.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου: Επανέκθεση, συντήρηση και μελέτες εκθεμάτων


Η επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου


Η ιστορία της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου ξεκίνησε στις αρχές του 2012 όταν εγκρίθηκε η μεταφορά της έκθεσης από το Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου στην ισόγεια αίθουσα του κτηρίου Μαιζώνος, εντός του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου του Νιόκαστρου Πύλου1. Ο χώρος επιλέχθηκε με στόχο τη δημιουργία ενός πολυδύναμου κέντρου πολιτισμού, που θα συμπλήρωνε και θα αναδείκνυε το ιστορικό, πολιτισμικό, αρχιτεκτονικό και θρησκευτικό μωσαϊκό της Πύλου και της ευρύτερης περιοχής της. Το έργο, με τίτλο «Επανέκθεση Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου Δήμου Πύλου-Νέστορος Περιφέρειας Πελοποννήσου», εντάχθηκε τον Ιούλιο του 2013 2 στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» (ΕΠΑΝ ΙΙ) του ΕΣΠΑ (2007-2013), με προϋπολογισμό 1.099.750.00 ευρώ και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο 20153.

To κτήριο Μαιζώνος στο Νιόκαστρο Πύλου
Το κτήριο που φιλοξενεί τη νέα έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου, γνωστό ως «Στρατώνες Μαιζώνος», χωροθετείται νότια της βόρειας πύλης του φρουρίου4. Κτίστηκε από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Νικόλαο-Ιωσήφ Μαιζόν, όταν το Νιόκαστρο καταλήφθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις (1828) μετά τη νίκη τους επί των Τουρκοαιγυπτίων στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του 1827. Το Νιόκαστρο ή Νέο Ναβαρίνο χτίστηκε από τους Τούρκους το 1573, για να ελέγχει την είσοδο των πλοίων στον κόλπο του Ναβαρίνου· ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το οποίο βρίσκεται απέναντι, στη χερσόνησο του Κορυφασίου5, όπου τοποθετείται η Πύλος των ιστορικών χρόνων.
Το κτήριο Μαιζώνος, ένα επίμηκες, διώροφο, λιθόκτιστο κτήριο, με δίρριχτη κεραμοσκεπή, στερεώθηκε και αποκαταστάθηκε πλήρως το 1984 από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων6. Τότε το ισόγειο του κτηρίου διαμορφώθηκε σε εκθεσιακό χώρο, που στέγασε την πινακοθήκη της Πύλου, με πυρήνα τη συλλογή του Γάλλου φιλέλληνα René Puaux7, μέχρι τη μεταφορά της στο κτήριο Τσικλητήρα το 2012. Για τις ανάγκες του Κέντρου δημιουργήθηκαν στον πρώτο όροφο, ξενώνας, γραφείο, κοινόχρηστοι βοηθητικοί χώροι και βιβλιοθήκη. Η πρόσβαση στην υπερυψωμένη ισόγεια αίθουσα του κτηρίου γίνεται από δύο ανοίγματα στα δύο άκρα της βόρειας όψης του κτηρίου: ως κύρια θύρα χρησιμοποιείται η ανατολική, με την εξωτερική λίθινη κλίμακα, και ως βοηθητική (έξοδος κινδύνου) η δυτική (εικ.1). Το εσωτερικό της αίθουσας διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, που αντιστοιχούσαν στις δύο κύριες διακριτές χρήσεις του χώρου: τον χώρο υποδοχής και τους βοηθητικούς χώρους (αποθήκες και χώρους υγιεινής) μπροστά και αριστερά της εισόδου και τον εκθεσιακό χώρο, δεξιά της εισόδου, σε χαμηλότερο επίπεδο.


Η μετατροπή της ισόγειας μακρόστενης αίθουσας του ιστορικού, διατηρητέου κτηρίου Μαιζώνος σε εκθεσιακό-μουσειακό χώρο αποδείχτηκε ένα δύσκολο εγχείρημα δεδομένου ότι υπήρχαν οι εξής περιορισμοί:
• η νέα αίθουσα είναι κατά 70 μόνο τετραγωνικά μεγαλύτερη από το Αντωνοπούλειο κτήριο,
• οι παράλληλες δοκοί ορθογώνιας διατομής με ξύλινη επένδυση που κυριαρχούσαν στην οροφή της αίθουσας,
• ο μεγάλος αριθμός ανοιγμάτων που αναπτύσσονται κατά μήκος της πρόσοψης του κτηρίου8,
• η έλλειψη προσβασιμότητας σε ΑμεΑ, δεδομένου ότι και η αρχιτεκτονική των φρουρίων δεν βοηθά στην υιοθέτηση τέτοιων επεμβάσεων,
• η επιμήκης κάτοψη της αίθουσας, που αποτελεί τον κύριο εκθεσιακό χώρο,
• η επένδυση του δαπέδου με κόκκινο μάρμαρο, που καθιστούσε δύσκολο τον χρωματικό συνδυασμό του με άλλα υλικά,
• τα επιδαπέδια κλιματιστικά σώματα, τα οποία καταλάμβαναν πολύτιμο εκθεσιακό χώρο,
• ο ξύλινος ανεμοφράχτης στην είσοδο του κτηρίου, που περιόριζε το πλάτος της αίθουσας σε μια ζωτικής σημασίας περιοχή για ένα μουσείο, όπως είναι η είσοδός του.

Το Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου και η υφιστάμενη έκθεση
Το Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου κατασκευάστηκε την περίοδο 1958-1960 σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από τον Δήμο Πύλου, στο κέντρο της πόλης της Πύλου, με δωρεά του Χρήστου Αντωνόπουλου, ομογενή οδοντιάτρου από τον Πήδασο Πυλίας. Το κτήριο στέγασε αρχαιότητες που από το 1949 φιλοξενούνταν σε αίθουσα του Δημαρχείου της Κοινότητας Χώρας και περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, ευρήματα από την ανασκαφή του Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη (1926) στον αρχαιότερο θολωτό τάφο της ηπειρωτικής Ελλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Κορυφάσιο (πρώην Οσμάναγα), τη συλλογή αρχαιοτήτων της χήρας Δραγώνη από την Πύλο και τη συλλογή René Puaux9. Η πρώτη έκθεση οργανώθηκε από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Γεώργιο Παπαθανασόπουλο και εμπλουτίστηκε ακολούθως με νεότερα ευρήματα από τις ανασκαφές του Σπυρίδωνα Μαρινάτου, του Γεωργίου Κορρέ (1970-1990), του Γ. Παπαθανασόπουλου και του Νικολάου Γιαλούρη στην Κυπαρισσία, τη Μεθώνη και τον Ρωμανό. Το 1992 η συλλογή René Puaux μεταφέρθηκε στην ισόγεια αίθουσα του κτηρίου Μαιζώνος στο Νιόκαστρο και η έκθεση αναδιοργανώθηκε σε χρονολογική και τοπογραφική βάση. Στην πρώτη αίθουσα εκτέθηκαν ευρήματα προϊστορικών χρόνων από τις αρχαιολογικές θέσεις Βοϊδοκοιλιάς, Κουκουνάρας, Σουληναρίου και Βλαχόπουλου, καθώς και αποκτήματα από παραδόσεις πολιτών, και στη δεύτερη αίθουσα ευρήματα των ιστορικών χρόνων από την ανασκαφή του Ν. Γιαλούρη στο νεκροταφείο της Γιάλοβας και του Γ. Παπαθανασόπουλου στην Τσοπάνη Ράχη, καθώς και από σωστικές ανασκαφές και παραδόσεις στην Κυπαρισσία, τη Μεθώνη κ.ά. (εικ.
4).
Το θέμα της επέκτασης ή μεταφοράς του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου τέθηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 λόγω:
• των περιορισμένων διαστάσεων του Μουσείου σε σχέση με το πλήθος των ευρημάτων από τις παλιές ανασκαφές (σε Πυλία, Κυπαρισσία, Μεθώνη) και τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές στην περιοχή του Ρωμανού10, που στοιβάζονταν κατά χιλιάδες στην αποθήκη του Μουσείου, μαζί με αναλώσιμα υλικά και εργαλεία ανασκαφής,
• των βασικών ελλείψεων σε βοηθητικούς χώρους (χώρους υγιεινής, φυλακείο),
• των φθορών στις παλαιωμένες ξύλινες προθήκες και την παντελή έλλειψη ελέγχου κλιματολογικών συνθηκών του χώρου και των προθηκών, που έθεταν σε κίνδυνο τα εκθέματα,
• του παρωχημένου τρόπου παρουσίασης, με την ελλιπή ερμηνευτική πληροφόρηση.
Η οριστική λύση δόθηκε το 2012 με την έγκριση της μεταφοράς και λειτουργίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου στην ισόγεια αίθουσα του κτηρίου Μαιζώνος στο Νιόκαστρο Πύλου11.


Μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη
Το εκθεσιακό σενάριο του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου έπρεπε να λάβει υπόψη τον μεγάλο αριθμό των προς έκθεση αντικειμένων και να αποφύγει τυχόν επικαλύψεις με άλλα μουσεία της Μεσσηνίας και ιδιαίτερα με το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, όπου εκτίθενται τα ευρήματα από τον αρχαιολογικό χώρο του ανακτόρου του Νέστορα. Κατά τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που ήδη εκτίθετο στο Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο και αυτού που προήλθε από τις νεότερες σωστικές ή συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες διαπιστώθηκε ότι η παράκτια ζώνη της Πύλου, με τις πυκνές αρχαιολογικές θέσεις που τεκμηριώνουν τη διαχρονική παρουσία του ανθρώπου από την παλαιολιθική εποχή έως την ελληνιστική περίοδο (όρμος Βοϊδοκοιλιάς, Ρωμανός, Βρωμονέρι) διαφέρει σημαντικά από την ενδοχώρα, που περιλαμβάνει την περιοχή νότια-νοτιοανατολικά του ανακτόρου του Νέστορα, όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι μεν πολλά αλλά περιορίζονται στην Εποχή του Χαλκού και ιδιαίτερα στα τέλη της ΜΕ και στην ΥΕ εποχή. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία για την ανάπτυξη του σεναρίου της εκθεσιακής αφήγησης12.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στη σύλληψη του σεναρίου έπαιξε και το τοπωνύμιο «Πύλος», το οποίο απαντά σε τρεις διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αναφέρεται στη σύγχρονη πόλη της Πύλου, που σχεδιάστηκε, όπως και το κτήριο Μαιζώνος, όπου φιλοξενείται η νέα έκθεση, από μηχανικούς του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, στην Πύλο των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που τοποθετείται στη χερσόνησο του Κορυφασίου, και στην Πύλο που μνημονεύει ο Όμηρος ως έδρα του μυθικού βασιλιά Νέστορα και που τοποθετείται από πολλούς ερευνητές στον Άνω Εγκλιανό13.
Το σενάριο της νέας έκθεσης, που έχει τίτλο «….στα ίχνη της Πύλου», ξεκινάει από τα νεότερα χρόνια, τη σύγχρονη Πύλο και το κτήριο των στρατώνων, και ακολουθεί δύο βασικούς θεματικούς άξονες (των παραλίων και της ενδοχώρας), με το εκθεσιακό αφήγημα της αναζήτησης της Πύλου να ξετυλίγεται χρονικά και τοπογραφικά κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών του κτηρίου. Οι δύο αυτοί άξονες συγκλίνουν σε ένα βασικό Σταθμό Α΄, που αναφέρεται στην ομηρική Πύλο, στο βάθος της αίθουσας, δεξιά της εισόδου. Ένας ακόμη Σταθμός Β΄, στον κεντρικό άξονα της αίθουσας, εστιάζει στο έθιμο της προγονολατρείας-ηρωολατρείας (εικ.3).


