Α. Υστεροελλαδικός Τύμβος Μακρυσίων1.
Την 8ην Φεβρουάριου 1968 δύο ανήλικοι μαθηταί του Γυμνασίου Κρεστένων, κάτοικοι Μακρυσίων, παρακινηθεντες εκ προεξεχόντων του εδάφους οστών επί του υψώματος του «Προφήτη Ηλία», δυτικώς των Μακρυσίων και περί τα 100μ. ΝΑ. του ναού, προέβησαν εις λαθρανασκαφήν, επιθυμούντες να παραδώσουν εις τον καθηγητήν των και έκτακτον Επιμελητην Αρχαιοτήτων της περιφερείας, Κωνσταντίνον Σακελλαρίου2, αρχαία. Η ακουσίως καταστρεπτική αυτή ανασκαφή των ανηλίκων «αρχαιολόγων» είχεν ως αποτέλεσμα να έλθουν εις φως και να περισυλλεγούν υπ’ αυτών είκοσι περίπου ακέραια αγγεία και θραύσματα ισαρίθμων ετέρων, τέσσαρες πήλινοι και εις λίθινος σφόνδυλος (Πίν.123δ), τρία χαλκά εγχειρίδια και δύο χαλκαί περόναι (Πίν.123β). Άπαντα τα ανωτέρω ευρήματα ανήκον, ως εβεβαιώθη, εις τύμβον της Υστεροελλαδικής περιόδου3.
Η διενεργηθείσα την επομένην της ευρέσεως ανασκαφή του τύμβου4 άπεκάλυψε το ήμισυ περίπου κυκλικού περιβόλου (Πίν.121α), εκτισμένου δι' ακανονίστων φυσικών λίθων (Πίν.121β), υψ. 0,60 και πάχ. 0,45μ. Η διάμετρός του υπελογίσθη ακριβώς εις 4.70μ. (Σχέδ.1). Εις μόνον λακκοειδής τάφος εβεβαιώθη εις το μέσον περίπου του περιβόλου, εσκαμμένος εντός του φυσικού αμμολίθου (Σχέδ.1). Τρία λεβητοκυάθια, χαλκούν μαχαιρίδιον, αιχμή βέλους εκ πυρίτου λίθου και πήλινος σφόνδυλος απετέλουν τα κτερίσματα του νεκρού, εκ του οποίου ελάχιστα μόνον οστα ευρέθησαν κατά χώραν (Πίν.123α,γ).
Τα παραδοθέντα υπό των μαθητών, ως και τα ανευρεθέντα κατά την ανασκαφήν αγγεία και όστρακα, ανήκουν εις την πρωϊμωτέραν φάσιν της Υστεροελλαδικής περιόδου, την YEI. Τινά εξ αυτών δυνατόν να ανήκουν χρονολογικώς εις την YEΙΙΑ περίοδον. Μόνον η οριστική δημοσίευσις των ευρημάτων, εν τούτοις, θα δώση οριστικήν άπάντησιν εις το θέμα της χρονολογήσεως. Ενταύθα αρκούμεθα εις γενικωτέρας μόνον παρατηρήσεις και συμπεράσματα: Τα πλείστα των αγγείων αποτελούν επιβίωσιν η ορθότερον εξέλιξιν μεσοελλαδικών τύπων, δεικνύουν δε ομαλήν μετάβασιν εκ του μεσοελλαδικού προς τον υστεροελλαδικόν κόσμον και εις την περιοχήν ταυτήν της Πελοποννήσου5. Ο τύμβος ιδρύθη προφανώς υπό μιάς κοινότητος ανθρώπων κατά τας αρχάς της ΥΕ περιόδου, οτε δεν είχον εισέτι παύσει να χρησιμοποιούνται τύποι ΜΕ αγγείων. Τα αυτά παρετηρήθησαν και εις τον τύμβον Σαμικού6, κείμενον παρά την θέσιν Κλειδί Καϊάφα (Παρένθ. Πίν.Ε), του οποίου μάλιστα η «ζωή» ήτο ιδιαιτέρως μακροχρόνιος, διαρκέσασα από της ΜΕ μέχρι της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου7.
Τα σχήματα των αγγείων του τύμβου Μακρυσίων, ήτοι λεβητοκυάθια (Πίν.124β, 125α, 126α-β, 127 α-β), κύπελλα τύπου Βαφείου (Πίν.122β, 124α), αλάβαστρα (Πίν.124δ), αρύταιναι (Πίν.122γ), κύλικες (Πίν.124γ, 125γ), κυάθια (Πίν.125β) κ.α., ως και τα διακοσμητικά αυτών θέματα, δηλούν στενήν τινα σχέσιν προς τον τύμβον Σαμικού. Και αυτό τούτο το είδος του ταφικού μνημείου, εύρέως διαδεδομένον κατά την ΜΕ κυρίως εποχήν, αλλά γνωστόν ήδη από του τέλους της ΠΕ, ήτοι από του -2.000 8 περίπου, καθιστά έτι ισχυρότερον τον δεσμόν των δύο περιοχών.
Οι ταφικοί περίβολοι των Μυκηνών, η αρχή των οποίων ανάγεται εις την ΜΕ περίοδον, παρουσιάζουν κοινά σημεία προς τους τύμβους Σαμικού και Μακρυσίων. Ο περίβολος A των Μυκηνών παραλληλίζεται υπό του Wace9 προς τους τάφους Λευκάδος, τους οποίους ανέσκαψεν ο Dörpfeld. Αφορμήν λαβών ο Άγγλος ερευνητής εκ μιας περιέργου αιχμής δόρατος των τάφων Λευκάδος, παρόμοιας προς ευρεθείσαν εντός του 4ου καθέτου τάφου Μυκηνών10, υποστηρίζει ότι: «it may well be of Helladic origin» και ότι «it forms another link between Leukas and Mycenae»11.
Οι ταφικοί περίβολοι Σαμικού και Μακρυσίων αποτελούν κρίκον συνδέσεως των Μυκηνών προς την Τριφυλίαν και τον «ήμαθόεντα Πύλον», εκτός της σημειωθείσης ήδη σχέσεως προς τας Τονίους νήσους12.
