Στην αρχαιότητα το θαλάσσιο ταξίδι ήταν το σύνηθες προκειμένου να φθάσει κανείς σε μακρινές περιοχές της Μεσογείου. Όμως, στα ταξίδια με πλοία εγκυμονούσαν συχνά κίνδυνοι και τότε οι ναυτικοί έκαναν επικλήσεις στους θεούς για τη σωτηρία τους, όπως προκύπτει από την έρευνα των επιγραφών στη θέση «Γραμμένο» ή «στα Γράμματα», στη βορειοανατολική πλευρά της μεσσηνιακής νήσου Πρώτης, της οποίας οι δύο μεγάλοι όρμοι παρείχαν ασφαλές αγκυροβόλιο στα πλοία και καταφύγιο από τους ανέμους του Ιονίου Πελάγους1.
Το όνομα της νήσου, που αναφέρεται σε αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Θουκυδίδη και τον Στράβωνα2, οφείλεται κατά μια άποψη στο γεγονός ότι είναι το πρώτο νησί που συναντά κανείς πλησιάζοντας στην Πελοπόννησο από τα δυτικά, παραπλέοντας τις ηπειρωτικές ακτές της Δυτικής Ελλάδας3 (εικ.1).
Στους νεότερους χρόνους η νήσος Πρώτη αναφέρεται στους ναυτικούς χάρτες και στα οδοιπορικά των περιηγητών με διάφορες ονομασίες, κυρίως ως Proti, Pruode, Prima ή Prodano4. Πέρα από την καταλογογράφηση και ψηφιακή τεκμηρίωση του συνόλου των επιγραφών που είναι χαραγμένες στους λειασμένους κατακόρυφους βράχους στη θέση Γραμμένο, νέα στοιχεία προέκυψαν από τη συνθετική επανεξέταση και ερμηνεία των επιγραφών της εύπλοιας.
Στους βράχους της βόρειας και της νότιας πλευράς του όρμου υπάρχουν χαραγμένες πολλές επιγραφές από ναυτικούς και ταξιδιώτες πλοίων προερχόμενων από διάφορα μέρη της Μεσογείου5 (εικ.2).
Σε εικοσιέξι επιγραφές μνημονεύεται η λέξη «εύπλοια», δηλαδή ο καλός πλους, σε διάφορες γραφές (εὔπλοια, εὔπλωια, εὔπλεα). Συνήθως, η λέξη εύπλοια χαράσσεται στην αρχή της ευκτήριας επιγραφής σε ονομαστική πτώση (σε είκοσι τρεις περιπτώσεις). Συχνά συνοδεύεται από μια δοτική, που αναφέρει το όνομα και την καταγωγή του ανδρός υπέρ του οποίου αναγράφεται η ευχή, όπως λ.χ. εὔπ̣λεα τῷ Ὑψικλῇ τ̣ῷ Ἀθηναίῳ6. Άλλοτε εκφέρεται το όνομα του ανδρός σε κλητική πτώση και η λέξη εύπλοια σε αιτιατική. Άλλοτε η δοτική αναφέρεται στο όνομα του πλοίου7. Συχνά πλοία έχουν ονόματα θαλάσσιων θεοτήτων της εποχής, όπως Διόσκουροι8, Ασκληπιός, Διόνυσος, Δήμητρα, ενώ σπανιότερα έχουν σχέση με τις καιρικές συνθήκες του ταξιδιού όπως Θύελλα.
Xαρακτηριστικά αναφέρονται: Εὔπλοια τῷ Ἀσκληπιῷ9 (εικ.3), Εὔπλοια τῇ Δήμητρι10, Εὔπλεα τοῖς Διοσκόροις11.
Αρκετές από τις επιγραφές χρονολογούμενες κατά τη ρωμαϊκή εποχή, είναι χαραγμένες μέσα σε δίωτη δέλτο (tabula ansata), δηλαδή πλαίσιο που είχε το σχήμα ορθογώνιας πινακίδας με δύο λαβές. Συχνά δηλώνεται η πόλη από την οποία προέρχεται το πλοίο ή ο ναυτικός. Οι περισσότερες πόλεις βρίσκονται στο Αιγαίο και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Έφεσος παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό12, ακολουθούν η Σμύρνη (εικ.4)13 και η Μίλητος14. Άλλοι τόποι προέλευσης πλοίων και ναυτιλλομένων είναι η Aθήνα15, τα Mέγαρα16, η Μυτιλήνη17, η Άσσος18, η Νίσυρος, η Σάμος, η Κάμειρος στη Ρόδο, η Λέβεδος19, η Σελεύκεια και η Σικελία20. Χαρακτηριστική είναι η (πρωτοβυζαντινή) επιγραφή για εύπλοια πλοίου με το όνομα Μαρία και με κυπριακό πλήρωμα21. Συχνά αναγράφεται το όνομα του ναυτικού ή του ταξιδιώτη, όπως Κλείτων22, Λεύκιος, Γαλατίας23, Ερμόδωρος24, Φιλάδελφος. Υπάρχουν ακόμα και λίγα διακοσμητικά χαράγματα και συμπιλήματα.
Αυτές οι επιγραφές εύπλοιας συγκρίνονται πολύ καλά με εκείνες που υπάρχουν και σε άλλα ελληνικά νησιά, σε θέσεις όπως η Αλυκή της Θάσου και τα Γράμματα της Σύρου, που ήταν πρόσφορες σε αγκυροβόλιο.