Η μουσειογραφική μελέτη περιελάμβανε τις εξής επιλογές και επεμβάσεις στο ισόγειο του κτηρίου Μαιζώνος14:
• Την κατάργηση των βοηθητικών χώρων (αποθήκη, χώρων υγιεινής) που χωροθετούνταν αριστερά της εισόδου15 και την ενοποίηση του εκθεσιακού χώρου, προκειμένου να αναπτυχθεί η έκθεση και στα δύο επίπεδα της αίθουσας.
• Τη μετατροπή του ξύλινου ανεμοφράκτη σε γυάλινο με αυτόματες συρόμενες πόρτες.
• Την αντικατάσταση των επιδαπέδιων κλιματιστικών σωμάτων.
• Τη συντήρηση-αποκατάσταση των παράλληλων δοκών στην οροφή της αίθουσας.
• Τη διατήρηση της υφιστάμενης επένδυσης του δαπέδου από κόκκινο μάρμαρο.
• Την κατασκευή κεκλιμένης επιφάνειας (ράμπας) για την εξυπηρέτηση των ΑμεΑ στο εσωτερικό του Μουσείου και την ενσωμάτωσή της στην έκθεση· δημιουργία αντίστοιχης κατασκευής στην εξωτερική πρόσοψη του κτηρίου για την πρόσβαση σε αυτό.
• Τις λιτές, καθαρές γραμμές που αποτέλεσαν τη βασική αρχή για τον σχεδιασμό των προθηκών, των επενδύσεων και των λοιπών κατασκευών, ώστε να επιτυγχάνεται η οπτική επικοινωνία μεταξύ των εκθεσιακών ενοτήτων και η αίσθηση της άνεσης και της ελευθερίας κατά την περιήγηση στην έκθεση. Οι επιδαπέδιες προθήκες φέρουν κρύσταλλο και στις τρεις πλευρές προκειμένου τα ευρήματα να είναι ορατά και να δίνεται η αίσθηση της οπτικής συνέχειας. Τα επιτοίχια ερμάρια μαζί με τα ελεύθερα εκθέματα συνέβαλαν στη διάσπαση των όγκων, την ψευδαίσθηση του βάθους και στην αμεσότητα της επαφής του επισκέπτη με το αρχαιολογικό εύρημα.
• Τη χωροθέτηση δύο ενοτήτων στον κεντρικό άξονα της αίθουσας: του Σταθμού Β΄ «Μνήμες προγόνων», με χαμηλή επιμήκη προθήκη, και του ταφικού πίθου «Ταφή σε πίθο στον ποταμό Σέλα Ρωμανού», σε χαμηλό βάθρο, που περιόρισε την έντονη γραμμικότητα του εκθεσιακού χώρου και συνακόλουθα της μουσειακής κόπωσης.
• Τη συνεχή επένδυση που διατρέχει τον τοίχο, τον οποίο καταλαμβάνει ο Άξονας Α΄. Η επένδυση αυτή χωρίζεται σε τρεις επάλληλες επιφάνειες, εκ των οποίων η κεντρική φιλοξενεί το εποπτικό υλικό. Μέσω του διαφορετικού βάθους και του κατάλληλου φωτισμού τονίζεται η διαχρονική συνέχεια που αντιπροσωπεύει τον συγκεκριμένο άξονα. Αντίθετα, στην απέναντι πλευρά της αίθουσας, όπου ο Άξονας Β΄, κυριαρχεί το κατακόρυφο στοιχείο λόγω των παρατακτικών ανοιγμάτων, τα οποία καλύφθηκαν με περιτυλισσόμενα υφάσματα με ψηφιακή εκτύπωση (μπάνερς). Η αντίθεση αυτή ενισχύθηκε με το γραφιστικό σχεδιασμό, που χρησιμοποιεί το λογότυπο της έκθεσης για τον Άξονα Α΄ (παράλια) και μοτίβα από τα αντικείμενα των εκθεσιακών ενοτήτων του για τον Άξονα Β΄ (ενδοχώρα).
• Τη μείωση των εκθεσιακών ενοτήτων και του αριθμού των εκθεμάτων από 273 στα 206.


Εκθεσιακή αφήγηση
Ο χώρος υποδοχής διαμορφώνεται μπροστά στην είσοδο. Οι γενικές πληροφορίες για την περιήγηση στην έκθεση (εισαγωγικά στοιχεία, χρονολόγιο, διάγραμμα της δομής της έκθεσης) δίνονται στο αυτόφωτο αναλόγιο που εκτείνεται μπροστά από την κεκλιμένη επιφάνεια (ράμπα) και στον χάρτη της Πυλίας με τις αρχαιολογικές θέσεις που παρουσιάζονται στην έκθεση, που είναι αναρτημένος σε κατακόρυφη ελεύθερη επιφάνεια. Ο χώρος υποδοχής οριοθετείται, δεξιά και αριστερά, από τις επιφάνειες που φιλοξενούν δύο πολύ σημαντικά εκθέματα:
δύο χάλκινα αγαλματίδια Διοσκούρων(;) 16 , που συμπεριελήφθησαν στην επανέκθεση ως «συνοδοί» της μετεγκατάστασης του Μουσείου στον νέο χώρο (εικ. 5). Αριστερά της εισόδου παρουσιάζεται ο υπερμεγέθης λίθινος αστράγαλος (εικ.6) με τον οποίο ξεκινάει η εκθεσιακή ενότητα «Ιδιαίτερα κτερίσματα / Πτυχές ακμής».
Στον ίδιο χώρο επιτοίχια γραφιστική απεικόνιση του κόλπου του Ναβαρίνου προσκαλεί τον επισκέπτη σε μια αξέχαστη μουσειακή εμπειρία.
Η περιήγηση στην έκθεση γίνεται με βάση τους δύο θεματικούς άξονες που προαναφέρθηκαν και που αντιστοιχούν σε ανεξάρτητες μεταξύ τους διαδρομές περιήγησης (εικ.2, 3). Και στους δύο άξονες η τοπογραφική και χρονολογική παρουσίαση της ιστορίας της δυτικής Πυλίας γίνεται μέσα από συστηματικά ανεσκαμμένες και δημοσιευμένες θέσεις. Θέσεις που αποτελούν ενδιάμεσους σταθμούς, για τις οποίες οι γνώσεις μας προκύπτουν κυρίως μέσα από τις γραπτές πηγές και τα σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα (π.χ. η Πύλος των ρωμαϊκών χρόνων, η μάχη της Σφακτηρίας, ο θολωτός τάφος Κορυφασίου), εντάχθηκαν στο έντυπο και ψηφιακό πληροφοριακό υλικό της έκθεσης.
Ο θεματικός Άξονας Α΄, με τίτλο «…ἐπί τοῦ ὡραιοτέρου κόλπου τοῦ κόσμου…»17, ξεκινά με την ενότητα «Στα χρόνια της ανεξαρτησίας και της εξωστρέφειας», που αναφέρεται στην ελληνιστική περίοδο, κατά την οποία η Πύλος διακρίθηκε για την αυτονομία, την εξωστρέφεια και τις στενές εμπορικές σχέσεις με χώρες της ανατολικής Μεσογείου και της Ιταλίας, απόρροια της απελευθέρωσής της από την κηδεμονία της Σπάρτης το -365. Την περίοδο αυτή διαφωτίζουν ταφικά ευρήματα δύο σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων, που συνθέτουν τις δύο υποενότητες. Στην υποενότητα «Ιδιαίτερα κτερίσματα/ Πτυχές ακμής» παρουσιάζεται συστάδα τάφων που ανασκάφηκε στη θέση Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας 18 και στην υποενότητα «Στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας» προβάλλονται αντιπροσωπευτικά ευρήματα της εκτεταμένης νεκρόπολης19 της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Πύλου.
Για την επόμενη ενότητα, με τίτλο «Στον ποταμό Σέλα Ρωμανού», επιλέχθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα από τις σωστικές ανασκαφές (2007-2010)20 που ανέδειξαν μια σημαντική θέση, με συνεχή κατοίκηση από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως τη ρωμαϊκή εποχή (-2900/2800 με +324), εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την περίοδο μετά την πτώση του μυκηναϊκού ανακτόρου του Νέστορος (περίπου -1200), κατά την οποία εδραιώνεται η σπαρτιατική κατάκτηση (μέσα -7ου αι.), και μέχρι την απελευθέρωση της Πύλου (-365).


