Ο Άγιος Ονούφριος είναι ένα από τα πιο «διάσημα» βυζαντινά μνημεία, λόγω των σπάνιων, για τον ελλαδικό χώρο, υπόσκαφων και λαξευτών διαμορφώσεων που θυμίζουν κατακόμβες. Παρόλα αυτά παραμένει παραμελημένο και ανεξερεύνητο, με μόνες πηγές αναφοράς τις σημαντικές και καίριες δημοσιεύσεις του Δ. Πάλλα στα τέλη της δεκαετίας του ’60! Ευτυχώς, είχε τότε προχωρήσει σε ανασκαφική διερεύνηση και τεκμηριώθηκε σε κάποιο βαθμό, μέσω και των ποικίλων ευρημάτων (νομίσματα, κεραμικά, λίθινα, μεταλλικά, γυάλινα αντικείμενα), η ιστορία του
μοναδικού αυτού μνημείου1. Σχετικά πρόσφατα παρουσιάστηκαν εκ νέου οι ιδιαίτερες ζωγραφικές παραστάσεις που σώζονται αποσπασματικά και φθαρμένες2.
Το μνημειακό συγκρότημα βρίσκεται σε βραχώδη λόφο, σε μικρή απόσταση ΒΔ της Μεθώνης (Εικόνες 1, 2). Πυρήνας της εγκατάστασης πρέπει να αποτέλεσε το λατομείο πωρολίθου που εκτείνεται στην πλαγιά του λόφου, το οποίο δυστυχώς παραμένει ακόμα εντελώς ανεξερεύνητο3 (Εικόνα 3). Πρόκειται για «κοινό τόπο» στην αρχαιολογία βραχωδών περιοχών της ανατολικής Μεσογείου και της βόρειας Αφρικής: συχνά, όταν ένα λατομείο έπαυε να λειτουργεί, τμήματά του μετατρέπονταν έτσι ώστε να εξυπηρετούν θρησκευτικές ανάγκες, κοιμητηριακές και ασκητικές4.
Παρομοίως, ο Άγιος Ονούφριος αρχικά, από τον 4ο αιώνα και εξής, διαμορφώθηκε ως κοιμητήριο, μετέπειτα, μάλλον από τον 12ο αιώνα, λειτούργησε ως ασκητήριο. Στη φάση του κοιμητηρίου εντάσσονται τάφοι- αρκοσόλια και λακκοειδείς σκαμμένοι στο δάπεδο, έδρανα για την τέλεση νεκρόδειπνων, κόγχες-ερμάρια και μία τράπεζα προσφορών, όλες λαξευτές κατασκευές (Εικόνα4). Σε ύστερη εποχή πρέπει να έγινε και η ονοματοδοσία της εγκατάστασης∙ μία μοναδική μνεία του Montagna de San Nufrio σε βενετικό έγγραφο του 1386 προφανώς ταυτίζεται με τη θέση του μνημείου, ίσως λόγω του ερημίτη που ασκήτευε εκεί5.
Κατά τις μετατροπές του 12ου αιώνα διαμορφώθηκαν χώροι παρεκκλησίων και διαμονής ασκητών. Σ’ αυτήν την τρίτη, ιστορικά, φάση του, το μνημειακό σύνολο του Αγίου Ονουφρίου από «νεκρή» ζώνη αποκτά (ξανά) «ζωντανό» χαρακτήρα, πλέον όμως οικιστικής φύσης και όχι εργαστηριακής, όπως ήταν στη (πρώτη) φάση του, ως τμήμα λατομείου. Αυτή αποτελεί μία σπάνια ευκαιρία να αντληθούν πληροφορίες για τον τρόπο κάλυψης των βασικών αναγκών των απλών βυζαντινών, και μάλιστα σε μνημείο αναλλοίωτο από μεταγενέστερες χρηστικές ή αναστηλωτικές παρεμβάσεις.
Η επιβίωση των ασκητών που επέλεξαν τη θέση εξαρτήθηκε σε απόλυτο βαθμό από την ορθή διαχείριση του νερού, επιπλέον για λόγους υγιεινής αλλά και κυρίως, άρδευσης: στο κοινό πρότυπο που παρατηρείται κατά τόπους, επανάχρησης λατομείων από ασκητές, οι αναβαθμίδες των απολαξευμένων βράχων μετατρέπονταν (με κόπο) σε πεζούλες καλλιέργειας οπωροκηπευτικών6. Κάτι τέτοιο θα συνέβη και στον Άγιο Ονούφριο, προκειμένου να εξασφαλιστούν κάποια διατροφικά αγαθά. Η κλιμακωτή διάταξη των αναβαθμίδων πρόσφερε στις καλλιέργειες προστασία από τα τοπικά έντονα καιρικά φαινόμενα, υψηλές θερμοκρασίες και ισχυρούς ανέμους7.