Αρκετές από τις επιγραφές χρονολογούμενες κατά τη ρωμαϊκή εποχή, είναι χαραγμένες μέσα σε δίωτη δέλτο (tabula ansata), δηλαδή πλαίσιο που είχε το σχήμα ορθογώνιας πινακίδας με δύο λαβές. Συχνά δηλώνεται η πόλη από την οποία προέρχεται το πλοίο ή ο ναυτικός. Οι περισσότερες πόλεις βρίσκονται στο Αιγαίο και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Έφεσος παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό12, ακολουθούν η Σμύρνη (εικ.4)13 και η Μίλητος14. Άλλοι τόποι προέλευσης πλοίων και ναυτιλλομένων είναι η Aθήνα15, τα Mέγαρα16, η Μυτιλήνη17, η Άσσος18, η Νίσυρος, η Σάμος, η Κάμειρος στη Ρόδο, η Λέβεδος19, η Σελεύκεια και η Σικελία20. Χαρακτηριστική είναι η (πρωτοβυζαντινή) επιγραφή για εύπλοια πλοίου με το όνομα Μαρία και με κυπριακό πλήρωμα21. Συχνά αναγράφεται το όνομα του ναυτικού ή του ταξιδιώτη, όπως Κλείτων22, Λεύκιος, Γαλατίας23, Ερμόδωρος24, Φιλάδελφος. Υπάρχουν ακόμα και λίγα διακοσμητικά χαράγματα και συμπιλήματα.
Αυτές οι επιγραφές εύπλοιας συγκρίνονται πολύ καλά με εκείνες που υπάρχουν και σε άλλα ελληνικά νησιά, σε θέσεις όπως η Αλυκή της Θάσου και τα Γράμματα της Σύρου, που ήταν πρόσφορες σε αγκυροβόλιο.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει πρώτα στον όρμο των Γραμμάτων της Σύρου, στο μέσον του Αιγαίου Πελάγους25, ο οποίος προσέφερε ασφαλές καταφύγιο στους ναυτικούς όταν ο καιρός ήταν κακός. Υπάρχουν και εκεί παρακλήσεις προς τους θαλάσσιους θεούς της ρωμαϊκής εποχής, όπως στους Διόσκουρους, στην Ίσιδα, στον Σέραπι, στον Ήλιο και στον Ασκληπιό 26, στους οποίους προσεύχονταν οι ναυτικοί είτε για να τους ευχαριστήσουν για το ταξίδι είτε για να συνεχίσουν ακίνδυνα. Επιγραφές ευπλοίας βρέθηκαν και στην Αλυκή της Θάσου27. Στον μυχό του ανατολικού όρμου αποκαλύφθηκε ιερό με δύο οικοδομήματα με όμοια κάτοψη, που ιδρύθηκε στα μέσα του -7ου αι. Στα σκαλοπάτια της πρόσοψης του βόρειου κτιρίου του διπλού ιερού υπάρχουν χαράγματα με ονόματα28. Πάνω σε βάσεις από κίονες ή σε λίθους πεσμένους από τους τοίχους αναγράφονται ευχές για κατευόδιο σε πλοία με θεϊκά ονόματα, όπως Σάραπις, Ηρακλής, Ποσειδών, Άρτεμις, Ασκληπιός, που έρχονταν στην άκρη της χερσονήσου, συχνά για να φορτώσουν μάρμαρα29. Μία από αυτές τις ευχές απευθύνεται στους Σωτήρες Θεούς (Θεοί Σώζοντες), που δεν άλλοι από τους Διόσκουρους, προστάτες των θαλασσινών30.
Στην περίπτωση της Πρώτης δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις από την αρχαιολογική έρευνα για την ύπαρξη αρχαίου ιερού στο νησί31. Ο Strijd, ωστόσο, υποστήριξε στις αρχές του 20oυ αιώνα ότι στην Πρώτη πρέπει να εὔπλοιάν σοι δοίη διὰ παντός33 (εικ.5). Μολονότι η Εύπλοια ήταν ένα από τα συνηθισμένα λατρευτικά επίθετα της Αφροδίτης και μαρτυρείται σε επιγραφές ήδη από τον -4ο αι., η λατρεία της με αυτή την ιδιότητα είχε υποχωρήσει στα ρωμαϊκά χρόνια και είχε ενισχυθεί η πίστη στους Διόσκουρους και στις αιγυπτιακές θεότητες της Ίσιδας και του Σέραπι34. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να σκεφτεί ότι η ανωτέρω επιγραφή εύπλοιας μάλλον αποτελεί σαφή υπαινιγμό για την κύρια ανδρική θεότητα των ναυτιλλομένων της ρωμαϊκής εποχής, που δεν είναι άλλος από τον Σέραπι35. Σημειώνεται εδώ ότι και δύο άλλες επιγραφές είναι σχετικές. H μία αναφέρεται στην εύπλοια ακολούθων του Διός-Σέραπι (Διοσεραπιτῶν)36, που προφανώς ήταν οι ιδιοκτήτες του πλοίου και τον επέλεξαν ως προστάτιδα θεότητά τους37. To όνομα Φιλοσάραπις επίσης μνημονεύεται σε μια δεύτερη επιγραφή, χαραγμένη στη θέση Γραμμένο (εικ.6)38.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι θεότητες των επιγραφών στη θέση Γραμμένο της νήσου Πρώτης μαρτυρούνται και στις επιγραφές εύπλοιας σε έναν άλλο όρμο Γραμμάτων, που βρίσκεται στο Ιόνιο Πέλαγος, στις δυτικές υπώρειες των Ακροκεραύνιων Ορέων39 και νοτιοδυτικά του Αυλώνα, δηλαδή της σύγχρονης αλβανικής πόλης Βλόρε (Vlorë), που ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας Αυλών κατά τον -6ο αι. Οι επιγραφές ξεκινούν από τον -3ο αι., ενώ μερικές αναφέρονται στους Διόσκουρους. Η θέση του όρμου ήταν ιδανική πάνω στο θαλάσσιο πέρασμα από τα παράλια της αρχαίας Ηπείρου σ’ εκείνα της χερσονήσου της Κάτω Ιταλίας.
