Στην περιοχή της Μάνης ο κύριος τύπος των χρησιμοποιούμενων κυψελών ήταν, πριν την ευρεία εφαρμογή της σύγχρονης μελισσοκομίας με την πλαισιοκυψέλη, η λιθόκτιστη θυρίδα, η οποία κατασκευαζόταν συνήθως από τέσσερεις λίθινες πλάκες. Οι κυψέλες αυτές δεν ήταν, ωστόσο, μεμονωμένες αλλά έστεκαν πολλές μαζί, η μία δίπλα στην άλλη και σε επάλληλες σειρές, δημιουργώντας έτσι έναν ιδιότυπο τοίχο-μελισσοκομείο. Οι θυρίδες διέθεταν μικρή σχετικά χωρητικότητα, με πλάτος και ύψος που κυμαινόταν συνήθως από 25 έως 35 εκ. και βάθος που σπανίως ξεπερνούσε τα 55 εκ. Έφεραν πώματα εκατέρωθεν, λίθινα, πήλινα ή σανιδένια, με το εμπρόσθιο να διαθέτει την απαραίτητη οπή εισόδου των μελισσών. Η τελευταία είχε κατά κανόνα νότιο (από Α- ΝΑ έως Δ-ΝΔ) προσανατολισμό, ενώ το οπίσθιο τμήμα των κυψελών προστατευόταν από τους κρύους βόρειους ανέμους, είτε από το φυσικό τοπίο είτε, από κάποιον τοίχο.
Τα μελισσοκομικά μνημεία του τύπου αυτού που έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί είναι τα εξής:
Μελισσοκομείο στη Χαραυγή Σωτηριάνικων, αποτελούμενο από δεκατέσσερεις σωζόμενες κυψέλες-θυρίδες, κατασκευασμένες σε δυάδες, η μία πάνω από την άλλη, διαχωριζόμενες με λίθινη πλάκα1. Το μελισσοκομείο βρίσκεται σε αυλή οικίας και η μία πλευρά του έχει επιχωματωθεί. Για πώματα στις κυψέλες φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν κατάλληλα τροποποιημένα τμήματα κεραμίδων στέγης.
Διώροφο μελισσοκομείο2 στη μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος3, στο φαράγγι του Βυρού, με σωζόμενες τις 13 από τις συνολικά 14 θυρίδες (εικ.1). Η πλάκα της κάτω πλευράς έκαστης θυρίδας εξέρχεται του τοίχου, δημιουργώντας έτσι μια «πλάκα πτήσης» για τις μέλισσες. Τα λίθινα πώματα της εμπρόσθιας πλευράς των θυρίδων βρίσκονται στη θέση τους, απουσιάζουν όμως τα αντίστοιχα της οπίσθιας. Το μελισσοκομείο, το μήκος του οποίου ανέρχεται σε 5 μ. ακριβώς, οριοθετεί τη μία πλευρά μικρής αυλής που υφίσταται στον χώρο και εφάπτεται στον τοίχο κτηρίου που αποτελούσε το ελαιοτριβείο της μονής, αποτελώντας συνέχειά του. Σε δύο τοίχους του αναφερθέντος ελαιοτριβείου διατηρούνται τρεις διπλές κυψέλες (εικ.2), τις οποίες θα πρέπει να κατατάξουμε στον τύπο «ντουλάπι», που είναι γνωστός από άλλες περιοχές, την Άνδρο4, την Κεφαλονιά5 και τη Φλώρινα6. Εξωτερικά, πέραν της οπής εισόδου των μελισσών, υπάρχει και εδώ μια μικρή «πλάκα πτήσης». Τα εσωτερικά πώματα των κυψελών, τα οποία ήταν πιθανώς ξύλινα, δεν διασώζονται. Οι όποιες εργασίες και βέβαια ο τρύγος των κυψελών αυτών πραγματοποιούνταν από το εσωτερικό του πρώτου ορόφου του ελαιοτριβείου.
Στη μονή Βαϊδενίτσας και σε απόκρημνο σημείο λειτουργούσε μικρό λιθόκτιστο μελισσοκομείο7 με οκτώ τουλάχιστον θυρίδες σε μία σειρά, από τις οποίες διατηρούνται σήμερα οι έξι. Το σωζόμενο μήκος του ανέρχεται σε 3,75μ.
