.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα και Άγιος Νικόλαος Αίπειας: Ανασκαφική διερεύνηση και εργασίες αποκατάστασης.


Μια από τις βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι πεδίου αφορά στην πίεση και τις συνεχείς συγκρούσεις με πολίτες και ποικίλους τοπικούς παράγοντες σε περιπτώσεις δοκιμαστικών τομών, σωστικών ανασκαφών και αρχαιολογικών εργασιών στο πλαίσιο του ασκούμενου οικοδομικού ελέγχου περιμετρικά μνημείων ή σε περιοχές με θεσμικό πλαίσιο προστασίας. Στην περίπτωση των βυζαντινών μνημείων η αντιπαλότητα κορυφώνεται με αφορμή ζητήματα διαχείρισης ναών που προστατεύονται από την αρχαιολογική νομοθεσία, όπου πολύ συχνά οι συγκρούσεις μεταξύ εκκλησιαστικών συμβουλίων και υπηρεσιακών παραγόντων καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες. Στο άρθρο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν δυο επεμβάσεις σε ισάριθμα μνημεία της Μεσσηνίας, όπου η αρχαιολογική διερεύνηση και οι εργασίες αποκατάστασης δεν έγιναν απλώς με τη σύμπνοια των αρμόδιων ιερέων και των περίοικων, αλλά χάρη στην οικονομική και την υλική τους υποστήριξη. Η αρμονική συνεργασία βασίστηκε σε ένα ξεκάθαρο προγραμματισμό, που έθετε εξ αρχής ως στόχο αφενός την ανασκαφική διερεύνηση των εν λόγω μνημείων –κάτι που πρωτίστως ενδιαφέρει τους αρχαιολόγους της Υπηρεσίας– και αφετέρου την εκ των υστέρων αποκατάσταση και ανάδειξη τους, προκειμένου αυτά να ενταχθούν και πάλι αρμονικά στη λειτουργική ζωή των τοπικών κοινωνιών. Οι επεμβάσεις θα παρουσιαστούν με τη σειρά που υλοποιήθηκαν, η οποία συμπίπτει και με τη χρονολογική διαδοχή των δύο κτηρίων.



Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή της Αγιά Σωτήρας (εικ.1), όπως είναι γνωστή μεταξύ των γηγενών, βρίσκεται 700 περίπου μέτρα ΒA του χωριού Σκάρμηγκας1, στους πρόποδες εύφορου λόφου, κτισμένος πάνω σε πηγή. Το χωριό έχει, μάλιστα, μετονομαστεί εδώ και πολλές δεκαετίες από Σκάρμηγκας σε Μεταμόρφωση χάρη στην εν λόγω εκκλησία, η αρχαιότερη μνεία της οποίας ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα2. Ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά σε επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ του έτους 1212 με την ονομασία «Escaminges», παραφθορά προφανώς της λέξης Σκάρμηγκας3. Η αρχική ονομασία του οικισμού, ακόμα σε χρήση μεταξύ των ηλικιωμένων κατοίκων του, έχει υποστηριχθεί ότι προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη σκαραμάγγιον4, το πολυτελές μεταξωτό ύφασμα από το οποίο ράβονταν οι βαρύτιμες ενδυμασίες των βυζαντινών αρχόντων και αξιωματούχων, ονομασία που πιθανώς απηχεί την παραγωγή μεταξιού στην περιοχή, ενός από τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα της Πελοποννήσου στα μεσαιωνικά χρόνια5.
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με νάρθηκα στα δυτικά, η αρχική φάση του οποίου έχει χρονολογηθεί στον 11ο ή στις αρχές του 12ου αιώνα6. Στα ανατολικά προβάλλει η αψίδα του ιερού βήματος, τρίπλευρη εξωτερικά. Το σύνολο της ανωδομής του ναού, συμπεριλαμβανομένων του τρούλου και της θολοδομίας του έχει καταρρεύσει μετά από ανατίναξη που προκλήθηκε κατά το καταστροφικό πέρασμα των στρατευμάτων του Ιμπραήμ το 1826 7. Ό,τι απέμεινε από την εκκλησία μετασκευάστηκε πρόχειρα από τους περίοικους και στεγάστηκε εν τέλει με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη, προκειμένου το κτήριο να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες του οικισμού. Η υφιστάμενη στέγη κατασκευάστηκε το 2002 από εργατοτεχνίτες του τότε Κλιμακίου Καλαμάτας της 5ης Ε.Β.Α.8.


Τον Μάιο του 2010 με την προτροπή και τη στήριξη του ακάματου ιερέα του χωριού, πατέρα Βασιλείου Γαϊτάνη, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης στο εσωτερικό του ναού9.
Σε μια πρώτη φάση ολοκληρώθηκαν οι καθαιρέσεις των νεότερων επιχρισμάτων και ασβεστωμάτων που κάλυπταν τις εσωτερικές επιφάνειες του μνημείου (εικ.2α). Η επέμβαση αυτή συνέβαλε στο να εξακριβωθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα τμήματα της τοιχοποιίας του κτηρίου που διατηρούνται από την πρώτη οικοδομική του φάση, ενώ εντοπίστηκαν και ελάχιστα σπαράγματα ζωγραφικού διακόσμου. Στα πέρατα των πλάγιων τοίχων του δυτικού σταυρικού σκέλους αποκαλύφθηκαν ίχνη του διαχωριστικού τοίχου που κάποτε υψωνόταν μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού10.