Η ελλιπής κύλιξ, η φέρουσα παράστασιν διπλού πελέκεως (Πίν.124γ), εκ του τύμβου Μακρυσίων, παρουσιάζει εκπληκτικήν ομοιότητα κατά το σχήμα και την διακόσμησιν προς «a fragmentary vase decorated with double axes», το οποίον ευρέθη εις Κύθηρα «on the Asprogas ridge north of Kastri», εντός του τάφου E, χρονολογούμενον υπό του Huxley εις την ΥΜ ΙΑ περίοδον13. Η ομοιότης είναι σχεδόν τελεία, εις τρόπον ώστε να επιτρέπη, έστω και εκ της φωτογραφίας, να υποστήριξή τις ότι αμφότερα τα αγγεία προέρχονται εκ του αυτού εργαστηρίου, αν όχι εκ της αυτής χειρός. Το ΥΜΙΑ κύπελλον εξάλλου, εκ του ιδίου τάφου Ε του Καστρίου Κυθήρων14, είναι παρόμοιον προς κύπελλον τύπου Βαφειού εκ του τύμβου Σαμικού15. Τα Κύθηρα αποτελούν τον πλησιέστερον προς την Δυτικήν Πελοπόννησον μέχρι τούδε γνωστόν μινωϊκόν εμπορικόν σταθμόν ή αποικίαν. Βεβαιούται ούτω και ενταύθα η σημειωθείσα ηδη σχέσις της ΝΔ. Πελοπόννησου μετά της Κρήτης16 . Η σχέσις αυτή, εν τούτοις, αποτελεί κατά την πρώιμον μηκυναϊκήν εποχήν των τύμβων Σαμικού και Μακρυσίων απλήν εμπορικήν επαφήν. Φαίνεται ότι ο Μινωϊκός πολιτισμός, ο οποίος περί το τέλος της ΜΕ περιόδου μετεφυτεύθη εις την κυρίως Ελλάδα και επεκράτησε βαθμηδόν του Μυκηναϊκού, δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τας θεμελιώδεις ιδέας και τα βασικά έθιμα του μηκυναϊκού λαού17, ιδία των απομεμακρυσμένων επαρχιακών κέντρων. Σαφή απόδειξιν τούτου αποτελεί ο ταφικός περίβολος, εις γνήσιος ελλαδικός τύπος ταφικού μνημείου, ο οποίος διετήρήθη σχεδόν αμετάβλητος από της ΠΕ μέχρι τουλάχιστον της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου.
Συμφώνως προς μίαν εκδοχήν, η οποία διεσώθη κυρίως εις σχόλια του ομηρικού στίχου 757 Ιλιάδος, η «Αλισίου κολώνη» ήτο ο τάφος ενός ήρωος Αλισίου, υιού του Σκιλλούντος, ενός των μνηστήρων της Ιπποδάμειας, η υιός του Γαργηττου, ενός των αφιχθέντων μετά του Πέλοπος εκ της Ασίας εις την Πελοπόννησον. Ο καθηγητής Μιχαήλ Σακελλαρίου, ο οποίος ησχολήθη διεξοδικώς με τον ανωτέρω ομηρικόν στίχον, ενδιαφερόμενος δια θέματα της ομηρικής- ηλειακής τοπογραφίας18, πιστεύει ότι επιβάλλεται επιφυλακτική στάσις έναντι του προβλήματος της γνησιότητος του ήρωος Αλισίου. Η ερμηνεία: Αλισίου κολώνη= τάφος Αλισίου, δίδει, ως λέγει, λαβήν εις την υποψίαν ότι ο ήρως εγεννήθη μετά της ερμηνείας ταύτης. Πιστεύει ότι η συνδεσίς του προς την Ιπποδάμειαν είναι νεωτέρα, απόδειξις ότι το όνομά του δεν αναφέρεται εις τον κατάλογον των μνηστήρων της Ιπποδάμειας, τον οποίον έχουν συντάξει ο Παυσανίας και ο σχολιαστής του Πινδάρου. Νέον θεωρεί επίσης τον μύθον, ο οποίος θέλει τον Αλίσιον υιόν του Γαργήττου, ενός των συντρόφων του Πέλοπος. ΄Οσον αφορά δε εις την σχέσιν του ήρωος προς τον Σκιλλούντα, τούτο αποτελεί κατά τον Σακελλαρίου πλάσμα υστάτης εποχής. Χωρίς να αμφιβάλω δια τα ανωτέρω, νομίζω, ότι ουδέν αποκλείει οι μεταγενέστεροι ούτοι μύθοι να επλάσθησαν εν τη επιθυμία των Σκιλλουντίων να ερμηνεύσουν, ως τάφον μυθικού ήρωος, εν παναρχαιον σεβαστόν ταφικόν μνημείον του οικισμού των, ως ήτο ο προσφάτως αποκαλυφθείς επί του λόφου «Προφήτης Ηλίας» ταφικός περίβολος.
Παρομοίαν ταύτισιν του τύμβου Σαμικού προς τον τάφον του τοπικού ήρωος Ιαρδάνου επιχειρεί ο Ν. Γιαλούρης19.
Ως λέγει ο Nilsson20, τάφους ηρώων και ιερά συνήντα τις πολλά εις την ύπαιθρον χώραν, διετηρήθησαν εν τούτοις μόνον τα ονόματα των πλέον γνωστών εκ των μύθων ηρώων. Η ομοιότης των αρχαίων ηρώων προς τους άγιους της εκκλησίας είναι μεγάλη, έχει δε συχνά τονισθή. Η δύναμις των αγίων, όπως και των ηρώων, είναι συνδεδεμένη με τα λείψανά των, ως δε τα λείψανα των αγίων μεταφέρονται εξ ενός τόπου εις άλλον, το αυτό συνέβαινε και με τους ήρωας. Η λατρεία των δεν εσβησεν ευκόλως, συνεχίσθη λαβούσα χριστιανικήν εμφάνισιν, επιζή δε συχνά υπό την αυτήν μορφήν, με την διαφοράν ότι τους ήρωας διεδέχθησαν οι μάρτυρες και οι άγιοι. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, μετά μεγίστης βεβαίως επιφυλακτικότητος, ότι τον σκιλλούντιον ήρωα Αλίσιον διεδέχθη ο Προφήτης Ηλίας Μακρυσίων.
