Στη δημοσίευση* του σημαντικότατου για την έρευνα της Μυκηναϊκής και Πρωτογεωμετρικής Μεσσηνίας νεκροταφείου της Καρποφόρας1, όπου παρουσιάζονται οι τάφοι που ανασκάφηκαν κατά τα έτη 1967 και 1969, περιλαμβάνεται και μια ομάδα κτιστών πεταλοειδών τάφων με εκφορικά τοιχώματα (οι τάφοι Νικητοπούλου 1 και Τσαγδή 1,2), που χρονολογούνται στην Πρωτογεωμετρική περίοδο2. Στο ίδιο νεκροταφείο ερευνήθηκε το 1971 στη θέση Ακόνες, ένας μικρός τύμβος, που περιείχε τρεις μυκηναϊκούς τάφους, δύο κτιστούς αψιδωτούς (Ακόνες I και III) και έναν παιδικό κιβωτιόσχημο (Ακόνες II)3. Οι αψιδωτοί είχαν επίσης εκφορικά τοιχώματα- ο I, που διατηρήθηκε σχεδόν ακέραιος, είχε το άνοιγμα της εισόδου στη στενή πλευρά, χωρίς ιδιαίτερο δρόμο, όπως οι πρωτογεωμετρικοί, και επίπεδες καλυπτήριες πλάκες, όπως εκείνοι. Με αφορμή τους τάφους αυτούς θα επιχειρήσουμε να βρούμε τα μυκηναϊκά πρότυπα των πεταλοειδών πρωτογεωμετρικών, για να στηρίξωμε την άποψη, ότι το σχήμα αυτό δεν είναι ανάμνηση ή εξέλιξη των θολωτών4, αλλά η συνέχεια μιας σειράς αψιδωτών μυκηναϊκών τάφων, όπου επιβιώνει η παράδοση των ΜΕ αψιδωτών οικιών.
Ο τάφος Νικητοπούλου 2 της Καρποφόρας5 εντάσσεται -με επιφύλαξη- από τον ανασκαφέα στον τύπο των «κτιστών θαλαμοειδών ορθογωνίου κατόψεως», σχήμα που υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Κρήτη6. Ο τάφος σώζεται μόνο κατά τη ΒΔ γωνία του, από το δημοσιευόμενο όμως σχέδιο και τη φωτογραφία7 οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο τάφος αυτός δεν έχει ορθογώνια κάτοψη αλλά αψιδωτή8. Το υπόλειμμα του τάφου Νικητοπούλου 2 είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ανήκει στον ίδιο τύπο με τους τάφους Ακόνες I και III. Από τα ευρήματα χρονολογείται στις YEIIIA και IIIΒ περιόδους, είναι δηλαδή ο πιο κοντινός πρόγονος των πεταλοειδών. Οι τάφοι Ακόνες I και III είναι παλαιότεροι, όμως η έλλειψη κεραμεικών ευρημάτων στις ταφές που περιείχαν, δεν επιτρέπει ακριβέστερη χρονολόγηση από εκείνην που μας δίνει το κύπελλο με το έντονα έκτυπο χείλος και την επίπεδη βάση, που βρέθηκε στον III9. Το κύπελλο αυτό ανήκει σε παραλλαγή του τύπου 211 του Furumark, που χρονολογείται στην YEII περίοδο (FS58, τύπος211, Μ.Ρ. εικ.13 και σελ.620).
Έχουμε λοιπόν μέσα στο ίδιο το νεκροταφείο της Καρποφόρας τα μυκηναϊκά πρότυπα των πρωτογεωμετρικών πεταλοειδών. Η σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς και τους τάφους Νικητοπούλου 2, Ακόνες I και III δεν μπορεί να αμφισβητηθή, αφού τα βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι ίδια: Κάτοψη σε σχήμα πετάλου (οι μακρές πλευρές των πρωτογεωμετρικών είναι ελαφρά καμπύλες, ενώ των μυκηναϊκών προχωρούν ευθύγραμμες ως τη γένεση της αψίδας), τοιχώματα εκφορικά, που απολήγουν σε άνοιγμα επίμηκες, το οποίο καλύπτεται με επίπεδες πλάκες, και είσοδος στην ευθύγραμμη στενή πλευρά χωρίς δρόμο. Ενδεικτική άλλωστε για τη διάρκεια του σχήματος είναι και η χρονολογική σειρά των τάφων: Οι Ακόνες I και III φτάνουν ως την YEII. Ο τάφος Νικητοπούλου 2 καλύπτει τις περιόδους YEIIIA και III Β, και οι Νικητοπούλου 1, Τσαγδή 1, 2 χρονολογούνται στη μετάβαση από την ύστατη YEIII Γ στην Πρωτογεωμετρική περίοδο.