Από τη θολοδομία δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος παρά μόνο η γένεση της εγκάρσιας καμάρας του νάρθηκα, κατασκευασμένη με πλίνθους. Επειδή τα στοιχεία που προέκυψαν μετά την καθαίρεση των επιχρισμάτων βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της οικοδομικής ιστορίας του ναού κρίθηκε σκόπιμο οι εσωτερικές επιφάνειές του να επιχρισθούν επιλεκτικά, έτσι ώστε να μείνουν εμφανή τμήματα της τοιχοποιίας που παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον (εικ.2β).
Μετά την ολοκλήρωση του επιχρίσματος πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό του μνημείου εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, αφού προηγουμένως αφαιρέθηκαν τα νεωτερικά πλακίδια του δαπέδου11. Η ανασκαφή του κυρίως ναού αποκάλυψε έναν κτιστό τάφο επιμελημένης κατασκευής, χωροθετημένο αξονικά στο δυτικό σταυρικό σκέλος, μπροστά ακριβώς από τη θέση που κάποτε διαμορφωνόταν η βασίλειος πύλη (εικ.3). Ο τάφος περιείχε μία ανακομιδή και μία κανονική ταφή. Στο τμήμα της επίχωσης γύρω από τον σκελετό της ταφής, εντοπίστηκαν 50 χάλκινα νομίσματα Μανουήλ Κομνηνού (εικ.4α, β), τα οποία δεν συνιστούσαν θησαυρό, μιας και ήταν σκορπισμένα σε διάφορα σημεία της επίχωσης. Η συγκεκριμένη πρακτική μαρτυρείται σπάνια στα βυζαντινά ταφικά έθιμα και δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα ειδικότερης μελέτης12. Κατά την ανασκαφική διερεύνηση του νάρθηκα εντοπίστηκαν κάτω από παχύ στρώμα επίχωσης τρεις πρόχειρης κατασκευής ακτέριστες ταφές (εικ.3)13.

Η ανασκαφή της εκκλησίας του Σκάρμηγκα απέδωσε μεγάλες ποσότητες κεραμικής διαφόρων τύπων και πολλά θραύσματα υάλινων αγγείων14. Από τα εφυαλωμένα όστρακα αρκετά ανήκουν σε αγγεία της λεγόμενης ομάδας των γραπτών με καστανό και πράσινο υαλώδες χρώμα, τα οποία χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 12ο αιώνα15. Δεν απουσιάζουν και ορισμένα λεπτεγχάρακτα με πράσινη εφυάλωση της ίδιας εποχής (εικ.5α)16, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εύρεση στον χώρο του ιερού βήματος τμήματος οστράκου από πήλινο σκεύος λειτουργικής χρήσης (εικ.5β). Όπως υποδεικνύει η επιγραφή «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες», προφανώς πρόκειται για τμήμα αγίου ποτηρίου της ιδίας εποχής17. Η συντριπτική πλειονότητα των οστράκων από την ανασκαφική διερεύνηση της εκκλησίας του Σκάρμηγκα χρονολογούνται με σχετική ασφάλεια στον 12ο αιώνα, ενώ φαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα βυζαντινών κεραμικών εργαστηρίων18. Την εξαίρεση συνιστούν ελάχιστα όστρακα προερχόμενα από εργαστήρια του αραβικού κόσμου, με προεξέχον ένα λεπτό θραύσμα φατιμιδικού αγγείου του δεύτερου μισού του 11ου ή των αρχών του 12ου αιώνα, που φέρει άχρωμη εφυάλωση, διακοσμημένο με άρπυια (εικ.5γ)19. Από το μυθικό ζώο, αποδοσμένο με χρυσό μεταλλικό χρώμα, διακρίνεται μόνο το κεφάλι. Το αγγείο αυτό, προσφέρει τη δική του μαρτυρία για τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ βυζαντινής επικράτειας και αραβικού κόσμου20. Την ίδια εποχή εισηγμένα κεραμικά σκεύη από την φατιμιδική Αίγυπτο έχουν εντοπιστεί και σε άλλες πόλεις του νότιου ελλαδικού χώρου, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι με παρόμοιες κούπες αιγυπτιακής προέλευσης διακόσμησε τις όψεις της εκκλησίας που ανήγειρε το 1149 κοντά στο Ναύπλιο ο επίσκοπος Άργους Λέων21 . Με εντυπωσιακά φατιμιδικά αγγεία διακοσμούνται επίσης οι όψεις του ναού των Ταξιαρχών Γλέζου στη Λακωνική Μάνη, ευρύνοντας τα όρια διασποράς παρόμοιων αντικειμένων στην Πελοπόννησο22.



