Η Μεσσηνία υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα του πριγκιπάτου της Αχαΐας από τις απαρχές της ίδρυσής του έως και την οριστική διάλυσή του από τους Βυζαντινούς στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 15ου αιώνα1. Φράγκοι ιππότες, Bενετοί έμποροι, Iσπανοί στρατιώτες, Λατίνοι ιερωμένοι έρχονται σε επαφή με τον συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, που παραμένει προσηλωμένος στο ορθόδοξο δόγμα, ενώ τα μέλη της τοπικής βυζαντινής αριστοκρατίας φαίνεται ότι βαθμιαία ενσωματώνονται στις νέες διοικητικές δομές2. Πολύτιμη μαρτυρία για το πολυπολιτισμικό περιβάλλον που σταδιακά διαμορφώνεται στην περιοχή παρέχουν τα εκατοντάδες μνημεία από τη συγκεκριμένη περίοδο3. Παρόλο που ήδη από τη δεκαετία του 1960 κορυφαίοι ερευνητές είχαν διαπιστώσει και σχολιάσει τη σταδιακή διείσδυση δυτικών επιρροών στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Μεσσηνίας4, ανάλογες σχέσεις παρέμειναν άγνωστες στη μνημειακή ζωγραφική της περιοχής.
Οι εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας οδήγησαν στην αναχρονολόγηση ορισμένων κομβικών μνημείων, αποκαλύπτοντας αφενός άγνωστα σύνολα μνημειακής ζωγραφικής και βοηθώντας αφετέρου στην ακριβέστερη χρονολόγηση ορισμένων ήδη γνωστών έργων. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι τοιχογραφίες τριών μοναστηριακών συγκροτημάτων της μεσσηνιακής υπαίθρου: του καθολικού του Ανδρομονάστηρου, του νάρθηκα της Σαμαρίνας και του καθολικού της μονής Ελληνικών κοντά στην Αρχαία Θουρία. Αν και τα τρία αυτά σύνολα είχαν χρονολογηθεί παλιότερα στα τέλη του 12ου αιώνα, τα νεότερα στοιχεία υποδεικνύουν τη μετάθεση της χρονολόγησής τους εντός της δέκατης τρίτης εκατονταετίας.
Το Ανδρομονάστηρο (εικ.1), από τα εντυπωσιακότερα μοναστήρια της Πελοποννήσου, είναι κτισμένο σε μια εύφορη ρεματιά πολύ κοντά στην Αρχαία Μεσσήνη5. Στα νοτιοανατολικά του συγκροτήματος δεσπόζει το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στη δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (εικ.2α, β).
Πρόκειται για τρουλαίο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, της παραλλαγής του ημισύνθετου τετρακιόνιου, κτισμένο πάνω από τη σημαντικότερη πηγή πόσιμου νερού της περιοχής, που ακόμα αναβλύζει μέσα από ένα διμερή καμαροσκέπαστο χώρο κάτω από το καθολικό. Οι αναστηλωτικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν από την ΕΦΑ Μεσσηνίας με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ6 συνέβαλαν καθοριστικά στη διαλεύκανση της σύνθετης οικοδομικής ιστορίας του συγκροτήματος, προσφέροντας πολύτιμα νέα στοιχεία για τον επαναπροσδιορισμό των οικοδομικών του φάσεων.
Οι τοιχογραφίες του καθολικού είχαν καλυφθεί, σχεδόν στο σύνολό τους, από επάλληλα στρώματα ασβεστώματος. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκαλύφθηκαν τρία κύρια στρώματα ζωγραφικής. Η πρώτη φάση ιστόρησης διατηρείται αποσπασματικά στον τρούλο, στις καμάρες των σταυρικών σκελών και στα φουρνικά και τις καμάρες των γωνιακών διαμερισμάτων. Στον τρούλο αποκαλύφθηκε σε μετάλλιο η στηθαία μορφή του Χριστού Παντοκράτορα, πλαισιωμένη από ζώνη αγγελικών δυνάμεων. Χαμηλότερα, στα σφαιρικά τρίγωνα, παριστάνονται οι ευαγγελιστές, από τους οποίους καλύτερα διατηρείται ο Μάρκος. Οι καμάρες των σταυρικών σκελών κοσμούνται με μνημειακές παραστάσεις από τον κύκλο του Δωδεκαόρτου.
