.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Ο Αρχαίος Ναός στην Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας


Η επισήμανση των αρχαιοτήτων στην Άνω Μέλπεια[Α]
Μετά από πληροφορίες για κατεδάφιση εξοχικής εκκλησούλας στο λόφο Πετρούλα, στην τοποθεσία Άγιος Ηλίας, 7 χλμ. περίπου βόρεια της κοινότητας Άνω Μέλπειας, διαπιστώθηκε στην αυτοψία που ακολούθησε ύπαρξη αρχαίου ναϊκού οικοδομήματος, ενδεχομένως της κλασικής αρχαιότητας.
Τμήμα της θεμελίωσης του κτίσματος είναι ορατό σε μέγιστο μήκος 5,50μ. (εικ.Α). Στο γύρω χώρο υπάρχει διάσπαρτο, αλλά και συσσωρευμένο αρχαίο οικοδομικό υλικό- προφανώς λόγω της κατεδάφισης της εκκλησίας από την κοινότητα Άνω Μέλπειας. Αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη προέρχονται από την ανωδομή του κτίσματος, όπως τμήματα επιστυλίου, κομμάτια από τρίγλυφα- μετόπες και άλλα, λαξευμένα στον τοπικό ασβεστόλιθο της περιοχής (εικ.Β).
Η τοποθεσία εποπτεύει εξαίρετα τους γύρω λόφους: στο βάθος, προς Β., φαίνεται ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνος, ενώ προς Ν. βρίσκονται οι μυκηναϊκές εγκαταστάσεις Ψαρίου και Χαλκιά Τριφυλίας, τις οποίες ερευνά η Εφορεία.


Η ανασκαφή του Ναού[Β]
H Ἄνω Μέλπεια εἶναι ἕνα ὀρεινὰ χωριό (πρώην Γαράντζα) τοῦ Δήμου Ἀνδανίας, στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ἄνω Μεσσηνίας, ἡ ὁποία καταλαμβάνει τὴ βορειοανατολική, κυρίως ὀρεινὴ πλευρὰ τοῦ νομοῦ, στὰ όρια μὲ τὴν Ἀρκαδία.
Τὸ χωριὸ βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 2,5 χλμ. βορειοανατολικὰ τῆς Κάτω Μέλπειας, στὴν ὁποία, κυρίως στὴ θέση «Κρεμπενή», ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐπιφανειακὰ ἴχνη κατοίκησης ἀπὸ τοὺς ΜΕ καὶ ΥΕ χρόνους, ἐνῶ ἡ παρουσία διάσπαρτου ἀρχαίου οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ κλασικῶν καὶ ἑλληνιστικῶν χρόνων στὴν περιοχὴ φανερώνει τὴν ὑπάρξη ἀρχαίας ἐγκατάστασης, πιθανὸν ἑνὸς πολίσματος. Τὴ διαχρονικὴ κατοίκηση τῆς θέσης αὑτῆς μαρτυρεῖ ἡ ὕπαρξη μεσαιωνικοῦ κάστρου καλῆς διατήρησης, γνωστοῦ ὡς «Κάστρου τῆς Κρεμπενῆς»1.
Στὸ τέλος ἑνὸς δύσβατου ὀρεινοῦ ἀγροτικοῦ χωματοδρόμου μήκους 7 χλμ., βορείως τῆς Ἄνω Μέλπειας, ὑπάρχει ὕψωμα στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου βρίσκεται τὸ σύγχρονο ἐξωκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἡλία. Νοτίως τοῦ ναϋδρίου αὑτοῦ, στὴν κορυφὴ γειτονικοῦ χαμηλότερου λοφίσκου, στὴ θέση «Πετρούλα», οἱ σαφεῖς ἐνδείξεις ὕπαρξης ἀρχαίου οἰκοδομήματος μᾶς ὁδήγησαν σὲ βραχυχρονίηἀνασκαφικὴ ἐρευνα, ἡ ὁποία διήρκεσε ἀπὸ τὶς 19 Ἀπριλίου ἕως τὶς 28 Μαΐου 2010 (εἰκ.1).


