Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στον όρμο Μεθώνης, σε απόσταση 300μ. περίπου από το δημοτικό Camping και σε βάθος που κυμαίνεται από 2,50 έως 5,50μ., εντοπίστηκαν εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα κατά συστάδες. Οι τοίχοι σώζονται σε μερικές περιπτώσεις έως ύψ. και πέντε δόμων, αποτελούνται δε κατά κανόνα από πλακαρές πέτρες. Η τοιχοδομία αυτή συγκροτείται κυρίως από διπλές σειρές λίθων. Σε λίγες περιπτώσεις εμφανίζεται μόνο μία σειρά, που διαγράφει τον τοίχο και αποτελείται από ακατέργαστους ογκόλιθους. Σημαντικό στοιχείο για την προϊστορική χρονολόγηση του ευρήματος υπήρξε, εκ πρώτης όψεως, τοίχος σε διάταξη ιχθυακάνθης, που πορεύεται δυτικά από μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα.
Οι έρευνες 1993-1999
Από το 1993 διεξάγεται έρευνα της ΕΕΑ, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Η. Σπονδύλη, στη Μεθώνη. Αρχικά η έρευνα, με τη συμμετοχή και της γεωλόγου- ωκεανολόγου Ε. Χαχαμίδου, επεκτάθηκε στην επισκόπηση της ευρύτερης περιοχής, από όπου προέκυψαν στοιχεία για την ερμηνεία του μηχανισμού με τον οποίο καταποντίστηκε ο οικισμός1. Η τοπογραφική αποτύπωση, με εξάρτηση από το Εθνικό Γεωδαιτικό Δίκτυο, γίνεται από τον αγρονόμο- τοπογράφο μηχανικό I. Μπαξεβανάκη. Το 1993 αποτυπώθηκε συστάδα στη ρηχότερη περιοχή με χρήση των αριθμών 1 έως 30 για σήμανση.
Η έρευνα συνεχίστηκε το 1994 με έμφαση στον ανασκαφικό έλεγχο του οικισμού. Έγινε μία ανασκαφική τομή κάθετα σε τοίχο αποτυπωμένο από το 1993. Ο τρόπος κατάρρευσής του και τα καταπλακωμένα θραύσματα αγγείων συνηγορούν υπέρ μιας σεισμικής καταστροφής. Ανασκάφηκε, επίσης, σε εσωτερική γωνία τετράπλευρου περίκλειστου χώρου (ίσως δωμάτιο), ταφικό αγγείο με εγχυτρισμό δύο νηπίων.
Από τη μέχρι στιγμής εξέταση των ευρημάτων συνάγεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των οστράκων που προέκυψαν ανασκαφικά ανήκει σε μεσοελλαδικά αγγεία, με δείγματα αμαυρόχρωμης και «μινύειας» κεραμικής, πέραν της χονδροειδούς, η οποία πλεονάζει. Οι καθαρισμοί, συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση σχημάτων, καθώς και ο σχεδιασμός τους βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στα ευρήματα συγκαταλέγεται και ικανός αριθμός οστεολογικού υλικού, καθώς και άλλου, βιογενούς προέλευσης (π.χ. κελύφη χερσαίων κοχλιών). Επίσης, έχει περισυλλέγει ποσότητα ξυλάνθρακος, που μπορεί να χρησιμεύσει αφενός σε ραδιοχρονολόγηση, αφετέρου σε αναγνώριση των φυτών από τα οποία προέρχεται.
Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το 1994 απόπειρες επανάληψης της έρευνας δεν τελεσφόρησαν για λόγους ανεξάρτητους της επιθυμίας του ανασκαφέα, παρ’ όλο που το έργο περιλαμβανόταν αδιάλειπτα στο πρόγραμμα της ΕΕΑ κατά τη διάρκεια όλων των παρελθόντων ετών. Σε μία μόνον πολύ μικρής διάρκειας δραστηριότητα, κατά το έτος 1996, διαπιστώθηκε ότι η περιοχή των σκαμμάτων παραμένει αδιατάρακτη, άρα ήταν επιτυχής ο τρόπος στήριξης των τοίχων και πλήρωσης της τομής. Επίσης, τοποθετήθηκαν πάσσαλοι και αριθμοί στις δεκάδες 31 έως 80 στα βαθύτερα σημεία (μέσ. βάθ. 5,50μ.) των καταλοίπων που ανταποκρίνονται στο μεγάλο κυκλικό κτίριο, στα νοτιοανατολικά, έως τον τοίχο και τμήμα από πεταλόσχημο οικοδόμημα με δομή ιχθυακάνθης, στα βορειότερα, καθώς και στις ενδιάμεσες κατασκευές. Παράλληλα, έγινε ένα απλό σκαρίφημα του χώρου και ελήφθησαν ορισμένες μετρήσεις από τον υπογράφοντα, χωρίς όμως να προχωρήσει η τοπογραφική αποτύπωση, ελλείψει μηχανικού.
Ουσιαστική επανέναρξη της έρευνας έγινε κατά το έτος 1999, ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 5 έως 22-9-1999 2. Κατά τη διάρκεια αυτής οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν:
α) στον επανέλεγχο της περιοχής σε σχέση με την προγενέστερη εικόνα της,
β) στην αντικατάσταση των σιδερένιων πασσάλων του χώρου, που σημάνθηκε κατά τα έτη 1993 και 1996, με μπρούντζινους,
γ) στην αντικατάσταση των πλαστικών πινακίδων των σημείων σήμανσης ετών 1993 και 1996 με μπρούντζινες, που έφεραν εμπίεστη αρίθμηση,
δ) στη σήμανση, με μπρούντζινα πασσαλάκια και πινακίδες, νέων τοίχων σε συστάδες οικοδομικών λειψάνων, που είτε δεν είχαν σημανθεί, είτε εμφανίστηκαν εν τω μεταξύ,
ε) στη λήψη μετρήσεων για την τοπογραφική αποτύπωση των κτιριακών καταλοίπων, καθώς και την επαναταύτιση σημείων μετρηθέντων κατά το παρελθόν, στην πρώτη απόπειρα τοπογραφικής αποτύπωσης τμήματος του χώρου κατά το 1993. δεν υπήρξε σκέψη για ανασκαφική έρευνα για τους ακόλουθους λόγους:
α) Για τη συνέχιση της έρευνας και η στοιχειώδη αναφορά στο χώρο είναι απαραίτητα τυπογραφικά διαγράμματα με αποτύπωση των ορατών καταλοίπων των οικοδομικών λειψάνων, σε μεγαλύτερη κλίμακα μιας εκάστης οχτάδας ή συγκροτήματος και σε μικρότερη της γενικής έκτασης και της διασποράς των ερειπίων στο χώρο, καθώς και όλων των άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων που εναπόκεινται στην ίδια έκταση (π.χ. ναυάγια ιστορικών χρόνων). Επιπλέον, η συνεχής μετακίνηση της επιφανειακής άμμου στο βυθό αφενός καλύπτει ορατά προηγουμένως κατάλοιπα, αλλά αφετέρου αποκαλύπτει νέα, τα οποία είτε συμπληρώνουν είτε και συνδέουν ή τουλάχιστον πυκνώνουν τις φαινομενικά αυτοτελείς συστάδες οικοδομικών λειψάνων.