Τρία μελισσοκομεία, διαφορετικής δυναμικότητας και κατασκευασμένα από πωρόλιθο πάχους 8,7 εκ., απαντούν σε κρημνώδη τοποθεσία στο Νεοχώρι8. Το μεγαλύτερο9 (εικ.3) έχει μήκος 17,80μ. και στα δύο άκρα του διαθέτει λιθόκτιστους τοίχους που επεκτείνονται έως τον κάθετο φυσικό βράχο. Στον έναν από τους εν λόγω τοίχους υπάρχει είσοδος, που έκλεινε μάλλον με κάποιο είδος πόρτας. Σε πλάκα, εντοιχισμένη δίπλα στην είσοδο, υπάρχει εγχάρακτος σταυρός πλαισιωμένος. Στα τέσσερα τεταρτημόρια που δημιουργεί ο σταυρός διαβάζονται τα γράμματα ΙΣ, ΧΡ, Ν, Χ. Αριστερά του σταυρού διακρίνεται ένα δέντρο και δεξιά κάποιος θάμνος, πιθανώς μελισσοκομικά φυτά. Στο κάτω μέρος της πλάκας υπάρχει η ημερομηνία «13 ΗΟΥΛΙΟΥ 1880», η οποία φαίνεται πως αφορά την κατασκευή του τοίχου. Το σύνολο των θυρίδων του μελισσοκομείου είναι 185 σε τρεις σειρές. Τα εμπρόσθια πώματα των θυρίδων είναι λίθινα ή από πωρόλιθο και τα οπίσθια, όσα διατηρούνται ακόμη, σανιδένια.
Στο άνω μέρος του μελισσοκομείου υπάρχουν, για προστασία, κυρίως από τη βροχή, κεραμίδες στέγης. Σε δύο από τα εμπρόσθια πώματα, κατασκευασμένα από πωρόλιθο υπάρχουν ανάγλυφοι σταυροί και σε άλλα δύο, λίθινα, εγχάρακτοι10. Σε ένα από τα τελευταία απαντούν περί τον σταυρό τα γράμματα ΙΣ Χ ν κ και η χρονολογία 1782. Στην πλαγιά, στην πίσω πλευρά του μελισσοκομείου, υπάρχει μικρή σπηλιά σε δύο επίπεδα, με την είσοδό της κτισμένη με λιθοκατασκευή, η οποία διασώζεται σε αρκετά μεγάλο ύψος. Δημιουργούνταν έτσι δύο ανισόπεδοι χώροι, ο καθένας με τη δική του είσοδο, οι οποίοι χρησίμευαν ως μελισσοκομική αποθήκη11. Το ενδιαφέρον είναι πως στον τοίχο του χαμηλότερου εκ των χώρων αυτών υπήρχαν τέσσερεις κυψέλες, τις οποίες θα πρέπει να εντάξουμε στην κατηγορία των «ντουλαπιών».
Το δεύτερο μελισσοκομείο12 του Νεοχωρίου (εικ.4), σε απόσταση μερικών μέτρων από το πρώτο, έχει μήκος 9,13 μ. και διέθετε 87 θυρίδες, σε τρεις και πάλι σειρές, από τις οποίες σώζονται οι 76. Η κατασκευή του ήταν πανομοιότυπη με αυτή του μεγαλύτερου, με τα εμπρόσθια, εντούτοις, πώματα να είναι κατασκευασμένα εκτός από πωρόλιθο και από κατάλληλα διαμορφωμένες κεραμίδες στέγης. Λίθινο είναι μόνο ένα πώμα, το οποίο φέρει εγχάρακτο σταυρό με τα γράμματα Ι Χ Ν Κ και τη χρονολογία 1857 (με το 5 χαραγμένο ανάποδα). Στο μικρότερο μελισσοκομείο13 διασώζονται επτά πώρινες θυρίδες (σωζόμενο μήκος 1,60 μ.), ενώ φαίνεται πως υπήρχαν άλλες πέντε τουλάχιστον. Σε ένα από τα εμπρόσθια πώματα απαντά επίσης εγχάρακτος σταυρός.
Και τα τρία αυτά μελισσοκομεία του Νεοχωρίου, στα μέσα τουλάχιστον του περασμένου αιώνα, τα εκμεταλλεύονταν ο ίδιος μελισσοκόμος14, κατά την άποψη, ωστόσο, της Σοφίας Γερμανίδου15, δεν αποκλείεται η χρήση τους να ήταν παλαιότερα κοινοτική με τα δικαιώματα ελέγχου της παραγωγής να ανήκαν στον τοπικό καπετάνιο.
Στη Χώρα Μηλιάς υφίσταται, σκεπασμένο από πυκνό κισσό, διώροφο μελισσοκομείο16 με τα εμπρόσθια πώματα των κυψελών χτισμένα στη θέση τους. Το σύνολο των θυρίδων του είναι 26 και το συνολικό του μήκος φτάνει τα 4,35 μ. Στην ίδια περιοχή υπήρχαν άλλα δύο παρόμοια μελισσοκομεία, στις αυλές των οικιών Κατάκου και Κριμιζή, κατεστραμμένα, ωστόσο, εδώ και χρόνια17.
