Η μονή Μαρδακίου (εικ.1) βρίσκεται στον Ταΰγετο, κοντά στο χωριό Νέδουσα της Μεσσηνίας, στην κορυφή μικρού υψώματος, ανάμεσα στους απότομους λόφους της «Πυργιώτισσας» ή «Σιδηροβάγενο» και της «Βαρθάλαινας»1. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο δήμος Αλαγονίας περιλάμβανε τα λεγόμενα «Πισινά χωριά» που ανήκαν στον καζάν (επαρχία) Μυστρά2.
Αναφορές στη Μονή Μαρδακίου υπάρχουν σε μελέτες των Αντ. Μασουρίδη, Π. Παπαβασιλόπουλου3, Χ. Παπασαραντόπουλου4, Η. Μ. Φερέτου5, Β. Αθανασοπούλου6 και Ζ. Κοκκίνη7. Ο Σπ. Λάμπρος8 δημοσίευσε αποσπάσματα και ο Δ. Ζακυθηνός9 ολόκληρο το σιγιλίο του 1702. Η σημαντικότερη δημοσίευση για την Μονή Μαρδακίου έγινε στα 1973 από τον Κ. Καλοκύρη10.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα πατριαρχικά σιγίλλια, που εκδόθηκαν για τη μονή, από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Γ΄ το 1702 11, Γρηγόριο Ε΄ το 1798 12, Κύριλλο ΣΤ΄ το 1815 13 και το 1816 14, καθώς και από την ανάγνωση και ανάλυση της κτητορικής επιγραφής που σώζεται στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού και δημοσιεύτηκε από τον Κ. Καλοκύρη, η σταυροπηγιακή Μονή Μαρδακίου ιδρύθηκε το 1635 15 , όταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Κύριλλος Β΄ εκ Βερροίας16 και Ιεροσολύμων ο Θεοφάνης17.
Χορηγός του ναού ήταν ο Μουσελήμης Θεόδωρος Χανδρινός18, του οποίου η εικόνα με το σχήμα του μοναχού σώζεται στον νάρθηκα. Ο Θεόδωρος, εκτός από την κατασκευή και τον εξοπλισμό της μονής, αγόρασε από κάποιον Οθωμανό για δεκατέσσερις χιλιάδες γρόσια κτήμα στο Γαρδίκι19, στο οποίο ιδρύθηκε το μετόχι των Αγίων Αναργύρων. Τοιχογράφος του ναού είναι ο Δημήτριος Κακαβάς20 από το Ναύπλιο, του οποίου γνωρίζουμε τη δράση στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο από το 1590 μέχρι το 1639.
Η μονή Μαρδακίου διατηρεί σχέσεις στα 1648 με την Μονή της Μαλεσίνας21 και με τη Στεμνίτσα22. Η περιουσία της μονής εμπλουτίζεται από το 1669 23 και μετά με αφιερώσεις κτημάτων από πιστούς. Τον Ιούλιο του 1679, διεκδικεί μέσω του Πατριαρχείου εργαστήρια στον Κόπαγα24, κοντά στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή αναφέρεται στις Βενετικές καταγραφές του 1698, 1699 και 1700 που διασώζει το αρχείο Grimani25. Από το σιγίλιο του 1702 διαφαίνεται ότι υπήρχε διένεξη με τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμών Γρηγόριο Εφέσσιο, η οποία έληξε με την επικύρωση της σταυροπηγιακής αξίας της μονής και την αυτονομία της. Από το 1702 αρχίζει ο παλαιός κώδικας26, όπου αναγράφεται η περιουσία της μονής, που προέρχεται κυρίως από αφιερώσεις κτημάτων ιδιωτών, μέχρι το 1798. Ο κώδικας αναφέρει επίσης ότι στα 1715 υπάρχουν στην μονή έξι ιερείς και επτά μοναχοί27. Στα 1747, η μονή ανήκει στην ιδρυθείσα επισκοπή Δυρραχίου, που υπόκειτο στη μητρόπολη Μονεμβασίας28. Με τη μονή συνδέεται και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Προκόπιος Πελεκάσης (1785-1789)29, ο οποίος επιστρέφει στην γενέτειρά του, την Σίτσοβα, το 1799.