Ο λόφος του Προφήτου Ηλία Μακρυσίων έχει προσφάτως μετ’ απολύτου πειστικότητος ταυτισθή υπό του Ernst Meyer21 προς την θέσιν του αρχαίου Σκιλλούντος22. Η ταύτισις στηρίζεται κυρίως εις το χωρίον V, 6, 4 του Παυσανίου, ο οποίος ευρισκόμενος εις σημείον τι της οδού εκ Σαμικού προς Ολυμπίαν, είδεν «οπίσω επ’ αριστερά Σκιλλούντος ερείπια». Η σημερινή οδός Σαμικού- Ολυμπίας διέρχεται δια της κωμοπόλεως των Κρεστένων, προχωρεί προς τα υψώματα ΒΑ. της κωμοπόλεως, εν συνεχεία κατευθύνεται βορείως προς το χωρίον Μπάμπες, εκείθεν κατέρχεται σχεδόν αποτόμως προς τον Αλφειόν και δια του πόρου καταλήγει εις Ολυμπίαν. Ο μεταβαίνων δια της οδού ταύτης εις Ολυμπίαν, ως ο Παυσανίας, βλεπει πράγματι «οπίσω επ’ αριστερά» του τον δεσπόζοντα λόφον του Προφήτου Ηλία, ευρισκόμενος εις σημείόν τι της οδού μεταξύ Κρεστένων και Μπαμπών.
Ο Meyer περισυνέλεξεν υστερομηκυναϊκά όστρακα εις τας δυτικός παρυφάς του λόφου, πλησίον της αυτόθι Μονής Καλογραιών, και επεσήμανε την ύπαρξιν κατεστραμμένου τάφου (μηκυναϊκού;) νοτιώτερον.
Ενταύθα πρέπει να μνημονεύσωμεν ομάδα αρχαίων, ευρισκομένων εις το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον (Αριθ. Ευρετ. 11120-11141), τα οποία προέρχονται εκ κατασχέσεως, γενομένης περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος υπό του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Βαλέριου Στάη. Τα αρχαία, ως σημειοί ο δημοσιεύσας ταύτα Γ. Οικονόμος23, προέρχονται «εκ των Κρεσταίνων της επαρχίας Ολυμπίας παρά τον αρχαίον Σκιλλούντα», είναι δε τα εξής: Πήλινος οικίσκος του -6ου αι., ειδώλιον νήσσης του -6ου αι., τρία γυναικεία και εν ανδρικόν ειδώλιον της «πρωϊμωτάτης αρχαϊκής περιόδου», ως λέγει χαρακτηριστικώς ο Οικονόμος, φιάλη ομφαλωτή του β' ημίσεος του -6ου αι., έτερον γυναικείον ειδώλιον του β' ημίσεος του -6ου αι., ως και ομάς πήλινων χειροποιήτων μικρογραφικών αγγείων.
Σημαντικώτερα είναι τα ευρήματα του Εφόρου Ν. Γιαλούρη εκ της ευρυτέρας περιοχής του Σκιλλούντος, ήτοι δύο μηκυναϊκοί τάφοι εν θέσει «Κανιά» Μακρυσίων (προς δυσμάς του Προφήτου Ηλία) και αποθέτης ιερού γυναικείας θεότητος εν θέσει «Καμπούλη» (εις την χαμηλήν πεδιάδα βορείως των Μακρυσίων), εντός του οποίου ευρέθησαν εκατοντάδες αναθηματικών μικροσκοπικών αγγείων, κυρίως υδρίσκαι, μέγας αριθμός ειδωλίων, κυρίως προτομαί γυναικείας μορφής φερούσης πόλον, πήλινον ανάγλυφον, παριστών κατακεκλιμενήν ανδρικήν. μορφήν με φιάλην εις την αριστεράν και λύραν εις το βάθος του αναγλύφου, και χαλκά γυναικεία κοσμήματα. Απαντά τα ευρήματα του αποθέτου χρονολογούνται υπό του ανασκαφέως από του -6ου μέχρι του -4ου αι.24.
Επιφανειακή ερευνά της περιοχής, γενομένη κατά την ημέραν της ανασκαφής του υστεροελλαδικού τύμβου, είχεν ως αποτέλεσμα να περισυλλεγή μέγας αριθμός μυκηναϊκών και ωρισμένων ΜΕ οστράκων (Πίν.122α) επί της κορυφής και του νοτίου πρανούς του λόφου «Προφήτης Ηλίας». Επί του ανατολικού πρανούς του ιδίου λόφου προς την κατεύθυνσιν του χωρίου, πλησίον κρήνης, απεκαλύφθη τυχαίως ημικατεστραμμένος κεραμοσκεπής τάφος ελληνιστικών χρόνων, περιέχων μελαμβαφή κοτύλήν και όλπην. Όχι μακράν της θέσεως του αποθέτου «Καμπούλη», εσημειώθη η παρουσία πωρίνων αρχιτεκτονικών μελών, χρησιμοποιηθέντων εις την κατασκευήν νεωτέρου φρέατος (Πίν. 128α) και εις κλίμακα αγροικίας (Πίν.128β).
Επί τη βάσει των ανωτέρω απαριθμηθέντων παλαιών και προσφάτων ευρημάτων της περιοχής Μακρυσίων είναι δυνατόν, νομίζω, να υποστηριχθούν τα κάτωθι:
1. Εις προϊστορικός συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκει και ο ανασκαφεις ταφικός περίβολος της ΥΕΙ-ΙΙ περιόδου, θα πρέπει να αναζητηθή επί του λόφου «Προφήτης Ηλίας». Ο συνοικισμός ούτος, ο οποίος, συμφώνως προς τα επιφανειακώς περισυλλεγέντα όστρακα, υπήρχε τουλάχιστον από της ΜΕ περιόδου, είναι δυνατόν να ταυτισθή προς τον προϊστορικόν Σκιλλούντα.