Στη μονή Αγίου Ιωάννου στα Φαγγριάνικα Μηλιάς υπάρχουν έξι εν σειρά θυρίδες18 (εικ. 5), με συνολικό μήκος 2,25 μ., σε τοίχο που εφάπτεται με το καθολικό της μονής19. Πώματα δεν έχουν διατηρηθεί, είναι ωστόσο σαφές από τις προεξέχουσες πλάκες ποια ήταν η εμπρόσθια και ποια η οπίσθια πλευρά τους.
Στην Πηγή Πλάτσας υφίστανται σε αυλή οικίας δύο τοίχοι-μελισσοκομεία20, με τέσσερεις σειρές κυψελών έκαστος. Κατασκευαστική ιδιαιτερότητα και των δύο αυτών μελισσοκομείων είναι πως οι κυψέλες, 68 συνολικά, διαμορφώνονται από τέσσερεις κατάλληλα τοποθετημένες κεραμίδες στέγης εντός των δημιουργημένων από λίθινες πλάκες ορθογώνιων χώρων, παρόλο που θα μπορούσαν και από μόνοι τους οι εν λόγω χώροι να αποτελέσουν κυψέλες. Τα πώματα είναι πήλινα ή λίθινα, ενώ στην οροφή αμφότερων των μελισσότοιχων απαντούν κεραμίδες.
Στις Θαλάμες, στη θέση Αλώνια, διατηρείται διώροφο μελισσοκομείο21 (εικ.6) με 34 συνολικά θυρίδες, συνολικού μήκους 5,78μ. Οι θυρίδες του διαμορφώνονται από τρεις κεραμίδες στέγης, ενώ τα άκρα του είναι λιθόκτιστα, με το ένα να εφάπτεται στον φυσικό βράχο. Το οπίσθια πώματα δεν διατηρούνται, τα εμπρόσθια, ωστόσο, είναι όλα στη θέση τους. Από αυτά, 30 είναι λίθινα και τέσσερα πήλινα από τροποποιημένες κεραμίδες στέγης.
Στη Λαγκάδα και σε αυλή οικίας διασώζεται τμήμα μελισσοκομείου22 (εικ.7) αποτελούμενο από 21 θυρίδες κατασκευασμένες από λίθινες πλάκες σε τρεις σειρές, μήκους 3,04μ. Τα εμπρόσθια πώματα είναι στη θέση τους, λίθινα στην κάτω σειρά, πήλινα στις άλλες. Τα οπίσθια πώματα ήταν σανιδένια και ορισμένα διατηρούνται. Στην οροφή απαντούν κεραμίδες στέγης.
Στην Τραχήλα, εντός ξηρολιθικού περιβόλου με ελιές, διατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος του μελισσοκομείο23 με 86 σωζόμενες θυρίδες σε τρεις σειρές (εικ.8). Το μήκος του ανέρχεται σε 12,80 μ., με τμήμα μήκους 1,60μ. να έχει καταρρεύσει. Είναι κατασκευασμένο σε μικρή απόσταση από τον έναν τοίχο του περιβόλου, δημιουργώντας έτσι έναν διάδρομο από όπου διενεργούνταν ο τρύγος και οι λοιπές εργασίες στις κυψέλες. Στην είσοδο του εν λόγω διαδρόμου υπάρχει μεγάλη πλάκα (μήκους 1,60μ) που ενώνει το άνω μέρος του μελισσοκομείου με τον τοίχο του περιβόλου. Κάτω από την πλάκα αυτή βρίσκεται σε όρθια θέση άλλη μία (μήκους 1,20 εκ.), η οποία, σε συνδυασμό με την πρώτη, φαίνεται πως χρησίμευε ως ιδιότυπη πόρτα, που έκλεινε την είσοδο προς την πίσω πλευρά του μελισσοκομείου. Οι θυρίδες διαμορφώνονται είτε με τη χρήση λίθινων πλακών είτε με τη χρήση κεραμίδων στέγης. Τα εμπρόσθια πώματα είναι λίθινα ή πήλινα, ενώ κανένα από τα οπίσθια δεν έχει διασωθεί.
Στην Κουλούκα, ο περίβολος ενός μεγάλου αγροτόσπιτου, γνωστού ως το «σπίτι της Γιαννούς», διαθέτει, σε όλο το μήκος του (περί τα 200μ.), διώροφες κυψέλες διαχωριζόμενες με μια πλάκα, με τις εισόδους των μελισσών να βρίσκονται φυσικά στην εξωτερική πλευρά του περιβόλου24. Τον 19ο αιώνα φέρεται να ασκούνταν στον χώρο αυτό μελισσοκομία με μεγάλο αριθμό κυψελών (αναφέρονται χίλιες, αριθμός για τον οποίο ωστόσο διατηρούμε επιφυλάξεις), όπου εκτός των χτιστών θυρίδων, τοποθετούνταν στις αναβαθμίδες της αυλής και ανάστομα πλεκτά μελισσοκόφινα25.