Στις αρχές του 19ου αιώνα30 το μοναστήρι πρέπει να βρισκόταν σε οικονομική άνθηση. Το γεγονός αυτό, καθώς και η απρόσιτη και φυσικά οχυρή θέση του εξηγεί γιατί η Φιλική Εταιρεία και ο Παπαφλέσας το επέλεξαν για ισχυρή στρατιωτική βάση ενόψη της Επανάστασης31. Μετά την απελευθέρωση, το Μαρδάκι ήταν από τα μοναστήρια που δεν διαλύθηκαν με το οθωνικό διάταγμα του 1833 32. Εκτότε, όμως, και παρά τη μεγάλη περιουσία που είχε διατηρήσει μέχρι την εποχή αυτή, αρχίζει η σταδιακή παρακμή33.
Το όνομα «Μαρδάκι» παραπέμπει, πιθανόν, στους Μαρδαΐτες34 που προέρχονται από τις ορεινές φυλές του Λιβάνου και του Ταύρου, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, στην Πελοπόννησο από τον 7ο αιώνα, και παρέμειναν ζωντανή ομάδα μέχρι και τον 10ο τουλάχιστον αιώνα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι κάτοικοι της Μάνης ονομάζονταν Μαρδαΐτες κατά τον Μεσαίωνα. Η ύπαρξη ερειπίων στο γειτονικό λόφο του Σιδηροβάγενου, όπου στα 1867-1875 35 έγιναν ανασκαφικές εργασίες και βρέθηκαν λατρευτικά σκεύη και η εικόνα της Παναγίας της Μαρδακιώτισσας, ενισχύει την υπόθεση εργασίας για την ύπαρξη παλαιότερης μοναστικής κοινότητας «της Παναγίας της Χρυσοπηγής» στην ευρύτερη περιοχή. Η αρχαιολογική διερεύνηση του χώρου θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ή όχι την υπόθεση. Τον 17ο αιώνα, που ιδρύεται το μοναστήρι στην σημερινή του θέση, η ονομασία συναντιέται πλέον σαν τοπωνύμιο που πιθανόν μνημονεύει την ευρύτερη περιοχή, όπου ήταν εγκατεστημένοι παλαιότερα οι Μαρδαΐτες.
Το μοναστήρι και το καθολικό του υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά το σεισμό της Καλαμάτας του Σεπτεμβρίου 1986. Κλιμάκιο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού αποτύπωσε το 1989 36 όλο το μοναστήρι και συνέταξε μελέτη αποκατάστασης και στερέωσης του καθολικού που υλοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1993 και 1995. Η παρούσα εργασία βασίζεται στη βιβλιογραφική έρευνα, την αποτύπωση, τη μελέτη και το φωτογραφικό υλικό της εποχής εκείνης.
Ο περίβολος της μονής (εικ.2) έχει τριγωνικό σχήμα, με το καθολικό να καταλαμβάνει το κέντρο του. Η αυλή διατάσσεται σε πολλά επίπεδα λόγω της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς του εδάφους από νότο προς βορρά (εικ.3). Ο τρόπος διάταξης των κτισμάτων, εκμεταλεύεται τον νότιο προσανατολισμό που είναι τόσο απαραίτητος στην ορεινή Αλαγονία, ενώ προστατεύεται από τους βόρειους ανέμους. Τα επίπεδα κατασκευάζονται με λιθοδομές εν ξηρώ, πάνω στις οποίες σχηματίζονται μικρές χρηστικές κόγχες. Σε πολλά σημεία, οι λιθοδομές θεμελιώνονται πάνω στον προεξέχοντα φυσικό βράχο.
Λιθόστρωτο μονοπάτι στην νότια πλευρά οδηγεί στο διαβατικό, δηλαδή την κύρια πύλη του μοναστηριού (εικ.2). Από την αρχική καμαροσκέπαστη κατασκευή σώζονταν το 1990 μόνο οι δύο παραστάδες της δίφυλης πόρτας, η αρχή της καμάρας στη βόρεια πλευρά και ίχνη της λιθοδομής σε πολύ χαμηλό ύψος στη νότια πλευρά. Μια δεύτερη, κλεισμένη σήμερα, βοηθητική είσοδος, η οποία είχε λίθινη κλίμακα ανόδου εξωτερικά, βρισκόταν στον δυτικό περίβολο.