Η σημαντική αυτή παρουσία του αψιδωτού σχήματος στους τάφους της Καρποφόρας δεν σημαίνει, πάντως, ότι πρόκειται για ένα σχήμα ευρύτερα διαδεδομένο. Όπως θα δούμε παρακάτω, στη Μεσσηνία έχουμε τρεις μόνο περιπτώσεις, που μπορούν να συνδεθούν με τους τάφους της Καρποφόρας, ενώ η σχέση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο είναι πολύ χαλαρή.
Από τις ανασκαφικές έρευνες του Σπ. Μαρινάτου στην Πυλία10 έχουμε δύο παραδείγματα τύμβων με αψιδωτές ταφικές κατασκευές, τον Τύμβο των Παπουλίων και τον Τύμβο του Κισσού. Ο Τύμβος των Παπουλίων11 ανασκάφηκε σε δύο περιόδους· στην πρώτη12 ανακαλύφθηκε μια σειρά από ταφικούς πίθους, τοποθετημένους περιμετρικά, [οι οποίοι] « δίδουσι την εντύπωσιν πύργου μετά τηλεβολοστοιχίας»13. Τον επόμενο χρόνο στο κέντρο του τύμβου βρέθηκε «ενδιαφέρον και περίεργον κατασκεύασμα: Μια μικρά πεταλοειδούς σχήματος οικία, ήτις ήτο η κοινή κατοικία πάντων των νεκρών»14. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε ο ανασκαφεύς από το γεγονός, ότι μέσα στην «κατοικία» δεν βρέθηκαν υπολείμματα η ίχνη, που να μαρτυρούν τη χρήση της ως τάφου. Η πεταλόσχημη αυτή κατασκευή, που ο προορισμός της είτε ως τάφου είτε ως κενοταφίου είναι κάτι περισσότερο από πιθανός, είχε ύψος 0,80μ. και στέγαση με μεγάλες πλάκες· δεν αναφέρεται όμως αν τα τοιχώματα ήταν εκφορικά, ούτε μπορεί να διαπιστωθή αυτό από τη φωτογραφία. Αν όντως η κατασκευή αυτή ανήκει στην ύστερη ΜΕ ή στην πρωιμότερη ΥΕ περίοδο, τότε στην πεταλόσχημη «κατοικία των νεκρών» του Τύμβου των Παπουλίων έχομε τον παλαιότερο πρόγονο των τάφων της Καρποφόρας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εξ άλλου ο Τύμβος του Κισσού15, που χρονολογείται στην YEIIA- YEIIIΑ/Β εποχή. Ο τύμβος εκάλυπτε τέσσερεις «ταφικούς περιβόλους» από τους οποίους ο A και ο Β έχουν σαφώς «ελλειψοειδές ή πεταλοειδές» σχήμα -ο Δ, ο οποίος αναφέρεται ως ορθογώνιος, στο σχέδιο έχει ελλειψοειδές σχήμα16. Η πολύ κακή διατήρηση των «ταφικών περιβόλων», σε ύψος μόλις δύο ή τριών σειρών λίθων, οδήγησε ίσως τον ανασκαφέα να τους χαρακτηρίση έτσι. Η πληροφορία ότι «η ανασκαφή ημών άμα τη αποκοπή της ύλης απεκάλυψεν άφθονους λίθους και αρκετά όστρακα, άτινα όμως εφαίνοντο Πρωτοχριστιανικής εποχής» δείχνει, πως η κορυφή του τύμβου είχε διαταραχθή τόσο, ώστε να είναι πολύ πιθανή η καταστροφή των ανωτέρων τμημάτων των τάφων και των πλακών που τους εκάλυπταν. Νομίζουμε πάντως ότι και αυτοί οι τάφοι είναι όμοιοι με της Καρποφόρας· οι διαστάσεις μάλιστα του Β είναι πολύ κοντά σ’ εκείνες του τάφου Ακόνες I 17. Πρέπει να σημειώσωμε εδώ, ότι ένα ακόμη στοιχείο, που συνδέει τον Τύμβο του Κισσού με εκείνον στις Ακόνες, είναι ο παιδικός κιβωτιόσχημος τάφος ανάμεσα στους «περιβόλους» Γ και Δ, που θυμίζει αμέσως τον επίσης παιδικό κιβωτιόσχημο II στον τριγωνικό χώρο ανάμεσα στους αψιδωτούς τάφους Ι και III 18.
