Το έτος 2015 ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το υποέργο με την ονομασία «Αποκατάσταση Καθολικού Νέας Μονής Βουλκάνου» του έργου «Αποκατάσταση Ιεράς Μονής Βουλκάνου Δήμου Μεσσήνης, Π.Ε. Μεσσήνης, Περιφέρειας Πελοποννήσου», ενταγμένο στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα», το οποίο εκτελέστηκε απολογιστικά και με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας.
Η Νέα Μονή Βουλκάνου ιδρύθηκε, σύμφωνα με σημείωση σε χειρόγραφο κώδικα της μονής, στις 5 Μαρτίου του 1625 σε οροπέδιο στο ανατολικό τμήμα του όρους Εύα (Άγιος Βασίλειος), απ’ όπου εποπτεύει τη μεσσηνιακή πεδιάδα. Έως τότε η ιστορική αδελφότητα ήταν εγκατεστημένη στην κορυφή του όρους της Ιθώμης.
Κατά την παράδοση, η ίδρυση της παλαιάς μονής στο όρος της Ιθώμης αποδίδεται στο έτος 725. Όπως μαρτυρείται, για λόγους δυσχερούς πρόσβασης, ύδρευσης και διαμονής στην κορυφή του βουνού, οι μοναχοί αγόρασαν το 1625 μια μεγάλη επίπεδη τοποθεσία και ίδρυσαν εκεί τη Νέα Μονή Βουλκάνου (εικ. 1). H προσωνυμία Βουλκάνο προήλθε από το επώνυμο του βυζαντινού κτήτορα ή άρχοντα της περιοχής, που ονομαζόταν Βουρκάνος ή Βουλκάνος1.
Η θέση βρίσκεται χαμηλότερα της ακρόπολης της Αρχαίας Μεσσήνης, εξωτερικά της Λακωνικής Πύλης και πάνω από την εύφορη μεσσηνιακή πεδιάδα. Ο χώρος, στην αρχαιότητα, ανήκε στην επικράτεια της αρχαίας Μεσσήνης. Στα βόρεια βρίσκονται τα αρκαδικά όρη, απέναντι η οροσειρά του Ταϋγέτου και στα νότια η χερσόνησος της Μάνης και ο μεσσηνιακός κόλπος. Το μοναστηριακό συγκρότημα καλύπτει μια έκταση περίπου ενός στρέμματος και βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 360μ. Η πλησιέστερη πηγή νερού βρίσκεται στα 100 μ. δυτικά του μοναστηριού.
Κατά την εκτέλεση δοκιμαστικών τομών, πλάτους 1,20μ., περιμετρικά των θεμελίων του καθολικού της μονής για τη διερεύνηση της κατάστασης διατήρησής τους εντοπίστηκαν και διερευνήθηκαν μερικώς αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, σε μικρό σχετικά βάθος από την επιφάνεια του εδάφους, τα οποία είχαν υποστεί καταστροφές από την ανέγερση του καθολικού στις αρχές του 18ου αι.
Στα 0,40μ. από την επιφάνεια του εδάφους εντοπίστηκε τοίχος της ΠΕ ΙΙ περιόδου (ΤΧ1), με κατεύθυνση Α- Δ, σωζόμενου ύψους περίπου 0,27 μ., μέγ. σωζ. μήκους περίπου 5 μ. (το δυτικότερο άκρο του είχε καταστραφεί από την κατασκευή του κωδωνοστασίου) και μέγ. πλάτους 0,65 μ. Ο τοίχος αποτελείται από μεσαίου και μικρού μεγέθους αργούς λίθους σε δύο παράλληλες σειρές, με το κενό μεταξύ τους συμπληρωμένο με χώμα και μικρότερες πέτρες (εικ. 2). Εντοπίστηκε επίσης η υποθεμελίωση του ΤΧ1, που αποτελείται, όπως και ο ΤΧ1, από μια σειρά αργών λίθων, οι οποίοι εξέχουν ελαφρώς του μετώπου του τοίχου προς τα νότια (εικ. 3). Η υποθεμελίωση εδράζεται απευθείας στον φυσικό βράχο, έχει ύψος 0,16 μ. και σώζεται κατά μήκος ολόκληρου του τοίχου.