Τέλος, υπάρχει και μια διαφοροποίηση της εικόνας λόγω καταστροφών, από φυσικές (π.χ. κυματισμούς) ή ανθρωπογενείς (π.χ. αγκυροβολιά) αιτίες, τμημάτων και ως εκ τούτου επείγει η τεκμηρίωση όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων της ήδη υφιστάμενης κατάστασης. Για τους παραπάνω λόγους δόθηκε προτεραιότητα στην τοπογραφική αποτύπωση.
β) Λόγω αυξημένων υπηρεσιακού υποχρεώσεων της ΕΕΑ το καταδυτικό συνεργείο ήταν ολιγομελές και δεν ανταποκρινόταν στην απαραίτητη αριθμητική δύναμη που θα επαρκούσε στη μεταφορά, χειρισμό και συντήρηση μηχανημάτων αναγκαίων σε υποβρύχια ανασκαφή.
γ) Το μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, καθώς και γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός αυτού (σεισμός Αθηνών 7-9-1999, θύελλα 13-14/9/1999 και 17-21/9/1999) δεν συνηγορούσαν υπέρ της ασφαλούς διεξαγωγής μιας ανασκαφικής έρευνας, διότι σε περίπτωση που αυτή έπρεπε να διακοπεί εσπευσμένα, χωρίς να έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα προστασίας της τομής και των παρακειμένων τοίχων, ο επερχόμενος χειμώνας θα δημιουργούσε σημαντικές καταστροφές, λόγω του μικρού βάθους της θέσης και του μέσου ύψους του χειμερίου κύματος.
Μετρήσεις για την τοπογραφική αποτύπωση συνεχίστηκαν από τον I. Μπαξεβανάκη με τη μέθοδο ταχυμετρίας με χρήση total station, με εξάμετρο ακόντιο στο βαθύτερα σημεία, στην κορυφή του οποίου υπήρχε κατάφωτο. Εχει γίνει εξάρτηση των αποτυπωθέντων από το κρατικό δίκτυο. Η εξάρτηση από το δίκτυο έγινε με πολλαπλή οπισθοτομία και με τριγωνομετρική υψομετρία με το total station από το χωροσταθμικό δίκτυο. Ταυτόχρονα, έγινε η αντικατάσταση όλων των παλαιών σιδερένιων πασσάλων σήμανσης με νέους, ορειχάλκινους, ώστε να αποτρέπεται η διάβρωσή τους. Οι αριθμοί των σημείων, παλαιοτέρων και νέων, τοποθετήθηκαν με λευκές πλαστικές πινακίδες, γραμμένες με ανεξίτηλο μαρκαδόρο για να είναι ορατές στη φωτογράφηση, αλλά, ταυτόχρονα, προσδέθηκαν με χάλκινο σύρμα ορειχάλκινες πινακίδες με εμπίεστους αριθμούς στη βάση των πασσάλων, ώστε να υπάρχει ταύτιση του σημείου μετά τη φθορά του πλαστικού. Το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο, διότι υπήρξε μεγάλη δυσκολία στην επαναταύτιση των σημείων που είχαν αποτυπωθεί το 1993 στο χώρο των ρηχότερων καταλοίπων (μέσου βάθ. 3μ., δεκάδες 1-30). Μερικά σημεία μάλιστα, παρά τη διατήρηση των διαβρωμένων σιδερένιων πασσάλων, παρέμειναν αταύτιστα, διότι οι συντεταγμένες τους δεν ανταποκρίνονταν στις παλαιότερες μετρήσεις.
Παράλληλα, επισημάνθηκαν με νέους αριθμούς κτιριακά κατάλοιπα που δεν ήταν ορατά ή δεν είχαν επισημανθεί στη βαθύτερη περιοχή (μέσο βάθος 5,50μ.), δυτικά και βόρεια των ήδη επισημασμένων και αυξήθηκε η πύκνωση με νέα σημεία, κυρίως στα καμπυλόγραμμα κτίρια, όπως το μεγάλο κυκλικό και το πεταλόσχημο με ιχθυάκανθα. Για τις εργασίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν οι αριθμοί 81 έως 149.
Στα νέα οικοδομήματα που εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν καταλέγεται και δεύτερο πεταλόσχημο κτίριο (σημάνθηκε με τα σημεία 120 έως 125), στη δυτικότερη βαθιά περιοχή, του οποίου η μεν ανατολική κεραία είναι χτισμένη με διπλή σειρά πλακοειδών λίθων, ενώ η δυτική με αργολιθοδομή εναλλασσόμενη με ιχθυάκανθα.
Ένα τρίτο πεταλόσχημο κτίριο διατηρεί τη νότια κεραία του προς Δ. και το ήμισυ περίπου της ημικυκλικής ανατολικής πλευράς του, χτισμένης με πλακοειδείς λίθους, σε ύψος πέντε δομών. Βρίσκεται 50μ. περίπου βορειοδυτικά του πρώτου και σημάνθηκε με τα σημεία 145 έως 149.
Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το γεγονός ότι οι ευθύγραμμοι τοίχοι αυτής της περιοχής, που ορίζουν πιθανώς τετράπλευρους χώρους, έχουν, στην πλειονότητά τους, ακριβέστατο προσανατολισμό στα τέσσερα κυρία σημεία του ορίζοντα. Οι διοπτεύσεις τους, μετρημένες με μαγνητική πυξίδα, ανταποκρίνονται συνήθως σε 000°, 090°, 180° και 270°.
Κατά τη διερεύνηση του τοίχου με διάταξη ιχθυακάνθης (51- 52-53) στην περιοχή του πρώτου πεταλόσχημου διαπιστώθηκε ότι από το συνολικό μήκος των 8,07μ., που είχαν μετρηθεί το 1996, διατηρούνται μόνον τα 4,35μ. Το υπόλοιπο έχει διαλυθεί, είτε από φυσικές, είτε από ανθρωπογενείς αιτίες. Στην ίδια ευθεία όμως και σε βαθύτερο επίπεδο έχει εμφανιστεί τοίχος με διπλή σειρά πλακοειδών λίθων, που σημάνθηκε ως 81- 82, ο οποίος είτε αποτελεί υποθεμελίωση εκείνου με ιχθυάκανθα, είτε, το πλέον πιθανόν, προγενέστερη οικοδομική φάση.
Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι όλη η διαδικασία της μετακίνησης της επιφανειακής άμμου και της αποκάλυψης νέων τμημάτων του οικισμού ή της κατάχωσης άλλων συστάδων, προηγουμένως ορατών, οφείλεται κυρίως σε σοβαρή διατάραξη της ακτομηχανικής ισορροπίας της περιοχής. Χρησιμοποιείται δε ο όρος «διατάραξη», διότι, από την κατά διαστήματα παρατήρηση, διαπιστώνεται ότι τοίχοι που είναι θεμελιωμένοι σε ιλυώδες έδαφος, στερεώς εδραζόμενοι, λίγα έτη μετά την αυτόματη αποκάλυψή τους διαλύονται τελείως, λόγω υποσκαφής του εδάφους θεμελίωσης, εάν δεν έχουν την τύχη να καταχωσθούν ξανά με άμμο, κυρίως στην περιοχή με τα μικρότερα βάθη. Λογικό συμπέρασμα είναι ότι μια ισορροπία που είχε διατηρηθεί για χιλιάδες έτη έχει διαταραχθεί πρόσφατα. Την ίδια τύχη ακολουθούν και παράκτια μεταγενέστερα μνημεία, όπως ο μεσαιωνικός αγωγός ύδρευσης. Τα αίτια της διατάραξης, κατά την άποψη του υπογράφοντος, μπορούν να αποδοθούν αφενός στην τσιμεντένια προβλήτα που έχει κατασκευαστεί κάθετα στην ακτή, στην περιοχή της εκβολής του ποταμού, και αφετέρου στη συστηματική αφαίρεση των χαλικιών, που συνιστούν την υποδομή του φυσικού παράκτιου φράγματος, κατά τη δεκαετία του 1980, με σκοπό τη δημιουργία αμμώδους ακτής. Από αυτά, το μεν πρώτο εμποδίζει την ελεύθερη στερεομεταφορά κατά μήκος όλης της ακτογραμμής με αποτέλεσμα τα ανατολικότερα τμήματα να χάνουν διαρκώς την αμμώδη επικάλυψή τους με την παγίδευση της άμμου στα δυτικά της προβλήτας. Το δεύτερο έχει ως αποτέλεσμα τα κύματα να διαβρώνουν εντονότερα την ακτή, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα ακόμη και στον παράκτιο δρόμο, αλλά και να διατηρούν αρκετά μεγάλη ενέργεια κατά την παλίνδρομο φορά τους, μετά την ανάκλασή τους στα κατακόρυφα τοιχία, αφού δεν υπάρχει η μεγάλη απόσβεση της χαλικόστρωτης παραλίας. Κατά αυτό τον τρόπο παρασύρουν μακριά τη λεπτόκοκκη άμμο, που σκέπαζε και προστάτευε τα ρηχότερα τμήματα του οικισμού.
Στα πορίσματα της έρευνας του 1999 πρέπει να προστεθούν και οι πληροφορίες που συνελέγησαν από κλιμάκιο της ΕΕΑ, το οποίο ήλεγξε την περιοχή δυτικά της τσιμεντένιας προβλήτας έως το ύψος της Νησίδας Μπούρτζι. Η αυτοψία, με επικεφαλής τον τεχνολόγο-μηχανικό Η. Κυριακόπουλο, διενεργήθηκε με αφορμή αίτημα κατασκευής έργου και διαπιστώθηκε ότι τα προϊστορικά οικιστικά κατάλοιπα εκτείνονται τουλάχιστον έως το ύψος του ερυθρού φανού του σύγχρονου (19ος αι.) κυματοθραύστη και διακρίνονται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του αρχαίου λιμενοβραχίονα3. Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν και δύο ναυάγια ελληνιστικών χρόνων. Έτσι λοιπόν, η επέκταση του οικισμού και μέσα στη σύγχρονη λιμενολεκάνη δεν πρέπει να αποκλείεται, παρ’ όλο που η έντονη επίχωση εκεί δεν επιτρέπει κάποια επιφανειακή ένδειξη.
Με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη τα πλέον απομακρυσμένα ορατά κτιριακά κατάλοιπα, η έκταση του οικισμού στη Μεθώνη υπερβαίνει τα 120 στρέμματα. Η ανακάλυψη και έρευνα αυτής της θέσης, που καταστράφηκε και καταποντίστηκε λόγω σεισμικής δράσης, ανατρέπει εν μέρει τις μέχρι πρόσφατα επικρατούσες απόψεις3 για τον τρόπο σχηματισμού των ακτογραμμών της περιοχής.
Επίσης, η συνέχιση της έρευνας θα αποδώσει σημαντικές πληροφορίες για τη μέση εποχή του Χαλκού, κυρίως επειδή ο τρόπος καταστροφής του οικισμού, που είναι σύγχρονος με τα αντίστοιχα χερσαία ευρήματα στο Νησακούλι Μεθώνης4, τον άφησε αλώβητο από μεταγενέστερες αλλοιώσεις. Ας σημειωθεί ότι είναι το πρώτο εύρημα αυτής της εποχής που ανασκάπτεται υποβρυχίως στην Ελλάδα.
Το Νησακούλι
Το Νησακούλι, όπως μαρτυρεί το όνομα του, είναι μια πολύ μικρή νησίδα, διαμέτρου περίπου 60 μέτρων, στην ΝΑ πλευρά του κόλπου της Μεθώνης. Σήμερα απέχει περίπου 350 μέτρα από την ακτή. Κατά την ΜΕ εποχή δεν ήταν νησί, αλλά ήταν η συνέχεια και, ίσως, το άκρο μιας χερσονήσου, που θα έκλεινε τον κόλπο και θα είχε, έτσι, πολύ καλό έλεγχο του λιμανιού. Η αποκοπή από την απέναντι στεριά φαίνεται πολύ καθαρά, γιατί, σε εκείνο το σημείο τα τοιχώματα του εδάφους είναι σχεδόν κάθετα. Το Νησουλάκι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο προϊστορικό καταποντισμένο οικισμό και προφανώς αποτελούσε τμήμα του.
Η αρχαιολόγος Αφροδίτη Χασιακού αναφέρει[5]:
Καθώς το βάθος της θάλασσας είναι πολύ μικρό στην παραλία της Μεθώνης σε μία «ευθεία» απέναντι από το Νησακούλι, μπόρεσα προ ετών να κάνω μία μικρή υποθαλάσσια διερεύνηση, κατά την οποία διαπίστωσα ίχνη διπλών, προϊστορικών τοίχων και ίσως κάποιου κυκλοτερούς οικοδομήματος - δείγμα, ότι η κατοίκηση ήταν αρκετά εκτεταμένη, σε μία περιοχή, που δεν είχε ακόμη καλυφθεί από τη θάλασσα.
Από την ανασκαφή στο Νησακούλι, πλην της γνωστής ΜΕ κεραμεικής, παρατήρησα την ύπαρξη αρκετής Πρωτοελλαδικής κεραμεικής σε όλη την έκταση της ανασκαφής, όσο και λίγης Υστεροελλαδικής κεραμεικής. Με αυτή τη διαπίστωση, το Νησακούλι παίρνει τη θέση του στο δίκτυο των οικισμών εκείνων, που χρησιμοποιήθηκαν και στις τρεις περιόδους της Εποχής του Χαλκού. Η γεωγραφική του θέση στο νοτιότατο άκρο της Πελοποννήσου, σαν προπύργιο εμπρός στο ανοικτό πέλαγος, πρέπει να ήταν σημαντική για το εμπόριο και τις επικοινωνίες.
Οι έρευνες του 2000
Η έρευνα συνεχίστηκε το 1994 με έμφαση στον ανασκαφικό έλεγχο του οικισμού. Έγινε μία ανασκαφική τομή κάθετα σε τοίχο αποτυπωμένο από το 1993. Ο τρόπος κατάρρευσής του και τα καταπλακωμένα θραύσματα αγγείων συνηγορούν υπέρ μιας σεισμικής καταστροφής. Ανασκάφηκε, επίσης, σε εσωτερική γωνία τετράπλευρου περίκλειστου χώρου (ίσως δωμάτιο), ταφικό αγγείο με εγχυτρισμό δύο νηπίων.