Κάτι όμως που προβληματίζει είναι η φυσική τοπογραφία της περιοχής: σε ευρύτατη ακτίνα είναι χέρσα και άγονη, και κυρίως άνυδρη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση σε υδατικό πόρο, μια ιστορική πραγματικότητα γενικότερα της Μεθώνης που υπέφερε ανέκαθεν από λειψυδρία. Επομένως, η συλλογή του πολυτιμότερου αγαθού εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τα όμβρια ύδατα και η μέχρι σταγόνας διαχείρισή του νερού θα ήταν δραματικής σημασίας. Αναμενόμενο είναι να υπάρχουν στην εγκατάσταση μελετημένες διαμορφώσεις δικτύου διαχείρισης των ομβρίων, και αυτές θα αποτελέσουν το αντικείμενο της παρούσας εργασίας.
Πρόκληση καταρχάς είναι να αναρωτηθούμε τον λόγο που επιλέχθηκε αυτή η άνυδρη και χέρσα, στερημένη από ζωτικούς πόρους, θέση για εγκατάσταση. Πρόκειται μάλλον και εδώ για «κοινό τόπο» της ασκητικής ζωής.
Σύμφωνα λ.χ. με τον Βίο του Αγίου Λαζάρου του Γαλησιώτη, ο ίδιος επεδίωκε την απομόνωση, όχι μόνο από την κοσμική ζωή αλλά και από την «εκκοσμικευμένη» φύση, δηλαδή το οικείο, ήπιο και ελκυστικό, πρόσφορο σε αγαθά περιβάλλον. Επιπλέον, ένα απωθητικό τοπίο απέτρεπε την κοσμοσυρροή, τους επισκέπτες και προσκυνητές, το οποίο και ευχόταν. Πολύ περισσότερο όμως, ως ιδεατό πρότυπο λειτούργησε το παράδειγμα των πρώτων αναχωρητών, οι οποίοι σκόπιμα και συνειδητά, απέρριπταν οποιαδήποτε άνεση φτάνοντας σε ακρότητες. Σε πιο ήπιες μορφές ασκητικής ζωής, ο ίδιος ο ασκητής έπρεπε να εξασφαλίζει τον τρόπο προσπορισμού των βασικών αγαθών του με σκληρή εργασία και όχι με άμεση πρόσβαση στα αγαθά της φύσης8.
Η επιτόπια έρευνα στον Άγιο Ονούφριο απέδωσε την ταύτιση τριών λαξευτών διαμορφώσεων που σχετίζονται με τη διαχείριση του νερού, οι οποίες συνοπτικά είχαν παρουσιαστεί από τον Δ. Πάλλα: ενός δικτύου συλλογής και παροχέτευσης των ομβρίων που διακλαδίζεται, τροφοδοτεί και καταλήγει σε δύο κατασκευές αποθήκευσης. Χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, στη φάση της μετατροπής του συγκροτήματος σε ασκητήριο, και με βάση τα κεραμικά και νομισματικά ευρήματα χρησιμοποιούνταν μέχρι και τον 15ο αιώνα.
Το δίκτυο τροφοδότησης
Στη νότια πλευρά του συγκροτήματος, στο ψηλότερο σημείο του βραχώδους συμπλέγματος, εντοπίζεται μία μικρή ωοειδής κοιλότητα η οποία λειτούργησε ως λεκάνη συλλογής ομβρίων (Εικόνες 5, 6 και Σχέδιο 1). Από εκεί, ένα λαξευμένο στον βράχο αυλάκι διαγράφει κατωφερή πορεία για να καταλήξει σε δεξαμενή εσωτερικά του συγκροτήματος. Ένα δεύτερο τμήμα του διακλαδίζεται και ακολουθεί πορεία χαμηλότερα και δυτικότερα προκειμένου να προσεγγίσει δεύτερη δεξαμενή, σε χαμηλότερο σημείο, στην είσοδο του συγκροτήματος (Εικόνα 7). Προφανώς αυτό έγινε για να μην χάνεται ούτε σταγόνα από το πλεονάζον νερό, όταν υπερχείλιζε η πρώτη κατασκευή αποθήκευσης έτσι εξασφαλιζόταν στο έπακρο η μέγιστη αποθήκευση ομβρίων.