Στον Βαχό έχουν καταγραφεί τέσσερα μελισσοκομεία, ενώ παλαιότερα υπήρχαν το λιγότερο άλλα τρία.
Αυτό του Καλαφούτη, στην περιοχή Προγόνια, είναι διώροφο κατασκευασμένο με λίθινες πλάκες, ενώ των Καλαρουτιάνων, στην ίδια περιοχή, διαθέτει τρεις σειρές κυψελών. Αμφότερα έχουν λίθινα εμπρόσθια πώματα, ενώ τα οπίσθια απουσιάζουν. Το Μελισσοκομείο του Παναγιωτάκου, στη θέση Κομμάτι, έχει μία σειρά κυψελών και υπάρχει εγχάρακτη η χρονολογία 189926. Στη θέση Φράγκα υπάρχει καλοδιατηρημένο κτιστό μελισσοκομείο με 51 συνολικά θυρίδες σε τρεις σειρές, με ξύλινα εκατέρωθεν πώματα και δύρριχτη κεραμοσκεπή27.
Μελισσοκομεία του Βαχού, που δεν υφίστανται στις μέρες μας, ήταν: της γιαγιάς Δημητρακούς στο «Βουρκό», το οποίο φέρεται να λειτουργούσε τον 18ο αιώνα, των Λεβιάνων στα «Λακώματα» και των Πουλιάνων στους «Καρβελήδες»28.
Στην Αρεόπολη, στο κέντρο σχεδόν του οικισμού29, διατηρείται μεγάλο λιθόκτιστο μελισσοκομείο30 σε σχήμα Γ (εικ.9), αποτελούμενο στη μεγάλη του πλευρά από 78 θυρίδες (54 θυρίδες σε τρεις σειρές και 24 σε δύο) και στη μικρή από 23. Στη θέση τους βρίσκονται δεκαοκτώ από τα εμπρόσθια λίθινα πώματα, ενώ απουσιάζουν εντελώς τα οπίσθια.
Στον Πύργο Διρού βρίσκεται το διώροφο μελισσοκομείο31 του Εξαρχάκου32, με 40 συνολικά θυρίδες, διαμορφούμενες με λίθινες πλάκες (εικ.10). Τα λίθινα εμπρόσθια πώματα διατηρούνται, ενώ το μήκος του ανέρχεται σε 7,03μ. Κατασκευαστική ιδιαιτερότητα του μελισσοκομείου αυτού είναι η ελαφρά κλίση της λίθινης πλάκας της βάσης των θυρίδων προς τα κάτω, για λόγους σχετικούς με την αντιμετώπιση της υγρασίας των κυψελών. Προγενέστερα του εν λόγω μελισσοκομείου, υπήρχε σε κοντινή απόσταση έτερο, το οποίο διέθετε περί τις 100 θυρίδες και ήταν σε λειτουργία από τα τέλη τουλάχιστον του 19oυ αιώνα. Άλλο λιθόκτιστο μελισσοκομείο στον Πύργο Διρού ήταν αυτό του Γερακούλια, το οποίο καταστράφηκε πριν μερικές δεκαετίες33.
Η μονή Σωτήρος στη Γονέα διέθετε λιθόκτιστο μελισσοκομείο34 με τρεις σειρές θυρίδων, από τις οποίες διατηρούνται σήμερα 33 (μόνο μία της τρίτης σειράς) με τα λίθινα εμπρόσθια πώματά τους.
Στον Κότρωνα έχουν καταγραφεί τα μελισσοκομεία των Φαράκου (στα «Βάτα») και του Παπασπυριδάκου (στη «Φαρμακαριά»)35. Αμφότερα με τρεις σειρές θυρίδες, διαμορφούμενες με λίθινες πλάκες, και λίθινα εμπρόσθια πώματα.
Στα Κορακιάνικα απαντούν λιθόχτιστες κατασκευές, από δύο μόνο θυρίδες, οι οποίες ήταν ωστόσο μεμονωμένες στον χώρο χωρίς να δημιουργείται «μελισσότοιχος». Οι κυψέλες αυτές χρησιμοποιούνταν από τοπικό μελισσοκόμο έως τα τέλη της δεκαετίας του 195036.
Στον Μάραθο, σε δύσβατο σημείο με φραγκοσυκιές, υφίσταται μελισσοκομείο με περί τις 24 θυρίδες σε δύο σειρές. Το εμπρόσθια πώματα είναι και σε αυτήν την περίπτωση λίθινα.
Αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της μελισσοκομίας με τις δίστομες κυψέλες-θυρίδες της Μάνης έχουμε να παρατηρήσουμε πως η σχετικά μικρή χωρητικότητα των κυψελών αυτών βοηθούσε στη σμηνουργία την άνοιξη, που ήταν άλλωστε ζητούμενο κατά τη μελισσοκομία αυτής της μορφής. Η όποια επέκταση του μελισσοκομείου ή αντικατάσταση μελισσιών πραγματοποιούνταν με τη σύλληψη αφεσμών37. Οι Μανιάτες μελισσοκόμοι δεν γνώριζαν να πολλαπλασιάζουν τα μελίσσια τους με τη λεγόμενη τεχνητή σμηνουργία, όπως δεν γνώριζαν και τον τρόπο να οδηγήσουν τις μέλισσες να κτίσουν τις κηρήθρες τους κάθετα ως προς τον διαμήκη άξονα της θυρίδας και έτσι το κάθε μελίσσι έκτιζε κατά το δοκούν, παράλληλα, κάθετα ή λοξά.
Ο τρύγος διενεργούνταν μια φορά ετησίως, τον Αύγουστο, μετά την κύρια ανθοφορία, που ήταν το θυμάρι, και ελάμβανε χώρα αποκλειστικά από την οπίσθια πλευρά των θυρίδων38. Κατά τον τρύγο ο μελισσοκόμος απέκοπτε με ένα σιδερένιο εργαλείο τις κηρήθρες ή τα τμήματα εκείνα των κηρηθρών που δεν είχαν γόνο. Μετά τον τρύγο οι θυρίδες έκλειναν και δεν ξανάνοιγαν παρά μόνο για τον επόμενο τρύγο.
Παρόμοια με τα μανιάτικα μελισσοκομεία39 έχουν καταγραφεί και στην Κεφαλονιά40. Παρουσιάζουν μάλιστα κατασκευαστική ομοιότητα με ορισμένα της Μεσσηνιακής Μάνης41, καθώς και στις δύο περιπτώσεις ο χώρος έκαστης κυψέλης διαμορφώνεται με την κατάλληλη τοποθέτηση κεραμίδων στέγης. Εκτός Ελλάδας, λιθόκτιστα μελισσοκομεία με δίστομες κυψέλες χρησιμοποιούνταν σε περιοχές της Απουλίας στην Ιταλία42.
Ίδιας αρχής λειτουργίας χτιστά μελισσοκομεία με δίστομες κυψέλες συναντάμε σε αρκετές περιπτώσεις στα βόρεια της Μεσογείου, μόνο που στα εν λόγω μελισσοκομεία η πίσω πλευρά είναι στεγασμένη, δημιουργώντας έτσι τα λεγόμενα «μελισσόσπιτα». Μελισσοκομεία αυτού του τύπου έχουν καταγραφεί στην Άνδρο43, την Κύπρο44, την Απουλία45, τη νότια Γαλλία46, και την Καππαδοκία47, σκαλισμένα, τα τελευταία, στον τοπικό πωρόλιθο και χρονολογούμενα, τα παλαιότερα, μεταξύ 6ου και 9ου αι. Στην Άνδρο, τη Χίο, την Κεφαλονιά, τη Ρόδο και την Κάρπαθο ήταν σε χρήση (και) μεμονωμένες χτιστές δίστομες κυψέλες48. Στη νότια Ιταλία και ιδίως στην Απουλία χρησιμοποιούνταν, ως πριν λίγες δεκαετίες, λίθινες δίστομες κυψέλες κατασκευασμένες από πωρόλιθο, οι οποίες τοποθετούνταν σε σειρές, η μία εφαπτόμενη της άλλης 49 . Δημιουργούνταν έτσι μελισσοκομεία παρόμοιων χαρακτηριστικών με αυτά της Μάνης.
Αναφορικά με την παλαιότητα της χρήσης των λιθόκτιστων μελισσοκομείων στη Μάνη, τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ελάχιστα. Η παλαιότερη αναφορά σε αυτά ανάγεται στα 1805 και την οφείλουμε στον Άγγλο περιηγητή William Leake, ο οποίος αναφέρει πως παρατήρησε στην κοιλάδα λίγο πριν το χωριό Βαχός τις κυψέλες από τις οποίες παράγεται το φημισμένο μανιάτικο μέλι. Ήταν κατασκευασμένες από τέσσερεις λίθινες πλάκες έκαστη, συγκολλημένες με κονίαμα και χτισμένες έτσι ώστε να δημιουργείται ένας τοίχος. Ορισμένοι από τους τοίχους αυτούς διέθεταν κατά μήκος οκτώ με δέκα και καθ’ ύψος δύο με τρεις σειρές κυψελών50. Στην περιοχή περί τον Βαχό έχουν, όπως είδαμε, καταγραφεί αρκετά παρόμοια μελισσοκομεία και δεν αποκλείεται κάποια από αυτά να συνάντησε ο Άγγλος περιηγητής. Από τη μαρτυρία του Leake συνάγεται, βέβαια, πως στις αρχές τουλάχιστον του 19ου αιώνα η χρήση λιθόκτιστων μελισσοκομείων ήταν μια εδραιωμένη πρακτική στην περιοχή.
