.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Ήρωες της Αρχαίας Μεσσήνης: Ταφικά μνημεία εντός των τειχών- Ανδριάντες αφηρωϊσμένων νεκρών


Ταφικά μνημεία εντός των τειχών
Η εγγύτης και η επικοινωνία του ταφικού κτίσματος Δ με το οικοδομικό συγκρότημα του Ασκληπιείου μαρτυρούν κατ' αρχήν λειτουργική και νοηματική σχέση με το ιερό του Ασκληπιού και της θεοποιημένης Μεσσήνης (εικ.42). Τα μορφολογικά του στοιχεία, τόσο η κάτοψη όσο και τα υπάρχοντα μέλη της ανωδομής του παραπέμπουν σε οικογενειακό ταφικό μνημείο αφηρωϊσμένου θνητού (εικ.43). Τα ανασκαφικά δεδομένα σε συνδυασμό με τα κατασκευαστικά στοιχεία του κτίσματος Δ έδειξαν ότι αυτό τοποθετήθηκε στο ελαφρά υπερυψωμένο άνδηρο σε χρονική στιγμή μεταγενέστερη της οικοδόμησης του μνημειακού συγκροτήματος του Ασκληπιείου. Χρειάστηκε μάλιστα να καταργηθούν δύο αίθουσες, που βρίσκονταν στη θέση αυτή, προκειμένου να ελευθερωθεί ο χώρος για την ένταξη του μνημείου σε αυτόν (εικ.43). Το ανατολικό τμήμα του κτίσματος καταλαμβάνουν δύο συλημένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, τοποθετημένοι κάτω από το δάπεδο. Η είσοδός του βρισκόταν στο μέσο της νότιας πλευράς και οδηγούσε στον μεσαίο χώρο, ο οποίος λειτουργούσε ως προθάλαμος. Ο Γεώργιος Οικονόμος είχε αποκαλύψει το 1925 λάκκο κάτω από το δάπεδο του μεσαίου αυτού χώρου, τον οποίο ερμήνευσε ως εσχάρα. Κάτω από το δάπεδο του δυτικού χώρου και Οικονόμος διέκρινε ένα δεύτερο ζεύγος συλημένων τάφων, γεγονός που τον οδήγησε να αποκαλέσει το κτίσμα "τετρατάφιον". Το ορθογώνιο κτίσμα Δ, με τέσσερεις τάφους στο εσωτερικό του, αποτελούσε επομένως οικογενειακό ταφικό μνημείο, ανάλογο εκείνων που έχουν έλθει στο φώς στο Γυμνάσιο, καθώς και στα ανατολικά του Ασκληπιείου.



Μέσα στον περίβολο του ταφικού μνημείου Δ κείτονταν το άνω μέρος δωρικού κίονα από ασβεστόλιθο, το οποίο συγκολλήθηκε το 1993 με το κάτω ενεπίγραφο τμήμα του ίδιου κίονα, που φέρει τα ψηφίσματα επτά πόλεων προς τιμήν του γλύπτη Δαμοφώντος (εικ.44 και 45). Ο κίονας, αρ. ευρ. 1048, με τα δύο συνανήκοντα τμήματά του έχει συνολικό ύψος 3.26μ., διάμ. κάτω 0.50μ., διάμ. άνω 0.40μ. Οι είκοσι ραβδώσεις του καταλήγουν σε ταινία πλ. 0.04μ., η οποία εισχωρούσε στην κυκλική εγκοπή της ελλείπουσας βάσης και στερεωνόταν με την παρεμβολή μολυβδοχόησης.
Φέρει στην άνω κυκλική επιφάνειά του δύο τόρμους για τη γόμφωση του ελλείποντος κιονοκράνου. Λόγω της θέσης εύρεσής του, πρέπει να σχετίζεται με το μνημείο Δ, το οποίο, όπως σημειώσαμε παραπάνω, κατασκευάστηκε μετά την ανέγερση του Ασκληπιείου, όπου κατ' εξοχήν είχε εργασθεί ο μεγάλος Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών. Ο κίονας έφερε πιθανότατα χάλκινη πλαστική εικόνα του γλύπτη ή κάποιο άλλο σχετικό με τον καλλιτέχνη έργο πάνω στο κιονόκρανο που λείπει.