Ο χώρος της δεξαμενής αυτής διαμορφώθηκε κατάλληλα στο νότιο άκρο του υπόσκαφου συγκροτήματος (Εικόνες 8, 9). Μέσω τετράπλευρου ανοίγματος γινόταν η εισροή των υδάτων. Στο ανώφλι του ανοίγματος αυτού χαράχτηκε σταυρός (βλ. Εικόνα 7), μία λεπτομέρεια φαινομενικά απλή, αλλά κατ’ ουσία σημαντική. Δεν ήταν σπάνιο σταυροί να χαράσσονται ή να ζωγραφίζονται, μαζί με άλλα χριστιανικά σύμβολα, σε δεξαμενές και γενικά σε κτίσματα παραγωγής και επεξεργασίας ζωτικών αγαθών. Είχαν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, προστατεύοντας την εύρυθμη λειτουργία της κατασκευής, ενώ παράλληλα εξέφραζαν και μία στοιχειώδη, έστω, διακοσμητικότητα. Ειδικά για τις δεξαμενές, η μεταφυσική ισχύς του τυπικότερου χριστιανικού συμβόλου θεωρούνταν ότι εξασφάλιζε αφθονία αλλά και την καθαρότητα του νερού. Δημοσιευμένα παραδείγματα βρίσκονται στο Ισραήλ, χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική εποχή και συνδέονται συνήθως με μοναστήρια9.
Η δεξαμενή στο εσωτερικό της έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με αποστρογγυλεμένες άκρες, που προέκυψε από ρηχή λάξευση και εκβάθυνση της βραχώδους επιφάνειας.
Οι διαστάσεις της είναι μέγιστο μήκος 2,65μ. και πλάτος 1,20-1,45μ. Τα τοιχώματα της κοιλότητας επιχρίστηκαν με πολύ ισχυρό υδραυλικό κονίαμα (Εικόνα 10). Στη δυτική πλευρά της υπάρχει τοίχος με μικρές στρογγυλές οπές χαμηλού βάθους και πυκνής διάταξης (Εικόνα11). Οι οπές αυτές γίνονταν σκόπιμα και χρησίμευαν στην καλύτερη πρόσδεση του κονιάματος, όχι όμως υδραυλικού καθώς ο τοίχος δεν συνδεόταν με την κατασκευή της δεξαμενής. Ίσως λειτούργησε ως υπόστρωμα για τοιχογραφικό διάκοσμο και ο ευρύτερος χώρος να αποτέλεσε τμήμα παρεκκλησίου.
Δεξαμενή 2
Η δεύτερη δεξαμενή βρίσκεται ΝΑ του συγκροτήματος, κοντά στην είσοδό του. Είναι διαφορετικής μορφής από την πρώτη, υπόγεια, εν μέρει λαξευμένη στο βραχώδες υπέδαφος, ακανόνιστα τραπεζιόσχημη με αποστρογγυλεμένες γωνίες. Μόνη ένδειξη ύπαρξή της είναι το κυκλικό ανοιχτό στόμιο, το οποίο είναι επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, θυμίζοντας άνοιγμα πηγαδιού (Εικόνες 12-13). Ο Δ. Πάλλας είχε καταφέρει να εισέλθει και να μετρήσει τις διαστάσεις της: μήκος 2,85μ., πλάτος 4,25μ., βάθος 2,00μ., διάμετρος στομίου 0, 75μ. (Σχήμα 2).
Στο μέσον περίπου της δεξαμενής σχηματίζεται μία μικρή κοιλότητα, τεχνητή εκβάθυνση, διαμέτρου 0,53μ. και βάθους 0,20μ., το λεγόμενο λαϊκά «λιμπί». Πολύ συνηθισμένη διαμόρφωση στις δεξαμενές όλων των εποχών, θεωρείται ότι εξυπηρετούσε την καθίζηση χωμάτων και άλλων απορριμμάτων, ως μια απλή και αποτελεσματική λύση διατήρησης της σχετικής καθαριότητας του νερού: γι’ αυτόν τον λόγο, το δάπεδο των δεξαμενών που είχαν τη λεκάνη καθίζησης έκλιναν ελαφρά προς την εκβάθυνση. Η παραδοσιακή αυτή ερμηνεία έχει όμως πλέον αμφισβητηθεί και έχουν αντιπροταθεί άλλοι σκοποί της διαμόρφωσής της. Ένας ήταν η δυνατότητα συγκέντρωσης ακόμα και των τελευταίων υδατικών αποθεμάτων, χωρίς αυτό να διασκορπάται στο δάπεδο της δεξαμενής. Ένας άλλος, η βολική εναπόθεση του δοχείου συλλογής νερού κατά την κατάβασή του στο εσωτερικό, χωρίς να φθείρεται το επιδαπέδιο κονίαμα10.