Οι εγχάρακτες χρονολογίες που υπάρχουν σε ορισμένα μελισσοκομεία αφορούν το 1782, 1857, 1880 (Νεοχώρι) και 1899 (Βαχός). Προφορικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για μελισσοκομεία σε χρήση προ του 19ου αιώνα51. Συνεπώς, με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία, η χρήση των λιθόκτιστων μανιάτικων μελισσοκομείων δεν δύναται να αναχθεί σε εποχή προγενέστερη του 18ου αιώνα, χωρίς εντούτοις να αποκλείεται μια πρωιμότερη χρήση τους στην περιοχή.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως χτιστές κυψέλες και μάλιστα δίστομες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Αναφέρεται σε αυτές, τον +1ο αι., ο Κολουμέλλας52, δεν είναι ωστόσο γνωστό αν χρησιμοποιούνταν και στον ελληνικό χώρο53 . Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει έως τώρα εντοπίσει αρχαίες λίθινες κυψέλες, ενώ η αποκάλυψη στην Αττική τοίχου του -4ου/ -3ου αιώνα, «κάθετα στον οποίο όρθιες σχιστολιθικές πλάκες ή χαμηλά τοιχάρια σχημάτιζαν μικρά χωρίσματα», θεωρείται από την ανασκαφέα πως χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση «πήλινων ή ψάθινων κυψελών»54 . Δυστυχώς, στη δημοσίευση της εν λόγω κατασκευής δεν παρατίθεται φωτογραφία ή σχέδιο ώστε να είναι δυνατόν να εξεταστεί η πιθανότητα τα μικρά αυτά «χωρίσματα» να αποτελούσαν κυψέλες- θυρίδες, παρόμοιες με αυτές της Μάνης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΦΡΥΔΗΣ
Τα λιθόκτιστα μελισσοκομεία της Μάνης*
* Οφείλουμε θερμές ευχαριστίες για την αρωγή τους στην αρχαιολόγο της ΕΦΑ Μεσσηνίας Σοφία Γερμανίδου, στον πρώην αρχαιοφύλακα Σπύρο Νίκα και βέβαια στους πληροφορητές μας Γιώργο Εξαρχάκο, Νίκο Κατσουρέα και Σταύρο Μόφορη.
1 Μαυροφρύδης 2015α, 53.
2 Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του είναι: 36° 54΄22.6΄΄Ν, 22° 15΄31.9΄΄Ε.
3 Γερμανίδου 2004, 107. Γερμανίδου 2011, 71-72. Μαυροφρύδης 2015α, 54.
4 Μπίκος 1996α, 359-363. Ράμμου – Μπίκος 2000, 421-422. Speis 2016, 84-134.
5 Μπίκος 2005, 96.
6 Αναγνωστόπουλος 2000, 295-297.
7 Συντεταγμένες: 36° 53΄31.0΄΄Ν, 22° 17΄51.4΄΄Ε.
8 Γερμανίδου 2004, 107-108. Γερμανίδου 2011, 66, 69. Μαυροφρύδης 2015α, 52-53.
9 36° 50΄39.1΄΄Ν, 22° 16΄58.0΄΄Ε.
10 Ο σταυρός κοντά στην είσοδο των κυψελών (για προστασία, μακροημέρευση αλλά και κατά της βασκανίας) είναι συχνό φαινόμενο στην παραδοσιακή μας μελισσοκομία.
11 Σύμφωνα με τη Μαρία Μαραμπέα, μελισσοκόμο και συγγενή του τελευταίου μελισσοκόμου που χρησιμοποίησε το μελισσοκομείο.
12 36°50΄38.9΄΄Ν, 22° 16΄57.1΄΄Ε.
13 36° 50΄38.7΄΄Ν, 22° 16΄57.0΄΄Ε.
14 Ο Γεώργιος Μαραμπέας. Σήμερα το κάθε ένα από τα τρία ανήκει σε διαφορετικό κληρονόμο του.
15 Γερμανίδου 2011, 66.
16 36° 50΄17.7΄΄N, 22° 21΄06.3΄΄Ε.
17 Πληροφορία της Βασιλικής Γαλανοπούλου, διαμένουσα τώρα στη θέση της παλαιάς οικίας Κριμιζή.
18 36° 50΄07.7΄΄Ν, 22° 21΄13.9΄΄Ε.
19 Γερμανίδου 2011, 72.
20 Μαυροφρύδης 2015α, 53-54.