Η θέση εἶχε ἤδη ἐντοπιστεῖ τὸ 1995, ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς κατεδάφισαν ὑφιστάμενο ἐκκλησάκι προκειμένου νὰ τὸ ξαναχτίσουνὶ. Τεράστιος σωρὸς οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ εἶχε παραμείνει στὸν χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε μεγάλος ἀριθμὸς ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν ποὺ προέρχονταν προφανῶς ἀπὸ ἀρχαῖο κτίριο καὶ εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴ ἀνέγερση τοῦ σύγχρονου ἐξωκκλησιοῦ (εἰκ.2).
Κάτω ἀπὸ τὸν σωρὸ τοῦ οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ -ἀνάμεσα στὸ ὁποῖο ἀποκρίνονταν τρίγλυφα μὲ συμφυεῖς μετόπες (είκ.3), τμήματα γείσων (εἱκ.4), ραβδωτῶν κιονίσκων, ὀρθοστατῶν κλπ., ἀπὸ τοπικὸ ἀσβεστόλιθο- ἦταν ὁρατὰ τὰ θεμέλια ἀρχαίου κτιρίου σὲ μῆκος 5,50μ. (εἰκ.5).
Η θέση «Πετρούλα» βρίσκεται στὶς παρυφὲς τοῦ δρους Τετράζει καὶ δεσπόζει στὸ ὀρεινὸ περιβάλλον τῆς περιοχῆς ἔχοντας πρὸς Β. ὁρατὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἐπικουρίου Ἀπόλλωνος. Πρὸς τὰ ΒΔ., ἀκολουθοῦντας κανεὶς τὸν ἐπαρχιακὸ δρόμο ἀπὸ τὴ Δημάνδρα πρὸς τὸ Σύρριζο, φθίνει στὸ Κακαλετρι, ὅπου τοποθετεῖται ἡ ἀρχαία Εἴρα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ τὴν Ἄνω Μελπεια, λόγῳ τῆς παρεμβολῆς ὀρεινῶν ὅγκων. Στὰ νότια τῆς θέσης τοποθετοῦνται οἱ γνωστὸς μυκηναϊκὲς ἐγκαταστάσεις τοῦ Ψαρίου καὶ τοῦ Χαλκιᾶ, ὅπου ἔχουν ἀνασκαφεῖ θολωτοὶ μυκηναϊκοὶ τάφοι3.


Η κορυφὴ τοῦ λόφου εἶχε ἤδη στὴν ἀρχαιότητα διαμορφωθεῖ σὲ ἕναν ἐκτεταμένο ἐπίπεδο χῶρο, καλύτερα προσβάσιμο ἀπὸ τὴ δυτικὴ καὶ νότια πλευρά, ἐνῶ ἀνατολικὰ καὶ βόρεια τὰ πρανὴ εἶναι ἀπόκρημνα καὶ δύσβατα. Στὸ βορειοδυτικὰ ἄκρο τοῦ λόφου ἐντοπίστηκε τμῆμα ἀναλημματικοῦ τοίχου γιὰ τὴ συγκράτηση τῶν χωμάτων τοῦ ἐπιπέδου (εικ.6).
Οἱ ἐργασίες μας στὴ θέση ἄρχισαν μὲ τὴ διαλογὴ τοῦ ἀρχαίου οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ μέσα ἀπὸ τὸν μεγάλο σωρὸ καὶ τὴν ταξινόμησή του σὲ χῶρο ποὺ διαμορφώθηκε κατάλληλα στὸ ἀνατολικὰ- βορειοανατολικὸ ἀκρο τοῦ πλατώματος (εικ.7). Τὰ ἀναγνωρίσιμα ἀρχιτεκτονικὰ μέλη τοποθετήθηκαν κατὰ εἶδος καὶ καταμετρήθηκαν: εἴκοσι ἑπτὰ τμήματα τριγλύφων μὲ συμφυεῖς μετόπες, ὀγδόντα ἕνα τμήματα γείσων, δέκα τμήματα ὀρθοστατῶν, τρία μαρμάρινα ἀντιθήματα, τρία τμήματα ἐπιστυλίων, πέντε ὀγκώδη τμήματα ἀσβεστολιθικῶν λιθοπλίνθων προφανῶς ἀπὸ τὴ Θεμελίωση τοῦ ναοῦ καὶ δέκα τμήματα μαρμάρινων ραβδωτῶν κιονίσκων, ποὺ ὑπῆρξαν πιθανὸν βάσεις ἀναθημάτων.