Το σπουδαιότερο εύρημα της ανασκαφής του Σκάρμηγκα προέρχεται από την επίχωση του νάρθηκα. Πρόκειται για έναν μικρό χάλκινο σταυρό-λειχανοθήκη, που όταν συντηρήθηκε αποκάλυψε περισσότερα στοιχεία για τον διάκοσμό του (εικ.6). Στην κύρια όψη του παριστάνεται μετωπικά η Θεοτόκος δεόμενη, ενώ στην άλλη πλευρά εικονίζεται μετωπικός ολόσωμος άγιος. Παρόμοιοι επιστήθιοι σταυροί-λειψανοθήκες, που ανοίγουν για να δεχτούν στο εσωτερικό τους λείψανα αγίων, έχουν βρεθεί κατά εκατοντάδες σε διάφορες πόλεις της βυζαντινής επικράτειας και πέραν αυτής23. Χρονολογούνται συνήθως στον 10ο με 11ο αιώνα, ενώ δεν παύουν να χρησιμοποιούνται και στη διάρκεια της επόμενης εκατονταετίας. Ο σταυρός του Σκάρμηγκα παρουσιάζει στενές αναλογίες με τον σταυρό-λειψανοθήκη που εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ανατολικών Τεχνών της Άγκυρας24, ενώ μια αρκετά πλούσια ομάδα παρόμοιων σταυρών έχει εντοπιστεί στις ανασκαφές των μεσοβυζαντινών φάσεων της Κορίνθου25.
Η αποτίμηση των ανασκαφικών δεδομένων στην εκκλησία του Σκάρμηγκα συνέβαλε στον ακριβέστερο προσδιορισμό της χρονολόγησης του μνημείου. Τα νομίσματα που βρέθηκαν σκορπισμένα στη δεύτερη ταφή του κεντρικού τάφου (εικ.4β), όλα κοπές του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143- 1180), συνιστούν ένα terminus ante quem για την ανέγερση του ναού. Η ύπαρξη, από την άλλη, της ανακομιδής υποδεικνύει χρόνο μάλλον προγενέστερο της βασιλείας του Μανουήλ, ενδεχομένως στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα, όταν στο πηδάλιο της αυτοκρατορίας βρισκόταν ο πατέρας του, Ιωάννης Κομνηνός (1118- 1143). Ως εκ τούτου προκρίνεται η χρονολόγηση του ναού στα τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας την άποψη που είχε διατυπωθεί πριν από είκοσι περίπου χρόνια από τον Γεώργιο Δημητροκάλλη26.
Αυτό που προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση της εκκλησίας του Σκάρμηγκα είναι η χωροθέτηση του τάφου, στο δάπεδο του ναού και μάλιστα μπροστά από τη βασίλειο πύλη, πρακτική που δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τις ταφικές συνήθειες των Βυζαντινών, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως27. Πράγματι στα μεσαιωνικά χρόνια η τιμητική άδεια να πραγματοποιηθούν ταφές εντός των εκκλησιών παραχωρείτο σπάνια και αυτό κατ’ εξαίρεση σε σημαίνοντα πρόσωπα που είχαν διατελέσει κτήτορες ή ανακαινιστές των συγκεκριμένων κτηρίων. Παρά τη γενική αυτή πρακτική, ήδη από τον 11ο αιώνα διαπιστώνονται περιπτώσεις που ο γενικός αυτός κανόνας καταστρατηγείται και οι ταφές εξαπλώνονται και κάτω από τα δάπεδα του εσωτερικού των εκκλησιών 28. Θα αναφέρω μόνο το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από την εποχή που μας ενδιαφέρει: πρόκειται για τις τρεις εκκλησίες της μονής Παντοκράτορος που έκτισαν η αυτοκράτειρα Ειρήνη και ο σύζυγός της Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118- 1143) στην Κωνσταντινούπολη, εντός των οποίων φιλοξενούνταν οι τάφοι της κομνήνειας δυναστείας29.
Φαίνεται λοιπόν ότι στην εκκλησία του Σκάρμηγκα υιοθετήθηκαν οι νέες αυτές ταφικές συνήθειες. Ο κτήτορας του ναού και κάποιο στενό συγγενικό του πρόσωπο, ενδεχομένως η σύζυγός του, η ταυτότητα των οποίων παραμένει άγνωστη, έτυχαν της τιμητικής ταφής σε έναν τάφο επιμελημένης κατασκευής στο μέσο του δυτικού σταυρικού σκέλους, ο οποίος περιλαμβανόταν, καθώς φαίνεται, στον αρχικό σχεδιασμό του μνημείου. Οι απλούστερες ταφές στον νάρθηκα δεν αποκλείεται να συνδέονται επίσης με μέλη της ίδιας οικογένειας, μιας και στα μεσαιωνικά χρόνια η κυριότητα των ναών και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα ταφής διέπονταν από ένα πολύ αυστηρό εθιμικό δίκαιο30.
Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφικής διερεύνησης της εκκλησίας του Σκάρμηγκα το δάπεδό του καλύφθηκε με πήλινες χειροποίητες πλάκες έτσι ώστε να υποδηλώνεται η θέση της κύριας ταφής. Με την σύμφωνη γνώμη του εφημέριου δεν τοποθετήθηκε τέμπλο. Η διάκριση μεταξύ ιερού βήματος και κυρίως ναού εξασφαλίστηκε με την παρεμβολή δύο μικρών ξύλινων προσκυνηταρίων για την τοποθέτηση των αναγκαίων δεσποτικών εικόνων.