Λόγω απόστασης, τα πλοία ακολουθούσαν συχνά τη θαλάσσια αυτή διαδρομή, ώστε να περάσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια από το Στενό του Οτράντο απέναντι, στην ιταλική χερσόνησο.
Οι επιγραφές της νήσου Πρώτης φαίνεται να σχετίζονται με τις δύο βασικές γραμμές ναυσιπλοΐας, που ξεκινούσαν ή διέρχονταν από την Πελοπόννησο και κατέληγαν στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία (εικ.7).
Ο διάπλους της Αδριατικής Θάλασσας ήταν πάντοτε ένα δύσκολο εγχείρημα. Η πρώτη γραμμή ναυσιπλοΐας ξεκινούσε από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, παρέπλεε την Αιτωλοακαρνανία, διερχόταν μεταξύ Ιθάκης και Λευκάδας, συνέχιζε κοντά στην Κέρκυρα και την Ήπειρο και, ανερχόμενη κατά μήκος των ηπειρωτικών ακτών, έφθανε κοντά στον Αυλώνα, από όπου έκαμπτε προς τα δυτικά, περνώντας το πορθμό του Οτράντο και κατέληγε στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία40. Η γραμμή αυτή ήταν κυρίως ακτοπλοϊκή, καθώς ακολουθούσε τις ακτές της Δυτικής Ελλάδας και της Ιταλίας. Σχέση με τη γραμμή αυτή ναυσιπλοΐας έχουν οι αναφερθείσες επιγραφές ευπλοίας στα Γράμματα της Αλβανίας. Η θαλάσσια αυτή διαδρομή, πλησίον των ακτών, αναφέρεται ρητά στις ιστορικές πηγές41.
Η δεύτερη γραμμή ναυσιπλοΐας, που συχνά περνούσε κοντά από τη νήσο Πρώτη, ήταν πιο σύντομη. Ήταν όμως ποντοπόρος. Ξεκινώντας από τα λιμάνια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, έφθανε στη νοτιοανατολική Σικελία και στη συνέχεια στην Κάτω Ιταλία. Η πλεύση γινόταν κατά την ανοικτή θάλασσα. Η διαδρομή της προκύπτει και από μνείες των αρχαίων πηγών. Μένει να επιβεβαιωθεί και από εντοπισμούς θέσεων ή ανευρέσεις αρχαίων ναυαγίων. Η γραμμή ναυσιπλοΐας συμπίπτει με την ευθυγραμμία την παράλληλη προς τον Ισημερινό, η οποία διέρχεται σε ευθεία από τις Συρακούσες, τις νήσους Στροφάδες (Άρπυια και Σταμφάνη) και καταλήγει στην περιοχή της Κυπαρισσίας, δηλαδή το λιμάνι της αρχαίας Μεσσήνης42. Οι αρχαίοι γνώριζαν την απευθείας απόσταση Σικελίας-Πελοποννήσου και την υπολόγιζαν σε 4000 στάδια, δηλαδή 400 μίλια περίπου. Οι νήσοι Στροφάδες βρίσκονται 400 στάδια δυτικά της Κυπαρισσίας43. Τέλος, σημειώνεται ότι και στη νήσο Πρώτη υπάρχουν επιγραφές που αναφέρουν ως τόπο προέλευσης ή προορισμού τη Σικελία.
Μέχρι σήμερα, από όσο γνωρίζω, δεν έχει συσχετιστεί η παρουσία των επιγραφών των δύο όρμων Γραμμάτων με δύο πολυσύχναστα σημεία, όπου τα αρχαία πλοία άλλαζαν ρότα και έπλεαν στα βαθιά44. Τις δύο βασικές θαλάσσιες διαδρομές προς τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία θεωρώ ότι σηματοδοτούν οι όρμοι Γραμμάτων στη Μεσσηνία και την Αλβανία. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι δε μαρτυρούνται αλλού στις ακτές του Ιονίου πελάγους άλλοι τέτοιοι όρμοι. Οι επιγραφές εύπλοιας στη νήσο Πρώτη αλλά και στον όρμο των Γραμμάτων στη σημερινή νότια Αλβανία μαρτυρούν την πίστη στις ίδιες θαλάσσιες θεότητες. Εκτός της Αδριατικής, επικίνδυνα ταξίδια γίνονταν ασφαλώς και στο Αιγαίο, όπως στη Θάσο και στη Σύρο, όταν τα πλοία ταξίδευαν στο Κάβο Ντόρο και αλλού45.
Οι θαλάσσιες θεότητες στις ρωμαϊκές επιγραφές των όρμων στο Ιόνιο, το Αιγαίο και την Αδριατική απεικονίζονται χαρακτηριστικά σε μια ομάδα λεμβόσχημων λυχναριών που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα. Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ομάδας αυτής είναι το άριστα διατηρημένο λυχνάρι από το Pozzuoli, σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, που χρονολογείται γύρω στα +70/ +120.46. Έχει στο μέσο την επιγραφή ΕΥΠΛΟΙΑ, μέσα σε δίωτη δέλτο (tabula ansata), που ομοιάζει με τις επιγραφές της εύπλοιας της νήσου Πρώτης (εικ.8).