Ἐκτὸς αὑτῶν ὑπῆρξε μεγάλος ἀριθμὸς ἐπεξεργασμένων ἀλλὰ ἀδιάγνωστων λίθων ἀπὸ τὴν τοιχοδομία τοῦ ἀρχαίου ναοῦ, οἱ ὁποῖοι τακτοποιήθηκαν σὲ παραπλήσια χῶρο στὴ νοτιοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ πλατώματος.
Ἐντύπωση προξένησε ἡ παντελὴς ἔλλειψη σφονδύλων κιόνων, καθὼς καὶ ἡ ἀπουσία κιονοκράνων ἢ θραυσμάτων τους.
Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ ἄρχισε ἡ ἀποκάλυψη τῶν θεμελίων τοῦ ἀρχαίου ναοῦ, τὰ ὁποία ἐμφανίστηκαν μετὰ τὴν ἀφαίρεση τοῦ ἐπιφανειακοῦ χώματος καὶ τῆς βλάστησης4 (εἱκ.8).



Ο ναὸς ἔχει κατεύθυνσή Ἀ.-Δ. καὶ σώζεται μόνο τὸ Π τοῦ δυτικοῦ τοῦ τμήματος. Διατηρεῖται στὴ θέση της μόνο μία σειρὰ ὀρθογώνιών λιθοπλίνθων ἀπὸ τὴν εὐθὺντηρία, οἱ ὁποῖοι ἑδράζονται ἐπάνω στὸν φυσικὸ βράχο. Η νότια πλευρά (Τ1) σώζεται σὲ μῆκος 9,60μ., ἡ βόρεια (Τ2), ἡ ὁποία εἶναι καὶ καλύτερα σωζόμενη, σὲ μῆκος 22,70μ. καὶ ἡ δυτική (T3) σὲ μῆκος 11,70μ. Τὸ πλάτος τῶν τοίχων κυμαίνεται ἀπὸ 0,60 ἕως 0,90μ. (εικ.9).
Σὲ ἀπόσταση 2,40μ. ἀπὸ τὸν δυτικὸ τοῖχο ἐμφανίστηκε ἐγκάρσιος τοῖχος (T4), ἀποκαλυφθέντος μήκους 3,30μ. καὶ πλάτους 0,73μ., κατασκευασμένος ἀπὸ ἀκανόνιστους ἀσβεστολίθους. Ἴχνη ἐγκάρσιου, ἀσαφοῦς ὄμως τοίχου (Τ5), σωζόμενου μήκους 5,60μ. καὶ πλάτους 0,70μ., ἐμφανίστηκε στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ κτιρίου, σὲ ἀπόσταση 11,30μ. ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸν προηγούμενο Τ4.
Κατὰ μῆκος τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ ναοῦ, στὸ μέσον του καὶ κάθετα πρὸς τὸν τοῖχο Τ4, διανοίξαμε διερευνητικὴ τομὴ I μήκους 11,30μ. καὶ πλάτους 1,50μ. Σὲ βάθος 0,50μ. ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους ἐμφανίστηκε δάπεδο κατασκευασμένο ἀπὸ κονίαμα, τὸ ὁποῖο πιθανὸν ἀνῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικά ναΰδρια. Στὸ ἑπόμενο στρῶμα (ἀπὸ 0,50 ἕως 0,90μ.), πάχους 0,40μ., τὸ χῶμα ἦταν καστανὸ σκοῦρο χωρὶς ὄστρακα, μὲ ἀρκετὴ λατύπη, ἐνῶ τὸ ἀμέσως ἑπόμενο στρῶμα χώματος (ἀπὸ 0,90 ἕως 1,15μ.), πάχους 0,25μ. περιεῖχε ὄστρακα καὶ μικροευρήματα, ποὺ βρίσκονταν κυρίως στὸ χῶμα ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους φυσικοὺς βράχους, ὅπου τερματίζει καὶ τὸ βάθος τῆς τομῆς.
Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα εὐρήματα τοῦ τελευταίου στρώματος τῆς τομῆς I ξεχωρίζει χάλκινο κυλινδρικὸ στέλεχος, τὸ ὁποῖο καταλήγει σὲ λεοντοκεφαλή (M7550) ἄριστης διατήρησης (εικ.10).