Το αποτέλεσμα συνάδει τόσο με την ιστορικότητα όσο και με την ιερότητα του χώρου, δημιουργώντας συναισθήματα ικανοποίησης στους κατοίκους του χωριού που επωμίστηκαν το κόστος για την αγορά των οικοδομικών υλικών.



Άγιος Νικόλαος Αίπειας
Το δεύτερο μνημείο που θα μας απασχολήσει είναι αφιερωμένο σύμφωνα με την προφορική παράδοση στον άγιο Νικόλαο (εικ.7, 8)31. Βρίσκεται ανάμεσα σε μεγάλα ελαιόδενρα, δυτικά του μικρού οικισμού της Αίπειας32, σε μικρή σχετικά απόσταση από τον λόφο όπου υψώνονται τα ερείπια της αρχαίας Θουρίας. Στο μνημείο αναγνωρίζονται εύκολα τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις33. Αρχικά κτίστηκε η ερειπωμένη νότια σταυρεπίστεγη εκκλησία. Σε ένα επόμενο στάδιο κατασκευάστηκε ένα εντυπωσιακό πρόπυλο γοτθικής μορφής μπροστά από τη βόρεια θύρα της, σήμερα ερειπωμένο. Σε μια τρίτη οικοδομική φάση κτίστηκε το μικρό παρεκκλήσι στα ΒΑ του αρχικού ναού, στο οποίο επίσης κυριαρχούν τα στοιχεία της δυτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης34. Το μνημείο ήταν κατακλεισμένο από οργιώδη βλάστηση, επιχωμένο με φερτά υλικά και πέτρες, ενώ μεγάλο τμήμα της αψίδας του σταυρεπίστεγου ναού είχε ήδη γκρεμιστεί, κινδυνεύοντας με συνολική κατάρρευση, γεγονός που επέβαλε την άμεση λήψη των αναγκαίων στερεωτικών μέτρων.
Οι εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν με την υποστήριξη των περίοικων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το 2011, και περιλάμβαναν την ανάκτηση του γκρεμισμένου τμήματος της αψίδας του σταυρεπίστεγου ναού (εικ.8) και την αποκάλυψη του πεσμένου νότιου τοίχου του 35. Στη συνέχεια επεκτάθηκαν στην εξυγίανση της καμάρας του παρεκκλησίου και στην ανασκαφική διερεύνηση του εσωτερικού του, πριν από την κατασκευή ενός δαπέδου από χειροποίητες πήλινες πλάκες. Η ανασκαφή αποκάλυψε μία γυναικεία ταφή πρόχειρης κατασκευής (εικ.9α, 10α) και έναν ασύλητο κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο, που περιείχε μία ανδρική ταφή (εικ.9β, 10β), μοναδικό εύρημα της οποίας υπήρξε μια ορειχάλκινη πόρπη από τη ζώνη του νεκρού (εικ.11). Από την ανασκαφική διερεύνηση του χώρου διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι το μικρό παρεκκλήσι οικοδομήθηκε μετά την κατασκευή του κιβωτιόσχημου τάφου.



Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν με τη σταδιακή απομάκρυνση των επιχώσεων γύρω από το μνημείο προκειμένου να διαμορφωθεί κατάλληλα ο περιβάλλων χώρος του36. Στη φάση αυτή διαπιστώθηκε ότι το μικρό παρεκκλήσιο βαίνει επί βαθμιδωτής κρηπίδας, η αποκάλυψη της οποίας άλλαξε άρδην τις αναλογίες του κτίσματος37. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα της ανασκαφικής διερεύνησης του μνημείου της Αίπειας δεν ήταν άλλο από την αποκάλυψη του μεγαλύτερου τμήματος του πεσμένου νότιου τοίχου του σταυρεπίστεγου ναού, ακριβώς στο σημείο που είχε καταρρεύσει (εικ.12). Η εύρεση στις επιχώσεις δύο τουρκικών νομισμάτων και ισάριθμων της Β΄ Ενετοκρατίας υποδεικνύει με σχετική βεβαιότητα ότι η καταστροφή του ναού συνέβη πριν από τουλάχιστον τρεις αιώνες.
Μετά τον προσεκτικό καθαρισμό και την αποτύπωση του πεσμένου τοίχου αποφασίστηκε η μερική ανασύνθεση του ανώτερου τμήματός του, προκειμένου να αποκαλυφθεί η όψη του αρχικού παραθύρου, η μορφή του οποίου θα μπορούσε να συμβάλει στον ακριβέστερο προσδιορισμό του χρόνου κατασκευής του μνημείου. Ο μονολοθικός πωρόλιθος που αποκαλύφθηκε στην επίστεψη του παραθύρου, λαξευμένος σε σχήμα τόξου τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω τμήμα, υιοθετεί μια λύση σχετικά σπάνια στη βυζαντινή αρχιτεκτονική38. Η μορφή του παραθύρου που αποκαλύφθηκε, με τη μονολιθική τοξωτή επίστεψη, ενισχύει τη χρονολόγηση του ναού στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα39. Από την άλλα, η πόρπη από τον κιβωτιόσχημο τάφο ανήκει σε έναν τύπο που γνώρισε ευρεία διάδοση στο β΄ μισό του 13ου αιώνα40, προσφέροντας ένα terminus post quem και για την ανέγερση του παρεκκλησίου.