Δίπλα στο διαβατικό βρίσκεται η νοτιοδυτική πτέρυγα, η οποία δεσπόζει στο τοπίο δίνοντας την εντύπωση της έντονα οχυρής διάταξης, η οποία ενισχύεται και από τις αντιρρήδες που σώζονται στην βάση της στα νότια και έχουν κατασκευαστεί για την καλύτερη στερέωση του κτίσματος στο έντονα επικλινές έδαφος. Λόγω της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς ανάμεσα στο φυσικό έδαφος στη νότια πλευρά και στη διαμορφωμένη αυλή, η πτέρυγα διατάσσεται κλιμακωτά και είναι τριώροφη στη νοτιοδυτική γωνία, διώροφη στην υπόλοιπη νότια πλευρά, ενώ από την πλευρά της αυλής είναι ισόγεια. Στο υπόγειο της πτέρυγας, διατάσσονται οι βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι της μονής. Στο ισόγειο βρίσκεται η τράπεζα, η είσοδος της οποίας επικοινωνούσε απευθείας με την αυλή, με παράθυρα στις δύο μακρές πλευρές και τοξωτή κόγχη που έφερε επίχρισμα μέχρι το 1996 στον ανατολικό τοίχο. Στο ισόγειο, επίσης, εντάσσονταν βοηθητικοί χώροι δίπλα στη στέρνα του νερού, που βρίσκεται στην αυλή, καθώς και καμαροσκέπαστο υπόστεγο. Στον όροφο βρισκόταν πιθανόν το ηγουμενείο.
Η ανατολική πτέρυγα (εικ.2) βρίσκεται επίσης σε θέση με απότομη κλίση. Στη βορειοανατολική γωνία σώζονται τα ερείπια ισόγειου κτίσματος που πιθανόν να ήταν το ψηλότερο κτίσμα της πτέρυγας αυτής, αν υποθέσουμε ότι τα κτίσματα διατάσσοταν κλιμακωτά ακολουθώντας τις υψομετρικές καμπύλες του λόφου από βορρά προς νότο. Στο υπόγειο υπήρχε ελαφρά οξυκόρυφος καμαροσκέπαστος βοηθητικός χώρος, ο οποίος πλέον έχει καταρρεύσει (εικ.1). Στη νότια πλευρά της πτέρυγας, ευθύγραμμη, πέτρινη σκάλα ανόδου με ημικυκλικής κάτοψης πλατύσκαλο (εικ.2) οδηγεί στο υπερυψωμένο κατά 1,00μ. επίπεδο, όπου είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε όροφος κελιών. Στη δυτική πλευρά διακρίνεται τόξο ανοίγματος ημικυκλικής μορφής, το οποίο έχει μπαζωθεί ως τη γέννεσή του.
Στο θεμέλιο της σημερινής βόρειας χαμηλής μάντρας σώζεται τοίχος σε μεγαλύτερο πλάτος που αποδεικνύει ότι στην πλευρά αυτή υπήρχε είτε ψηλός, μεγάλου πάχους περίβολος, είτε πτέρυγα κελιών. Το κτίσμα που σώζεται σήμερα είναι νεώτερο, λιθόκτιστο, και η δυτική πλευρά θεμελιώνεται πάνω στον φυσικό βράχο.
Το καθολικό (εικ.2), διαστάσεων 11.97Χ 8.13μ. συμπεριλαμβανομένης της ημιεξαγωνικής κόγχης του ιερού, τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου της «Χρυσοπηγής» και τυπολογικά ανήκει στους ελεύθερους σταυρούς, με τρούλο και καμαροσκέπαστο νάρθηκα στα δυτικά, που διαχωρίζεται από τον κυρίως ναό με αρμό.
Ο οκτάπλευρος τρούλος (εικ.3) είναι ευρύς, με χαμηλό σχετικά τύμπανο. Κατά τις εργασίες έγινε διάνοιξη των τοξωτών παραθύρων, κατασκευασμένων από τούβλα, που διατρυπούν τη βόρεια, νότια, δυτική και ανατολική πλευρά, οι παρειές των οποίων σώζονται τοιχογραφημένες. Η πρόθεση, όπου σώζεται κεραμική γούρνα, είναι πρόσθετη κατασκευή που δε συνδέεται οργανικά με την τοιχοποιΐα, έχει όμως τοιχογραφίες σύγχρονες με όλες τις υπόλοιπες του ναού, ενώ βρέθηκε και πολεμίστρα με τοιχογραφημένες παρειές. Πάνω από τη δυτική, μοναδική είσοδο στον ναό, αποκαλύφθηκε εικονοστάσιο, το τόξο του οποίου σχηματιζόταν από συμπαγή τούβλα και παραστάδες από πωρόλιθους. Πιο πάνω αποκαλύφθηκαν οι βάσεις των ποδαρικών από πωρόλιθο του αρχικού μονόλοβου καμπαναριού. Στη βόρεια τοιχοποιΐα του νάρθηκα αποκαλύφθηκε δεύτερη είσοδος, στις παρειές της οποίας σώζονται τοιχογραφίες με φυτικά θέματα που φθάνουν ως την εξωτερική ακμή της τοιχοποιΐας. Η είσοδος αυτή πρέπει να έκλεισε λίγο μετά την αποπεράτωση του καθολικού, οπότε και τοιχογραφήθηκε εσωτερικά. Στη βόρεια και νότια κεραία του σταυρού υπάρχουν δύο ορθογώνια παράθυρα κατασκευασμένα από πωρόλιθους. Στη νότια κεραία, μάλιστα, η ποδιά του παραθύρου είναι κατασκευασμένη από πλάκα σχιστόλιθου και από κάτω σχηματίζεται πολεμότρυπα. Η επικάλυψη της στέγης του ναού γινόταν αρχικά με σχιστόπλακες, θραύσματα των οποίων βρέθηκαν κατά την αφαίρεση των κεραμιδιών και τον καθαρισμό των στεγών.
