.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Αρκαδινοί Ντρέδες: Το Ιστορικό πλαίσιο


Με την ευκαιρία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ήλθαν στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μεταξύ άλλων, και οι πρόγονοί μας Αρκαδινοί Ντρέδες, που πρόσφεραν πολλά στον Αγώνα, αλλά, κατά κοινή αίσθηση, η προσφορά τους δεν αναγνωρίστηκε ανάλογα με την αξία της, ιδίως από την ιστοριογραφία.1
Οι Αρκαδινοί Ντρέδες κατοικούσαν και συνεχίζουν να κατοικούν στα Σουλιμοχώρια, μια συστάδα χωριών στη βόρεια Μεσσηνία, νοτιοδυτικά του Τετραζίου όρους, η οποία καταλαμβάνει έκταση 120 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων2 και έλαβε το όνομά της από το κεφαλοχώρι του Σουλιμά, που βρίσκεται στο κέντρο της συστάδας αυτής.
Η περιοχή των Σουλιμοχωρίων παρέχει ως σήμερα πολλά αρχαιολογικά τεκμήρια κατοίκησης από τη μυκηναϊκή εποχή (-16ος/ -15ος αιώνας). Τη γεωγραφική και πολιτική ενότητα της περιοχής δι ασφάλιζαν την εποχή εκείνη οι στρατηγικής σημασίας λόφοι Κόντρα, Στυλάρι και Μάλθη. Κατά τους αρχαιολόγους της αμερικανικής αποστολής, που πραγματοποίησε επιφανειακή έρευνα πριν από 57 χρόνια, αυτοί οι τρεις λόφοι διέθεταν μυκηναϊκές ακροπόλεις και σχημάτιζαν ένα αμυντικό τρίγωνο, που ήλεγχε τότε την πεδιάδα.
Τα Σουλιμοχώρια με αλφαβητική σειρά ήταν και είναι: η Αγριλιά, το Βλάκα, το Γκλιάτα, το Κατσούρα, το Κλέσουρα, το Κούβελα, το Λάπι, το Πιτσά, το Ρίπεσι, το Σουλιμά, το Χαλκιά και το Ψάρι. Μέχρι και την Επανάσταση φαίνεται ότι η Βιδίσοβα και το Μποντιά αποτελούσαν μέλη του κοινού των Σουλιμοχωρίων, με την ίδρυση όμως των δήμων του νέου ελληνικού κράτους και τη διαφοροποίηση των τοπικών συμφερόντων ακολούθησαν χωριστή πορεία. Χωριά που συνδέονται με τα Σουλιμοχώρια με ισχυρούς δεσμούς είναι ο Αετός στην περιοχή των Κοντοβουνίων, η Γαράντζα, το Σιδηρόκαστρο, αλλά και η Ζούρτσα.

1. Η συμβολή των Ντρέδων στην Επανάσταση του '21
Οι Σουλιμοχωρίτες ή Ντρέδες6 ονομάζονται επίσης Αρκαδινοί7 (ή Αρκαδιανοί)8 και ήταν ευρύτερα γνωστοί, ιδίως κατά την Επανάσταση, και με αυτό το όνομα λόγω της τοπικής συνάφειας με την καστροπολιτεία της Αρκαδιάς, της σημερινής Κυπαρισσίας, αλλά και της υπαγωγής της περιοχής τους κατά την Ύστερη Τουρκοκρατία (1715-1821)9 στην επαρχία της εν λόγω καστροπολιτείας.10
Τα Σουλιμοχώρια ήταν μια μορφή συμπολιτείας, ένα κοινό της επαρχίας της Αρκαδιάς11, το οποίο μάλιστα μερικές δεκαετίες πριν από την Επανάσταση κατέκτησε ευρεία αυτονομία, όπως η Μάνη, το Σούλι και τα Σφακιά, και δεν πλήρωνε χαράτσι, πράγμα που αποτύπωσε η λαϊκή μούσα: «Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυό κεφαλοχώρια / χαράτσι δεν πληρώννουνε, Τούρκο δεν προσκυνάνε».12
Το Σουλιμά ως κεντρικό και απόρθητο κεφαλοχώρι13 ήταν πάντοτε ένα σημείο αναφοράς. Κτίστηκε γύρω στο 1400 14 επάνω σε πλάτωμα κορυφής ύψους 600 μέτρων, με επάρκεια νερού, σε κεντρική οχυρή θέση, που βλέπει προς την πεδιάδα. Εκεί συγκεντρωνόταν η Δημογεροντία, οι εκπρόσωποι όλων των χωριών, και αποφάσιζε για τα ζητήματα της κοινότητας, όπως την είσπραξη φόρων, τη στρατολογία, την οργάνωση ένοπλων επιχειρήσεων, την επίλυση διαφορών.15 Εκεί αποφασίστηκε και ο μεγάλος ξεσηκωμός σε στενή συνεννόηση με τη Φιλική Εταιρεία, τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα Στις 24 Μαρτίου του '21 ο πρωτόπαπας Παπατσώρης ευλόγησε τους αγωνιστές του Σουλιμά και την ίδια ευλογία έλαβαν από τους δικούς τους ιερείς οι αγωνιστές στο Ψάρι, στο Κούβελα, στο Ρίπεσι, στο Γκλιάτα και σε όλα τα Σουλιμοχώρια.
Καθ' όλην τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του '21 οι Αρκαδινοί Ντρέδες έλαβαν μέρος σε 36 και πλέον μάχες που αγώνα,16 και ιδίως συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση των κάστρων του Μοριά με πρώτο της Καλαμάτας. Κατά μαρτυρία, από τη 17η έως την 22α Μαρτίου ο Γιαννάκης Μέλιος, ο γενικός αρχηγός των Ντρέδων από το Κούβελα, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, αλλά και τον μπέη της Μάνης Μαυρομιχάλη και τους άλλους καπεταναίους -Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά, Κεφάλα- βρισκόταν αρχικά στο Αρμυρό, όπου έγινε προμήθεια πυρομαχικών για τον αγώνα, και έπειτα στο Μαρδάκι και στη μονή Βελανιδιάς με διακόσιους ένοπλους Αρκαδινούς Ντρέδες.17
Πρωταγωνίστησαν, κατόπιν, οι Ντρέδες στην απελευθέρωση, μεταξύ άλλων, της Αρκαδιάς, του Νιόκαστρου, της Τριπολιτσάς και του Άργους, καθώς και στην καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822). Στην συνέχεια αντιστάθηκαν σθεναρά, προκαλώντας μεγάλη φθορά, στον θρασύτατο εισβολέα Ιμπραήμ σε πολλές μάχες, και ιδίως στην μάχη της Δραμπάλας (1825), και τον ταπείνωσαν στις μάχες του Λάπη, του Ψαρίου, του Αετού, του Λυκουδέσι και του Σιδηρόκαστρου το 1827, και στην τελευταία μάχη, των Γουβαλαρίων, το 1828,18 διατηρώντας απόρθητα τα Σουλιμοχώρια και μη επιτρέποντας στον Αιγύπτιο πασά να πλήξει τα κεκτημένα της Επανάστασης στον Μοριά.19
Οι Ντρέδες σχεδόν καθ' όλην τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου αποτελούσαν τον πυρήνα της στρατιωτικής δύναμης του Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε σουλιμοχωρίτικη καταγωγή, διότι, κατά την παράδοση, η γενιά του κρατούσε από τη Βιδίσοβα20 επίσης, συνδεόταν με συγγένεια με τους Πλαπουταίους, οι οποίοι κατάγονταν από το Σουλιμά. Το Κολοκοτρωναίικο από το 1550 περίπου βρισκόταν σε ανειρήνευτο πόλεμο με τους Τούρκους21 και οι Ντρέδες στάθηκαν συμπολεμιστές και συνοδοιπόροι του.22
Η κύρια ιστορική πηγή για τους Ντρέδες είναι το έργο του διακεκριμένου Αρκαδινού οπλαρχηγού Αθανασίου Γρηγοριάδη, Ἱστορικαί Ἀλήθειαι· απαντούν επίσης μαρτυρίες στην ιστορική συγγραφή του Αμβροσίου Φραντζή23 και σε άλλες γραπτές πηγές της εποχής, ιδίως σε απομνημονεύματα αγωνιστών24, καθώς και πληροφορίες στα ενετικά αρχεία.


