Η ευρύτερη περιοχή Πυλίας προσήλκυσε από νωρίς το ενδιαφέρον της αρχαιολογικής έρευνας και απετέλεσε πεδίο σημαντικών ανακαλύψεων που προσπόρισαν πολύτιμα στοιχεία στην επιστήμη. Παράλληλα κινήθηκε το ενδιαφέρον για την εικόνα της περιοχής στη διαχρονική εξέλιξή της, σε μια προσπάθεια καλύτερης ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων (McDonald and Rapp, 1972). Ο αρχαιολόγος που θα ήθελε να σχηματίσει μια εικόνα για τη μορφολογία του χώρου αυτού, στην περίοδο που τον ενδιαφέρει, μπορεί να ανατρέξει σε μια αρκετά πλούσια βιβλιογραφία επικεντρώνοντας την προσοχή του στα εξιδικευμένα για την περιοχή έργα (Flemmig et al. 1973 a, b: Kraft and Aschenbrenner 1977: Kraft et al. 1975: Kraft et al. 1980), έχοντας κατά νου τις επιφυλάξεις που εκφράζει κάθε μελετητής στη διατύπωση της θεωρίας του. Οι επιφυλάξεις αυτές διατυπώθηκαν, επιγραμματικά θα έλεγα, από τον Loy (1967, σ.57): “Each problem [of geomorphology] must be solved, if it is to be solved, Iocally with local evidence". Πόσο όμως εξειδικευμένη θα πρέπει να είναι μία μελέτη, ώστε να είναι αποδεκτή στην ερμηνεία ενός συγκεκριμένου προβλήματος; Το ερώτημα αυτό μου γεννήθηκε κατά το διάστημα των ετών 1982-1986, όταν υπηρετούσα στο φρούριο της Πύλου στο έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων. Την περίοδο εκείνη εντόπισα στην Πυλία αρκετές αρχαιολογικές θέσεις που είναι άγνωστες βιβλιογραφικά. Οι θέσεις αυτές εντοπίστηκαν είτε κατά τη διάρκεια περιοδειών μου, με οδηγό τα βιβλιογραφικά δεδομένα, σε μια προσπάθεια γνωριμίας με την περιοχή, είτε κατά τη διάρκεια επισκέψεως μου στους χώρους για λόγους ψυχαγωγίας. Σ' αυτήν μου την παρουσίαση θα αναφερθώ μόνο σε εκείνες, τη μοίρα των οποίων προσπάσθησα να ερμηνεύσω με βάση τις πρόσφατες σχετικώς μελέτες τις αναφερόμενες σε περιορισμένες περιοχές της Ν.Δ. Πυλίας. Οι πλέον εξειδικευμένες από αυτές τις μελέτες (Flemming et al., 1973 b: Kraft, et al. 1977), θεωρούν αποφασιστικούς παράγοντες διαμορφώσεως του χώρου, τη σταδιακή ανύψωση της μέσης στάθμης θαλάσσης, συνεπεία της προοδευτικής τήξεως των παγετώνων και τα αποτελέσματα που προκύπτουν δευτερογενώς από τη διαδικασία αυτή. Ειδικά για την περιοχή της Μεθώνης (Kraft and Aschenbrenner, 1977), γίνεται αποδεκτό ότι το δευτερογενές αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας ήταν η διάβρωση, με γοργούς ρυθμούς, των ευθρίπτων πετρωμάτων της περιοχής. Κατ' αυτό τον τρόπο, η ακτή υποχωρεί στα σημεία διάβρωσης, ενώ τα προϊόντα της επιχώνουν κάποια άλλα σημεία που επεκτείνονται έως την περιοχή της Φοινικούντας (Kraft and Aschenbrenner, 1977, σ. 33). Όλος ο παραπάνω μηχανισμός ετέθη σε λειτουργία από το γεγονός ότι, με την ανύψωση της μέσης στάθμης θαλάσσης, ήδη στην -4η χιλιετία είχε καταποντισθεί (Εικ. 1) σχεδόν τελείως η βραχώδης, εν είδει φράγματος, ασβεστολιθική προεξοχή που ενώνει τα πετρώματα της Ηωκαίνου, της γραμμής Αγ. Νικόλαος- Άη Θανάσης- Μεθώνη με τα αντίστοιχα της νήσου Σαπιέντζας.
Ερμηνεύεται έτσι και η απόσχιση της βραχονησίδας “Νησακούλι” (Εικ.1), όπου υπάρχουν γνωστά ME ευρήματα (Χωρέμης, 1969), σαν αποτέλεσμα της διάβρωσης του ακρωτηρίου που την ένωνε με την ακτή. Ακόμη και οι πλέον πρόσφατες παρατηρήσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή σε ορισμένα σημεία της ακτής. Πράγματι, έχουμε κατάρρευση του εδάφους και του ψηφιδωτού δαπέδου στους Παλιούς Άη- Λιάδες, ύστερα από θαλασσοταραχή. Επίσης, στην υπερυψωμένη ακτή, κάτω από το λοφίσκο όπου βρίσκεται ο νεώτερος ναΐσκος του Προφήτη Ηλία (δεν πρέπει να γίνεται σύγχιση με τους "Παλιούς Άη- Λιάδες”, διότι ο Προφήτης Ηλίας βρίσκεται πάνω σε χαμηλό ύψωμα της τάξεως των 25μ., περίπου 1 χλμ. ανατολικά από το νεκροταφείο του Αγίου Λαζάρου της Μεθώνης, ενώ οι “Παλιοί Άη- Λιάδες” αρκετά ανατολικότερα, στην περιοχή που λέγεται και Κοκκινιά), στη θέση που αναφέρει ο μελετητής (Kraft and Aschenbrenner, 1977, σ.22), παρετήρησα μεταξύ των ετών 1983 και 1989 σημαντικές αλλαγές. Η αρχαιολογική επίχωση διαλύεται με ταχείς ρυθμούς, λόγω υποχώρησης της ακτής, συνεπεία δια βρώσεως.