Από τη μέχρι στιγμής εξέταση των ευρημάτων συνάγεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των οστράκων που προέκυψαν ανασκαφικά ανήκει σε μεσοελλαδικά αγγεία, με δείγματα αμαυρόχρωμης και «μινύειας» κεραμικής, πέραν της χονδροειδούς, η οποία πλεονάζει. Οι καθαρισμοί, συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση σχημάτων, καθώς και ο σχεδιασμός τους βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στα ευρήματα συγκαταλέγεται και ικανός αριθμός οστεολογικού υλικού, καθώς και άλλου, βιογενούς προέλευσης (π.χ. κελύφη χερσαίων κοχλιών). Επίσης, έχει περισυλλέγει ποσότητα ξυλάνθρακος, που μπορεί να χρησιμεύσει αφενός σε ραδιοχρονολόγηση, αφετέρου σε αναγνώριση των φυτών από τα οποία προέρχεται.
Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το 1994 απόπειρες επανάληψης της έρευνας δεν τελεσφόρησαν για λόγους ανεξάρτητους της επιθυμίας του ανασκαφέα, παρ’ όλο που το έργο περιλαμβανόταν αδιάλειπτα στο πρόγραμμα της ΕΕΑ κατά τη διάρκεια όλων των παρελθόντων ετών. Σε μία μόνον πολύ μικρής διάρκειας δραστηριότητα, κατά το έτος 1996, διαπιστώθηκε ότι η περιοχή των σκαμμάτων παραμένει αδιατάρακτη, άρα ήταν επιτυχής ο τρόπος στήριξης των τοίχων και πλήρωσης της τομής. Επίσης, τοποθετήθηκαν πάσσαλοι και αριθμοί στις δεκάδες 31 έως 80 στα βαθύτερα σημεία (μέσ. βάθ. 5,50μ.) των καταλοίπων που ανταποκρίνονται στο μεγάλο κυκλικό κτίριο, στα νοτιοανατολικά, έως τον τοίχο και τμήμα από πεταλόσχημο οικοδόμημα με δομή ιχθυακάνθης, στα βορειότερα, καθώς και στις ενδιάμεσες κατασκευές. Παράλληλα, έγινε ένα απλό σκαρίφημα του χώρου και ελήφθησαν ορισμένες μετρήσεις από τον υπογράφοντα, χωρίς όμως να προχωρήσει η τοπογραφική αποτύπωση, ελλείψει μηχανικού.
Ουσιαστική επανέναρξη της έρευνας έγινε κατά το έτος 1999, ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 5 έως 22-9-1999 2. Κατά τη διάρκεια αυτής οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν:
α) στον επανέλεγχο της περιοχής σε σχέση με την προγενέστερη εικόνα της,
β) στην αντικατάσταση των σιδερένιων πασσάλων του χώρου, που σημάνθηκε κατά τα έτη 1993 και 1996, με μπρούντζινους,
γ) στην αντικατάσταση των πλαστικών πινακίδων των σημείων σήμανσης ετών 1993 και 1996 με μπρούντζινες, που έφεραν εμπίεστη αρίθμηση,
δ) στη σήμανση, με μπρούντζινα πασσαλάκια και πινακίδες, νέων τοίχων σε συστάδες οικοδομικών λειψάνων, που είτε δεν είχαν σημανθεί, είτε εμφανίστηκαν εν τω μεταξύ,
ε) στη λήψη μετρήσεων για την τοπογραφική αποτύπωση των κτιριακών καταλοίπων, καθώς και την επαναταύτιση σημείων μετρηθέντων κατά το παρελθόν, στην πρώτη απόπειρα τοπογραφικής αποτύπωσης τμήματος του χώρου κατά το 1993. δεν υπήρξε σκέψη για ανασκαφική έρευνα για τους ακόλουθους λόγους:
α) Για τη συνέχιση της έρευνας και η στοιχειώδη αναφορά στο χώρο είναι απαραίτητα τυπογραφικά διαγράμματα με αποτύπωση των ορατών καταλοίπων των οικοδομικών λειψάνων, σε μεγαλύτερη κλίμακα μιας εκάστης οχτάδας ή συγκροτήματος και σε μικρότερη της γενικής έκτασης και της διασποράς των ερειπίων στο χώρο, καθώς και όλων των άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων που εναπόκεινται στην ίδια έκταση (π.χ. ναυάγια ιστορικών χρόνων). Επιπλέον, η συνεχής μετακίνηση της επιφανειακής άμμου στο βυθό αφενός καλύπτει ορατά προηγουμένως κατάλοιπα, αλλά αφετέρου αποκαλύπτει νέα, τα οποία είτε συμπληρώνουν είτε και συνδέουν ή τουλάχιστον πυκνώνουν τις φαινομενικά αυτοτελείς συστάδες οικοδομικών λειψάνων.
Τέλος, υπάρχει και μια διαφοροποίηση της εικόνας λόγω καταστροφών, από φυσικές (π.χ. κυματισμούς) ή ανθρωπογενείς (π.χ. αγκυροβολιά) αιτίες, τμημάτων και ως εκ τούτου επείγει η τεκμηρίωση όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων της ήδη υφιστάμενης κατάστασης. Για τους παραπάνω λόγους δόθηκε προτεραιότητα στην τοπογραφική αποτύπωση.
β) Λόγω αυξημένων υπηρεσιακού υποχρεώσεων της ΕΕΑ το καταδυτικό συνεργείο ήταν ολιγομελές και δεν ανταποκρινόταν στην απαραίτητη αριθμητική δύναμη που θα επαρκούσε στη μεταφορά, χειρισμό και συντήρηση μηχανημάτων αναγκαίων σε υποβρύχια ανασκαφή.
γ) Το μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, καθώς και γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός αυτού (σεισμός Αθηνών 7-9-1999, θύελλα 13-14/9/1999 και 17-21/9/1999) δεν συνηγορούσαν υπέρ της ασφαλούς διεξαγωγής μιας ανασκαφικής έρευνας, διότι σε περίπτωση που αυτή έπρεπε να διακοπεί εσπευσμένα, χωρίς να έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα προστασίας της τομής και των παρακειμένων τοίχων, ο επερχόμενος χειμώνας θα δημιουργούσε σημαντικές καταστροφές, λόγω του μικρού βάθους της θέσης και του μέσου ύψους του χειμερίου κύματος.