Στο δυτικότερο σωζόμενο άκρο του ΤΧ1 εντοπίστηκε τμήμα πήλινου ζωόμορφου ειδωλίου βοοειδούς από ωχρό πηλό, μήκους περ. 5 εκ., αποκεκρουμένο στα άκρα και το κεφάλι (εικ. 6ζ). Το ζωόμορφο ειδώλιο αντανακλά τον έντονα κτηνοτροφικό χαρακτήρα της πρωτοελλαδικής οικονομίας 2 . Παρόμοια ειδώλια προέρχονται κυρίως από οικισμούς της ΠΕ ΙΙ περιόδου και έχουν ερμηνευθεί ως ομοιώματα σφαγίων. Θα μπορούσε επίσης να συνδεθεί με οικιακές λατρευτικές πρακτικές3.
Στα νότια του ΤΧ1, στο ίδιο βάθος με εκείνο της σωζόμενης επιφάνειάς του, εντοπίστηκε κατά χώραν τμήμα πίθου σωζόμενου από τη μέση έως τον πυθμένα, με μέγ. διάμετρο 0,50μ. και σωζ. ύψος 0,30μ. (εικ.4). Στην ίδια περιοχή τα χώματα ήταν σκούρα καστανά, με ίχνη πυράς, ενώ ίχνη πυράς έφεραν και τα όστρακα κυρίως στην εξωτερική επιφάνειά τους.
Δεύτερος τοίχος (ΤΧ2), σωζόμενος σε μικρότερο μήκος, γωνιάζει με το ανατολικό άκρο του ΤΧ1 και εδράζεται απευθείας στον φυσικό βράχο (εικ.5). Έχει κατεύθυνση Β-Ν και εισχωρεί υπό των θεμελίων του καθολικού, δηλαδή ο νεώτερος τοίχος του χριστιανικού ναού εδράζεται επάνω στον τοίχο της ΠΕ ΙΙ περιόδου.
Ο ΤΧ2 έχει σωζόμενο ύψος σχεδόν 0,50μ., μέγ. εμφανές μήκος 1,22μ. και πλάτος 0,70μ. Σώζεται σε ύψος δύο στρώσεων λίθων. Και αυτός ο τοίχος, όπως ο ΤΧ1, αποτελείται από μεσαίου και μικρού μεγέθους αργούς λίθους σε δύο παράλληλες σειρές, με το κενό μεταξύ τους συμπληρωμένο με χώμα και μικρότερες πέτρες.
Από την ανασκαφή κατά μήκος της βόρειας μακράς όψης του καθολικού προέκυψε κεραμική της ΠΕ ΙΙ περιόδου. Πρόκειται για όστρακα αγγείων μεγάλου μεγέθους, με χοντρά τοιχώματα, από πηλό με προσμείξεις, μαγειρικών και αποθηκευτικής χρήσης4, λεπτότεχνων αγγείων με ακανόνιστες εγχάρακτες γραμμές στην επιφάνεια και οριζόντιες ή κάθετες λαβές5, καθώς και αγγείων με πλαστική ταινία με εμπιέσεις δακτύλων στην επιφάνεια κάτω από το χείλος6 (εικ.6α). Μεταξύ αυτών εντοπίστηκαν βάση πίθου, που σώζει εξωτερικά ίχνη από την ψάθα πάνω στην οποία στέγνωσε (εικ.6δ), και υψηλά πόδια αγγείων από ωχρό πηλό (εικ.6στ).
Από το εσωτερικό της γωνίας των δύο τοίχων συλλέχθηκαν άβαφα όστρακα αγγείων μεγάλου μεγέθους με χοντρά τοιχώματα και πηλό με προσμείξεις, τμήματα πίθου με δακτυλιόσχημη βάση και δύο όστρακα προχοής ραμφόστομης πρόχου με μακρύ αυξανόμενο στόμιο7, από ροδόχρωμο πηλό με την χαρακτηριστική υφή «πούδρας»8 και με φαιόχρωμα τμήματα εξωτερικά κατά τόπους (εικ.6γ). Όλα φαίνονται να έχουν εκτεθεί σε συνθήκες πυρκαγιάς (εικ.6β). Τα όστρακα μαγειρικών και αποθηκευτικών αγγείων από χονδρόκοκκο, πορώδη πηλό επιβεβαιώνουν την οικιακή χρήση του χώρου, καθώς και τη χρονολόγησή του στην ΠΕ ΙΙ περίοδο.