Παρά τις κομνήνειες αναμνήσεις7, ο επίπεδος τρόπος απόδοσης των προσώπων και η γραμμική πτυχολογία ενισχύουν την οψιμότερη χρονική ένταξη του συνόλου. Προς επίρρωση της άποψης αυτής θα σταθούμε λίγο περισσότερο στα διακοσμητικά θέματα του ξύλινου επίπλου που δεσπόζει στη παράσταση της Πεντηκοστής, στην ανατολική καμάρα του ναού (εικ.3). Η διάρθρωση της κύριας όψης του, με σύνθετης μορφής ξυλόγλυπτους δίδυμους κιονίσκους (εικ.4α, β), που γεφυρώνονται στο πάνω μέρος τους με τόξα, θυμίζει πολύ περισσότερο παρόμοια αντικείμενα σε έργα ζωγραφικής του 13ου αιώνα παρά οτιδήποτε ανάλογο σε τοιχογραφίες της προηγούμενης εκατονταετίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους παραπλήσιας μορφής θρόνους σε παραστάσεις Δευτέρας Παρουσίας στους ναούς του Αγίου Νικολάου στο Μαλαγάρι Μεγαρίδος8 και του Αγίου Γεωργίου στον Κουβαρά9.
Η απουσία επιγραφικών μαρτυριών αλλά και η σιωπή των πηγών δυσχεραίνουν την ανασύνθεση του ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εγγράφεται ο ζωγραφικός διάκοσμος του μεσσηνιακού μοναστηριακού καθιδρύματος. Πρίγκιπας της Αχαΐας στα χρόνια που πιθανώς φιλοτεχνήθηκαν οι τοιχογραφίες της μεσσηνιακής μονής είναι ο δευτερότοκος γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Γουλιέλμος (1246-1278)10.
Γεννημένος στην Καλαμάτα, με τα προσωπικά του φέουδα να εκτείνονται από τον μεσσηνιακό κόλπο έως και την περιοχή της Κυπαρισσίας, υπήρξε ο κύριος πρωταγωνιστής του Χρονικού του Μορέως, ενώ στα χρόνια του το Πριγκιπάτο γνώρισε την ύψιστη ακμή του. Σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης ο Γουλιέλμος επέδειξε αξιοσημείωτη διαλλακτικότητα έναντι του ελληνικού κλήρου. Παρά τη μέχρι σήμερα απουσία οποιασδήποτε σχετικής επιγραφικής μαρτυρίας, η ρητή αναφορά στο Χρονικό του Μορέως ότι «τὰ μοναστήρια τῶν Φραγκῶν ὁμοίως καὶ τῶν Ρωμαίων, τὰ ἔποικεν κι ἀνάστησεν διὰ νὰ παρακαλοῦσιν, τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν διὰ τὴν χριστιανωσύνην»11 (στ. 7778-7780) δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ανάμειξη του ίδιου του πρίγκιπα στην ανέγερση ή τη διακόσμηση όχι μόνο λατινικών αλλά και ορθόδοξων εκκλησιών και μονών. Τίθεται, λοιπόν, επιτακτικά το ερώτημα: πού βρίσκονταν αυτά τα μοναστήρια;
Ορισμένες εικονογραφικές λεπτομέρειες στις τοιχογραφίες του Ανδρομονάστηρου φαίνεται να βοηθούν στην απάντηση του συγκεκριμένου ερωτήματος. Στο τριγωνικό αέτωμα του κτηρίου που ορίζει το δεξιό άκρο της σκηνής της Πεντηκοστής (εικ.3) δεσπόζει ένα εντυπωσιακό κρινάνθεμο12, φιλοτεχνημένο με χρυσό χρώμα και οριοθετημένο με σκούρο καφέ περίγραμμα. Το συγκεκριμένο σύμβολο αποτελεί το βασικότερο διακοσμητικό θέμα στα οικόσημα του γαλλικού βασιλικού οίκου, ενώ φαίνεται ότι αξιοποιήθηκε, λόγω του συμβολισμού του, και από την ίδια την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων, που πρωταγωνιστεί στη διοίκηση του Πριγκιπάτου καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Η προβολή του κρινάνθεμου σε σημαίνουσα θέση στις τοιχογραφίες του Ανδρομονάστηρου παραμένει χωρίς παράλληλο στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Θα μπορούσε η συγκεκριμένη εικονογραφική λεπτομέρεια να συνιστά έναν έμμεσο υπαινιγμό για τη συμμετοχή του φημισμένου Φράγκου ηγεμόνα στη διακόσμηση του Ανδρομονάστηρου; Παρά την έλλειψη πρόσθετων
στοιχείων μια θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί.
Το Ανδρομονάστηρο συνιστά το σημαντικότερο ορθόδοξο μοναστήρι της Μεσσηνίας κατά την περίοδο της λατινικής επικυριαρχίας, ενώ βρίσκεται εντός της περιοχής που εκτείνονταν τα οικογενειακά φέουδα των Βιλλεαρδουίνων. Σύμφωνα μάλιστα με την αραγωνική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως, με πρωτοβουλία του ίδιου του Γουλιέλμου αναδιοργανώνεται διοικητικά η κεντρική Μεσσηνία, ενώ για τον αποτελεσματικότερο έλεγχό της ιδρύεται, περί τα μέσα του 13ου αιώνα, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το Ανδρομονάστηρο, η Ανδρούσα13, μια νέα πόλη-κάστρο, από τις σημαντικότερες του Μοριά, που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διοίκηση του Πριγκιπάτου.