2. Ο Σκιλλούς των ιστορικών χρόνων είναι πιθανώτερον να ευρίσκετο εις την χαμηλήν πεδιάδα μεταξύ της αριστεράς όχθης του Αλφειού και των βορείων προπόδων του λόφου «Προφήτης Ηλίας» (Παρένθ. Πίν.Ε), όχι μακράν δηλαδή της θέσεως του αποθέτου «Καμπούλη» και των επισημανθέντων πωρίνων αρχιτεκτονικών μελών.
ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ
Τα παραδοθέντα υπό των μαθητών, ως και τα ανευρεθέντα κατά την ανασκαφήν αγγεία και όστρακα, ανήκουν εις την πρωϊμωτέραν φάσιν της Υστεροελλαδικής περιόδου, την YEI. Τινά εξ αυτών δυνατόν να ανήκουν χρονολογικώς εις την YEΙΙΑ περίοδον. Μόνον η οριστική δημοσίευσις των ευρημάτων, εν τούτοις, θα δώση οριστικήν άπάντησιν εις το θέμα της χρονολογήσεως. Ενταύθα αρκούμεθα εις γενικωτέρας μόνον παρατηρήσεις και συμπεράσματα: Τα πλείστα των αγγείων αποτελούν επιβίωσιν η ορθότερον εξέλιξιν μεσοελλαδικών τύπων, δεικνύουν δε ομαλήν μετάβασιν εκ του μεσοελλαδικού προς τον υστεροελλαδικόν κόσμον και εις την περιοχήν ταυτήν της Πελοποννήσου5. Ο τύμβος ιδρύθη προφανώς υπό μιάς κοινότητος ανθρώπων κατά τας αρχάς της ΥΕ περιόδου, οτε δεν είχον εισέτι παύσει να χρησιμοποιούνται τύποι ΜΕ αγγείων. Τα αυτά παρετηρήθησαν και εις τον τύμβον Σαμικού6, κείμενον παρά την θέσιν Κλειδί Καϊάφα (Παρένθ. Πίν.Ε), του οποίου μάλιστα η «ζωή» ήτο ιδιαιτέρως μακροχρόνιος, διαρκέσασα από της ΜΕ μέχρι της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου7.
Τα σχήματα των αγγείων του τύμβου Μακρυσίων, ήτοι λεβητοκυάθια (Πίν.124β, 125α, 126α-β, 127 α-β), κύπελλα τύπου Βαφείου (Πίν.122β, 124α), αλάβαστρα (Πίν.124δ), αρύταιναι (Πίν.122γ), κύλικες (Πίν.124γ, 125γ), κυάθια (Πίν.125β) κ.α., ως και τα διακοσμητικά αυτών θέματα, δηλούν στενήν τινα σχέσιν προς τον τύμβον Σαμικού. Και αυτό τούτο το είδος του ταφικού μνημείου, εύρέως διαδεδομένον κατά την ΜΕ κυρίως εποχήν, αλλά γνωστόν ήδη από του τέλους της ΠΕ, ήτοι από του -2.000 8 περίπου, καθιστά έτι ισχυρότερον τον δεσμόν των δύο περιοχών.
Οι ταφικοί περίβολοι των Μυκηνών, η αρχή των οποίων ανάγεται εις την ΜΕ περίοδον, παρουσιάζουν κοινά σημεία προς τους τύμβους Σαμικού και Μακρυσίων. Ο περίβολος A των Μυκηνών παραλληλίζεται υπό του Wace9 προς τους τάφους Λευκάδος, τους οποίους ανέσκαψεν ο Dörpfeld. Αφορμήν λαβών ο Άγγλος ερευνητής εκ μιας περιέργου αιχμής δόρατος των τάφων Λευκάδος, παρόμοιας προς ευρεθείσαν εντός του 4ου καθέτου τάφου Μυκηνών10, υποστηρίζει ότι: «it may well be of Helladic origin» και ότι «it forms another link between Leukas and Mycenae»11.
Οι ταφικοί περίβολοι Σαμικού και Μακρυσίων αποτελούν κρίκον συνδέσεως των Μυκηνών προς την Τριφυλίαν και τον «ήμαθόεντα Πύλον», εκτός της σημειωθείσης ήδη σχέσεως προς τας Τονίους νήσους12.
Η ελλιπής κύλιξ, η φέρουσα παράστασιν διπλού πελέκεως (Πίν.124γ), εκ του τύμβου Μακρυσίων, παρουσιάζει εκπληκτικήν ομοιότητα κατά το σχήμα και την διακόσμησιν προς «a fragmentary vase decorated with double axes», το οποίον ευρέθη εις Κύθηρα «on the Asprogas ridge north of Kastri», εντός του τάφου E, χρονολογούμενον υπό του Huxley εις την ΥΜ ΙΑ περίοδον13. Η ομοιότης είναι σχεδόν τελεία, εις τρόπον ώστε να επιτρέπη, έστω και εκ της φωτογραφίας, να υποστήριξή τις ότι αμφότερα τα αγγεία προέρχονται εκ του αυτού εργαστηρίου, αν όχι εκ της αυτής χειρός. Το ΥΜΙΑ κύπελλον εξάλλου, εκ του ιδίου τάφου Ε του Καστρίου Κυθήρων14, είναι παρόμοιον προς κύπελλον τύπου Βαφειού εκ του τύμβου Σαμικού15. Τα Κύθηρα αποτελούν τον πλησιέστερον προς την Δυτικήν Πελοπόννησον μέχρι τούδε γνωστόν μινωϊκόν εμπορικόν σταθμόν ή αποικίαν. Βεβαιούται ούτω και ενταύθα η σημειωθείσα ηδη σχέσις της ΝΔ. Πελοπόννησου μετά της Κρήτης16 . Η σχέσις αυτή, εν τούτοις, αποτελεί κατά την πρώιμον μηκυναϊκήν εποχήν των τύμβων Σαμικού και Μακρυσίων απλήν εμπορικήν επαφήν. Φαίνεται ότι ο Μινωϊκός πολιτισμός, ο οποίος περί το τέλος της ΜΕ περιόδου μετεφυτεύθη εις την κυρίως Ελλάδα και επεκράτησε βαθμηδόν του Μυκηναϊκού, δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τας θεμελιώδεις ιδέας και τα βασικά έθιμα του μηκυναϊκού λαού17, ιδία των απομεμακρυσμένων επαρχιακών κέντρων. Σαφή απόδειξιν τούτου αποτελεί ο ταφικός περίβολος, εις γνήσιος ελλαδικός τύπος ταφικού μνημείου, ο οποίος διετήρήθη σχεδόν αμετάβλητος από της ΠΕ μέχρι τουλάχιστον της ΥΕΙΙΙΒ περιόδου.
