γυαλί»«υαλόμαζα», «glasspaste», σημειώνοντας ότι μιλάμε για ένα υλικό του οποίου ο πυρήνας έχει ψηθεί άριστα και χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό πυριτίου. Για την τεχνολογία παραγωγής μιλά αναλυτικά και η Παναγιωτάκη (Panagiotaki 1999), Konstantinidi 2001, σελ.10–11, Χατζή 2002, σελ.63. O Rahmstorf (Rahmstorf 2008, σελ.215) αναφέρεται στην ιστορία της έρευνας της μυκηναϊκής υαλόμαζας και υποστηρίζει ότι το υλικό εντοπίζεται αρχικώς στην Αίγυπτο και την Ανατολία ήδη από τα μέσα της -3ης χιλιετίας.
1589 Higgins 1961, σελ. 76 – 82.
1590 Papadopoulos 1979, σελ. 145, Παπαδόπουλος, ό.π. σελ. 29.
1591 Ό.π., σελ. 33.
1592 Με την διατυπωθείσα άποψη συμφωνεί και ο Laffineur ( Laffineur 2003, σελ. 82).
O ερευνητής υποστηρίζει ότι οι χάντρες υαλόμαζας συνοδεύουν φτωχικές γυναικείες ταφές ή παιδικές. Στην Κρήτη η χρήση της υαλόμαζας υπήρξε σποραδική ( Higgins 1961, σελ. 50, Haevernick 1963, σελ. 193 και Hughes - Brock 1999, σελ. 285 για την «διαστρωματωμένη» κοινωνικά διάδοση του υλικού).
1593 Ο Rehak (Rehak 1997, σελ. 58) θεωρεί το εμπόριο της υαλόμαζας «a Levantine monopoly».
1594 Bass 1997, σελ. 161. Στο εν λόγω ναυάγιο ανευρέθησαν 175 δισκοειδή «τάλαντα» κυανόχρωμης υαλόμαζας.
1595 Bass, ό.π,. Για αναφορές στα ομηρικά κείμενα πρβ (Ιλιάδα ΧΙ, 24, 26, 35 και
Οδύσσεια VII, 87)
1596 Müller 1909, σελ.277
1597 Cline 2009, σελ.137– 138.
1598 Cline 1994, σελ.24. Ψήφοι πρισματικοί απαντώνται στη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μ.Ασία, την Ανατολία, την Ουκρανία και φυσικά στην Αργολιδοκορινθία. Οι μελετητές (Haevernick, Cline) υποστηρίζουν πως τα συγκεκριμένα δείγματα δεν εισήχθησαν από την Ανατολή αλλά αποτελούν προϊόντα ντόπιων, μυκηναϊκών εργαστηρίων.
1599 Müller 1909, σελ.278
1600 Haevernick 1960, σελ. 49.
1601 Müller 1909, σελ.278, taf. XII 5.
Haevernick 1960, σελ.44 και 46. Το ειδώλιο ήταν επείσακτο από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, όπου είχε αναπτυχθεί η παραγωγή ειδωλίων με ένθετη διακόσμηση (πχ, γάτα από όστρεο με ένθεση lapis lazuli καθώς και ειδώλιο ταύρου με ένθετους ρόδακες από την Uruk). Η Χατζή (Χατζή 2002, σελ. 67) προτείνει επίσης την εισαγωγή του ταύρου από τη Μεσοποταμία. Πρβ και Rahmstorf 2008, σελ. 216.
1602 Weinberg 1992, σελ.17, Χατζή 2002, σελ. 67– 68, Cline 2009, σελ. 24.
1603 Müller 1909, σελ. 278, taf. XII 6. Το πιο κοντινό παράλληλο στον Ελλαδικό χώρο εντοπίζεται σε ΥΕΙΙΙΒ σύνολο των Μυκηνών και πιθανώς πρόκειται για κειμήλιο του παρελθόντος ( πρώιμη υστεροελλαδική). Weinberg 1992, σελ. 17.
1604 Cline 2009, σελ. 144 (101).
1605 Παπαδόπουλος 2002, σελ. 34. Cline 2009, σελ. 24. Ο Rahmstorf (Rahmstorf 2008, σελ. 216)επισημαίνει τις μεσανατολικές επιδράσεις στην παραγωγή αντικειμένων υαλόμαζας στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο.
1606 Χατζή 2002, σελ. 66.
1607 Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Rahmstorf 2008, σελ. 216.
1608 Μüller ό.π, σε. 296, taf. XIV 5.6, Abb. 13. Στο ημερολόγιο ανασκαφής (σελ. 58) αναφέρεται χαρακτηριστικά « Scherben einer schonen dunkelblauen Glasvase…».