Παρά τους κινδύνους του θαλάσσιου περίπλου της Πελοποννήσου, οι μεταφορές προϊόντων στη Μεσσηνία και τη Δυτική Ελλάδα από την Αδριατική φαίνεται ότι πολλαπλασιάζονται μετά το -146.49. Στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια χιλιάδες πλοία ταξιδεύουν στη Μεσόγειο μεταφέροντας όλο και μεγαλύτερα φορτία, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της ναυπηγικής και της ναυτικής τεχνολογίας50. Ταυτόχρονα όμως αυξάνεται και ο αριθμός των ναυαγίων, κυρίως από τον -1ο αι. έως τον +1ο αι. (εικ.9), όπως μαρτυρούν στους βυθούς οι μεγάλοι σωροί αμφορέων, οι άγκυρες51 αλλά και κάποια έργα τέχνης, που δεν έφθασαν ποτέ στον προορισμό τους52. Συγχρόνως, εξαπλώνεται και η λατρεία των αιγυπτιακών θεοτήτων αλλά και των Διοσκούρων ως σωτήρων των ναυτικών και προστατών της ναυσιπλοίας53.
Με την ίδρυση της Μεσσήνης, το -369, είναι βέβαιο πως ο Επαμεινώνδας φρόντισε το λιμάνι στην Κυπαρισσία να χρησιμέψει ως επίνειο της μεσσηνιακής πρωτεύουσας54.
Η θάλασσα που περιβάλλει ολόκληρη τη δυτική και νότια Μεσσηνία την έφερε σε επικοινωνία με τον κόσμο της Μεσογείου και της Αδριατικής και με τις πόλεις της ηπειρωτικής, νησιωτικής και Μεγάλης Ελλάδας, μέσω των λιμένων της Κυπαρισσίας, της Πύλου και των Φαρών (σημερινής Καλαμάτας). Στη Μεσσήνη λατρεύονταν οι Διόσκουροι αλλά και η Ίσις και ο Σέραπις, των οποίων η λατρεία μεταφέρθηκε εκεί από την Αλεξάνδρεια, μέσω των εμπορικών οδών, ήδη από τον -2ο αι. Το ιερό της Ίσιδας και του Σέραπι βρισκόταν δίπλα στο θέατρο, όπου ήρθε στο φως κρυπτή υπόγεια δεξαμενή σε σχήμα Π, που είχε σχέση με τη λατρεία και τις τελετουργίες στο ιερό55. Στην υπόγεια αυτή κρύπτη αποκαλύφθηκε μαρμάρινο άγαλμα της Ίσιδας που θηλάζει τον γιο της Ώρο56. Ένα ακόμη περίοπτο μαρμάρινο άγαλμα της Ίσιδας Πελαγίας βρέθηκε σε κόγχη της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου, αλλά δεν αποκλείεται να είχε μεταφερθεί εκεί από το ιερό της Ίσιδας και του Σέραπι57. Εδώ η θεά εικονίζεται όρθια πατώντας με το αριστερό πόδι ένα έμβολο πλοίου (εικ.10).
Με τα δύο χέρια της κρατούσε το φουσκωμένο από τον άνεμο ιστίο, που δεν σώθηκε, λειτουργώντας η ίδια ως το μεγάλο κατάρτι του πλοίου. Η Ίσις, άλλωστε, σύμφωνα με το μύθο, επινόησε το ιστίο στη διάρκεια της αναζήτησής του γιού της Ώρου-Αρποκράτη. Η αιγυπτιακή αυτή θεότητα αγαπήθηκε καθολικά και λατρεύτηκε από τους πιστούς σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Σ’ αυτήν, κυρίως, πρέπει να απευθύνονται οι ευχές των επιγραφών των βράχων της νήσου Πρώτης και στον παρέδρό της Σέραπι, αλλά και στους υπόλοιπους θαλάσσιους θεούς, όπως στους Διόσκουρους58, οι οποίοι απολάμβαναν ευρείας αποδοχής στον κόσμο των ναυτιλλομένων της Μεσογείου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην πρωτεύουσα της αρχαίας Μεσσηνίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όπως προκύπτει από την νέα επισκόπηση των ανωτέρω επιγραφικών και αρχαιολογικών δεδομένων.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Α. ΦΡΙΤΖΙΛΑΣ
Νεότερες έρευνες στον Όρμο των Γραμμάτων της μεσσηνιακής νήσου Πρώτης
1 Για την Πρώτη γενικά βλ. Παπανδρέου 1902, 238-241. Valmin 1930, 141-145. Roebuck 1941, 23, 38 υποσημ. 62, 40. Meyer 1957, 927-928. McDonald – Rapp 1972, 310-311 αρ. 407. Meyer 1978, 204. Δημάκης 1984, 44-49. Shipley 2004, 558. Φριτζίλας 2015, 178-180. Fritzilas 2019, 343-354.
2 Θουκιδίδης 4.13.3 και Στράβων 8.3.23, 8.4.2: Πρωτὴ νῆσος. Για άλλες μνείες της νήσου πρβλ. Ψευδο-Σκύλαξ 45. Πλίνιος, Φυσ. Ιστ. 4.55. Πτολεμαίος, Γεωγρ.3.14.44.Στέφανος Βυζάντιος537.16-17.