21 36° 46΄56.8΄΄Ν, 22° 19΄58.0΄΄Ε.
22 Γερμανίδου 2004, 107. Γερμανίδου 2011, 73. Μαυροφρύδης 2015α, 53. Το μελισσοκομείο αυτό κατά τον πληροφορητή μας, σημερινό ιδιοκτήτη του και μελισσοκόμο, Ν. Κατσουρέα, ήταν παλαιότερα τριπλάσιο σε μήκος. Οι συντεταγμένες του είναι: 36° 46΄38.7΄΄Ν, 22°
16΄57.0΄΄Ε.
23 36° 46΄29.4΄΄Ν, 22° 18΄41.5΄΄Ε.
24 Μπίκος 2004α, 90-91. Crane 1998, 14-15.
25 Μπίκος 2004α, 90-91.
26 Μπίκος 2004β, 145-147.
27 Ράμμου – Μπίκος 2000, 433. Μπίκος 2004β, 147.
28 Μπίκος 2004β, 147.
29 Η μελισσοκομία εντός χωριών ή ακόμη και πόλεων δεν είναι, διαχρονικά, σπάνιο φαινόμενο. Βλ. Μαυροφρύδης 2015β και Mavrofridis 2018β.
30 Αναφορά σε αυτό από Γερμανίδου 2011, 74.
31 36° 37΄21.4΄΄Ν, 22° 23΄38.3΄΄Ε.
32 Μπίκος 2004α, 88.
33 Σύμφωνα με τον πληροφορητή μας Γ. Εξαρχάκο, τοπικό μελισσοκόμο.
34 Μπίκος 2011, 399.
35 Μπίκος 2011, 398-399.
36 Κατά τον πληροφορητής μας Σ. Μόφορη.
37 Κατά τους πληροφορητές μας Ν. Κατσουρέα και Γ. Εξαρχάκο.
38 Σύμφωνα με τους μελισσοκόμους πληροφορητές μας Ν. Κατσουρέα και Γ. Εξαρχάκο. Βλ. και Μπίκος 2004α, 88. Παρόμοια αναφέρονται και στο ΑΕ4475/1992 αδημοσίευτο χειρόγραφο (Δ. Γαζουλέα, Λαογραφική ύλη από Νομιτσί Μάνης) του Αρχείου Χειρογράφων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
39 Τα μελισσοκομεία αυτά της Μάνης δεν θα πρέπει να συγχέονται, αν και υπάρχει οπτική ομοιότητα, με τις λιθόκτιστες κατασκευές που διέθεταν ανοίγματα (κλειστά στο πίσω μέρος ή και διαμπερή) και χρησιμοποιούνταν σε πολλά αιγαιοπελαγίτικα νησιά, περιοχές της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας και αλλού για την προστασία κινητών παραδοσιακών κυψελών διαφόρων τύπων και υλικών κατασκευής.
40 Μπίκος 2005, 96-98. Mavrofridis 2018a, 128.
41 Στη Λακωνική Μάνη δεν έχει εντοπιστεί μελισσοκομείο στο οποίο να χρησιμοποιούνται κεραμίδες στέγης είτε για τη διαμόρφωση των θυρίδων του είτε ως πώματα.
42 Masetti 2006α, 161-162.
43 Μπίκος 1996β, 462-466. Ράμμου – Μπίκος 2000, 421-422. Speis 2016, 84-134.
44 Mavrofridis 2018α, 132-133. Μαυροφρύδης 2018β, 108, 110.
45 Masetti 2006β, 255. Bixio – De Pascale 2013, 72-73.
46 Masetti 2000, 89-90. Bouet 2000, 31-34.
47 Demange 1995, 48-49. Roussel 2006, 40-44. Bixio – De Pascale 2013, 62-68.
48 Mavrofridis 2018α, 127-132.
49 Masetti 2006β, 255-256, 258.
50 Leake 1835, 281.
51 Μπίκος 2004β, 147.
52 Columella, De Re Rustica, 9.6.2-3.
53 Ο Κολουμέλλας δεν γνώριζε τη μελισσοκομία της Ελλάδας. Βλ. Μαυροφρύδης, 2018α, 108.
54 Οικονομάκου 1995, 60.
ABSTRACT. Stone-built apiaries in the Mani were widely used by both private individuals and monasteries until half a century ago. They usually consist of a wall with apertures that functioned as beehives, open at both ends. This paper presents all of the known extant stone-built apiaries—a total of 24 examples, both published and unpublished, partially preserved and complete—and information on those that no longer exist. It also compares similar apiaries in Kefalonia, Andros, Cyprus, Cappadocia in Turkey, Puglia in Italy, and southern France. Based on information, such as early traveler’s reports, oral testimonies, and dates carved on the apiaries themselves, the earliest use of this type of apiary in the Mani can be dated to the 18th century, although an earlier date cannot be excluded.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναγνωστόπουλος 2000: Ι. Θ. Αναγνωστόπουλος, Δύο τύποι εγχώριων κυψελών της φλωρινιώτικης μελισσοκομίας, στο: ΣΤ΄ Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτεμβρίου 1996, Αθήνα 2000, 295-310.