Τα επτά τιμητικά ψηφίσματα αναγράφηκαν όλα μαζί στον κίονα μετά τον θάνατο του Δαμοφώντος και αποτελούν αντίγραφα των πρωτότυπων ψηφισμάτων, τα οποία είχαν εκδοθεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα το καθένα. Μεγάλες τιμές απονέμουν στον γλύπτη και επιφανή Μεσσήνιο πολίτη οι εξής επτά πόλεις: η αρκαδική Λυκόσουρα, η Λευκάδα, οι Κράνιοι της Κεφαλληνίας, η Μήλος, η Κύθνος, η Γερηνία και η Oιάνθεια. Οι αρετές του ανδρός που εξαίρονται στα ψηφίσματα αποκαλύπτουν την προσωπικότητα ενός πολίτη της τάξης των εύπορων γαιοκτημόνων, διαπνεόμενο από σεβασμό προς τα ήθη, τις παραδόσεις και τους θεσμούς της πόλης και με βαθιά πίστη στους θεούς. Ο Δαμοφών εμφανίζεται ιδιαίτερα συντηρητικός και ευσεβής για την εποχή που έδρασε (-210/ -180), κατά την οποία η απώλεια της πίστης στους θεσμούς, τις παραδόσεις και τους θεούς ήταν καθολικό φαινόμενο. Συντηρητική και παραδοσιακή γενικά αποδεικνύεται και η μεσσηνιακή κοινωνία, καθώς και οι αποκλειστικά ηρωικές και θεϊκές αγαλματικές δημιουργίες του Μεσσήνιου γλύπτη, ο οποίος απέφυγε να φιλοτεχνήσει εικονιστικούς ανδριάντες. Δύο από τα καλύτερα σωζόμενα κεφάλια έργων του από το Ασκληπείο της Μεσσήνης είναι αυτά του Απόλλωνα και του Ηρακλή (εικ.46, 47).


Στον κόσμο του αθλητισμού και της ποίησης απαντούν εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών, που γίνονται δέκτες ύψιστων μεταθανάτιων τιμών ακόμη και λατρείας, όπως ο ΄Ομηρος, ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος, ο Πίνδαρος, ο Σοφοκλής, οι ποιήτριες Σαπφώ και Κόριννα, η αθλήτρια Χλωρίς- Μελιβοία, η Κυνίσκα και άλλοι. Συνοψίζοντας επαναλαμβάνουμε ότι το κτίσμα Δ ήταν οικογενειακό ταφικό μνημείο, που μπορεί να αποδοθεί στον γλύπτη Δαμοφώντα και σε μέλη της οικογένειάς του, όπως στη σύζυγό του και στους δύο γιούς του Ξενόφιλο και Δαμοφώντα II. Είχε και δύο κόρες, όπως προκύπτει έμμεσα από την πληροφορία του Παυσανία (8.31.1-6), τις οποίες μάλιστα ταύτιζαν ορισμένοι με τις δύο ανθοσυλλέκτριες που πλαισίωναν το Δαμοφώντειο λατρευτικό σύνταγμα της Δήμητρος και της Κόρης Σώτειρας στη Μεγαλόπολη. Πού είχαν ενταφιασθεί οι κόρες του Δαμοφώντος μετά τον γάμο και τον θάνατό τους, παραμένει άγνωστο.
Δέκα Μεσσήνιοι νεκροί (έξι άνδρες και τέσσερεις γυναίκες), γόνοι επιφανών οικογενειών, ενταφιάστηκαν τιμητικά σε ταφικό μνημείο κατασκευασμένο εντός των τειχών (intra muros) και τοποθετημένο σε ιδιαίτερα επίσημη και περίοπτη θέση απέναντι από την είσοδο του Ασκληπιείου (εικ. 48, 49). Τα ονόματα των νεκρών γραμμένα χωρίς το πατρώνυμο σε συνεχή σειρά πάνω στις στέψεις των ορθοστατών ηχούν ηρωικά στα αυτιά μας:
Νέων, Θρασύλοχος, Αντισθένης, Πολύστρατος, Πολύανδρος, Πολυκράτης, Θήβα, Θελξίππα, Γοργώ, Λυσώ. Θα πρέπει να σκοτώθηκαν μαχόμενοι ηρωικά σε μάχη, ενδεχομένως στη μάχη ενάντια στον Δημήτριο Φάριο, που επιχείρησε να καταλάβει τη Μεσσήνη το -214, μάχη στην οποία είχαν λάβει ενεργά μέρος κατά την παράδοση και Μεσσήνιες γυναίκες. Πιθανότερο φαίνεται πάντως να έπεσαν μαχόμενοι ενάντια στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι με επικεφαλής τον βασιλιά Νάβι κατάφεραν να κατακτήσουν πρόσκαιρα την πόλη της Μεσσήνης το -201. Τα κτερίσματα των τάφων, μολονότι ορισμένοι είχαν χρησιμοποιηθεί και για μεταγενέστερες ταφές, ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα και σύμφωνα με την προτεινόμενη χρονολόγηση.