3 Bölte 1957, 925-927. Κατ’ αναλογία, την ονομασία Πρώτη είχε και η νησίδα στην Προποντίδα, την οποία πρώτα συναντά κανείς ταξιδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη προς τα Πριγκηπονήσια και την οποία αναφέρουν βυζαντινοί συγγραφείς.
4 Λυριτζής 1973, 92. Λυριτζής 2013, 67-68. Nanetti 2011, 75 εικ. 7, 95-96, 113, 117-118, 140-141, 166-168 εικ. 27-33, 252 εικ. 147. Κυριακοπούλου 2014, 774.
5 Για τις επιγραφές της Πρώτης βλ. Leake 1830, 70. Strijd 1904, 361. Kolbe 1905, 55. IG V 1, 309-311. Valmin 1929, 152-155, πίν. XXa-d. Mαρτίνης 1934, 190-194.
6 IG V 1, 1542. Strijd 1904, 367 αρ. 15. Sandberg 1954, 9 αρ. 5.
7 IG V 1, 1548: Εὔπλεα τοῖ[ς] | Διοσκόροι[ς] θ̣ε[οῖ]- | ς τοῖς Ἀσσίοις | Εὐχ(ε)ίρου [κ]αὶ. Πρβλ. Strijd 1904, 366 αρ. 11. Sandberg 1954, 21 αρ.11
8 IG V 1, 1551: Διόσκουροι εὔπλειαν. Strijd 1904, 368 αρ. 23. Sandberg 1954, 22 αρ. 14. Zunino 1997, 192. αρ. T 6.
9 IG V 1, 1547: Εὔπλοια τῷ Ἀσκλ- | ηπιῷ, τ̣ῷ Ἐφεσίῳ, | τῷ Φιλαδέλφω | οὗ προναυκλ- | ηρεῖ | [Ῥ]ητορικός | [εμ]ν[ή]σθ̣η. Επίσης Valmin
1929, 155 αρ. 40. Μαρτίνης 1934, 192 αρ. 6. Sandberg 1954, 3 αρ. 10.
10 Valmin 1929, 154 αρ. 32. Μαρτίνης 1934, 191 αρ. 1. Sandberg 1954, 28-29 αρ. 23.
11 Βλ. υπ. 7.
12 IG V 1, 1545: [Eὔ]πλ̣οι- | [α] τῷ [Ἀ]πελ- | [λᾷ] Ἐφ̣[ε]σί[ῳ] | Λεοντίου. Βλ. επίσης Strijd 1904, 368 αρ.21. Sandberg1954,11 αρ.8.
13 IG V 1, 1550: Εὔπλοιά σοι εὐτυχής, | Διόσκοροι Σμυρναῖοι.
14 IG V 1, 1553: Eὔπλοια[ν ὀπ]άζῃ Ἀθηνᾶ Καρ̣ίν[ῃ] | Γελλίαι ταῖ[ς] Μειλησίαι[αι]ς. Βλ. Strijd 1904, 368 αρ. 22. Sandberg 1954, 24-25 αρ.16.
15 IG V 1, 1542: εὔπ̣λεα τῷ Ὑψι[κλ]ῇ τ̣ῷ Ἀθηναί[ῳ]. Πρβλ. Strijd 1904, 367 αρ. 15. Sandberg 1954, 9 αρ. 5.
16 IG V 1, 1533: Γανπότας | καλός Μhεγαρεύς.
17 IG V 1, 1539: εὔπλοι- | α Θε<ο.>κτί<σ>- | τῳ <τ>ῷ | <Μ>ι[λ]ησ<ί>ῳ. Βλ. επίσης Strijd 1904, 366, αρ. 9. Sandberg 1954, 8 αρ. 2.
18 Βλ. υποσημ. 7.
19 IG V 1, 1538: εὐτυχῆ, Θεόδο[τε] | Λε[β]έδιε, ὁ θεὸς | εὔπλοιάν σοι δοί[η] | διὰ παντός.
20 IG V 1, 1556: Σικελίας. Βλ. επίσης Strijd 1904: 368 αρ. 19. Sandberg 1954, 26 αρ. 19.
21 IG V 1, 1554: ☩ Eὔπ̣<λ>οια πλο[ίῳ] | Μαρία Ἀνι […] | […] εους βεά- | τῷ [καὶ] | πᾶσι Κυπρ[ίοις]. Βλ. επίσης Strijd 1904, 368 αρ. 20. Valmin 1929, 155 αρ. 39. Mαρτίνης 1934, 192 αρ. 5. Sandberg 1954, 25 αρ. 17.
22 IG V 1, 1534. LGPN III A, 245 λ. Kλείτων (1) (2ος αι. π.Χ.)
23 SEG XI 1009. LGPN III A, 96 λ. Γαλατίας (1) (3ος αι. μ.Χ.).
24 IG V 1, 1543. Sandberg 1954, 9 αρ. 6. LGPN III A, 154 λ. Ἑρμόδωρος (3).
25 Στεφάνου 1875, 70-92.
26 Στεφάνου 1875, 78-83.
27 Hicks 1887, 409-433.
28 Servais 1980.
29 Grandjean – Salviat 2000, 160-168. Sandberg 1954, 35-36, αρ. 39-41.
30 Bernard – Salviat 1962, 609-611.
31 Valmin 1929, 143.
32 Ο Strijd 1904, 365, υπέθεσε την ύπαρξη αρχαίου ιερού στη θέση της παλαιάς εκκλησίας Παναγούλια, 1000 μ. περίπου νοτιότερα του Γραμμένου, όπου αργότερα ανοικοδομήθηκε το μικρό μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου Γοργοπηγής, αλλά χωρίς αυτό να μπορεί σήμερα να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά.