Στην υποενότητα «Αρχαϊκός ναός» ο επισκέπτης ενημερώνεται για ναϊκό οικοδόμημα των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, ένα από τα ελάχιστα της Μεσσηνίας, που συνέχισε να λειτουργεί και κατά την ελληνιστική περίοδο, όταν ανανεώθηκε η στέγη του, από την οποία προέρχεται το πήλινο ακροκεράμο λακωνικού τύπου που εκτίθεται (εικ.7). Για την υποενότητα με τίτλο «Ταφή σε πίθο, στον ποταμό Σέλα Ρωμανού» επιλέχθηκε η σκηνογραφική ανασύνθεση της ταφής, με στόχο να ενισχύσει τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα της έκθεσης (εικ.8).
Εντός του πίθου εκτίθεται η λίθινη άγκυρα που έφρασε το στόμιό του, καθώς και εκμαγεία επιλεγμένων αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Το σύνολο των κτερισμάτων παρουσιάζονται σε προθήκη, που τοποθετείται στη νότια πλευρά του ταφικού πίθου. Ακολουθώντας το χρόνο προς τα πίσω ο επισκέπτης φτάνει στην υποενότητα «Στα παλαιότερα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας», που παρουσιάζει επιλεγμένα τέχνεργα από τον εκτεταμένο και καλά οργανωμένο πρωτοελλαδικό οικισμό (-2900/2800 με -2200) που αποκαλύφθηκε στον ποταμό Σέλα, καθώς και λίθινα τέχνεργα που περισυλλέχθηκαν στις θέσεις Ρίκια Ρωμανού και Βρωμονέρι– Βεργίνα Ρέμα21 και τεκμηριώνουν την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ήδη από την Μέση Παλαιολιθική (-100.000/ -35.000) (εικ.9).
Ο θεματικός Άξονας Β΄, με τίτλο «Στην Πυλιακή ενδοχώρα», αναπτύσσεται στο χαμηλότερο επίπεδο της αίθουσας, κατά μήκος της βόρειας μακράς πλευράς. Οδηγεί νοητά τον επισκέπτη στα ίχνη της μυκηναϊκής Πύλου, της PU-RO των πινακίδων Γραμμικής Β΄22, μέσα από την εύφορη ενδοχώρα και τα αρχαιολογικά της ευρήματα, που χρονολογούνται κυρίως στη μέση και ύστερη Εποχή του Χαλκού (-2050/ -1060). Το ταξίδι ξεκινάει με την υποενότητα «Θολωτός τάφος στο Βλαχόπουλο», που παρουσιάζει έναν μικρό θολωτό τάφο23, που περιείχε καλής ποιότητας κεραμεική της ΥΕΙΙΙ Α-Β24. Στην επόμενη υποενότητα, με τίτλο «Κουκουνάρα, μια ακμάζουσα περιφέρεια», παρουσιάζεται μια ανθηρή τοπική ηγεμονία της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου (-1680/ -1400), μέσα από τα ταφικά μνημεία της, με τα πλούσια και ποικίλα κτερίσματα25 (εικ.10). Στην υποενότητα «Ίκλαινα, ένα σημαντικό μυκηναϊκό οικιστικό κέντρο»26 προβάλλεται η τοπική ηγεμονία, με τα δύο μνημειώδη κτήρια (Συγκρότημα Κυκλώπειου Ανδήρου και Κτήριο Χ) και τις αναπτυγμένες αστικές υποδομές (πλακόστρωτους δρόμους, πλατείες κλπ.). Το ανέλπιστο εύρημα της πινακίδας Γραμμικής Β΄ γραφής σε αποθέτη απορριμμάτων (-1453/ -1350) προβάλλεται στην έκθεση με την παρουσίασή του σε προθήκη ολογράμματος, όπου δίνεται η δυνατότητα της προβολής και των δύο ενεπίγραφων πλευρών της.


Στις δύο στενές πλευρές της αίθουσας δύο ιδιαίτεροι πόλοι έλξης, που σχετίζονται με το όνομα «Πύλος», σηματοδοτούν τις δύο περιόδους ακμής της Πυλίας: ο ένας (Σταθμός Α΄) αναφέρεται στην ομηρική Πύλο και την περίοδο του ανακτόρου του Νέστορα (-1400/ -1200) και ο άλλος στην Πύλο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, της μεγάλης ακμής και άνθησης. Ο Σταθμός Α΄, με τίτλο «…ἐς δε Νέστορα…περιῆλθε Μεσσηνίων ἡ ἀρχή…» προβάλλει το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου κατά την περίοδο ακμής του, όταν εκτεινόταν στο σύνολο σχεδόν της Μεσσηνίας (-1400/ -1300), και το διασυνδέει με τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, όπου βρισκόταν πιθανότατα το λιμάνι του και έχουν εντοπιστεί σημαντικές μαρτυρίες για συνεχή κατοίκηση από την Τελική Νεολιθική έως τους μυκηναϊκούς χρόνους (-4500/ -1060). Το παλίμψηστο που αποκαλύφθηκε στον βόρειο βραχίονα του όρμου περιλαμβάνει οικιστικά κατάλοιπα της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (-3100/ -2050) και μεσοελλαδικό τύμβο (-2050/ -160), στο εσωτερικό του οποίου κατασκευάστηκε θολωτός τάφος, που πιθανώς αποδεικνύει τη σχέση των δύο ταφικών τεχνικών και την προέλευση του θολωτού τάφου από την ηπειρωτική Ελλάδα. Επιπλέον, η περιοχή εντάσσεται στο δίκτυο NATURA 2000, καθώς φιλοξενεί σπάνια είδη, πτηνών και μικροπανίδας. Το πολύπτυχο της περιοχής παρουσιάζεται μέσα από αντιπροσωπευτικά τέχνεργα, εποπτικό υλικό και ψηφιακές εφαρμογές, που ενσωματώνονται στον χώρο που καλύπτει η χαμηλή κατασκευή σε σχήμα ημικυκλίου με άμμο στο εσωτερικό της, η οποία προσομοιάζει στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς. Δημιουργείται έτσι ένα «παράθυρο θέασης» στο ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς περιβάλλον και το πλούσιο πολιτισμικό απόθεμα του όρμου του Ναβαρίνου. Το εκθεσιακό αφήγημα κλείνει με τον Σταθμό Β΄ «Μνήμες προγόνων», που προβάλλει το έθιμο της προγονολατρείας-ηρωολατρείας, ένα ιδιαίτερο έθιμο που σχετίζεται με τη μεσσηνιακή ιστορία και την αναζήτηση της ταυτότητας των Μεσσηνίων και που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο θεματικών αξόνων.
Για την υλοποίηση του έργου της επανέκθεσης πραγματοποιήθηκε πλήθος εργασιών: οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες 27 , εργασίες κατασκευής και τοποθέτησης του συνόλου του εκθεσιακού εξοπλισμού, αποθήκευσης, μεταφοράς και τοποθέτησης των προς έκθεση αντικειμένων, εργασίες για τοποθέτηση των φωτιστικών σωμάτων, τον σχεδιασμό, την παραγωγή και την τοποθέτηση του ενημερωτικού υλικού της έκθεσης και των ψηφιακών εφαρμογών, εργασίες φωτογράφησης και σχεδίασης των εκθεμάτων, εργασίες καθαρισμού των αρχαιολογικών χώρων. Η συντήρηση των προς έκθεση αντικειμένων, ένα χρονοβόρο και επίπονο έργο, πραγματοποιήθηκε κυρίως στο εργαστήριο συντήρησης που δημιουργήθηκε για το σκοπό της επανέκθεσης στο Αντωνοπούλειο κτήριο28 . Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο σχεδιασμός και η παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, με τη μορφή της μουσειοσκευής και του εκπαιδευτικού σάκου, με τίτλο «Ήταν ένα μικρό καράβι»29. Στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα συνετέλεσε αναμφισβήτητα η μονοχρωμία (σε γήινες αποχρώσεις της άμμου) που επιλέχθηκε και εφαρμόστηκε σε όλες τις επιφάνειες του χώρου, των προθηκών και των βάθρων.
Η οπτική ταυτότητα επιτεύχθηκε με τον γραφιστικό σχεδιασμό και το σύνολο αναδείχθηκε με τον κατάλληλα επιλεγμένο σκηνογραφικό φωτισμό και τη διαβάθμιση της έντασης ανάλογα με τα επίπεδα και τις επιφάνειες που φωτίζονται κάθε φορά30.
Το έργο της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου συνετέλεσε στην αναβάθμιση του τρόπου παρουσίασης των αρχαίων τέχνεργων, αναδεικνύοντας τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά τους, μέσα σε ένα ευχάριστο περιβάλλον, φιλικό και ελκυστικό για επισκέπτες κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου. Η έκθεση εμπλουτίστηκε με αντικείμενα από ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, δημιουργήθηκε εκπαιδευτικό υλικό με σκοπό να έρθουν τα παιδιά πιο κοντά στο Μουσείο και να το αγαπήσουν και επιπλέον το Μουσείο έγινε φιλικό προς τα ΑμεΑ. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αύξηση της επισκεψιμότητας του Μουσείου και η δημιουργία ενός δυναμικού «πολυχώρου» πολιτισμού εντός του Νιόκαστρου, όπου φιλοξενούνται μνημεία, μουσεία και εκθέσεις, που αλληλοσυμπληρώνουνται και αναδεικνύουν τη μακρόχρονη και αδιάλειπτη ιστορία της περιοχής.