Η εκκλησία της Σαμαρίνας (εικ.5), αφιερωμένη σήμερα στη Ζωοδόχο Πηγή14, βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού της Ελληνοεκκλησιάς, στο μέσω περίπου της απόστασης μεταξύ Ανδρομονάστηρου και Ανδρούσας.
Χρονολογείται στα τέλη του 12ου αιώνα και συνιστά μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της ώριμης κομνήνειας αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο, με μοναδικής ποιότητας ζωγραφικό διάκοσμο και αρχιτεκτονικά γλυπτά 15 . Πρόσφατα οι τοιχογραφίες του ναού καθαρίστηκαν και συντηρήθηκαν, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία που επιβάλλουν την επανεξέτασή τους. Οι εργασίες κατέδειξαν μια εμφανή διαφοροποίηση, τόσο τεχνοτροπική όσο και εικονογραφική, μεταξύ των τοιχογραφιών του νάρθηκα και του σταυροειδούς πυρήνα. Ο τρόπος απόδοσης ορισμένων προσώπων στη σκηνή της Απόνιψης των χειρών του Πιλάτου στον νάρθηκα (εικ.6), με την κυριαρχία του πράσινου χρώματος στους προπλασμούς, θυμίζει έντονα έργα ιταλικής ζωγραφικής των μέσων του 13ου αιώνα16. Αλλά και ορισμένες εικονογραφικές λεπτομέρειες του συγκεκριμένου συνόλου δεν βρίσκουν παράλληλα στη βυζαντινή εικαστική παράδοση. Στη ίδια σκηνή εικονίζεται λ.χ. η σύζυγος του Πιλάτου να τον νουθετεί στο αυτί, εικονογραφική λεπτομέρεια που οφείλεται σε δυτικά πρότυπα17. Τα μαλλιά της, μαζεμένα προς τα πάνω, αλλά και το πράσινο ένδυμά της ενισχύουν την αφομοίωση δυτικών επιρροών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διακόσμηση του σημαντικότερου υστεροκομνήνειου μνημείου της Μεσσηνίας παρέμεινε ημιτελής, ενδεχομένως και λόγω τον κοσμοϊστορικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204. Οι τοιχογραφίες του ναού ολοκληρώθηκαν λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η περιοχή βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία των Βιλλεαρδουίνων του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Το ενδεχόμενο να έχει επηρεαστεί τεχνοτροπικά ο ζωγράφος που εργάστηκε στον νάρθηκα της Ζωοδόχου Πηγής από έργα δυτικής τέχνης προσδίδει στο μεσσηνιακό σύνολο πρόσθετο ενδιαφέρον. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τον 13ο αιώνα οι δυτικές επιρροές σε τοιχογραφίες πελοποννησιακών μνημείων περιορίζονται συνήθως σε δευτερεύουσας σημασίας εικονογραφικές λεπτομέρειες. Είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις όπου η διείσδυση της δυτικής τέχνης ιχνεύεται και στο πεδίο της τεχνοτροπίας, με αντιπροσωπευτικότερο, ίσως, παράδειγμα τις τοιχογραφίες του Ταξιάρχη στη Γκοριτσά Λακωνίας18.
Αναφορικά δε με την ενδεχόμενη συμμετοχή των Βιλλεαρδουίνων στην ολοκλήρωση της διακόσμησης της ωραιότερης εκκλησίας εντός των οικογενειακών τους φέουδων, μια αφιέρωση σε ένα πολυτελές χειρόγραφο του 10ου αιώνα, που σήμερα φυλάσσεται στη Μόσχα, προσφέρει μια ιδιαιτέρως πολύτιμη πληροφορία. Σύμφωνα με αυτήν, η σύζυγος του Γουλιέλμου, Άννα, κόρη του ηγεμόνα της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, αφιέρωσε το συγκεκριμένο χειρόγραφο στη μονή της Αγίας Μαρίνας που η ίδια ανακαίνισε19. Στην αναφορά δεν σημειώνεται, δυστυχώς, η ακριβής θέση του μνημείου. Η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ωστόσο, είναι έως σήμερα γνωστή στην περιοχή με την επωνυμία Σαμαρίνα, ονομασία που φαίνεται να προέρχεται από το ομόηχο Santa Marina ή, στα γαλλικά, Sainte Marina. Βασιζόμενοι στην αναχρονολόγηση των τοιχογραφιών του νάρθηκα του ναού της Ζωοδόχου Πηγής δεν φαίνεται απίθανη η ταύτιση του μνημείου με την εκκλησία που ανακαίνισε η πριγκίπισσα Άννα.