Μετρήσεις για την τοπογραφική αποτύπωση συνεχίστηκαν από τον I. Μπαξεβανάκη με τη μέθοδο ταχυμετρίας με χρήση total station, με εξάμετρο ακόντιο στο βαθύτερα σημεία, στην κορυφή του οποίου υπήρχε κατάφωτο. Εχει γίνει εξάρτηση των αποτυπωθέντων από το κρατικό δίκτυο. Η εξάρτηση από το δίκτυο έγινε με πολλαπλή οπισθοτομία και με τριγωνομετρική υψομετρία με το total station από το χωροσταθμικό δίκτυο. Ταυτόχρονα, έγινε η αντικατάσταση όλων των παλαιών σιδερένιων πασσάλων σήμανσης με νέους, ορειχάλκινους, ώστε να αποτρέπεται η διάβρωσή τους. Οι αριθμοί των σημείων, παλαιοτέρων και νέων, τοποθετήθηκαν με λευκές πλαστικές πινακίδες, γραμμένες με ανεξίτηλο μαρκαδόρο για να είναι ορατές στη φωτογράφηση, αλλά, ταυτόχρονα, προσδέθηκαν με χάλκινο σύρμα ορειχάλκινες πινακίδες με εμπίεστους αριθμούς στη βάση των πασσάλων, ώστε να υπάρχει ταύτιση του σημείου μετά τη φθορά του πλαστικού. Το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο, διότι υπήρξε μεγάλη δυσκολία στην επαναταύτιση των σημείων που είχαν αποτυπωθεί το 1993 στο χώρο των ρηχότερων καταλοίπων (μέσου βάθ. 3μ., δεκάδες 1-30). Μερικά σημεία μάλιστα, παρά τη διατήρηση των διαβρωμένων σιδερένιων πασσάλων, παρέμειναν αταύτιστα, διότι οι συντεταγμένες τους δεν ανταποκρίνονταν στις παλαιότερες μετρήσεις.
Παράλληλα, επισημάνθηκαν με νέους αριθμούς κτιριακά κατάλοιπα που δεν ήταν ορατά ή δεν είχαν επισημανθεί στη βαθύτερη περιοχή (μέσο βάθος 5,50μ.), δυτικά και βόρεια των ήδη επισημασμένων και αυξήθηκε η πύκνωση με νέα σημεία, κυρίως στα καμπυλόγραμμα κτίρια, όπως το μεγάλο κυκλικό και το πεταλόσχημο με ιχθυάκανθα. Για τις εργασίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν οι αριθμοί 81 έως 149.
Στα νέα οικοδομήματα που εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν καταλέγεται και δεύτερο πεταλόσχημο κτίριο (σημάνθηκε με τα σημεία 120 έως 125), στη δυτικότερη βαθιά περιοχή, του οποίου η μεν ανατολική κεραία είναι χτισμένη με διπλή σειρά πλακοειδών λίθων, ενώ η δυτική με αργολιθοδομή εναλλασσόμενη με ιχθυάκανθα.
Ένα τρίτο πεταλόσχημο κτίριο διατηρεί τη νότια κεραία του προς Δ. και το ήμισυ περίπου της ημικυκλικής ανατολικής πλευράς του, χτισμένης με πλακοειδείς λίθους, σε ύψος πέντε δομών. Βρίσκεται 50μ. περίπου βορειοδυτικά του πρώτου και σημάνθηκε με τα σημεία 145 έως 149.
Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το γεγονός ότι οι ευθύγραμμοι τοίχοι αυτής της περιοχής, που ορίζουν πιθανώς τετράπλευρους χώρους, έχουν, στην πλειονότητά τους, ακριβέστατο προσανατολισμό στα τέσσερα κυρία σημεία του ορίζοντα. Οι διοπτεύσεις τους, μετρημένες με μαγνητική πυξίδα, ανταποκρίνονται συνήθως σε 000°, 090°, 180° και 270°.
Κατά τη διερεύνηση του τοίχου με διάταξη ιχθυακάνθης (51- 52-53) στην περιοχή του πρώτου πεταλόσχημου διαπιστώθηκε ότι από το συνολικό μήκος των 8,07μ., που είχαν μετρηθεί το 1996, διατηρούνται μόνον τα 4,35μ. Το υπόλοιπο έχει διαλυθεί, είτε από φυσικές, είτε από ανθρωπογενείς αιτίες. Στην ίδια ευθεία όμως και σε βαθύτερο επίπεδο έχει εμφανιστεί τοίχος με διπλή σειρά πλακοειδών λίθων, που σημάνθηκε ως 81- 82, ο οποίος είτε αποτελεί υποθεμελίωση εκείνου με ιχθυάκανθα, είτε, το πλέον πιθανόν, προγενέστερη οικοδομική φάση.
Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι όλη η διαδικασία της μετακίνησης της επιφανειακής άμμου και της αποκάλυψης νέων τμημάτων του οικισμού ή της κατάχωσης άλλων συστάδων, προηγουμένως ορατών, οφείλεται κυρίως σε σοβαρή διατάραξη της ακτομηχανικής ισορροπίας της περιοχής. Χρησιμοποιείται δε ο όρος «διατάραξη», διότι, από την κατά διαστήματα παρατήρηση, διαπιστώνεται ότι τοίχοι που είναι θεμελιωμένοι σε ιλυώδες έδαφος, στερεώς εδραζόμενοι, λίγα έτη μετά την αυτόματη αποκάλυψή τους διαλύονται τελείως, λόγω υποσκαφής του εδάφους θεμελίωσης, εάν δεν έχουν την τύχη να καταχωσθούν ξανά με άμμο, κυρίως στην περιοχή με τα μικρότερα βάθη. Λογικό συμπέρασμα είναι ότι μια ισορροπία που είχε διατηρηθεί για χιλιάδες έτη έχει διαταραχθεί πρόσφατα. Την ίδια τύχη ακολουθούν και παράκτια μεταγενέστερα μνημεία, όπως ο μεσαιωνικός αγωγός ύδρευσης. Τα αίτια της διατάραξης, κατά την άποψη του υπογράφοντος, μπορούν να αποδοθούν αφενός στην τσιμεντένια προβλήτα που έχει κατασκευαστεί κάθετα στην ακτή, στην περιοχή της εκβολής του ποταμού, και αφετέρου στη συστηματική αφαίρεση των χαλικιών, που συνιστούν την υποδομή του φυσικού παράκτιου φράγματος, κατά τη δεκαετία του 1980, με σκοπό τη δημιουργία αμμώδους ακτής. Από αυτά, το μεν πρώτο εμποδίζει την ελεύθερη στερεομεταφορά κατά μήκος όλης της ακτογραμμής με αποτέλεσμα τα ανατολικότερα τμήματα να χάνουν διαρκώς την αμμώδη επικάλυψή τους με την παγίδευση της άμμου στα δυτικά της προβλήτας. Το δεύτερο έχει ως αποτέλεσμα τα κύματα να διαβρώνουν εντονότερα την ακτή, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα ακόμη και στον παράκτιο δρόμο, αλλά και να διατηρούν αρκετά μεγάλη ενέργεια κατά την παλίνδρομο φορά τους, μετά την ανάκλασή τους στα κατακόρυφα τοιχία, αφού δεν υπάρχει η μεγάλη απόσβεση της χαλικόστρωτης παραλίας. Κατά αυτό τον τρόπο παρασύρουν μακριά τη λεπτόκοκκη άμμο, που σκέπαζε και προστάτευε τα ρηχότερα τμήματα του οικισμού.