Στο ξυλόγλυπτο, επιπεδόγλυφο τέμπλο σώζεται επιγραφή από την οποία συνάγεται ότι η κατασκευή του έγινε μάλλον το 1714, όταν ηγούμενος ήταν ο Θεοφάνης, με τη χρηματική συνδρομή των ιερέων και των αρχόντων της Σίτσοβας.
Όλα τα κτίσματα είναι κατασκευασμένα με ντόπια υλικά, αργούς λίθους και σχιστόπλακες που αφθονούν στην περιοχή. Ανάμεσα στους αργούς λίθους παρεμβάλλονται τσιβίκια, ενώ οι γωνίες είναι καλοσχηματισμένες και κατασκευασμένες με μεγάλους γωνιόλιθους. Τα ορθογώνια ανοίγματα έχουν ξύλινο υπέρθυρο, ενώ τα τοξωτά είναι κατασκευασμένα από λαξευμένους ασβεστόλιθους. Η χρήση πλίνθων γίνεται επιλεκτικά μόνο στο καθολικό, στην κατασκευή του θόλου του τρούλου, στα τόξα της κόγχης της εισόδου και σε τόξα παραθύρων.
Επίσης, εξωτερικά, στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα, τρεις σειρές τούβλων πιθανόν υποδεικνύουν την ύπαρξη εσωτερικής ξυλοδεσιάς στη θέση αυτή. Κατά την καθαιρέση των επιχρισμάτων του ναού αποκαλύφθηκε το αρχικό επίχρισμα από κόκκινο κονίαμα.
Παρά τις καταστροφές και αλλοιώσεις που υπέστη από το πέρασμα του χρόνου και κυρίως την εκτεταμένη, άστοχη χρήση σκυροδέματος των τελευταίων χρόνων, που επέτεινε τις καταστροφές κατά την διάρκεια του σεισμού του 1986, η Μονή Μαρδακίου είναι ένα χαρακτηριστικό μοναστηριακό σύνολο του 1635, του οποίου όλα τα κτίσματα φαίνεται να οικοδομήθηκαν περίπου την ίδια περίοδο, με μικρή χρονική διαφορά μεταξύ τους. Μολονότι η μονή κατείχε κατά την ίδρυσή της τον προϋπάρχοντα μεγαλοπρεπή ναό στο εύφορο Γαρδίκι, ο χορηγός Θεόδωρος Χανδρινός, ο οποίος είχε την οικονομική άνεση να αγοράσει το κτήμα αυτό, προτίμησε να κατασκευάσει ένα νέο μοναστηριακό συγκρότημα με έντονο φρουριακό χαρακτήρα σε απόκρημνο και απρόσιτο σημείο του Ταϋγέτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στις τοιχοποιΐες του ναού κατασκευάστηκαν πολεμότρυπες. Η ύπαρξη υδρόμυλου και κτημάτων έξω από το μοναστήρι το καθιστούσαν αυτάρκες. Το ίδιο το μοναστήρι εξασφάλιζε τις απαραίτητες για τη λειτουργία του ποσότητες σε νερό, με τη στέρνα στην αυλή, και σε αγαθά, με τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους.
Iωάννα Καράνη
Νεότερα στοιχεία για την Ιερά Μονή Μαρδακίου
Το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο (ΑΕΠΕΛ1)
Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Τρίπολη, 7-11 Νοεμβρίου 201
1 Μασουρίδης 1936, 147 κ.ε.
2 Μαυροειδής 1980-1981, 232.
3 Παπαβασιλόπουλος 1977.
4 Παπασαραντόπουλος 1931, 673.
5 Φερέτος 1963, 647-648.
6 Αθανασοπούλου 1967, 49.
7 Κοκκίνης 1999, 123.