Μαρία Κυλάφη – Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά – Άννα Βασιλική Καραπαναγιώτου – Ευαγγελία Μαλαπάνη –Κατερίνα Τζαμουράνη – Μαρία Τσουλάκου – Δήμητρα Πίκουλα – Αθανάσιος Κατάκος
Η επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου

1 Η μεταφορά και λειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου στο κτήριο Μαιζώνος στο Νιόκαστρο Πύλου και η παράλληλη μεταφορά της έκθεσης René Puaux στο κτήριο Τσικλητήτα εγκρίθηκαν με την υπ’ αρ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ45/29325/911/27-3-12 Υπουργική Απόφαση.
2 Το έργο εντάχθηκε με την υπ’ αρ. ΕΥΤΟΠ/Α/ΠΕΠΑΝ52/2760/11-07-2013 (ΑΔΑ:ΒΛ4ΗΓ-3Τ8) Απόφαση της Γενικής Γραμματέως Πολιτισμού. Το έργο υλοποιήθηκε με δύο υποέργα: το Υποέργο 1 «Προετοιμασία – Υποστήριξη – Τεκμηρίωση του Έργου της Επανέκθεσης», προϋπολογισμού 715.540,95 ευρώ, και το Υποέργο 2 «Προμήθεια, Μεταφορά και Εγκατάσταση Προθηκών, Επενδύσεων Τοίχων– Διαχωριστικών, Ειδικών Κατασκευών και Βάσεων-Βάθρων Εκθεμάτων στον Εκθεσιακό Χώρο της Ισόγειας Αίθουσας του Κτηρίου Μαιζώνος στο Νιόκαστρο Πύλου» προϋπολογισμού 329.640 €.
3 Το έργο υλοποιήθηκε από την πρώην ΛΗ΄ ΕΠΚΑ, υπό τη διεύθυνση της Αν. Προϊσταμένης Δρος Άννας Βασιλικής Καραπαναγιώτου, και από τον Οκτώβριο 2014 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας (ΕΦΑΜΕΣ), υπό τη διεύθυνση της Δρος Ευαγγελίας Μηλίτση- Κεχαγιά. Υπεύθυνη του έργου ήταν η Μαρία Κυλάφη και υπόλογος η Μαρία Τσουλάκου, αρχαιολόγοι της ΕΦΑ Μεσσηνίας. Την Ομάδα Επίβλεψης συγκρότησαν οι αρχαιολόγοι Μ. Κυλάφη, Ευαγγελία Μαλαπάνη, Κατερίνα Τζαμουράνη, Μ Τσουλάκου, Ά. Β. Καραπαναγιώτου και Βαρβάρα Κατσιπάνου, καθώς και η Δήμητρα Πίκουλα, πολιτικός μηχανικός, προϊσταμένη του Τμήματος Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών της ΕΦΑ Μεσσηνίας, και ο Αθανάσιος Κατάκος, προϊστάμενος του Τμήματος Συντήρησης της ΕΦΑ Μεσσηνίας. Στο έργο απασχολήθηκαν οι αρχαιολόγοι Ελπίδα Κοσμίδου και Ιωάννα Δαλαμήτρα, η λογίστρια Παρασκευή Κατή, οι πολιτικοί μηχανικοί Θωμάς Ηλιόπουλος και Δημήτρης Πίτσικας, οι αρχιτέκτονες-μηχανικοί Δέσποινα Τσιρώνη και Θάλεια Παπουτσάκη, οι συντηρήτριες Αντιγόνη Λεάκου και Ουρανία Κορδαλή, καθώς και οι εργατοτεχνίτες Χρήστος Γεωργόπουλος, Ιάκωβος Κοταράκος, Παναγιώτης Χρηστοφηλέας. Στο έργο συνέβαλε το μόνιμο προσωπικό της Εφορείας: οι συντηρητές Ευαγγελία Σπάλα, Ειρήνη Τεμπελοπούλου, Σταυρούλα Πολυμενέα, Μαρία Βασιλειάδη, Σταυρούλα Δουβόγιαννη και Γιώργιος Τσαΐρης, επικουρούμενοι από τους ορισμένου χρόνου Αναστασία Καραμάνου και Παναγιώτη Γιαννακόπουλο, ο τοπογράφος μηχανικός Βασίλης Πάνου, οι σχεδιαστές Ουρανία Ανδριανοπούλου και Αναστάσιος Παπαδόγκωνας, οι εργατοτεχνίτες Σπύρος Κουλαφέτης, Γιάννης Οικονομόπουλος, Αθανασία Καραμπάτσου, Σταύρος Κουρέτας και Σωκράτης Καραγιάννης, καθώς και οι φύλακες Νίκος Αντωνόπουλος, Παναγιώτα Βουγιούκα, Γεωργία Σαραντοπούλου και Χριστίνα Αποστολοπούλου. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον Γεώργιο Κορρέ, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για την αμέριστη βοήθεια σε θέματα τεκμηρίωσης και τις επικοδομητικές συζητήσεις, τον Μιχάλη Κοσμόπουλο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Missouri-St Louis, για τη συνεργασία στη διαχείριση της παρουσίασης και εργαστηριακής μελέτης των τοιχογραφιών της Ίκλαινας, και, τέλος, στον †Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, Επίτημο Έφορο Αρχαιοτήτων, για την πολύτιμη συνεργασία και παροχή πληροφοριών σχετικά με τους τάφους στην Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας.
4 Η πύλη αυτή χρησιμοποιείται σήμερα ως είσοδος στο φρούριο. Η κύρια πύλη του φρουρίου, γνωστή ως «Ζεματίστρα», βρίσκεται στη ΒΑ γωνία του, στον δρόμο που οδηγεί από την Πύλο στη Μεθώνη.
5 Το Παλαιόκαστρο κτίστηκε το 1278 από τον Φράγκο ηγεμόνα Νικόλαο Β΄, που έγινε ο ρυθμιστής των εξελίξεων μετά το θάνατο του πρίγκιπα Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου (1245-1278).
6 Εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1982-1987 σε ολόκληρο το Νιόκαστρο με πρόγραμμα της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων, που είχε ως αντικείμενο τη δημιουργία Κέντρου Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών.
7 Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας (1878-1937), φιλέλληνας και συλλέκτης αντικειμένων της Ελληνικής Επανάστασης (ελαιογραφιών, χαρτών, πορσελάνων κ.ά.). Μέρος της συλλογής του δωρήθηκε από τη χήρα του το 1938 και εκτέθηκε στο Αντωνοπούλειο Μουσείο Πύλου. Η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το 1989 και εκτέθηκε στο κτήριο Τσικλητήρα το 2012.
8 Οκτώ μεγάλα ανοίγματα στην πρόσοψη και ισάριθμοι φεγγίτες στο ανώτερο τμήμα της πίσω όψης του κτηρίου.
9 Βλ. σχετικά υποσημ. 7.
10 Βλ. υποσημ. 24.
11 Βλ. υποσημ. 1.
12 Η μουσειολογική μελέτη εκπονήθηκε υπό τον συντονισμό της Δρος Α. Β. Καραπαναγιώτου, (2011 – Οκτώβριος 2014) από τις αρχαιολόγους της τέως ΛΗ΄ ΕΠΚΑ Μ. Κυλάφη, Ε. Μαλαπάνη, Μ. Τσουλάκου, Κ. Τζαμουράνη, με τη συνδρομή των αρχαιολόγων Δημοσθένη Κοσμόπουλου (ΕΦΑ Μεσσηνίας) και Πένυς Τσακανίκου (ΙΔΟΧ της ΛΗ΄ ΕΠΚΑ).
13 Davis 2005.
14 Η μουσειογραφική μελέτη πραγματοποιήθηκε σε δύο βασικά στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορούσε στην αρχική πρόταση και εκπονήθηκε από την αρχιτέκτονα-μηχανικό Χριστίνα Χριστοπούλου, σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα-μηχανικό Χρυσαυγή Ιορδανίδου. Το δεύτερο στάδιο αφορούσε τη μελέτη που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της Μελέτης Εφαρμογής και εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα- μηχανικό – μουσειολόγο Θωμά Στ. Τσουκαλά.
15 Οι λειτουργίες αυτές θα εξυπηρετούνταν από τις υφιστάμενες υποδομές στον αρχαιολογικό χώρο του Νιόκαστρου στον οποίο εντάχθηκε οργανικά το Μουσείο.
16 Βρέθηκαν στην Κυπαρισσία κατά τη διενέργεια σωστικής ανασκαφής (Παπαθανασόπουλος, 1961-1962).
17 Η φράση πρόερχεται από το ημερολόγιο του Ερρίκου Σλήμαν, 1874.
18 Παπαθανασόπουλος 1963, 14-196.
19 Γιαλούρης 1966.
20 Οι σωστικές ανασκαφές διεξήχθησαν το 2007-2010 στην Περιοχή Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) Ρωμανού από την ΛΗ΄ ΕΠΚΑ, με προϊσταμένη την Δρα Ξένη Αραπογιάννη και ανασκαφέα τον Δρα Jörg Rambach (Rambach 2011. Rambach 2014).
21 Η περισυλλογή έγινε κατά την επιφανειακή έρευνα του Πανεπιστημίου Cincinnati (1992-1994), στο πλαίσιο του προγράμματος PRAP (Pylos Regional Archaeological Project) (Davis κ.ά. 1997).
22 Σύμφωνα με το αρχείο των πινακίδων Γραμμικής Γραφής Β΄ του ανακτόρου της Πύλου.
23 Η επινόηση του θολωτού τάφου αποδίδεται στη Μεσσηνία και χρονολογείται στη μετάβαση της ΜΕ/ΥΕ περιόδου. Έκτοτε ο τύπος κυριάρχησε στην ταφική αρχιτεκτονική με πολυάριθμα παραδείγματα.
24 Τον τάφο ανέσκαψε ο Σπ. Μαρινάτος το 1964 στη θέση Δρακόρραχη, στα όρια του χωριού Βλαχόπουλο (Μαρινάτος 1964, 78-95).
25 Η Κουκουνάρα ανασκάφθηκε αρχικά από τον Σπ. Μαρινάτο (Μαρινάτος 1958) και στην συνέχεια από τον Γ. Κορρέ (Κορρές 1974. Κορρές 1980).
26 Για την εν εξελίξει ανασκαφή στην Ίκλαινα, βλ. Cosmopoulos 2006
27 Οι εργασίες αφορούσαν τη νέα εκθεσιακή αίθουσα, το Αντωνοπούλειο κτήριο, οι χώροι του οποίου διαμορφώθηκαν σε γραφεία και εργαστήριο συντήρησης, και τους χώρους υγιεινής του α΄ ορόφου του κτηρίου Μαιζώνος και των ΑμεΑ.
28 Το έργο της συντήρησης των εκθεμάτων παρουσίαζεται σε ξεχωριστό άρθρο στον παρόντα τόμο (βλ. Κατάκος κ.ά 2020).
29 Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρουσιάζεται σε ξεχωριστό άρθρο στον παρόντα τόμο (βλ. Τζαμουράνη κ.ά. 2020).
30 Η μελέτη φωτισμού εκπονήθηκε από τους Θωμά Στ. Τσουκαλά, αρχιτέκτονα-μηχανικό – μουσειολόγο, και Θάνο Στ. Ιωαννίδη, ηλεκτρολόγο μηχανικό – μηχανικό Υ/Η – μουσειολόγο.