Στα πορίσματα της έρευνας του 1999 πρέπει να προστεθούν και οι πληροφορίες που συνελέγησαν από κλιμάκιο της ΕΕΑ, το οποίο ήλεγξε την περιοχή δυτικά της τσιμεντένιας προβλήτας έως το ύψος της Νησίδας Μπούρτζι. Η αυτοψία, με επικεφαλής τον τεχνολόγο-μηχανικό Η. Κυριακόπουλο, διενεργήθηκε με αφορμή αίτημα κατασκευής έργου και διαπιστώθηκε ότι τα προϊστορικά οικιστικά κατάλοιπα εκτείνονται τουλάχιστον έως το ύψος του ερυθρού φανού του σύγχρονου (19ος αι.) κυματοθραύστη και διακρίνονται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του αρχαίου λιμενοβραχίονα3. Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν και δύο ναυάγια ελληνιστικών χρόνων. Έτσι λοιπόν, η επέκταση του οικισμού και μέσα στη σύγχρονη λιμενολεκάνη δεν πρέπει να αποκλείεται, παρ’ όλο που η έντονη επίχωση εκεί δεν επιτρέπει κάποια επιφανειακή ένδειξη.
Με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη τα πλέον απομακρυσμένα ορατά κτιριακά κατάλοιπα, η έκταση του οικισμού στη Μεθώνη υπερβαίνει τα 120 στρέμματα. Η ανακάλυψη και έρευνα αυτής της θέσης, που καταστράφηκε και καταποντίστηκε λόγω σεισμικής δράσης, ανατρέπει εν μέρει τις μέχρι πρόσφατα επικρατούσες απόψεις3 για τον τρόπο σχηματισμού των ακτογραμμών της περιοχής.
Επίσης, η συνέχιση της έρευνας θα αποδώσει σημαντικές πληροφορίες για τη μέση εποχή του Χαλκού, κυρίως επειδή ο τρόπος καταστροφής του οικισμού, που είναι σύγχρονος με τα αντίστοιχα χερσαία ευρήματα στο Νησακούλι Μεθώνης4, τον άφησε αλώβητο από μεταγενέστερες αλλοιώσεις. Ας σημειωθεί ότι είναι το πρώτο εύρημα αυτής της εποχής που ανασκάπτεται υποβρυχίως στην Ελλάδα.
Το Νησακούλι
Το Νησακούλι, όπως μαρτυρεί το όνομα του, είναι μια πολύ μικρή νησίδα, διαμέτρου περίπου 60 μέτρων, στην ΝΑ πλευρά του κόλπου της Μεθώνης. Σήμερα απέχει περίπου 350 μέτρα από την ακτή. Κατά την ΜΕ εποχή δεν ήταν νησί, αλλά ήταν η συνέχεια και, ίσως, το άκρο μιας χερσονήσου, που θα έκλεινε τον κόλπο και θα είχε, έτσι, πολύ καλό έλεγχο του λιμανιού. Η αποκοπή από την απέναντι στεριά φαίνεται πολύ καθαρά, γιατί, σε εκείνο το σημείο τα τοιχώματα του εδάφους είναι σχεδόν κάθετα. Το Νησουλάκι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο προϊστορικό καταποντισμένο οικισμό και προφανώς αποτελούσε τμήμα του.
Η αρχαιολόγος Αφροδίτη Χασιακού αναφέρει[5]:
Καθώς το βάθος της θάλασσας είναι πολύ μικρό στην παραλία της Μεθώνης σε μία «ευθεία» απέναντι από το Νησακούλι, μπόρεσα προ ετών να κάνω μία μικρή υποθαλάσσια διερεύνηση, κατά την οποία διαπίστωσα ίχνη διπλών, προϊστορικών τοίχων και ίσως κάποιου κυκλοτερούς οικοδομήματος - δείγμα, ότι η κατοίκηση ήταν αρκετά εκτεταμένη, σε μία περιοχή, που δεν είχε ακόμη καλυφθεί από τη θάλασσα.
Από την ανασκαφή στο Νησακούλι, πλην της γνωστής ΜΕ κεραμεικής, παρατήρησα την ύπαρξη αρκετής Πρωτοελλαδικής κεραμεικής σε όλη την έκταση της ανασκαφής, όσο και λίγης Υστεροελλαδικής κεραμεικής. Με αυτή τη διαπίστωση, το Νησακούλι παίρνει τη θέση του στο δίκτυο των οικισμών εκείνων, που χρησιμοποιήθηκαν και στις τρεις περιόδους της Εποχής του Χαλκού. Η γεωγραφική του θέση στο νοτιότατο άκρο της Πελοποννήσου, σαν προπύργιο εμπρός στο ανοικτό πέλαγος, πρέπει να ήταν σημαντική για το εμπόριο και τις επικοινωνίες.
Τον Ιούλιο του 2000, με αφορμή την εποπτεία πόντισης υποβρύχιου καλωδίου οπτικών ινών από την παραλία της Μεθώνης έως το «φρέαρ» των Οινουσών Μεσσηνίας για τις ανάγκες του προγράμματος «Nestor» (μέτρηση νετρίνων) του Εργαστηρίου Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ελέγχθηκε υποβρυχίως όλη η απόσταση από τη Μεθώνη έως τη Σαπιέντζα, με μέγιστο βάθος του διαύλου τα 41,50μ. Το σημείο προσαιγιάλωσης του καλωδίου βρίσκεται περί τα 30μ. δυτικά της τσιμεντένιας προβλήτας[6].
Στην προσπάθεια να εξεύρουμε κατάλληλη διέλευση για την κάλυψή του, μεταξύ των καταλοίπων του προϊστορικού οικισμού, εντοπίστηκε λίθινη άγκυρα, τραπεζιόσχημη με τρεις οπές, χρησιμοποιημένη ως οικοδομικό υλικό σε καταποντισμένο τοίχο (ΑΦΑ 52964), περί τα 50μ. νοτιοανατολικά της τσιμεντένιας προβλήτας. Ανελκύστηκε, συντηρήθηκε και σχεδιάστηκε, η δε παρουσία της αποτελεί τεκμήριο της ναυτικής διάστασης του προϊστορικού οικισμού.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων εργασιών διαπιστώθηκε ότι σε απόσταση περί τα 1.300μ. προς Ν. της παραλίας της Μεθώνης, σε βάθος 23μ. υπάρχει στο βυθό ένας αναβαθμός με κατεύθυνση Α.-Δ., ύψ. 2μ. περίπου. Η δίοπτευσή του προς Α. στοχεύει ακριβώς στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ νησίδας Νησακούλι και Μαύρων Γκρεμνών. Πιθανώς αποτελείτο δεύτερο, κάθετο στο πρώτο[7], ρήγμα στην περιοχή και συμβάλλει στην ερμηνεία του μηχανισμού που οδήγησε στον καταποντισμό του οικισμού.
Το Σεπτέμβριο του 2000 επαναλήφθηκε ολιγοήμερη έρευνα στον καταποντισμένο προϊστορικό οικισμό, με αρχικό σκοπό τη λήψη συμπληρωματικών μετρήσεων στα εντοπισμένα οικοδομήματα και αποτύπωση τυχόν νέων που θα είχαν αποκαλυφθεί[8]. Η πραγματικότητα όμως μας υποχρέωσε να προχωρήσουμε και σε κατεπείγουσα σωστική ανασκαφική τομή.
