Ο +4ος αι. σηματοδοτεί για το νέο ρωμαϊκό κράτος τις συνέχειες με το παλαιότερο, δημιουργώντας του μηχανισμούς που θα τις αναπαράγουν, αλλά ταυτόχρονα είναι γεμάτος με τα σπέρματα των τομών που συντελούνται ήδη και θα συνεχίσουν και στους επόμενους αιώνες. Οι μεγάλες ιστορικές αλλαγές που συμβαίνουν με την μετακίνηση της πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, και την υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του νέου κράτους προβάλουν ως τα δύο βασικά ιστορικά ζητήματα που σημαδεύουν τον +4ο αι. σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας. Αυτά τα γενικά σχήματα, όπως αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα είναι εξελίξεις που βρίσκουν τον δρόμο τους μέχρι την απομακρυσμένη πελοποννησιακή επαρχία της Μεσσηνίας και την πόλη της Μεσσήνης.
Η γνώση μας για την ιστορία, τα μνημεία και την κοινωνία της Πελοποννήσου κατά τον +4ο αι, ιδίως μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κόρινθος είναι στην καλύτερη περίπτωση αποσπασματική. Η Μεσσηνία, το νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, με σημαντικότερη πόλη της, την Μεσσήνη, τα τελευταία χρόνια προσφέρει ολοένα και περισσότερα στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση της παραμελημένης αυτής περιόδου. Εδώ θα επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένες όψεις του +4ου αι. στη Μεσσήνη μέσα από μια ιστορία όπου τα αρχαιολογικά δεδομένα συναντούν τις μεγάλες ιστορικές κινήσεις που συμβαίνουν στο ύστερο Ρωμαϊκό κράτος.
Τα παραπάνω ιστορικά ερωτήματα ξεκινούν να μετατρέπονται και σε αρχαιολογικά, από την στιγμή που ο Αναστάσιος Ορλάνδος το 1969 εντόπισε κατά τη διάρκεια εργασιών καθαρισμού εκατό περίπου μέτρα ανατολικά του Ασκληπιείου της Μεσσήνης μια ομάδα από ιδιότροπα γλυπτά1. Στην θέση αυτή είχε βρεθεί αρχικά τυχαία από τον τότε αρχαιοφύλακα Γεώργιο Μπαλόπουλο μαρμάρινη κεφαλή Ερμή, μαζί με την πλίνθο και τα πόδια του αγάλματος (εικ.5). Ο Ορλάνδος διενέργησε ανασκαφή στην ίδια θέση εντοπίζοντας επιπλέον «ολόγλυφο άγαλμα ανδρός» που εικόνιζε αυτοκράτορα της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου (εικ.1). Παρά την πρόδηλη σημασία των γλυπτών αυτών σε μια θέση που ως τότε ήταν γνωστή κυρίως για τα ελληνιστικά της κατάλοιπα, η ανασκαφή δεν προχώρησε σε πλήρη αποκάλυψη του αρχαίου κτηρίου που το φιλοξενούσε και περιορίστηκε μόνο σε μια «γωνία ρωμαϊκού κτηρίου»2. Χρειάστηκε να περάσουν δύο δεκαετίες και την έναρξη της επόμενης φάσης των ανασκαφών της αρχαίας Μεσσήνης για να ανασκαφεί συστηματικά η περιοχή εύρεσης του μαρμάρινου αυτοκράτορα με εντυπωσιακά εντέλει αποτελέσματα3.
Αποκαλύφθηκε εκτεταμένο κτηριακό συγκρότημα που κάλυπτε μια ολόκληρη νησίδα του πολεοδομικού σχεδίου της αρχαίας Μεσσήνης και αναγνωρίστηκε ως πολυτελής ρωμαϊκή αστική έπαυλη, ελλείψει καλύτερου όρου4. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σημαντικό ρωμαϊκό οικοδόμημα του +2ου ή +3ου αι., χτισμένο πάνω σε ελληνιστικό υπόβαθρο που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Η τελική φάση μετατροπών και χρήσης του κτηρίου έχει χρονολογηθεί με ασφάλεια στον +4ο αι. από νομισματικά ευρήματα που βρέθηκαν εντός τελικού στρώματος καταστροφής με terminus post quem τη δεκαετία του 360 5.
Το συγκρότημα της ρωμαϊκής αστικής έπαυλης της Μεσσήνης χαρακτηρίζεται από έναν βασικό επίσημο πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται ένα πλήθος μικρότερων δωματίων, ποικίλλων υποστηρικτικών χρήσεων (εικ.2). Στο κέντρο είναι τοποθετημένη μια διμερής στενόμακρη ορθογώνια αίθουσα μνημειακών διαστάσεων και πολυτελούς διακόσμησης, που βρίσκεται σε στενή σχέση με δύο τουλάχιστον αίθρια, ένα στη νότια πλευρά της και ένα στην δυτική (εικ.3). Η κεντρική αίθουσα είναι κατασκευασμένη με ιδιαίτερη φροντίδα, και διαθέτει δάπεδα με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα.
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που αφορούν ιδιαίτερα την παρούσα συζήτηση.
Πρώτα, ότι η βόρεια αίθουσα, μολονότι διαθέτει δάπεδο ειδικά διαμορφωμένο πιθανότατα για τις ανάγκες συμποσίου, δεν διασώζει καμία μόνιμη χτιστή κατασκευή. Το δεύτερο στοιχείο είναι το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος της, με διαστάσεις 13,30× 9,50μ. που την καθιστούν μια από τις μεγαλύτερες ανάλογες αίθουσες ρωμαϊκής οικίας στην Πελοπόννησο6, με την εξαίρεση της έπαυλης του Ηρώδη Αττικού στη Λουκού7. Αντίστοιχες διαμορφώσεις με αυτή στην αστική έπαυλη της Μεσσήνης δεν είναι ασυνήθιστές και αλλού σε μικρότερες όμως διαστάσεις8. Με βάση τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η κεντρική αίθουσα ήταν κατασκευασμένη για να φιλοξενεί ποικίλες επίσημες ή ημιεπίσημες λειτουργίες, πέραν συμποσίων.