Παρατηρείται επίσης μια κατασκευαστική λεπτομέρεια σε μια βάση πίθου, που αποτελείται από πήλινο δίσκο, πάνω στον οποίο δημιουργήθηκε εσωτερικός πυθμένας από ξεχωριστή στρώση πηλού (εικ.6ε).
Γενικά, ο πηλός των οστράκων ποικίλλει μεταξύ καστανού και ερυθρωπού, με αρκετές προσμείξεις. Οι λεκάνες έχουν χονδρόκοκκο πηλό, με ασβεστολιθικές προσμείξεις σκούρου και ανοικτού χρώματος, και τα πιθοειδή πορώδη, χονδρόκοκκο πηλό, με ασβεστολιθικές προσμείξεις σκούρου και ανοικτού χρώματος, μικρού και μεσαίου μεγέθους, και λίγα ίχνη μίκας, πιθανώς για τη στεγανοποίηση του αγγείου ή για την αύξηση της αντοχής του κατά την όπτηση. Η επιφάνεια των οστράκων παρουσιάζει αρκετή διάβρωση, που έχει απαλείψει την αρχική όψη τους, ενώ συχνή είναι και η παρουσία τεφρών πυρήνων που υποδηλώνουν ατελή όπτηση.
Η κεραμική της ΠΕ ΙΙ θέσης στη Μονή Βουλκάνου ομοιάζει με την κεραμική της Λέρνας ΙΙΙ9, την κεραμική από την ΠΟΤΑ Ρωμανού10, καθώς και την ΠΕ ΙΙ κεραμική που προέκυψε από την έρευνα Pylos Regional Archaeological Project της δεκαετίας του 1990 11. Όμοια κεραμική έχει εντοπιστεί και στο κοντινό στη Μεσσηνία νησί των Κυθήρων, στη θέση Διακόφτι12.
Η διερεύνηση και ανασκαφή των προϊστορικών καταλοίπων υπήρξε περιορισμένη λόγω της άμεσης γειτνίασής τους με τον βόρειο τοίχο του καθολικού στα νότια και με τον στιβαρό τοίχο λιθόκτιστης δεξαμενής νερού των αρχών του 18ου αιώνα, η οποία δεν λειτουργούσε πλέον και είχε καλυφθεί, στα βόρεια.
Παρατηρήθηκε, ωστόσο, ότι παρά τις χιλιετίες που μεσολάβησαν μεταξύ της ΠΕ ΙΙ περιόδου και των αρχών του 18ου αι. που χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ο χώρος, δεν υπήρξε συσσώρευση μεγάλων επιχώσεων. Αυτό οφείλεται πιθανόν στην απουσία ενδιάμεσης χρήσης του χώρου και στο γεγονός ότι στην ενδιάμεση χρονολογική φάση, κατά τα ελληνιστικά χρόνια, η περιοχή είχε χρησιμοποιηθεί από την πόλη της αρχαίας Μεσσήνης ως αγροτική γη (καλλιεργήσιμη και βοσκοτόπια).
Η αρχιτεκτονική διάταξη των δύο σωζόμενων τοίχων δείχνει ότι πιθανόν πρόκειται για κτήριο/οικία της ΠΕ ΙΙ περιόδου (-2700/ -2200). Τα σωζόμενα θεμέλια μαρτυρούν επιμελημένη κατασκευή, με παχιά και βαριά τοιχοποιία, πάχους 0,65- 0,70μ., ενώ η ανωδομή θα ήταν κατασκευασμένη από ωμοπλίνθους13. Η περιορισμένη έρευνα δεν επιτρέπει τον υπολογισμό του μεγέθους ή την κατανόηση της διάταξης του κτηρίου. Πρόκειται, ωστόσο, σαφώς, για μια ακόμη θέση που προστίθεται στον πρωτοελλαδικό χάρτη της Μεσσηνίας.