33 IG V 1 1538: εὐτυχῆ, Θεόδο[τε] | Λε[β]έδιε, ὁ θεὸς | εὔπλοιάν σοι δοί[η] | διὰ παντός εὐτυχῆ. Βλ. επίσης Strijd 1904, 365 αρ. 6. Sandberg 1954, 6 αρ. 1.
34 Για την Αφροδίτη και τη θάλασσα τελευταία με παλαιότερη βιβλιογραφία βλ. Demetriou 2010, 72.
35 Σύμφωνα με λόγο του Ιουλιανού του Παραβάτη (Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον πρὸς Σαλούστιον, 4. 136), ο Σάραπις ήταν τρεις θεοί μαζί: Εἷς Ζεύς, εἷς Ἀίδης, εἷς Ἥλιός ἐστι Σάραπις· κοινὴν ὑπολάβωμεν, μᾶλλον δὲ μίαν Ἡλίου καὶ Διὸς ἐν τοῖς νοεροῖς θεοῖς δυναστείαν.
36 IG V 1, 1543: εὔπλοια τῶν | Διοσεραπιτῶν | Ἑρ[…] | γοτηδε τῷ Ἑρμ[ο]δώ- | ρου τῷ εὐ̣τ̣υχῇ. Επίσης Strijd 1904, 367 αρ. 12. Valmin 1929,
154 αρ. 35. Mαρτίνης 1934, 191 αρ. 3. Sandberg 1954, 9 αρ. 6. LGPN III A, 154 λ. Ἑρμόδωρος (3) (αυτοκρατορικοί χρόνοι).
37 Για τον Δία-Σέραπι και την ακολουθία του [Διοσεραπι(ασ)ταί] βλ. Sandberg 1954, 9-11.
38 Για διαφορετική ανάγνωση της επιγραφής βλ. IG V 1, 1537: [Εὐ]θύφιλος Σεράπιδος Σελευκ[-]εύ[ς].
39 CIG, 1824-1827. CIL III, 582-584. Heuzey – Daumet 1876, 406-408. Patsch 1904, στήλ. 89-95. Λάμπρου 1915, 25-35. Drini 1999, 121-
126. Hajdari κ.ά. 2007, 353-394.
40 Για αρχαίες ναυσιπλοιϊκές διαδρομές βλ. Αrnaud 2011, 62-63.
41 Θουκυδίδης 6.42.44. Στράβων 7.5.10. Πιερρός 2014, 266-268.
42 Θουκυδίδης 2.84, 6.88. Παυσανίας 4.23.1. Στράβων 8.4.2. Ξενοφών, Οικ. 20.27. Πίνδαρος, Πυθ. 3.68-69, 3.134. Ευριπίδης, Φοίν. 208-212. Ευριπίδης, Ηλ. 1347. Επίσης, Θέμελης 2010, 41-42. Πιερρός 2014, 269-270.
43 Στράβων 8.4.2.
44 Fenet 2005, 47-48.
45 Για επιγραφές εύπλοιας από την Κρήτη βλ. Chapouthier 1935, 376-381.
46 Λονδίνο, British Museum, αρ. ευρ. 1862,0414.1 (Walters 1914, 390. Bailey 1988, 328-329, 339-340 Q2722, πίν. 80, εικ. 20, 28, 138, 151).
47 Για την Ίσιδα Πελαγία και Φαρία βλ. Bruneau 1961. Bruneau 1963. Bruneau 1974. Dunand 1973, 256-258.
48 Michaelidès 2009, 214-218. Η λατρεία του Σέραπι ήταν διαδομένη και επιγραφές αναφέρονται στα Σεραπεία.
49 Papageorgiadou-Banis 2009, 193-195, 199-202, 204-208. Παρά την εντυπωσιακή προσπάθεια του Νέρωνα (Σουετώνιος, Νέρων 19), ο Ισθμός της Κορίνθου δεν είχε ακόμα διανοιχτεί.
50 Σίμωση – Σπονδύλης 2007, 60.
51 Oliveri 2015, 54.
52 Parker 1992, 8-15 εικ. 3-4. Σίμωση – Σπονδύλης 2007, 62 εικ. 7.
53 Torres Guerra 2013, 250-252.
54 Θέμελης 2010, 41-49
55 Θέμελης 2014, 63 εικ. 41.
56 Αρχαία Μεσσήνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 13545 (Themelis 2011β, 106-108 εικ. 17a-e).
57 Αρχαία Μεσσήνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 12000 (Themelis 2011β, 100-103 εικ. 7-10).58 Zunino 1997, 241-248.
ABSTRACT. This paper presents new research on the rock-cut inscriptions at the cove of ‘Grammeno’ or ‘sta Grammata’, on the small island of Proti, off Messenia’s west coast. The inscriptions date from the sixth century BC to the Christian era.