Το τελευταίο παράδειγμα μεσσηνιακής ορθόδοξης μονής που κτίστηκε και διακοσμήθηκε κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όπως υποδεικνύει μια ασυνήθιστη δυτική επιρροή στο ζωγραφικό διάκοσμο του καθολικού της, βρίσκεται στις βόρειες παρυφές της μεσσηνιακής πεδιάδας, πολύ κοντά στην Καλαμάτα, εντός του ερειπιώνα της Αρχαίας Θουρίας. Πρόκειται για το καθολικό της μονής Παλαιοκάστρου ή Ελληνικών (εικ.7α, β), αφιερωμένο στη θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου20. Οι λιγοστές σωζόμενες τοιχογραφίες του, έργο του τελευταίου τετάρτου του 13ου αιώνα, συνιστούν ένα από τα καλύτερα δείγματα της πρώιμης παλαιολόγειας ζωγραφικής στην Πελοπόννησο. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρούνται στον νότιο τοίχο του νοτιοδυτικού γωνιακού διαμερίσματος οι άγιοι Θεόδωροι, Τήρων και Στρατηλάτης. Τα τόξα που πλαισιώνουν τους δύο εντυπωσιακούς στρατιωτικούς αγίους είναι διακοσμημένα με απομίμηση μαρμαροθετήματος, θυμίζοντας την τεχνική των λεγόμενων cosmati, γνωστή σε αρχιτεκτονικά γλυπτά και δάπεδα του 13ου αιώνα από την Ιταλία και τη Σικελία.
Αξίζει να επισημανθεί ο ιδιαίτερος τρόπος απόδοσης των ματιών με τους λευκούς βολβούς και τις καστανές κόρες, λεπτομέρεια ανοίκεια στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική.
Η διακόσμηση των πεσσόκρανων με πολυπρόσωπες ευαγγελικές σκηνές, αντί για τα συνήθη ένζωδα ή φυτικά θέματα, συνιστά unicum στη βυζαντινή τέχνη. Η συγκεκριμένη αισθητική επιλογή οφείλεται προφανώς σε έμμεση επίδραση της τέχνης της Δύσης, όπου πολύ συχνά, ήδη από τον 11ο αιώνα, σκαλίζονταν σε αρχιτεκτονικά μέλη σκηνές εμπνευσμένες από ευαγγελικά αναγνώσματα. Η συγκεκριμένη πρακτική δεν έμεινε ολότελα άγνωστη στη Σταυροφορική Ανατολή, όπως υποδεικνύει το μαρμάρινο κιονόκρανο που εντοπίστηκε πριν από μερικά χρόνια στη Θήβα και που προφανώς προέρχεται από ένα δυτικής έμπνευσης κτήριο του σημαντικότατου αυτού σταυροφορικού διοικητικού κέντρου23.
Η ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και συντήρησης στο καθολικό της μονής Παλαιοκάστρου, που προγραμματίζεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του συνόλου, προσφέροντας περισσότερα στοιχεία για την ακριβέστερη χρονική και καλλιτεχνική του ένταξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τη μονή σώζονται δύο από τις σπουδαιότερες εκκλησίες της Μεσσηνίας με αφομοιωμένες δυτικές επιδράσεις, ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Νικόλαος, αμφότερες στις παρυφές του μικρού οικισμού της Αίπειας24.