Κατά την Haevernick (Haevernick 1960, σελ. 44 και 49) οι ψήφοι και το αγγείο έχουν κατασκευασθεί από το ίδιο υλικό (σκληρό και εξαιρετικά συμπαγές), το οποίο αργότερα δεν εντοπίζεται. Επιπλέον πρβ και Fossing 1940, σελ. 25, fig. 40, Haevernick 1963, σελ. 193, Weinberg 1992, σελ. 17 «… the only cast glass vessel recorded from a Mycenaean context, though fragmentary, is of great importance and interest…». Το σχήμα του και ο διάκοσμος του με τις αυλακώσεις είναι συγκρίσιμα με μετάλλινα πρότυπα και πιθανώς με λίθινα μινωϊκά αγγεία.
1609 Χατζή 2002, σελ. 69, Το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη οξειδίων του χαλκού και όχι του κοβαλτίου (όπως συνήθως παρατηρείται στην πλειοψηφία των γυάλινων αντικειμένων της μυκηναϊκής εποχής).
1610 Παπαδόπουλος ό.π, σελ. 34.
1611 Weinberg 1992, σελ. 17.
1647 Όπως ο lapis lazuli (κύανος) πρβ και Konstantinidi 2001, σελ. 9 . Ο κορναλίνης, ο αχάτης είναι αιγυπτιακής προέλευσης (όπως πιθανώς και ο αμέθυστος). Αντιθέτως η ορεία κρύσταλλος αφθονεί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στην Κρήτη (Hughes 1999, σελ. 283 και 284). Επίσης και Βass 1996, σελ. 166 (για ημιπολύτιμους λίθους στο ναυάγιο του Uluburun).
1648 Και συγκεκριμένα στην Κρήτη, ήδη από τη ΜΜ (Βλαχόπουλος 2006, σελ. 326).
1649 Konstantinidi 2001, σελ. 8. Το υλικό πιθανώς εισαγόταν από την Αίγυπτο.
1650 Παράγεται στην Κρήτη ήδη από τις αρχές της ΜΜ (Konstantinidi 2001, σελ. 8).
1651 Ιακωβίδης 1970, σελ. 303.
1652 Ιακωβίδης 1970, σελ. 308.
1653 Ο αμέθυστος απαντάται σε μεγάλες ποσότητες εντός θολωτών τάφων (Εγκλιανού, Περιστεριάς, Βαφειού) αλλά και στο εσωτερικό θαλαμωτών (Μυκήνες, Θήβα), που κατατάσσονται στην πρώϊμη μυκηναϊκή περίοδο (Ιακωβίδης 1970, σελ. 386). Η Krzyszkowska ( Krzyszkowska 2005, σελ. 124) σημειώνει ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση ψήφων αμεθύστου στο Αιγαίο παρατηρήθηκε στο θολωτό τάφο IV του Εγκλιανού (τα δείγματα ήταν ποιοτικώς υψηλά). Χάνδρες αμεθύστου αναφέρονται και στο Ρούτσι, Τραγάνα, Καρποφόρα, Κουκουνάρα, δηλώνοντας την έντονη παρουσία του υλικού στη ΝΔ Πελοπόννησο. Η Κωνσταντινίδη θεωρεί ως χώρα προέλευσης την Αίγυπτο και σημειώνει ότι το υλικό χρησιμοποιείται βασικά για ψήφους και περίαπτα ( Konstantinidi 2001, σελ. 8). O Graziadio υποστηρίζει, ως πηγή προέλευσης του αμεθύστου, την μινωική Κρήτη ( Graziadio 1998, σελ. 55).
1654 Müller 1909, σελ. 276, taf. XIV: 7 -8.
1655 ΕΑΜ 5669 και Müller 1909, σελ. 276.
1656Müller 1909, σελ. 276, taf. XΙΙΙ: 23, 24
16571657 Η Effinger ( Effinger 1996 σελ.27, υποσ.421) τις θεωρεί αμυγδαλόσχημες.
1658 Πρόκειται για το ΕΑΜ 5674 (Müller ό.π, σελ.277, Abb.1).
1659 Müller 1909, σελ.276, taf. XIV: 7 -8. Krzyszkowska 2005, σελ.121. Συνολικά από τον αιγαιακό χώρο προήλθαν 600 ψήφοι αμεθύστου. Η επεξεργασία του γινόταν στον Πόρο της Κρήτης, ήδη από την ΥΜΙΑ, χωρίς να αποκλεισθεί η εισαγωγή έτοιμων προς χρήση ψήφων (ό.π., σελ.125).
1660 Effinger 1996, σελ.28, υπος.433. Αντίστοιχα δείγματα και από Κρήτη (από ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα ή φαγεντιανή), μόνο που ανήκουν σχεδόν όλα στην ΥΜΙΙΙ. Avila 1983, σελ.31 (18), αντίστοιχο από φύλλο χρυσού από το Καπακλί Βόλου.