ABSTRACT. The relocation of the Archaeological Museum of Pylos at the Maison Building in the Niokastro castle was funded by the Operational Programme Competitiveness and Entrepreneurship (OPCE ΙΙ) of the National Strategic Reference Framework (2007-2013) (budget: €1,099,750.00). The new museum’s exhibition, entitled “In search of Pylos” invites visitors on a journey across western Pylia, from the Paleolithic to the Roman period, following two main thematic axes. The first, entitled “...On the most beautiful bay in the world...” (Heinrich Schliemann, 1874), presents archaeological evidence from coastal Pylia, where human presence is attested since the Palaeolithic. The second thematic axis, entitled “The Pylos hinterland”, focuses on the hinterland of Pylia, where archaeological evidence dates primarily to the Mycenaean period. These two thematic axes lead to the exhibition unit entitled “…the kingdom of Messenia passed to Nestor…”, which presents the Mycenaean palace of Nestor and its connection to the Bay of Voidokoilia, where human activity is attested from Neolithic to medieval times. Another exhibition unit, entitled “Ancestral Memories”, is dedicated to the custom of ancestor and hero worship, which was widespread in Messenia.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιαλούρης 1966: Ν. Γιαλούρης, Ελληνιστικόν Νεκροταφείον Γιαλόβης Παλαιοναυαρίνου (Κορυφασίου), ΑΔ 21 (1966), Β΄1, 164-165.
Davis 2005: J. L. Davis, Πύλος η Αμμουδερή, Αθήνα 2005.
Κατάκος κ.ά. 2020: Α. Κατάκος – Μ. Κυλάφη – Ε. Παλαμάρα – Ν. Ζαχαριάς, Συντήρηση και αναλυτικές μελέτες εκθεμάτων στο πλαίσιο της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου, στο: Ξανθοπούλου κ.ά. 2000, 1021-1031.
Κορρές 1974: Γ. Κορρές, Ανασκαφαί ανά την Πυλίαν, ΠΑΕ 1974-1975,139-162.
Κορρές 1980: Γ. Κορρές, Ανασκαφαί ανά την Πυλίαν, ΠΑΕ 1980, 150-175.
Cosmopoulos 2006: M. B. Cosmopoulos, The political landscape of Mycenaean states: A-pu2 and the Hither Province of Pylos, AJA 110 (2006), 205-208.
Μαρινάτος 1958: Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφή Πύλου, ΠΑΕ 1958, 184-193.
Μαρινάτος 1964: Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ 1964, 78-95.
Ξανθοπούλου κ.ά. 2000: Μ. Ξανθοπούλου – Α. Μπάνου – Ε. Ζυμή – Ε. Γιαννούλη– Ά. Β. Καραπαναγιώτου – Α. Κουμούση (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο στην Πελοπόννησο 2 (ΑΕΠΕΛ2), Πρακτικά της Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Καλαμάτα 1-4 Νοεμβρίου 2017, Καλαμάτα 2020.
Παπαθανασόπουλος 1961-1962: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Κυπαρισσία, AΔ17 (1961-1962), Β΄, 96-97.
Παπαθανασόπουλος 1963: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικός τύμβος Τσοπάνη Ράχης, ΑΔ 18 (1963), Β΄1, 184-196.
Rambach 2011: J. Rambach, Ρωμανός Πυλίας, Νέα στοιχεία κατοίκησης από την πρωτοελλαδική έως την Ελληνιστική Εποχή, Όριον 27 (2011), 391-342.
Rambach 2014: J. Rambach, Οι σωστικές ανασκαφές στην θέση Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού – Costa Navarino – Navarino Dunes 2007-2010. Ρωμανός Πυλίας, Νέα στοιχεία κατοίκησης από την Πρωτοελλαδική έως την Ελληνιστική Εποχή, στο: Πρακτικά Δ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8-11 Οκτωβρίου 2010, Πελοποννησιακά Παράρτημα
31, Αθήνα 2014, 147-166. Τζαμουράνη κ.ά. 2020: Κ. Τζαμουράνη – Μ. Κυλάφη – Ν. Γλαράκη, «Ήταν ένα μικρό καράβι». Μουσειοσκευή και οικογενειακός σάκος για το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου, στο: Ξανθοπούλου κ.ά. 2000, 919-926.


Επανέκθεση Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου: Συντήρηση και αναλυτικές μελέτες εκθεμάτων

Εισαγωγή

Τον Αύγουστο του 2013 η πράξη με τίτλο «Επανέκθεση Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου, Δήμου Πύλου- Νέστορος Περιφέρειας Πελοποννήσου» εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» ΕΣΠΑ 2013-2017 με προϋπολογισμό (1.099.750,00€)1. Το έργο αφορούσε τη μετεγκατάσταση του Μουσείου από το Αντωνοπούλειο κτήριο, στο κέντρο της πόλης, όπου φιλοξενούνταν από το 19612, στην ισόγεια αίθουσα του Κτηρίου Μαιζώνος, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Νιόκαστρου Πύλου3 (εικ.1). Οι αρχικές προδιαγραφές συντήρησης, παρουσίασης και διατήρησης των αντικειμένων τέθηκαν κατά τον σχεδιασμό ένταξης του έργου. Έτσι, στο πλαίσιο του πρώτου Υποέργου «Προετοιμασία– Υποστήριξη– Τεκμηρίωση του έργου της Επανέκθεσης», πραγματοποιήθηκε η εκπόνηση της μελέτης συντήρησης των προς έκθεση αντικειμένων, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε 206.


Μελέτη Συντήρησης
Η Μελέτη Συντήρησης κρίθηκε αναγκαία λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης των αντικειμένων που ήδη εκτίθεντο στο Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου, κυρίως λόγω των υψηλών ποσοστών υγρασίας. Στη Μελέτη Συντήρησης τέθηκαν οι γενικές αρχές συντήρησης, όπως η χρήση αναστρέψιμων, δοκιμασμένων, διεθνώς αποδεκτών υλικών, που δεν θα αποτελούσαν παράγοντα διάβρωσης των εκθεμάτων. Οι στηρίξεις των εκθεμάτων, βάσει της μουσειογραφικής μελέτης, επιλέχθηκε να γίνουν κυρίως με πλέξιγκλας, ανοξείδωτο αμμοβολισμένο χάλυβα και museum gel, ώστε να εξασφαλίζουν το καλύτερο δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και την αντισεισμική προστασία τους4. Στη μελέτη συντήρησης προβλέφθηκε η εφαρμογή μη καταστροφικών αναλύσεων προκειμένου να χαρακτηριστούν τα υλικά κατασκευής τους, ώστε στη συνέχεια να επιλεγούν οι κατάλληλες και πιο ασφαλείς μέθοδοι συντήρησης και ανάδειξης.

Συντήρηση αντικειμένων
Για τη συντήρηση των αντικειμένων στο πλαίσιο του έργου της επανέκθεσης διαμορφώθηκε σε εργαστήριο συντήρησης μία αίθουσα του Αντωνοπούλειου κτηρίου, με την κατάλληλη διαρρύθμιση, την προμήθεια των απαραίτητων οργάνων και αναλώσιμων υλικών συντήρησης, προσωρινής αποθήκευσης και μεταφοράς των εκθεμάτων. Στον νέο εκθεσιακό χώρο ο έλεγχος του μικροκλίματος χώρου και προθηκών μέσω ενεργητικού ή παθητικού συστήματος ελέγχου υγρασίας, ανάλογα με το είδος των διαφορετικών υλικών που συνευρίσκονταν μέσα σε κάθε προθήκη, συντελεί στη διατήρηση της καλής κατάστασης των αντικειμένων σε μια περιοχή με υψηλά ποσοστά υγρασίας λόγω γειτνίασης με τη θάλασσα, όπως η Πύλος5.
Κατά τις εργασίες συντήρησης των επιλεγμένων εκθεμάτων και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε το κάθε αντικείμενο χωριστά προέκυψαν διάφορα τεχνικά θέματα και προβληματισμοί, που οδήγησαν στον επαναπροσδιορισμό του τρόπου συντήρησης και παρουσίασης των εκθεμάτων, στην αντικατάσταση ορισμένων από αυτών ή στην προσθήκη άλλων, με σκοπό την ασφαλέστερη και αρτιότερη παρουσίασή τους6. Για τα κεραμικά κυρίως αντικείμενα επαναπροσδιορίστηκε ο τρόπος συντήρησης σε σχέση με την εφαρμογή των συμπληρώσεων. Συγκεκριμένα:
α) Παραλείφθηκαν οι συμπληρώσεις στις περιπτώσεις όπου δεν υφίστατο στατικό πρόβλημα (εικ. 2) και προκειμένου να αποφευχθεί το υποκειμενικό και αυθαίρετο στοιχείο στην αποκατάσταση ορισμένων αντικειμένων.


β) Πραγματοποιήθηκαν συμπληρώσεις σε επίπεδο χαμηλότερο από την επιφάνεια του αντικειμένου, στις περιπτώσεις που αυτό ήταν εφικτό, ώστε να είναι εύκολα διακριτές (εικ. 2).
Οι αλλαγές στον σχεδιασμό που τελικά πραγματοποιήθηκαν προέκυψαν μέσα από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων, τη βιβλιογραφική έρευνα ή λόγω της κακής κατάστασης διατήρησης ορισμένων εκθεμάτων, που διαπιστώθηκε κατά τις επεμβάσεις συντήρησης και οδήγησε στην αντικατάστασή τους7. Σε άλλες περιπτώσεις προστέθηκαν νέα αντικείμενα, είτε για την πληρέστερη τεκμηρίωση μιας ενότητας είτε γιατί υπήρχε διαθέσιμος χώρος μετά τις πιλοτικές εργασίες τοποθέτησης των εκθεμάτων. Αποτέλεσμα αυτών των αναπροσαρμογών ήταν ο τελικός αριθμός των συντηρημένων αντικειμένων να ανέλθει στα 250 αντικείμενα, αρκετά μεγαλύτερος από τον προβλεπόμενο στη Μουσειολογική Μελέτη.