Υποστηρίζω με βάση συνδυασμό στοιχείων (χρονολογικών, τοπογραφικών, μορφολογικών, φιλολογικών και επιγραφικών) ότι το ταφικό επιβλητικό κτίσμα που υψώνεται στα νότια του Σταδίου, κατασκευασμένο τον -1ο αι. πάνω σε ορθογώνιο πόδιο σε επαφή με το τείχος της πόλης, με ιδιαίτερα προβαλλόμενη και τιμητική θέση στο πέρας του στίβου, ανήκε στην επιφανή μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών (εικ. 50). Χρειάστηκε μάλιστα να καθαιρεθεί ένα τμήμα του τείχους, προκειμένου να παραμείνει ελεύθερη και ορατή η στραμμένη προς το εσωτερικό του στίβου βόρεια πρόσοψη του μνημείου. Φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε συνεχώς από τον -1ο έως τον +2ο αιώνα για τον ενταφιασμό μελών της ίδιας οικογένειας, της οποίας το γενεαλογικό δένδρο έχει αποκατασταθεί για πέντε τουλάχιστον γενιές. Το ηρώο της οικογένειας αυτής είδε στο Στάδιο ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος επισκέφτηκε τη Μεσσήνη μεταξύ +155/ +160 στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς και το περιέγραψε συνοπτικά (4.32.2). Έχει τη μορφή πρόστυλου τετρακιόνιου ναού με πρόδομο και σηκό, διαστ. 7.44Χ 11.60μ. (εικ.53, 54). Στο εσωτερικό του σηκού ήταν τοποθετημένη μαρμάρινη σαρκοφάγος με τη μορφή του νεκρού ανακεκλιμένη στο ανακλιντροειδές κάλυμμα. Στο μέσο του αετώματος, στην πρόσοψη, είχε αναρτηθεί μαρμάρινη ασπιδωτή εικόνα (imago clipeata) του πρώτου Σαιθίδα των χρόνων του Αυγούστου ή του Τιβερίου, γενάρχη της οικογένειας (εικ.51). Αριστερό τμήμα ανδρικού κεφαλιού της εποχής των Αντωνίνων από το Μαυσωλείο εικόνιζε πιθανότατα τον Τιβέριο Κλαύδιο Σαιθίδα Καιλιανό ΙΙ (εικ. 52).