2. Οι απαρχές και η ταυτότητα
Οι Ντρέδες, με βάση τις ιστορικές πηγές, φαίνεται ότι κατοίκησαν τον χώρο των Σουλιμοχωρίων γύρω στο 1350, έχοντας έλθει από τον βορρά και ειδικότερα από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου μετά από πρόσκληση των Δεσποτών του Μορέως.25
Για την πληρέστερη κατανόηση του γεγονότος αυτού απαιτείται να εκτεθεί εδώ το σχετικό ιστορικό πλαίσιο από την αρχή.
Μια περιοχή, που ορίζεται στα δυτικά από το Δυρράχιο της ευρύτερης Ηπείρου των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, στα βόρεια από τον ποταμό Γενούσο, φυσικό όριο συνάντησης του ελληνικού και ιλλυρικού κόσμου από τη μυκηναϊκή εποχή26, στα ανατολικά από τη λίμνη Αχρίδα και στα νότια από το Βεράτι και την Αυλώνα, φαίνεται ότι είναι η αρχική κοιτίδα των Σουλιμοχωριτών.
Η περιοχή αυτή έχει επισημανθεί από τους ιστορίκούς και τους γεωγράφους ήδη από τις αρχές του -2ου αιώνα. Ο Πολύβιος, σπουδαίος ιστορικός της εποχής, αναφέρεται στην Άρβωνα, σημαντική πόλη της περιοχής αυτής, και ο Στέφανος ο Βυζάντιος (5ος- 6ος αιώνας) αναφέρεται επίσης στην ίδια πόλη, παραδίδοντας και το όνομα Άρβωνίτης, που δηλώνει τον καταγόμενο από την πόλη αυτή. Επομένως το όνομα, που με ελαφρά φωνητική αλλαγή έδωσε τον μεταγενέστερο όρο Άρβανον, ο οποίος προσδιόρισε όλη την ανατέρω αναφερθείσα περιοχή, καθώς και το παραγωγό του, που έδωσε τον όρο Αρβανίτης, υπάρχουν ήδη από την Αρχαιότητα.27
Το συμβατικό όνομα «Αλβανία» (Albania), που συχνά δίδεται σε αυτή την περιοχή, δεν απαντά στις κλασικές λατινικές- ρωμαϊκές πηγές, αλλά και ούτε σε μεταγενέστερες πηγές μέχρι τον 13ο αιώνα28, καθώς πρώτοι το χρησιμοποίησαν οι Ρωμαιοκαθολικοί με την εγκατάσταση επισκόπου στην περιοχή της Σκόδρας μόλις γύρω στο 1250.29
Ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης (1021-1080) και η Άννα Κομνηνή (1083- 1153) στα έργα τους είναι οι πρώτοι, που αναφέρονται στην περιοχή και χρησιμοποιούν το όνομα Ἄρβανον και Ἄρβανα, ενώ τους εκεί κατοίκους ονομάζουν με το όνομα Αρβανῖται.30 Οι λέξεις Ἀλβανῖται, Ἄλβανον και Αλβανοί προκύπτουν ως λόγιοι τύποι από επίδραση του ονόματος «Αλβανοί» (Albani) του ρωμαϊκού Λατίου και του Καυκάσου, χωρίς βέβαια αυτοί οι λαοί να έχουν σχέση με τον χώρο31. Επομένως η πρωτότυπη μορφή του ονόματος τού γεωγραφικού αυτού χώρου είναι ο ελληνορωμαίῖκος όρος Ἄρβανον και οτιδήποτε άλλο είναι μεταγενέστερη επινόηση.32
Στην περιοχή είχαν ιδρυθεί πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις: η Απολλωνία, η Φοινίκη, η Επίδαμνος, δηλ. το αρχαίο Δυρράχιο, που ήταν και μια από τις αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αντιπάτρια, η Αντιγόνεια, η Βύλλις, η Αυλών κ.α. Στα παράλια επομένως, αλλά και σε σημεία της ενδοχώρας υπάρχουν ήδη από τον -7ο αιώνα και εξής οργανωμένες ελληνικές πόλεις και λαλείται η ελληνική λαλιά.33
Καθοριστική για την περιοχή, όπως και για όλον τον Ελληνισμό, είναι η εποχή που εγκαινίασε ο Αλέξανδρος ο Μέγας (-356/ -323), η λεγόμενη ελληνιστική. Ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος από τους δύο πατέρες του ελληνικού πολιτισμού και του ενιαίου ελληνικού έθνους. Ο δεύτερος είναι ο Κωνσταντίνος ο Μέγας (272/ -337), που είχε ως πρότυπό του τον Αλέξανδρο34. Τα δύο σημαντικά αυτά πρόσωπα για τον Ελληνισμό εκ των πραγμάτων χάραξαν τις κατευθυντήριες, που οδηγούν στο σήμερα.35
Ο Αλέξανδρος είναι ιδιαίτερα σημαντικός για το ελληνικό έθνος, διότι πιο πριν δεν υπήρχε καμία ενιαία διοίκηση ούτε ενιαίοι θεσμοί στις πόλεις- κράτη και στα μικρά βασίλεια του ελλαδικού χώρου ούτε στις ελληνικές αποικίες υπήρχαν μόνο τα κοινά ιερά και κάποιοι κοινοί ιεροί αγώνες, όπως οι Ολυμπιακοί. Έτσι στο ελληνικό διακρατικό σύστημα γίνονταν διαρκώς πόλεμοι μεταξύ των ισχυρότερων πόλεων για την ηγεμονία.36
Οι Έλληνες αποφάσιζαν να ενωθούν σε σπανιότατες περιπτώσεις, όπως όταν αντιμετώπιζαν επιβουλή από την ιμπεριαλιστική Περσία. Και πάλι αρκετές από τις ελληνικές πόλεις και περιοχές εμήδιζαν και δήλωναν αδυναμία να συμμετάσχουν στον κοινό αγώνα.37
Ο πρώτος, που υλοποίησε την πανελλήνια ιδέα με στρατηγικό σκοπό την εξουδετέρωση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα της εποχής, της Περσικής Αυτοκρατορίας, είναι ο Μέγας Αλέξανδρος38, μετά από παρότρυνση και του Ισοκράτη του ρήτορα, που είχε απογοητευτεί με τους μέχρι τότε ανταγωνισμούς των πόλεων- κρατών.