Διαφαίνεται λοιπόν ότι η μεσσηνιακή πεδιάδα με τις εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις της και τους απέραντους ελαιώνες συνέχισε να εξασφαλίζει πλούτο, όχι μόνο στους Φράγκους εποίκους αλλά και στους γηγενείς κατοίκους. Η επιβολή μάλιστα του φεουδαλικού συστήματος σε συνδυασμό με την αναδιοργάνωση των εμπορικών δρόμων ευνόησε, καθώς φαίνεται, την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής συμβάλλοντας στη δημιουργία συνθηκών ευημερίας. Η ζωγραφική των τριών εκκλησιαστικών μνημείων που μας απασχόλησε απηχεί την καλλιτεχνική δραστηριότητα που σημειώθηκε κατά την ιστορική αυτή περίοδο, υποδεικνύοντας επιπλέον ότι οι χορηγίες των Φράγκων ηγεμόνων του Πριγκιπάτου της Αχαΐας δεν περιορίστηκαν σε μοναστικά καθιδρύματα του λατινικού δόγματος αλλά επεκτάθηκαν και στη διακόσμηση ορθόδοξων μονών, προκαλώντας ενδιαφέρουσες αλληλοεπιδράσεις στο πεδίο της τεχνοτροπίας και της εικονογραφίας. Ως εκ τούτου, η μονοδιάστατη χρήση των όρων «δυτικός» και «ανατολικός» δεν ανταποκρίνεται πάντα με την ίδια ευκολία στις
προσπάθειες ερμηνείας και ομαδοποίησης έργων μνημειακής ζωγραφικής, ειδικά όταν αυτά έχουν φιλοτεχνηθεί σε περιοχές με πολυπολιτισμικό υπόβαθρο. Οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής υπήρξαν πολύ πιο σύνθετες και περίπλοκες από ό,τι είχε εκτιμηθεί στο παρελθόν, ενώ οι ζωγράφοι που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή για κτήτορες τόσο του ορθόδοξου όσο και του καθολικού δόγματος φαίνεται ότι με αξιοσημείωτη ευελιξία προσάρμοζαν την τεχνοτροπία και το εικονογραφικό τους θεματολόγιο ανάλογα με την περίσταση.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΠΑΣ
Ορθόδοξα μοναστήρια στη Μεσσηνία κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας
ΑΕΠΕΛ2. Πρακτικά της Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 1-4 Νοεμβρίου 2017
1 Για την ιστορία της Πελοποννήσου από τις αρχές του 13ου έως και τα μέσα του 15ου αι., βλ. Bon 1969. Ιlieva 1991. Ντούρου-Ηλιοπούλου 1987. Lock 1998. Λαμπροπούλου – Πανοπούλου 2000, 59-87. Sakellariou 2003, 301-316. Tzavara 2008. Κορδώσης 20172.
2 Ντούρου-Ηλιοπούλου 2005. Gerstel 2013α.
3 Για την ανάμιξη βυζαντινών και δυτικών μορφολογικών στοιχείων στην αρχιτεκτονική της Πελοποννήσου μετά την 4η Σταυροφορία, βλ. Grossman 2005, 65-73. Αθανασούλης – Ράλλη 2005. Kalopissi-Verti 2007, 63-88. Κάππας 2010β, 189-272. Ousterhout 2010, 261-75. Kalopissi-Verti 2012, 41-64. Grossman 2013, 183-219. Athanasoulis 2013β, 111-151. Gerstel 2013β, 300-303. Κάππας 2018, 451–73.
4 Μπούρας 1966, 270-285. Μπούρας 1989, 302-322. Μπούρας 1995, 173-177. Bouras 2001, 250–251. Κάππας 2010β, 189-272. Grossman 2013, 183-219. Για δυτικές επιδράσεις στη μνημειακή ζωγραφική της Πελοποννήσου μετά την 4η Σταυροφορία, βλ. Gerstel 2001, 263–280. Gerstel 2013β, 300-303. Kalopissi-Verti 2007, 63-88. Gerstel – Kappas 2018, 175-202.
5 Βογιατζής 2009, 129-140. Κάππας 2010β, 202-211. Κάππας 2016, 56-57. Για πρόσθετη βιβλιογραφία για το μνημείο, βλ. Μπούρας –Μπούρα 2002, 65.
6 Μηλίτση-Κεχαγιά κ.ά. 2015. Μηλίτση κ.ά 2017, 16-19.
7 Καλοκύρης 1973, 109. Panayotidi 1989, 457-84.
8 Οι τοιχογραφίες του εν λόγω ναού παραμένουν αδημοσίευτες. Για μια σύντομη αναφορά, βλ. Athanasoulis 2013α, 207, εικ. 184.
9 Mouriki 1975-1976, 145-71.
10 Haines 2013, 57-109.
11 Schmitt 1967, στ. 7778-7780. Χρονικὸν [έκδ. Καλονάρος] 1940, στ. 7778-7780..Βλ. επίσης Harold 1964.
12 Kappas 2016, 164-165 και υποσημ. 74, με σχετική βιβλιογραφία.
13 Bon 1969, 637-639. Μπούζα 2001, 66-67. Kontogiannis 2010, 16-17. Κάππας 2018, 456, 459.
14 Για την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (Σαμαρίνα), βλ. Μπούρας – Μπούρα 2002, 291-296, με παλιότερη βιβλιογραφία. Βλ. επίσης
Ćurčić 2010, 433, εικ. 474b. Κάππας 2010α, 147-186 (κυρίως 180-183). Ousterhout 2019, 423-424, εικ. 17.25-26.
15 Grigoriadou-Cabagnols 1970, 177-196. Πάλλης 2006, 91-100 με προγενέστερη βιβλιογραφία.
16 Gerstel – Kappas 2018, 189-191.
17 Schiller 1971, 66. Στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική η σύζυγος του Πιλάτου εικονίζεται πολύ σπάνια, όπως λ.χ. στις τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Dečani (14ου αιώνα) στο Κοσσυφοπέδιο, βλ. σχετικά Hourihane 2009, 126-142. Παπαδάκη-Oekland 1992, 491- 516.