Bixio – De Pascale 2013: R. Bixio – A. De Pascale, A new type of rock-cut works: Τhe apiaries, Opera Ipogea 1 (2013), 61-76.
Bouet 2000: C. Bouet, Généralité des apiers du Languedoc, στο: 4ème Colloque sur l’apiculture traditionnelle, «Miel, abeilles et pierres», Fontan 24-25 juin 2000, Fontan 2000, 29-40.
Γερμανίδου 2004: Σ. Γερμανίδου, Μελισσοκομία, στο: Μανιάτικοι οικισμοί, Δίκτυο Μουσείων Μάνης 1, Αθήνα 2004, 106-108.
Γερμανίδου 2011: Σ. Γερμανίδου, Εκδηλώσεις αγροτικών δραστηριοτήτων στην τέχνη και τον υλικό πολιτισμό του Βυζαντίου: το παράδειγμα της μελισσοκομίας, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τόμ. Β΄, 2011.
Crane 1998: E. Crane, Wall hives and wall beekeeping, Bee World 79:1 (1998), 11-22.
Demenge 1995: G. Demenge, Pigeonniers et ruchers byzantins de Cappadoce, Archéologia 131 (1995), 42-51.
Leake 1835: W. M. Leake, Travels in the Morea, τόμ. 1, London 1835.
Masetti 2000: L. N. Masetti, Quelques considérations sur l’architecture apicole en France, στο: 4ème Colloque sur l’apiculture traditionnelle, «Miel, abeilles et pierres», Fontan 24-25 juin 2000, Fontan 2000, 80-92.
Masetti 2006α: L. N. Masetti, Stone hives and apiaries of Puglia I, American Bee Journal 146:2 (2006), 159-163.
Masetti 2006β: L. N. Masetti, Stone hives and apiaries of Puglia II, American Bee Journal 146:3 (2006), 255-258.
Μαυροφρύδης 2015α: Γ. Μαυροφρύδης, Τα πέτρινα μελισσοκομεία της Έξω Μάνης, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 29:239 (2015), 52-55.
Μαυροφρύδης 2015β: Γ. Μαυροφρύδης, Αστική μελισσοκομία, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 29:244 (2015), 404-406.
Μαυροφρύδης 2018α: Γ. Μαυροφρύδης, Μελισσοκομία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο – οι κυψέλες, Αρχαιολογία & Τέχνες 127 (2018), 100-111.
Μαυροφρύδης 2018β: Γ. Μαυροφρύδης, Παραδοσιακή μελισσοκομία, Αρχαιολογία & Τέχνες 128 (2018), 100-113.
Mavrofridis 2018α: G. Mavrofridis, Stone beehives on the islands of the eastern Mediterranean, στο: F. Hadjina – G. Mavrofridis – R. Jones (επιμ.), Beekeeping in the Mediterranean from Antiquity to the Present, Nea Moudania 2018, 126- 135.
Mavrofridis 2018β: G. Mavrofridis, Urban beekeeping in Antiquity, Ethnoentomology 2 (2018), 52-61.
Μπίκος 1996α: Θ. Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 10:10 (1996), 359-363.
Μπίκος 1996β: Θ. Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 10:12 (1996), 462-466.
Μπίκος 2004α: Θ. Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 18:2 (2004), 87-92.
Μπίκος 2004β: Θ. Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 18:3 (2004), 145-148.
Μπίκος 2005: Θ.Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση19:2(2005),92-98.
Μπίκος 2011: Θ. Μπίκος, Μελισσοκομικές καταγραφές, Μελισσοκομική Επιθεώρηση 25:6 (2011), 394-400.
Οικονομάκου 1995: Μ. Οικονομάκου, Λαυρεωτική, ΑΔ 50 (1995), Β΄1, 60-61.
Ράμμου – Μπίκος 2000: Αικ. Ράμμου – Θ. Μπίκος, Η Ελλάδα της μελισσοκομίας. Τρία χρόνια μελισσοκομικών καταγραφών, στο: ΣΤ΄ Τριήμερο Εργασίας «Η μέλισσα και τα προϊόντα της», Νικήτη 12-15 Σεπτεμβρίου 1996, Αθήνα 2000, 413-435.
Roussel 2006: G. Roussel, Découverte de vieux ruchers en Cappadoce, Les Cahiers d’Apistoria 5a (2006), 39-46.
Speis 2016: G. Speis, Beekeeping on the Island of Andros, Andros 2016.