Περισσότερο όμως από το ίδιο το κτήριο το ενδιαφέρον βιβλιογραφικά έχει επικεντρωθεί μέχρι στιγμής στα γλυπτά που ανασκάφηκαν εντός της βόρειας κεντρικής αίθουσας. Σε επαφή σχεδόν με τον βόρειο τοίχο της αίθουσας βρέθηκε κατά τις νεότερες ανασκαφές επιπλέον από τον αυτοκρατορικό ανδριάντα (εικ.4) και το άγαλμα του Ερμή (εικ.5), ένα ακόμη γλυπτό: ένα ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Άρτεμης (εικ.6) στον τύπο της κυνηγού Λαφρίας (ύψους 1,34μ.)9. Ο Ερμής και η Αφροδίτη είναι σε διαστάσεις λίγο μικρότερες του φυσικού και ταιριάζουν σχεδόν απόλυτα σε κλίμακα με τον αυτοκρατορικό ανδριάντα (ύψους 1,46μ.)10. Ο ανασκαφέας βασισμένος στις θέσεις εύρεσης των γλυπτών, στο ιδιαίτερο πάχος του βόρειου τοίχου αλλά και σε τμήμα τοίχου με τόξα πεσμένου μπροστά από τα αγάλματα τα αποκατέστησε πειστικά τοποθετημένα σε κόγχες εντός του βόρειου τοίχου της αίθουσας11.
Τα τρία γλυπτά είναι διαφορετικών εποχών και ενοποιήθηκαν σε μια σύνθεση εκ των υστέρων (εικ.6). Το άγαλμα της Άρτεμης είναι ρωμαϊκό έργο, πιθανότατα της εποχής των Αντωνίνων (+2ος αι.), ενώ τα άλλα δύο είναι πρωτότυπες δημιουργίες που χρονολογούνται με τεχνοτροπικά κριτήρια στο α΄ μισό του +4ου αι.12. Η πιο σημαντική μορφή της παρατακτικής αυτής σύνθεσης είναι ένας νεαρός αγένειος Ρωμαίος αυτοκράτορας ντυμένος με κοντό ιμάτιο, χλαμύδα και δερμάτινες μπότες, το δεξί του χέρι σηκώνεται με την παλάμη απλωμένη, ενώ στο αριστερό του χέρι κρατά σφαίρα. Ο Θέμελης έχει υποστηρίξει την ενδιαφέρουσα άποψη ότι το δεξί χέρι του αυτοκρατορικού ανδριάντα αρχικά βρισκόταν σε κάθετη θέση δίπλα στον κορμό και ότι η τρέχουσα του στάση με το χέρι υψωμένο είναι αποτέλεσμα αλλαγών στον αγαλματικό τύπο, όταν ο εικονιζόμενος ανήλθε από το αξίωμα του Καίσαρα σε αυτό του Αυγούστου13.
Στο ίδιο εργαστήριο αποδίδεται με ασφάλεια και το άγαλμα του Ερμή, που μοιράζεται πανομοιότυπα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά στη διαμόρφωση του προσώπου, των αυτιών, των μαλλιών αλλά και σε πολλά άλλα σημεία. Επιπλέον τα δύο γλυπτά έχουν όμοιες διαστάσεις και κλίμακα, και είναι και τα δύο φτιαγμένα από την ίδια πρώτη ύλη: ξανασμιλεμένα ελληνιστικά μαρμάρινα αγάλματα. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα δύο αποτελούσαν ενιαία και σύγχρονη παραγγελία προκειμένου ίσως να ανατεθούν μαζί14.
Πρόκειται για σπάνια επαρχιακά έργα με ατυπικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα το άγαλμα του Ερμή σε μέγεθος κοντά στο φυσικό αποτελεί πιθανότατα το μοναδικό μεγάλων διαστάσεων σωζόμενο έργο από τον ελλαδικό χώρο που απεικονίζει αρχαία θεότητα και χρονολογείται στον +4ο αι. Πέρα από εικονιστικά πορτραίτα γενικά γνωρίζουμε πολύ λίγα γλυπτικά έργα μεγάλων διαστάσεων με άλλα θέματα, όπως ενδεικτικά ένα σύνολο από την Μικρά Ασία, ίσως από την Αφροδισιάδα15, καθώς ο κανόνας ήταν οι ανάγκες να καλύπτονται με την επανάχρηση παλαιότερων γλυπτών16. Το σύνολο σχεδόν των γνωστών παραστάσεων αρχαίων ελληνικών θεών, που μπορούν να χρονολογηθούν στα χρόνια του Κωνσταντίνου και τις αρχές του +4ου αι. από την Ελλάδα, είναι έργα μικρού μεγέθους, με πιο χαρακτηριστικά μια ομάδα από οικιακό ιερό στην Κόρινθο17, δύο αγαλμάτια αναθήματα από την Επίδαυρο18 και ένα επιφανειακό εύρημα δύο αγαλματίων από την Ίνατο στην Κρήτη19. Πέρα από το μέγεθος, όλα τα παραπάνω αγαλμάτια έχουν εμφανώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον Ερμή της Μεσσήνης και αποδίδονται γενικά σε κάποιο αττικό εργαστήριο.
Πιο χαρακτηριστικός είναι ο αυτοκρατορικός ανδριάντας, αν και πάλι η συγκεκριμένη αυτοκρατορική εικόνα δύσκολα μπορεί να καταταχτεί στις ανάλογες σειρές πορτραίτων καθώς προσφέρει ελάχιστα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά (εικ.4). Τόσο ο Θέμελης όσο και ο Δεληγιαννάκης έχουν εντοπίσει στο γλυπτό αυτό στοιχεία της παλαιότερης τετραρχικής παράδοσης αλλά και καινοτομίες που εισάγονται με τις κωνσταντίνειες απεικονίσεις, και έτσι έχουν υποστηρίξει πειστικά ότι ο ανδριάντας εικονίζει είτε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (316-337)20 ή κάποιον από τους διαδόχους του με πιο πιθανό ίσως τον Κωστάντιο Β΄ (337-361)21. Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε την τεχνοτροπική ιδιαιτερότητα του αυτοκρατορικού αυτού πορτραίτου, όπως και του Ερμή, που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από άλλους επίσημους ανδριάντες του +4ου αι. που γνωρίζουμε από την Ελλάδα και κυρίως από την Κόρινθο22. Θα μπορούσε να καταταχθεί σε μια ομάδα τοπικών γλυπτών που συνδέονται μεταξύ τους για τα ιδιαίτερα επαρχιακά χαρακτηριστικά τους, όπως μια κεφαλή από το θέατρο της Σπάρτης που χρονολογείται στο β΄ μισό του +4ου αι.23.
Συνοψίζοντας, μοιάζει να είναι αποδεκτό από όλους ότι τα δύο αυτά αγάλματα δημιουργήθηκαν στα χρόνια ανάμεσα στην έναρξη της κωνσταντίνειας δυναστείας το +317 και στην καταστροφή της αίθουσας από τον σεισμό του +365, όταν και συγκροτήθηκε η σχετική σύνθεση εντός της βόρειας αίθουσας της ρωμαϊκής έπαυλης.