Σε εσωτερική γωνία κτίσματος ορθογώνιας κάτοψης, και συγκεκριμένα στο σημείο όπου κατά την τοπογραφική αποτύπωση, η οποία ακολούθησε, σημάνθηκε με τον αριθ.150, είχε αποκαλυφθεί μερικώς μικρό πιθοειδές αγγείο μισοθαμμένο οριζόντια. Επειδή το βάθος είναι μικρό (περί τα 4,50μ. στο σημείο εκείνο), κάποιοι το είχαν εντοπίσει και προσπάθησαν να το ανασύρουν με αποτέλεσμα να θραύσουν σε μεγάλα τεμάχια όλη την προς τα πάνω πλευρά του. Τα τεμάχια ήταν διασκορπισμένα σε μικρή απόσταση και αν το εύρημα παρέμενε σε αυτή την κατάσταση η καταστροφή του ήταν βέβαιη (ΑΦΑ 53227). Αφού τεκμηριώθηκε φωτογραφικά και σχεδιαστικά ανελκύστηκε με μια ανασκαφική τομή που περιορίστηκε στον απαραίτητο για την ασφαλή ανάσυρσή του χώρο. Το περιεχόμενό του ελέγχθηκε στα εργαστήρια της ΕΕΑ και διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για, δεύτερο κατά σειρά στο χώρο, εγχυτρισμό[9] δύο τουλάχιστον νηπίων. Παράλληλα, έγιναν μετρήσεις για την τοπογραφική αποτύπωση νεοαποκαλυφθέντων κτισμάτων και τμήματος του παράκτιου μεσαιωνικού αγωγού ύδρευσης.
Στην προσπάθεια να εξεύρουμε κατάλληλη διέλευση για την κάλυψή του, μεταξύ των καταλοίπων του προϊστορικού οικισμού, εντοπίστηκε λίθινη άγκυρα, τραπεζιόσχημη με τρεις οπές, χρησιμοποιημένη ως οικοδομικό υλικό σε καταποντισμένο τοίχο (ΑΦΑ 52964), περί τα 50μ. νοτιοανατολικά της τσιμεντένιας προβλήτας. Ανελκύστηκε, συντηρήθηκε και σχεδιάστηκε, η δε παρουσία της αποτελεί τεκμήριο της ναυτικής διάστασης του προϊστορικού οικισμού.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων εργασιών διαπιστώθηκε ότι σε απόσταση περί τα 1.300μ. προς Ν. της παραλίας της Μεθώνης, σε βάθος 23μ. υπάρχει στο βυθό ένας αναβαθμός με κατεύθυνση Α.-Δ., ύψ. 2μ. περίπου. Η δίοπτευσή του προς Α. στοχεύει ακριβώς στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ νησίδας Νησακούλι και Μαύρων Γκρεμνών. Πιθανώς αποτελείτο δεύτερο, κάθετο στο πρώτο[7], ρήγμα στην περιοχή και συμβάλλει στην ερμηνεία του μηχανισμού που οδήγησε στον καταποντισμό του οικισμού.
Το Σεπτέμβριο του 2000 επαναλήφθηκε ολιγοήμερη έρευνα στον καταποντισμένο προϊστορικό οικισμό, με αρχικό σκοπό τη λήψη συμπληρωματικών μετρήσεων στα εντοπισμένα οικοδομήματα και αποτύπωση τυχόν νέων που θα είχαν αποκαλυφθεί[8]. Η πραγματικότητα όμως μας υποχρέωσε να προχωρήσουμε και σε κατεπείγουσα σωστική ανασκαφική τομή.
Σε εσωτερική γωνία κτίσματος ορθογώνιας κάτοψης, και συγκεκριμένα στο σημείο όπου κατά την τοπογραφική αποτύπωση, η οποία ακολούθησε, σημάνθηκε με τον αριθ.150, είχε αποκαλυφθεί μερικώς μικρό πιθοειδές αγγείο μισοθαμμένο οριζόντια. Επειδή το βάθος είναι μικρό (περί τα 4,50μ. στο σημείο εκείνο), κάποιοι το είχαν εντοπίσει και προσπάθησαν να το ανασύρουν με αποτέλεσμα να θραύσουν σε μεγάλα τεμάχια όλη την προς τα πάνω πλευρά του. Τα τεμάχια ήταν διασκορπισμένα σε μικρή απόσταση και αν το εύρημα παρέμενε σε αυτή την κατάσταση η καταστροφή του ήταν βέβαιη (ΑΦΑ 53227). Αφού τεκμηριώθηκε φωτογραφικά και σχεδιαστικά ανελκύστηκε με μια ανασκαφική τομή που περιορίστηκε στον απαραίτητο για την ασφαλή ανάσυρσή του χώρο. Το περιεχόμενό του ελέγχθηκε στα εργαστήρια της ΕΕΑ και διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για, δεύτερο κατά σειρά στο χώρο, εγχυτρισμό[9] δύο τουλάχιστον νηπίων. Παράλληλα, έγιναν μετρήσεις για την τοπογραφική αποτύπωση νεοαποκαλυφθέντων κτισμάτων και τμήματος του παράκτιου μεσαιωνικού αγωγού ύδρευσης.
Ηλίας Σπονδύλης
Βιβλιογραφία:
-Α.Δ. 54 (1999) Σελ 1025
-Α.Δ. 55 (2000) Σελ. 1225
-Αφροδίτη Χασιακού "Μεσοελλαδική Κεραμεική από την Μεσσηνία"
Σχετικοί σύνδεσμοι:
Πήδασος: Η βυθισμένη Μυκηναϊκή πόλη και η αρχαία Μεθώνη
Μεσοελλαδικός βωμός στο Νησακούλι της Μεθώνης
Νησακούλι: Προϊστορικός βωμός και εγκατάσταση στον όρμο της Μεθώνης
Σημειώσεις:
1. Η ερευνητική ομάδα του έτους 1999 περιελάμβανε, εκτός από τον υπογράφοντα, και τους εξής υπαλλήλους της ΕΕΑ: Θ. Δημητριάδου, αρχαιολόγο, I. Μπαξεβανάκη, αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό, Η. Κυριακόπουλο, τεχνολόγο-μηχανικό, Α. Κούβελα, Σ. Θεοδωρακόπουλο, Δ. Σαρδέλη και Σ. Μσυρέα, εργατοτεχνίτες στο φρούριο Πύλου, Γ. Κούβελα, οδηγό. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η βοήθεια από το σύνολο του προσωπικού της ΕΕΑ καθώς και συναδέλφων της 5ης ΕΒΑ στο φρούριο Πύλου. Οι Π. Βεζυρτζής, φωτογράφος, Μ.-Κ. Ανδρουτσάκη, συντηρήτρια και Αικ. Πολλάτου, οχεδιάστρια της ΕΕΑ συνέβαλαν και συμβάλλουν, ο καθένας στον τομέα του, στην περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας. Σε όλους τους παραπάνω απευθύνονται ευχαριστίες και από τη θέση αυτή. Ιδιαιτέρως πάντως ευχαριστεί ο υπογράφωντην Πρόίσταμένη της ΕΕΑ αρχαιολόγο Αικ. Δελλαπόρτα, χάρη στη σθεναρή βούληση της οποίας έγινε δυνατή η επανέναρξη ουσιαστικώς της έρευνας.
2. Ν. Λιανός, Μελέτη στα Αρχαία Λιμενικά Έργα της Μεθώνης, Αναστήλωση-Συντήρηση-Προστασία Μνημείων και Συνόλων, Τόμος Β', Αθήνα 1987, σ.129-135.