Πλησιέστερη γνωστή ΠΕ θέση στη Μεσσηνία είναι τα Ακοβίτικα, με τα δύο μέγαρα της ΠΕ ΙΙ περιόδου14. Η θέση αυτή καλύπτει την παραθαλάσσια ζώνη. Σε αντίθεση με τους παράκτιους οικισμούς15, η θέση της Νέας Μονής Βουλκάνου ευνοείται, ευρισκόμενη στην ενδοχώρα, πλησίον πηγής νερού και ελέγχοντας τον κάμπο. Η θέση, σε ύψωμα, λειτουργεί ως παρατηρητήριο φυσικά οχυρό, το οποίο δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς την ανάγκη για περαιτέρω προστασία, τείχιση ή ενίσχυση της άμυνας. Οι κάτοικοί της προφανώς εκμεταλλεύονται την εύφορη πεδιάδα, σε μια περίοδο που η γεωργία αποτελεί τη βάση της οικονομίας.
Μάλιστα, οι καλές εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μεσσηνία κατά την ΠΕ ΙΙ περίοδο επέτρεψαν την αύξηση της παραγωγής και του αποθέματος, όπως προκύπτει από την έρευνα άλλων ΠΕ ΙΙ θέσεων16. Οι νέες οικονομικές συνθήκες, με την αύξηση των ανταλλαγών και με τις αλλαγές στους τρόπους χρήσης της γης, επέφεραν, την ίδια περίοδο, συγκέντρωση δύναμης και συρροή πληθυσμού στην περιοχή, που οδήγησε στη δημιουργία νέων οικισμών17.
Δεδομένου ότι έως σήμερα δεν είχαν βρεθεί ίχνη ΠΕ εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Μονής Βουλκάνου, ο εντοπισμός της θέσης αυτής είναι σημαντικός. Οι γνωστές ΠΕ ΙΙ θέσεις στη Μεσσηνία βρίσκονται στα δυτικά παράλια, πλησίον ή στις όχθες ποταμών και κάποιες στην ενδοχώρα. Τα σωζόμενα θεμέλια δεν επιτρέπουν την ταύτιση της μορφής ή της χρήσης του κτηρίου, όμως ο εντοπισμός τμημάτων πίθων, διάσπαρτων ή κατά χώραν, δείχνουν πως η αποθήκευση και φύλαξη των αγαθών γινόταν αποκλειστικά στο εσωτερικό των κτηρίων, στην προκειμένη περίπτωση σε ρηχό λάκκο στο δάπεδο για την ασφαλή στήριξή τους.
Η νέα θέση διατηρεί τα χαρακτηριστικά των ΠΕ εγκαταστάσεων που εκμεταλλεύονταν τους πλούσιους φυσικούς πόρους, ευρισκόμενη κοντά σε πηγή, με πλούσια, εύφορη γη, κατάλληλη για καλλιέργεια, γύρω της.
Επίσης, η γειτνίαση της νέας αυτής θέσης με τα αρκαδικά και τα μεσσηνιακά όρη εξασφάλιζε τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων και τη δυνατότητα ελέγχου της πεδιάδας και της εξόδου προς τον Μεσσηνιακό Κόλπο.
Μελλοντική έρευνα και ανασκαφή γύρω από το μοναστήρι θα αποκάλυπτε ίσως και άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της εποχής και πιθανώς την έκταση και τη σημασία της θέσης.
ΓΚΕΛΥ ΦΡΑΓΚΟΥ
Μια νέα θέση πρωτοελλαδικής εποχής στη Μεσσηνία*
* Ευχαριστώ θερμά για τις πολύτιμες συμβουλές τους, τον αρχαιολόγο Δρ. Jörg Rambach, τις αρχαιολόγους Δρ. Μ. Χολέβα, Β. Ελευθερίου και Στ. Δρακοπούλου, καθώς και τον αρχαιολόγο Δρ. Γ. Κοζάτσα. Επίσης, ευχαριστώ τον αρχαιολόγο Δρ. Μιχάλη Κάππα (ΕΦΑ Μεσσηνίας) για την χορήγηση άδειας μελέτης του αρχαιολογικού υλικού.
1 Αναπλιώτης 1959, 178-188. Βορβίλας 1989, 25-26, 28-30, 33, 48-65, 182-184 και 166-172.
2 Pullen 1992, 45-54.
3 Tzavella-Evjen 1984, 21–22, 95, 169-170, 213–214.
4 Τσαραβόπουλος 2009, 563.