Οι λαξευτές δεξαμένες αποτελούν μια από τις αρχαιότερες και διαχρονικές μορφές συλλογής νερού με αρχαιολογικά κατάλοιπα ήδη από την προϊστορική εποχή11. Η προτίμηση σ’ αυτές βασιζόταν σε δύο πλεονεκτήματα που πρόσφεραν, την αντοχή του βράχου στην πίεση του νερού και την επιτόπια πρόσβαση και διαθεσιμότητα του υλικού –συνηθέστερα μαλακός πωρόλιθος. Ήταν επομένως εύκολες και ανέξοδες κατασκευές, γι’ αυτό και διαμορφώνονταν σχεδόν παντού, όπου το επέτρεπαν οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Πολύ συνηθισμένες και σχετικά ερευνημένες λαξευτές βυζαντινής εποχής βρίσκονται στην Καππαδοκία12, τη νότια Ιταλία13 και τη βόρεια Αφρική, ειδικά στο Ισραήλ14 και την Ιορδανία15.
Στη Μεσσηνία, μία άλλη λαξευτή δεξαμενή βυζαντινής εποχής σώζεται βορειότερα του Αγίου Ονουφρίου, στη θέση Λυκοτόμαρο. Εντοπίζεται σε λειτουργική και τοπογραφική σχέση με ερείπια ναού, ταφών, όπως και μίας άλλης κτιστής δεξαμενής, αποτελώντας ενδεχομένως ένα μικρότερο σε σημασία και μέγεθος ασκητικό πυρήνα από τον Άγιο Ονούφριο16. Άλλες (ημι)λαξευτές (ημι)υπόγειες δεξαμενές εποχής από τη μεσαιωνική μέχρι και τη νεότερη εποχή στη Μεσσηνία έχουν εντοπιστεί σε κάστρα, σε αγροτικές περιοχές (Εικόνα 14), σε ναούς17.
H διαμόρφωση του δικτύου συλλογής ομβρίων υδάτων λαξευμένου στον φυσικό βράχο στο συγκρότημα του Αγίου Ονουφρίου ήταν αναμενόμενη λύση για μια περιοχή που σε ευρεία ακτίνα δεν βρίσκονται υδατικοί πόροι.
Προφανώς, ανταποκρινόταν και στις πνευματικές επιδιώξεις των ασκητών, τον αυξημένο βαθμό δυσκολιών και προκλήσεων επιβίωσης, μέσω της σκληρής προσωπικής εργασίας. Οι διαβιούντες πάντως στο ασκητήριο πραγματικά φαίνεται ότι ακολούθησαν αυτό το πρότυπο, καθώς εξαρτούσαν αποκλειστικά τα υδατικά τους αποθέματα από τη συχνότητα και την ποσότητα των βροχών. Για τον λόγο αυτό εξάλλου επιλέχθηκε και το ψηλότερο σημείο του βραχώδους λόφου για τη διάνοιξη της κοιλότητας συγκέντρωσης του νερού, όπου αυλάκια κατωφερής κατεύθυνσης θα οδηγούσαν το νερό στις δύο δεξαμενές. Είναι ενδιαφέρον ότι επιλέχθηκαν δύο διαφορετικοί κατασκευαστικά τύποι κατασκευών, μία λαξευτή υπέργεια και μία λαξευτή υπόγεια, με φρεάτιο σαν πηγάδι. Ίσως το νερό της λαξευτής δεξαμενής εντός του συγκροτήματος προοριζόταν για άμεση κατανάλωση και αυτό της εξωτερικής υπόγειας για αποθήκευση ή άρδευση.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις για την εξασφάλιση του βασικότερου αγαθού επιβίωσης σε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του ελλαδικού χώρου πέραν της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης, σκοπεύουν και σε κάτι περαιτέρω: την «εκπαιδευτική» διάσταση που μπορεί να προσφέρει ο αρχαιολογικός χώρος και το πολιτιστικό τοπίο, ως μαρτυρία της καθημερινής ζωής και της λαϊκής ευρηματικότητας των αρχαιότερων κοινωνιών.