Ανδριάντες αφηρωισμένων νεκρών

Το άγαλμα του Ερμή από το Γυμνάσιο της Μεσσήνης παρουσιάζει στενή συγγένεια με τον Δορυφόρο του Πολυκλείτου (εικ. 55-58). Ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και ταυτόχρονα κινείται η μορφή βρίσκει αντιστοιχίες στον ανδριάντα του Δορυφόρου.
Το πρότυπο του αντιγράφου θα πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στα έργα των συνεχιστών της σχολής του Πολυκλείτου και όχι στα ανάλογα του Πραξιτέλη και της σχολής του. Η πρότασή μας αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι παρόμοια κίνηση του φερόμενου προς τα πίσω αριστερού χεριού έχει το μαρμάρινο αντίγραφο του έργου, που αναγνωρίζεται από ορισμένους ερευνητές ως ο Ηρακλής του Πολυκλείτου. Εικονογραφική συγγένεια παρουσιάζει ο Ερμής της Μεσσήνης με τον Ερμή Ψυχοπομπό, ο οποίος εικονίζεται στον ανάγλυφο σφόνδυλο ενός κίονος από το νεώτερο Αρτεμίσιο της Εφέσου (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο αρ. ευρ. 1206). Η συγγένεια μάλιστα είναι τόσο στενή, ώστε φαίνεται ότι τόσο ο ανάγλυφος Ερμής της Εφέσου, όσο και ο ολόγλυφος Ερμής της Μεσσήνης αποδίδουν το ίδιο χαμένο χάλκινο πρότυπο, ο πρώτος ελεύθερα, ο δεύτερος πιστά. Ήδη ο Otto Rayet το 1884 είχε αποδώσει τον Ερμή τού Αρτεμισίου της Εφέσου σε Πολυκλείτειο πρότυπο, ακολουθούμενος από άλλους ερευνητές, όπως ο Carlo Anti, ο οποίος μάλιστα αναγνώρισε ως πρότυπό του τον Ηρακλή του Πολυκλείτου.



Το μεγαλύτερο του φυσικού μέγεθος, η γυμνότητα, τα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά του Ερμή έρχονται σε αντίθεση με τον εικονιστικό, τυλιγμένο σφιχτά στο ιμάτιο μαρμάρινο ανδριάντα του Τιβερίου Κλαυδίου Θέωνος, ο οποίος ήταν ανιδρυμένος δίπλα του, μέσα στο δωμάτιο ΙΧ της δυτικής στοάς του Γυμνασίου (εικ.59). Και τα δύο πάντως αγάλματα, τόσο το εικονιστικό του Τιβερίου Κλαυδίου Θέωνος, γιου του Νικηράτου, όσο και το ιδεαλιστικό του Ερμή, είχαν χθόνια λειτουργία, σχετιζόμενα άμεσα με τα παρακείμενα ταφικά μνημεία και τούς "αφηρωισμένους" επιφανείς νεκρούς, οι οποίοι βρίσκονταν ενταφιασμένοι σε αυτά. Ο χθόνιος χαρακτήρας του Ερμή της Μεσσήνης είναι αντίστοιχος με εκείνον του αποσπασματικά σωζόμενου δεύτερου Ερμή, τού ανιδρυμένου στο δωμάτιο ΧΙ της ίδιας δυτικής πτέρυγας του Γυμνασίου, ο οποίος, σύμφωνα με την επιγραφή του βάθρου του, εικόνιζε αναμφίβολα τον νεκρό "ήρωα" Τιβ. Κλ. Διονύσιον Αριστομένεος (εικ.60- 63). Είναι επίσης ανάλογος με τον χαρακτήρα του Ερμή της "Ανδρου, που βρέθηκε το 1833 μαζί με άγαλμα της Μεγάλης Ηρακλεώτισσας μέσα σε ταφικό κτίσμα στην Άνδρο, καθώς επίσης με εκείνον του Ερμή του Αιγίου, της Θάσου και του Παλατιανού Κιλκίς.

Πέτρου Γ. Θέμελη
"Ήρωες της Αρχαίας Μεσσήνης.", 2003









Printfriendly