Για την καλύτερη προστασία τόσο του πεσμένου τοίχου όσο και του αποκατεστημένου τμήματος του νότιου τυμπάνου του σταυρεπίστεγου ναού τοποθετήθηκε μεταλλικό στέγαστρο με επικάλυψη από πολυκαρβονικά φύλλα. Με τη σύμφωνη γνώμη του ιδιοκτήτη του αγροκτήματος ο χώρος γύρω από το συγκρότημα αναδείχθηκε με ήπιες παρεμβάσεις, έτσι ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση των επισκεπτών αλλά και να αναδεικνύεται η αρχιτεκτονική σπουδαιότητα του μνημείου.
Οι επεμβάσεις στους δύο ναούς που μας απασχόλησαν ολοκληρώθηκαν χάρη στην ευαισθησία και την παρότρυνση των λιγοστών μόνιμων κατοίκων του Σκάρμηγκα και της Αίπειας προσφέροντας μια μοναδική ευκαιρία να μελετηθεί σε βάθος η οικοδομική τους ιστορία και να διαλευκανθούν ζητήματα φάσεων και χρονολόγησης. Η ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης επισφραγίστηκε και στις δύο περιπτώσεις με πανηγυρικές θείες λειτουργίες, τις οποίες διαδέχτηκε χορός με νόστιμα εδέσματα, καλό κρασί και πολλά χαρούμενα πρόσωπα. Έκτοτε, οι ετήσιες συνάξεις κατά τις πανηγύρεις των δύο ναών συνιστούν θεσμό για τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες έχουν πλέον αναλάβει έναν ενεργότερο ρόλο στη μάχη για τη διατήρηση των μνημείων της περιοχής τους σε αξιοπρεπή κατάσταση, ενισχύοντας έμπρακτα το δύσκολο έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.


Μιχάλης Κάππας
"Μεταμόρφωση Σκάρμηγκα και Άγιος Νικόλαος Αίπειας.
Ανασκαφική διερεύνηση και εργασίες αποκατάστασης σε δύο βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας"

Το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο (ΑΕΠΕΛ1)
Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Τρίπολη, 7-11 Νοεμβρίου 2012

* Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στους ανώνυμους κατοίκους και στους δραστήριους ιερωμένους των οικισμών της μεσσηνιακής υπαίθρου που συμμερίζονται τις προσπάθειές μας για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας και που, παρά τους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, συνεχίζουν με ποικίλους τρόπους να υποστηρίζουν ενεργά το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η γόνιμη αυτή συνεργασία θα ήταν αδύνατον να καρποφορήσει χωρίς τη σύμπραξη όλων των συναδέλφων στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, αρχαιολόγων, μηχανικών, συντηρητών, διοικητικού προσωπικού και κυρίως των έμπειρων εργατοτεχνιτών. Η εύρυθμη λειτουργία της Εφορείας οφείλει πολλά στις δύο διαδοχικές διευθύντριές της, τις κυρίες Ευγενία Χαλκιά και Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά, τις οποίες και από τη θέση αυτή ευχαριστώ.
Σημειώσεις:
1 Για τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού, βλ. Davis κ.ά 1997, 477-480. Gerstel 2005, 261-263. Davis-Bennet 2009, 89-91. Βλ. επίσης Καββαδία- Σπονδύλη 2006, 475-482.
2 Ο οικισμός και ο ναός αναφέρονται το 1700 στους ενετικούς καταλόγους απογραφών του Αρχείου Grimani, βλ. Ντόκος 1971-1974, 137.
3 Longnon-Topping 1969, 253. Bon, 1969, 430.
4 Καββαδία-Τσουρής 1992-1993, 279.
5 Zakythinos 1975, 251-252. Για την παραγωγή μεταξιού κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο τόσο στη φραγκοκρατούμενη όσο και στη βυζαντινή Πελοπόννησο, βλ. Jacoby 1997. Jacoby 2001. Laiou 2002, 322-324. Laiou-Morrisson 2007, 171.
6 Χρονολόγηση στον 11ο αιώνα προκρίνουν οι Καββαδία-Τσουρής 1992-1993, 278-292. Ο Γ. Δημητροκάλλης προτείνει την ένταξή του στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα, βλ. Δημητροκάλλης 1998, 179-199.
7 Blouet 1831, 10 πίν. 8
8 Το Κλιμάκιο Καλαμάτας της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ιδρύθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986. Το 2002 συνεστήθη η 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ το 2014 από τη συγχώνευση της ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προέκυψε η ενιαία Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, με διευθύντρια την κυρία Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά.
9 Κάππας 2010β.
10 Τα όρια του κατεδαφισμένου σήμερα τοίχου υποδηλώθηκαν κατά την αρμολόγηση του εσωτερικού του ναού, προκειμένου το συγκεκριμένο στοιχείο να γίνεται εύκολα αντιληπτό.
11 Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους εργατοτεχνίτες Δημήτρη Αγγελόπουλο, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο, Βασίλη Λυμπερόπουλο και Πέτρο Μουρτζά, τους οποίους και από τη θέση αυτή ευχαριστώ.
12 Για μία παρόμοια περίπτωση εύρεσης κομνήνειων νομισμάτων στο κατώτατο σημείο ενός τάφου, στον οποίο εντοπίστηκαν συνολικά 68 νομίσματα, βλ. Μουτσόπουλος 1989, 182-192.