8 Λάμπρος 1906, 384, 400, η΄, αριθ. 96: «Καταγραφή των κινητών της εν Μονεμβασία μονής Μαρδάκη».
9 Ζακυθηνός 1926, 397-401. Έχει εκδοθεί ολόκληρο το κείμενο από την πρωτότυπη περγαμηνή του σιγιλίου, στην οποία δεν σώζεται η πατριαρχική βούλα.
10 Καλοκύρης 1973, 174-5, 193-200.
11 Λάμπρος 1906, 384, 400: στο σιγίλιο αναφέρεται ότι ο ναός κτίστηκε 60 χρόνια νωρίτερα, δηλαδή το 1642.
12 Μασουρίδης 1936, 152-6. Καλοκύρης 1973, 175. Παπαβασιλόπουλος 1977, 15/615).
13 Βελανιδιώτης 1936, 21-22. Φερέτος 1963. Καλοκύρης 1973, 175. Μασουρίδης 1936, 157.
14 Καλοκύρης 1973, 175.
15 Μασουρίδης 1936, 174-5. Αναφέρει σαν έτος κατασκευής του μοναστηριού το 1504, παρατηρεί όμως ότι τα κτίσματα φανερώνουν ότι είναι μεταγενέστερα. Ο Παπασαραντόπουλος (1931) σημειώνει ότι σώζεται η μολύβδινη βούλα απολεσθέντος σιγιλίου, χωρίς να αναφέρει που βρίσκεται αυτή. Υποστηρίζει ότι η μονή κατασκευάστηκε το 1501.
16 Διετέλεσε τρεις φορές πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 1633, 1635-36, 1638-39 και είναι γνωστός για την σφοδρή διένεξή του με τον Κύριλλο Λούκαρη.
17 Διετέλεσε πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1608-1644.
18 Στο σιγίλιο του 1798 ονομάζεται Θεοδόσιος. Ο Μασουρίδης (1936) αναφέρει ότι αυτό ήταν το όνομα του μετά την χειροτονία του ως μοναχού. Κουγέας 1930, 296: Εθνική Bιβλιοθήκη, κώδ. 2042 προθέσεων και εκφωνήσεων που αφορά πιθανότατα τη Μονή Μαρδακίου και αναφέρεται στο οικογενειακό όνομα του κτήτορος Χανδρινού.
19 Μασουρίδης 1936, 147. Παπαβασιλόπουλος 1977. Για την Ιερά Μονή Γαρδικίου, βλ.Ξενογιάννης 1977. Δημητροκάλλης 1998, 13 εικ. 3-9.
20 Χατζηδάκης 1987. Βέης 1911-1912, 467. Πιομπίνος 1979, 109. Κοκκίνης 1999, 123. Μπούρας 1993, 139, υποσημ. 6. Προεστάκη 2012.
21 Καραστάθης 1994, 101, όπου αναφέρεται ενθύμηση σε χειρόγραφο βιβλίο.
22 Θέμελης 1966, 349. Σε κώδικα που βρίσκεται στο Μουσείο Κυριακού και πιθανόν ανήκει στη μονή Μαρδακίου αναφέρεται στο κάτω περιθώριο της σελ. 18 «εν μηνί δεκεμβρίω ής το αχμη΄ ήλθα εγώ ο παπα Θεοφάνης από την στεμνήτζα ης το μοναστήρι κι επήγα υς την αναστάσοβα».
23 Ο Παπασαραντόπουλος (1931, 673) αναφέρει ότι σώζεται αφιερωτικό γράμμα «τινός παραχωρούσης τα κτήματα της εις την μονή». Ο Μασουρίδης (1936, 147, 419) σημειώνει ότι ανέγνωσε κάπου την πληροφορία ότι η μοναχή Ζαφείρα αφιερώνει με γράμμα της τα κτήματα της στη μονή επί ηγουμενίας Ανθίμου Αβρέα, χωρίς να το έχει εντοπίσει ο ίδιος, και ότι η αφιέρωση αυτή βρίσκεται σε κώδικα της μονής που κατά την γνώμη του δεν είναι ο αρχικός αλλά αντίγραφο. Παπαβασιλόπουλος 1977, 15/615-16/616: «το παλαιότερο αφιερωτικό έγγραφο είναι του 1669. Με αυτό κάποια Ζαφείρα αφιερώνει κήπους και έπιπλα στο μοναστήρι».