Εφαρμογή εργαστηριακών αναλύσεων
Εργαστηρικές αναλύσεις έγιναν σε ορισμένα από τα εκθέματα πριν τη συντήρησή τους, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με τα υλικά κατασκευής, τη χρήση τους και την ταυτοποίηση του περιεχομένου όσων διατηρούσαν υπολείμματα. Η εργαστηριακή μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, με τη χρήση απόλυτα μη καταστροφικών τεχνικών, όπως φορητό Οπτικό LED – Μικροσκόπιο Οπτικών Ινών, ανάλυση με φορητή συσκευή Φθορισμομετρίας Ακτίνων Χ (XRF)8, Φασματοσκοπία RAMAN, Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο Σάρωσης (SEM) εφοδιασμένο με Αναλυτή Ενεργειακής Διασποράς Ακτίνων (EDS), ραδιογράφηση με ακτίνες Χ, Φασματοσκοπία Υπερύθρου Μετασχηματισμού Φουριέ (FTIR) και Περιθλασιμετρία Ακτίνων Χ (X-Rays Diffractometry).
Οι παραπάνω τεχνικές εφαρμόστηκαν σε αντικείμενα προερχόμενα από τους τάφους στη θέση Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας, την Κουκουνάρα, τον θολωτό τάφο στο Βλαχόπουλο και τον προϊστορικό οικισμό στην Ίκλαινα. Στο παρόν κείμενο, λόγω της περιορισμένης έκτασής του, θα αναφερθούν λίγες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
α) Δακτυλίδι από την Ίκλαινα9 (ΜΠ2288), καταγεγραμμένο ως σιδερένιο, ταυτίστηκε ως μολύβδινο με το Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο Σάρωσης (SEM/EDS) (εικ. 3)10.


β) Σκαραβαίος από την Κουκουνάρα11 (ΜΠ43) αναλύθηκε με Μικροσκόπιο Οπτικών Ινών – Οπτικό LED και Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο Σάρωσης (SEM/EDS). Διαπιστώθηκε ότι είναι κατασκευασμένος από στεατίτη, ενώ στις εσοχές ανιχνεύτηκαν χαλκός, σίδηρος και αργίλιο, που παραπέμπουν σε χρωστική τύπου υαλώματος και συγκεκριμένα σε μείγμα μαλαχίτη και αλκαλίων, με το οποίο συνήθως διακοσμούνταν εξωτερικά ο στεατίτης12 (εικ. 3)
γ) Γυάλινος σκύφος από την Τσοπάνη Ράχη13 (ΜΠ 2258) (εικ. 3) αναλύθηκε με XRF στην εξωτερική επιφάνειά του. Διαπιστώθηκε ότι η σύσταση του γυαλιού ανήκει στην κατηγορία σόδας-ασβεστίου-πυριτίου και ότι το κεχριμπαρένιο χρώμα του οφείλεται στο οξείδιο του σιδήρου, το οποίο περιέχεται σε συγκέντρωση 1% κ.β. (βλ. πίν.1).
δ) Μικρό χάλκινο αγγείο από τον λακκοειδή τάφο στην Τσοπάνη Ράχη 14 (ΜΠ463) εξετάστηκε
εργαστηριακά λόγω του ιδιαίτερου σχήματός του και της χρήσης του. Είναι καλυκόσχημο, καταλήγει σε κωνική βάση και φέρει πώμα με οπή στο κέντρο, όπου εισέρχεται χάλκινος σωλήνας, ενώ στο κάτω μέρος του πώματος προσαρμόζονταν ο λευκός, κυλινδρικός δακτύλιος, που βρέθηκε στο εσωτερικό του αγγείου. Η εφαρμογή της XRF κατέδειξε ότι το σώμα του αγγείου και του πώματος αποτελούνταν από μπρούντζο (κράμα χαλκού με κασσίτερο) με σύσταση 90% κ.β. και 10% κ.β., αντίστοιχα, παρομοίως και για τα δύο σημεία εφαρμογής. Ωστόσο, ο λευκός, κυλινδρικός δακτύλιος αποτελείται από καθαρό μόλυβδο και πιθανότατα χρησίμευε για την παρασκευή «λευκού του μολύβδου» σε μορφή πούδρας, η οποία χρησιμοποιούνταν για τη λεύκανση του προσώπου. Η ανάλυση της περιοχής της επιφάνειας προσάρτησης στο εσωτερικό του πώματος υποδεικνύει την παρουσία μολύβδου, παράλληλα με τον χαλκό και τον κασσίτερο. Η αυξημένη συγκέντρωση του μολύβδου οφείλεται στα ίχνη της κυλινδρικής ράβδου που έχουν απομείνει στο πώμα μετά την απόσπασή της (εικ. 4).


ε) Με μη καταστροφικές τεχνικές (XRF και SEM/EDS) εξετάστηκαν τρία σπαράγματα τοιχογραφιών από την Ίκλαινα 15 (ΜΠ2291, ΜΠ2292, ΜΠ2273) σε μια προσπάθεια απόδοσης αυθεντικών χαρακτηριστικών και ειδικότερα των χρωματικών διαβαθμίσεων κατά τη σχεδιαστική αποτύπωση των παραστάσεων, η οποία διαφοροποιήθηκε από τη μέχρι τώρα δημοσιευμένη εκδοχή, αλλά και για τη μελλοντική παραγωγή πιστότερων αντιγράφων16 (εικ. 5).


στ) Τέσσερα ραβδόσχημα αντικειμένα (ΜΠ231, ΜΠ2452, ΜΠ2453, ΜΠ2454), κυμαινόμενου μήκους 5,5, 7,5, 12 και 14,6 εκ., προερχόμενα από τον διπλό κιβωτιόσχημο οικογενειακό τάφο στη θέση Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας, εξετάστηκαν προκειμένου να διερευνηθούν το υλικό, η τεχνική κατασκευής και η χρήση τους. Τα τρία από αυτά φέρουν στην επιφάνειά τους ευδιάκριτα μοτίβα (φολιδωτό, περίδεση) και έχουν καστανό κυρίως χρώμα17, ενώ το τέταρτο είναι ακόσμητο, έχει υπόλευκο χρώμα και φέρει δύο τυφλές μικρές οπές στην κατά μήκος επιφάνειά του και μια όμοια οπή στη μία στενή πλευρά, ενώ στην άλλη σχηματίζεται μια μικρή προεξοχή.
Ως υλικά κατασκευής τους αναφέρονται το ξύλο, το μέταλλο, το οστό και ο μόλυβδος18. Οι εργαστηριακές, ωστόσο, αναλύσεις, που πραγματοποιήθηκαν με Οπτική Μικροσκοπία, XRF, FTIR19 και SEM/EDS, έδειξαν ότι τα τρία, αυτά με το καστανό χρώμα, είναι κατασκευασμένα από σίδηρο και πιθανότατα καλύπτονταν από οργανικά υλικά, όπως σχοινί, νήματα και ταινίες δέρματος, στα οποία οφείλονται τα μοτίβα που διακρίνονται στην επιφάνειά τους. Το μεγαλύτερο από αυτά δεν αποκλείεται να είχε χρησιμοποιηθεί ως γραφίδα, λόγω των διαστάσεων και της τριγωνικής απόληξής του. Το τέταρτο αντικείμενο, με το υπόλευκο χρώμα, διαπιστώθηκε ότι φέρει οστέινο πυρήνα20 με μολύβδινη επικάλυψη και πιθανότατα αποτελούσε εξάρτημα κάποιου κιβωτιδίου αποθήκευσης21 (εικ6, 7).


Χαρακτηριστικές περιπτώσεις συντήρησης
Κάθε αντικείμενο, από τη στιγμή της αποκάλυψής του στον χώρο της ανασκαφής μέχρι την τελική έκθεσή του, έχει να διηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Από τις πολλές ιστορίες των αντικειμένων που εκτίθενται στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου παρουσιάζονται ορισμένες ιδιάζουσες περιπτώσεις, όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν κατά τα επεμβατικά στάδια της συντήρησης έως και την τελική επιλογή του τρόπου έκθεσής τους.

Ταφικός πίθος από τον Ρωμανό Πυλίας
Ο πίθος βρέθηκε ακέραιος, όμως κατά την απομάκρυνσή του από τον χώρο εύρεσης διαλύθηκε σε εκατοντάδες θραύσματα 22 . Για τη διευκόλυνση των εργασιών ανάταξης, συσκευασίας και μεταφοράς κατασκευάστηκε ενισχυμένο μεταλλικό πλαίσιο από γαλβανισμένη λαμαρίνα με χειρολαβές. Σύμφωνα με το εκθεσιακό σενάριο, ο ταφικός πίθος θα παρουσιάζονταν όπως βρέθηκε στην ανασκαφή, για να είναι εύληπτη η χρήση του και να τονίζεται ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του Μουσείου. Τοποθετήθηκε, έτσι, σε χώμα προερχόμενο από την περιοχή όπου ανασκάφηκε ο πίθος και το οποίο, αφού πρώτα καθαρίστηκε, πλύθηκε και αποξηράθηκε, τοποθετήθηκε σε στρώσεις οι οποίες ψεκάζονταν με στερεωτικό. Στο εσωτερικό του πίθου τοποθετήθηκαν αντίγραφα των αγγείων που συνόδευαν τον νεκρό, ενώ το σύνολο των κτερισμάτων, εκτός της λίθινης άγκυρας, παρουσιάζονται σε ειδική προθήκη δίπλα στον πίθο (εικ.8).


Χρυσές ταινίες από την Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας
Οι χρυσές ταινίες από την Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας23 (ΜΠ2255α-δ) απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαχείριση και έκθεσή τους, καθώς ήταν πολύ λεπτές και εύθραυστες. Στην παλιά έκθεση οι ταινίες παρουσιάζονταν τεντωμένες πάνω σε επίπεδη επιφάνεια και μόνο μία είχε πλεγμένα τα άκρα, όπως όταν βρέθηκε στην ανασκαφή24. Η ταινία αυτή, λόγω της ευπάθειας του υλικού, δεν λύθηκε ούτε για την πρόσφατη επανέκθεση. Για τις πιλοτικές εργασίες παρουσίασης των εκθεμάτων κατασκευάστηκαν χάλκινα ελάσματα, ίδιου πάχους και σχήματος, προκειμένου να μην καταπονηθούν τα πρωτότυπα αντικείμενα.
Σύμφωνα με τη μουσειολογική μελέτη, που βασίστηκε σε φωτογραφία του ανασκαφέα, οι ταινίες θα τοποθετούνταν πλεγμένες μεταξύ τους. Ωστόσο, η αρχική πρόταση τοποθέτησής τους σε ημισφαιρική επιφάνεια πλέξιγκλας με κάθετο στήριγμα (συνήθης τρόπος έκθεσης παρόμοιων αντικειμένων), όπως και η επόμενη, κατά την οποία η στήριξη έγινε με οριζόντιο άξονα πλέξιγκλας στην πλάτη της προθήκης, μειώνοντας το ύψος της ημισφαιρικής επιφάνειας, δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές επειδή δημιουργούνταν πολλές αντανακλάσεις και σκιάσεις και, κυρίως, επειδή δεν ήταν εφικτό το πλέξιμο των ταινιών. Η αποτυχία των προτεινόμενων διατάξεων οφειλόταν κυρίως στο σχήμα της επιφάνειας, που δεν αντιστοιχούσε σε αυτό της ανθρώπινης κεφαλής, γι’ αυτό και κατασκευάστηκε γύψινο αντίγραφο ανθρώπινης κεφαλής, το οποίο, μετά από τις πιλοτικές εργασίες, επιλέχθηκε ως ο ενδεδειγμένος τρόπος παρουσίασης (εικ.9).


