.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Ρωμαϊκά βαλανεία στο Πεταλίδι Μεσσηνίας


Το Πεταλίδι, το οποίο βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά του Μεσσηνιακού κόλπου και νοτίως της εύφορης περιοχής των πέντε ποταμών, ταυτίζεται από αρχαίους συγγραφείς με την αρχαία Κορώνη, πόλη που ίδρυσε ο Βοιωτός Επιμελίδης το -369, παράλληλα με την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης από τον Επαμεινώνδα1.
Αρχαιολόγοι όπως ο Νatan Valmin και ο Richard Hope Simpson, που διενήργησαν επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια της σπαρτιατικής κατοχής πιθανόν υπήρχε στην περιοχή περίοικος πόλη με διαφορετικό ίσως όνομα.2 Ειδικότερα, ο Hope Simpson αναφέρει την ύπαρξη πέντε κιονοκράνων της πρώιμης κλασικής περιόδου, ενώ ο Valmin πιστεύει ότι το τείχος που περιέβαλε την ακρόπολη της αρχαίας Κορώνης είχε κτιστεί πριν από την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης3.
Στις αρχές του -2oυ αι. η αρχαία Κορώνη, όπως και πολλές άλλες πόλεις της Μεσσηνίας, εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και το λιμάνι της ονομάστηκε λιμήν Ἀχαιῶν. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη άκμασε και αναπτύχθηκε στην ακροθαλασσιά, στις ανατολικές υπώρειες της αρχαίας ακρόπολης, στην περιοχή όπου βρίσκεται ο σύγχρονος οικισμός του Πεταλιδίου. Τα εύφορα εδάφη και η παράκτια θέση της προσέλκυσαν Ρωμαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ασχολήθηκαν με εμπορικές συναλλαγές και αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης μετατρέποντάς την σε εμπορικό, αγοραστικό και διαμετακομιστικό κέντρο.
Σε σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν τα τελευταία χρόνια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στον οικισμό του Πεταλιδίου ήλθαν στο φως οικιστικά κατάλοιπα πολυτελών κτηρίων, αρχιτεκτονικά μέλη, γλυπτά, νομίσματα και κεραμική κυρίως ρωμαϊκών χρόνων, στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας εύπορης και αριστοκρατικής κοινωνίας4 . Ο εκλεπτυσμένος και τρυφηλός τρόπος διαβίωσης της οικονομικά ανερχόμενης αυτής τάξης σκιαγραφείται μέσα από τη συχνή παρουσία μικρών ή μεγάλων λουτρικών οικοδομημάτων που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Πεταλιδίου καθώς και από τα πλούσια ταφικά κτερίσματα5 . Ειδικότερα, σε περιορισμένη διερευνητική ανασκαφική έρευνα που διενήργησε ο Άρης Λαζαρίδης το 1983 στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Π. και Δ. Πανταζόπουλου αποκαλύφθηκε τμήμα χώρου που ορίζεται από παχείς πλινθότοιχους και διατηρεί σε άριστη κατάσταση δάπεδο από μεγάλες πήλινες πλάκες6 . Στον πλαϊνό δυτικό τοίχο βρέθηκαν στενοί δίοδοι που ερμηνεύονται ως αγωγοί θερμού αέρα από το υπόκαυστο που εικάζεται ότι υπάρχει κάτω από το δάπεδο. Πρόκειται για λουτρό που επεκτείνεται νότια και δυτικά προς τα όμορα οικόπεδα. Το δυτικό τμήμα του ανωτέρω λουτρού αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής που διενήργησε η Z Ε.Π.Κ.Α. το 2004 στο παρακείμενο οικόπεδο Κουμούτσου-Τριάντου, όπου ήλθαν στο φως λουτήρες, αγωγοί και πυκνά οικοδομικά κατάλοιπα κτηρίων που προέρχονται από αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις των υστερορωμαϊκών χρόνων (εικ.1).