24 Μασουρίδης 1936, 419: «Ωσαύτως αναφέρεται ότι οι επίτροποι της Μονής Μαρδάκη μετά του Ηγουμένου Θεοφάνους μεταβάντες εις Κωνσταντινούπολιν παρουσιάσθησαν εις τον τότε Πατριάρχην Παρθένιον και υπέδειξαν αυτώ ομολογίαν του Πέτρου Ιωαννάκογλου και ετέρων τριών δηλούσαν, ότι εν τω εργαστηρίω αυτών παρά το Κόπαγα και εν τω εργαστηρίω της Αγ. Σοφίας υπάρχει μερίδιον της μονής Μαρδακίου. Προς επικαρπίαν δε τούτου υπό της μονής εξεδόθη κατ’ Ιούλιον του 1679 και πατριαρχικόν γράμμα». Παπαβασιλόπουλος 1977, 16/616.
25 Μπόμπου-Σταμάτη 1978, 259 [«Αρχείο Grimani (φ. 266, 267-270β). Νόταις των υποστατικών των μοναστηριών της περιοχής Καλαμάτας, 1698 Οκτωβρίου α στο παλεω. Κατά την προσταγή του εκλαμπρότατου αυθέντου γενεράλε Φραντζέσκου Γρημάνη γράφωμεν τα υποστατικά των μοναστηριών της περιωχής Καλαμάτας ης το παρόν κατάστιχον … 7) έτερον μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου λεγόμενης Μαρδάκη, πλησίον του χωρίου Μεγάλης Αναστάσοβας. Υπογράφει Θεοφάνης Ιερομόναχος και ηγούμενος»], 270, [«(φ. 374-374β) 1699 Νοεμβρίου 7 ετ)π. Νότα των μοναστηρίων υποκειμένων και σταυροπήγιων της ημετέρας επαρχίας Μονεμβασίας … 5) Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρδάκη εις την περιοχή Ζαρνάτας σταυροπήγιον. Έχει μετόχι λεγόμενον Γαρδίκι ης την περιοχήν Καλαμάτας»], 270 (τρίτη αναφορά στο μοναστήρι στο αρχείο Grimani με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1700, ίδια με εκείνη του 1698 όπου αναφέρονται ελάχιστες μεταβολές στα περιουσιακά στοιχεία της μονής).
26 Παπαβασιλόπουλος 1977. Μασουρίδης 1936. Το 1703, ο Θεόδωρος Αποστόλου από την Σίτζοβα και ο Μαρδακιώτης ιερομόναχος Κωνσταντίνος «ωμολόγησαν ενώπιον του Πατριάρχου ότι ευχαρίστως και ασυζητητί δέχονται όσα αφιέρωσε δι’ επισήμου διαθήκης ο πρωτοξάδελφος αυτών Θεόδωρος Ριζομάντης εις την Μονήν».
27 Παπαβασιλόπουλος 1977, 16/616: «1715 Γεναρίου 14. Ηθελήσαμε εμείς οι πατέρες ομογνώμονες Ιερομόναχοι και Μοναχοί να γράψωμε ο καθένας ιδιοχείρως εις τον κώδικα και λίμπρο του αυτού Μοναστηρίου δια να φαίνεται και να γνωρίζονται όλοι οι Κοινοβιάται της Ιεράς Μονής εις τον αιώνα τον άπαντα. Ιακείμ Ιερομόναχος, Κωνστάντιος Ιερομόναχος, Σωφρόνιος Ιερομόναχος, Άνθιμος Σπετζόπουλος Ιερομόναχος, Παρθένιος Ιερομόναχος, Παρθένιος Ιερομόναχος, Παρθένιος Στραβοσκιάδης Μοναχός αντάμα με τον γέροντα μου Παϊσιο, όπου είμαστε εις του Αγίους Αναργύρους, Πολύκαρπος από Μπλιάγα Μοναχός, Παϊσιος από Σίτζοβα Μοναχός, Δαμιανός Μοναχός, Ιωαννίκιος Μοναχός, Γαβριήλ Μοναχός, Νεόφυτος Μοναχός».
28 Βέης 1901, 197: Πράξη του Μονεμβασίας Νικηφόρου του έτους 1747. Κουγέας 1930, 296.
29 Δουκάκης 1911, 72-74. Νιάρχος 1970, 26. Μασουρίδης 1936, 15, 148, 159, 207-209, 218, 227 229, 230, 232. Φερέτος 1963, 647. Παπαβασιλόπουλος 1977. Καλοκύρης 1973, 177.
30 Βελανιδιώτης 1936, 21-22: το σιγίλιο αφορούσε την καθαίρεση και τον αφορισμό του ηγουμένου της μονής Νικηφόρου Πράττη, εξαιτίας των διαμαρτυριών του μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας και μετέπειτα εθνομάρτυρα Χρύσανθου Παγώνη (1789-1821). Καλοκύρης 1973, 175.