Η τομὴ I ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἐγκάρσιος τοῖχος Τ4, προχωρεῖ σὲ βάθος καὶ σώζεται σὲ ὕψος 0,97- 1μ., ἐνῶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀνατολικά του, ἐντὸς τῆς διερευνητικῆς τομῆς, σὲ βάθος 0,90μ. ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους, βρέθηκε μία βάση ἀπὸ πωρόλιθο, μὲ ὀρθὸγώνια ἐσοχή (σωζ. διαστ. 0,55X 0,52μ., πάχ. 0,28μ.) (εἰκ.11).
Πολυάριθμα καὶ ἐξαιρετικὰ σημαντικὰ ὑπῆρξαν τὰ εὐρήματα τὰ ὁποῖα προέκυψαν ἀπὸ τὴν τομὴ 2 (μήκ. 7,20μ., πλ. 0,70μ.), ἡ ὁποία διανοίχθηκε κατὰ μῆκος τῆς ἐξωτερικῆς πλευρᾶς τοῦ νότιου τοίχου (Τ1). Τὰ εὑρήματα προέρχονται ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο στρῶμα χώματος, πάχ. 0,50μ., ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους καὶ καταλήγει στὸν φυσικὰ βράχο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἑδράζεται ὁ τοῖχος. Στὸ στρῶμα αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ ἀρκετὴ λατύπη, ὑπῆρχαν πολλὰ ὄστρακα ἀγγείων, κυρίως μικκύλων, ποὺ χρονολογοῦνται κατὰ μία πρώτη ἐκτίμηση στὰ τέλη τοῦ 6ου μὲ ἀρχὲς τοῦ -5ου αἱ. (εικ.12- 13α,β,γ).
Βρέθηκαν ἐπίσης χάλκινα ἀντικείμενα ἀποσπασματικὰ σωζόμενα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ξεχωρίζουν χάλκινα ἐλάσμάτα, τέσσερα χάλκινα ψέλια ποὺ ἀπολήγουν σὲ κεφαλὴ φιδιοῦ (Μ7545α-β καὶ Μ7546α-β), ἕνα φύλλο ἐλιᾶς (M7547) καὶ ἕνα χάλκινο ἡμισφαιρικὸ σκεῦος μὲ λεπτὴ ἐγχάρακτη διακόσμηση στὴν ἐπιφάνειά του (Μ7548) (εἱκ.14).
Ἐντυπωσιακὸς ὄμως εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς κυρίως σιδηρῶν αἰχμῶν δοράτων καὶ μαχαιριδίων (περίπου 15 ἀκέραια καὶ ἀρκετὰ τμήματα), ποὺ συλλέχθηκαν ἀπὸ τὴν τομὴ 2, καθὼς καὶ πολλὰ ἐξαρτήματα σιδηρῶν σκευῶν καὶ σιδερένιοι ἥλοι (εικ.15-16). Μοναδικὸς ὑπῆρξε ἕνας μολύβδινος ἀκτινωτὸς δακτύλιος.
Τὸ σημαντικότερο εὕρημα αὐτῆς τῆς ἀνασκαφικῆς περιόδου, ὑπῆρξε ἕνα graffito χαραγμένο στὴν ἐσωτερικὴ πλευρὰ ὀστράκου ἀπὸ χεῖλος φιάλης (εικ.17).
H ἐπιγραφὴ ὑπῆρξε ἀναθηματική, ὅπως φανερώνει ἡ λέξη ΑΝΕΘΕΚΕ(Ν) ποὺ διακρίνεται εὐκρινῶς, ἐνῶ τὰ λιγοστά γράμματα ποὺ σώζονται πρὶν ἀπὸ αὑτὴν ἀνήκουν ἢ στὴν προσωνυμία τῆς Θεότητας στὴν ὁποία τὸ ἀγγεῖο ἦταν ἀφιερωμένο, εἴτε στὴν κατάληξη τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀναθἐτη. H ἐπιγραφὴ, ὅπως καὶ τὸ ἀγγείο, χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ -6ου μὲ ἀρχὲς τοῦ -5ου αἱ.