1661 Effinger ό.π, σελ.29, υποσ. 443 και σελ.45. Τα περίαπτα αυτά συναντώνται και σε ΥΜΙΙΙ τάφους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατασκευάζονται από χρυσό, υαλόμαζα ή και lapis lazuli και επισημαίνονται σε ΥΕΙΙΑ– ΙΙΙΒ τάφους.
1662 Effinger ό.π, σελ.34, υποσ.535. Στην ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται σε ΥΕΙΙΑ– ΙΙΙΒ τάφους.
1663 Ο τύπος αυτής της ψήφου είναι εξαιρετικά δημοφιλής τόσο στην Κρήτη (από τις αρχές της Παλαιοανακτορικής περιόδου μέχρι και την ΥΜΙΙΙΒ) όσο και στην ηπειρωτική χώρα (εκτός από τον θολωτό τάφο Β του Κακοβάτου, ανάλογα δείγματα προήλθαν από τους θαλαμωτούς τάφους 517 και 518 των Μυκηνών και την Πρόσυμνα). Το υλικό κατασκευής των συγκεκριμένων ψήφων είναι οι ημιπολύτιμοι λίθοι, η υαλόμαζα ή και ο χρυσός ( Effinger 1996, σελ.26– 27).
1664 Αναρίθμητα παράλληλα καταγράφονται από τις Μυκήνες (Effinger1996, σελ.25 και υποσ. 388).
1665 Müller 1909, σελ. 295 - 296, Abb. 12, taf. XIV: 7 -8.
1666 Müller 1909, σελ. 301, taf. XIV: 11 (για το τεμάχιο της ορείας κρυστάλλου).
1686 Η συντριπτική πλειοψηφία ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες.
1687 Χάνδρες χρυσού σημειώνονται στους τάφους 1, 5 και 16 της Αγ. Τριάδας χρυσό περίαπτο από τον τάφο 20, χρυσές ψήφοι από το Αλποχώρι.
1688 Bass 1997, σελ. 158.
1689 Konstantinidi 2001, σελ. 6 – 7. Η Zavadil (Zavadil 2009, σελ. 111), αφού σημειώνει τη σπανιότητα εμφάνισης του μετάλλου στον ελλαδικό χώρο, αναφέρει θεωρία, που υποστηρίζει, ως περιοχή προέλευσης του χρυσού, την Βόρεια Βαλκανική
1690 Konstantinidi 2001, σελ. 5.
1691 Müller 1909, σελ. 271, Αντωνίου 2008, σελ. 564.
1692 Ηοοd 1987, σελ. 235. Od. Sargnon 1987, σελ. 81. Rehak 1997, σελ. 58 (οι μινωίτες μεταλλουργοί απέκτησαν την τεχνογνωσία στη Συρία ήδη από την Πρωτοανακτορική περίοδο), Konstantinidi 2001, σελ. 16– 17, Zavadil 2009, σελ. 105, υποσ. 42 .
1693 Effinger 1996, σελ. 50, υποσ. 792.
1694Konstantinidi 2001, σελ. 105 και σελ.23 (για τη συγκεκριμένη ομάδα αντικειμένων).
1695 Müller 1909, σελ. 271, Αντωνίου 2008, σελ.563.
1696 Blegen– Rawson 1973, σελ.117, εικ. 192, Κορρές 1976β, σελ. 477 και υποσ.1
Για τη χρήση των ομοιωμάτων αυτών καθώς και για τη θρησκευτική τους χρήση εκτενές άρθρο έχει γράψει ο Σπ. Μαρινάτος (Marinatos 1968). Η κουκουβάγια φαίνεται να συνδέεται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια με χθόνιες λατρείες. Ο Μαρινάτος μάλιστα διαπλέκει την ύπαρξη της σε μεσσηνιακούς τάφους με τη μεταγενέστερη λατρεία του Άδη στην περιοχή της Τριφυλίας αλλά και με το τοπωνύμιο «Πύλος» (δηλ. είσοδος στον Άδη). Επίσης θεωρεί το πτηνό σύμβολο της δυναστείας των Νηλειδών, που τη συνδέει με τη βασιλική οικογένεια ενός άλλου σημαντικού μυκηναϊκού κέντρου, του Ορχομενού.
Η Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, σελ.105) κατατάσσει το περίαπτο στην κατηγορία των κοσμημάτων ενδυμασίας. Η Gallou (Gallou 2005, σελ. 38) αναφέρεται εκτενώς στην πιθανώς συμβολική – μαγική αξία του συγκεκριμένου περιάπτου. Αποτροπαϊκά σύμβολα θεωρούνται και από τον Laffineur (Laffineur 2003, σελ.81).