Συμφώνως προς μίαν εκδοχήν, η οποία διεσώθη κυρίως εις σχόλια του ομηρικού στίχου 757 Ιλιάδος, η «Αλισίου κολώνη» ήτο ο τάφος ενός ήρωος Αλισίου, υιού του Σκιλλούντος, ενός των μνηστήρων της Ιπποδάμειας, η υιός του Γαργηττου, ενός των αφιχθέντων μετά του Πέλοπος εκ της Ασίας εις την Πελοπόννησον. Ο καθηγητής Μιχαήλ Σακελλαρίου, ο οποίος ησχολήθη διεξοδικώς με τον ανωτέρω ομηρικόν στίχον, ενδιαφερόμενος δια θέματα της ομηρικής- ηλειακής τοπογραφίας18, πιστεύει ότι επιβάλλεται επιφυλακτική στάσις έναντι του προβλήματος της γνησιότητος του ήρωος Αλισίου. Η ερμηνεία: Αλισίου κολώνη= τάφος Αλισίου, δίδει, ως λέγει, λαβήν εις την υποψίαν ότι ο ήρως εγεννήθη μετά της ερμηνείας ταύτης. Πιστεύει ότι η συνδεσίς του προς την Ιπποδάμειαν είναι νεωτέρα, απόδειξις ότι το όνομά του δεν αναφέρεται εις τον κατάλογον των μνηστήρων της Ιπποδάμειας, τον οποίον έχουν συντάξει ο Παυσανίας και ο σχολιαστής του Πινδάρου. Νέον θεωρεί επίσης τον μύθον, ο οποίος θέλει τον Αλίσιον υιόν του Γαργήττου, ενός των συντρόφων του Πέλοπος. ΄Οσον αφορά δε εις την σχέσιν του ήρωος προς τον Σκιλλούντα, τούτο αποτελεί κατά τον Σακελλαρίου πλάσμα υστάτης εποχής. Χωρίς να αμφιβάλω δια τα ανωτέρω, νομίζω, ότι ουδέν αποκλείει οι μεταγενέστεροι ούτοι μύθοι να επλάσθησαν εν τη επιθυμία των Σκιλλουντίων να ερμηνεύσουν, ως τάφον μυθικού ήρωος, εν παναρχαιον σεβαστόν ταφικόν μνημείον του οικισμού των, ως ήτο ο προσφάτως αποκαλυφθείς επί του λόφου «Προφήτης Ηλίας» ταφικός περίβολος.
Παρομοίαν ταύτισιν του τύμβου Σαμικού προς τον τάφον του τοπικού ήρωος Ιαρδάνου επιχειρεί ο Ν. Γιαλούρης19.
Ως λέγει ο Nilsson20, τάφους ηρώων και ιερά συνήντα τις πολλά εις την ύπαιθρον χώραν, διετηρήθησαν εν τούτοις μόνον τα ονόματα των πλέον γνωστών εκ των μύθων ηρώων. Η ομοιότης των αρχαίων ηρώων προς τους άγιους της εκκλησίας είναι μεγάλη, έχει δε συχνά τονισθή. Η δύναμις των αγίων, όπως και των ηρώων, είναι συνδεδεμένη με τα λείψανά των, ως δε τα λείψανα των αγίων μεταφέρονται εξ ενός τόπου εις άλλον, το αυτό συνέβαινε και με τους ήρωας. Η λατρεία των δεν εσβησεν ευκόλως, συνεχίσθη λαβούσα χριστιανικήν εμφάνισιν, επιζή δε συχνά υπό την αυτήν μορφήν, με την διαφοράν ότι τους ήρωας διεδέχθησαν οι μάρτυρες και οι άγιοι. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, μετά μεγίστης βεβαίως επιφυλακτικότητος, ότι τον σκιλλούντιον ήρωα Αλίσιον διεδέχθη ο Προφήτης Ηλίας Μακρυσίων.
Β. Τοπογραφικά Σκιλλούντος
Ο Meyer περισυνέλεξεν υστερομηκυναϊκά όστρακα εις τας δυτικός παρυφάς του λόφου, πλησίον της αυτόθι Μονής Καλογραιών, και επεσήμανε την ύπαρξιν κατεστραμμένου τάφου (μηκυναϊκού;) νοτιώτερον.
Ενταύθα πρέπει να μνημονεύσωμεν ομάδα αρχαίων, ευρισκομένων εις το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον (Αριθ. Ευρετ. 11120-11141), τα οποία προέρχονται εκ κατασχέσεως, γενομένης περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος υπό του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Βαλέριου Στάη. Τα αρχαία, ως σημειοί ο δημοσιεύσας ταύτα Γ. Οικονόμος23, προέρχονται «εκ των Κρεσταίνων της επαρχίας Ολυμπίας παρά τον αρχαίον Σκιλλούντα», είναι δε τα εξής: Πήλινος οικίσκος του -6ου αι., ειδώλιον νήσσης του -6ου αι., τρία γυναικεία και εν ανδρικόν ειδώλιον της «πρωϊμωτάτης αρχαϊκής περιόδου», ως λέγει χαρακτηριστικώς ο Οικονόμος, φιάλη ομφαλωτή του β' ημίσεος του -6ου αι., έτερον γυναικείον ειδώλιον του β' ημίσεος του -6ου αι., ως και ομάς πήλινων χειροποιήτων μικρογραφικών αγγείων.