Ο Αλέξανδρος είναι που έδωσε έναν ενιαίο χαρακτήρα στο ελληνικό έθνος, συγχρόνως όμως του προσέφερε και την οικουμενική διάσταση. Επομένως ο Ελληνισμός, για να υπερβεί τον τοπικισμό των πόλεων- κρατών και να αποκτήσει ενιαίο χαρακτήρα, έπρεπε να γίνει πρώτα οικουμενικός.39
Ο Αλέξανδρος έφτασε μέχρι τις Ινδίες και θα πήγαινε οπωσδήποτε μέχρι τον ωκεανό, αν οι αντοχές του στρατού του το επέτρεπαν, όχι μόνο για το κέρδος ή για την εξουσία, αλλά κυρίως γιατί είχε μία εσωτερική αναζήτηση. Η εσωτερική αυτή αναζήτηση προέκυπτε από τις ρίζες του, εκ των οποίων η πιο ισχυρή ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα, που καταγόταν από το γένος των Μολοσσών της Ηπείρου και από εκεί είχε λάβει ο μέγας στρατηλάτης αυτό το μυστηριακό στοιχείο40. Άμεσος συνεχιστής του στην ευρύτερη Ήπειρο ήταν ο συγγενής του Πύρρος (-318/ -272), από το γένος των Μολοσσών, ο οποίος επίσης για τη δράση του απέκτησε διαχρονική φήμη.41


Ο δεύτερος πατέρας του ελληνικού έθνους, που ολοκληρώνει την πνευματική αναζήτηση του Αλεξάνδρου, είναι ο Κωνσταντίνος ο Μέγας. Είναι εκείνος που πραγματοποιεί την ελληνοχριστιανική σύνθεση42. Ο Κωνσταντίνος μεταφέρει μάλιστα την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη, δηλ. από το παλαιό κέντρο της αυτοκρατορίας, που είχε ταυτιστεί με την ειδωλολατρία, στο νέο κέντρο, που είχε χριστιανικές βάσεις. Και τους δύο αυτούς ξεχωριστούς για τον Ελληνισμό ηγέτες, τον Μέγα Αλέξανδρο43 και τον Μέγα Κωνσταντίνο τους αποδέχονται και τους ακολουθούν οι κάτοικοι του Αρβάνου.44 Στην περιοχή του Αρβάνου έχουμε τουλάχιστον τρεις επισκοπές ή μητροπόλεις επισκοπή Δυρραχίου, που ιδρύεται ήδη από το τέλος του +1ου αιώνα, επισκοπή Αρβάνου ή Αλβανιτοπόλεως, που ταυτίζεται πιθανόν με τη σημερινή Μητρόπολη Ελβασάν, και επισκοπή Βερατίου ή Πουλχεριουπόλεως.
Όλες αυτές οι μητροπόλεις ήταν ελληνόφωνες και υπάγονταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι κάτοικοι του Αρβάνου ως χριστιανοί ορθόδοξοι, και μάλιστα σε ακραιφνή βαθμό, αν και δέχτηκαν πιέσεις από τους Ενετούς και από μία τοπική αριστοκρατία του Αρβάνου, τους Ζενεβεσαίους, που είχαν καλές σχέσεις με τους Ενετούς, να προσχωρήσουν στο δόγμα της Ρώμης, δεν ενέδωσαν. Η πίεση αυτή όμως έκανε αρκετούς να μετακινηθούν στα νότια 45
Ένας άλλος βασικός λόγος της μετακίνησής τους προς τα νότια ήταν η εξάπλωση του φεουδαλικού συστήματτος από τους Φράγκους και τους Ενετούς, που μετέτρεπε τους ελεύθερους κτηνοτρόφους, γεωργούς και πολεμιστές του Αρβάνου και της ευρύτερης Ηπείρου σε δουλοπάροικους των φεουδαρχών.46
Όσον αφορά στην πολιτισμική ταυτότητα, οι κάτοικοι του Αρβάνου ήταν Ρωμηοί47 ακρίτες του στρατιωτικού θέματος του Δυρραχίου48, τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα49, και απέκρουαν τις επεκτατικές βλέψεις των σλαβικών φυλών και των Φράγκων. Ήταν επίσης φύλακες της Εγνατίας οδού, που προχωρούσε κατά μήκος του ποταμού Γενούσου και οδηγούσε στον κομβικό λιμένα του Δυρραχίου, που επικοινωνούσε διά θαλάσσης με τον απέναντι λιμένα της Αδριατικής, το Βρινδήσιο, και διασφάλιζε την αδιατάρακτη ναυτική σύνδεση με την ρωμαϊκή Νότια Ιταλία.
Οι εν λόγω ακρίτες ήταν συνειδητά ορθόδοξοι και έμειναν και μετά το θρησκευτικό σχίσμα του 1054 πιστοί στην Κωνσταντινούπολη. Ως Ρωμηοί αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τους Φράγκους, και ειδικότερα τους Νορμανδούς, που εισέβαλαν στο Δυρράχιο το 1081. Έτσι η ρωμαϊκή ταυτότητά τους αντιπαρατέθηκε στην πράξη με τη φράγκικη, όπως και το ελληνορθόδοξο δόγμα με το φραγκολατινικό.
Οι Ενετοί και οι Φράγκοι, συμπεριλαμβανομένων των Νορμανδών, τους ονόμαζαν Γραικούς. Το όνομα Γραικός είναι αρχαίο όνομα των Ελλήνων, κατά τον Αριστοτέλη50, που την εποχή εκείνη σήμαινε τον Ελληνορθόδοξο σε αντίθεση με τον Λατίνο, δηλαδή κατά βάση τον Φράγκο, που χρησιμοποιούσε ως λειτουργική γλώσσα τα λατινικά.51
Ένα άλλο σημαντικό σημείο τριβής, εκτός από το δόγμα, ήταν η αντιπαράθεση της φεουδαρχίας που, όπως προαναφέρθηκε, επέβαλλαν παντού οι Φράγκοι, με το κοινοτικό σύστημα αυτοδιοίκησης, που ήταν το πάγιο σύστημα πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.
Στις προνεωτερικές κοινότητες, όπως αυτές του ρωμαϊκου κράτους, η ταυτότητα έχει προτεραιότητες και αξίες που δεν είναι συμβατές με τη νεωτερική σκέψη του Διαφωτισμού. Γι' αυτό είναι κατά βάση επιστημονικά αδόκιμο και συνιστά αναχρονισμό να κρίνουμε εν γένει τις προνεωτερικές κοινότητες με κριτήρια νεωτερικά.
Στις κοινότητες αυτές η αίσθηση του ιερού είναι έντονη και διαρκής. Στην περίπτωση των Ρωμηών του Αρβάνου το ιερό στοιχείο περιλαμβάνει κυρίως την πίστη, την ιερή γλώσσα και το ιερό κέντρο.52
Ο ύμνος Τῇ Ὑπερμάχῳ είναι αναμφισβήτητα ο ύμνος της Ρωμηοσύνης από τον 8ο αιώνα, που συνοψίζει το ανωτέρω αναφερθέν τρίπτυχο: πίστη, ιερή γλώσσα και ιερό κέντρο. Αυτόν έψαλλαν οι πρόγονοι των Σουλιμοχωριτών στο Θέμα του Δυρραχίου και στην Ήπειρο εν γένει επί αιώνες, αυτόν έψαλλαν και συνεχίζουν να ψάλλουν οι Ντρέδες στα Σουλιμοχώρια. Αποτελεί για τους Έλληνες ακόμη και σήμερα τον, κατά τη ρωμαίϊκη παράδοση, ανεπίσημο εθνικό ύμνο.