 
Κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής που διενεργήθηκε το 2002 στο όμορο οικόπεδο Γρουσουζάκου αποκαλύφθηκαν τμήμα κατεστραμμένου μωσαϊκού δαπέδου και τοίχοι κτηρίων από αργολιθοδομή. Φαίνεται ότι τα αποκαλυφθέντα οικοδομικά κατάλοιπα αποτελούν τμήμα πολυτελούς έπαυλης, η οποία διέθετε λουτρικές εγκαταστάσεις, χώρους υποδοχής, εστίασης, καθώς και βοηθητικούς χώρους και προσκτίσματα για την προετοιμασία του φαγητού και την αποθήκευση αγαθών.
Σε μικρή απόσταση βορείως του ανωτέρω συγκροτήματος ερευνήθηκε το 2008 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία τμήμα λουτρικού συγκροτήματος, το οποίο πιθανόν ανήκε σε παραθαλάσσια αστική έπαυλη (εικ.2). Τμήμα του λουτρού καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των εκσκαφικών εργασιών για την ανέγερση της παρακείμενης οικίας Δαιμονάκου. Το δυτικό και νότιο τμήμα του συγκροτήματος φαίνεται να εκτείνεται κάτω από την όμορη οικία των κληρονόμων Ηλία και Πέτρου Γρουσουζάκου καθώς και κάτω από το οδόστρωμα της δημοτικής οδού και των όμορων οικοδομών.


 
Κατά τη διάρκεια της σωστικής ανασκαφής αποκαλύφθηκε praefurnium (προπνιγεῖον), το οποίο τροφοδοτούσε με θερμότητα τους παρακείμενους χώρους του λουτρού. Είναι κατασκευασμένο από οπτόπλινθους, αργούς λίθους και ισχυρό κονίαμα, ενώ στο μέσο της πρόσοψης (ανατολική πλευρά) φέρει τοξοειδές άνοιγμα, πλάτους 0,40μ. και ύψους 1μ. Το δάπεδο, που στηρίζεται σε τετράγωνους πεσσίσκους υποκαύστων, καλύπτεται από ανισομεγέθεις λίθινες πλάκες λευκόφαιου χρώματος. Βόρεια του praefurnium και σε βάθος 0,40μ. από το οδόστρωμα της παρακείμενης δημοτικής οδού αποκαλύφθηκε τμήμα λίθινου αγωγού με προσανατολισμό Βορρά-Νότο. Ένας καμπύλος, μισοκατεστραμμένος τοίχος δομημένος με αργούς λίθους, οπτόπλινθους και άφθονο κονίαμα περιέβαλε τη νοτιοανατολική εξωτερική πλευρά του praefurnium. Στη βορειοδυτική και νοτιοανατολική πλευρά του οικοπέδου αποκαλύφθηκαν τοίχοι από αργολιθοδομή αμελέστερης τοιχοποιίας, οι οποίοι πιθανόν ανήκαν σε προσκτίσματα και βοηθητικούς χώρους του συγκροτήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει δόμος από λιθόπλινθους πιθανότατα κλασικών ή πρώιμων ελληνιστικών χρόνων που βρέθηκε κάτω από τα θεμέλια των τοίχων του ρωμαϊκού λουτρού. Ο δόμος, ο οποίος έχει διεύθυνση Βορρά-Νότο, συνεχίζει νότια κάτω από τον παρακείμενο δρόμο, ενώ η βόρεια πλευρά του καταστράφηκε κατά την ανέγερση της οικίας Δαιμονάκου. Πιθανότατα σχετίζεται με κάποιον αναλημματικό περίβολο που κατασκευάστηκε κατά μήκος της παραλίας για λόγους προστασίας των παράκτιων κτισμάτων. Στα κινητά ευρήματα της ανασκαφής συμπεριλαμβάνονται θραύσματα γυάλινων αγγείων, κεραμική ρωμαϊκών και ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, σιδερένια καρφιά και δύο χάλκινα φθαρμένα νομίσματα.
Συλλέχθηκαν επίσης και tegulae mammatae, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη θερμαινόμενων χώρων.
Σε σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1996- 1998 στη θέση Λουτρό, στην ιδιοκτησία Δ. Παναγόπουλου, σε απόσταση 1,5 χλμ. βόρεια του Πεταλιδίου, αποκαλύφθηκε εκτεταμένο συγκρότημα ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών χρόνων, το οποίο διαθέτει χώρους κατοίκησης, λουτρού, υποδοχής και ανάπαυσης (εικ.3).