Ο “ρωμαϊκός τοίχος με πλίνθους” (Εικ.2) το 1988 ήταν ήδη μετέωρος και ήταν εμφανές ότι η κατασκευή διέθετε δάπεδο από κουρασάνι. Πιθανόν να πρόκειται για κάποια δεξαμενή ή τάφο, αν λάβει υπόψη του κανείς τα οστά που αφθονούν στην επίχωση. Σήμερα βοηθά στη συγκράτηση του εδάφους μαζί με κάποια πρόχειρα έργα που έγιναν στην άμεση γειτονία του, διότι κινδυνεύει να παρασυρθεί όλο το πλάτος του παραλίου δρόμου. Και άλλοι αρχαίοι τοίχοι προβάλλουν στην ακτή, δεν έχουν όμως τόσο ισχυρή κατασκευή και για το λόγο αυτό αποκόπτονται τμηματικά και διαλύονται ή παραμένουν κατά χώρα στην παραλία και στα αβαθή (έως 2,5 μέτρα) της περιοχής, που εντοπίζεται από τη μικρή γέφυρα στα ανατολικά της Δημοτικής Κατασκήνωσης (Camping), έως τη βραχώδη προ εξοχή Κοτρωνάκια (Εικ.1). Ούτε το παλαιότερο τμήμα της γέφυρας αυτής, κατασκευασμένο με πέτρες και ασβεστοκονίαμα, άντεξε στην οργή των κυμάτων το 1988. Παρασύρθηκε και αυτό αφήνοντας μόνο το νεώτερο μισό, κατά μήκος, που ήταν κατασκευασμένο από μπετόν αρμέ και προς την πλευρά της στεριάς. Η γέφυρα ζευγνύει την εκβολή μικρού χειμάρρου στο ανατολικό άκρο του παράκτιου φυσικού φράγματος από άμμο και χαλίκια, που οριοθετεί προς Νότον την ελώδη έκταση, η οποία ταυτίζεται με τις αλυκές της Ενετοκρατίας.
Λείψανα υδραγωγείου με εγκιβωτισμένους πήλινους σωλήνες (Εικ.3) εντοπίζονται στην ακτή της περιοχής αυτής, από τα ανατολικά της μικρής γέφυρας προς την κατεύθυνση της Μεθώνης δυτικά και σε ορατό μήκος περί τα 150μ. Κατά πληροφορίες γηγενών, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή της εκβολής του ρέματος της Μεθώνης, σώζονταν δύο τουλάχιστον καμάρες που απεδίδονταν στο υδραγωγείο αυτό. Και το ορατό αυτό τμήμα του υδραγωγείου υπόκειται στη φθορά που προκαλούν τα κύματα αλλά και ο ανθρώπινος παράγοντας, καθώς διατρέχει πολυσύχναστη ακτή. Οι παρατηρήσεις πάντως για το χώρο, με υποχρέωνουν να υποστηρίξω ότι οι εντονότερες φθορές οφείλονται σε κυματισμούς νοτίων γενικώς διευθύνσεων και όχι βορειοδυτικών, όπως υποστηρίχθηκε από την παραπάνω μελέτη. Επίσης, το παράκτιο φυσικό φράγμα, που ασφαλώς όριζε σε κάποια προγενέστερη περίοδο μια λιμνοθάλασσα ανάλογη αυτής στο Ριβάρι Παλαιού Ναυαρίνου, δεν είναι τεχνητά υπερυψωμένο. Κάποτε, ασφαλώς, θα ήταν ευρύτερο και ισχυρότερο. Σίγουρα ο αγωγός δεν κατασκευάστηκε "παράθιν' αλός”, αλλά σε κάποια απόσταση ασφαλείας από τον κυματισμό. Η πορεία μάλιστα του αγωγού, που σήμερα αποκλίνει συνεχώς από τη στεριά, όσο προχωρά προς τη Μεθώνη, μπορεί να δώσει χρήσιμα στοιχεία για την τότε ακτογραμμή.
Μία, μάλλον Μυκηναϊκή, θέση που εντοπίστηκε σε χαμηλή προεξοχή της ακτής μεταξύ της περιοχής “Μπροστινές Λάμπες” ή “Αλυκή" και της αμμώδους παραλίας “Του Λεβέντη” (Εικ. 1), στην εκβολή χειμάρρου που διατρέχει την κοιλάδα δυτικά των υψωμάτων του Αγίου Γεωργίου, δεν αλλάζει την εικόνα του μηχανισμού διάβρωσης.
Ο προβληματισμός μου άρχισε όταν εντοπίσθηκε στη θέση “Καρασουμάνι”, οικισμός πιθανότατα της ΠΕ περιόδου. Το Καρασουμάνι είναι ένα χονδρό “κεφάλι” που αποτελεί την εσχάτη προς Νότον προέκταση των υψωμάτων του Αγ. Γεωργίου και χωρίζει την παραλία του “Λεβέντη" από την εκτεταμένη αμμουδιά της Φοινίκης, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την Φοινικούντα (Εικ. 1 και 4).
Η γεωλογική στρωματογραφία του, όπως φαίνεται από την απόκρημνη πλευρά προς Ν. ή τη βαθειά τομή που έχει υποστεί με τη διέλευση από Β. του δρόμου της ΜΟΜΑ, χωρίς να αποκλίνει πολύ από την περιγραφή της περιοχής Νησακούλι στη μελέτη των Kraft και Aschenbrenner (1977), εμφανίζεται ανθεκτικότερη. Τα σκληρά στρώματα ψαμμίτη έχουν μεγαλύτερο πάχος με αραιότερες παρεμβολές μεταμορφωμένου ιλυολίθου. Η επιφάνεια του σχηματίζει ένα πλάτωμα σε ύψος 30μ. από την θάλασσα, διαστάσεων 250X 150μ. περίπου. Στο χώρο αυτό διαγράφονται πολλοί τοίχοι κατασκευασμένοι χωρίς συνδετικό κονίαμα με πλάκες ψαμμίτη, οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στην περιοχή. Σ' όλη την έκταση εντοπίζονται επιφανειακά, πλήθος οστράκων και θραυσμάτων οψιανού, σε απολεπίσματα ή λεπίδες. Τα όστρακα χρονολογούνται στην ΠΕ και ΜΕ περίοδο, μπορούμε δε να τα διακρίνουμε σε αραιότερες ποσότητες για άλλα 200μ., βόρεια του δρόμου της ΜΟΜΑ. Βορειότερα, σε απόσταση περί τα 500μ., γύρω από το ναΐσκο του Αγ. Γεωργίου, υπάρχει μία άλλη νέα αρχαιολογική θέση, όπου όμως τα όστρακα είναι Ελληνιστικά. Στη νότια πλευρά του πλατώματος οι τοίχοι κόβονται απότομα στο χείλος του κρημνού. Στην παραλία μία σχεδόν οριζόντια στρώση σκληρού πετρώματος σχηματίζει “διάδρομο", κατά μήκος της νότιας ακτής. Ελάχιστα χαμηλότερα, παρόμοιο πέτρωμα δημιουργεί ένα εκτεταμένο υποβρύχιο πλάτωμα εύρους περί τα 60μ. και ακολούθως ο πυθμένας βαθαίνει κλιμακωτά. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι το νότιο τμήμα του ακρωτηρίου αποσχίστηκε βίαια από το υπόλοιπο σώμα που βλέπουμε σήμερα. Μία άλλη προϊστορική θέση εντοπίστηκε στην περιοχή “Μπαρκαράκι” ή “Μαυροβούνι" (Εικ.1).