Several mention the term εὔπλοια, i.e. fair voyage. These pleas for safe passage were probably carved by seamen, whose ships would have anchored at the cove. The inscription often mention the port of origin, usually in the Aegean or on the coast of Asia Minor, along with the seafarer’s name. What is interesting in the case of the Proti inscriptions is that they are also connected to the main sea routes that originated in or passed through the Peloponnese and led to Italy and Sicily. The first route was coastal, hugging the shores of Western Greece and Italy. The second was thoroughly seagoing and involved sailing across the open sea. The Eastern Mediterranean had its fair share of dangerous voyages, as indicated by the presence of euploia inscriptions on Aegean islands, such as Syros and Thasos, and on the cliffs of Grammata Bay, directly north of the Acroceraunian Mountains and southwest of Vlorë in Albania. This paper correlates the evidence from euploia inscriptions with points where ancient ships would change course. Euploia inscriptions thus mark dangerous points along a maritime route, whence ships would strike out across open water, or to which they returned after a long voyage.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αrnaud 2011: P. Αrnaud, Ancient sailing-routes and trade patterns, στο: D. Robinson – A. Wilson (επιμ.), Maritime Archaeology and Ancient Trade in the Mediterranean, Oxford 2011, 61-80.
Bailey 1988: D. M. Bailey, A Catalogue of the Lamps in the British Museum, vol. 3, Roman Provincial Lamps, London 1988.
Bernard – Salviat 1962: P. Bernard – F. Salviat, Inscriptions de Thasos, BCH 86 (1962), 578-611.
Bölte 1957: F. Bölte, Prote, RE XLV (1957), 925-927.
Bruneau 1961: Ph. Bruneau, Isis Pélagia à Délos, BCH 85 (1961), 435-446.
Bruneau 1963: Ph. Bruneau, Isis Pélagia à Délos (compléments), BCH 87 (1963), 301-308.
Bruneau 1974: Ph. Bruneau, Existe-t-il des statues d’Isis Pélagia?, BCH 98 (1974), 333-381.
Chapouthier 1935: F. Chapouthier, Inscriptions antiques gravées sur le roc dans le golfe de Mirabello (Crète), BCH 59 (1935), 376-381.
Demetriou 2010: D. Demetriou, Tῆς πάσης ναυτιλίης φύλαξ: Aphrodite and the Sea, Kernos 23 (2010), 67-89.
Δημάκης 1984: Π. Δημάκης, Η Πρώτη. H μικρή ιστορία ενός έρημου νησιού, στο: Πρακτικά Β´ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Kυπαρισσία 27-29 Νοεμβρίου 1982, Πελοποννησιακά Παράρτημα 15, Αθήνα 1984, 44-54.
Drini 1999: F. Drini, Les inscriptions de Grammata, στο: P. Cabanes (επιμ.), L’Illyrie méridionale et l’Épire dans l’Antiquité, Actes du 3e Colloque international de Chantilly (16-19 octobre 1996), Paris 1999, 121-126.
Dunand 1973: F. Dunand, Le culte d’Isis dans le basin oriental de la Méditerranée, τόμ. III, Leiden 1973.
Fenet 2005: A. Fenet, Sanctuaires marins du canal d’Otrante, στο: É. Deniaux (επιμ.), Le canal d’Otrante et les échanges dans la Méditerranée antique et médiévale. Colloque organisé à l’Université de Paris X – Nanterre (20-21 novembre 2000), Bari 2005, 39-49.
Fritzilas 2019: S. A. Fritzilas, The Messenian island of Prote and its relation to navigation in Greece and the Μediterranean, στο: R. Morais – D. Leão – D. Rodríguez Pérez (επιμ.), Greek Art in Motion Studies in honour of Sir John Boardman on the occasion of his 90th birthday, Oxford 2019, 343-354.
Grandjean – Salviat 2000: Y. Grandjean – F. Salviat, Guide de Thasos, École Française d’Athènes, Sites et monuments 3, Paris 2000.
Θέμελης 2010: Π. Θέμελης, Mεσσηνιακή κοινωνία και οικονομία, Αθήνα 2010.
Θέμελης 2014: Π. Θέμελης, Aρχαία Μεσσήνη, Αθήνα 2014.
Hajdari κ.ά. 2007: A. Hajdari – J. Reboton – S. Shpuza – P. Cabanes, Les inscriptions de Grammata (Albanie), REG 120 (2007), 353-394.
Heuzey – Daumet 1876: L. Heuzey – H. Daumet, Mission archéologique de Macédoine, Paris 1876.
Hicks 1887: E. L Hicks, Inscriptions from Thasos, JHS VIII (1887), 409-433.
Kolbe 1905: W. Kolbe, Bericht über eine Reise in Messenien, SBBer I (1905) 53-63.
Κυριακοπούλου 2014: Ε. Κ. Κυριακοπούλου, Xωρογραφικά, ιστορικά, τοπωνυμικά των νησίδων της ΝΔ. Πελοποννήσου, στο: Πρακτικά Δ´ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Καλαμάτα, 8-11 Οκτωβρίου 2010, Πελοποννησιακά Παράρτημα 31, Αθήνα 2014, 771-796.
Λάμπρου 1915: Σ. Λάμπρου, Γράμματα. Tό βορειοδυτικώτατον σύνορον του βασιλείου της Ελλάδος, Nέος Ελληνομνήμων 12 (1915), 25-35.
Leake 1830: W. M. Leake, Travels in the Morea, vol. Ι, London 1830.
LGPN IIIA: P. M. Fraser – E. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names. Τhe Peloponnese, Western Greece, Sicily and Magna Graecia, τόμ. ΙΙΙΑ, Οxford 1997.
Λυριτζής 1973: Σ. Λυριτζής, Ιστορία και αρχαιολογία της νήσου Πρώτης, Πλάτων 25 (1973), 88-119.