 
Το κτήριο ήταν ήδη γνωστό στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από το 1989, όταν κατά τη διάρκεια διαμορφωτικών εργασιών του χώρου προκλήθηκε μεγάλη καταστροφή στο μνημείο και ήλθαν στο φως δύο ακέφαλα αγάλματα που εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκε τμήμα ρωμαϊκής έπαυλης αποτελούμενης από δέκα δωμάτια, που επικοινωνούσε με ένα τρίχωρο κτήριο διακοσμημένο με ψηφιδωτά δάπεδα και με ένα πολυτελές τετράχωρο λουτρό, η δυτική, βόρεια και νοτιοανατολική πλευρά του οποίου διαμορφωνόταν σε ημικυκλικές αψίδες7. Το λουτρό, το οποίο σε ορισμένα σημεία σώζεται σε αρκετό ύψος, διέθετε χώρους ψυχρού και θερμού λουτρού με θερμαινόμενα δάπεδα που στηρίζονταν σε πεσσίσκους στήριξης αποτελούμενους από τετράγωνες οπτοπλίνθους.
Ορισμένοι από τους τοίχους του λουτρού έφεραν εσωτερικά ορθομαρμάρωση, ενώ το δάπεδο είχε καλυφθεί με πήλινες ή μαρμάρινες πλάκες. Το πολυτελές αυτό συγκρότημα υποδεικνύει την εγκατάσταση στην περιοχή πλούσιων ιδιοκτητών με προσοδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σε απόσταση λίγων μέτρων βορειοανατολικά του ανωτέρω συγκροτήματος και κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής που διενεργήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 2009- 2010 ήλθαν στο φως εκτεταμένες εγκαταστάσεις ρωμαϊκών χρόνων, οι οποίες συνεχίζουν βόρεια και ανατολικά σε όμορες ιδιοκτησίες. Οι αποκαλυφθείσες εγκαταστάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται κοντά στην ακτή, περιλαμβάνουν χώρους λουτρών με υπόκαυστα, δωμάτια κατοίκησης, εργαστηριακές εγκαταστάσεις, βοηθητικούς χώρους, καθώς και ταφές σε κεραμοσκεπείς τάφους (εικ.4, 5).



Ειδικότερα, τμήμα λουτρικού συγκροτήματος, με χώρους ψυχρού και θερμού λουτρού, αποκαλύφθηκε στη βορειοανατολική πλευρά του οικοπέδου. Το λουτρό είναι δομημένο με στρώσεις οπτοπλίνθων εναλλασσόμενων με παχύ στρώμα κονιάματος, ενώ η νότια πλευρά του διαμορφώνεται σε ημικυκλική αψίδα. Η ανωδομή του έχει καταπέσει στη νότια εξωτερική πλευρά του καθώς και στο εσωτερικό του καλύπτοντας το σύνολο σχεδόν των πεσσίσκων κυκλικής διατομής που στήριζαν τα θερμαινόμενα δάπεδα. Ο μεγάλος αριθμός τεμαχίων μαρμάρινων πλακών, που βρέθηκε στο στρώμα καταστροφής, υποδηλώνει την πολυτελή διαμόρφωση του λουτρού που προοριζόταν να εξυπηρετήσει την εκλεπτυσμένη και οικονομικά ισχυρή αριστοκρατία της περιοχής. Τα praefurnia (προπνιγεῖα), οι χώροι δηλαδή που παρήγαγαν θερμότητα και τη διοχέτευαν στους θερμούς χώρους του λουτρού, εντοπίσθηκαν στη νοτιοδυτική και στη νοτιοανατολική πλευρά του λουτρού, κάτω από το καταπεσμένο τμήμα της ανωδομής. Δυτικά της καταπεσούσης ανωδομής ερευνήθηκε τετράγωνο πλινθόκτιστο κτήριο, διαστάσεων 2,90X 3μ. και ύψους 1,70μ. περίπου, στη δυτική πλευρά του οποίου υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη παραθύρου. Το κτήριο, το οποίο ίσως χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος, καλυπτόταν πιθανόν με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Ως αποδυτήριο πρέπει να λειτουργούσε ο πολυτελέστατος χώρος που βρέθηκε στη νοτιοανατολική πλευρά του λουτρού. Οι τοίχοι του είχαν επενδυθεί με λεπτές μαρμάρινες πλάκες, ενώ το δάπεδο του ήταν στρωμένο με αδρά δουλεμένες λίθινες πλάκες.
Στην εσωτερική βόρεια πλευρά του είχε κατασκευαστεί κτιστό θρανίο μήκους 2μ. και πλάτους 0,50μ., το οποίο προφανώς χρησίμευε για να κάθονται αναπαυτικά οι λουόμενοι.
Τμήμα μαρμάρινης ανάγλυφης πλάκας με φυτική διακόσμηση συλλέχθηκε από το στρώμα καταστροφής του δωματίου.