Οδοντόφρακτο κράνος από την Κουκουνάρα
Στην παλιά έκθεση το εν λόγω αντικείμενο25 (ΜΠ43) εκτίθετο σε επίπεδη επιφάνεια, με πέντε σειρές χαυλίων, παραγναθίδες και επαυχένιο. Κατόπιν μελέτης των ανασκαφικών δεδομένων και βιβλιογραφικής αναζήτησης παραλλήλων, κυρίως από την περιοχή της Πυλίας, επιλέχθηκε να εκτεθεί σε κατατομή, καθώς ο σωζόμενος αριθμός των χαυλίων δεν επαρκούσε για την πλήρη ανάταξη του κράνους, που θα απαιτούσε συμπληρώσεις26. Επιπλέον, μειώθηκε ο αριθμός των σειρών των χαυλίων σε τέσσερεις, μετά από σχετική μελέτη και συζητήσεις με τον καθηγητή Γεώργιο Κορρέ, που συνέχισε τις ανασκαφές του Σπυρίδωνα Μαρινάτου27 στην περιοχή. Ως βάση στήριξης των χαυλίων χρησιμοποιήθηκε ομοίωμα ανθρώπινης κεφαλής με αφαιρετικά χαρακτηριστικά προσώπου και με απόχρωση ίδια με αυτήν της προθήκης, ώστε να μην επιβάλλεται στον επισκέπτη το πρόσωπο αλλά το αντικείμενο. Ο συγκεκριμένος τρόπος παρουσίασης είναι μοναδικός στον ελλαδικό χώρο για αυτού του είδους το αντικείμενο (εικ.10).


Χάλκινα αγαλμάτια Διόσκουρων (;) από την Κυπαρισσία
Τα δύο χάλκινα αγαλμάτια (ΜΠ1498, ΜΠ1499)28, αν και δεν εντάσσονται τοπογραφικά στην περιοχή την οποία πραγματεύεται η επανέκθεση, ακολούθησαν ως «συνοδοί» τη μετεγκατάσταση του Μουσείου, καθότι αποτελούν κομμάτι της ιστορίας του και του μυθικού παρελθόντος της Μεσσηνίας, και υποδέχονται σήμερα τους επισκέπτες στον νέο χώρο και τη νέα έκθεση (εικ.11). Κατά τη συντήρηση των Διοσκούρων διαπιστώθηκαν προβλήματα, τα οποία οφείλονταν σε παλαιότερες εφαρμογές συντήρησης, που είχαν συντελεστεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρκετές δεκαετίες πριν29. Για παράδειγμα, είχαν τοποθετηθεί βίδες με εσωτερικούς ξύλινους συνδέσμους για τη σύνδεση των τμημάτων των αγαλματίων, είχαν γίνει συμπληρώσεις με χρωματισμένο κερί, που παρουσίαζε προβλήματα, λίθος σφράγιζε την οπή του σπασμένου χεριού του ενός αγαλματίου, ενώ, τέλος, το πόδι του άλλου διαπιστώθηκε ότι ήταν γύψινο.
Λόγω των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης συντήρησής τους αλλά και του περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου, κατά τον οποίο δεν ήταν δυνατή η πρόβλεψη και αντιμετώπιση προβλημάτων που πιθανόν θα ανέκυπταν σε περίπτωση ολικής συντήρησης, αποφασίστηκε η μερική συντήρησή τους. Σε άλλη χρονική στιγμή, ίσως στο πλαίσιο της μελέτης τους, τα αγαλμάτια θα αποσυναρμολογηθούν πλήρως και να αναταχθούν σύμφωνα με νεότερα δεδομένα και τεχνικές συντήρησης. Οι εργασίες συντήρησης περιλάμβαναν τον μηχανικό καθαρισμό, την αντικατάσταση των κέρινων συμπληρώσεων με χρωματισμένες εποξειδικές ρητίνες, όπου αυτό ήταν εφικτό, ή τη διόρθωσή τους, την κάλυψη του λίθου που είχε χρησιμοποιηθεί για να σφραγίσει το χέρι με γύψινη συμπλήρωση η οποία χρωματίστηκε ανάλογα, την αποκατάσταση των φθορών του γύψινου ποδιού και την επανατοποθέτησή του με τρόπο, ώστε να είναι εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται για συμπλήρωση, και, τέλος, την εφαρμογή προστατευτικού βερνικιού.


Συμπεράσματα
Η επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου βοήθησε στην ανανέωση-διατήρηση-επανεκκίνηση του «χρόνου ζωής», κυρίως των αντικειμένων που ήδη εκτίθεντο και που η κατάσταση διατήρησής τους ήταν κακή, λόγω των αυξημένων ποσοστών υγρασίας, των προηγούμενων εργασιών συντήρησης και του παρωχημένου τρόπου παρουσίασης. Στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου κατέστη αναγκαίος ο επανακαθορισμός των προτύπων (standards) που είχαν αρχικά τεθεί στη μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη και τη μελέτη συντήρησης, επιφέροντας ορισμένες αλλαγές ως προς τις μεθόδους συντήρησης και τον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων. Επιλέχθηκε η κατά το δυνατό μικρότερη επέμβαση στα κεραμικά κυρίως εκθέματα, σύμφωνα με τη σύγχρονη μεθοδολογία συντήρησης αρχαίων αντικειμένων. Στόχος ήταν τα εκθέματα να παρουσιαστούν με τρόπο κατανοητό και αισθητικά αποδεκτό, προκειμένου να προσελκύουν το ενδιαφέρον του επισκέπτη και να υποστηρίζουν τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του Μουσείου. Πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή των φυσικοτεχνικών μεθόδων για την τεκμηρίωση των προς έκθεση αντικειμένων ως προς τα υλικά, τον τρόπο κατασκευής τους και τη χρήση τους αποτέλεσε πολύτιμο εργαλείο, προβάλλοντας ταυτόχρονα την ανάγκη της διεπιστημονικής διαχείρισης του αρχαιολογικού υλικού.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΤΑΚΟΣ – ΜΑΡΙΑ ΚΥΛΑΦΗ – ΕΛΕΝΗ ΠΑΛΑΜΑΡΑ – ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ
Συντήρηση και αναλυτικές μελέτες εκθεμάτων στο πλαίσιο της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου

1Μέχρι την εφαρμογή του νέου οργανογράμματος του Υπουργείου Πολιτισμού και τη συνένωση των Εφορειών (Οκτώβρης 2014) το έργο υλοποιήθηκε από τη ΛΗ΄ ΕΠΚΑ υπό τη διεύθυνση της Αν. Προϊσταμένης Δρος Άννας Βασιλικής Καραπαναγιώτου και έκτοτε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας υπό τη διεύθυνση της Δρος Ευαγγελίας Μηλίτση-Κεχαγιά. Υπεύθυνη του έργου ήταν η Μαρία Κυλάφη, αρχαιολόγος της ΕΦΑ Μεσσηνίας και υπόλογος η Μαίρη Τσουλάκου, αρχαιολόγος της ΕΦΑ Μεσσηνίας. Την Ομάδα Επίβλεψης συγκρότησαν οι αρχαιολόγοι Μ. Κυλάφη, Ευαγγελία Μαλαπάνη, Κατερίνα Τζαμουράνη, Μ. Τσουλάκου, Ά. Β. Καραπαναγιώτου και Βαρβάρα Κατσιπάνου, καθώς και οι Δήμητρα Πίκουλα, πολιτικός μηχανικός, Προϊσταμένη του Τμήματος Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών της ΕΦΑ Μεσσηνίας, και Αθανάσιος Κατάκος, Προϊστάμενος του Τμήματος Συντήρησης της ΕΦΑ Μεσσηνίας. Για το έργο απασχολήθηκαν οι αρχαιολόγοι Ελπίδα Κοσμίδου και Ιωάννα Δαλαμήτρα, η λογίστρια Παρασκευή Κατή, οι πολιτικοί μηχανικοί Θωμάς Ηλιόπουλος, Δημήτρης Πίτσικας, οι αρχιτέκτονες μηχανικοί Δέσποινα Τσιρώνη και Θάλεια Παπουτσάκη, οι συντηρήτριες Αντιγόνη Λεάκου και Ουρανία Κορδαλή, καθώς και οι εργατοτεχνίτες Χρήστος Γεωργόπουλος, Ιάκωβος Κοταράκος, Παναγιώτης Χρηστοφηλέας. Επίσης, στο έργο συνέβαλε το μόνιμο προσωπικό της Εφορείας: οι συντηρητές Ευαγγελία Σπάλα, Ειρήνη Τεμπελοπούλου, Σταυρούλα Πολυμενέα, Μαρία Βασιλειάδη, Σταυρούλα Δουβόγιαννη, Γιώργος Τσαΐρης, επικουρούμενοι από τους ορισμένου χρόνου Αναστασία Καραμάνου και Παναγιώτη Γιαννακόπουλο, ο τοπογράφος μηχανικός Βασίλης Πάνου, οι σχεδιαστές Ουρανία Ανδριανοπούλου και Αναστάσιος Παπαδόγκωνας, οι εργατοτεχνίτες Σπύρος Κουλαφέτης, Γιάννης Οικονομόπουλος, Αθανασία Καραμπάτσου, Σταύρος Κουρέτας, Σωκράτης Καραγιάννης, καθώς και οι φύλακες Νίκος Αντωνόπουλος, Παναγιώτα Βουγιούκα, Γεωργία Σαραντοπούλου, Χριστίνα Αποστολοπούλου. Ιδιαίτερες ευχαριστίες σε σχέση με τον παρόν άρθρο οφείλονται στους: Γεώργιο Σ. Κορρέ, Ομότιμο Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, για την αμέριστη βοήθεια σε θέματα τεκμηρίωσης και τις επικοδομητικές συζητήσεις, Μιχάλη Κοσμόπουλο, Καθηγητή Ελληνικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Missouri-St Louis, για τη συνεργασία στη διαχείριση της παρουσίασης και εργαστηριακής μελέτης των τοιχογραφιών της Ίκλαινας, και τον †Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, Επίτημο Έφορο Αρχαιοτήτων, για την πολύτιμη συνεργασία και παροχή πληροφοριών σχετικά με τους τάφους στην Τσοπάνη Ράχη Τραγάνας.
2 Το κτήριο κτίστηκε γύρω στo 1958 για να φιλοξενήσει τις αρχαιότητες της περιοχής της Πυλίας, με δωρεά του ομογενή Χρήστου Αντωνόπουλου, προς τιμή του οποίου ονομάστηκε «Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου». Εφεξής με την ονομασία «Αντωνοπούλειο κτήριο» εννοείται το πρώην Αντωνοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου.
3 Η μεταφορά και λειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου στο κτήριο Μαιζώνος στο Νιόκαστρο εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ45/29325/911/27-3-12 Υπουργική Απόφαση.
4 Γκιώση 2000.
5 Αλεξίου 1985. Στην επίτευξη του στόχου που είχε τεθεί για τον έλεγχο του μικροκλίματος συνέβαλε και η επιλογή φωτισμού τύπου LED.
6 Ορφανίδη – Λυριτζής 2016. Καρύδης κ.ά. 2013.
7 Αυτό αφορούσε κυρίως αντικείμενα που είχαν συντηρηθεί στο παρελθόν και εκτίθεντο στην παλιά έκθεση και τα οποία, ενώ αρχικά είχαν επιλεγεί για την επανέκθεση, τελικά παραλείφθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με παρόμοια.
8 Liritzis – Zacharias 2011.
9 Κοσμόπουλος 2010, 47.
10 Angelini κ.ά. 1998.
11 Μαρινάτος 1958.
12 Antonakos 2007.
13 Παπαθανασόπουλος 1966, 190-192, αρ. 2, πίν. Γβ, Δ.
14 Παπαθανασόπουλος 1961-1962β.
15 Κοσμόπουλος 2010, 34. Cosmopoulos 2015, 249-259.
16 Tsairis κ.ά. 2018.
17 Neff κ.ά. 2004. Το ένα από αυτά είναι πιο ανοιχτόχρωμο, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε διάβρωση της επιφάνειάς του.
18 Σύμφωνα με τον Κατάλογο Αντικειμένων του Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου όπου καταγράφτηκαν τα ευρήματα πιθανότατα από τον ίδιο τον ανασκαφέα, Γ. Παπαθανασόπουλο.
19 Gunasekaran– Anbalagan 2008. Με τη συγκεκριμένη τεχνική αναλύθηκαν απολεπίσματα που παράχθηκαν κατά τον καθαρισμό των αντικειμένων.
20 Thompson κ.ά. 2009.
21 Kylafi κ.ά. 2018. Πρβλ. Davidson 1952, 185-188,αρ.1348-1354. Αδάμ-Βελένηκ.ά.2003,250,αρ. 407.
22 Αραπογιάννη 2012.
23 Παπαθανασόπουλος 1966, 186.
24 Οι ταινίες είχαν συντηρηθεί στο παρελθόν για να εκτεθούν στο παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου.
25 Μαρινάτος 1959.
26 Akrivaki 2003, 527-541.
27 Μαρινάτος 1964, 89-92.
28 Παπαθανασόπουλος 1961-1962α, 98.
29 Κατά την έρευνα στο αρχείο του ΕΑΜ δεν βρέθηκαν πληροφορίες ή το αντίστοιχο δελτίο συντήρησης.

ABSTRACT. The conservation of the artefacts to be exhibited during the relocation works of the Archaeological Museum in the Niokastro fortress at Pylos was a multifaceted, painstaking but, at the same time, extremely interesting process. Several questions raised during the initial phase of the project prompted the application of non-invasive analytical techniques that resulted in new information regarding the composition, use, and manufacturing technology of the artefacts, which resulted in a different, even pioneering, presentation for some of the exhibits. For example, the restoration of the Protogeometric burial pithos excavated at the Selas River in Romanos proved to be an extremely difficult task, since it comprised hundreds of fragments. The boar’s tusk helmet from Koukounara and the gold net bands that adorned the head of the deceased from the shaft grave in Tsopani Rachi, Tragana, presented challenges regarding their proposed presentation and so are now exhibited in an innovative way. The use of non-destructive analyses provided the origin, function and technology of artefacts, in particular the four unique items found in the double cist family grave in Tsopani Rachi and the analytical study of fresco fragments from Iklaina.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2003: Π. Αδάμ-Βελένη – Έ. Πουλάκη – Κ. Τζαναβάρη, Αρχαίες κατοικίες σε σύγχρονους δρόμους, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2003.
Akrivaki 2003: N. Akrivaki, Τοιχογραφία με παράσταση οδοντόφρακτου κράνους από την Ξεστή 4 του Ακρωτηρίου Θήρας, στο: A. Βλαχόπουλος – K. Μπίρταχα (επιμ.), Αργοναύτης, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Χρίστο Ντούμα, Αθήνα 2003, 527-541.
Αλεξίου 1985: Γ. Αλεξίου, Το μικροκλίμα του μουσείου: κλιματισμός, φωτισμός, ακουστικό, Αρχαιολογία 17 (1985), 64-67.
Angelini κ.ά. 1998: E. Angelini – E. Barberis – P. Bianco – F. Rosalbino, Effect of burial in different soils on the decay of iron artifacts: Laboratory investigation, στο: W. Mourey – L. Robbiola (επιμ.), Metal 98: Proceedings of the International Conference on Metals Conservation, Draguignan-Figanières 27-29 May 1998, London 1998, 106-110.
Antonakos 2007: A. Antonakos – E. Liarokapis – T. Leventouri, Micro-Raman and FTIR studies of synthetic and natural apatites, Biomaterials 28:19 (2007), 3043-3054.
Αραπογιάννη 2012: Ξ. Αραπογιάννη, Σωστικές ανασκαφές στην Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού 2007-2011 (Μέρος Β΄) Εποχή Σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.), Αρχαιολογία και Τέχνες (ηλεκτρονικό περιοδικό, 5-11-2012).
Γεωργακλή 2012: Π. Γεωργακλή, Ζητήματα αισθητικής και δεοντολογίας από τη διεθνή και ελληνική μουσειακή εμπειρία, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012.
Γκιώση 2000: Σ. Γκιώση, Σεισμοί και Αρχαιότητες. Προληπτικά και πρώτα σωστικά μέτρα, Αθήνα 2000.
Cosmopoulos 2015: M. B. Cosmopoulos, A group of new Mycenaean frescoes from Iklaina, Pylos, στο: H. Brecoulaki – J. L. Davis – S. Stocker (επιμ.), Mycenaean Wall Painting in Context. New Discoveries, old Finds Reconsidered, Mελετήματα 72, Athens 2015.
Davidson 1952: G. R. Davidson, The Minor Objects, Corinth XII, Princeton 1952.
Gunasekaran – Anbalagan 2008: S. Gunasekaran – G. Anbalagan, Spectroscopic study of phase transitions in natural calcite mineral, Spectrochimica Acta – Part A: Molecular and Biomolecular Spectroscopy 69:4 (2008), 1246-1251.
Καρύδης κ.ά. 2013: Χ. Καρύδης – Ε. Κουλουμπή – Γ.-Α. Σακελλαρίου (επιμ.), Η επιστήμη της προληπτικής συντήρησης. Διατήρηση και διαχείριση συλλογών, Αθήνα 2013.
Κοσμόπουλος 2010: Μ. Κοσμόπουλος, Ανασκαφή Ίκλαινας Μεσσηνίας, ΠΑΕ 2010, 33-54.
Kylafi κ.ά. 2018: M. Kylafi – A. Katakos – S. Boyatzis – E. Palamara – N. Zacharias, Characterization and analysis of metallic artefacts from the Pylos Archaeological Museum, STAR: Science & Technology of Archaeological Research 3:2 (2017), 105-114.
Liritzis – Zacharias 2011: I. Liritzis – N. Zacharias, Portable XRF of archaeological artifacts: Current research, potentials and limitations, στο: Μ. S. Shackley (επιμ.), X-Ray fluorescence Spectrometry (XRF) in Geoarchaeology, New York 2011, 109-142.
Μαρινάτος 1958: Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφή Πύλου, ΠΑΕ 1958, 190.
Μαρινάτος 1959: Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί Πύλου, ΠΑΕ 1959, 177.
Μαρινάτος 1964: Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ 1964, 89-92.
Neff κ.ά. 2004: D. Neff – S. Reguer – L. Bellot-Gurlet – P. Dillmann – R. Bertholon, Structural characterization of corrosion products on archaeological iron: an integrated analytical approach to establish corrosion forms, Journal of Raman Spectroscopy 35 (2004), 739-745.
Ορφανίδη – Λυριτζής 2016: Λ. Ορφανίδη – Ι. Λυριτζής, Εισαγωγή στη μουσειολογία και στην προληπτική συντήρηση, Αθήνα 2016.
Παπαθανασόπουλος 1961-1962α: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, 8. Κυπαρισσία, AΔ 17 (1961-1962), Β΄, 96-98.
Παπαθανασόπουλος 1961-1962β: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, 9. Ελληνιστικός Τύμβος Τσοπάνη Ράχης Τραγάνας Τριφυλίας, AΔ 17 (1961-1962), Β΄, 98-99.
Παπαθανασόπουλος 1966: Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, Ελληνιστικά γυάλινα αγγεία του Μουσείου Πύλου, ΑΔ 21 (1966), Α΄, 184-196.
Thompson κ.ά. 2009: T. J. U. Thompson – M. Gauthier – M. Islam, The application of a new method of Fourier Transform Infrared Spectroscopy to the analysis of burned bone, JAS 36:3 (2009), 910-914.
Tsairis κ.ά. 2018: G. Tsairis – E. Palamara – N. Zacharias – M. Cosmopoulos, A non-destructive technological study of three fresco fragments from Iklaina, Pylos, Greece, STAR: Science & Technology of Archaeological Research, 3:1 (2017), 105-114.








Printfriendly