13 Για την κοιμητηριακή χρήση του νάρθηκα σε βυζαντινές εκκλησίες βλ. Bache 1989, 25-28. Για τις διάφορες ακολουθίες που τελούνται στους νάρθηκες -μεταξύ αυτών και η νεκρώσιμη- και την επίδραση στα εικονογραφικά τους προγράμματα βλ. κυρίως Γκιολές 2007-2009, 140-142, 154-155. Tomeković 1988, 140-154.
14 Χαλκιά- Κάππας 2012, 145-148.
15 Morgan 1942, πίν. XIa εικ. 51a, 55a-c. Sanders 1995, 65-66, 244. Sanders 1999, 159-164. Sanders 2000, 153-173. Sanders 2003α, 35-44. Sanders 2003β, 385-399.
16 Για παρόμοια αγγεία, βλ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999, 9 αριθ. 13 (Ε. Κατσάρα) και 14 (Α.-Μ. Κυριακοπούλου- Λ. Τζάρα).
17 Για ένα παρόμοιο ποτήριο βλ. Ödekan 2007.
18 Τη μελέτη του υλικού της κεραμικής έχει αναλάβει η συνάδελφος Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδη.
19 Για παρόμοια αγγεία βλ. Philon 1980, πίν. ΧΧ και XXVIII,B.
20 Χονδρογιάννης 2011.
21 Για τον σημαντικό αυτό ναό του Άργους, βλ. Μπούρας – Μπούρα 2002, 81-85, με προγενέστερη βιβλιογραφία. Τα εντοιχισμένα πινάκια του ναού παραμένουν αδημοσίευτα. Για μια νέα άποψη που μεταθέτει, χωρίς ωστόσο πειστικά επιχειρήματα, τη χρονολόγηση του ναού στον 13ο αιώνα βλ. Louvi-Kizi 2016, 343-358.
22 Μέξια 2011, τόμ. ΙΙ, αριθ. 25, 75-77. Ο ναός θα πρέπει μάλλον να χρονολογηθεί στα τέλη του 11ου ή στις πρώτες δεκαετίες του 12ου αιώνα και όχι στα μέσα του 13ου, όπως προτείνεται στην παραπάνω μελέτη. Τα σωζόμενα εντοιχισμένα αγγεία στην εν λόγω εκκλησία χρονολογούνται στον 11ου αιώνα και παραμένουν αδημοσίευτα.
23 Pitarakis 2006.
24 Pitarakis 2006, αριθ. 413.
25 Davidson 1952, πίν. 110.
26 Δημητροκάλλης 1998, 179-199.
27 Για τις ταφικές συνήθειες και την ταφή εντός των εκκλησιών, στον νάρθηκα ή σε παρεκκλήσια, βλ. Εμμανουηλίδης 1989, 206-223, κυρίως 216-217. Χατζηδάκης 1973-1974, 78.
28 Marinis 2009, 147-166
29 Marinis 2014, αριθ. VIII, 143-150, με προηγούμενη βιβλιογραφία. Βλ. Επίσης Ousterhout 2001, 133-150,
30 Εμμανουηλίδης 1989.
31 Δημητροκάλλης 1990, 214-232. Küpper 1990, τόμ. ΙI, 35. Grossman 2004, 53-57. Κάππας 2010α, 244. Κάππας 2017, 136 υποσημ. 28, και 141.
32 Ο οικισμός ονομαζόταν παλιότερα Φαρμί(ο), βλ. Πίκουλας 2001, 62, αριθ. 305.
33 Δημητροκάλλης 1990, εικ. 211. Βλ. επίσης Κάππας 2018, 453-455.
34 Καππας 2018, 453-455.
35 Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους εργατοτεχνίτες Δημήτρη Αγγελόπουλο και Κωνσταντίνο Γιανακόπουλο. Πολύτιμη υπήρξε η αρωγή του Μανόλη και της Ντίνας Γεροντάκη και του Δημήτρη Σκαρτσίλη, τους οποίους και από τη θέση αυτή ευχαριστώ θερμά.
36 Κατά τη διάρκεια καθαρισμών στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου εντοπίστηκαν δύο πωρόλιθοι με λαξευτά βεργία από το σταυροθόλιο του προπύλου, οι οποίοι μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλέστερης φύλαξης στην αποθήκη της Εφορείας.
37 Κάππας 2018, εικ. 6.
38 Κάππας 2017, 136 υποσημ. 28.
39 Κάππας 2017, 136-140.
40 Johns 1936, 31-60. Brosh 1999, 266-271. Egan- Pritchard 1991, 74-77. Για τη βοήθειά της στη χρονολόγηση της πόρπης και των υπόλοιπων μεταλλικών ευρημάτων της ανασκαφής ευχαριστώ θερμά τη συνάδελφο Λένα Μπαρμπαρίτσα.
Βιβλιογραφία
Bache 1989: F. Bache, La fοnction funéraire du narthex dans les églises byzantines du XIIe au XIVe siècle, Histoire de l’art 7, 1989, 25-28.
Blouet 1831: Α. Blouet, Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le gouvernement français. Architecture, sculptures, inscriptions et vues du Péloponèse, des Cyclades et de l’Attique, Premier volume, Paris 1831.