1697 Müller 1909, σελ.272
1698 Avila 1983, σελ.26(2). Ο συγγραφέας αναφέρει ένα μοναδικό παράλληλο από το Καπακλί Βόλου. Επίσης και Παπαδόπουλος & Κοντορλή – Παπαδοπούλου 2003, σελ. 455, οι οποίοι σημειώνουν την ομοιότητα των δύο αντικειμένων και τη θεωρούν δηλωτική της ύπαρξης στενών σχέσεων μεταξύ Δυτικής Πελοποννήσου και Θεσσαλίας.
1699 Μüller 1909, σελ.272 Avila 1983, σελ.31. Kilian– Dirlmeier 1986, σελ. 194
1700 Avila 1983, σελ. 31. Αναφέρονται παράλληλα από τα Δενδρά (θαλαμωτός τάφος 10), την Πύλο Εγκλιανός, θαλαμωτός Κ), την Περατή και την Πρόσυμνα. 1701 Effinger 1996, σελ. 34, υποσ. 520.
1701 Effinger 1996, σελ. 34, υποσ. 520.
1702 Ή απλώς «ρίχνονταν» συνοδεύοντας το νεκρό (Kontorli – Papadopoulou 1995, σελ. 121).
1703 Müller 1909, σελ. 273 Avila 1983, σελ. 31
Ανάλογα κοσμήματα απαντούν στους δύο ταφικούς κύκλους των Μυκηνών καθώς και στους θολωτούς τάφους στο Καπακλί, στην Πρόσυμνα και την Περιστεριά.
1704 Laffineur 2003, σελ. 83.
1705 Müller 1909, σελ. 273, taf. XIII: 8, 18.
1706 Effinger 1996, σελ. 92.
1707 Müller 1909, σελ. 294, taf. XIV: 1.
1708 Müller 1909, σελ. 294, taf. XIV: 2, πρβ και Ιακωβίδης 1970, σελ. 306 και εικ. 128:35.
Ο Ιακωβίδης σημειώνει «…Τα είδη αυτά (εννοεί τα διακοσμητικά θέματα αργοναύτη, κοχλιόσχημο κ.α) ανήκουν γενικώς εις τα γνωστά και οικεία, τα ευρεθέντα και ευρισκόμενα κατά καιρούς εις όλα τα μυκηναϊκά κέντρα και μάλιστα εις τα απλούστερα…». Σακελλαρίου 1985, σελ. 307, 111.
1709 Effinger 1996, σελ. 46 και υποσ. 747.
1710 Müller 1909, σελ. 294, taf. XIV: 3.
1711 Müller 1909, σελ. 299.
1712 Müller 1909, σελ. 299.
1713 Müller 1909, σελ. 299.
1725 Sakellarakis 1976, σελ. 175.
1726 Rehak 1997, σελ. 53 (ο ερευνητής τάσσεται υπέρ του λατρευτικού χαρακτήρα των λιθίνων αγγείων, καθώς η πλειονότητά τους έχει εντοπισθεί σε ταφικά σύνολα), Chatzi 1999, σελ. 348.
1727 Sakellarakis 1976, σελ.186.
1728 Müller 1909, σελ.293
1729 Dickers 1990, σελ.170 – 171.
1730 Dickers 1990, σελ.202, 203. Ο Warren ( Warren 1969, σελ. 50 και 51) θεωρεί ότι οι λύχνοι της ηπειρωτικής χώρας (που εντοπίστηκαν σε ΥΕΙ/ΙΙ σύνολα) είχαν εισαχθεί από την Κρήτη. Στην Δυτική Πελοπόννησο τα λίθινα αγγεία προέρχονται από ταφικά σύνολα και συγκεκριμένα από έξι θολωτούς (Κακόβατος, τ. Α και Β, Μουριατάδα, Νιχώρια, Περιστεριά, Πύλος (IV), Τουρλιδίτσα) και έναν θαλαμωτό (Ελληνικά Ανθείας) πρβ Chatzi 1999, σελ. 348.
Στη διάρκεια της ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙΑ το σχήμα του λύχνου απαντάται και εκτός Κρήτης και συγκεκριμένα στη Θήρα, Κώ, Χίο, Ρόδο και Τροία, ενώ από την ΥΕΙΙ ξεκινά η εισαγωγή του στην ηπειρωτική Ελλάδα ή κάποιοι μυκηναίοι τεχνίτες μιμούνται ή εμπνέονται από τα κρητικά πρότυπα. Σύμφωνα με άλλους μελετητές (πχ Warren) τα λίθινα αγγεία της ηπειρωτικής χώρας , που ανάγονται χρονικά πριν την ΥΕΙΙΙΒ1, μάλλον είναι μινωικές εισαγωγές. Ο Hägg (Hägg 1982, σελ. 30) πιστεύει ότι και δύο λίθινοι λύχνοι από τον θολωτό τάφο IV στον Εγκλιανό είναι κρητικής προέλευσης. Επίσης και Rehak 1997, σελ.55
1731 Buchholz 1962, σελ.24, 37. Η τυπολογική αυτή ομάδα παρουσίασε ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρη την κεντρική και νότια Ελλάδα στη διάρκεια των πρώιμων υστεροελλαδικών χρόνων.