31 Αναπλιώτης, 1966, 18. Φρατζής, 1965, 255-7. Παπασαραντόπουλος 1931. Παπαβασιλόπουλος 1977, 15/615- 16/616. Φερέτος 1963, 647-8. Καλοκύρης 1973, 175-6. Μασουρίδης 1936, 157-8.
32 Μπελιά 1972, 345. Γ.Α.Κ., Υπουργείο Θρησκείας, Μοναστηριακά, φ.383, αριθ. εγγρ. 013, φ. 19, 1 Φεβρ. 1829, Κατάστιχο της εκκλησιαστικής επιτροπής 8: αναφέρεται η κινητή και ακίνητη περιουσία της μονής, οι μοναχοί· επίσης, σημειώνεται ότι σώζεται το μοναστήρι ενώ το μετόχιον κάηκε και ανακαινίσθηκε.
33 Καράνη 2014. Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, φ. 383, αριθ. εγγρ. 057: το δημοτικό συμβούλιο Αλαγονίας τιμωρείται επειδή εκδίδει ψήφισμα κατά του διορισμού του Πανάρετου Αγγελόπουλου σαν ηγουμένου στη Μονή Μαρδακίου, που είχε επιβληθεί από την μητρόπολη Μεσσηνίας.
34 Παπαρρηγόπουλος 2005, 283. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1979, 17, 108-9, 352, 336. Bon 1951, 116-8. Runciman 2006, 36. Θεοχάρη 2006, 437.
35 Μασουρίδης 1936. Φερέτος 1963. Εφημ. Αθ. «Αυγή», αριθ. φύλ. 1739, 7-9-1870, 6.3α. Παπαβασιλόπουλος 1977. Μασουρίδης 1936, 419. Η ανασκαφή στη Μονή Χρυσοπηγής έγινε το 1875 από τον δήμαρχο Αλαγονίας Αναστάσιο Θεοφιλόπουλο με ηγούμενο Μαρδακίου τον Αγαθοκλή Σπετσόπουλο. 36 Η αποτύπωση έγινε το 1989 από την Ιωάννα Καράνη, αρχιτέκτονα μηχανικό, και τον Νικόλαο Αλεξάκη, τοπογράφο μηχανικό, υπαλλήλους στο κλιμάκιο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (Δ.Α.Β.Μ.Μ.) του ΥΠ.ΠΟ.Α. στην Καλαμάτα, με συνδυασμό τοπογραφικών και παραδοσιακών μεθόδων.
Βιβλιογραφία:
Αθανασοπούλου 1967: Β. Αθανασοπούλου, Βυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας, Μεσσηνιακά Γράμματα 2, 1967, 32-33.
Αναπλιώτης 1966: Γ. Αναπλιώτης, Ανέκδοτα έγγραφα και Ιστορικοί τίτλοι της Μονής Βελανιδιάς (1732-1856), Καλαμάτα 1966.
Βέης 1901: Ν. Βέης, Έκφρασις κώδικος της Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Καλαμάτας, ΔΙΕΕ 6, 1901, 186-208.
Βέης 1911-1912: Ν. Βέης, Βυζαντινοί ζωγράφοι προ της Αλώσεως. Συμβολή εις την ιστορίαν της βυζαντινής ζωγραφικής, Βυζαντίς Β, 1911-1912, 457-473.
Βελανιδιώτης 1936: Ι. Βελανιδιώτης, Ανέκδοτα έγγραφα Καλαμάτας μετά προλεγομένων του Σεβ. Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Ιεζεκιήλ του από Βελανιδιάς, Αθήνα 1936.
Bon 1951: A. Bon, Le Péloponnèse Byzantin jusqu’en 1204, Paris 1951.
Δημητροκάλλης 1998: Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τόμ. Β, Αθήνα 1998.
Δουκάκης 1911: Δ. Δουκάκης, Ο εξ Αλαγονίας Προκόπιος Οικουμενικός Πατριάρχης, ΔΧΑΕ 10, 1911, 72-74.
Ζακυθηνός 1926: Δ. Ζακυθηνός, Ανέκδοτα πατριαρχικά έγγραφα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Ελληνικά 2, 1926, 397-401.
Θέμελης 1966: Π. Γ. Θέμελη, Ένας κώδικας του Ψευδο-Δορωθέου στην Καλαμάτα, Ελληνικά 19, 1966, 348-351.