Τὰ πρῶτα συμπεράσματα τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ συναχθοῦν ἀπὸ τὴ σύντομη αὐτὴ πρώτη ἀνασκαφικὴ ἔρευνα εἶναι ὅτι στὴ θέση «Πετροὺλα» προϋπῆρχε ἀρχαϊκὸ μεσσηνιακὸ ἱερὸ ἀφιερωμένο σὲ ἄγνωστη ἕως τώρα Θεότητα, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ὕστερη κλασικὴ περίοδο, ἴσως στὰ τέλη τοῦ -4ου αἱ., μετὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ ἀνεξάρτητου μεσσηνιακοῦ κράτους (-369) καὶ τῆς Μεσσήνης, ἐπανιδρύθηκε μὲ τὴν οἰκοδόμηση μεγαλοπρεποῦς ναοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκουν τὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη ποὺ ἀργότερα χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὸ κτίσιμο τοῦ ἐξωκκλησίου τοῦ Προφήτη Ἡλία.
Ἀναμένεται ὅτι ἡ συνεχίση τῆς ἀνασκαφῆς στὴν παραπάνω θέση θὰ δώσει περισσότερα στοιχεῖα ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν τὴν ταυτίση τοῦ σημαντικοῦ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς ναοῦ.



Η ταύτηση του ναού
Τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν μας επιτρέπουν την ταύτηση του ναού. Ωστόσο ο Σωκράτης Σ. Κουρσούμης προτείνει την ταύτηση με το ιερό της Αρτέμιδος Δερεάτιδος/ Ελείας.(Γ) Σχετικώς αναφέρει:
"Οι μεσσηνιακές Δέρες, όπου κατά τον Παυσανία έλαβε χώρα η πρώτη σύγκρουση του Β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου, τοποθετούνται με σχετική ασφάλεια πλέον στην βόρεια Μεσσηνία, νοτίως του Λυκαίου όρους, κοντά στα σημερινά αρκαδο-μεσσηνιακά σύνορα. Δύο αποσπασματικά σωζόμενα ψηφίσματα του -2ου αιώνα από την Μεσσήνη και την Ολυμπία, περιγράφουν την χάραξη της συνοριακής γραμμής ανάμεσα σε μία αρκαδική πόλη και την Μεσσήνη, έχοντας ως σημεία αναφοράς ιερά, χαράδρες, πηγές, αλλά και τοπωνύμια με το χαρακτηριστικό όνομα δέρα, που υποδηλώνει την δυσπρόσιτο, απόκρημνη θέση τους.
Η μαρτυρία του Ησυχίου και του Στεφάνου Βυζαντίου για την ύπαρξη ενός ιερού της Αρτέμιδος Δερεάτιδος στις λακωνικές Δέρες του ανατολικού Ταϋγέτου, οδηγεί σε σκέψεις για την σχέση του με τις μεσσηνιακές Δέρες και την πιθανότητα ίδρυσης του πρώτου σε ανάμνηση μίας πολεμικής σύρραξης και ενός ομώνυμου ιερού στον τόπο της αρχικής σύρραξης, κατά πάγια σπαρτιατική πρακτική. Επιπλέον, χρήσιμη είναι η αναφορά του Στράβωνος σε ένα ιερό της Αρτέμιδος Ελείας, που τοποθετείται από τους ερευνητές κοντά στα σύνορα Αρκαδίας-Τριφυλίας-Μεσσηνίας. Συνεπώς, η παρουσία ενός αντίστοιχου ιερού της θεάς στην βόρεια Μεσσηνία, στην ευρύτερη περιοχή του όρους Τετράζι, στην περιοχή όπου φέρεται να έλαβε χώρα η θρυλική μάχη, θεωρείται πλέον αρκετά πιθανή. Την άποψη αυτή ανέπτυξε πρώτος ο M.N. Valmin, ο οποίος και αναζήτησε το ιερό της Αρτέμιδος Δερεάτιδος/ Ελείας στην περιοχή της Άνω Μέλπειας.