Πρόκειται για μικρό ακρωτήριο, με νησίδα στην προέκτασή του, (Εικ.5) περί τα 6 χλμ. σε ευθεία απόσταση Ν.Α. της Μεθώνης. Δυτικά, οι ακτές του είναι απόκρημνες, ενώ ανατολικά διαμορφώνεται μία μικρή ρεματιά που καταλήγει σε βραχώδη κολπίσκο. Η κλίση του ακρωτηρίου είναι κατηφορική από Βορράν προς Νότον και από Δυσμάς προς Ανατολάς, προς το νοτιότερο άκρο, όμως, η επιφάνειά του οριζοντιώνεται. Η νησίδα, στο νότιο άκρο του, κατηφορίζει από Νότον προς Βορράν και από Ανατολάς προς Δυσμάς. Ο μεταξύ τους πορθμός είναι ρηχός (2μ.) και καλύπτεται με μεγάλους βράχους, που μερικοί εξέχουν από το νερό. Σ' όλη την επιφάνεια του ακρωτηρίου εντοπίσθηκαν πολλά όστρακα, αραιότερα και φθαρμένα προς τα βόρεια. Στο μέτωπο της νότιας ακτής εμφανίζονται τοίχοι που εξέχουν από το έδαφος (Εικ. 6). Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε το πλακώδες πέτρωμα της περιοχής, χωρίς συνδετικό κονίαμα. Ανάμεσα τους διακρίνεται καθαρά αρχαιολογική επίχωση με όστρακα (Εικ.7) ΠΕ και ΜΕ, οστά, λεπίδες, ή απολεπίσματα πυριτόλιθου και σπανιότερα οψιανού.
Στο απέναντι νησάκι, στο ανώτερο σημείο της ανατολικής ακτής, εντοπίσθηκε τοίχος όμοιας κατασκευής (Εικ.8). Στο λεπτό αρχαιολογικό στρώμα που καλύπτει αυτή την περιοχή, υπάρχουν πολλά όστρακα αγγείων, σπασμένων κατά χώρα, της ίδιας χρονικής περιόδου. Η θέση των ευρημάτων και η φύση του γεωλογικού υποστρώματος (σκληρός ψαμμίτης) αποκλείουν διάβρωση από τη θάλασσα. Ένδειξη, ότι ο χώρος υπέστη σεισμική δραστηριότητα αποτελεί κατά τη γνώμη μου ο τοίχος αυτός, ο οποίος είναι παράλληλος με την επίπεδη μεν, αλλά όχι οριζόντια επιφάνεια του εδάφους. Ένας ακόμη λόγος που αποκλείει τη διάβρωση από τη θάλασσα του ισθμού μεταξύ ακρωτηρίου και νησίδας, αποτελεί το γεγονός ότι πάνω σε βράχο (Εικ.5), κοντά στο βόρειο άκρο της, διατηρείται χώμα ικανό να συντηρήσει βλάστηση, σε εμβαδόν περί το 1 τ.μ. Ακόμη και στο χώμα αυτό εντοπίστηκαν προϊστορικά όστρακα. Εάν η δύναμη των κυμάτων στην περιοχή ήταν ικανή να κόψει τον ισθμό, οπωσδήποτε η θάλασσα θα είχε υπερσκελίσει και θα είχε ξεπλύνει το βράχο εδώ και αιώνες. Ο βυθός κατά μήκος της ανατολικής και νότιας ακτής κλιμακώνεται γρήγορα προς μεγάλα βάθη με βραχώδεις αναβαθμούς από σκληρό πέτρωμα. Μεταξύ των δύο προηγουμένων θέσεων εκτείνεται το ακρωτήριο "Κούλουρας" που καταλήγει στην άκρα “Κολύβρι” (Εικ.1). Στο νοτιοδυτικό άκρο του υπάρχει η βραχονησίδα “Νεράϊδες”, όπου επίσης έχουμε αβαθή πορθμό 3- 5μ. και βραχώδη βυθό. Στη νοητή προέκταση της νησίδας προς Ν.Δ., το πέτρωμα ακολουθεί την ίδια διεύθυνση και σχηματίζει εκτεταμένο ύφαλο μήκους 150μ. σε βάθος 1,5μ. Στο νοτιότερο άκρο του υφάλου αυτού και σε βάθος από 6 έως 11μ. εντοπίσθηκαν το 1990, κατά τη διάρκεια υπηρεσιακής αυτοψίας, θραύσματα αμφορέων Ελληνιστικών- Ρωμαϊκών χρόνων, που μαρτυρούν ναυάγιο της εποχής εκείνης. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει την άποψη ότι ο ύφαλος και επομένως η γενική διαμόρφωση της ακτογραμμής αυτής, ήταν και τότε παραπλήσια της σημερινής.