Bon 1969: A. Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d’Achaïe (1205-1430), BÉFAR 213, Paris 1969.
Brosh 1999: N. Brosh, Between East and West. Glass and minor arts in the Crusader Kingdom, στο: S.Rozenberg (επιμ.), Knights of the Holy Land. The Crusader Kingdom of Jerusalem, Jerusalem 1999, 266-271.
Γκιολές 2007-2009: Ν. Γκιολές, Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα του καθολικού της μονής του Οσίου Λουκά, ΕΕΒΣ 53, 2007-2009, 139-160.
Davidson 1952: G. R. Davidson, The Minor Objects, Corinth XII, Princeton 1952.
Davis κ.ά 1997: J.L.Davis-S. E. Alcock- J. Bennet.- Y.G. Lolos.- C.W. Shelmerdine, The Pylos Regional Archaeological Project. Part 1: Overview and the archaeological survey, Hesperia 66.3, 1997, 477-480.
Davis-Bennet 2009: J.L. Davis-J.Bennet, The Pylos Regional Archaeological Project. Archaeology, history and ethnography of the Medieval and Modern periods, στο: J.Bintliff - H.Stöger (επιμ.), Medieval and Post-Medieval Greece, The Corfu Papers, BAR International Series 2023, Oxford 2009, 89-91.
Δημητροκάλλης 1990: Γ. Δημητροκάλλης, Ἂγνωστοι βυζαντινοὶ ναοὶ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 1990.
Δημητροκάλλης 1998: Γ. Δημητροκάλλης, Ἂγνωστοι βυζαντινοὶ ναοὶ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τόμ. Β, Αθήνα 1998.
Egan- Pritchard 1991: G. Egan- F. Pritchard, Dress accessories c. 1150-c.1450. Medieval Finds from Excavations in London, 3, London 1991.Εμμανουηλίδης 1989: Ν. Εμμανουηλίδης, Το δίκαιο της ταφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 1989.
Gerstel 2005: S.E.J. Gerstel, Βυζαντινή εγχάρακτη κεραμική, στο: J.L.Davis (επιμ.), Πύλος η Αμμουδερή. Ιστορικό και αρχαιολογικό ταξίδι από την εποχή του Νέστορα έως τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, Αθήνα 2005, 261-263.
Grossman 2004: H. Grossman, Building Identity. Architecture as Evidence of Cultural Interaction between Latins and Byzantines in Medieval Greece, PhD dissertation, University of Pennsylvania, 2004.
Jacoby 1997: D.Jacoby, Silk production in the Frankish Peloponnese, στο: D.Jacoby, Trade, Commodities and Shipping in the Medieval Mediterranean, Variorum Collected Studies 572, Aldershot 1997, no.VIII.
Jacoby 2001: D.Jacoby, Silk crosses the Mediterranean, στο: D.Jacoby, Byzantium, Latin Romania and the Mediterranean, Variorum Collected Studies 703, Aldershot 2001, no.X.
Johns 1936: C.N. Johns, Excavations at Pilgrims Castle, Atlit (1932-3). Stables at the South-West of the Suburb,QDAP5,1936,31-60
Καββαδία-Τσουρής 1992-1993: A. Καββαδία-Κ. Τσουρής, Δυο βυζαντινές εκκλησίες στη Μεσσηνία, ΑΔ 47-48, 1992-1993, Α΄ Μελέτες, 269-292.
Καββαδία-Σπονδύλη 2006: Α. Καββαδία-Σπονδύλη, Νέες θέσεις στη βυζαντινή Μεσσηνία: Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της περιοχής, στο: Α Αρχαιολογική Σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, Πρακτικά, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Αθήνα 2006, 475-482.
Κάππας 2010: Μ. Κάππας, Εκκλησίες της μητροπόλεως Μεσσηνίας από το 1204 έως και το 1500, στο: Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 2010, 189-274.
Κάππας 2010β: Μ. Κάππας, Μεταμόρφωση (πρ. Σκάρμιγκας). Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ΑΔ65, 2010, Χρονικά Β´1β, 739-740.
Κάππας 2017: Μ. Κάππας, Ένα βυζαντινό οικοδομικό συνεργείο στο Σοφικό Κορινθίας, ΔΧΑΕ 38, 2017, 125-146.
Κάππας 2018: Μ. Κάππας, Δυτικές επιδράσεις στην αρχιτεκτονική της Μεσσηνίας (13oς-15ος αιώνας), στο: Μ. Κορρές-Στ. Μαμαλούκος-Κ. Ζάμπας-Φ. Μαλούχου-Tufano (επιμ.), Ήρως Κτίστης. Μνήμη Χαράλαμπου Μπούρα, Αθήνα 2018, τόμ. 1, 451-473.
Küpper 1990: H. M. Küpper, Der Bautypus der griechischen Dachtranseptkirche, Amsterdam 1990.
Laiou 2002: A. E. Laiou, The agrarian economy, thirteenth-fifteenth Centuries, στο: A. E. Laiou (επιμ.), The Economic History of Byzantium, From the Seventh Through the Fifteenth Century, τόμ. 1, Washington, D.C. 2002, 311-375.