Η ανακάλυψη του δωρικού ναού της Άνω Μέλπειας, στην νότια απόληξη του Τετραζίου, κατά μήκος των αρχαίων αρκαδο-μεσσηνιακών συνόρων, μοιάζει να συμφωνεί με τις αναφορές των πηγών, ευνοώντας την ταύτιση της θέσης με τις μεσσηνιακές Δέρες, αλλά και του αποκαλυφθέντος ναού με το αναζητούμενο ιερό της Αρτέμιδος Δερεάτιδος/ Ελείας.5"





Βιβλιογραφία- Πηγές:
Α. Α.Δ. 50, 1995, Β, σελ.: 186
Β. Ξένη Αραπογιάννη: Ανασκαφή στην Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας, Α.Ε. 2010
Γ. Σωκράτης Σ. Κουρσούμης: "Εν Δέραις καλουμέναις της Σφετέρας"

Σημειώσεις:
1. Ἀναφέρεται στὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως μὲ τὸ ὄνομα Δημάνδρα, ἐνῶ τὸ ὄνομα Κριμπένη ἀπαντᾶ γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ἀρχεῖα τῆς φλωρεντινῆς οἰκογένειας τραπεζιτῶν Acciauioli τὸ 1354. Στὰ θεμέλια τοῦ κάστρου διακρίνονται ἴχνη ἀρχαίας ὀχύρωσης.
2. ΑΔ50, 1995, Β, 186. G. Touchais, BCH 124, 2000,828. G. Sachs, Die Siedglungsgeschichte der Messenier (Hamburg 2006) 68. Σύμφωνα μὲ τὶς δύο σύγχρονες ἐπιγραφὲς ποὺ βρέθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς φετινῆς ἀνασκαφικῆς ἔρευνας στὴ θέση, διαπιστώθηκε ὅτι ὁ πρῶτος χριστιανικὸς ναὸς θὰ πρέπει νὰ οἰκοδομήθηκε μὲ ἀρχαῖο ὑλικὸ τὸ 1899. Τὸ 1942 ὁ ναὸς ἐπισκευάστηκε ἢ ξαναχτίστηκε, ἐνῶ τὸ 1995 κατεδαφίστηκε ἐκ νέου προκειμένου νὰ ἐπαναϊδρυθεῖ. Μετὰ τὴ διαπίστωση τῆς καταστροφῆς, ἡ Z EHKA, τότε ἁρμόδια γιὰ τὴν περιοχή, ἀπαγόρευσε κάθε εἴδους ἐργασία στὸν χῶρο. Στὴ συνέχεια οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἔκτισαν ἕνα νέο ἐξωκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴν κορυφὴ λοφίσκου, ποὺ βρίσκεται βορειοτέρα, ὁ ὁποίος, κατὰ παράδοξο λόγο, ἐνῶ εἶναι ψηλότερος καὶ πλέον περίοπτος, στερεῖται ἐντελῶς ἰχνῶν ἀρχαίας κατοίκησης.
3. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐξωκκλήσι ποὺ ὑπῆρχε στὴν κορυφὴ τοῦ λοφίσκου στὴ θέση «Πετρούλα» λειτουργοῦσε ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου αἰῶνα καὶ μοναστήρι, τὰ κελιὰ τοῦ ὁποίου ἦταν κτισμένα στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ λόφου, ὅπου καὶ σήμερα εἶναι ὁρατὰ τὰ ἐρείπια τους.
4. Φαίνεται ὅτι μέρος τῶν ἀρχαίων θεμελίων εἶχε χρησιμεύσει ὡς θεμελίωση τοῦ χριστιανικοῦ ναΐσκου.
5. Στην θέση «Μπέρεκλα» Τριφυλίας (σημ. οικισμός της Νέδας Μεσσηνίας, όπου και οι πηγές του ομώνυμου ποταμού), δυτικά της Λυκόσουρας, ανασκάφηκε από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη ένα ακόμη ιερό, το οποίο, με βάση τις επιγραφικές μαρτυρίες, αποδόθηκε στη λατρεία του Πανός, ενώ η θέση ταυτίστηκε και με την αναφερόμενη από τον Παυσανία Μέλπεια (Παυσ. 8.38.11· Κ. Κουρουνιώτης, «Ἀνασκαφή ἱεροῦ νομίου Πανός», ΑρχΕφημ (1902)72-75· Roy, Berekla [βλ.σημ.4] 55-65).








Printfriendly