Στον όρμο της Μεθώνης, περί τα 300μ. από τη δημοτική κατασκήνωση (Camping) και σε βάθη 3,5 μέχρι 5,5μ., υπάρχουν εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα κατά συστάδες. Οι τοίχοι τους σώζονται κατά περίπτωση μέχρι ύψους και τεσσάρων δόμων και αποτελούνται κατά κανόνα από πλακώδεις πέτρες. Οι τοίχοι είναι κτισμένοι σε διπλές σειρές εκτός των περιπτώσεων εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν ακανόνιστοι ογκόλιθοι οπότε έχουμε μία μόνον σειρά. Το έδαφος στο οποίο θεμελιώνονται οι κατασκευές αυτές είναι ιλυόλιθος, όπως της παραλίας με την ταχεία διάβρωση, ενώ η άμμος αποτελεί μόνο ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα, Εκτός πολλών λειψάνων ορθογωνίων κτισμάτων παρατηρήθηκαν και κτίσματα με καμπύλες κατόψεις. Ένα από τα κτίρια αυτά, σωζόμενου μήκους περί τα 10μ., δια τηρεί στη μία στενή πλευρά του, τοξωτή απόληξη (Εικ.9). Tοίχος μήκους 3,5μ. περίπου στη θέση της χορδής, χωρίζει το επίμηκες τμήμα από το τοξωτό, που έχει βέλος περί τα 2μ. Το κτίριο θυμίζει έτσι κάτοψη εκκλησίας, με μόνη διαφορά ότι η αψίδα βρίσκεται στα δυτικά. Περιβάλλεται από δυτικά και εν μέρει από βόρεια με ισχυρότατο τοίχο που σώζεται σε αρκετό ύψος. Στην ίδια περιοχή διακρίνονται και δύο τελείως κυκλικές κατασκευές, η μία διαμέτρου 4μ. (Εικ.10) και η άλλη 5,5 μ. (Εικ.11), της οποίας το πλάτος του τοίχου φθάνει στα 80 εκ. Θα ήταν δελεαστικό να υποθέσουμε ότι τα κτιριακά λείψανα ανήκουν σε μια δεύτερη νησίδα, της γνωστής απεικόνισης του 1574 των Braun και Hohenberg (Kraft και Aschenbrenner, 1977, σ.25-26 Λιανός 1987, σ.131-132), αλλά η υπόθεση δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς, σε κανένα σημείο δεν εντοπίσθηκε συνδετικό κονίαμα στην τοιχοποϊία. Κατά δεύτερο λόγο, εάν στους χρόνους που μεσολάβησαν από τη χαλκογραφία, είχε σημειωθεί στην περιοχή καταβύθιση, ικανή να καταποντίσει στο σημερινό βάθος την υποτιθέμενη νησίδα, τότε και τα λιμενικά έργα της Μεθώνης θα έπρεπε να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος (Flemming et al., 1973 b, σ. 21: Λιανός 1987, σ.130), απ' ό,τι είναι σήμερα, εκτός αν η περιοχή του ασβεστολιθικού πετρώματος δεν επηρεάστηκε καθόλου (Loy 1967, εικ.18). Επίσης από την εικόνα που έχω σχηματίσει ανασκάπτοντας τον υποθαλάσσιο ΠΕ οικισμό στο Πλατυγιάλι Αστακού (Δελαπόρτα και Σπονδύλης, 1987: Delaporta et al., 1990), έχω την γνώμη ότι πρόκειται για λείψανα προϊστορικής τοιχοποιίας. Τέλος, σημαντικό επιχείρημα για τη χρονολόγησή τους, είναι και τοίχος σε διά ταξη ιχθυάκανθας που πορεύεται δυτικά από το μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα (Εικ.12).
Από τα φθαρμένα όστρακα ή και τα μεγαλύτερα τεμάχια αγγείων που υπάρχουν στην επιφάνεια της περιοχής, τα μόνα διαγνώσιμα είναι Ύστερης Ρωμαϊκής εποχής, προέρχονται, προφανώς, από τη διάβρωση της ακτής και παρασύρθηκαν έως εδώ. Άλλωστε, όχι μόνον ο λοφίσκος του Προφήτη Ηλία, στις υπώρειες του οποίου παρατηρείται έντονη διάβρωση, αλλά και ολόκληρη η κλιτύς των υψωμάτων βόρεια και ανατολικά από αυτόν, έως το ναΐσκο του Αγ. Νεκταρίου (Εικ.1), στον ασφαλτόδρομο Μεθώνης- Φοινικούντας, καλύπτεται από όστρακα Ρωμαϊκής, ίσως και Ελληνιστικής περιόδου. Ο καταποντισμός των κτιριακών λειψάνων στη Μεθώνη, δε μπορεί να ερμηνευθεί με μηχανισμούς της ευστατικής θεωρίας, όπως την απλή κατάκλυση ή τη διάβρωση της ακτής εξ αιτίας αυτής, διότι τότε θα έπρεπε να είχαν διαλυθεί τα πάντα (Kraft et al., 1985, σ. 68-71). Για τον ίδιο λόγο, δε μπορεί να γίνει αποδεκτή και η ταχεία, ίσως για γεωλογικά, αλλά αργή για αρχαιολογικά δεδομένα, τεκτονική καταβύθιση της τάξεως του 1 ή 2μ. ανά χιλιετία (Flemming et al., 1973a, σ. 47/61: Flemming et al., 1978, σ. 156: van Andel & Shackleton, 1982, σ. 447). Ο βαθμός διατήρησης των λειψάνων αυτών συνηγορεί μόνον υπέρ μιας ταχύτατης κατακόρυφης τεκτονικής κίνησης, συνοδευόμενης βεβαίως από ανάλογη σεισμική δραστηριότητα, η οποία δε σπανίζει στην περιοχή αυτή (Flemming, 1969 σ. 81, εικ.15), που ως γνωστό ανταποκρίνεται σε πεδίο επαφής ηπειρωτικών πλακών (Flemming et al., 1973a, σ.48, εικ.1: Pirazzoli, 1988: Psychoyos, 1988 σ. 11). Υπενθυμίζω ότι στο θαλάσσιο χώρο νότια της Μεθώνης και δυτικά της Πύλου, υπάρχουν βάθη της τάξεως των 5.000μ. που είναι από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου. Κοντά στα κτιριακά λείψανα του όρμου της Μεθώνης, (Εικ.1) υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που πιθανόν να μας δίδει μία πρόσθετη πληροφορία για το ρυθμό υποχώρησης της ακτής. Πρόκειται για τα λείψανα ναυαγίου ξυλίνου σκάφους, έμφορτου με λίθινα σφαιρικά βλήματα (30 περίπου, με διάμετρο 35εκ., τα μεγαλύτερα), που βρίσκονται σε πρίσμα στοιβάξεως και όχι διασκορπισμένα. Από τις ενδείξεις της ξύλινης κατασκευής, προκύπτει ότι το σκάφος βυθίστηκε παράλληλα προς την ακτή, σε βάθος 2,5μ. Δε θα υποστηρίξω ότι πρόκειται για ναυάγιο της εποχής της χρήσεως των βλημάτων αυτών, αλλά πιθανότατα για πολύ μεταγενέστερο σκάφος. Ίσως είναι κάποιο από τα πλοία που πυρπολήθηκαν κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως από τον Ελληνικό Στόλο και τα βλήματα αποτελούσαν το έρμα του. Ακόμη και με αυτό το συλλογισμό, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η θάλασσα έφθανε τότε στο σημείο αυτό, στο ίδιο περίπου με το σημερινό βάθος.