Σε απόσταση 20μ. περίπου νοτίως του ανωτέρω χώρου εντοπίσθηκαν θερμαινόμενοι χώροι ορθογωνίου σχήματος, οι οποίοι πιθανότατα ανήκαν σε δεύτερο λουτρικό συγκρότημα, το οποίο εκτείνεται ανατολικά κάτω από την παρακείμενη δημοτική οδό. Πεσσίσκοι αποτελούμενοι από επάλληλες στρώσεις τετράγωνων οπτοπλίνθων στήριζαν τα υπερυψωμένα δάπεδα των χώρων. Στη νοτιοδυτική πλευρά των ανωτέρω χώρων εντοπίσθηκαν βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, αποτελούμενες από συγκρότημα ρωμαϊκών κλιβάνων, τριών ωοειδών και ενός ορθογωνίου, οι οποίοι προορίζονταν για την όπτηση αγγείων, κεραμίδων, οπτοπλίνθων, καθώς και για την κατασκευή γυάλινων αντικειμένων (εικ.6). Διατηρούνται οι υπόγειοι θάλαμοι όπτησης, καθώς και το στόμιο για την εισαγωγή της καύσιμης ύλης. Δύο κλίβανοι σώζουν το κεντρικό στήριγμα, ενώ κομμάτια της διάτρητης εσχάρας τους είχαν καταπέσει στο εσωτερικό των θαλάμων τους. Στο εσωτερικό του ενός κλιβάνου βρέθηκαν ακέραιοι οξυπύθμενοι αμφορείς του +4ου αι., πήλινες σφήνες και μεγάλος αριθμός πήλινων πηνιόσχημων υποστατών, γεγονός που υποδηλώνει τη χρήση του χώρου για την όπτηση πήλινων αγγείων. Μάζες πηλού με έντονα ίχνη καύσης ή με τις επιφάνειές τους καλυμμένες με στρώμα γυαλιού, υπολείμματα κακοψημένων αγγείων, καθώς και άλλα εργαστηριακά κατάλοιπα που βρέθηκαν σε όλη σχεδόν την έκταση της ανασκαφής υποδηλώνουν επίσης την παρουσία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στο χώρο. Βορείως των βιοτεχνικών εγκαταστάσεων βρέθηκαν θεμέλια κτηρίων από αργολιθοδομή που πιθανόν χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι των εργαστηρίων, ενώ οι τοίχοι επιμελέστερης τοιχοποιίας που βρέθηκαν μεταξύ των δύο λουτρικών συγκροτημάτων πρέπει να ανήκουν στην έπαυλη κάποιου πλούσιου γαιοκτήμονα της περιοχής.



Στο νοτιοανατολικό άκρο του οικοπέδου εντοπίσθηκαν τα θεμέλια τετράγωνου κτηρίου, το οποίο είναι κατασκευασμένο με ισχυρή τοιχοδομία από αργούς λίθους. Στην εσωτερική βόρεια πλευρά του εντοπίσθηκε κεραμοσκεπής τάφος εντός του οποίου είχε ενταφιασθεί ενήλικο άτομο κτερισμένο με ένα πινάκιο και ένα λύχνο ρωμαϊκών χρόνων. Δεξαμενή ημικυκλικού σχήματος και αγωγός ύδατος διαμορφώνονται στην εξωτερική ανατολική πλευρά του, ενώ στη βορειοανατολική γωνία των θεμελίων του είχε κατασκευαστεί μικρών διαστάσεων κεραμικός κλίβανος, γεγονός που υποδηλώνει την πρωιμότητα του κτηρίου.
Ανάμεσα στα ρωμαϊκά κτίσματα βρέθηκε συμπαγής ορθογώνια βάση πεσσόσχημου αναθήματος, κατασκευασμένη με πωρολιθικές λιθοπλίνθους συνδεδεμένες με πελεκόσχημους «ξύλινους» συνδέσμους, του -3ου αι.8.
Στα κινητά ευρήματα της ανασκαφής συμπεριλαμβάνεται μεγάλη ποσότητα κεραμικής κυρίως του +2ου και του +3ου αι., μεγάλος αριθμός χάλκινων νομισμάτων, πήλινων σφηνών, πηνιόσχημων υποστατών, πήλινων αγνύθων, μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών καθώς και θραυσμάτων από tegulae mammatae. Επίσης, εντοπίστηκαν τεμάχια κονιάματος τοίχων, μαρμάρινων πλακών, γυάλινων αντικειμένω και σιδερένια καρφιά.
Καθώς η ανασκαφή στο οικόπεδο Παναγόπουλου δεν έχει ολοκληρωθεί είναι πολύ δύσκολος ο σαφής προσδιορισμός της χρήσης των χώρων αλλά και η κατάταξη των λουτρών σε ένα συγκεκριμένο τύπο. Τα επιχρίσματα στους τοίχους, τα μαρμαρόστρωτα δάπεδα και οι ανάγλυφες ορθαμαρμαρώσεις προσδίδουν πολυτελή χαρακτήρα στο σύνολο σχεδόν των οικοδομημάτων που βρέθηκαν στο οικόπεδο και τα οποία είχαν διάρκεια χρήσης από τον +2ο έως τον +6ο αι. Η θέση αυτού του παράκτιου οικοδομικού συγκροτήματος πολύ κοντά στον οδικό άξονα που οδηγούσε προς το αστικό κέντρο της αρχαίας Κορώνης ίσως υποδηλώνει ένα ενδιάμεσο σταθμό διακίνησης γεωργικών, κτηνοτροφικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Επιπλέον, η παρουσία βιοτεχνικών εγκαταστάσεων δηλώνει το μεγάλο βιοτικό και οικονομικό εύρος, την παραγωγική δυνατότητα, τις ενασχολήσεις, καθώς και τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές των κατοίκων της περιοχής του Πεταλιδίου. Ο πλούτος των ανασκαφικών ευρημάτων και ο μεγάλος αριθμός των οικιστικών καταλοίπων στην ανωτέρω περιοχή υποδεικνύουν ότι η αρχαία Κορώνη υπήρξε σημαντικό εμπορικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου.
Ασφαλώς το κύριο αστικό κέντρο στην ενδοχώρα της ρωμαϊκής Μεσσηνίας ήταν η Μεσσήνη, όμως και οι παράκτιες πόλεις της αρχαίας Κορώνης, της Κυπαρισσίας, των Φαρών και της Πύλου εξασφάλιζαν μέσω των λιμανιών τους τη δίοδο προς τον κόσμο της Μεσογείου και της Αδριατικής συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην επικοινωνία της Μεσσηνίας με τον έξω κόσμο.