Θεοχάρη 2006: Μ. Θεοχάρη, Δανιηλίς, Η δέσποινα των Πατρών (Καθημερινή, 2-12-1959), στο: Διαδρομές στο Βυζάντιο, Επιφυλλίδες και διαλέξεις της Μαρίας Θεοχάρη, Μελετήματα 1, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 2006, 437.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1979: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η, Βυζαντινός Ελληνισμός- Μεσοβυζαντινοί χρόνοι, Αθήνα 1979.
Λάμπρος 1906: Σπ. Λάμπρος, Ογδοήκοντα Πατριαρχικά Σιγίλλια και τεσσαράκοντα τέσσαρα μοναστηριακά έγγραφα της εν Παρισίοις Εθνικής Βιβλιοθήκης, Νέος Ελληνομνήμων3,1906,377- 401.
Καλοκύρης 1973: Κ. Καλοκύρης, Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973.
Καράνη 2014: Ι. Καράνη, Η ιστορία της Μονής Μαρδακίου κατά τον 19ο αιώνα μέσα από τα έγγραφα των Γ.Α.Κ., στο: Πρακτικά Διημερίδας «Η Ιστορική και Αρχαιολογική Έρευνα στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και Αρχεία άλλων φορέων», Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών-Η Αρχαιολογία στην Πελοπόννησο 2, Τρίπολη 2014, 172-188.
Καραστάθης 1994: Κ. Καραστάθης, Το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαλεσίνας, Αθήνα 1994.
Κοκκίνης 1999: Σπ. Κοκκίνης, Τα μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1999.
Κουγέας 1930: Σ. Κουγέας, Αναστάσοβας και όχι Αναστάσεως, Ελληνικά 3, 1930, 296.
Μασουρίδης 1936: Α. Μασουρίδης, Αλαγονιακά, Αθήνα 1936.
Μαυροειδής 1980-1981: Θ. Μαυροειδής, Ο Βόρειος Ταΰγετος, Πελοποννησιακά ΙΔ, 1980-1981, 232- 237.
Μπελιά 1972: Ε. Δ. Μπελιά, Μοναστηριακά Λακωνίας, Λακωνικαί Σπουδαί 1, 1972, 328-368.
Μπόμπου-Σταμάτη 1978: Β. Μπόμπου-Σταμάτη, Συμβολή στην ιστορία της Καλαμάτας γύρω στα 1700, στο: Πρακτικά τοῦ Α Τοπικοῦ Συνεδρίου Μεσσηνιακῶν Σπουδῶν, Αθήνα 1978, 77-97.
Μπούρας 1993: Χ. Μπούρας, Το καθολικό της μονής της Μαλεσίνας στην Λοκρίδα, στο: Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, τόμ.4, Αθήνα 1993, 129-142.
Νιάρχος 1970: Γ. Νιάρχος, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Προκόπιος Πελεκάσης (1785-1789), Αθήνα 1970.
Ξενογιάννης 1977: Κ. Ν. Ξενογιάννης, Το καθολικό της Μονής Προδρόμου Γαρδικίου Μεσσηνίας (14ος αιών), Καλαμάτα 1977.
Παπαβασιλόπουλος 1977: Π. Παπαβασιλόπουλος, Η Ιερά Μονή Μαρδακίου, Ιθώμη 17, 1977 15/615- 16/616.
Παπαρρηγόπουλος 2005: Κ. Παπαρρηγόπουλος, Το έπος της Εικονομαχίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ι΄, Μεσαιωνικός Ελληνισμός ΙΙ, Η Μεταρρύθμισις, Αθήνα 2005.
Παπασαραντόπουλος 1931: Χ. Παπασαραντόπουλος, Μαρδακίου ή Γαρδικίου Μονή, στο: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός Α.Ε., ΙΣΤ, Αθήνα 1931, 673.
Πιομπίνος 1979: Φ. Πιομπίνος, Έλληνες αγιογράφοι, Αθήνα 1979.
Προεστάκη 2012: Ξ. Προεστάκη, Οι ζωγράφοι Κακαβά, Συμβολή στην μεταβυζαντινή εντοίχια ζωγραφική του νότιου ελλαδικού χώρου, Αθήνα 2012.
Runciman 2006: S. Runciman, Η ιστορία των Σταυροφοριών, τόμ. Α΄, Αθήνα 2006.
Φερέτος 1963: Μ. Φερέτος, Μονή Μαρδακίου, στο: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, Αθήνα 1963, 647.
Φρατζής 1965: Α. Φρατζής, Αρχίζει ο Αγώνας -Η επανάσταση στην Καλαμάτα, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά Θ΄, 1965, 255-260.
Χατζηδάκης 1987: Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τόμ. Α΄, Αθήνα 1987.