Laiou-Morrisson 2007: A. Laiou-C. Morrisson, The Byzantine Economy, Cambridge-N. Y. 2007.
Longnon-Topping 1969: J. Longnon-P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la principauté de Morée, Paris 1969.
Louvi-Kizi 2016: A. Louvi-Kizi, Modes de construction occidentaux dans le Péloponnèse après la conquête franque, στο: S. Bordbeck-A. Nicolaïdès–P. Pagès-B. Pitarakis- I. Rapti-É. Yota (επιμ.), Mélanges Catherine Jolivet-Lévy, TM 20/2, Paris 2016, 343-358.
Marinis 2009: V. Marinis, Tombs and burials in the Monastery tou Libos in Constantinople, DOP 63,2009, 147-166.
Marinis 2014: V. Marinis, Architecture and Ritual in the Churches of Constantinople, Ninth to Fifteenth Centuries, Cambridge 2014.
Μέξια 2011: Α.Μέξια, Βυζαντινή ναοδομία στην Πελοπόννησο. Η περίπτωση των μεσοβυζαντινών ναών της Μέσα Μάνης, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2011.
Morgan 1942: C.H. Morgan, The Byzantine Pottery, Corinth II, Cambridge, Mass. 1942.
Μουτσόπουλος 1989: Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα. Συμβολή στη Μελέτη των Βυζαντινών Μνημείων της Περιοχής, τόμ. Α, Θεσσαλονίκη 1989.
Μπούρας-Μπούρα 2002: Χ. Μπούρας-Λ. Μπούρα, Ἡ ἑλλαδικὴ ναοδομία κατὰ τὸν 12ο αἰώνα, Αθήνα 2002.
Ντόκος 1971-1974: Ν. Ντόκος, Ἡ ἐν Πελοποννήσῳ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία κατὰ τὴν περίοδον τῆς Β΄ Ἐνετοκρατίας, Byzantinisch-neugriechische Jahrbücher 21, 1971-1974, 43-168.
Ödekan 2007: A.Ödekan (επιμ.), “Kalanlar” 12 ve13. Yüzyillarda Türkiye’ de Bizans / “The Remnants”. 12th and 13th Centuries Byzantine Objects in Turkey, Istanbul 2007.
Ousterhout 2001: R. Ousterhout, Architecture, art and Komnenian ideology at the Pantokrator Monastery, στο: N. Necipoğlu (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life, Leiden, 2001, 133-150.
Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999: Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχάρακτων, Αθήνα 1999.
Philon 1980: H. Philon, Early Islamic Ceramics, Ninth to Late Twelfth Centuries, Westerham 1980.
Πίκουλας 2001: Γ.Α.Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών της Πελοποννήσου, Παλαιά και νέα τοπωνύμια, Αθήνα 2001.
Pitarakis 2006: B. Pitarakis, Les croix-reliquaires pectorales byzantines en bronze, Paris 2006.
Sanders 1995: G. D. R. Sanders, Byzantine Glazed Pottery at Corinth to c. 1125, PhD dissertation, University of Birmingham, 1995.
Sanders 1999: G. Sanders, Corinth workshop production, στο: D. Papanikola-Bakirtzi (επιμ.), Byzantine Glazed Ceramics, The Art of the Sgraffito, Athens 1999, 159-164.
Sanders 2000: G. Sanders, New relative and absolute chronologies for the 9th- to 13th-century glazed ware at Corinth: Methodology and social conclusions, στο: K. Belke- F. Hild-J. Koder-P. Soustal (επιμ.), Byzanz als Raum, Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeeraumes in Mittelalter, Vienna 2000, 153-173.
Sanders 2003α: G. Sanders, An overview of the new chronology for 9th- to 13th-century pottery at Corinth, στο: Ch. Bakirtzis (επιμ.), VIIe Congrès international sur la céramique médiévale en Méditerranée. Thessaloniki, 11-16 octobre 1999, Actes, Athènes 2003, 35-44.
Sanders 2003β: G. Sanders, Recent developments in the chronology of Byzantine Corinth, στο: C. K. Williams- N. Bookidis (επιμ.), Corinth. The Centenary 1896-1996, Corinth XX, Princeton 2003, 385-399.
Tomeković 1988: S. Tomeković, Contribution à l’étude du programme du narthex des églises monastiques (XIe-première moitié du XIIIe s.), Byzantion 58, 1988, 140-154.
Χαλκιά -Κάππας 2012: Ε. Χαλκιά-Μ. Κάππας, 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στο: Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (επιμ.), 2000-2010. Από το Ανασκαφικό έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2012, 145-148.
Χατζηδάκης 1973-1974: Μ. Χατζηδάκης, Ἐπιτάφια χρονολογημένη ἐπιγραφὴ στὴν Πρωτόθρονη Νάξου, ΔΧΑΕ 7, 1973-74, 78.
Χονδρογιάννης 2011: Στ. Χονδρογιάννης (επιμ.), Βυζάντιο και Άραβες/Byzantium and the Arabs, κατάλογος περιοδικής έκθεσης, Θεσσαλονίκη 2011.
Zakythinos 1975: D.A.Zakythinos, Le despotat grec de Morée, vol.I. Histoire politique, vol.II. Vie et institutions, Édition revue et augmentée par Chr. Maltézou, Variorum Reprints, London 1975.


Printfriendly