Λυριτζής 2013: Σ. Λυριτζής, Iστορική Γεωγραφία Περιοχής Γαργαλιάνων, στο: Θ.-Φ. Λυριτζής (επιμ.), Iστορία των Γαργαλιάνων. Αρχαία Ιστορία. Τουρκοκρατία και Επανάσταση. Συλλογή Μελετών και Δημοσιευμάτων Σωτηρίου Θ. Λυριτζή, Αθήνα 2013, 55-83.
Μαρτίνης 1934: N. Mαρτίνης, Η τριφυλιακή νήσος Πρώτη, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος 13 (1934), 185-200.
McDonald – Rapp 1972: W. A. McDonald – G. R. Rapp Jr., Τhe Minnesota Messenia Expedition. Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis 1972.
Meyer 1957: E.Meyer, Prote, RE XLV (1957), 927-928.
Meyer 1978: Ε. Meyer, Messenien, RE suppl. XV (1978), 155-289.
Michaelidès 2009: D. Michaelidès, A boat-shaped lamp from Nea Paphos and the divine protectors of navigation in Cyprus, CCEC 39 (2009), 197-226.
Nanetti 2011: A. Nanetti, Atlante della Messenia Veneziana. Corone, Modone, Pilos e le loro isole / Atlas of Venetian Messenia. Coron, Modon, Pylos and their islands / Άτλας της Ενετικής Μεσσηνίας. Κορώνη, Μεθώνη, Πύλος και τα νησιά τους (1207-1500 & 1685-1715), Imola 2011.
Oliveri 2015: F. Oliveri, The Euploia anchor, στο: D. Burgersdijk – R. Calis – J. Kelder – A. Sofroniew – S. Tusa – R. van Beek (επιμ.), Sicily and the Sea, Zwolle 2015.
Papageorgiadou-Banis 2009: Ch. Papageorgiadou-Banis, Roman trading and traders across the Ionian and Adriatic Sea. The evidence from settlements and coins, στο: D. Andreozzi – L. Panariti – C. Zaccaria (επιμ.), Acque, terre e spazi dei mercanti. Istituzioni, gerarchie, conflitti e pratiche dello scambio dall’ eta antica alla modernità, Trieste 2009, 193-208.
Παπανδρέου 1902: Γ. Παπανδρέου, Η νήσος Πρώτη (εν τω νυν νομώ Τριφυλλίας), Aρμονία 5 (1902), 238-241.
Parker 1992: A. Parker, Ancient shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Oxford 1992.
Patsch 1904: C. Patsch, Das Sandschak Berat in Albanien, Schriften der Balkankommission, Antiquarische Abteilung, Kaiserliche Akademie der Wissenschaften 3, Wien 1904.
Πιερρός 2014: N. Δ. Πιερρός, Περί των δύο γραμμών ναυσιπλοΐας Δ. Πελοποννήσου – Σικελίας στην αρχαιότητα, Πρακτικά Δ´ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Καλαμάτα, 8-11 Οκτωβρίου 2010, Πελοποννησιακά Παράρτημα 31, Αθήνα 2014, 265-282.
Roebuck 1941: C. A. Roebuck, A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago 1941.
Sandberg 1954: Ν. Sandberg, Εύπλοια. Études épigraphiques, Göteborgs Universitets Ȧrsskrift 60, Göteborg 1954.
Servais 1980: J. Servais, Aliki, I: Les deux sanctuaries, Études thasiennes 9, Paris 1980.
Shipley 2004: G. Shipley, Messenia, στο: M. H. Hansen – T. H. Nielsen (επιμ.) Αn Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford 2004, 547-568.
Σίμωσι – Σπονδύλης 2007: A. Σίμωση – Ε. Σπονδύλης, H ναυτιλία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, Ενάλια Χ (2007), 58-63.
Στεφάνου 1875: K. Στεφάνου, Επιγραφαί της νήσου Σύρου τό πλείστον ἀνέκδοτοι, Αθήνα 1875.
Strijd 1904: J. H. W. Strijd, Epigraphica. De inscriptionibus in insula Prote nuper inventis, Mnemosyne 32 (1904), 361-369.
Themelis 2011α: P. Themelis, Alexandria-Messene: Economic, cultic and artistic relations, στο: K. Savvopoulos (επιμ.) Second Hellenistic Studies Workshop, Alexandria, 4-11 July 2010, Proceedings, Alexandria 2011, 1-21.
Themelis 2011β: P. Themelis, The cult of Isis at Ancient Messene, στο: L. Bricault – R. Veymiers (επιμ.), Bibliotheca Isiaca II, Bordeaux 2011.
Torres Guerra 2013: J. B. Torres Guerra, Plegaria e Himno Literario: Los Dioscuros en las Inscripciones de Prote, Alceo y dos Himnos Homéricos, στο: J. Virgilio García – A. Ruiz (επιμ.) Poetic Language and Religion in Greece and Rome, Newcastle upon Tyne 2013, 250-257.
Φριτζίλας 2015: Σ. Φριτζίλας, Νήσος Πρώτη, ΑΔ 70 (2015), B´1, 178-180.
Valmin 1929: N. Valmin, Inscriptions de la Messénie, BSRLL 1928-1929, 152-155.
Valmin 1930: N. Valmin, Études épigraphiques sur la Messénie ancienne, Lund 1930.
Walters 1914: H. B. Walters, Catalogue of the Greek and Roman Lamps in the British Museum, London 1914.
Zunino 1997: M. L. Zunino, Hiera Messeniaka. La storia religiosa della Messenia dall’età micenea all’età ellenistica, Udine 1997.