Άλλα χρήσιμα για την περίπτωση αρχαιολογικά στοιχεία της ευρύτερης περιοχής, είναι η γνωστή (Χατζή 1981 σ.156) ΠΕ θέση στο σπήλαιο "Μαύρη Τρύπα”, στην έρημη νήσο Σχίζα, καθώς και η νέα θέση, των αυτών μάλλον χρόνων, στον ορμίσκο "Καραβοστάσι” ή “Skhiza Creek” (Εικ.1), στα βορειοανατολικά της ίδιας νήσου, θέση η οποία εντοπίσθηκε το 1990 κατά την διάρκεια υπερεσιακής αυτοψίας στην οποία συμμετείχα. Ο πέριξ της εισόδου του ορμίσκου βυθός φιλοξενεί αρκετά ναυάγια χρόνων, ως επί το πλείστον, Ρωμαιοκρατίας. Λίγο βορειότερα της Μεθώνης, κατά μήκος της δυτικής ακτής, σχηματίζεται ένας σχεδόν κυκλικός ορμίσκος, ονομαζόμενος “Του Παπά η Λίμνα" (Εικ.1), που επικοινωνεί με ένα πολύ στενό πέρασμα με το πέλαγος (Εικ.13). Κατά μήκος των κατακόρυφων τοιχωμάτων της βόρειας πλευράς του περάσματος, διαγράφονται στον ασβεστόλιθο αλλεπάλληλα καταποντισμένα ίχνη ακτογραμμής, σε βάθη από 1 έως 7μ. περίπου. Στο νότιο ακρωτήριο της εισόδου, προς την πλευρά που βλέπει τα Νησακούλια (τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με το Νησακούλι της Μεθώνης), υπάρχει συμπαγής κυκλικός πύργος (Εικ.14) σε σωζόμενο ύψος περί τα 2.5μ. με ημίεργους λίθους και ασβεστοκονίαμα και παρεμβολή οστράκων, που ίσως χρονολογείται στους χρόνους ύστερης αρχαιότητας- πρώϊμους μεσαιωνικούς. Πιθανόν χρησίμευε για φρυκτωρία, καθώς έχει οπτική επαφή με τη Μεθώνη αφ' ενός, και την κορυφή του Άη- Θανάση (νότια απόληξη του υψώματος του Αγίου Νικολάου) αφ' ετέρου, δεδομένου ότι και στον Άγιο Νικόλαο, ακριβώς το τριγωνομετρικό σημείο της ΓΥΣ, περιβάλλεται από θεμέλιο κυκλικού οικοδομήματος παρόμοιας κατασκευής. Από εκεί η οπτική επικοινωνία με το Παλιό Ναυαρίνο είναι άμεση. Θα περίμενε κανείς η φρυκτωρία να είχε κατασκευασθεί στο Μεγάλο Νησακούλι (το βορειότερο από τα δύο). Αυτό έχει καλύτερη οπτική επαφή στην γραμμή Μεθώνη- Άη-Θανάσης, διαθέτει γλυκό νερό, στο βάθος φυσικού ορύγματος στην ανατoλική του πλευρά και στην επιφάνειά του εντοπίζονται λίγα προϊστορικά όστρακα. Η αιτία που δε χρησιμοποιήθηκε, είναι μάλλον ότι ο υποβρύχιος αυχένας που εκτείνεται από το νότιο ακρωτήριο έως το Μεγάλο Νησακούλι, σε βάθος όχι πέραν των δύο μέτρων, ήταν ήδη καταποντισμένος την εποχή κατασκευής του πύργου.
Άλλα χρήσιμα για την περίπτωση αρχαιολογικά στοιχεία της ευρύτερης περιοχής, είναι η γνωστή (Χατζή 1981 σ.156) ΠΕ θέση στο σπήλαιο "Μαύρη Τρύπα”, στην έρημη νήσο Σχίζα, καθώς και η νέα θέση, των αυτών μάλλον χρόνων, στον ορμίσκο "Καραβοστάσι” ή “Skhiza Creek” (Εικ.1), στα βορειοανατολικά της ίδιας νήσου, θέση η οποία εντοπίσθηκε το 1990 κατά την διάρκεια υπερεσιακής αυτοψίας στην οποία συμμετείχα. Ο πέριξ της εισόδου του ορμίσκου βυθός φιλοξενεί αρκετά ναυάγια χρόνων, ως επί το πλείστον, Ρωμαιοκρατίας. Λίγο βορειότερα της Μεθώνης, κατά μήκος της δυτικής ακτής, σχηματίζεται ένας σχεδόν κυκλικός ορμίσκος, ονομαζόμενος “Του Παπά η Λίμνα" (Εικ.1), που επικοινωνεί με ένα πολύ στενό πέρασμα με το πέλαγος (Εικ.13). Κατά μήκος των κατακόρυφων τοιχωμάτων της βόρειας πλευράς του περάσματος, διαγράφονται στον ασβεστόλιθο αλλεπάλληλα καταποντισμένα ίχνη ακτογραμμής, σε βάθη από 1 έως 7μ. περίπου. Στο νότιο ακρωτήριο της εισόδου, προς την πλευρά που βλέπει τα Νησακούλια (τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με το Νησακούλι της Μεθώνης), υπάρχει συμπαγής κυκλικός πύργος (Εικ.14) σε σωζόμενο ύψος περί τα 2.5μ. με ημίεργους λίθους και ασβεστοκονίαμα και παρεμβολή οστράκων, που ίσως χρονολογείται στους χρόνους ύστερης αρχαιότητας- πρώϊμους μεσαιωνικούς. Πιθανόν χρησίμευε για φρυκτωρία, καθώς έχει οπτική επαφή με τη Μεθώνη αφ' ενός, και την κορυφή του Άη- Θανάση (νότια απόληξη του υψώματος του Αγίου Νικολάου) αφ' ετέρου, δεδομένου ότι και στον Άγιο Νικόλαο, ακριβώς το τριγωνομετρικό σημείο της ΓΥΣ, περιβάλλεται από θεμέλιο κυκλικού οικοδομήματος παρόμοιας κατασκευής. Από εκεί η οπτική επικοινωνία με το Παλιό Ναυαρίνο είναι άμεση. Θα περίμενε κανείς η φρυκτωρία να είχε κατασκευασθεί στο Μεγάλο Νησακούλι (το βορειότερο από τα δύο). Αυτό έχει καλύτερη οπτική επαφή στην γραμμή Μεθώνη- Άη-Θανάσης, διαθέτει γλυκό νερό, στο βάθος φυσικού ορύγματος στην ανατoλική του πλευρά και στην επιφάνειά του εντοπίζονται λίγα προϊστορικά όστρακα. Η αιτία που δε χρησιμοποιήθηκε, είναι μάλλον ότι ο υποβρύχιος αυχένας που εκτείνεται από το νότιο ακρωτήριο έως το Μεγάλο Νησακούλι, σε βάθος όχι πέραν των δύο μέτρων, ήταν ήδη καταποντισμένος την εποχή κατασκευής του πύργου.