Σημαντικώτερα είναι τα ευρήματα του Εφόρου Ν. Γιαλούρη εκ της ευρυτέρας περιοχής του Σκιλλούντος, ήτοι δύο μηκυναϊκοί τάφοι εν θέσει «Κανιά» Μακρυσίων (προς δυσμάς του Προφήτου Ηλία) και αποθέτης ιερού γυναικείας θεότητος εν θέσει «Καμπούλη» (εις την χαμηλήν πεδιάδα βορείως των Μακρυσίων), εντός του οποίου ευρέθησαν εκατοντάδες αναθηματικών μικροσκοπικών αγγείων, κυρίως υδρίσκαι, μέγας αριθμός ειδωλίων, κυρίως προτομαί γυναικείας μορφής φερούσης πόλον, πήλινον ανάγλυφον, παριστών κατακεκλιμενήν ανδρικήν. μορφήν με φιάλην εις την αριστεράν και λύραν εις το βάθος του αναγλύφου, και χαλκά γυναικεία κοσμήματα. Απαντά τα ευρήματα του αποθέτου χρονολογούνται υπό του ανασκαφέως από του -6ου μέχρι του -4ου αι.24.
Επιφανειακή ερευνά της περιοχής, γενομένη κατά την ημέραν της ανασκαφής του υστεροελλαδικού τύμβου, είχεν ως αποτέλεσμα να περισυλλεγή μέγας αριθμός μυκηναϊκών και ωρισμένων ΜΕ οστράκων (Πίν.122α) επί της κορυφής και του νοτίου πρανούς του λόφου «Προφήτης Ηλίας». Επί του ανατολικού πρανούς του ιδίου λόφου προς την κατεύθυνσιν του χωρίου, πλησίον κρήνης, απεκαλύφθη τυχαίως ημικατεστραμμένος κεραμοσκεπής τάφος ελληνιστικών χρόνων, περιέχων μελαμβαφή κοτύλήν και όλπην. Όχι μακράν της θέσεως του αποθέτου «Καμπούλη», εσημειώθη η παρουσία πωρίνων αρχιτεκτονικών μελών, χρησιμοποιηθέντων εις την κατασκευήν νεωτέρου φρέατος (Πίν. 128α) και εις κλίμακα αγροικίας (Πίν.128β).
Επί τη βάσει των ανωτέρω απαριθμηθέντων παλαιών και προσφάτων ευρημάτων της περιοχής Μακρυσίων είναι δυνατόν, νομίζω, να υποστηριχθούν τα κάτωθι:
1. Εις προϊστορικός συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκει και ο ανασκαφεις ταφικός περίβολος της ΥΕΙ-ΙΙ περιόδου, θα πρέπει να αναζητηθή επί του λόφου «Προφήτης Ηλίας». Ο συνοικισμός ούτος, ο οποίος, συμφώνως προς τα επιφανειακώς περισυλλεγέντα όστρακα, υπήρχε τουλάχιστον από της ΜΕ περιόδου, είναι δυνατόν να ταυτισθή προς τον προϊστορικόν Σκιλλούντα.
2. Ο Σκιλλούς των ιστορικών χρόνων είναι πιθανώτερον να ευρίσκετο εις την χαμηλήν πεδιάδα μεταξύ της αριστεράς όχθης του Αλφειού και των βορείων προπόδων του λόφου «Προφήτης Ηλίας» (Παρένθ. Πίν.Ε), όχι μακράν δηλαδή της θέσεως του αποθέτου «Καμπούλη» και των επισημανθέντων πωρίνων αρχιτεκτονικών μελών.
ΑΔ 23 (1968) Α- Μελέται, σελ. 284
Σημειώσεις:
1. Ακολουθώ την γραφήν Μακρύσια με υ απλώς επειδή έχει καθιερωθή επισήμως, χωρίς να είναι δικαιολογημένη ετυμολογικώς. Ορθότερα ίσως είναι η γραφή με ι.
2. Χάρις και μόνον εις το ενδιαφέρον του γυμνασιάρχου κ. Κ. Σακελλαρίου κατέστη δυνατόν να διασωθούν απαντατα ευρήματα.
3. ΑΑΑ 1968, 126-7.
4. Ευχαριστώ θερμώς τον αρχαιολόγον κ. Γ. Μάντζιον, ο όποϊος είχε την άμεσον επίβλεψιν της ανασκαφής και διέσωσεν ό,τι στοιχείον είχεν απομείνει μετά την καταστρεπτικήν λαθρανασκαφήν.
Αι φωτογραφίαι των Πιν.121 α-β και 123 α ελήφθησαν υπό του Γ. Μάντζιου, αι λοιπαί υπό του υπογραφομένου.
5. Πρβλ. Ε. Δεϊλάκη, Μυκηναϊκός τάφος εξ Άργους, Χαριστήριον εις Α. Ορλάνδον, τ.Β', 246, υποσ.19. C. Biegen, Prosymna I, 43.
6. Ν. Γιαλούρη, Μυκηναϊκός Τύμβος Σαμικού, ΑΔ20 (1965): Μέρος Α', 36.
7. Kαι οι τάφοι Γουβαλάρη 1 και 2 Πυλίας, χρονολογούμενοι εις την YE I εποχήν, εχρησιμο- ποιήθησαν μέχρι της YE ΙΙΙΒ. Εντός αυτών ευρέθησαν αγγεία σαφώς μεσοελλαδικής παραδόσεως (πρβλ. ΠΑΕ 1960, 195-6, πίν. 151α).
8. Μ. Ανδρονίκου, Ελλήνικά Επιτάφια Μνημεία, ΑΔ17 (1961/2): Μέρος Α', 173.
9. BSA25 (1921/23), 124 (Wace).
10. Πρβλ. και Χρ. Τσούντα, Προϊστορικοί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, 1908, πίν.4, 10.