Ευαγγελία Μαλαπάνη
Ρωμαϊκά βαλανεία στο Πεταλίδι Μεσσηνίας

Το Αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο (ΑΕΠΕΛ1)
Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Τρίπολη, 7-11 Νοεμβρίου 2012

1 Valmin 1930, 175-180. Παπαχατζής 1978, 165. McDonald-Rapp 1972, 312.
2 Η περιοχή της Ακρόπολης Πεταλιδίου είχε κατοικηθεί ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, όπως δείχνουν μυκηναϊκά όστρακα που εντοπίστηκαν από τη γράφουσα σε αυτοψία στην περιοχή.
3 Luraghi 2008, 140 υποσημ. 147.
4 Αραπογιάννη 2005, 93-105.
5 Σε διερευνητικές ανασκαφικές τομές που πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το 2008-2009 στο οικόπεδο Πηνελόπης Σπεντζούρη στην Ακρόπολη Πεταλιδίου ήλθαν στο φως ρωμαϊκές ταφές από τις οποίες ξεχωρίζει γυναικεία ταφή, η οποία συνοδευόταν από χρυσά κοσμήματα, γυάλινα και μεταλλικά αγγεία.
6 Λαζαρίδης 1983, 113 πίν. 58β.
7 Βικάτου 1996, 191. Βικάτου 1997, 259-260.
8 Ευχαριστώ θερμά τον ανασκαφέα της αρχαίας Μεσσήνης Πέτρο Θέμελη για τη βοήθεια στην ταύτιση του μνημείου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αραπογιάννη 2005: Ξ. Αραπογιάννη, Αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαία Κορώνη, στο: Π.
Πανταζόπουλος-Ε. Κουλουκέα (επιμ.), Ομηρική Αίπεια-Αρχαία Κορώνη-Πεταλίδι. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Πεταλίδι, 5-7 Αυγούστου 2005, Πεταλίδι 2009, 93-105.
Βικάτου 1996: Ο. Βικάτου, Πεταλίδι, ΑΔ 51, 1996, Χρονικά Β΄1, 191.
Βικάτου 1997: Ο. Βικάτου, Πεταλίδι, ΑΔ 52, 1997, Χρονικά Β΄1, 259-260.
Λαζαρίδης 1983: Α. Λαζαρίδης, Πεταλίδι, ΑΔ 38, 1989, Χρονικά Β΄1, 113.
Luraghi 2008: N. Luraghi, The Ancient Messenians, Cambridge 2008.
McDonald-Rapp 1972: W. A. McDonald-G. R. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis 1972.
Παπαχατζής 1978: Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης, Μεσσηνιακά-Ηλειακά, Αθήνα 1978.
Valmin 1930: M. Ν. Valmin, Études topographiques sur la Messénie ancienne, Lund 1930.




Printfriendly