Στην ίδια περιοχή, νότια της “Λίμνας του Παπά", σχηματίζεται ένας επιμήκης ορμίσκος κατάλληλος για πρόχειρο ναυτικό καταφύγιο, στο κέντρο του οποίου, σε βάθος περί τα 6μ., υπάρχουν αρκετά θραύσματα ελληνιστικών αμφορέων, προερχόμενα μάλλον από αρχαίο ναυάγιο. Όστρακα της ίδιας περιόδου, εντοπίζονται στον αυχένα του ακρωτηρίου, ενώ την ανατολική ακτή της "Λίμνης του Παπά" περιτρέχει θεμέλιο ισχυρού τοίχου από ημίεργους λίθους που παρακολουθεί την καμπυλότητα της. Ο τοίχος αυτός μπορεί να απετέλεσε την πηγή του υλικού κατασκευής της φρυκτωρίας και εκ πρώτης όψεως μπορεί να αποδοθεί στους Ελληνιστικούς Χρόνους. Στην περίπτωση αυτή, η συγκεκριμένη παραλία θα έπρεπε να είχε την ίδια διαμόρφωση και κατά την Εποχή εκείνη. Βορειότερα, στον ορμίσκο "Λιμανάκι" ή "Γλυφά Νερά", όπου και υποβρύχιες πηγές, αμέσως νότια του Νιόκαστρου Πύλου, εντοπίστηκαν πακτωμένα τεμάχια εμπορικών αμφορέων ελληνιστικών χρόνων στα βραχώδη αβαθή (έως 3μ.) της νότιας ακτής του, που προέρχονται προφανώς από αρχαίο ναυάγιο στη θέση αυτή. Μνημονεύω, επί τροχάδην, τα γνωστά (Κορρές, 1981, σ.240) ME όστρακα ενδεικτικά κατοίκησης, στη σήμερα απόκρημνη, δυσπρόσιτη και αφιλόξενη νησίδα "Πύλος" ή "Ταιγλί Μπαμπά" (Εικ.1), νότια της Σφακτηρίας και προχωρώ στα προϊστορικά, επίσης, όστρακα που επισημάνθηκαν σε χαμηλό ύψωμα της παραλίας Ρωμανού στην περιοχή του εκεί τριγωνομετρικού σημείου, το κοκκινόχωμα που διακρίνεται κατά τόπους, κάτω από τις σημερινές θίνες. Το ύψωμα αυτό δεσπόζει σε ορμίσκο κλειστό από την πλευρά του πελάγους με σχηματισμό Beach Rock (Εικ.15), που εξέχει τουλάχιστον 60 εκ. από την επιφάνεια της θαλάσσης στο μεγαλύτερό του τμήμα.
Για τη χρονική διαμόρφωση αυτού του φράγματος, δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις, υπάρχει όμως μία ένδειξη για το ρυθμό του σχηματισμού του Beach rock στη νοτιότερη περιοχή του Ριβαρίου, όπου εντοπίσθηκε αποτύπωμα συσκευασίας σύγχρονου ποτού μέσα στο επιφανειακό στρώμα του πετρώματος. Υπενθυμίζω ότι και η περιοχή αυτή έτυχε ιδιαιτέρας μελέτης, από πλευράς Παλαιογεωμορφολογίας (Kraft et al., 1980). Αυτό που μπορεί να υποστηρίξει κανείς από το συνδυασμό όλων των παραπάνω αρχαιολογικών στοιχείων και παρατηρήσεων, είναι ότι παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ταχείας διάβρωσης κάποιων σημείων της ακτογραμμής υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις και για σεισμική δραστηριότητα που πρέπει να έπαιξε αποφασιστικό και κύριο ρόλο στη διαμόρφωση των βασικών γραμμών του σημερινού χάρτη της περιοχής. Άλλωστε οι θέσεις που περιγράφηκαν, τηρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές που τίθενται από τον Femming (1969, σ. 85), για αντίστοιχες θέσεις στη Δυτική Μεσόγειο. Από τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα που παρατέθησαν, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να τοποποθετηθεί από το τέλος της ΜΕ έως το τέλος της Ελληνιστικής, αρχές Ρωμαϊκής περιόδου και δε θα πρέπει να συγχέεται με μεταγενέστερα σεισμικά φαινόμενα που έλαβαν χώρα στην περιοχή (Pirazzoli, 1986). Ελπίζω ότι η παρουσίαση αυτή θα αποτελέσει το έναυσμα ευρύτερης διεπιστημονικής συνεργασίας και έρευνας για την τόσο πλούσια σε στοιχεία αλλά και τόσο άγνωστη ακόμη περιοχή αυτή της Μεσσηνίας. Πιστεύω ότι μια τέτοια συνεργασία, θα επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά τη ρήση του Blackman (1973, σ.136]: "Flemming has shown how much the geomorphologist can make of archaeological evidence for sea level change. It is for the archaeologist to be aware of the value and limitations of such evidence and to supply data to the geomorphologist, who in return can aid the archaeologist's understanding of coastal sites". Το αποτέλεσμα θα είναι και η απάντηση στο αρχικό μου ερώτημα, κάτω από το πρίσμα της οπτικής γωνίας των Masters και Flemming (1983, σ.603), οι οποίοι στα συμπεράσματα του Συμποσίου στο Scripps Institution of Oceanography την 26-29 Οκτωβρίου 1981, αποφαίνονται ότι "Archaeological interpretation or prediction on the other hand, typically requires accuracy of the order of 1.0m. To obtain this resolution each site area must be studied specifically to determine the local sea level-time relationship".