1732 Müller 1909, σελ.298, taf. XXIV 5. Dickers 1990, σελ. 193.
1733 Müller 1909, σελ.298, taf. XXIV 4.
1734 Dickers 1990, σελ.179.
1738 Müller 1909, σελ. 282-89, Bass 1997 σελ.160, Rehak 1997, σελ.52. Το υλικό εισαγόταν ακατέργαστο από την Αίγυπτο ή τη Συρία (στην τελευταία έφθανε από τη μακρινή Ινδία). Ο Graziadio πιστεύει πως το ελεφαντόδοντο προήλθε από την Κρήτη (Graziadio 1998, σελ.55).
1739 Konstantinidi 2001, σελ.9.
1740 Ιακωβίδης 1970, σελ.382, Bass 1997, σελ. 159, Konstantinidi 2001, σελ. 9.
1741 Για το εμπόριο του υλικού και την κατεργασία πρβ και Rehak 1997, σελ. 52 – 53.
1742 Müller 1909, σελ.286-7, fig. 7, Poursat 1977, σελ.142, Avila 1983, σελ.36:28 (για τεχνική κατασκευής δίσκων ελεφαντόδοντου).
1743 Müller 1909, σελ. 284-285 Hood 1987, σελ. 160. Avila 1983, σελ. 36. Poursat 1977, σελ. 48. Σακελλαράκης 1979, σελ. 84, υπος. 218. Ίχνη ερυθρού χρώματος παρατηρούνται στο δίσκο/πλακίδιο από τον Κακόβατο και γαλάζιο σε αντικείμενα από το Ρούτσι και το Άργος.
1744 Müller 1909, σελ. 285, taf. XII, 2. Poursat 1977, σελ. 141 – 143. Τα κτένια στη μυκηναϊκή εποχή ήταν σχεδόν αποκλειστικά κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο (πρβ Ιακωβίδης 1970, σελ. 286). Buchholz 1984/5, σελ. 120. Διεξοδική αναφορά σε παράλληλα τόσο για το κτένι όσο και το διάκοσμό του.
1745 Θέματα εξαιρετικά δημοφιλή στην ΥΕΙ και ΙΙ μυκηναϊκή αγγειογραφία. Poursat 1977, σελ. 141. Περίτεχνος διάκοσμος παρατηρείται και σε άλλα δείγματα της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου και συγκεκριμένα από την Πρόσυμνα (Blegen 1937, σελ. 282), το Άργος (Deshayes 1966, σελ. 213), τις Μυκήνες (Wace 1932, σελ. 210), την Αττική. Η Παπάζογλου ( Papazoglou 1994, σελ. 185) κάνει διεξοδική αναφορά σε κτένι από ελεφαντόδοντο που ανευρέθη σε ΥΕΙΙΙΓ τάφο «πολεμιστή» στην Αχαία.
1746 Buchholz 1984/5, σελ.117.
1747 Müller 1909, σελ.286, taf. XII, 1 και Poursat 1977, σελ.142.
1748 Müller 1909, σελ.286, taf. XII, 4. Poursat 1977, σελ.143.
1749 Müller 1909, σελ.288, taf. XIV 15, Poursat 1977, σελ.143.
1750 Penner 1998, σελ. 48 - 49. Ανάλογο και από τον θαλαμωτό τάφο 7 των Δενδρών και τις Μυκήνες (Οικία των Ασπίδων).
1751 Αντίστοιχο ονομάζεται κατά Penner ( Penner 1998, σελ. 62, τύπος 1) (variante 3) «knebel» και εντοπίζεται τόσο στην Ελλάδα (πχ θολωτός Δενδρών) όσο και στη Βορειοανατολική Ευρώπη.
1752 Imma Kilian – Dirlmeier, Anhänger in Griechenland von der mykenischen bis zur geometrischen Zeit, PBF XI,2 , München 1979 (σελ. 16 – 19).
1753 Müller 1909, σελ. 291, taf. XIV 14, Poursat 1977, σελ. 143.
1762 Müller 1909, σελ. 291
1763 Ανάλογα δείγματα βρέθηκαν και στους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών αλλά και σε πρώιμους θολωτούς τάφους στη Μεσσηνία. Η τάση για διακόσμηση (ανάγλυφη, με νίελλο, εμπαιστική) είναι σαφώς μυκηναϊκό χαρακτηριστικό και δεν συναντάται στη μινωική Κρήτη.
1764 Sandars 1961, σελ.26 και Sandars 1963, σελ.117.
1765 Sandars 1961, σελ.25. Το συγκεκριμένο απαντάται συχνά στη νότια Πελοπόννησο (πρβ. δείγματα από Ρούτση και Βαφειό).
1766 Sandars 1961, σελ.26 (πρβ δύο ξίφη από τον τάφο IV του ΤΦΚΑ και ξίφος από το ανάκτορο της Κνωσσού), Papadopoulos 1998, σελ. 43.