Ένα πρόσφατο εύρημα από την περιοχή κοντά στο θέατρο της Μεσσήνης προσφέρει όμως στην παραπάνω συζήτηση νέο ενδιαφέρον και συνδυάζεται με την ιστορία της απουσίας. Κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης της πρωτοβυζαντινής βασιλικής του θεάτρου εντοπίστηκε εντοιχισμένο στον στυλοβάτη ενεπίγραφο βάθρο24.
Φέρει επιγραφές στις δύο αντίθετες στενές πλευρές του, όπου σε κάθε μια μνημονεύονται διαφορετικοί αυτοκράτορες του +4ου αι. Οι δύο επιγραφές αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές χρήσεις του βάθρου.
Στην πλευρά Α΄ (SEG 59-413) (εικ. 7) ο ανασκαφέας διαβάζει:
Τὸν ἐπιφανέστατον καὶ ἀνδριώτατον
Φλ. Βαλέρ [Καίσαρα Φλ. Κωνσταντεῖνον]
[- - - - - - - - - - - -] Αὔγουστον
ἡ πόλις Μεσσηνίων.
Στην πλευρά αυτή μνημονεύεται δηλαδή ο Αύγουστος Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος που επιγραφικά μπορεί να ταυτιστεί είτε με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄ (306-337) ή τον γιό του, Κωνσταντίνο Β΄ (337-340). Στην επιγραφή ο τίτλος αύγουστος είναι μεταγενέστερη προσθήκη χαραγμένη σε αντικατάσταση του αρχικού τίτλου καίσαρ που αποξέστηκε. Ο Θέμελης προτείνει ότι ο ανδριάντας που αντιστοιχούσε στην πρώτη επιγραφή του βάθρου θα μπορούσε να είναι το μαρμάρινο γλυπτό που εικονίζει αυτοκράτορα (εικ.4) και ανασκάφηκε εντός της ρωμαϊκής έπαυλης. Η αλληλουχία και αντικατάσταση των τίτλων -από καίσαρ σε αύγουστος- επαληθεύει ίσως και την ερμηνεία για την αρχαία μετατροπή στο σημείο του χεριού του μαρμάρινου ανδριάντα που απηχούσε την αλλαγή του αξιώματος του εικονιζόμενου εν ζωή. Την άποψη αυτή είχε υποστηρίξει αρχικά ο Θέμελης επί τη βάσει μόνο της μετατροπής του ανδριάντα προτείνοντας ότι ο εικονιζόμενος είναι ο Κωνστάντιος Β΄ και στην μετατροπή αυτή απηχείται η άνοδος του το +350 από το αξίωμα του Καίσαρα σε αυτό του μόνου Αυγούστου25. Διαφορετική άποψη έχει εκφράσει ο Δεληγιαννάκης που υποστήριξε ότι είναι πιο πιθανό να πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Α΄ 26, του οποίου η έντονη δραστηριότητα στην επαρχία Αχαΐας και ιδιαίτερα στην Αθήνα μαρτυρείται πολλαπλώς27.
Στην β΄ πλευρά (SEG 59-414) (εικ. 8) σύμφωνα με την πρώτη έκδοση του κειμένου διαβάζουμε:
Τὸν ἐπιφανέστατον Αὔγουστον
Φλ. Βαλλεντινιανὸν
ἡ πόλις Μεσση vvvvv νίων.
Η βάση του Βαλεντινιανού θέτει όμως ένα ερώτημα, καθώς στα αντίστοιχα επιγραφικά μνημεία από τον ελλαδικό χώρο, ο Βαλεντινιανός Α΄ είθισται να τιμάται κατά κανόνα από κοινού ως Αύγουστος με τον αδερφό του Βάλεντα, όπως σε ελληνικές επιγραφές από τους Δελφούς30 και τις Θεσπιές31 ή σε λατινική επιγραφή από την Αιανή32. Ιδιαίτερα καθώς αναφερόμαστε σε μια περιοχή όπως η Αχαΐα, που διοικητικά εμπίπτει στο Ανατολικό κράτος, έτσι τον +4ο αι. δεν θα ήταν ιδιαίτερα λογικό να τιμάται μόνο ο αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Βαλεντινιανός Β΄ τιμάται συνήθως από κοινού με τους αυτοκράτορες της Ανατολής, όπως στις τρεις επιγραφές από το πραιτόριο της Γόρτυνας χρονολογημένες στα 382- 383, όπου μνημονεύεται μαζί με τους Γρατιανό και Θεοδόσιο Α΄33. Στην περίπτωση της Μεσσήνης πρέπει να υποθέσουμε ότι το ενεπίγραφο βάθρο είναι το μόνο σωζόμενο ζεύγους ή και ομάδας περισσοτέρων βάθρων με ανδριάντες για τους αυτοκράτορες Ανατολής και Δύσης. Ανάλογη περίπτωση γνωρίζουμε από τις Θεσπιές, όπου δύο ξεχωριστά αλλά όμοια βάθρα μνημονεύουν τα δύο αδέρφια Βαλεντινιανό Α΄ και Βάλη ως Αυγούστους34. Ενώ σε άλλο γνωστό σύνολο από την Ιεράπολη Καστάμπαλα της Κιλικίας στην ανατολική Μικρά Ασία έχουμε βάθρα ανδριάντων των Βαλεντινιανού Β΄, Γρατιανού (367-383) και Βάλεντα (364-78) ως Αυγούστων35.
Αντίστοιχα με τις δύο επιγραφές και η άνω πλευρά του βάθρου εμφανίζει δύο διαφορετικούς χειρισμούς της επιφάνειας, διαφορετική σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με την κατεύθυνση, για να δεχτεί τον ανδριάντα του μνημονευόμενου αυτοκράτορα (εικ.9). Η επιφάνεια που φαίνεται να αντιστοιχεί στην Κωνσταντίνεια επιγραφή φέρει σημάδια επεξεργασίας από βελόνι σε μια ευρεία κυκλική περιοχή, πιθανότατα για την απευθείας έδραση μαρμάρινου ανδριάντα με επίπεδη πλίνθο. Πρόκειται για μια σχετικά ιδιότυπη υστερορωμαϊκή λύση, όπου το άγαλμα απλά ακουμπούσε επάνω στο βάθρο και ίσως να αγκυρωνόταν επιπλέον και με έναν μεταλλικό σύνδεσμο στην πίσω πλευρά, όπου στην περιφέρεια του δουλεμένου με βελόνι κύκλου εντοπίζεται μια βαθιά οπή. Η διαμόρφωση αυτή είναι καλά τεκμηριωμένη σε περιπτώσεις συνθέσεων του +4ου και +5ου αι. που σώζεται τόσο η βάση όσο και το φερόμενο μαρμάρινο άγαλμα, όπως στην βάση και τον ανδριάντα του ιατρού Αλεξάνδρου στην Έφεσο χρονολογημένη περίπου στα +380 36. Στη σύνθεση από την Έφεσο παρατηρούμε επίσης την παρουσία οπής για μετάλλινο σύνδεσμο στην πίσω πλευρά της πλίνθου του αγάλματος, όπως συνέβαινε και με τον αυτοκρατορικό ανδριάντα της Μεσσήνης (φωτογραφία στο LSA-736).