18 Gerstel – Kappas 2018, 179-84.
19 Πρόκειται για το χειρόγραφο Syn. gr. 125 του Κρατικού Ιστορικού Μουσείου της Μόσχας, το οποίο περιέχει κυρίως τις ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η αφιέρωση βρίσκεται στη σελίδα 120r, βλ. Fonkić – Poliakov 1993, 43-44. Ευχαριστώ θερμά την Άννα Ζαχάροβα, λέκτορα του Τμήματος Ιστορίας της Τέχνης του πανεπιστημίου Lomonosov για την πολύτιμη βοήθειά της στην εύρεση του χειρογράφου. Το κείμενο της αφιέρωσης έχει σχολιαστεί σε αδημοσίευτη ανακοίνωση του Κρίτωνα Χρυσοχοΐδη, βλ. Gerstel – Kappas 2018, 189-191.
20 Μπούρας – Μπούρα 2002, 64-66 με προγενέστερη βιβλιογραφία.
21 Gerstel – Kappas 2018, 191-192.
22 Για τον κώδικα Ιβήρων 5, βλ. Γαλάβαρης 1995, 250-251, εικ. 175-179. Maxwell 2014.
23 Cormack – Vassilaki 2008, 446 (λήμμα Ανδρομάχη Κατσελάκη)
24 Κάππας 2018, 453-455 (Άγιος Νικόλαος Αίπειας), 461 (Άγ. Γεώργιος Αίπειας).
ABSTRACT. Extensive restoration work carried out in recent years by the Ephorate of Antiquities of Messinia revealed previously unknown monumental paintings, which have redated a number of key monuments. This paper presents the frescoes of the three most important monastic churches of the Messenian countryside: the katholikon of Andromonastiro, the narthex of the church of Samarina, and the katholikon of the monastery of Ellinika near ancient Thouria. All three were formerly dated to the end of the 12th century, but recent evidence suggests a 13th-century date. Their wall paintings reflect the high artistic level that characterizes the art of this particular period, whereas, at least in the case of the first two, individual iconographic details illuminate the issue of the involvement of the Frankish rulers in founding and decorating monasteries of Orthodox doctrine. As a result, the exclusive use of the terms ‘western’ or ‘eastern’ does not always serve the attempts to interpret and group wall paintings, especially those created in areas with a multicultural background. Exchange between West and East was far more complex than previously thought, and painters working in the Peloponnese for both Orthodox and Catholic clients appear to have adapted their style and iconography with remarkable flexibility to suit the occasion.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασούλης – Ράλλη 2005: Δ. Αθανασούλης – Α. Ράλλη, Γλαρέντζα – Clarence, Αθήνα 2005.
Athanasoulis 2013α: D. Athanasoulis, Corinth, στο: J. Albani – E. Chalkia (επιμ.), Heaven and Earth. Cities and Countryside in Byzantine Greece, Αθήνα 2013, 192-209.
Athanasoulis 2013β: D. Athanasoulis, The triangle of power: Building projects in the metropolitan area of the Crusader Principality of the Morea, στο: Gerstel 2013α, 111-151.
Βογιατζής 2009: Σ. Βογιατζής, Ο γλυπτός διάκοσμος του Ανδρομονάστηρου Μεσσηνίας, ΔΧΑΕ 30 (2009), 129-140.
Bon 1969: A. Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (1205-1430), Paris 1969.
Bouras 2001: C. Bouras, The impact of Frankish architecture on thirteenth century Byzantine architecture, στο: Laiou – Mottahedeh 2001, 247-262.
Γαλάβαρης 1995: Γ. Γαλάβαρης, Ελληνική τέχνη. Ζωγραφική βυζαντινών χειρογράφων, Αθήνα 1995.
Cormack – Vassilaki 2008: R. Cormack – M. Vassilaki (επιμ.), Byzantium, 330-1453, London 2008.
Ćurčić 2010: S. Ćurčić, Architecture in the Balkans. From Diocletian to Süleyman the Magnificent, New Haven/London 2010.
Fonkić – Poliakov 1993: Β. Fonkić – F. Poliakov, Grečeskie rukopisi Moscovskoi sinodal ’noi biblioteki, Moskva 1993.
Gerstel 2001: S. E. J. Gerstel, Art and Identity in the Medieval Morea, στο: Laiou – Mottahedeh 2001, 263-280
Gerstel 2013α: S. E. J. Gerstel (επιμ.), Viewing the Morea. Land and People in the Late Medieval Peloponnese, Washington, DC 2013.