5 Wiencke 2000, 349, αρ. P157.
6 Coldstream 1972,77-78,80 και 82, αρ.5,7 και 12,52,53-56,86-88 αντίστοιχα. Τσαραβόπουλος 2009, 563.
7 Wiencke 2000, 455, αρ. P871.
8 Stocker 2003, 377, 382, 383-385 και 401.
9 Caskey 1960, 285-303.
10 Rambach 2014, 147-166. Rambach 2016, 567-570.
11 Davis κ.ά. 1997, 432.
12 Βλ. παραπάνω, υποσημ. 2 και 4.
13 Siennicka 2002, 173-178.
14 Θέμελης 1970, 303-311. Καράγιωργα 1971, 126-29. Themelis 1984,335-351.Θέμελης2011,295-309.
15 Κορρές 1983, 169-208, για την παραθαλάσσια περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς στην Πύλο.
16 Βλ. παραπάνω, υποσημ. 10, 11, καθώς και Nilsson 2014, 223-239.
17 Wiencke 1989, 497-500.
ABSTRACT. In 2015, during work for the “Restoration of the Church of the New Monastery of Voulkano” project, trial trenches were dug close to the foundations of the monastery church, revealing, at a relatively small depth, architectural remains of the Early Bronze Age, which had been partially destroyed by the construction of the church in the early 18th century. Located on a plateau on the eastern slope of Mount Eva, the site controls the Makaria plain as well as the Messenian and Arcadian mountain ranges. Situated near a water source, this newly identified Early Helladic site supervised the fertile plain and functioned as an observatory, dominating the surrounding area. Excavations brought to light the stone foundations of a building constructed of large and smaller semi-worked stones. The associated pottery comprises EH II pithoi and coarse wares. A clay bull figurine suggests religious practices and reflects the livestock-based economy of the EH II period. Future research will probably reveal more similar sites in Messenia, belonging to a period of population growth and settlement expansion.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναπλιώτης 1959: Ι. Αναπλιώτης, Βουλκάνο, το ιστορικό μοναστήρι της Μεσσηνίας, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά Ι΄ (1959), 178-188.
Βορβίλας 1989: Ι. Βορβίλας, Η εν Μεσσηνία Ιερά Μονή Βουλκάνου, Καλαμάτα 1989.
Caskey 1960: J. L. Caskey, The Early Helladic Period in the Argolid, Hesperia 29 (1960), 285-303.
Coldstream 1972: J. N. Coldstream, Deposits of pottery from the settlement, στο: J. N. Coldstream – G. L. Huxley (επιμ.), Kythera. Excavations and Studies conducted by the University of Pennsylvania Museum and the British School at Athens, London 1972, 77-204.
Davis κ.ά. 1997: J. L. Davis – S. E. Alcock – J. Bennet – Y. G. Lolos – C. W. Shelmerdine, The Pylos Regional Archaeological Project: Part I, Hesperia 66:3 (1997), 391-494.
Θέμελης 1970: Π. Γ. Θέμελης, Πρωτοελλαδικόν μέγαρον εις Ακοβίτικα Μεσσηνίας, ΑΑΑ 3:3 (1970), 303-311.
Θέμελης 2011: Π. Γ. Θέμελης, Μνημειακά πρωτοχαλκά οικοδομήματα. Η περίπτωση των Ακοβίτικων, στο: Ντ. Κατσωνοπούλου (επιμ.), Helike IV. Ancient Helike and Aigialeia. Protohelladika: The Southern and Central Greek Mainland, Αthens 2011, 295-309.
Καράγιωργα 1971: Θ. Γ. Καράγιωργα, Ακοβίτικα, ΑΔ 26 (1971), Β΄1 Πρακτικά, 125-129.
Κορρές 1983: Γ. Σ. Κορρές, Ανασκαφή Βοϊδοκοιλιάς Πυλίας, ΠΑΕ 1983, 169-208.
Nilsson 2014: M. Nilsson, A note on domestic vs communal grain storage in the Early Helladic Period, Opuscula 7 (2014), 223-239.
Pullen 1992: D. J. Pullen, Ox and plow in the Early Bronze Age Aegean, AJA 96 (1992), 45–54.