Η επανάληψη των ανασκαφών της Κουκουνάρας στην Πυλία από το 1973 έδωσε ήδη πολύ σημαντικά στοιχεία για την παρουσία αψιδωτών ταφικών κατασκευών και σ’ αυτήν την περιοχή19.Στη θέση Γουβαλάρη ερευνήθηκε το «τυμβοειδές έξαρμα» α, μέσα στο οποίο βρέθηκε ο τάφος 2 20, «θολωτός την κατασκευήν μέχρις ωρισμένου ύψους αλλά σαφώς πεταλοειδής το σχήμα». Η περιγραφή αυτή μας επιτρέπει να επισημάνουμε τη σχέση με τους τάφους της Καρποφόρας, δεν μπορούμε όμως να καθορίσουμε και την ακριβή χρονολογική τους σχέση, γιατί ο τάφος 2 Γουβαλάρη ήταν συλημένος και δεν έδωσε στοιχεία για ακριβή χρονολόγηση· πάντως, όπως αναφέρει ο ανασκαφεύς, η ύπαρξη σημαντικού οικισμού στην περιοχή αυτή από τη ΜΕ ως την YEII περίοδο είναι βέβαιη. Το «τυμβοειδές έξαρμα» β εκάλυπτε έναν ακόμη τάφο «πεταλοειδή εξωτερικώς και θολωτόν εσωτερικώς»21, όπου βρέθηκαν δύο ανακομιδές με ΜΕ αγγείο και όστρακα από κύπελλα τύπου Βαφειού, καθώς και μια μυκηναϊκή ταφή σε λάκκο.
Με τους τάφους αυτούς της Κουκουνάρας συμπληρώνεται η μέχρι στιγμής εικόνα των αψιδωτών τάφων στη Μεσσηνία. Οι τάφοι στους οποίους αναφερθήκαμε, είδαμε ότι καλύπτουν μιαν ευρεία περίοδο, από το τέλος των ΜΕ ως τους Πρωτογεωμετρικούς χρόνους· μπορούμε, νομίζω, με αρκετή ασφάλεια, να θεωρήσουμε το είδος αυτό των τάφων ως ένα καθαρά μεσσηνιακό τύπο, στον οποίο η ιδέα του κτιστού θαλάμου γεννήθηκε από την αψιδωτή ΜΕ οικία.
Έξω από τη Μεσσηνία ο YEII τάφος I του Θορικού22 είναι αυτός, που μπορεί να παραβληθή προς τους αψιδωτούς μεσσηνιακούς23. Ο τάφος αυτός έχει αψιδωτές και τις δύο στενές πλευρές του και είσοδο με δρόμο στη δυτική γωνία της νότιας μακράς πλευράς, στοιχεία που τον ξεχωρίζουν αμέσως από τους άλλους24. Όμως η σχέση δεν παύει να υπάρχη και γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, όταν έχει κανείς υπ’ όψη τις διαπιστώσεις των ανασκαφέων του μυκηναϊκού Θορικού σχετικά με τους δεσμούς που συνδέουν την περιοχή αυτή της Αττικής με τη Μεσσηνία25.
Ίσως θα ήταν τολμηρός ο συσχετισμός των αψιδωτών τάφων της Μεσσηνίας με ορισμένους από τους κτιστούς τάφους του προϊστορικού νεκροταφείου, που ανασκάφηκε τα τελευταία χρόνια στον Θεολόγο της Θάσου26. Όμως η δημοσιευόμενη φωτογραφία ενός από τους τάφους27, όπου διακρίνομε την αψιδωτή διαμόρφωση της μιας πλευράς του, κάνει ιδιαίτερα ελκυστική την υπόθεση αυτή.
Με όσα εκθέσαμε, το θέμα των αψιδωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν ολοκληρώνεται. Μένει να ερευνηθούν -αν υπάρχουν- οι κρητικές επιδράσεις στη δημιουργία του τύπου, επειδή οι επαφές των δύο αυτών περιοχών κατά τη μυκηναϊκή εποχή έχουν επανειλημμένα τονιστή και συζητηθή από τους μελετητές. Όμως, και αν ακόμη δεχτούμε την επίδραση της Κρήτης στην ιδέα της κατασκευής ενός κτιστού θαλάμου, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τον καθαρά ελλαδικό χαρακτήρα του θαλάμου αυτού στη Μεσσηνία. Το παραδοσιακό αψιδωτό σχήμα των ΜΕ οικιών διατηρείται σε μια σειρά από ταφικές κατασκευές από την «κατοικία των νεκρών» του Τύμβου των Παπουλίων ως τους πεταλοειδείς τάφους της Καρποφόρας, που σημαδεύουν το πέρασμα από την YEIIIΓ στην Πρωτογεωμετρική περίοδο και δίνουν ένα ακόμα πολύτιμο στοιχείο για την επιβίωση των ΜΕ μορφών μέσα στη μακρόχρονη μυκηναϊκή εποχή.