Το πρώτο στοιχείο του τριπτύχου, η πίστη, στη ρωμαίϊκη οικουμένη, η οποία αποτελεί καθρέφτισμα της ουράνιας τάξης, συνδέεται με τον βασιλέα, που είναι ένας στη γη, όπως Ένας είναι και στον ουρανό. «Ένας κύριος και μία πίστη» είναι το σύνθημα, που λειτουργεί ενοποιητικά για όλη την αυτοκρατορία.53 Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής επέκτασης, και ιδίως κατά την Τουρκοκρατία, οι Ρωμηοί αξιολογούσαν αρνητικά την τυχόν αλλαγή πίστης μελών της κοινότητάς τους και την προσχώρηση τους στον μουσουλμανισμό και αναφέρονταν υποτιμητικά σε αυτούς, που το έκαναν, ονομάζοντάς τους «μουρτάτους» ή «μουρτάτες», διότι τους θεωρούσαν ολιγόψυχους και αποστάτες του Ρωμαίϊκου.54
Το δεύτερο στοιχείο του τριπτύχου, η ιερή γλώσσα, είναι η ελληνιστική κοινή γλώσσα, πολιτικό δημιούργημα του Αλεξάνδρου. Απαντά στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα, στην Καινή Διαθήκη και σε πολλά άλλα σημαντικά κείμενα και έγινε η λειτουργική γλώσσα της Εκκλησίας. Οι Σουλιμοχωρίτες, όταν άκουαν την ιερή γλώσσα ή όταν οι ίδιοι έκαναν χρήση της γλώσσας αυτής, συνήθιζαν να σχηματίζουν το σημείο του σταυρού.
Η εμμονή των Ρωμηών του Αρβανού στη διατήρηση της ιερής γλώσσας ήταν τέτοια, που δεν έκαναν καμία παραχώρηση στο θέμα αυτό. Ενδεικτικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι, όταν σε μεταγενέστερη εποχή, το 1581, είχαν επαναστατήσει κατά των Τούρκων και πιεστεί πολύ από την ανάγκη στην περιοχή της Χιμάρας, ζήτησαν βοήθεια από τη Ρώμη και δήλωσαν ότι δέχονταν την ένωση με τον μόνο όρο οι λειτουργίες τους να τελούνται στην ελληνική γλώσσα.55 Έτσι εξηγείται γιατί ως σήμερα στη Νότια Ιταλία οι Ρωμηοί του Αρβάνου διατηρούν την ιερή τους γλώσσα, την ελληνική, στη λατρεία, παρά την υπαγωγή τους στον Πάπα μέσω της Ουνίας.
Το τρίτο στοιχείο του τριπτύχου, το ιερό κέντρο, είναι, βέβαια, η Κωνσταντινούπολη, που συγκροτεί την περιφέρεια και αποτελεί το ενοποιητικό στοιχείο του κράτους στη βάση της αρχής της επικουρικότητας. Η πόλη του Κωνσταντίνου είναι πολιτικό, πολιτισμικό, αλλά κυρίως προσκυνηματικό κέντρο της αυτοκρατορίας και της Οικουμένης, που, ιδίως από τον 6ο αιώνα, έχει ξεπεράσει την Ιερουσαλήμ. Η Αγία Σοφία, οι Άγιοι Απόστολοι, τα ιερά λείψανα και κειμήλια, οι ιερές εικόνες, το Ιερόν Παλάτιον, μεταξύ άλλων, είχαν καταστήσει τη Βασιλεύουσα Νέα Ιερουσαλήμ, που ορίζει τον νέο Ισραήλ.56
Από την ανωτέρω σύντομη ανάλυση σχετικά με το ιερό τρίπτυχο, αντιλαμβανόμαστε ότι οι Ρωμηοί του Αρβάνου και της Ηπείρου ανήκαν στον πυρήνα της Ρωμαίϊκης Οικουμένης.57
Έπειτα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους και τον τεμαχισμό της Αυτοκρατορίας, η περιοχή της Ηπείρου περιήλθε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με έδρα την Άρτα, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η περιοχή του Αρβάνου. Η περιοχή ανακτήθηκε από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1256 και αργότερα βρέθηκε για ένα διάστημα υπό σερβική επιρροή. Μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389 και την ήττα των Σέρβων από τους Οθωμανούς Τούρκους καταλήφθηκε από αυτούς βαθμιαία το μεγαλύτερο μέρος, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ρωμηών, ιδίως στις ορεινές περιοχές -το Βεράτι έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1417, ενώ οι Φράγκοι, και ιδίως οι Ενετοί διατήρησαν για μακρό χρόνο τις αποικίες τους.58
Μέσα σε αυτούς τους ταραχώδεις αιώνες (13ο και 14ο) έγινε η κάθοδος προς τον ρωμαίϊκο νότο, διότι δέχονταν πιέσεις όχι μόνον από τους Ενετούς και τους Φράγκους, αλλά και από τους Σλάβους, και αργότερα, και από τους Οθωμανούς.59
Κάποια πρόσθετα πολιτισμικά στοιχεία θα αναφερθούν εδώ, πρώτο από τα οποία είναι η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας. Η γλώσσα αυτή, που ήταν μόνο προφορική, ήταν μια μεσαιωνική νότια ιλλυρική διάλεκτος με πελασγικό γλωσσικό υπόστρωμα, που συγγένευε με τη μυκηναϊκή και ομηρική διάλεκτο και βρισκόταν σε διαρκή συγκερασμό με τη ρωμαϊκη γλώσσα της εποχής.60 Επίσης είχε κάποια στοιχεία βλαχοφωνίας. Η βλαχοφωνία εν γένει έχει αναλυθεί από τον καθηγητή Α. Λαζάρου.61
Στο Άρβανο υπήρχαν επίσης βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι για παράδειγμα οι Μαλακασαίοι ήσαν βλαχόφωνοι κατέβηκαν και αυτοί από την περιοχή του Αρβάνου προς τον ρωμαίϊκο νότο. Οι φάρες των Μπουγαίων και των Μεσσαριτών μέσω της συναναστροφής τους με τους βλαχόφωνους έφεραν μαζί τους και ένα έθιμο, το οποίο υπάρχει ακόμα σήμερα στα Σουλιμοχώρια, αλλά όχι στις γύρω περιοχές της Μεσσηνίας. Είναι το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής, το οποίο λέγεται Σάββατο του «Αϊ-Ρουσαλιού». Πρόκειται για πανάρχαιο έθιμο, που αφορά σε στολισμό των μνημείων, σε νεκρόδειπνο και σε μοίρασμα κολλύβων
Οι Βλάχοι του Ζαγοριού το λένε με συγκεκομμένο τρόπο «Αρσαλιού».62 Θυμίζει τα λατινικά Ρωμαϊκά Ροσάλια, κατά τα οποία στόλιζαν τους τάφους με ρόδα. Το έθιμο αυτό του ροδισμοῦ έλκει την καταγωγή του από τα αρχαιοελληνικά Ανθεστήρια.63
Ασφαλώς το εορτολόγιο μαζί με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες της κάθε εποχής καθόριζαν τον κύκλο του ρωμαίϊκου έτους τόσο στην ευρύτερη Ήπειρο όσο και στα Σουλιμοχώρια. Θα περιοριστούμε σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα ο Αϊ-Γιώργης και ο Αϊ-Δημήτρης τιμώνταν ιδιαίτερα και ως στρατιωτικοί άγιοι, αλλά και διότι συνδέονταν με τη ζωή των κτηνοτρόφων· ο μεν πρώτος άγιος με την άνοδο των κτηνοτρόφων με τα κοπάδια τους στα ψηλά μέρη τον Απρίλιο, ο δε δεύτερος άγιος με την κάθοδο τους στα χειμαδιά τον Οκτώβριο. Ίσως δεν είναι τυχαίο που και στα δύο κεφαλοχώρια των Σουλιμοχωρίων, στο Σουλιμά και στο Ψάρι, την εποχή της Επανάστασης πολιούχος είναι ο Αϊ Δημήτρης, ενώ στα πεδινά απαντά ο Αϊ-Γιώργης.