3. J.C. Kraft- S.E. Aschenbrenner, Paleogeographic Reconstruction in the Methoni Embayment in Greece, JFieldA 4 (1977), o.419-444. 21. ΑΑΑ II (1969), o.10-14.
4. ΑΑΑ II (1969), σ.10-14.
5. Αφροδίτη Χασιακού "Μεσοελλαδική Κεραμεική από την Μεσσηνία"
6. ΑΔ 54 (1999): Χρονικά, σ.1025-1028.
7. Το πρώτο ρήγμα κατά μήκος του χειμάρρου της Μεθώνης σημειώνεται στο σχετικό γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ, φύλλο Κορώνη-Πύλος-Σχίζα, «Ρήγμα πιθανό ή καλυμμένο». Σε απόσταση 1.000μ. περίπου από την εκβολή, στη δεξιά (δυτική) όχθη διακρίνεται καθαρά ένα «κάτοπτρο» στο πέτρωμα. Απέναντι ακριβώς από το σημείο εκείνο, στη βάση της κατακόρυφης όχθης, στα ανατολικά, διακρίνεται στρώμα χαλικιών με πολλά κελύφη οστρέων θαλάσσιας προέλευσης. Το γεγονός αυτό μάλλον ενισχύει την άποψη για την ύπαρξη εκτεταμένης λιμνοθάλασσας στο χώρο των μετέπειτα «αλυκών» της Ενετοκρατίας (βλ. σχετικά, Η. Σπονδύλης, Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων, ΕΝΑΛΙΑ IV, τχ.3/4 (1992), σ.32). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ο χείμαρρος της Μεθώνης με τα κατακόρυφα σχεδόν τοιχώματά του δεν παροχετεύει τα όμβρια του κάμπου αλλά εκείνα των υπωρειών του Μεσοχωριού. Τα όμβρια του κάμπου και της ελώδους έκτασης των «αλυκών» παροχετεύονται αυτοτελώς, κυρίως από μικρό χείμαρρο στο ανατολικό πέρας του παράκτιου φράγματος, όπου η σύγχρονη γέφυρα (βλ. ό.π„ σ.31).
8. Για το μηχανισμό μετακίνησης άμμου και αποκάλυψης τοίχων, βλ.ΑΔ54 (1999): Χρονικά, σ.1027-1028.
9. Για τον πρώτο ταφικό πίθο, βλ. ΕΝΑΛΙΑ IV, τχ. 1/2(1992), σ.34.
Βιβλιογραφία:
-Α.Δ. 54 (1999) Σελ 1025
-Α.Δ. 55 (2000) Σελ. 1225
-Αφροδίτη Χασιακού "Μεσοελλαδική Κεραμεική από την Μεσσηνία"
Σχετικοί σύνδεσμοι:
Πήδασος: Η βυθισμένη Μυκηναϊκή πόλη και η αρχαία Μεθώνη
Μεσοελλαδικός βωμός στο Νησακούλι της Μεθώνης
Νησακούλι: Προϊστορικός βωμός και εγκατάσταση στον όρμο της Μεθώνης
Σημειώσεις:
1. Η ερευνητική ομάδα του έτους 1999 περιελάμβανε, εκτός από τον υπογράφοντα, και τους εξής υπαλλήλους της ΕΕΑ: Θ. Δημητριάδου, αρχαιολόγο, I. Μπαξεβανάκη, αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό, Η. Κυριακόπουλο, τεχνολόγο-μηχανικό, Α. Κούβελα, Σ. Θεοδωρακόπουλο, Δ. Σαρδέλη και Σ. Μσυρέα, εργατοτεχνίτες στο φρούριο Πύλου, Γ. Κούβελα, οδηγό. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η βοήθεια από το σύνολο του προσωπικού της ΕΕΑ καθώς και συναδέλφων της 5ης ΕΒΑ στο φρούριο Πύλου. Οι Π. Βεζυρτζής, φωτογράφος, Μ.-Κ. Ανδρουτσάκη, συντηρήτρια και Αικ. Πολλάτου, οχεδιάστρια της ΕΕΑ συνέβαλαν και συμβάλλουν, ο καθένας στον τομέα του, στην περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας. Σε όλους τους παραπάνω απευθύνονται ευχαριστίες και από τη θέση αυτή. Ιδιαιτέρως πάντως ευχαριστεί ο υπογράφωντην Πρόίσταμένη της ΕΕΑ αρχαιολόγο Αικ. Δελλαπόρτα, χάρη στη σθεναρή βούληση της οποίας έγινε δυνατή η επανέναρξη ουσιαστικώς της έρευνας.
2. Ν. Λιανός, Μελέτη στα Αρχαία Λιμενικά Έργα της Μεθώνης, Αναστήλωση-Συντήρηση-Προστασία Μνημείων και Συνόλων, Τόμος Β', Αθήνα 1987, σ.129-135.
3. J.C. Kraft- S.E. Aschenbrenner, Paleogeographic Reconstruction in the Methoni Embayment in Greece, JFieldA 4 (1977), o.419-444. 21. ΑΑΑ II (1969), o.10-14.
4. ΑΑΑ II (1969), σ.10-14.
5. Αφροδίτη Χασιακού "Μεσοελλαδική Κεραμεική από την Μεσσηνία"
6. ΑΔ 54 (1999): Χρονικά, σ.1025-1028.
7. Το πρώτο ρήγμα κατά μήκος του χειμάρρου της Μεθώνης σημειώνεται στο σχετικό γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ, φύλλο Κορώνη-Πύλος-Σχίζα, «Ρήγμα πιθανό ή καλυμμένο». Σε απόσταση 1.000μ. περίπου από την εκβολή, στη δεξιά (δυτική) όχθη διακρίνεται καθαρά ένα «κάτοπτρο» στο πέτρωμα. Απέναντι ακριβώς από το σημείο εκείνο, στη βάση της κατακόρυφης όχθης, στα ανατολικά, διακρίνεται στρώμα χαλικιών με πολλά κελύφη οστρέων θαλάσσιας προέλευσης. Το γεγονός αυτό μάλλον ενισχύει την άποψη για την ύπαρξη εκτεταμένης λιμνοθάλασσας στο χώρο των μετέπειτα «αλυκών» της Ενετοκρατίας (βλ. σχετικά, Η. Σπονδύλης, Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων, ΕΝΑΛΙΑ IV, τχ.3/4 (1992), σ.32). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ο χείμαρρος της Μεθώνης με τα κατακόρυφα σχεδόν τοιχώματά του δεν παροχετεύει τα όμβρια του κάμπου αλλά εκείνα των υπωρειών του Μεσοχωριού. Τα όμβρια του κάμπου και της ελώδους έκτασης των «αλυκών» παροχετεύονται αυτοτελώς, κυρίως από μικρό χείμαρρο στο ανατολικό πέρας του παράκτιου φράγματος, όπου η σύγχρονη γέφυρα (βλ. ό.π„ σ.31).
8. Για το μηχανισμό μετακίνησης άμμου και αποκάλυψης τοίχων, βλ.ΑΔ54 (1999): Χρονικά, σ.1027-1028.
9. Για τον πρώτο ταφικό πίθο, βλ. ΕΝΑΛΙΑ IV, τχ. 1/2(1992), σ.34.