11. Wace, έ.α.
12. Ο καθηγητής Σπ. Μαρινάτος (Έρευναι εις Σάμην της Κεφαλλήνίας, ΑΕ 1964, 26-7, σχ. εικόνος 4 και πίν.5, 3-5) παραλληλίζει «τα ασαφή εισέτι κατασκευάσματα», τα αποκαλυφθέντα εν θέσει Ρουπάκι παρά την νεκρόπολιν της αρχαίας Σάμης, προς τους κυκλικούς ΠΕ-ΜΕ τάφους του Στενού Λευκάδος ή προς ανάλογον (ημικυκλικόν περίβολον) παρά την κυρίαν πύλην της ακροπόλεως εις το Μάλθι της Τριφυλίας, αλλά και προς τον βασιλικόν περίβολον A των Μυκηνών.
13. ΑΔ19 (1964): Χρονικά, 148, Πίν.150γ.
14. ΑΔ έ.α., Πίν.150β.
15. Πρβλ. Ν. Γιαλούρη, έ.α., Πίν.14δ.
16. ΠΑΕ 1960, 209. Ο θολωτός τάφος Περιστεριάς, ο οποίος φέρει Κρητικά λατομικά σημεία κεχαραγμένα επί λίθου της εισόδου, χρονολογείται υπό του ανασκαφέως εις τον -16ον αι., την παλαιοτέραν μηκυναϊκήν περίοδον, εις ην ανήκουν και τα διατηρούμενα επί του ιδίου λόφου ίχνη οικισμού. Τα όστρακα εκ της επιχώσεως του τάφου τούτου (ΥΕ Ι-Π) είναι παρόμοια προς την κεραμεικήν του τύμβου Μακρυσίων (ΠΑΕ 1960, 208, πίν. 160).
17. Πρβλ. Wace, ε.α., 135.
18. Μ. Σακελλαρίου, Τα όρια της χώρας των Επειών, Πελοποννησιακά Γ'-Δ' (1960),22-23 και 32- 33.
19. Ν. Γιαλούρη, Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού, έ.α., 37-40.
20. Μ. Nilsson, Ελληνική λαϊκή θρησκεία (Μετάφρασις Ι. Θ. Κακριδή), 1953, 17 κ.έ.
21. Ε. Meyer, Neue Peloponnesische Wanderungen, 1957, 63.
22. Πρβλ. Olympia I, 1897, 10 (Partsch). Παπαχατζή, Παυσανίου Ηλειακά, 1965, 234. Ξενοφάντος, Ελληνικά VI,5,2. Στράβωνος, VIII,3,14. Παυσανίου, V, 6, 4 και VI,22,4. REVIIΑ, 1796, ένθα και η παλαιοτέρα βιβλιογραφία.
23. Γ. Οικονόμου, Ο εκ του Αργείου Ηραίου πήλινος οικίσκος κατά νέαν συμπλήρωσης ΑΕ1931, 48 και 52, υποσ.1.
24. ΠΑΕ 1954, 292-4. BCH78 (1954), 128 και JHS76 (1956), 156-7, ένθα αναγράφεται το εξής ακατανόητον, προφανώς εκ λάθους: «The shrine whose deposit this is cannot be readily identified, although there are extensive traces of walls along the left bank of Alpheios from Mouria to Ankona opposit Makrysia».
Παράρτημα:
Από τη μονή Προφήτη Ηλία Μακρυσίων, όπου είχε ανασκαφεί ο σημαντικότατος τύμβος20 προέρχεται ένα λίθινο προϊστορικό εργαλείο, σφύρα με στένωμα (Λ1224), ύψ. 0,14μ., το οποίο παρέδωσε η ηγουμένη του μοναστηριού (Ευθυμία) στον αρχαιοφύλακα Ολυμπίας, Α. Κούγια.
Ο Δημήτριος Βασιλόπουλος του Ιωάννη, κάτοικος Μακρυσίων, βρήκε στη θέση Ράχες, στην όχθη του ποταμού Αλφειού μια χάλκινη αριστερή κνημίδα (Μ1501), που σώζεται σε άριστη κατάσταση (ύψ. 0,41μ.) (εικ. δεξιά).
Πλαστικώς αποδίδεται το γόνατο, καθώς και το εσωτερικό της κνήμης. Στην αριστερή πλευρά διακοσμείται με δύο φίδια που διασταυρώνονται. Τα φίδια από τη μέση και πάνω αποδίδονται ανάγλυφα, ενώ τα χαρακτηριστικά των κεφαλών και η κάτω σιαγόνα αποδίδονται εγχάρακτα.
Στην εσωτερική πλευρά της κνημίδας πάνω από την πλαστική απόδοση του μυός «ξεπηδά» ένα τρίτο φίδι.
Σε όλο το μήκος της παρυφής ανοίγονται οπές ήλων για την προσήλωση εσωτερικής επένδυσης.
Η κνημίδα ανήκει στον ύστερο αρχαϊκό τύπο (β' μισό του -6ου αι.).
- ΑΔ 51 (1996), σελ.:194
Σημειώσεις:
1. Ακολουθώ την γραφήν Μακρύσια με υ απλώς επειδή έχει καθιερωθή επισήμως, χωρίς να είναι δικαιολογημένη ετυμολογικώς. Ορθότερα ίσως είναι η γραφή με ι.
2. Χάρις και μόνον εις το ενδιαφέρον του γυμνασιάρχου κ. Κ. Σακελλαρίου κατέστη δυνατόν να διασωθούν απαντατα ευρήματα.
3. ΑΑΑ 1968, 126-7.
4. Ευχαριστώ θερμώς τον αρχαιολόγον κ. Γ. Μάντζιον, ο όποϊος είχε την άμεσον επίβλεψιν της ανασκαφής και διέσωσεν ό,τι στοιχείον είχεν απομείνει μετά την καταστρεπτικήν λαθρανασκαφήν.
Αι φωτογραφίαι των Πιν.121 α-β και 123 α ελήφθησαν υπό του Γ. Μάντζιου, αι λοιπαί υπό του υπογραφομένου.
5. Πρβλ. Ε. Δεϊλάκη, Μυκηναϊκός τάφος εξ Άργους, Χαριστήριον εις Α. Ορλάνδον, τ.Β', 246, υποσ.19. C. Biegen, Prosymna I, 43.
6. Ν. Γιαλούρη, Μυκηναϊκός Τύμβος Σαμικού, ΑΔ20 (1965): Μέρος Α', 36.
7. Kαι οι τάφοι Γουβαλάρη 1 και 2 Πυλίας, χρονολογούμενοι εις την YE I εποχήν, εχρησιμο- ποιήθησαν μέχρι της YE ΙΙΙΒ. Εντός αυτών ευρέθησαν αγγεία σαφώς μεσοελλαδικής παραδόσεως (πρβλ. ΠΑΕ 1960, 195-6, πίν. 151α).
8. Μ. Ανδρονίκου, Ελλήνικά Επιτάφια Μνημεία, ΑΔ17 (1961/2): Μέρος Α', 173.
9. BSA25 (1921/23), 124 (Wace).
10. Πρβλ. και Χρ. Τσούντα, Προϊστορικοί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, 1908, πίν.4, 10.
11. Wace, έ.α.
12. Ο καθηγητής Σπ. Μαρινάτος (Έρευναι εις Σάμην της Κεφαλλήνίας, ΑΕ 1964, 26-7, σχ. εικόνος 4 και πίν.5, 3-5) παραλληλίζει «τα ασαφή εισέτι κατασκευάσματα», τα αποκαλυφθέντα εν θέσει Ρουπάκι παρά την νεκρόπολιν της αρχαίας Σάμης, προς τους κυκλικούς ΠΕ-ΜΕ τάφους του Στενού Λευκάδος ή προς ανάλογον (ημικυκλικόν περίβολον) παρά την κυρίαν πύλην της ακροπόλεως εις το Μάλθι της Τριφυλίας, αλλά και προς τον βασιλικόν περίβολον A των Μυκηνών.
13. ΑΔ19 (1964): Χρονικά, 148, Πίν.150γ.
14. ΑΔ έ.α., Πίν.150β.
15. Πρβλ. Ν. Γιαλούρη, έ.α., Πίν.14δ.
16. ΠΑΕ 1960, 209. Ο θολωτός τάφος Περιστεριάς, ο οποίος φέρει Κρητικά λατομικά σημεία κεχαραγμένα επί λίθου της εισόδου, χρονολογείται υπό του ανασκαφέως εις τον -16ον αι., την παλαιοτέραν μηκυναϊκήν περίοδον, εις ην ανήκουν και τα διατηρούμενα επί του ιδίου λόφου ίχνη οικισμού. Τα όστρακα εκ της επιχώσεως του τάφου τούτου (ΥΕ Ι-Π) είναι παρόμοια προς την κεραμεικήν του τύμβου Μακρυσίων (ΠΑΕ 1960, 208, πίν. 160).
17. Πρβλ. Wace, ε.α., 135.
18. Μ. Σακελλαρίου, Τα όρια της χώρας των Επειών, Πελοποννησιακά Γ'-Δ' (1960),22-23 και 32- 33.
19. Ν. Γιαλούρη, Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού, έ.α., 37-40.
20. Μ. Nilsson, Ελληνική λαϊκή θρησκεία (Μετάφρασις Ι. Θ. Κακριδή), 1953, 17 κ.έ.
21. Ε. Meyer, Neue Peloponnesische Wanderungen, 1957, 63.
22. Πρβλ. Olympia I, 1897, 10 (Partsch). Παπαχατζή, Παυσανίου Ηλειακά, 1965, 234. Ξενοφάντος, Ελληνικά VI,5,2. Στράβωνος, VIII,3,14. Παυσανίου, V, 6, 4 και VI,22,4. REVIIΑ, 1796, ένθα και η παλαιοτέρα βιβλιογραφία.
23. Γ. Οικονόμου, Ο εκ του Αργείου Ηραίου πήλινος οικίσκος κατά νέαν συμπλήρωσης ΑΕ1931, 48 και 52, υποσ.1.
24. ΠΑΕ 1954, 292-4. BCH78 (1954), 128 και JHS76 (1956), 156-7, ένθα αναγράφεται το εξής ακατανόητον, προφανώς εκ λάθους: «The shrine whose deposit this is cannot be readily identified, although there are extensive traces of walls along the left bank of Alpheios from Mouria to Ankona opposit Makrysia».
Παράρτημα:
Από τη μονή Προφήτη Ηλία Μακρυσίων, όπου είχε ανασκαφεί ο σημαντικότατος τύμβος20 προέρχεται ένα λίθινο προϊστορικό εργαλείο, σφύρα με στένωμα (Λ1224), ύψ. 0,14μ., το οποίο παρέδωσε η ηγουμένη του μοναστηριού (Ευθυμία) στον αρχαιοφύλακα Ολυμπίας, Α. Κούγια.
Ο Δημήτριος Βασιλόπουλος του Ιωάννη, κάτοικος Μακρυσίων, βρήκε στη θέση Ράχες, στην όχθη του ποταμού Αλφειού μια χάλκινη αριστερή κνημίδα (Μ1501), που σώζεται σε άριστη κατάσταση (ύψ. 0,41μ.) (εικ. δεξιά).
Πλαστικώς αποδίδεται το γόνατο, καθώς και το εσωτερικό της κνήμης. Στην αριστερή πλευρά διακοσμείται με δύο φίδια που διασταυρώνονται. Τα φίδια από τη μέση και πάνω αποδίδονται ανάγλυφα, ενώ τα χαρακτηριστικά των κεφαλών και η κάτω σιαγόνα αποδίδονται εγχάρακτα.
Στην εσωτερική πλευρά της κνημίδας πάνω από την πλαστική απόδοση του μυός «ξεπηδά» ένα τρίτο φίδι.
Σε όλο το μήκος της παρυφής ανοίγονται οπές ήλων για την προσήλωση εσωτερικής επένδυσης.
Η κνημίδα ανήκει στον ύστερο αρχαϊκό τύπο (β' μισό του -6ου αι.).
- ΑΔ 51 (1996), σελ.:194