Ένα τελευταίο αξιοσημείωτο πολιτισμικό χαρακτηριστικό των Σουλιμοχωρίων είναι η αρχαιοελληνική ονοματοδοσία ανδρικά ονόματα, όπως Αριστείδης, Ηρακλής, Θεμιστοκλής, Μιλτιάδης, Περικλής, και γυναικεία, όπως Αθηνά, Αντιγόνη, Ασπασία, Αφροδίτη, Ηλέκτρα, δηλώνουν την πρόσληψη ολόκληρου του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού από τους Σουλιμοχωρίτες, όπως άλλωστε είναι και ο ρωμαϊκός τρόπος.
Επανερχόμενοι στην αφήγηση της καθόδου των Ρωμηών της Ηπείρου, σημειώνουμε ότι αυτή γίνεται σε μια εποχή που είχε πληγεί η Αυτοκρατορία και τα κράτη, τα οποία υπήρχαν, από μια μεγάλη πανδημία μαύρης πανώλης. Η πανδημία αυτή, που είχε θνησιμότητα έναν στους τρεις, στην Κωνσταντινούπολη διήρκεσε από το 1348 έως το 1353 με βάση τις γραπτές μαρτυρίες.64
Η νότια Πελοπόννησος, ιδίως, επειδή εκεί αγκυροβολούσαν και τα πλοία των Γενουατών, αλλά και των Βενετών, είχε επίσης προσβληθεί, αλλά και πάρα πολλά νησιά, η Εύβοια, η Κύπρος και σχεδόν όλη η παράλια έκταση.
Επομένως από τη μια οι πόλεμοι, που προκλήθηκαν με τη Φραγκοκρατία, από την άλλη η νόσος αυτή, που προέκυψε, είχε αραιώσει πληθυσμιακά κάποιες περιοχές, ιδίως της Πελοποννήσου. Αυτός είναι ο ένας από τους δύο λόγους που σε δύο φάσεις οι πληθυσμοί των Ρωμηών του Αρβάνου και της Ηπείρου, που είχαν κατέβει νοτιότερα, προσκλήθηκαν από τον Μανουήλ Κατακουζηνό, τον δεσπότη του Μυστρά, γύρω στο 1350 και σε δεύτερη φάση από τον Θεόδωρο Παλαιολόγο γύρω στο 1400.65 Ο άλλος, ίσως και ο σοβαρότερος, λόγος, είναι η επιδίωξη στρατιωτικής ενίσχυσης του Δεσποτάτου με την προσέλκυση εμπειροπόλεμων στρατιωτών για την ανακατάληψη εδαφών από τους Φράγκους.66


3. Από την εγκατάσταση των Ντρέδων μέχρι τη σύγχρονη εποχή
Η παράδοση, που έχει υιοθετηθεί από την εθνική μας ιστοριογραφία67, λέει ότι οι Ρωμηοί του Αρβάνου ήρθαν αρχικά και τοποθετήθηκαν ως συνοριοφύλακες στο όριο της Νέδας, του ποταμού που χώριζε το Δεσποτάτο από το φράγκικο Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Όταν έφτασαν, οι συνθήκες βέβαια δεν ήταν ευνοϊκές, λόγω ιδίως του πολέμου μεταξύ Ρωμηών και Φράγκων. Οι Δεσπότες του Μορέως, ωστόσο, παραχώρησαν εκτάσεις, οι οποίες παρέμεναν για πολύ καιρό αναξιοποίητες, επιδιώκοντας να λάβουν προσόδους από εκεί, αλλά και, το κυριότερο, για να έχουν στη διάθεσή τους εμπειροπόλεμους στρατιώτες για την υπεράσπιση του Δεσποτάτου και την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας.
Βορείως των Κοντοβουνίων και μέχρι τους πρόποδες του Τετραζίου όρους οι περιοχές ήταν αρκετά ελεύθερες. Το πιο κοντινό κάστρο, που είχε συχνή κατοίκηση από τους προηγούμενους αιώνες, ήταν στα νότια το κάστρο του Αετού, που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο του δρόμου, που οδηγούσε από την ενδοχώρα στα παράλια και στην Αρκαδιά.
Άλλο κοντινό κάστρο ήταν εκείνο της Κρεμπενής στα ανατολικά, πλησίον της Γαράντζας, που παρά το ότι διέθετε φράγκικη φρουρά κατά τον 14ο αιώνα, δεν ήταν η φρουρά αυτή σε θέση να ελέγξει τους πολεμικότατους Ντρέδες.
Στην αρχή φαίνεται ότι άλλοι από τους Ντρέδες κατοίκησαν στα ορεινά, όπως αυτοί που έκαναν οικισμό στο Λιόπεσι ή Παληοχώρι δίπλα στον κουβελαΐϊκο Αϊ-Λια σε υψόμετρο μεγαλύτερο των εννιακοσίων μέτρων, ψηλότερα από το σημερινό Κούβελα και άλλοι εγκαταστάθηκαν στον κάμπο, κοντά στα κτήματα, που τους είχαν παραχωρήσει οι Δεσπότες του Μορέως, όπως στη θέση Κοπρινίτσα, όπου διακρίνονται ίχνη οικισμού μέχρι σήμερα, ή στους πρόποδες του Τετραζίου, όπως στη θέση Καμάρι- Δριμή, όπου υπάρχει και μικρή αρχαία εκκλησία, ή σχετικά χαμηλά στο βουνό του Σουλιμά στη θέση Γληγόραινα. Τα πρώτα καταλύματα ήταν βέβαια πρόχειρες καλύβες. Λιθόκτιστα σπίτια κτίστηκαν αρκετά αργότερα. Ας σημειωθεί εδώ ότι κρίνεται αναγκαία η συστηματική αρχαιολογική έρευνα σχετικά με το θέμα αυτό.
Με την τουρκική κατάκτηση του Μοριά το 1460, όσοι Σουλιμοχωρίτες κατοικούσαν στην πεδιάδα ανέβηκαν σε ψηλές θέσεις και οχυρές, και έφτιασαν εκεί χωριά, μιμούμενοι τους κατοίκους του Άνω Κούβελα, του Σουλιμά και του Ρίπεσι, για να μη γίνουν δουλοπάροικοι των Τούρκων, που είχαν υιοθετήσει μια ιδιάζουσα μορφή φεουδαλικού συστήματος.69
Ο σκοπός της πρόσκλησης και εγκατάστασης των Ντρέδων από την Ήπειρο εκπληρώθηκε, καθώς αμέσως, σχεδόν από την πρώτη στιγμή, ανέλαβαν μαζί με τους άλλους Ελληνορωμηούς την υπεράσπιση της Πελοποννήσου και του Δεσποτάτου του Μορέως.70
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης συγκίνησε βαθιά όλους τους Ελληνορωμηούς και μεταξύ αυτών και τους Αρκαδινούς Ντρέδες, διότι η ύπαρξη της Βασιλεύουσας πόλης, του ιερού κέντρου της Ρωμαϊκης Οικουμένης, παρά τη σχετική αδυναμία, στην οποία περιέπεσε την τελευταία περίοδο, δεν έπαυσε να σηματοδοτεί την ύπαρξη του Βυζαντινού Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης.