Gerstel 2013β: S. E. J. Gerstel, The Morea, στο: A. Drandaki – D. Papanikola-Bakirtzi – A. Tourta (επιμ.), Heaven and Earth,
Art of Byzantium from Greek Collections, Αθήνα 2013, 300-303
Gerstel – Kappas 2018: S. E. J. Gerstel – M. Kappas, Between East and West. Locating monumental painting from the Peloponnese, στο: A. Lymberopoulou (επιμ.), Cross-Cultural Interaction between Byzantium and the West, 1204-1669, Whose Mediterranean Is It Anyway?, London/New York 2018, 179-202.
Grigoriadou-Cabagnols 1970: H. Grigoriadou-Cabagnols, Le décor peint de l’église de Samari en Messénie, Cahiers Archéologiques 20 (1970), 177-196.
Grossman 2005: H. Grossman, Syncretism made concrete. The case for a hybrid Moreote architecture in post-Fourth Crusade Greece, στο: J. J. Emerick – D. M. Deliyannis (επιμ.) Archaeology in Architecture. Papers in Honor of Cecil L.
Striker, Mainz 2005, 65-73.
Grossman 2013: H. Grossman, On memory, transmission and the practice of building in the Crusader Mediterranean, στο: H. E. Grossman – A. Walker (επιμ.), Mechanism of Exchange. Transmission in Medieval Art and Architecture of the Mediterranean, ca. 1000-1500, Leiden/Boston, 2013, 183-219.
Haines 2013: J. Haines, The songbook for William of Villehardouin, Prince of the Morea (Paris, Bibiothèque national de France, fonds français 844). A crucial case in the history of vernacular song collections, στο: Gerstel 2013α, 57-109
Harold 1964: L. E. Harold, Crusaders as Conquerors. The Chronicle of Morea, New York 1964.
Hourihane 2009: C. Hourihane, Pontius Pilate, Anti-Semitism, and the Passion in Medieval Art, Princeton 2009.
Ilieva 1991: A. Ilieva, Frankish Morea (1205-1262). Socio-cultural Interaction Between the Franks and the Local Population, Αθήνα 1991.
Καλοκύρης 1973: Κ. Καλοκύρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973.
Kalopissi-Verti 2007: S. Kalopissi-Verti, The impact of the Fourth Crusade on monumental painting in the Peloponnese and eastern Central Greece up to the end of the thirteenth century, στο: P. L. Vocotopoulos (επιμ.), Byzantine Art in the Aftermath of the Fourth Crusade, Αθήνα 2007, 63-88.
Kalopissi-Verti 2012: S. Kalopissi-Verti, Aspects of byzantine art after the recapture of Constantinople (1261 – c. 1300).
Reflections of Imperial Policy, Confrontation with the Latins, στο: J.-P. Caillet – F. Joubert (επιμ.), Orient et Occident méditerranéens au XIIIe siècle. Les programmes pictauraux, Paris 2012, 41-64.
Κάππας 2010α: M. Κάππας, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στη Μεσσηνία 7ος-12ος αιώνας, στο: Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 2010, 147-186.
Κάππας 2010β: M. Κάππας, Εκκλησίες της Μητροπόλεως Μεσσηνίας από το 1204 έως και το 1500, στο: Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 2010, 189-272.
Κάππας 2016: Μ. Κάππας, Ανδρομονάστηρο Μεσσηνίας: νεότερα στοιχεία για την αρχιτεκτονική του καθολικού της Μονής, στο: 36o Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 2016, 56-57.
Κάππας 2018: Μ. Κάππας, Δυτικές επιδράσεις στην αρχιτεκτονική της Μεσσηνίας (13oς-15ος αι.), στο: Μ. Κορρές – Στ. Μαμαλούκος – Κ. Ζάμπας – Φ. Μαλλούχου-Tufano (επιμ.), Ήρως Κτίστης. Μνήμη Χαράλαμπου Μπούρα, Αθήνα 2018, τόμ. I, 451-473.
Kappas 2016: M. Kappas, Approaching Monemvasia and Mystras from the outside. The View from Kastania, στο: S. E. J. Gerstel (επιμ.), Viewing Greece. Cultural and Political Agency in the Medieval and Early Modern Mediterranean, Turnhout 2016, 147-181.
Kontogiannis 2010: N. Kontogiannis, Settlements and countryside of Messenia during the Late Middle Ages. The testimony of the fortifications, BMGS 34 (2010), 3-29.
Κορδώσης 2017: Μ. Κορδώσης, Η κατάκτηση της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους. Ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, Αθήνα 20172.
Laiou – Mottahedeh 2001: A. E. Laiou – R. P. Mottahedeh (επιμ.) The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World, Washington, DC 2001.
Λαμπροπούλου – Πανοπούλου 2000: Α. Λαμπροπούλου – Α. Πανοπούλου, Η Φραγκοκρατία και το Δεσποτάτο του Μορέως, στο: Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος – 15ος αιώνας), Αθήνα 2000, 59-87.
Lock 1998: P. Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500, Αθήνα 1998.