Σοφία Γερμανίδου
H συλλογή και διαχείριση του νερού στο κοιμητήριο - ασκητήριο του Αγίου Ονουφρίου στη Μεθώνη, Μεσσηνία
Στό: Αρμολόι- Χαριστήριο στον καθηγητή Αργύρη Π. Π. Πετρονώτη
Προέλευση εικόνων: Αρχείο Σ. Γερμανίδου.
1 Πάλλας 1967, 22-27.- Πάλλας 1968, 119-176.
2 Χαλκιά 2010, 79-80.
3 Philippson - Kirsten 1959, 390.
4 Το πρότυπο επανάχρησης εγκαταλελειμμένων λατομείων και εγκαθίδρυσης μοναστικής κοινότητας ή ασκητηρίου παρατηρείται στη νότια Ιταλία, Μάλτα, Καππαδοκία, βόρεια Αφρική. Στην Αίγυπτο, που έχει ερευνηθεί περισσότερο χαρακτηρίζεται «landscape of exclusion». Brooks 2017, 92 «a third of the monastic settlements were modifications of existing shelters such as quarries and rockcut tombs». Van Loon- De Laet 2014, 157 και σποραδικά. Van Loon - Delattre 2014, 235-278.
5 Aναγνωστάκης 2010, 139, 141.
6 Dworakowska 1975, 15, 17.
7 Philippson 1959, 391.- Loy- Wright Jr 1972, 38.-Foutakis 2017, 23, 163.
8 Talbot 2002, 39, 43-48. Πάντοτε βέβαια αναφερόμαστε σε ασκητές –οι μοναχοί και τα μοναστήρια επεδίωκαν το αντίθετο, άμεση πρόσβαση σε νερό και ελκυστικό φυσικό περιβάλλον. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται πραγματικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων: ενδεικτικά μόνο τα κορυφαία βυζαντινά μοναστήρια της Σαμαρίνας και του Ανδρομονάστηρου είναι κτισμένα κυριολεκτικά πάνω ή δίπλα σε πηγή νερού, βλ. Germanidou 2017, 221-227.9 Humpheys 2020, 229-246.
10 Klingborg 2018, 48-50 με βιβλιογραφία.
11 Ενδεικτικά Mays - Antoniou - Angelakis 2013,1916-1940.
12 Ενδεικτικά Bixio - Yamac 2017, 58-65.
13 Ενδεικτικά Castellani - Mantellini 2006, 113-126.
14 Ενδεικτικά Rosen 1987, 38-39. Avni 2014, 145.
15 Ενδεικτικά Abed al Zeez Shqairat - Abudanah -Twaissi 2010, 205-227.
16 Pallas 1971, 79-83.
17 Germanidou 2017, 221-227. Germanidou2018, 395. Για τη γειτονική Λακωνία, βλ.Seifried2019, 15-26.
Sophia Germanidou
Marie Curie Research Fellow, Newcastle University
The harvesting and management of water in the rock-cut cemetery and hermitage of Saint Onoufrios in Methoni, Messinia
The significant rock-cut monument of Agios Onoufrios (Saint Onuphrius), in SW Messinia, southern Greece, was initially founded as cemetery (4th century) then reformed into a hermitic settlement (12th century), in a site where an ancient quarry expanded. The location is waterless, barren and rugged, therefore hermits had to rock-hewn the water collection and storage network on their own, totally dependent on rainfalls. There are two cisterns most probably dated to the 12th century AD; one is entirely rock-cut in soft limestone and the second one is subterranean, partially rock-cut.
The present study provides a brief overview of how they were provided with rainwater (two rock-hewn runnels from the highest point of a rocky knoll), their typological-structural characteristics and the environmental-geological-topographical conditions that led to their construction. Also, it investigates the “spiritual” background of hermits’ trend to settle in a challenging landscape. A short archaeological overview of rock-cut cisterns that are preserved in Messinia is also provided, together with some information of similar constructions in Cappadocia, North Africa and southern Italy.