ΛΙΑΝΑ ΠΑΡΑΛΜΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ANAΛEKTA ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΙΧ 1976 τευχ.2
*Η μελέτη αυτή αφιερώνεται στη μνήμη του τεχνίτη του Μουσείου της Πύλου Γιώργη Αλεξάκη, που υπήρξε αφοσιωμένος και ακούραστος συνεργάτης όλων μας, όσοι δουλέψαμε κατά καιρούς στη Μεσσηνία.
1. Άγγ. Χωρέμης, Μυκηναϊκοί και Πρωτογεωμετρικοί Τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας, ΑΕ 1973, σελ.25-74 (στο έξης ΑΕ 1973).
2. Ο.π.σ.70-74.
3. Λ. Παρλαμά, Καρποφόρα, ΑΔ27(1972) Χρονικά,σ.262-264, Σχέδ.3 και Πίν.198- 200 (στο έξης ΑΔ27).
4. ΑΕ 1973, σ.73.
5. Ο.π.σ.28- 30.
6. Ο.π.σ.30
7. Ο.π.σ.28, εικ.3 και πίν.6α.
8. Η υπόθεση αυτή άλλωστε υποδηλώνεται και στη δημοσίευση, αφού ο τάφος συγκρίνεται και με τον τάφο I του Θορικού (ο.π.σελ.30).
9. ΑΔ 27,σ.264 και Πίν.200γ.
10. Εκθέσεις των ανασκαφών αυτών έχουν δημοσιευτή στα ΠΑΕ των ετών 1952 έως 1966.
11. Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ 1955, σ.254- 255 και πίν.97β.
12. Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ 1954, σ.311-316.
13. Ο.π.σ.315, εικ.12. Ο τύμβος δεν χρονολογείται σαφώς. Αναφερόμενος όμως γενικότερα ο ανασκαφεύς στους τύμβους της περιοχής λέγει ότι «ανήκουσιν εις τα σύνορα ΠΕ και ΜΕ περιόδου». Άλλο χρονολογικό στοιχείο, που δίδεται στην Έκθεση, είναι ο σταμνίσκος της εικ.9 στη σ312, για τον οποίο ο Μαρινάτος γράφει, ότι ενώ τυπολογικά θα πρέπει να χρονολογηθή στην τελευταία ΠΕ περίοδο, το σχήμα του διατηρείται στη Μεσσηνία «μέχρι της ύστατης ΜΕ περιόδου, ίσως και της πρωίμου Μυκηναϊκής». Επίσης αναφέρεται και η παρουσία ενός ΜΕ κιβωτιόσχημου τάφου στον ίδιο τύμβο.
14. ΠΑΕ 1955, πίν.97β.
15. Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ 1966, σ.121-128. Βλ. σχέδιο του τύμβου στη σ.122, εικ.2.
16. Ο.π.σ.125,εικ.5.Το σχέδιο πάντως αυτό διαφέρει από εκείνο του ίδιου τάφου στην εικ.2 της σ.122.
17. Ο ταφ. περίβολος Β του Κισσού έχει μέγ. μήκος 3.50 και μικρότερο πλάτος 1.50- 2μ. Οι αντίστοιχες διαστάσεις στον τάφο Ακόνες I είναι 3.80 και 2-2.20μ.
18. ΑΔ 27, σελ.263, Σχέδ.3.
19. Γ. Στ. Κορρές, Ανασκαφαί Πύλου, ΠΑΕ 1974, σ.139- 162.
20. Ο.π. σ.141- 142 και 156- 157.
21. Ο.π. σ.142- 144.
22. Thorikos I, σ.29 -41 και σχ.III (J. Servais).
23. Ήδη έχει σημειωθή στη σημ. 8 η συσχέτιση αυτή.
24. Αξιοσημείωτη είναι η θέση αυτή της εισόδου στον τάφο του Θορικού, που θυμίζει την είσοδο του τάφου Ακόνες I, όπου δεν υπήρχε δρόμος, όπως είπαμε ήδη, και το άνοιγμα, που το έφραζε ξερολιθιά, σχηματιζόταν όχι στο κέντρο αλλά στη μιαν άκρη της πλευράς, όπου ανήκε.
25. Η. Gasche - J. Servais, I. La Tholos circulaire, Thorikos V (1968), σ.76, και στον ίδιο τόμο σελ. 101-102, J. Servais, II. Pour un état provisoire de la question, όπου μάλιστα εκφράζεται η άποψη μιας orientation commune et particulièrement directe vers le monde crétois.
26. X. Κουκούλη- Χρυσανθάκη, Θεολόγος, ΑΔ26(1971): Χρονικά, σ.414-415.
27. Ο.π. Πίν.409ε. Πρβλ. με ΑΔ27(1972): Χρονικά, Πίν.198 β.