Η αίσθηση της ευθύνης των Πελοποννησίων οπλαρχηγών ήταν τέτοια, ώστε πίεσαν και ανάγκασαν τον Δεσπότη Θωμά, που βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τον αδελφό του Δημήτριο, να μη συμβιβαστεί με τους Τούρκους αλλά να τους αντιμετωπίσει στρατιωτικά71 παρά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Θωμάς, ωστόσο, είχε στον νου του περισσότερο την προετοιμασία της απόδρασής του στη Ρώμη72, ενώ οι Πελοποννήσιοι αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και οι Αρκαδινοί Ντρέδες, υπερασπίζονταν τον Μοριά.73
Το 1463, τρία μόλις χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι Ντρέδες συμμετείχαν στην επανάσταση κατά των Τούρκων κατακτητών της Πελοποννήσου, που κήρυξαν ο Κροκόδειλος Κλαδάς και ο Πέτρος Μπούας74 με την επίνευση των Ενετών, που κρατούσαν τα κάστρα Μεθώνης, Κορώνης, Μονεμβασιάς και Ναυπλίου.
Οι επτά Βενετοτουρκικοί Πόλεμοι, μεταξύ 1463 και 1715, διέπλασαν περαιτέρω τον στρατιωτικό και πολεμικό χαρακτήρα των Αρκαδινών, που πήγαιναν συχνότατα ως μισθοφόροι stradioti στους Ενετούς.
Έγιναν, κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών, και μεταφορές πληθυσμών, όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα, από την Άνω Μεσσηνία και από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου στη Νότια Ιταλία στο πρώτο ήμισι του 16ου αιώνα σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις από τον Βασιλιά της Ισπανίας Κάρολο τον Ε΄ από το κάστρο της Κορώνης στην πρώτη και από τους Ενετούς από το κάστρο του Ναυπλίου στην δεύτερη.
Η πρώτη όμως γενική επανάσταση, που απλώθηκε από τη Μακεδονία μέχρι και την Κρήτη, ήταν βέβαια τα Ορλωφικά με κορύφωση το 1770, έτος γέννησης του Κολοκοτρώνη.
Σημαντικές μάχες δεν έγιναν στην περιοχή των Σουλιμοχωρίων, έγιναν όμως κρίσιμες μάχες στην κοιντινή περιοχή της Ζούρτσας. Ο Γ. Παπάζογλου, αξιωματικός του ρωσικού στρατού, συνεργάστηκε με τον προύχοντα της εν λόγω περιοχής Φώτη Γρηγοριάδη, που έγινε αρχηγός της επαναστατημένης Τριφυλίας, περιλαμβανομένων και των Ντρέδων. Αποτέλεσμα του πολεμικού ξεσηκωμού ήταν η απελευθέρωση των καστρων του Λεονταρίου και της Αρκαδιάς με την κρίσιμη συμβολή των Σουλιμοχωριτών.75 Οι Τουρκαλβανοί όμως, που εστάλησαν από την Υψηλή Πύλη, ήταν κατά πολύ υπέρτεροι σε αριθμό. Έτσι στις συγκρούσεις, που ακολούθησαν, επικράτησαν και διέπραξαν σφαγές και ανομολόγητες καταστροφές. Ο Φώτης Γρηγοριάδης κατέφυγε προσωρινά στα Σουλιμοχώρια, τα οποία δεν μπορούσαν να προσβάλουν στρατιωτικά οι Τούρκοι, ενώ αρκετοί κάτοικοι της Ζούρτσας και της ευρύτερης περιοχής, που επέζησαν, εκπατρίστηκαν. Πολλοί κατέφυγαν στα βουνά μεταξύ αυτών και η σύζυγος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, η οποία ήταν έγκυος και γέννησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στη θέση Ραμοβούνι, κοντά στην Βιδίσοβα.76
Η επανάσταση αυτή δείχνει ότι δεν περίμεναν βέβαια οι Ντρέδες, ούτε οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί, τη Γαλλική Επανάσταση, προκειμένου να τη λάβουν ως πρότυπο, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και να επιτύχουν την Παλιγγενεσία.
Χρειάζεται ο όρος αυτός μια διευκρίνηση, διότι «παλιγγενεσία» σημαίνει όχι τη γένεση πάλι του έθνους, καθώς το έθνος υπήρχε διαχρονικά, αλλά τη γένεση εκ νέου του κράτους. Γνώριζαν καλά οι Αρκαδινοί ότι το γένος και το έθνος είχαν κράτος αλλά το έχασαν, και αυτή την παλιγγενεσία του κράτους ήθελαν να επιτύχουν γενικά με όλες τις επαναστάσεις τους.
Τα Ορλωφικά αντιμετωπίστηκαν με πολύ σκληρό τρόπο και απεστάλη σαν Τουρκαλβανοί στον Μοριά για την τιμωρία και την καθυπόταξη του επαναστατημένου πληθυσμού.
Οι Τουρκαλβανοί όμως ήταν ιδιαίτερα οχληροί και πίεζαν ακόμα και τους Τούρκους αγάδες. Για τον λόγο αυτό συνεργάστηκαν οι Τούρκοι με τους κλέφτες, και μάλιστα με τους αρχηγούς των κλεφταρματολών του Μοριά, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και τον Αλέξη Ντάρα, προκειμένου να απαλλαγούν το 1779 από τους Τουρκαλβανούς. Μετά την εκδίωξη των Τουρκαλβανών άρχισε όμως το 1805 και ο διωγμός των κλεφτών της Πελοποννήσου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δραστικός. Ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι κλέφτες κατόρθωσαν και γύρισαν στον Μοριά λίγο πριν από την Επανάσταση του '21, επιτυγχάνοντας τελικά, παρά τις διχόνοιες, που προέκυψαν, και τις κάθε είδους περιπέτειες, το τιτάνιο έργο της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Οι Αρκαδινοί Ντρέδες μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ακολουθώντας τον Κολοκοτρώνη, αλλά και τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη, συνεργάστηκαν για το κοινό αγαθό με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, που επεδίωξε φιλότιμα και με ανιδιοτέλεια να συγκροτήσει κράτος. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη εισήχθησαν στην τότε ελληνική επικράτεια από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών θεσμοί, οι οποίοι ήταν φεουδαρχικοί. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με την προηγούμενη θέσμιση των κοινοτήτων, την οποία είχαν και οι Ντρέδες. Ο κοινοτισμός, ένας ρωμαίϊκος θεσμός αιώνων, με ρίζες στην Αρχαιότητα και στις πόλεις- κράτη, ήταν ένας τρόπος κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, με βάση τον οποίον ζούσαν οι Ρωμηοί και στο Άρβανο και γενικά στην Ήπειρο. Η κοινότητα, με κύρια χαρακτηριστικά την ελευθερία, την αξία του προσώπου, την τιμή και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της, διέθετε διαδικασίες, που εξασφάλιζαν νομιμοποίηση και ευρεία συναίνεση, καθώς, άσχετα με την ιεραρχική δομή της, η τελική απόφαση σε κάθε περίπτωση λαμβανόταν από τον δήμο, δηλ. από το σύνολο των μελών της.77
Αυτή η έμπρακτη αντίθεση και ένοπλη σύρραξη μεταξύ φεουδαλισμού και κοινοτισμού εντός του νέου ελληνικού κράτους έλαβε χώρα για πρώτη φορά στα Σουλιμοχώρια.