Βιβλιογραφία
Μ. Abed al Zeez Shqairat – F. Abudanah – S.Twaissi, Water Management and Rock-Cut Cisterns with Special Reference to the Region of Udhruh in Southern Jordan, Jordan Journal for History and Archaeology 4.2 (2010) 205-227.
H. Αναγνωστάκης, Οι επισκοπές και ο θρησκευτικός βίος της νυν Μητροπόλεως Μεσσηνίας έως το 1204, στο Π. Ι. Σαραντάκης (επιμ.), Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 2010, 113-145.
G. Avni, The Byzantine-Islamic Transition in Palestine: An Archaeological Approach, Oxford 2014.
R. Bixio - A. Yamac, Idraulica rupestre in Turchia– Rupestrian hydraulic works in Turkey, Geologia dell’ ambiente 3 (2017) 145-151.
V. Castellani – S. Mantellini, Le cisterne campanulate, στο E. Acquaro – B. Cerasetti, Pantelleria punica: saggi critici sui dati archeologici e riflessioni storiche per una nuova generazione di ricerca, Roma 2006, 113-126.
Α. Dworakowska, Quarries in Ancient Greece, Wroclaw 1975.
S. Germanidou, Preliminary report on the rock-cut and subterranean cisterns of Medieval and post Medieval Messinia, Cappadocia Hypogea 20 (2017) 221-227.
S. Germanidou, Mapping Agro-Pastoral Infrastructure in the Post-Medieval Landscape of Maniot Settlements: The Case- Study of Agios Nikon (ex. Poliana), Messenia, Journal of Greek Archaeology 3 (2018) 359–404.
S. Humphreys, Crosses as Water Purification Devices in Byzantine Palestine, στο M. Kinloch– A. MacFarlane, Trends and Turning Points. Constructing the Late Antique and Byzantine World, Leiden 2020.
P. Klingborg, Water and risk in ancient Greece, 600–50 BC, Uppsala 2017.
W. G. Loy – H. E. Wright Jr., The Physical Setting, στο W. A. McDonald – G. R. Jr. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis 1972.
L. W. Mays - G. P. Antoniou – A. N. Angelakis, History of Water Cisterns: Legacies and Lessons, Water 5 (2013) 1916-1940.
Δ. Πάλλας, Ἀνασκαφὴ παλαιοχριστιανικοῦ κοιμητηρίου ἐν Μεθώνη, Αρχαιολογική Εφημερίς1967,22-27.
Δ. Πάλλας, Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος Μεθώνης. Παλαιοχριστιανικὸν κοιμητήριον - βυζαντινὸν ἀσκητήριον, Αρχαιολογική Εφημερίς 1968, 119-176.
Δ. Πάλλας, Έρευναι εν Μεθώνη, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1971, 78-97.
Α. Philippson, Die griechischen Landschaften: eine Landeskunde. Der Peloponnes, B. III, τ. 2. Frankfurt am Main 1959.
A. Philippson– E. Kirsten, Die griechischen Landschaften Band III, Teil 2 Der Peloponnes, Frankfurt am Main 1959.
S. A. Rosen, Byzantine Nomadism in the Negev: Results from the Emergency Survey, Journal of Field Archaeology 14.1 (1987) 29-42.
R. Seifried, Seascapes and Fresh Water Management in Rural Greece: The Case of the Mani Peninsula, 1261–1821 CE, Levant 51.2 (2019) 1 -20.
A. M. Talbot, Byzantine Monastic Horticulture: The Textual Evidence, στο A. Littlewood – H. Maguire – J. Wolschke-Bulmahn, Byzantine Garden Culture, Washington DC 2002, 37-68.
G. J. M. Van Loon – V. De Laet, Monastic settlements in Dayr Abu Hinnis (Middle Egypt): The spatial perspective, στο E. R. O’Connell,
Egypt in the First Millennium AD. Perspectives from New Fieldwork, Leuven 2014, 157-175.
G. J. M. Van Loon - A. Delattre, Patterns of monastic habitation on the east bank of the Nile in middle Egypt: Dayr al-Dik, Dayr Abu¯ Hinnis, and al-Shaykh Sa?i¯d, Journal of Coptic Studies 16 (2014) 235-278.
Π. Φουτάκης, Η Μεθώνη και η Ιστορία. Η Βενετία και η Εξουσία, Αθήνα 2017.
Ε. Χαλκιά, Παλαιοχριστιανική Μεσσηνία. Αρχαιολογικά δεδομένα, στο Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήνα 2010, 79-111.