Με βάση τις παραπάνω τεχνικές παρατηρήσεις και καθώς η πλίνθος του μαρμάρινου ανδριάντα από την αστική έπαυλη ταιριάζει στην αδρά κατεργασμένη άνω επιφάνεια του βάθρου, θα πρέπει να θεωρούμε σχεδόν βέβαιο ότι αρχικά στο ενεπίγραφο βάθρο στεκόταν ο μαρμάρινος κωνσταντίνειος ανδριάντας που βρέθηκε εντός της αστικής έπαυλης (εικ.10). Η απόδοση αυτή συνδυάζεται αρμονικά όπως είδαμε και με το περιεχόμενο του κειμένου της κωνσταντίνειας επιγραφής.
Πολύ διαφορετική είναι η μεταχείριση της άνω επιφάνειας στην κατεύθυνση που αντιστοιχεί στην επιγραφή του Βαλεντινιανού. Σε αυτή τη χρήση ανήκουν τα τρία κεντρικά βαθιά λαξεύματα, ίχνη που πιθανότατα, κατά τον ανασκαφέα, προορίζονταν για την τοποθέτηση χάλκινου ανδριάντα37. Η λύση αυτή είναι συνηθισμένη και την συναντούμε την ίδια εποχή λ.χ. και στην γειτονική αρκαδική Τεγέα όπου έχουν βρεθεί δύο τουλάχιστον ενεπίγραφα βάθρα χάλκινων ανδριάντων της κωνσταντίνειας δυναστείας (φωτογραφίες των βάθρων στο LSA-355 και 356). Το αριστερό και το δεξί από τα τρία λαξεύματα στην βάση από τη Μεσσήνη χρησίμευαν για την εφαρμογή των πελμάτων του χάλκινου ανδριάντα, ενώ δυσερμήνευτή παραμένει η λειτουργία του κεντρικού λαξεύματος, που ίσως σχετιζόταν με κάποιο επιπλέον στήριγμα. Με βάση τα σωζόμενα λαξεύματα μπορούμε να αποκαταστήσουμε και την στάση του χαμένου χάλκινου αγάλματος του Βαλεντινιανού που στηριζόταν στο ένα πόδι και πρότασσε το άλλο. Σε μια εικονογραφία που ίσως να θύμιζε κατά τι τον περίφημο χάλκινο κολοσσό της Μπαρλέτα στην Ιταλία, για τον οποίο ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές αποδόσεις που έχουν προταθεί είναι και ο Βαλεντινιανός38.
Η εύρεση της ενεπίγραφης βάσης σε δεύτερη χρήση στην βασιλική του +6ου αι. περιορίζει τη δυνατότητα κατανόησης της αρχικής θέσης και λειτουργίας. Επιπλέον είναι άγνωστο εάν η θέση του βάθρου παρέμεινε η ίδια κατά την μετατροπή του μνημείου.
Κατά την ανασκαφή της πρωτοβυζαντινής βασιλικής έχει διαπιστωθεί πολλές φορές ότι το αρχαιότερο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της, προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από παρακείμενα αρχαιότερα μνημεία, και κυρίως από την αγορά, το θέατρο και το ιερό της Ίσιδος39. Έτσι και το ενεπίγραφο βάθρο δεν μπορεί να προέρχεται από πολύ πιο μακριά, με πιο πιθανό σημείο την αγορά της Μεσσήνης, που γνωρίζουμε ότι παραμένει σε χρήση τον +4ο αι. ή το παρακείμενο στα νότια αυτοκρατορικό Σεβάστειο, το οποίο τον +4ο αι. ανακαινίζεται με την προσθήκη ανοιχτής στοάς40. Σε πολλές πόλεις, άλλωστε, της επαρχίας Αχαΐας, που γνωρίζουμε αρχαιολογικά (Ήλιδα, Τεγέα, Θεσπιές, Δελφοί, Αθήνα, κ.α.), τον +4ο αι. η αυτοκρατορική εικόνα κατείχε κεντρική θέση και φιλοξενούνταν σε κτήρια αφιερωμένα στην αυτοκρατορική λατρεία41.
Προσεκτικότερη παρατήρηση της ενεπίγραφη βάσης, όπως και του σωζόμενου γλυπτού, μπορεί να προσφέρει επιπλέον στοιχεία για την αρχική θέση της σύνθεσης και την διαμόρφωσή της. Η πίσω πλευρά του ανδριάντα του Κωνσταντίνου, όπως και το άγαλμα του Ερμή, είναι σε ορισμένα σημεία κοντά στην πλίνθο εμφανώς αλάξευτη αφήνοντας ορατό τμήμα του αρχικού ελληνιστικού αγάλματος που χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη42. Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει ότι η αρχική θέση τοποθέτησης του κωσταντίνειου αγάλματος ήταν σε σημείο που δεν θα επέτρεπε εύκολα να θεαθεί η πίσω πλευρά, πιθανότατα σε επαφή με τοίχο ή εντός κόγχης.
Κατά την ανανέωση του βάθρου περίπου στα +365 μερικές δεκαετίες αργότερα με την χάραξη νέας επιγραφής προκειμένου να υποδεχτεί το χάλκινο άγαλμα του Βαλεντινιανού, η στέψη του βάθρου απλά περιστράφηκε κατά 180 μοίρες επάνω στην υποδομή της. Προς επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης συνηγορεί το γεγονός ότι και η παλαιότερη κωνσταντίνεια επιγραφή δεν αποξέστηκε, αλλά απλά έγινε μη ορατή μέσω της περιστροφής του λίθινου στοιχείου καθώς η παλαιότερη πλευρά της στέψης βρέθηκε σε επαφή με τον τοίχο ή εντός της κόγχης.