Maxwell 2014: K. Maxwell, Between Constantinople and Rome. An Illuminated Byzantine Gospel Book (Paris gr. 54) and the Union of Churches, Farnham 2014.
Μηλίτση-Κεχαγιά κ.ά 2015: Ε. Μηλίτση-Κεχαγιά – Μ. Κάππας – Λ. Μπαρμπαρίτσα – Λ. Μπούζα, Ανδρομονάστηρο Μεσσηνίας. Αναστήλωση και ανάδειξη του μοναστηριακού συγκροτήματος, Καλαμάτα 2015.
Μηλίτση-Κεχαγιά κ.ά 2017: Ε. Μηλίτση-Κεχαγιά – Μ. Κάππας – Β. Μαυροειδή, Έργα αποκατάστασης και ανάδειξης μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στο Ν. Μεσσηνίας κατά τα έτη 2011-2016, Καλαμάτα 2017.
Mouriki 1975-1976: D. Mouriki, An unusual representation of the Last Judgment in a thirteenth century fresco at St. George near Kouvaras in Attica, ΔΧΑΕ 8 (1975-1976), 145-171.
Μπούζα 2001: Ν. Μπούζα, Κάστρο Ανδρούσας, στο: Ενετοί και Ιωαννίτες ιππότες, Δίκτυο οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, πειραματική ενέργεια Archi-Med, Αθήνα 2001, 66-67.
Μπούρας 1966: Χ. Μπούρας, Ο Άγιος Γεώργιος της Ανδρούσης, στο: Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τόμ. Β΄, Αθήνα 1966, 270-285.
Μπούρας 1989: Χ. Μπούρας, Επανεξέταση του λεγομένου Αγιολέου κοντά στην Μεθώνη, στο: Φίλια Έπη εις Γεώργιον Ε. Μυλωνάν, τόμ. 3, Αθήνα 1989, 302-322.
Μπούρας 1995: Χ. Μπούρας Φραγκοβυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα, στο: Α. Αλπάγκο-Νοβέλλο – Γ. Δημητροκάλλης (επιμ.), Η βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, Αθήνα 1995, 173-177.
Μπούρας – Μπούρα 2002: Χ. Μπούρας – Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002.
Ντούρου–Ηλιοπούλου 1987: Μ. Ντούρου–Ηλιοπούλου, Η ανδεγαυική κυριαρχία στην Ρωμανία επί Καρόλου Α΄ (1266-1285), Αθήνα 1987.
Ντούρου–Ηλιοπούλου 2005: Μ. Ντούρου–Ηλιοπούλου, Το φραγκικό πριγκιπάτο της Αχαΐας (1204-1432). Ιστορία, οργάνωση, κοινωνία, Θεσσαλονίκη 2005.
Ousterhout 2010: R. Ousterhout, Architecture and cultural identity in the Eastern Mediterranean, στο: M. Borgolte – B. Schneidmüller (επιμ.), Hybrid Cultures in Medieval Europe, Papers and Workshops of an International Spring School, Berlin 2010, 261-275.
Ousterhout 2019: R. G. Ousterhout, Eastern Medieval Architecture. The Building Traditions of Byzantium and Neighboring Lands, New York 2019.
Πάλλης 2006: Γ. Πάλλης, Νεότερα για το εργαστήριο γλυπτικής της Σαμαρίνας (τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.), ΔΧΑΕ 27 (2006), 91-100.
Panayotidi 1989: M. Panayotidi, The wall paintings in the church of the Virgin Cosmosoteira at Ferai (Vira) and stylistic trends in 12th century painting, στο: First International Symposium for Thracian Studies “Byzantine Thrace”, Komotini28-31 May 1987, BF 14 (1989), τ. 1, 457-484.
Papadaki-Oekland 1992: S. Papadaki-Oekland, Δυτικότροπες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα στην Κρήτη. Η άλλη όψη μιας αμφίδρομης σχέσης, στο: Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τόμ. 2, Αθήνα 1992, 491-516.
Sakellariou 2003: Ε. Sakellariou, Latin Morea in the Late Middle Ages: Observations on its demography and economy, στο: C. Dendrinos – J. Harris – E. Harvalia-Crook – J. Herrin (επιμ.), Porphyrogenita. Essays on the History and Literature of Byzantium and the Latin East in Honor of Julian Chrysostomides, London 2003, 301-316.
Schiller 1971: G. Schiller, Iconography of Christian Art, τόμ. II, Greenwich, CT 1971.
Schmitt 1967: J. Schmitt, Introduction to the Chronicle of the Morea, Groningen 19672.
Tzavara 2008: A. Tzavara, Clarentza, une ville de la Morée latine, XIIIe-XVe siècles, Venise 2008.
Χρονικὸν [έκδ. Καλονάρος] 1940: Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως, έκδ. Π. Καλονάρος, Αθήνα 1940.