Σημειώνουμε εδώ κάτι, που δεν έχει επισημανθεί άλλη φορά μέχρι τώρα, ότι η σύγκρουση αυτή ήταν η επανάληψη της σύγκρουσης του 13ου και 14ου αιώνα των Ρωμηών του Αρβάνου και της ευρύτερης Ηπείρου με το φράγκικο και ενετικό φεουδαλικό πολιτικό σύστημα, που τους ανάγκασε να μετακινηθούν νοτιότερα σε περιοχές ρωμαϊκές, όπου μπορούσαν να διατηρήσουν το κοινοτικό σύστημα, να παραμείνουν ελεύθεροι και να μη γίνουν δουλοπάροικοι των φεουδαρχών.
Έτσι οι Σουλιμοχωρίτες το 1834 συγκρούστηκαν με το φεουδαλικό σύστημα, όπως οι πρόγονοί τους στην Ήπειρο περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Η σύγκρουση στα Σουλιμοχώρια έγινε μεταξύ δύο κοινωνικοπολιτικών συστημάτων και όχι απλώς μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων. Η μόνη διαφορά με την προηγούμενη σύγκρουση ήταν ότι τώρα δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν ομαδικά και να αναζητήσουν νέο τόπο εγκατάστασης.
Οι πρωταγωνιστές είναι γνωστοί: ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης από το Ψάρι, ο Μητροπέτροβας, πεθερός του Γκρίτζαλη, από τη Γαράντζα και ο Τζαμαλής από το Ασλάναγα, τον σημερινό Άρη. Η πρώτη επανάσταση που ζήτησε Σύνταγμα στην Ελλάδα είναι η Μεσσηνιακή αυτή Επανάσταση.78 Σύνταγμα δεν δόθηκε βέβαια αμέσως, αλλά η επανάσταση αυτή έθεσε τις βάσεις της διεκδίκησης, ώστε να δοθεί αργότερα, μετά από περίπου 10 χρόνια.
Το στρατηγικό αίτημα, που οι Σουλιμοχωρίτες είχαν πάντοτε κατά νου, ήταν η αυτάρκεια. Το αίτημα αυτό, λόγω της αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού συστήματος από κοινοτικό σε μορφή φεουδαλισμού, έπρεπε να το εκπληρώσουν με νέους τρόπους. Η πρώτη κίνηση, για να επιτύχουν την αυτάρκεια, εκτός από το να βρουν καινούργιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπους ή κάποια θέση εργασίας, ήταν η μετανάστευση και η αποδημία η αποδημία όμως για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποκτήσουν τους πόρους της αυτάρκειας. Έτσι πήγαν, αρχικά στην Αμερική79 και αργότερα στον Καναδά, στην Αυστραλία, στον Παναμά και αλλού.
Όσοι παρέμειναν στη διασπορά πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση ελληνικών κοινοτήτων, όπου κι αν πήγαν στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, εκεί όπου σήμερα βλέπουμε μέσω των ομάδων σύγχρονης κοινωνικής δικτύωσης του διαδικτύου ότι με πρωτοβουλία τους αναρτήθηκαν για την 200ή επέτειο της Επανάστασης, ειδικότερα στην Καλιφόρνια, τουλάχιστον 200 ελληνικές σημαίες σε επίκαιρα σημεία, ιδίως σε δημαρχεία και σε κυβερνεία. Περαιτέρω οι Ντρέδες, με το αγωνιστικό ήθος και τις ικανότητες, που είχαν αναπτύξει στα χωριά τους, καθώς και με το δημιουργικό πνεύμα τους, στελέχωσαν ιδίως τον Στρατό, την Αεροπορία, τα Σώματα Ασφαλείας, την Πυροσβεστική, αλλά επίσης σε μεγάλο βαθμό και τον επιστημονικό και τον επιχειρηματικό χώρο. Οι περιπτώσεις είναι πράγματι πολλές και χρειάζεται ειδική έρευνα για να καταγραφούν στο σύνολό τους.
Αξιοσημείωτη είναι στις αρχές του 20ού αιώνα η ίδρυση των νέων χωριών και κωμοπόλεων στα πεδινά Δώριο, Κοπανάκι, Βασιλικό, Κόκλα, που υπαγορεύτηκε από τις νέες συνθήκες της οικονομικής ανάπτυξης, τη σιδηροδρομική σύνδεση και την ανάπτυξη των οδικών κόμβων.
Όσον αφορά στα εθνικά θέματα, οι Σουλιμοχωρίτες συνέβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις στη διαρκή επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821, για την εκπλήρωση της εθνικής ιδέας της απελευθέρωσης του αλύτρωτου ελληνισμού, και έφτασε ως το 1922, έτος κατά το οποίο η πραγμάτωση της ιδέας αυτής ματαιώθηκε με τρόπο δραματικό με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ακολούθησε το πολεμικό Έπος του '40, μια αληθινή εθνική ανάταση, κατόπιν η εθνική αντίσταση, αλλά και η ιδιαίτερα πικρή εμπειρία του Εμφυλίου, που λόγω έλλειψης κοινού εθνικού οράματος μετά το 1922 οδήγησε για πρώτη φορά σε εσωτερική διάσπαση τη σουλιμοχωρίτικη κοινότητα. Η αστυφιλία, έπειτα, και ως συνέπεια του Εμφυλίου, αλλά και ως ανεξάρτητο φαινόμενο, που αφορούσε στην αναζήτηση καλύτερης ζωής, οδήγησε πολλούς Σουλιμοχωρίτες στις μεγάλες πόλεις, και ιδίως στην πρωτεύουσα, πράγμα που είναι το τελευταίο από τα σημαντικά γεγονότα μαζί με τον εκσυγχρονισμό των μέσων της καθημερινής διαβίωσης στα Σουλιμοχώρια.


Συμπεράσματα
Σκιαγραφήσαμε ανωτέρω σε γενικές γραμμές το ιστορικό πλαίσιο μιας περιοχής και μιας ρωμαίϊκης κανότητας, που είχε ιδιαίτερα αποφασιστική συμβολή, όσον αφορά στην έναρξη και στην επικράτηση της Ελληνικής Επανάστασης και, κατά συνέπεια, στην ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Η συμβολή αυτή ορίζει και το μέχρι σήμερα κορυφαίο σημείο της ακμής της.
Αναζητήσαμε με τεκμήρια τις απαρχές της κοινότητας αυτής και την ταυτότητά της και διαπιστώσαμε τις πηγές της δύναμής της, που είναι η παρουσία της από τη μυκηναϊκή εποχή στην κοιλάδα του ποταμού Γενούσου και κατόπιν στην αρχαία, ελληνιστική και ρωμαϊκή Ήπειρο, και ιδίως η ακριτική ιστορική εμπειρία της στα δυτικά σύνορα της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης από τον 9ο αιώνα και εξής, στο στρατιωτικό Θέμα του Δυρραχίου. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν ένα ήθος ελληνορωμαίϊκο, που έχει ως ορίζουσες την αγωνιστικότητα και το γνήσιο φιλελεύθερο πνεύμα. Το εν λόγω ήθος βρίσκει την πραγμάτωσή του στον κοινοτικό τρόπο ζωής και ύπαρξης, που βασίζεται στην ελευθερία, στην αξία του προσώπου, στην τιμή και στην αλληλεγγύη.