Η πρωτοβουλία της επαναχρησιμοποίησης του κωνσταντίνειου βάθρου για ένα βαλεντινιανό πορτραίτο δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως επιλογή οικονομίας υλικού και πρακτικής επίλυσης του προβλήματος. Χρειάζεται να αναζητήσουμε σε αυτή την πράξη και ιδεολογικό περιεχόμενο. Τον +4ο αι. οι πολίτες του Ρωμαϊκού κράτους όφειλαν να προσφέρουν ειδικές τιμές και ευσέβεια μπροστά στην αυτοκρατορική εικόνα περίπου όπως αναμενόταν να συμπεριφέρονται και μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα43. Τις περισσότερες φορές η αυτοκρατορική εικόνα, που έπρεπε υποχρεωτικά, ήδη από τα μέσα του +3ου αι., να βρίσκεται σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, ήταν πλέον ζωγραφικό έργο αν και δεν σπάνιζαν και τα γλυπτικά τα οποία γίνονταν δεκτά στην πόλη με ξεχωριστές τιμές44. Τα αυτοκρατορικά αγάλματα και εικόνες προστατεύονταν με ειδική νομοθεσία και απαγορευόταν αυστηρά να υποστούν οποιαδήποτε φθορά. Ακόμη και η μετακίνηση τους ή η μετατροπή τους έπρεπε να εγκριθεί από τις αυτοκρατορικές αρχές, είτε από τον έπαρχο ή ενίοτε και από την πρωτεύουσα45. Σε πηγές της περιόδου αναφέρονται αρκετά περιστατικά όπου τυχόν φθορά της αυτοκρατορικής εικόνας προκαλούσε πανικό στην επαρχία από τον φόβο συνεπειών αλλά και οδήγησε σε σκληρές στη συνέχεια τιμωρίες46.
Ο κωνσταντίνειος ανδριάντας, όποτε και αν είχε κατασκευαστεί, θα μπορούσε να είχε επιβιώσει για δεκαετίες ως εικόνα του αυτοκράτορα στην πόλη, ακόμη και όταν την εξουσία είχαν αναλάβει οι δυναστικοί διάδοχοι και συνονόματοί του (Κώνστας, Κώνσταντας, Κωνσταντίνος) και σίγουρα, όπως αποδεικνύει η μετατροπή του δεξιού χεριού, επιτελούσε τον ρόλο της αυτοκρατορικής εικόνας για μακρό διάστημα. Καθώς δεν παρεμβάλλεται κάποιο ουσιαστικό διάστημα ανάμεσα στις δύο δυναστείες, δεν είναι απίθανο το άγαλμα του Κωνσταντίνου να ήταν στη θέση του και σε χρήση ως το πρόσωπο της εξουσίας μέχρι την απόφαση για ανέγερση του χάλκινου ανδριάντα του Βαλεντινιανού και επανάχρηση της βάσης, καθώς απουσιάζουν από την Μεσσήνη ενδείξεις για άλλον αυτοκρατορικό ανδριάντα του +4ου αι.
Η όλη διαδικασία αντικατάστασης και ανακύκλωσης φαντάζει λογική τεχνικά, καθώς θα προϋπόθετε απλά την περιστροφή της ενεπίγραφης στέψης πάνω στην ίδια βάση που παρέμενε στην ίδια θέση εντός ίσως του ίδιου κτηρίου. Πέρα από την ανανέωση του βάθρου την ίδια στιγμή υπήρξε και η αντικατάσταση του μαρμάρινου ανδριάντα από νέο χάλκινο. Όπως όμως και η Κωνσταντίνεια επιγραφή του βάθρου δεν καταστράφηκε αλλά ευσεβώς αποκρύφθηκε με την περιστροφή του, έτσι και ο κωνσταντίνειος ανδριάντας αποσύρθηκε σε νέο περιβάλλον, αυτή τη φορά ιδιωτικό. Στην ρωμαϊκή αστική έπαυλη ο αυτοκρατορικός ανδριάντας «επανεκτέθηκε» σε περίοπτη θέση μαζί με το άγαλμα του Ερμή, το οποίο πιθανότατα τον συνόδευε και στην αρχική του θέση, αλλά μαζί και με το αρχαιότερο άγαλμα της Άρτεμης σε μια νέα σύνθεση.
Η μεταφορά πρέπει να χρονολογηθεί πιθανότατα κατά τη στιγμή της ανάθεσης του πορτραίτου του Βαλεντινιανού και την μετατροπή της βάσης, όποτε και αν αυτή συνέβη. Μέσα από την παραπάνω διαδικασία ολοκληρώθηκε η αντικατάσταση του ενός μνημείου από το άλλο, και επινοήθηκε νέα λειτουργική χρήση για το παλαιό.
Ο κωνσταντίνειος ανδριάντας στη νέα του θέση, εντός της αστικής έπαυλης, έστεκε μέχρι και την τελική καταστροφή της, όπου συνέχισε να πρωταγωνιστεί ακόμη και απομακρυσμένος από την αρχική του θέση, είτε ως υπόμνηση των ευσεβών Κωνσταντίνων είτε και ως μια γενική εικόνα του αξιώματος του αυτοκράτορα. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι ακόμη τον +4ο αι. τα αγάλματα προηγούμενων αυτοκρατόρων είχαν συχνά θέση σε οίκους αυτοκρατορικής λατρείας47. Έτσι το παρελθόν του μεσσηνιακού γλυπτού σηματοδότησε πιθανότατα και την αξία του στα νέα ιστορικά συμφραζόμενα της βαλεντινιανής δυναστείας48.
Έτσι και στη Μεσσήνη, ο ερχομός των εικόνων των ευσεβών χριστιανών αυτοκρατόρων Βαλεντινιανού και Βάλεντα, μοιάζει να οδηγεί σε αποκάθαρση του αρχικού χώρου, όπου φιλοξενούνταν ο κωνσταντίνειος ανδριάντας, πιθανότατα δίπλα στο άγαλμα του Ερμή. Την ίδια στιγμή το ξαναχρησιμοποιημένο βάθρο του κωνσταντίνειου ανδριάντα δέχθηκε ένα χάλκινο έργο υψηλότερης ποιότητας και πρόθεσης, αυτό των νέων και πιστών χριστιανών αυτοκρατόρων της βαλεντινιανής δυναστείας.
Η εικόνα όμως του παλαιού αυτοκράτορα μαζί με τις εικόνες των θεών βρήκαν καταφύγιο στον ιδιωτικό χώρο του ευκατάστατου ιδιοκτήτη της έπαυλης, μακριά ίσως από τα αδιάκριτα και καχύποπτα χριστιανικά βλέμματα που πλήθαιναν σταθερά στην πόλη της μεσσηνιακής ενδοχώρας. Στα μέσα του +4ου αι. φαίνεται ότι υπήρχε ήδη ενεργή χριστιανική κοινότητα στην πόλη της Μεσσήνης με επικεφαλής επίσκοπο που πιθανότατα διέθετε και διακριτό εκκλησιαστικό κτήριο, όπως μαρτυρούν πρόσφατα ευρήματα από την περιοχή δυτικά του θεάτρου51. Δεν είναι ασυνήθιστο ήδη από τα μέσα του +4ου αι. χώροι εθνικής λατρείας να αποδίδονται σε άλλες χρήσεις, όπως γνωρίζουμε για μια σειρά από ναούς στην Αντιόχεια52. Άλλωστε και η εμφάνιση στις αυτοκρατορικές επιγραφές του λατινογενούς επιθέτου Αὔγουστος, που αντικαθιστά πλήρως από τις πρώτες δεκαετίες του +4ου αι. την ελληνική του μετάφραση Σεβαστός, έχει πρόσφατα σχολιαστεί ότι σηματοδοτεί στις κωνσταντίνειες επιγραφές την μετατόπιση από την εικόνα του αυτοκράτορα, που δέχεται λατρεία ως θεός, σε μια έστω και επιφυλακτικά χριστιανική εικόνα ηγεμόνος υπό τον Θεό53.
Έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν και στην Μεσσήνη η μετακίνηση εντάσσεται ίσως σε μια σταθερή διαδικασία αποθρησκευτικοποίησης των αρχαίων αγαλμάτων, και θέασης τους ως έργων τέχνης, ή και σε μια νέου τύπου παγανιστική θρησκευτικότητα που διασώζει αγάλματα από τον δημόσιο χώρο και τα μεταφέρει σε ιδιωτικούς χώρους54. Τέλος, είναι ιδιαίτερα πιθανό ο υπεύθυνος αξιωματούχος εκ μέρους της πόλης για την ανανέωση του αυτοκρατορικού ανδριάντα να συμπίπτει και με τον χρήστη και ανακαινιστή της ρωμαϊκής αστικής έπαυλης, οπότε η όλη διαδικασία αντικατάστασης και επανάχρησης αποκτάει το νόημα μιας ενιαίας πρωτοβουλίας ανασημασιοδότησης του αστικού χώρου της Μεσσήνης του +4ου αι.
Το επόμενο πρόβλημα για να κατανοήσουμε την ανανέωση και τη σημασία της, είναι να περάσουμε από την σχετική χρονολόγηση της διαδικασίας, στην κατά προσέγγιση. Η κοντινή αλληλουχία της χρήσης, επιτείνει την ταύτιση του αυτοκράτορα της δεύτερης επιγραφής με τον Βαλεντινιανό Α΄ και προκρίνει την χρονολόγηση της στη δεκαετία +364-375 της βασιλείας αυτού. Όπως όμως έχει δείξει μια πρόσφατη συνολική μελέτη των ακριβώς χρονολογημένων ρωμαϊκών αυτοκρατορικών αγαλμάτων μέχρι τις αρχές του +4ου αι. σχετικά λίγα πορτραίτα μπορούν να χρονολογηθούν στον πρώτο χρόνο εξουσίας του νέου αυτοκράτορα, αντίθετα ο αριθμός αναθέσεων εκτινάσσεται τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο χρόνο της βασιλείας55. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στους χρόνους διάχυσης της ενημέρωσης αλλά και έκδοσης των κρατικών διαταγμάτων, και επιπλέον στους χρόνους εκτέλεσης των σχετικών γλυπτικών έργων. Αν ακολουθήσουμε αυτή την ένδειξη τότε ένα πιθανό terminus post quem για την χρονολόγηση του ανδριάντα του Βαλεντινιανού είναι το 365/366, μετά τον πρώτο χρόνο της ανάρρησης του στην εξουσία.
Από τα ελλαδικά παράλληλα στους Δελφούς το ενεπίγραφο βάθρο τιμητικών αγαλμάτων για τους Βαλεντινιανό Α΄ και Βάλεντα έχει συνδεθεί με πιθανή αυτοκρατορική δωρεά προς την πόλη για την ανοικοδόμηση της μετά τον μεγάλο σεισμό του +365 56. Στην περίπτωση της Γόρτυνας οι επιγραφές αναφέρονται στον Βαλεντινιανό Β΄ και χρονολογούνται το +382 οπότε αποδίδονται με σχετική ασφάλεια σε αρχιτεκτονικό έργο, το νέο πραιτόριο, που συνδέεται με την ανοικοδόμηση της πόλης που χτυπήθηκε σκληρά από τον ίδιο σεισμό57. Συνολικότερα ποσοτικές μελέτες των αναθέσεων και των μνημείων που χτίζονται υπό αυτοκρατορική πατρωνία στη Βόρεια Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο δείχνουν μια τεράστια αύξηση τη δεκαετία του +360 και έχει διατυπωθεί η θέση ότι αυτή η πύκνωση σχετίζεται με την οικοδομική δραστηριότητα μετά τον σεισμό του +365 και την ανάγκη εκτεταμένης ανοικοδόμησης των πόλεων της αυτοκρατορίας58.
Έτσι και στη Μεσσήνη αξίζει να διερευνήσουμε κατά πόσο ο σεισμός του +365 που γνωρίζουμε ότι είχε δραματικές επιπτώσεις τόσο εντός της πόλης της Μεσσήνης όσο και σε ολόκληρη τη Μεσσηνία59, δεν είναι η καταληκτική ημερομηνία για την παρακμή της πόλης και την καταστροφή, αλλά αφορμή για μια έστω περιορισμένη και βραχυπρόθεσμη προσπάθεια ανακαίνισης. Το γνωρίζουμε λ.χ. για άλλες πελοποννησιακές πόλεις, όπως για την Σπάρτη, όπου μνημονεύεται η ανακαινιστική δράση του ανθύπατου Ανατόλιου μετά τις επιπτώσεις του σεισμού και γύρω στα +375 60. Ως αποτέλεσμα και η τελευταία φάση της υστερορωμαϊκής έπαυλης της Μεσσήνης αποκτά άλλο χαρακτήρα αν την αναλογιστούμε ως μια προσπάθεια ανανέωσης αλλά και διάσωσης.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, η αλληλουχία των γεγονότων της ανανέωσης του βάθρου του Κωνσταντίνου με το άγαλμα του Βαλεντινιανού, της μεταφοράς του ανδριάντα του Κωνσταντίνου στην αστική έπαυλη και της τελικής καταστροφής του κτηρίου από τον σεισμό του Ιουλίου του +365, να συμβαίνει εντός των δεκαπέντε μηνών από την ανάρρηση του Βαλεντινιανού στον θρόνο τον Μάρτιο του +364. Αυτό το ενδεχόμενο θα σήμαινε μια μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουμε, εντός ενός μικρού και περιορισμένου χρονικού διαστήματος, εξελίξεις που συμβαίνουν στην μικρή περιφερειακή πόλη της Μεσσήνης, αλλά βρίσκονται σε άμεσο διάλογο με τις μεγάλες κινήσεις της ιστορίας στο μακρυνό κέντρο του ρωμαϊκού κράτους.
Νίκος Τσιβίκης*
Δρ. Αρχαιολόγος, Römisch-Germanisches Zentralmuseum, Mainz
Σημειώσεις:
* Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον διευθυντή της ανασκαφής της αρχαίας Μεσσήνης, ομότιμο καθηγητή Πέτρο Θέμελη για την άδεια και προτροπή να μελετήσω το σχετικό υλικό, και τους συναδέλφους Γιώργο Δεληγιαννάκη και Βούλα Μπαρδάνη που διάβασαν το κείμενο και πρότειναν βελτιώσεις.
1. Ορλάνδος 1969, 119-120, πιν. 135α, 136α-δ.
2. Ορλάνδος 1969, 119.
3. Θέμελης 1989, 100-105.
4. Θέμελης 2002β, 25-26.
5. Θέμελης 1989, 105, 115. Θέμελης 1990, 60, 100-101. Θέμελης 2002α, 49-51.
6. Bonini 2006. Ριζάκης και Τουράτσογλου 2013.
7. Σπυρόπουλος 2006, 46-47
8. Δεληγιαννάκης 2005, 392-393. Dunbabin 1999, 305-306. Weiss 2011, 941-945.
9. Θέμελης 1989, 102-105.
10. Ορλάνδος 1969, 119-120, πιν. 136α-δ.
11. Θέμελης 1989, 102-105.
12. Δεληγιαννάκης 2005, 393-402.
13. Θέμελης 2002β, 26.
14. Δεληγιαννάκης 2005, 402.
15. Kiilerich και Torp 1994.
16. Jacobs 2010.
17. Stirling 2008.
18. Κατάκης 2002, 200-205, αρ. 21, 70.
19. Stirling 2008, 142, εικ. 30.
20. Δεληγιαννάκης 2005, 399-400.
21. Θέμελης 2002β, 26-27.
22. Brown 2012.
23. Δεληγιαννάκης 2013, 127, εικ. 8.
24. ΑΕ 16297. Θέμελης 2009, 83-84.
25. Θέμελης 2002, 26-27.
26. Δεληγιαννάκης 2005, 398-399.
27. Gauville 2001.
28. Θέμελης 2009, 83-83. Kienast 1990, 322-324.
29. Kienast 1990, 330-331.
30. Vatin 1962, 238-241. SEG XXII. 470. LSA-931.
31. Roesch 2007, αρ. 450. LSA-920.
32. Ριζάκης και Τουράτσογλου 1985, 53, αρ. 39, πιν. 12, 84. Αβραμέα και Feissel 1987, 360, αρ.2. LSA-935.
33. Baldini-Lippolis και Vallarino 2013, 103–120. De Tommaso 2000, 337-348. Guarducci 1950, 284a-b. SEG 45. 1292. LSA-472, LSA-770, LSA-950.
34. Roesch 2007, αρ. 452-453, όπου υποστηρίζεται ότι πρόκειται για τον Βαλεντινιανό Β΄. LSA922, LSA-923.
35. Krinzinger και Reiter 1993. LSA-637.
36. Για την βάση: Engelmann, Knibbe και Merkelbach 1980, 172, αρ. 1320. Για το άγαλμα: Auinger και Aurenhammer 2010, 685-686, εικ. 29, 33. Για την ανασκαφή: Auinger 2009, 35-36, εικ. 15, 17.
37. Θέμελης 2009, 83-84.
38. Demougeot 1982.
39. Θέμελης 2010, 27-33.
40. Θέμελης 2002β, 28.
41. Δεληγιαννάκης 2013, 129, υποσ. 130.
42. Δεληγιαννάκης 2005, πιν. 12, 15b-c.
43. Kelly 1997, 143.
44. Witschel 2015, 328.
45. Milner 2015, 199-200.
46. Price 1984, 195.
47. Trombley 2011, 30-35.
48. Χανιώτης 2014, 256-257.
49. Foschia 2009, 209–223.
50. Vatin 1962, 240-241.
51. Τσιβίκης 2016, 160-176. Θέμελης 2015, 110.
52. Hahn 2004, 130-136.
53. Salway 2007, 47-49.
54. Δεληγιαννάκης 2015, 186-188.
55. Højte 2005, 155-156, εικ. 23.
56. Vatin 1962, 240-241.
57. Baldini-Lippolis και Vallarino 2013, 108-110.
58. Wilson 2011.
59. Kelly 2004. Ambraseys 2009, 151-153.
60. Feissel, Philippidis-Braat 1985, αρ. 26.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Αβραμέα, Α. και D. Feissel, 1987. “Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance. Inscriptions de Thessalie. Première Partie. Inscriptions du IVe au VIe siècle”, TM 10, σσ. 357-398.
Ambraseys, N. N. 2009. Earthquakes in the Mediterranean and Middle East: a multidisciplinary study of seismicity up to 1900, Cambridge.
Auinger, J. 2009. “Zum Umgang mit Statuen hoher Würdenträger in spätantiker und nachantiker Zeit entlang der Kuretenstraße in Ephesos”, στο Neue Forschungen zur Kuretenstraße von Ephesos, επιμ. S. Ladstätter, Vienna, σσ. 29-52.
Auinger, J. και M. Aurenhammer, 2010. “Ephesische Skulptur am Ende der Antike”, στο Byzanzdas Römerreich im Mittelalter, επιμ. F. Daim, Teil 2, 2, Schauplätze, Mainz, σσ.663-696.
Baldini-Lippolis, I. και G. Vallarino 2013. “Gortyn: from City of the Gods to Christian City”, στο Cities and Gods: Religious Space in Transition, επιμ. T. Kaizer, A. Leone, E. Thomas, και R. Witcher, Louven, Paris, Walpole, MA, σσ.103–120.
Bonini, P.2006. La casa nella Grecia romana: forme e funzioni dello spazio privato fraIeVI secolo, Rome.
Brown, A.2012. “Last Men Standing: Chlamydatus Portraits and Public Life in Late Antique Corinth”, Hesperia 81, σσ. 141–176.
Δεληγιαννάκης, Γ. 2005. “Late-Antique statues from ancient Messene”, BSA 100, σσ. 387-406.
Δεληγιαννάκης, Γ. 2013. “Late Antique Honorific Statuary from the Province of Achaia, A.D. 300-600: A Contribution to the Topography and Public Culture of Late Antique Greece”, στο Θεμέλιον: 24 μελέτες για τον Δάσκαλο Πέτρο Θέμελη από τους μαθητές και τους συνεργάτες του, επιμ. Ε. Σιουμπάρα και Κ. Ψαρουδάκης, Αθήνα, σσ. 107–138.
Δεληγιαννάκης, Γ. 2015. “Religious viewing of sculptural images of Gods in the world of Late Antiquity: from Dio Chrysostom to Damaskios”, JLA 8, σσ. 168-194.
Demougeot, É. 1982. “Le Colosse de Barletta”, MEFRA 94, σσ. 951–978.
De Tommaso, G. 2000. “Il Settore B: La Basilica del Pretorio. Fase B6 = Fase costruttiva IX (ultimo venticinquennio del IV sec. d.C.)”, στο Gortina V.1. Lo Scavo del Pretorio (1989-1995), επιμ. A. Di Vita, Padova, σσ. 337-348.
Dunbabin, K. M. 1999. Mosaics of the Greek and Roman World, Cambridge.
Engelmann, H., D. Knibbe και R. Merkelbach. 1980. Die Inschriften von Ephesos. Teil IV. Inschriften griechischer Städte aus Kleinasien, vol. 14, Bonn.
Feissel, D. και A. Philippidis-Braat. 1985. “Inventaires en vue d’ un recueil des inscriptions historique de Byzance, 3. Inscriptions du Péloponnèse, à l’ exception de Mistra. 1. Inscriptions du IV au VI siècle“, TM 9, σσ. 267-395.
Foschia, L. 2009. “The Preservation, Restoration, and (Re)Construction of Pagan Cult Places in Late Antiquity, with Particular Attention to Mainland Greece (Fourth–Fifth Centuries)”,JLA2,σσ.209-223.
Guarducci, M. 1950. Inscriptiones Creticae. Vol 4. Tituli Gortynii, Ρώμη.
Guaville, J. L. 2001. “Emperor Constantine and Athens in the Fourth Century AD”, Hirundo:
The McGill Journal of Classical Studies 1, σσ. 51-61.
Hahn,J.2004.Gewalt und religiöser Konflikt:Studien zu den Auseinandersetzungen zwischen Christen,Heiden und Juden im Osten des Römischen Reiches(vonKonstantin bis Theodosius II), Berlin.
Højte, J. M. 2005. Roman imperial statue bases: from Augustus to Commodus, Aarchus.
Θέμελης, Π. 1989. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1989 [1992], σσ. 63-122.
Θέμελης, Π. 1990. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1990 [1993], σσ. 56-103.
Θέμελης, Π. 2002α. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 2002 [2005], σσ. 21-55.
Θέμελης, Π. 2002β. «Υστερορωμαϊκή και Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία: Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, επιμ.Π. Θέμελης και Β. Κοντή, Αθήνα, σσ.20-58.
Θέμελης, Π. 2009. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 2009 [2012], σσ. 61-98.
Θέμελης, Π. 2010. Τα Θέατρα της Μεσσήνης, Αθήνα.
Θέμελης, Π. 2015. «Ανασκαφή Μεσσήνης» Prakt 2015 [2016], σσ. 109-123
Jacobs, I. 2010. “Production to Destruction? Pagan and Mythological Statuary in Asia Minor”, AJA 114, σσ.267-303.
Κατάκης, Στ.2002. Επίδαυρος: Τα Γλυπτά των Ρωμαϊκών χρόνων από το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα και του Ασκληπιού, Αθήνα.
Kelly, C. 1997. “Emperors, government and bureaucracy”, στο The Cambridge Ancient History. Volume13:The Late Empire, AD337–425,επιμ. Av. Cameron και P. Garnsey, Cambridge, σσ.138-183.
Kelly, G.2004. “Ammianus and the Great Tsunami”, JRS 94, σσ.141-167
Kienast, D.1990. Römische Kaisertabelle: Grundzüge einer römischen Kaiserchronologie,Darmstadt.
Kiilerich, B. και H. Torp, 1994. “Mythological sculpture in the fourth century A.D.: the Esquiline group and the Silahtarağa statues”, IstMitt 44, σσ. 307-316.
Krinzinger, Fr. και W. Reiter. 1993. “Archäologische Forschungen in Hierapolis-Kastabala”, στο Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens: Hundert Jahre kleinasiatische
Kommission der österreichischen Akademie der Wissenschaften, επιμ. G. Dobesch και G.
Rehrenböck, Vienna, σσ. 269-281.
LSA = Last Statues of Antiquity online database: http://laststatues.classics.ox.ac.uk Milner, N.2015. “A new statue-base for Constantius II and the fourth-century imperial cult at Oinoanda”,AnSt 65,σσ. 181-203.
Ορλάνδος, Α. 1969. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1969 [1971], σσ. 98-120.
Price, S.R.F. 1984. Rituals and Power: The Roman Imperial Cult in Asia Minor, Cambridge.
Ριζάκης, Αθ. και Ι. Τουράτσογλου, 1985. Επιγραφές Άνω Μακεδονίας: Ελίμεια, Εορδαία, Νότια Λυγκηστίς, Ορεστίς, Αθήνα.
Ριζάκης, Αθ. και Ι. Τουράτσογλου, επιμ. 2013. Villae Rusticae: Family and market-oriented farms in Greece under Roman rule, Αθήνα.
Roesch, P. 2007. Les inscriptions de Thespies (IThesp) Fascicule VIII, Lyon.
Salway, R.W.B. 2007. “Constantine Augoustos (not Sebastos)”, στο Wolf Liebeschuetz Reflected: Essays Presented by Colleagues, Friends, and Pupils, επιμ. J. F. Drinkwater και R. W. B. Salway, London, σσ. 37-50.
Stirling, L. 2008. “Pagan Statuettes in Late Antique Corinth: Sculpture from the Panayia Domus”, Hesperia 77, σσ.89-161.
Σπυρόπουλος, Γ. 2006. Η έπαυλη του Ηρώδη Αττικού στην Εύα / Λουκού Κυνουρίας, Αθήνα.
Τσιβίκης, Ν. 2016. «Ο βυζαντινός οικισμός της Μεσσήνης (+300-800): μετάβάση από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα» (διατρ. Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Trombley, F. 2011. “The Imperial Cult in Late Roman Religion (ca. A.D. 244–395): Observations on the Epigraphy”, στο Spätantiker Staat und Religiöser Konflikt: Imperiale und Lokale Verwaltung und die Gewalt gegen Heiligtümer, επιμ. J. Hahn, Berlin– New York, σσ.19–54.
Vatin, Cl. 1962. “Les empereurs du IVe siècle à Delphes”, BCH 86, σσ.229–241.
Weiss, Z. 2011. “Mosaic art in ancient Sepphoris: between East and West”, στο 11th International Colloquiumon ancient mosaics,October16th-20th,2009, Bursa, επιμ. M.Şahin, Instanbul, σσ.941-951.
Wilson, A. 2011. “City sizes and urbanization in the Roman Empire”, στο Settlement, urbanization, and population, επιμ. A. K. Bowman και A. Wilson, Oxford-New York, σσ. 160-195.
Witschel, C. 2015. “Late antique sculpture», στο The Oxford Handbook of Roman Sculpture, επιμ. E. A. Friedland, M. Grunow Sobocinski και E. K. Gazda, Oxford, σσ. 323-339.
Χανιώτης, Α. 2014. «Η ζωή των αγαλμάτων», ΠρακτΑκΑθ 89, σσ. 246-297.