Επίλογος
Το 1993 εζήτησα και έλαβα από την Υπηρεσία μου (Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων), με τις κατά Νόμο διαδικασίες, την άδεια έρευνας Μεθώνης και ακτών Πυλίας, που την πρώτη εκείνη χρονιά αναλώθηκε στη γενικότερη επισκόπηση της περιοχής από την κα Ε. Χαχαμίδου, Γεωλόγο-Ωκεανολόγο, τον επιφανειακό καθαρισμό και παρακολούθηση των τότε ορατών τοίχων από μέρους μου και την αποτύπωσή τους, με εξάρτηση από το Εθνικό Γεωδαιτι κό Δίκτυο, Εκ μέρους του κ. Ι. Μπαξεβανάκη. Αγρονόμου, Τοπογράφου-Μηχανικού. Τα πρώτα συμπεράσματα της έρευνας εκείνης είναι τα εξής:
Γεωλογικά:
"Στου Παπά τη Λίμνα", επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δύο τουλάχιστον εγκολπώσεων (ίχνη παλαιών ακτογραμμών) στις ανατολικές πλευρές του ασβεστόλιθου, κατά μήκος του υποβρύχιου Φράγματος και στο Μεγάλο Νησακούλι, σε Βάθη -1.50μ. και -2 90μ. Εξάγεται έτσι το συμπέρασμα ότι στο παρελθόν το νότιο ακρωτήριο της Λίμνης του Παπά (Πυργάκι) και το Μεγάλο Νησακούλι ήταν ενιαίο ακρωτήριο που εσωτερικά σχημάτιζε υπήνεμο όρμο. “Στο Μεγάλο Νησακούλι", στο νοτιοδυτικό άκρα, εντοπίστηκε ρήγμα. Στη νησίδα Αγία Μαριανή, τη βορειοανατολική πλευρά, εντοπίστηκαν θίνες με διαδοχικές φάσεις σε ασβεστολιθική ακτή. Αποτελούν μαρτυρία παλαιομορφολογίας που ουδεμία σχέση έχει με τη σημερινή παράκτια γεωμορφολογική κατάσταση. Επίσης, από τις φάσεις διαπιστώνεται και αλλαγή διευθύνσεως των επικρατούντων ανέμων. Στην ίδια νησίδα, στη δυτική πλευρά, υπάρχει μία μικροεπώθηση (τεκτονικό φαινόμενο). Έγιναν παρατηρήσεις και ελήφθησαν δείγματα κατά μήκος των ακτών έως και τη Φοινικούντα. Στο Ανατολικό και Δυτικό όριο της “Σπιάτζας” (αμμώδης παραλία της Φοινικούντας), εντοπίστηκε, επί του φλύσχη, μάλλον αιολιανίτης που δημιουργείται από τη δράση του ανέμου όταν υπάρχει μεταβολή του βασικού επιπέδου. Έγιναν έλεγχοι στην ενδοχώρα και κατά μήκος των ανατολικών ακτών της χερσονήσου, με παρατηρήσεις που χρήζουν περαιτέρω μελέτης, γιά την περιοχή κυρίως ανάμεσα στα Βουνάρια και τη Κορώνη. Όπως γίνεται προφανές η γεωλογική έρευνα της περιοχής μπορεί να δώσει πολλά ακόμη στοιχεία.
Αρχαιολογικά:
Κατά τον καθαρισμό των τοίχων, τα όστρακα που συνελέγησαν από τα βαθύτερα επίπεδα του επιφανειακού στρώματος, που αποτελείται από λιγότερο ή περισσότερο κινητική άμμο και από την επιφάνεια του υποκειμένου στρώματος γκρίζας συμπαγούς ιλύος, παρά τη φθορά τους, χρονολογούνται στη Μεσοελλαδική περίοδο. Άλλα αρχαία ναυάγια που εντοπίστηκαν στην περιοχή, δεν αλλάζουν την εκτίμηση του χρονολογικού πλαισίου που διατύπωσα στην αρχική εργασία.
Τοπογραφικά:
Εκπονήθηκαν τοπογραφικά σχέδια με την αποτύπωση των εντοπισμένων τοίχων του καταποντισμένου οικισμού. Με τα πλέον απομακρυσμένα ορατά κτηριακά κατάλοιπα η έκταση του οικισμού στη Μεθώνη υπερβαίνει τα εκατό στρέμματα. Η έρευνα συνεχίστηκε και το 1994 με κύριο βάρος τον ανασκαφικό έλεγχο του καταποντισμένου οικισμού. Έγινε μία ανασκαφική τομή κάθετα σε τοίχο αποτυπωμένο από το 1993. Ο τρόπος κατάρρευσής του και τα καταπλακωμένα θραύσματα αγγείων πιθανολογούν σεισμική καταστροφή. Ανασκάφτηκε επίσης σε εσωτερική γωνία τετράπλευρου περίκλειστου χώρου (δωμάτιο;) ταφικό αγγείο με εγχυτρισμό δύο νηπίων (βλ. και ΕΝΑΛΙΑ, 1992, τόμος Ν, τεύχη 1 2, [εκδ.1995], σελ. 34). Η συντριπτική πλειοψη φία των οστράκων της τομής είναι ΜΕ, με δείγ ματα και αμαυρόχρωμης και μινύας κεραμεικής, πέραν της χονδροειδούς. Όσον αφορά στο ταφικό αγγείο είναι παράλληλο εκείνου που προέρχεται από το Νησακούλι Μεθώνης, θέση που έχει, τόσο χωροταξικά όσο και χρονολογι κά, άμεση σχέση με τον οικισμό. Περισσότερες λεπτομέρειες θα υπάρξουν στους αντίστοιχους τόμους του Αρχαιολογικού Δελτίου.
Ηλία Σπονδύλη
Επίλογος
Το 1993 εζήτησα και έλαβα από την Υπηρεσία μου (Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων), με τις κατά Νόμο διαδικασίες, την άδεια έρευνας Μεθώνης και ακτών Πυλίας, που την πρώτη εκείνη χρονιά αναλώθηκε στη γενικότερη επισκόπηση της περιοχής από την κα Ε. Χαχαμίδου, Γεωλόγο-Ωκεανολόγο, τον επιφανειακό καθαρισμό και παρακολούθηση των τότε ορατών τοίχων από μέρους μου και την αποτύπωσή τους, με εξάρτηση από το Εθνικό Γεωδαιτι κό Δίκτυο, Εκ μέρους του κ. Ι. Μπαξεβανάκη. Αγρονόμου, Τοπογράφου-Μηχανικού. Τα πρώτα συμπεράσματα της έρευνας εκείνης είναι τα εξής:
Γεωλογικά:
"Στου Παπά τη Λίμνα", επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δύο τουλάχιστον εγκολπώσεων (ίχνη παλαιών ακτογραμμών) στις ανατολικές πλευρές του ασβεστόλιθου, κατά μήκος του υποβρύχιου Φράγματος και στο Μεγάλο Νησακούλι, σε Βάθη -1.50μ. και -2 90μ. Εξάγεται έτσι το συμπέρασμα ότι στο παρελθόν το νότιο ακρωτήριο της Λίμνης του Παπά (Πυργάκι) και το Μεγάλο Νησακούλι ήταν ενιαίο ακρωτήριο που εσωτερικά σχημάτιζε υπήνεμο όρμο. “Στο Μεγάλο Νησακούλι", στο νοτιοδυτικό άκρα, εντοπίστηκε ρήγμα. Στη νησίδα Αγία Μαριανή, τη βορειοανατολική πλευρά, εντοπίστηκαν θίνες με διαδοχικές φάσεις σε ασβεστολιθική ακτή. Αποτελούν μαρτυρία παλαιομορφολογίας που ουδεμία σχέση έχει με τη σημερινή παράκτια γεωμορφολογική κατάσταση. Επίσης, από τις φάσεις διαπιστώνεται και αλλαγή διευθύνσεως των επικρατούντων ανέμων. Στην ίδια νησίδα, στη δυτική πλευρά, υπάρχει μία μικροεπώθηση (τεκτονικό φαινόμενο). Έγιναν παρατηρήσεις και ελήφθησαν δείγματα κατά μήκος των ακτών έως και τη Φοινικούντα. Στο Ανατολικό και Δυτικό όριο της “Σπιάτζας” (αμμώδης παραλία της Φοινικούντας), εντοπίστηκε, επί του φλύσχη, μάλλον αιολιανίτης που δημιουργείται από τη δράση του ανέμου όταν υπάρχει μεταβολή του βασικού επιπέδου. Έγιναν έλεγχοι στην ενδοχώρα και κατά μήκος των ανατολικών ακτών της χερσονήσου, με παρατηρήσεις που χρήζουν περαιτέρω μελέτης, γιά την περιοχή κυρίως ανάμεσα στα Βουνάρια και τη Κορώνη. Όπως γίνεται προφανές η γεωλογική έρευνα της περιοχής μπορεί να δώσει πολλά ακόμη στοιχεία.
Αρχαιολογικά:
Κατά τον καθαρισμό των τοίχων, τα όστρακα που συνελέγησαν από τα βαθύτερα επίπεδα του επιφανειακού στρώματος, που αποτελείται από λιγότερο ή περισσότερο κινητική άμμο και από την επιφάνεια του υποκειμένου στρώματος γκρίζας συμπαγούς ιλύος, παρά τη φθορά τους, χρονολογούνται στη Μεσοελλαδική περίοδο. Άλλα αρχαία ναυάγια που εντοπίστηκαν στην περιοχή, δεν αλλάζουν την εκτίμηση του χρονολογικού πλαισίου που διατύπωσα στην αρχική εργασία.
Τοπογραφικά:
Εκπονήθηκαν τοπογραφικά σχέδια με την αποτύπωση των εντοπισμένων τοίχων του καταποντισμένου οικισμού. Με τα πλέον απομακρυσμένα ορατά κτηριακά κατάλοιπα η έκταση του οικισμού στη Μεθώνη υπερβαίνει τα εκατό στρέμματα. Η έρευνα συνεχίστηκε και το 1994 με κύριο βάρος τον ανασκαφικό έλεγχο του καταποντισμένου οικισμού. Έγινε μία ανασκαφική τομή κάθετα σε τοίχο αποτυπωμένο από το 1993. Ο τρόπος κατάρρευσής του και τα καταπλακωμένα θραύσματα αγγείων πιθανολογούν σεισμική καταστροφή. Ανασκάφτηκε επίσης σε εσωτερική γωνία τετράπλευρου περίκλειστου χώρου (δωμάτιο;) ταφικό αγγείο με εγχυτρισμό δύο νηπίων (βλ. και ΕΝΑΛΙΑ, 1992, τόμος Ν, τεύχη 1 2, [εκδ.1995], σελ. 34). Η συντριπτική πλειοψη φία των οστράκων της τομής είναι ΜΕ, με δείγ ματα και αμαυρόχρωμης και μινύας κεραμεικής, πέραν της χονδροειδούς. Όσον αφορά στο ταφικό αγγείο είναι παράλληλο εκείνου που προέρχεται από το Νησακούλι Μεθώνης, θέση που έχει, τόσο χωροταξικά όσο και χρονολογι κά, άμεση σχέση με τον οικισμό. Περισσότερες λεπτομέρειες θα υπάρξουν στους αντίστοιχους τόμους του Αρχαιολογικού Δελτίου.
Ηλία Σπονδύλη
"Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων"
Ενάλια. Τόμος ΙV, τ.3/4, 1992Ευχαριστίες
Επισκέφθηκα τις περισσότερες από αυτές τις θέσεις με την κα Α. Αργυράκη, αρχαιολόγο και Λέκτορα του τομέα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα ήθελα και από τη θέση αυτή να την ευχαριστήσω για την τότε συνεργασία της. Επίσης ευχαριστώ τον αρχιφύλακα Αρχαιοτήτων στη Μεθώνη, την εποχή εκείνη, κ. Δ. Σαρδέλη, ερασιτέχνη ψαρά και κυνηγό. Ο κ. Σαρδέλης είναι πολύ έμπειρος στην τοπογραφία της περιοχής. Του είμαι υποχρεωμένος γιά τα τοπωνύμια και τις χρήσιμες πληροφορίες για την περιοχή. Τέλος ευχαριστώ τη σύζυγό μου και συνάδελφο Αριστέα Καββαδία για την ποικίλη βοήθειά της στην παρουσίαση του παρόντος. Με την ευκαιρία της παράθεσης των νεωτέρων στοιχείων της έρευνας ετών 1993-94, θα ήθελα να ευχαριστήσω πέραν της Ε. Χαχαμίδου και Ι. Μπαξεβανάκη που προανέφερα, και τους, ποικίλων ειδικοτήτων, συναδέλφους της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, Ε. Παπαδήμα, Κ. Ανδρουτσάκη, Α. Πολλάτου, Χ. Τσατσαρώνη, Η. Κυριακόπουλο, Η. Κούβελα, Π. Χρονόπουλο, Ν. Σαπουντζή, Θ. Τρουπάκη, Ε. Γκίγκιζα, καθώς και όλο το προσωπικό που εργάζεται στο Φρούριο Πύλου, για την βοήθεια τους στις πρόσφατες έρευνες.
1. Η εργασία αυτή, με τη μορφή που έχει παραπάνω, εκτός του επιλόγου, παρουσιάστηκε στη Διεπιστημονική Συνάντηση: "Σεισμοί στην Αρχαία Ελλάδα: Αρχαιολογική και Παλαιοσεισμολογική Άποψη", που έλαβε χώρα στην Αθήνα από 13 έως 15 Ιουνίου 1991, με τη συνεργασία ΙΓΜΕ και Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής. Επειδή από τότε έχει περάσει αρκετός χρόνος, χωρίς να εκδοθούν τα πρακτικά της συνόδου και επειδή πλέον υπάρχουν νεώτερα στοιχεία για την περιοχή γενικότερα και τον καταποντισμένο οικισμό της Μεθώνης ειδικότερα, Θεώρησα σωστό να δεχθώ την φιλοξενία του περιοδικού ΕΝΑΛΙΑ ώστε να πληροφορηθούν οι ενδιαφερόμενοι τόσο τα τότε στοιχεία όσο και τα πιο πρόσφατα.