1767 Για το συγκεκριμένο έθιμο ταφής πρβ. οικείο κεφάλαιο.
1788 Για τις σχετικές θεωρίες πρβ Βλαχόπουλος 2006, σελ. 272, Ιακωβίδης 1970, σελ.289, Kilian – Dirlmeier 1984, σελ. 37. Ο Ιακωβίδης αναφέρει χαρακτηριστικώς «Καμμία (ενν. περόνη) δεν ευρέθη εις σχέσιν λειτουργικήν, ούτως ειπείν, προς τον νεκρόν, είναι δε φανερόν, ότι ενώ απετέλουν μέρος της ιδιοκτησίας του, δεν ήσαν αντικείμενα αμέσου και διαρκούς χρήσεως». Δακορώνια 1992, σελ. 292 – 293 (όπου συνοψίζει τις ήδη διατυπωθείσες θεωρίες). Η ίδια αναφέρεται σε πρωτογεωμετρικές ταφές (καύση και ενταφιασμοί), όπου η προσφορά των περονών χαρακτηρίζεται σαφώς τελετουργική - συμβολική.
1789 Βλαχόπουλος 2006, σελ.273.
1790 Demakopoulou– Crouwel 1998, σελ.276.
1791 Müller 1909, σελ. 273, taf. 13:31, Kilian 1984, σελ. 55. Η Kilian χρονολογεί το εύρημα βάσει των συνανηκόντων κτερισμάτων στην ΥΕΙΙΑ.
1792 Müller 1909, σελ. 298, Kilian – Dirlmeier 1984, σελ. 60. Για την ανεύρεση δύο περονών ανά τάφο πρβ και σελ. 65.
1793 Kilian– Dirlmeier 1984, σελ. 52.
1794 Kilian– Dirlmeier 1984, σελ. 60.
1795 Blegen– Rawson 1973, σελ. 84, 75, 38 (fig. 110:14).
1796 Πρβ Πρόσυμνα – Blegen 1937, σελ. 77.
1797 Χωρίς να λείπουν και οι μεμονωμένες περιπτώσεις (Δακορώνια 1992, σελ. 296).
1826 Müller 1909, σελ.275. Για τα δακτυλίδια βλ και Waldbaum 1978, σελ. 18 – 19 (με αναφορά στο σύνολο των ανευρεθέντων σιδηρών αντικειμένων στον ελλαδικό χώρο κατά την ΥΕΧ), Σακελλαράκης 1979, σελ. 388 (δακτυλίδι από άργυρο, με σιδερένια επένδυση) Konstantinidi 2001, σελ. 242. Επιπλέον και Ιακωβίδης 1970, σελ. 290, 291. Ο ερευνητής υπογραμμίζει τη σπανιότητα της εμφάνισης σιδερένιων αντικειμένων ή τεμαχίων σιδήρου σε τάφους της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής.
Η σποραδικότητα εμφάνισης του σιδήρου καταδεικνύει τη σημασία του ευρήματος και κατ’ επέκταση και του ενταφιασθέντος. Κυβόσχημο πλακίδιο από σίδηρο επισημάνθηκε και στο θολωτό τάφο στο Καπακλί του Βόλου. Ο Avila (Avila 1983,σελ. 36) σημειώνει ότι στην ΥΕΧ εμφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά κοσμήματα από σίδηρο, ενώ καταγράφει και τις θέσεις ανεύρεσης τέτοιων αντικειμένων.
1829 Müller 1909, σελ.278 – 282, Konstantinidi 2001, σελ.105.
1830 Περί ηλέκτρου στο αντίστοιχο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάνικα, τομ. 26, σελ. 282. Την ονομασία του την πήρε από το επίθετο «ηλέκτωρ» που σημαίνει « λαμπρός, φωτεινός » και είναι αγνώστου ετυμολογικής προελεύσεως ( Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής ). Το υλικό εμφανίζεται και σε πρώιμα λογοτεχνικά έργα ( Ησίοδος, Όμηρος ). Ειδικότερα στην Οδύσσεια ( δ, 75 και ο 461, μετάφραση Ζησ. Σιδέρη) αναφέρεται: «Θάμαξε γιέ του Νέστορα, πολυάκριβε μου φίλε, τη λαμπεράδα του χαλκού, στ’ αχόλαλο παλάτι, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, το ασήμι» «Κι εκεί ήρθε ένας πολύτεχνος στο πατρικό μου σπίτι μ’ ένα γιορντάνι ολόχρυσο, με κεχριμπάρια απάνω». Konstantinidi 2001, σελ. 10. Για μυθολογικές αναφορές πρβ και Bouzek 2007, σελ. 359– 360, Ambre 2007, σελ. 17 – 22.
1831 Είναι ανάγκη να τονισθεί ότι λόγω της οργανικής του σύστασης το ήλεκτρο είναι εξαιρετικά φθαρτό υλικό.
1832 Πρέπει να σημειωθεί ότι το ήλεκτρο απουσιάζει κατά τη ΠΕ και ΜΕ εποχή απόντον αιγαιακό χώρο. Εμφανίζεται αναπάντεχα στα πρώιμα μυκηναϊκά χρόνια μαζί μεντην εμφάνιση μνημειωδών ταφικών μνημείων και πλούσια κτερισμένων νεκρών (συγκεκριμένα πρόκειται για τους λακκοειδείς τάφους Ο, ΙΙΙ, IV, V, I, των ταφικώννκύκλων Β και Α των Μυκηνών, τους θολωτούς τάφους 3 και 2 της Περιστεριάς, τοννθολωτό τάφο IV στην Πύλο, τον θολωτό τάφο ΙΙ στο Ρούτσι ( Μυρσινοχώρι), τοννθολωτό τάφο στην Ανάληψη Αρκαδίας, στο Βαφειό Λακωνίας, του Αιγίσθου και του Επάνω Φούρνου στις Μυκήνες, έναν θαλαμωτό στα Δενδρά και δύο στηννΠρόσυμνα). Συγκεκριμένα στον Ο (ΤΦΚΒ), ο οποίος είναι και ο χρονικάνπρωιμότερος, ανευρέθησαν 122 αντικείμενα από ήλεκτρο. Πρέπει νανυπογραμμισθεί, ότι το υλικό, κατά την ΥΕΙ και ΥΕΙΙ δεν επισημαίνεται εκτόςνΠελοποννήσου, παρά μόνο στη Θήβα ( A. Harding– Hughes- Brock 1974, σελ.147–148 και Hughes-Brock 1985, σελ.257- 258) .
1833 Müller 1909, σελ. 278, 279, Ambre 2007, σελ. 51 ( για τον θολωτό τάφο Α)
1834 Beck 1970, σελ. 6. Συγχρόνως ανάλογου σχήματος ψήφοι από τους ταφικούςνκύκλους των Μυκηνών δεν ξεπερνούν τα 0,04 μ. Οι Harding και Brock αναφέρουννπως τα αντικείμενα από τον Κακόβατο έχουν τις μεγαλύτερες διαστάσεις ( σε εκείνη την χρονική περίοδο ) σε ολόκληρο τον αιγαιακό χώρο. Ο Cultraro (Cultraro 2007,νσελ. 381) επισημαίνει την ομοιότητα ορθογωνίων διαχωριστήρων από το Πλημμύριον(Συρακούσες) με ανάλογα από τον θολωτό τάφο Α του Κακοβάτου, τον τ. Ο τουνΤΦΚΒ και του θολωτού 2 στην Περιστεριά. Στο Ambre 2007, σελ. 51 σημειώνεται ότιντο ήλεκτρο του Κακοβάτου, κατόπιν προσφάτων αναλύσεων, έχει παρεμφερήνσύσταση– δομή με άλλα ευρωπαϊκά, τα οποία προήλθαν από τη Σικελία.
1835 Ο διάκοσμος και η οπή διάτρησης συγκρίνονται με αντικείμενα από την Μεγ. Βρετανία και τη Γερμανία ( Hughes– Brock 1985, σελ.258).
1836 Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ.262, αρ.283. Μόνο το οκτώσχημο αντικείμενο έχεινσυγκρίσιμο παράλληλο, προερχόμενο από την Ακρόπολη των Μυκηνών.
1837 Αντιθέτως απαντάται συχνά κατά την ΠΕΧ στην Ανατολική Ευρώπη (Harding–νBrock 1974, σελ.155)
1838 Beck 1970, σελ.7. Να σημειωθεί ότι περιδέραιο πρώιμων υστεροελλαδικώννχρόνων είχε αποτεθεί σε τάφο της ΥΕΙΙΙ ( ο θαλαμωτός τάφος 518 στις Μυκήνες ),νδίκην οικογενειακού κειμηλίου.
1839 Beck 1927, σελ.1-74. Ο συγγραφέας ομαδοποιεί, ανάλογα με το σχήμα τιςνψήφους και κατ’ αυτόν οι εξεταζόμενες από εμάς χάνδρες ανήκουν στην Ομάδα Β.1e.
1840 Μυκηναϊκός Κόσμος, σελ. 262, αρ.283
1841 Kilian– Dirlmeier 1986, σελ.162– 172 και Abb.12– 16, Tab.5, 6
1842 Beck 1966, σελ.201. Στην Κρήτη θα εμφανισθεί σε εξαιρετικά μικρές ποσότητεςνστη διάρκεια της ΥΕΙΙΙ ( με την “κατάκτηση” της νήσου από τους Μυκηναίους ). Ηναπουσία αυτή πιθανόν υποδηλώνει διαφορετικές αισθητικές ή θρησκευτικέςναντιλήψεις.
1843 (Hughes– Brock 1985, σελ.259), Μεγάλες ποσότητες ηλέκτρου, ψήφοι καινπλακίδια, ήρθαν στο φώς κατά την ανασκαφή των τριών θολωτών τάφων στηννΠεριστεριά ( ιδία του δευτέρου ), του θολωτού τάφου IV στην Πύλο. Το πρωιμότερονδείγμα όμως ηλέκτρου συναντάται στον τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου Β τωννΜυκηνών. Σημειωτέον, ότι, κατά τον Κορρέ ( Κορρές 1977, σελ. 313), το ήλεκτρονεμφανίστηκε στην Περιστεριά, κατά την ΥΕΙΙ (θολ.τάφος ΙΙ), ενώ αντικείμενα απόνχρυσό εντοπίστηκαν σε πρωιμότερους τάφους (ΜΕ/ΥΕΙ τάφος, θολ. τάφος ΙΙΙ).
1848 Lewartowski 2000, σελ.34– 35.
1849 Ο Κορρές ( Κορρές 1969, σελ.446– 447) καταγράφει την πληθώρα επιθέτων μεντα οποία περιγράφονται στα ομηρικά κείμενα τα κράνη σε σχέση με το υλικόνκατασκευής, το σχήμα και τη γενικότερη αισθητική. Papadopoulos 1979, σελ.162.
1850 Πρβ Κορρές 1969, σελ.450– 454, όπου καταγράφονται οι παραστάσειςνοδοντοφράκτων κρανών τόσο στη μινωική Κρήτη όσο και στις Κυκλάδες, ηπειρωτικήνΕλλάδα.
1851 Σε αμφορέα από τον Κατσαμπά (Κορρές 1969, σελ.450).
1852 Από την Κνωσό (Κορρές 1969, σελ.450).
1853 Από τη συλλογή Γιαμαλάκη, το Βρετανικό Μουσείο, το Βαφειό, τον θαλαμωτό 518 των Μυκηνών (Κορρές 1969, σελ. 450, 453).
1854 Από τα Σπάτα, τις Μυκήνες, τις Αρχάνες (Κορρές 1969, σελ. 451, 453).
1855 Στο δωμάτιο 64 ανακτόρου Εγκλιανού, στην Οικία Τσούντα (Μυκήνες) (Κορρές1969, σελ.452 -3).
1856 Korres 1984, σελ.5.
1857 Müller 1909, σελ.292
1858 Παπακωνσταντίνου 1983, σελ. 110.
1860 Sakellarakis 1982, σελ. 67 – 68.
1861 Τον περισυνέλεξε ένας φοιτητής αρχαιολογίας, ονόματι G. Sanborn.
1862 Διαστάσεων: Μήκος 0,0212μ., ΔΜ 0,045μ., παχ. 0,023μ.
1863 Vermeule 1983, σελ. 143, σχ. 25, Pini 1988, σελ. 221. Ο συγκεκριμένος ανήκει στην Antikensammlung München με αριθμό ευρετηρίου Slg. Loeb – Inv. Nr. 681, Kryszkowska 2005, σελ. 149. Οι δαίμονες πρωτοεμφανίζονται στην Κρήτη, οι οποίοι στην νεοανακτορική περίοδο συμμετέχουν σε ανθρώπινες δραστηριότητες.
1864 Pini 1988, σελ. 221.
1865 Για συγκρίσιμα παράλληλα δαιμόνων πρβ και Κριτσέλη 1982, σελ.23.
1866 Pini 1988, σελ. 221.
1867 Βασιλικού 1997, σελ. 17. Από την ηπειρωτική Ελλάδα προήλθαν 48 δείγματα, εκ των οποίων τα 33 από την Αργολίδα (σελ. 12).
1868 Sakellarakis 1973, σελ. 306, Kryszkowska 2005, σελ. 334. Η μελετήτρια στηννυποσημείωση 111 αναφέρει ότι διενεργήθηκε υπερηχοτομογραφία που αποκάλυψενότι το εσωτερικό του δακτυλιδιού ήταν κενό και όχι συμπαγές (όπως και τωννυπολοίπων δακτυλιδιών της ΥΕΧ).
1869 Για τη σημασία και τη χρήση των σφραγιστικών δακτυλιδιών πρβ και Βασιλικού 1997, σελ. 12.
1870 Sakellarakis 1973, σελ. 306.
1871 Βασιλικού 1997, σελ. 30 και 38. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν εντοπισθεί ένδεκανδείγματα με πομπικές παραστάσεις.
1872 Kryszkowska ό.π, σελ. 334.