Η έμπρακτη αντίθεση της κοινότητας προς τα φεουδαλικά πρότυπα, που ακυρώνουν όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, είναι διαχρονική από την πρώτη κιόλας επαφή με τον φορέα των προτύπων αυτών, τους Φράγκους και τους Ενετούς, μέχρι τους Οθωμανούς με τον ιδιάζοντα φεουδαλισμό τους, και τους Βαυαρούς, που αποτελούσαν τη συνέχεια της φράγκικης φεουδαλικής παράδοσης, μετά την απελευθέρωση. Η διαπίστωση αυτή γίνεται εδώ για πρώτη φορά και ερμηνεύει διαχρονικά σε μεγάλο βαθμό τα ιστορικά γεγονότα, που αφορούν στα Σουλιμοχώρια.
Ο χαρακτήρας και ο πολιτισμός της κοινότητας προσδιορίζεται από το ιερό τρίπτυχο: πίστη, ιερή γλώσσα, ιερό κέντρο, που η μορφοποίησή του είχε αρχίσει από τον Αλέξανδρο τον Μέγα και ολοκληρώθηκε μερικούς αιώνες αργότερα από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα στο πλαίσιο της οικουμενικής φάσης του Ελληνισμού.
Η αίσθηση του ιερού στοιχείου στο πλαίσιο μιας προνεωτερικής πολιτισμικής ταυτότητας, που δεν μπορεί να κριθεί ορθά με νεωτερικά κριτήρια, αλλά και η αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση της νομιμότητας του τρόπου ζωής εξασφάλισε στην κοινότητα διαχρονικά ως σήμερα την αξιοπρεπή της επιβίωση.
Από την πρώτη εγκατάστασή της η κοινότητα στην περιοχή, που κατοικεί ως σήμερα, είχε δύο στόχους στρατηγικής σημασίας: α) την ελευθερία και κατά συνέπεια την αυτοδιοίκηση και β) την αυτάρκεια. Έτσι, αγωνίστηκε και επέτυχε τελικά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, ενώ πάντοτε κατάφερνε μέσα στο ιστορικό συνεχές να εξασφαλίζει, δύσκολα ή εύκολα, τους αναγκαίους πόρους και τα μέσα της αυτάρκειας.
Επιπρόσθετα, διατήρησε εν γένει την εσωτερική συνοχή της κατά τη διάρκεια της διαρκούς επανάστασης για την πολιτική αποκατάσταση και ενοποίηση του ελληνικού χώρου ως το 1922. Η έλλειψη εθνικού οράματος όμως κατά τη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή περίοδο οδήγησε σε εσωστρέφεια και διχασμό. Η εσωστρέφεια αυτή, ιδίως στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον Εμφύλιο, αλλά και μετέπειτα, οδήγησε για πρώτη φορά στην εσωτερική διάσπαση της κοινότητας με τραγικά αποτελέσματα και σε έναν επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων, ο οποίος όμως ευτυχώς δεν κατέληξε σε αποκοπή των δεσμών με τον τόπο και τον πολιτισμό. Τόσο ο τόπος, όσο και ο πολιτισμός παραμένουν σημεία διαρκούς αναφοράς μέχρι σήμερα.
Εν τω μεταξύ η εξωστρέφεια των Σουλιμοχωριτών εκφράστηκε δημιουργικά στις πόλεις και στην πρωτεύουσα, όπου μετεγκαταστάθηκαν, αλλά και στο εξωτερικό, όπου, ως απόδημοι, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση εύρωστων ελληνικών κοινοτήτων. Στην εποχή μας παραμένει το αίτημα της αποκατάστασης της ακεραιότητας της ιστοριογραφίας, όσον αφορά στην συμβολή των Αρκαδινών Ντρέδων στην Επανάσταση (1821-1828). Προκύπτει επίσης η ανάγκη για την εφαρμογή προτύπων βιώσιμης ανάπτυξης στα Σουλιμοχώρια, που δεν θα αλλοιώνουν αλλά θα προωθούν και θα αναδεικνύουν τις θεμελιακές αξίες του τόπου.
Καταλήγοντας, σημειώνουμε την καλή προσδοκία ότι θα διασκεδασθεί η όποια απαισιόδοξη πρόβλεψη για το μέλλον και ότι θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο ύπαρξης και δράσης, με στρατηγική στόχευση, στη διαχρονική πορεία της κοινότητας. Η προσδοκία αυτή βασίζεται στη διαπιστωμένη και έμπρακτη αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο είτε αυτοί είναι κάτοικοι είτε απόδημοι είτε απλώς λάτρεις των Σουλιμοχωρίων και της σπουδαίας παράδοσής τους.


Αρκαδινοί Ντρέδες: Το Ιστορικό πλαίσιο*
Δημήτριος Κ. Πανομήτρος Αν. Καθηγητής Σχολής Ευελπίδων

* Το παρόν κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας μου στη διαδικτυακή εκδήλωση της 24ης Μαρ τίου 2021 της Συντονιστικής Επιτροπής Εορτασμού των 200 χρόνων της Επανάστασης (Ψάρι Μεσσηνίας). Ευχαριστώ τον κ. Μιλτιάδη Γυφτόπουλο για τη βοήθειά του στην απομαγνητοφώνηση.
1. Δάρας (1980), 5 κ.ε.. Λαμπρόπουλος (1980), 5 κ.ε.. Αθανασόπουλος (2005), 3 κ.ε.
2. Λαμπρόπουλος (1980), 12.
3. McDonald- Hope Simpson (1972) και Hope Simpson (2007). Σχετικά με προγενέστερες έρευνες στην περιοχή βλ. Valmin (1938).
4. Βλ. Λαμπρόπουλος (1980), 12 κ.ε. Για ήθη και έθιμα
των Σουλιμοχωρίων βλ. Λαμπρόπουλος (1990).
5. Τα Κοντοβούνια ονομάστηκαν έτσι σε σύγκριση με τον όρος Τετράζι ή αλλιώς Νόμια όρη, που έχει υψηλότερη και ρυφή στα 1.400 περίπου μέτρα.
6. Γρηγοριάδης (1934).
7. Φωτάκος (1858).
8. Κολοκοτρώνης (1846).
9. Για την πρώτη Τουρκοκρατία βλ. Λιακόπουλος (2006).
10. Επί Φραγκοκρατίας η Κυπαρισσία ονομαζόταν Αρ- καδιά και ήταν μία από τις δώδεκα βαρωνίες της φράγκικης ηγεμονίας της Αχαΐας -βλ. Miller (1927), 38. Για τη Φραγκοκρατία βλ. Miller (1909-10). Η επαρχία Αρκαδιάς χωριζόταν σε τέσσερις διοικητικές υποδιαιρέσεις, τα λεγόμενα «κόλια», τα οποία ήταν τα εξής: το κόλι του Σουλιμά, το κάλο των Κοντοβουνίων, το κόλι της Ζούρτσας και το κόλι του κάμπου της Αρκαδιάς -βλ. Δάρας (1980), 44-45. Για τους αγωνιστές της επαρχίας Αρκαδιάς γενικά βλ. Παρασκευόπουλος (1973). Για τις απογραφές των οικισμών της περιοχής της Αρκαδιάς βλ. