Η Σουηδική αποστολή στην Μεσσηνία [1]
Το Πάσχα του 1926 ο Σουηδός αρχαιολόγος Mattias Natan Valmin επισκέφτηκε την βόρεια Μεσσηνία εξερευνώντας την περιοχή από τον Μελιγαλά μέχρι και τον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η περιοχή αυτή ενώ έδειχνε να είναι γεμάτη με αρχαιότητες ιδιαίτερα της Προϊστορικής περιόδου, ήταν ωστόσο ουσιαστικά ανεξερεύνητη αρχαιολογικά ως τότε. Στο χωριό Δροσοπηγή (πρώην Βυδίσοβα) ο Valmin γνώρισε τον δάσκαλο Σωτήρη Παπαντωνόπουλο. Ο αρχαιόφιλος δάσκαλος με τις γνώσεις του και τον ενθουσιασμό του έμελλε να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στον Σουηδό αρχαιολόγο. Την Κυριακή του Πάσχα ο Παπαντωνόπουλος οδήγησε τον Valmin σε δύο τύμβους. Του ανέφερε ότι είχε ακούσει διηγήσεις για εύρεση πολύτιμων αντικειμένων εντός τους ενώ στην κορυφή του λόφου πάνω από τους τύμβους του ανέφερε την ύπαρξη παλαιών πέτρινων κατασκευών. Εξετάζοντας τους τύμβους ο Valmin κατάλαβε αμέσως ότι επρόκειτο για θολωτούς τάφους.
O Valmin γύρισε στις ανασκαφές της Σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής στην αρχαία Ασίνη μετά το τέλος των οποίων επέστρεψε στους δύο θολωτός τάφους της Μποντιάς (σημ. Μάλθη). Έχοντας εξασφαλίσει το ποσό των 1500 Σουηδ. Κορώνων αλλά και την άδεια της αρχαιολογικής Υπηρεσίας, διευθυντής της οποίας ήταν τότε ο Κ. Κουρουνιώτης, ο Valmin ξεκίνησε τις ανασκαφές στις αρχές Ιουλίου 1926, και οι οποίες διήρκεσαν έξι εβδομάδες. Μαζί του από Ελληνικής πλευράς ήταν ο Έφορος αρχαιοτήτων Μεσσηνίας- Λακωνίας Θεμ. Καραχάλιος.
Το επόμενο καλοκαίρι του 1927 ερευνήθηκαν οι 3 θολωτοί τάφοι στο Κοπανάκι (θέση Αχούρθι) και οι 2 θολωτοί τάφοι στο Βασιλικό. Επίσης ξεκίνησαν οι ανασκαφές στην προϊστορική ακρόπολη της Μάλθης. O Valmin επέστρεψε στην Μάλθη το καλοκαίρι του 1929 και μαζί με τους αρχαιολόγους Carl Nisser και Eudore Derrene συνέχισε τις ανασκαφές επί της ακροπόλεως. Το ίδιο καλοκαίρι ο Valmin ταξίδεψε σε όλη την Μεσσηνία εξετάζοντας τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της κάθε περιοχής. Τα αποτελέσματα αυτής της περιοδείας δημοσιεύτηκαν το 1930 με τίτλο Etudes topographiques sur la Messenie ancianne. Αξιοσημείωτα ευρήματα της περιοδείας αυτής ήταν ο εντοπισμός του Ιερού του Παμίσου στον Άγιο Φλώρο αλλά και η εύρεση ψηφιδωτού δαπέδου Ρωμαϊκής εποχής τρία μίλια βόρεια της Κορώνης κοντά στο εκκλησάκι της αγίας τριάδας.
O Valmin μπόρεσε να επανέλθει στην Μεσσηνία το 1933 και έχοντας εξασφαλίσει χρηματοδότηση από διάφορα Σουηδικά ιδρύματα ξεκίνησε τις ανασκαφές στην ακρόπολη της Μάλθης στις 18 Μαΐου. Μαζί του ήταν οι αρχαιολόγοι Arvid Andren και Erik Wiken καθώς και ο αρχιτέκτονας Helgen Finsen. Το εργατικό προσωπικό αποτελούνταν από 25- 40 άντρες από το Βασιλικό και τις γύρω περιοχές με επιστάτη τον Παναγιώτη Ανδρούτσο.
Στις 6 Σεπτεμβρίου η αποστολή εγκαταστάθηκε στον Άγιο Φλώρο όπου προχώρησε στην ανασκαφή του ιερού του Παμίσου η οποία διήρκησε μία εβδομάδα.
Το καλοκαίρι του 1934 ολοκληρώθηκε η ανασκαφή της ακρόπολης της Μάλθης αλλά και του ιερού του Παμίσου.
Το 1935 ο Valmin ασχολήθηκε με την προετοιμασία και συντήρηση των ευρημάτων των ανασκαφών ενώ το 1936, τελευταία χρονιά της Σουηδικής αποστολής στην Μεσσηνία, ολοκλήρωσε τις εργασίες στο νέο μουσείο του Βασιλικού και διενήργησε κάποιες έρευνες στην γύρω περιοχή.
Η ίδρυση του αρχαιολογικού μουσείου του Βασιλικού
Το καλοκαίρι του 1933 ανασκάφηκε μεγάλο μέρος της προϊστορικής ακρόπολης της Μάλθης. Αποκαλύφθηκε ολόκληρο το τείχος μήκους 410μ. ενώ στο διάστημα των 10 εβδομάδων που διήρκησε η ανασκαφή ανασκάφηκαν και εξετάστηκαν πάνω από 100 δωμάτια. Τα κεραμικά και άλλα ευρήματα απομακρύνονταν σε καλάθια και αφού πλένονταν με νερό καταγράφονταν και στην συνέχεια τοποθετούνταν σε ξύλινα ή χάρτινα κιβώτια. Παράλληλα με την ανασκαφή ο αρχιτέκτονας Helgen Finsen εκπόνησε τα σχέδια της ακρόπολης ενώ ο Arvid Andren ζωγράφισε αντίγραφο του μωσαϊκού της Κορώνης.
Η διαδικασία της προετοιμασίας και καθαρισμού των ευρημάτων, η συγκόλληση των κεραμεικών και η καταγραφή άρχισε να γίνεται προβληματική λόγω του ολοένα αυξανόμενου αριθμού των ευρημάτων. Το μουσείο της Σπάρτης, που ήταν το κοντινότερο, ήταν γεμάτο αλλά και η πρόσβαση σε αυτό δύσκολη -λογικά στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 το οδικό δίκτυο πρέπει να ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Το δε μουσείο του Ναυπλίου ήταν πολύ μακριά. Έτσι ο Valmin και η Σουηδική αποστολή αποφάσισαν να δημιουργηθεί χώρος για την στέγαση των ευρημάτων μέσα στο χωριό του Βασιλικού. Ο Helgen Finsen έφτιαξε τα σχέδια ενός μικρού Μουσείου τα οποία και παρουσίασαν σε έναν τοπικό κτίστη. Στην όλη διαδικασία συμμετείχε με ενθουσιασμό ολόκληρο το Βασιλικό προσφέροντας βοήθεια αλλά και οικοδομικά υλικά, πέτρες και ξυλεία, και έτσι μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή. Έτσι τα ευρήματα βρήκαν στέγη στο νέο μουσείο του Βασιλικού, του πρώτου αρχαιολογικού μουσείου της Μεσσηνίας.
Τα καλοκαίρια του 1933 και 1934 έγιναν αρκετές εργασίες συντήρησης και καταγραφής των ευρημάτων παράλληλα με τις ανασκαφές αλλά ο κυρίως όγκος της εργασίας αυτής πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1935. Ο Arvid Andren ανάλαβε τον σχεδιασμό και φωτογράφιση των ευρημάτων ενώ συνολικά συγκολλήθηκαν περίπου 300 αγγεία από τις ανασκαφές της ακρόπολης της Μάλθης και του ιερού του Παμίσου. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και ένας σημαντικός αριθμός ευρημάτων που συγκεντρώθηκαν στο Μουσείο από διάφορα μέρη της Μεσσηνίας που είτε βρήκε ο ίδιος ο Valmin είτε του παραδόθηκαν προς φύλαξη, όπως για παράδειγμα τα ευρήματα και οι επιγραφές από την περιοχή Κυπαρισσίας- Χριστιανούπολης αλλά και από αλλού.
Το Μουσείο του Βασιλικού εγκαινιάστηκε στις 13 Οκτωβρίου 1935. Την Ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε ο καθηγητής Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ενώ παρόντες ήταν ο έφορος Μεσσηνίας Θεμ. Καραχάλιος και ο Dr. K. Drundmann εκπροσωπώντας το Γερμανικό Ινστιτούτο Αθηνών καθώς φυσικά και πλήθος κόσμου από το Βασιλικό και τις γύρω περιοχές.
Τα καλοκαίρια του 1933 και 1934 έγιναν αρκετές εργασίες συντήρησης και καταγραφής των ευρημάτων παράλληλα με τις ανασκαφές αλλά ο κυρίως όγκος της εργασίας αυτής πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1935. Ο Arvid Andren ανάλαβε τον σχεδιασμό και φωτογράφιση των ευρημάτων ενώ συνολικά συγκολλήθηκαν περίπου 300 αγγεία από τις ανασκαφές της ακρόπολης της Μάλθης και του ιερού του Παμίσου. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί και ένας σημαντικός αριθμός ευρημάτων που συγκεντρώθηκαν στο Μουσείο από διάφορα μέρη της Μεσσηνίας που είτε βρήκε ο ίδιος ο Valmin είτε του παραδόθηκαν προς φύλαξη, όπως για παράδειγμα τα ευρήματα και οι επιγραφές από την περιοχή Κυπαρισσίας- Χριστιανούπολης αλλά και από αλλού.
Το Μουσείο του Βασιλικού εγκαινιάστηκε στις 13 Οκτωβρίου 1935. Την Ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε ο καθηγητής Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ενώ παρόντες ήταν ο έφορος Μεσσηνίας Θεμ. Καραχάλιος και ο Dr. K. Drundmann εκπροσωπώντας το Γερμανικό Ινστιτούτο Αθηνών καθώς φυσικά και πλήθος κόσμου από το Βασιλικό και τις γύρω περιοχές.
Λίγα μόλις χρόνια μετά τα εγκαίνια του μουσείου του Βασιλικού ξεσπά ο Β.Π.Π. Γενικά για την προετοιμασία και την προστασία των Μουσείων και μνημείων γίνετε περιγραφή στο περιοδικό Μέντωρ[2]:
"Ἀρκετὰ νωρὶς ἡ Κυβέρνηση, πιστεύοντας ὅτι ἡ Ἐλλάδα θὰ ὑποστῆ ἐπίθεση ἐκ μέρους τοῦ Ἄξονα, προπαρασκευαζόταν γιὰ τὴν ἀντιμετωπίση τῶν συνεπειῶν ένὸς πολέμου ὄχι νικηφόρου. Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς (Τὸ προσωπικό του Ἡμερολόγιο τ.4, 1960, 747-748), μιλῶντας στὶς 28 Ὀκτωβρίου πρὸς τοὺς Υπουργούς, ἐξέθεσε πολὺ σύντομα τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸν πόλεμο ποὺ εἶχε ἀρχίσει: «Δὲν πρέπει νὰ αὐταπατώμεθα ὅτι θὰ πολεμήσωμεν μόνον τοὺς Ἰταλούς. Τὰ συμφέροντα τοῦ Ἄξονος εἶναι ἀναπόσπαστα καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ πολεμήσωμεν καὶ τοὺς Γερμανούς. Τὸ πιθανώτερον λοιπὸν εἶναι νὰ χάσωμεν προσωρινῶς τήν Μακεδονίαν καὶ τῆν Ἤπειρον καὶ δὲν ἀποκλείεται καὶ αὐτὰς τὰς Ἀθήνας καὶ τὰς ἑστίας μας καὶ ὅ,τι ἀλλο ἔχομε νὰ ἐγκαταλείψωμεν προσωρινῶς, μεταβαίνοντες εἰς Πελοπόννησον ἢ εἰς Κρήτην». Πρὸς την ἀποψη αὐτή, τῆς κατάληψης τῆς χώρας ἀπὸ τὸν ἐχθρό, ἔπρεπε νὰ προσαρμόσει τὸ Κρότος τὶς ἄμεσες ἐνέργειές του, παρὰ τὸ ὅτι στη συνέχεια οἱ νίκες μας κατὰ τῶν Ἰταλῶν φαίνονταν νὰ διαψεύδουν τὶς δυσμενεῖς προβλέψεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ.
Ἀποφασίστηκε ἐξαρχῆς νὰ διαλυθοῦν τὰ μουσεῖα καὶ τὰ ἐκθέματα νὰ ἐξασφαλιστοῦν μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μήν κινδυνεύουν ἀπὸ τοὺς ἀεροπορικοὺς βομβαρδισμοὺς καί, στη χειρότερη περίπτωση, ἀπὸ τὴν κατάληψη τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Δηλαδὴ δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι τὰ ἀρχαῖα εὔκολα προσιτὰ στοὺς μελλοντικοὺς κατακτητές. Παρὰ τὸ ὅτι τοῦτο δημιούργησε προβλήματα κατὰ τὰ διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἡ ἀπόκρυψη ἀποδείχτηκε γιὰ τὰ ἀρχαῖα εὐεργετική.
Τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, με ἐγκύκλιό του τῆς 11 Νοεμβρίου 1940, ἔδωσε στοὺς Ἐφόρους λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιὰ τὸν τρόπο προστασίας τῶν ἀρχαίων. Ταυτόχρονα σχηματίστηκαν, μὲ ὑπουργικὲς ἀποφάσεις, Ἐπιτροπὲς Ἀπόκρυψης καὶ Ἀσφάλισης τῶν ἑκθεμότων τῶν μουσείων τοῦ Κράτους καὶ ο συντονισμὸς τοῦ ἔργου τῶν ἐπιτροπῶν ἀνατέθηκε στὸν καθηγητὴ τῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Γραμματέα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας Γεώργιο Οἰκονόμου. Τοὺς μῆνες ποὺ ἀκολούθησαν, ἀπὸ την 28 Ὀκτωβρίου ἕως τὸν Μάιο τοῦ 1941, έγινε φροντίδα γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τῶν ἀρχαίων, μὲ τὰ βοήθεια τῶν φυλάκων ἀρχαιοτήτων, τῶν λίγων τεχνιτῶν τῆς Ὑπηρεσίας, τῶν ἐργατῶν, καὶ ἀκόμη μὲ τη βοήθεια (εἰδικἀ γιὰ τὸ Ἐθνικὸ Μουσετο) λίγων ξένων ἀρχαιολόγων καὶ λίγων νεαρῶν Ελλήνων ἀρχαιολόγων ἐκτὸς Υπηρεσίας."
Για το μουσείο του Βασιλικού δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για την προστασία των αρχαίων, όμως από διηγήσεις παλαιότερων κατοίκων του Βασιλικού μαθαίνουμε ότι τα ευρήματα συσκευάστηκαν σε ξύλινα κιβώτια και αποθηκεύτηκαν σε ένα διπλανό κτήριο του χωριού.
Σε ότι αφορά τις κλοπές και λεηλασίες των αρχαιοτήτων από τις δυνάμεις κατοχής το Μουσείο του Βασιλικού δεν έμεινε ανέγγιχτο. Υπάρχει αναφορά στην έκθεση που συντάχθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο που λέει[3]: "Βασιλικό Μεσσηνίας: Γερμανός αξιωματικός αφήρεσεν εκ της αρχαιολογικής συλλογής ένα χαλκούν δακτύλιον, όστις είχε αγορασθεί και δωρηθεί εις το Μουσείον υπό του ανασκάψαντος και ερευνήσαντος την περιφέρειαν Valmin." Ερευνώντας το σύνολο των ευρημάτων που υπάρχουν στις δημοσιεύσεις του M. N. Valmin διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένα και μοναδικό χάλκινο δακτυλίδι[4]. Το χάλκινο σφραγιδιστικό δακτυλίδι βρέθηκε στις ανασκαφές της Προϊστορικής ακρόπολης της Μάλθης και χρονολογείται στην ΥΕ. Έχει βάρος 93gr και είναι διακοσμημένο με φυτικά μοτίβα, πιθανόν κρητικής επιρροής Το ίδιο μοτίβο βρέθηκε αποτυπωμένο σε γυάλινα πλακίδια του θολωτού τάφου 2 της Μάλθης, ενώ υπάρχουν παράλληλα και από τις Μυκήνες. Είναι πιθανότατα αυτό που αναφέρεται ότι εκλάπη.
Μετά τον πόλεμο το μουσείο επαναλειτουργεί. Το 1952 έχουμε μιά έστω και έμμεση αναφορά στο Μουσείο από τον Valmin[6] που εκείνη την χρονιά διενήργησε ανασκαφή 60μ. δυτικά των θολωτών τάφων σε έναν μικρό λόφο. Εκεί ανέσκαψε ένα σύμπλεγμα 15 δωματίων. Δύο από αυτά πιθανολόγησε ότι ίσως ανήκουν σε ιερό, ενώ σ΄αυτά βρήκε λίθινες πλάκες με παραστάσεις αλλά ίσως και γραφής. Από την κεραμεική χρονολόγησε το κτιριακό συγκρότημα στα τέλη της Μυκηναϊκής ως και την Γεωμετρική περίοδο. Οι λίθινες πλάκες όπως αναφέρει μεταφέρθηκαν στο μικρό Μουσείο του Βασιλικού.
Στα χρόνια αυτά 1952 έως 1965 το Μουσείο αποτελούσε πόλο πολιτισμού για την περιοχή ενώ τα σχολεία της γύρω περιοχής έρχονταν εκδρομή στο Βασιλικό και το Μουσείο του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 αρχίζουν να μεταφέρονται τα εκθέματα του Μουσείου του Βασιλικού στο Μπενάκειο Μουσείο της Καλαμάτας. Για την μεταφορά κάποιων από αυτών μας πληροφορεί ο καθηγητής Π. Θέμελης[7]:
Εις το Μπενάκειον μετεφέρθησαν επίσης τα κάτωθι αρχαία, τα οποία εφυλάσσοντο μέχρι τουδε εις το Μουσείον Βασιλικού Τριφυλίας, συγκεντρωθέντα αυτόθι κατά τα έτη 1927-30 υπό του Σουηδού αρχαιολόγου Natan Valmin:
1) Μωσαϊκόν δάπεδον, πιθανόν της εποχής του Νέρωνος, αποκαλυφθέν εν έτει 1929 εις Αγίαν Τριάδα Κορωνης[8].
2) Λιθίνη αναθηματική στήλη, ευρεθείσα εντός του ναού του Παμίσου παρά τας πηγάς του ομωνύμου ποταμού, Ν. του χωρίου Άγιος Φλώρος[9].
3) Λιθίνη ημικυκλική βάσις αγάλματος (αριθ. ευρ.404), ευρεθείσα επίσης εντός του ναού του Παμίσου[10].
4) Μαρμάρινη αρχαιστική κεφαλή Απόλλωνος (Apollo-Herme), κατά το ήμισυ σωζομένη, ευρεθείσα εν Κυπαρισσία[11].
5) Μαρμάρινον ενεπίγραφον βόθρον (αριθ. ευρ.410), ελλιπές το ήμισυ και το κάτωθεν της επίγραφής τμήμα. Απολήγει άνω εις αργόν κυμάτιον. Επί της άνω επιφανείας μικρός ορθογώνιος τόρμος, διαστ. 0,064x 0,02μ. Ύψ.,44, πλ. 0,26, πάχ. 0,20μ. Ευρέθη παρά τα ερείπια του ναού της Αγίας Σοφίας Κορώνης (αρχ. Ασίνης )[12].
6) Επιτύμβια αετωματική στήλη εξ αμμολίθου (αριθ. ευρ.402), ύψ. 0,58, μέγ. πλ. 0,40, πάχ. 0,115μ. Εκ Κυπαρισσίας. Κάτωθεν του αετώματος η επιγραφή: ΦΩΚΙΩΝ ΧΑΙΡΕ ΚΛΕΟΓΕΝΕΙΑ
7) Κάτω ήμισυ μαρμάρινου γυναικείου αγάλματος εις δύο τεμάχια συνανήκοντα (αριθ. ευρ.408-409), ελλιπές την αριστεράν κνήμην και το δεξιόν γόνυ και αποκεκρουμένον κατά τόπους, μέγ. σωζ. ύψ. 1.05μ. Η μορφή, ενδεδυμένη ποδήρη χιτώνα και ιμάτιον, στηρίζεται επί του αριστερού ποδός και φέρει τον δεξιόν ελαφρώς προς τα οπίσω, κεκαμμένον. Ως τύπος ενδεδυμένου γυναικείου αγάλματος παρουσιάζει ομοιότητας προς την λεγομένην Hera Borghese. Μετεφέρθη πιθανόν εκ Κυπαρισσίας υπό του Natan Valmin.
Μετά την μεταφορά των ευρημάτων το Μουσείο του Βασιλικού έκλεισε οριστικά το 1969.
Ο χώρος του Μουσείου σήμερα
Μετά το κλείσιμο του Μουσείου το 1969 δυστυχώς καμιά μέριμνα δεν ελήφθει για το κτήριο με αποτέλεσμα να ρημάξει και κάποια στιγμή να καταπέσει. Στην θέση του σήμερα υπάρχει μια μικρή πλατεία, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία, όπου το 2008 ανεγέρθηκε μια μαρμάρινη πλάκα για να μας θυμίζει ότι εδώ κάποτε υπήρχε το Μουσείο του Βασιλικού του πρώτου αρχαιολογικού Μουσείου της Μεσσηνίας.
"Αριστομένης ο Μεσσήνιος"
Σημειώσεις:
[1] M. Natan Valmin: "The Swedish Messenia Expodition" 1938
[2] O Μέντωρ, τεύχος 31, 1994
[3] Ζημιαί των Αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής, Αθήναι εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1946
[4] M. Natan Valmin: "The Swedish Messenia Expodition" 1938, σελ.365
[5] Παπακόγκος Κ., 1997, Αρχείον Πέρσον: "Κατοχικά Ντοκουμέντα του Δ.Ε.Σ. Πελοποννήσου", εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα. σελ.186-187
[6] Α.Δ. 16 1960: σελ.119
[7] Α.Δ. 21 1966: Χρονικά, σελ.164
[8] Μ. Ν. Valmin, The Swedish Messenia Expedition, Lund 1938, σ.464-475, πίν.5.
[9] Valmin, έ.α. σ.438-440.
[10] Valmin, ε.ά. σ.423, πίν.32, 2.
[11] Valmin, Archaisierende Hermenkopf aus Kyparissia, Bulletin de la Société Royale des Lettres de Lund, 1929-30, σ.1-5, εικ.1.
[12] Valmin, L΄expédition en Messénie, 1934.
- Φωτο vasiliko-messinias.gr
[6] Α.Δ. 16 1960: σελ.119
[7] Α.Δ. 21 1966: Χρονικά, σελ.164
[8] Μ. Ν. Valmin, The Swedish Messenia Expedition, Lund 1938, σ.464-475, πίν.5.
[9] Valmin, έ.α. σ.438-440.
[10] Valmin, ε.ά. σ.423, πίν.32, 2.
[11] Valmin, Archaisierende Hermenkopf aus Kyparissia, Bulletin de la Société Royale des Lettres de Lund, 1929-30, σ.1-5, εικ.1.
[12] Valmin, L΄expédition en Messénie, 1934.
- Φωτο vasiliko-messinias.gr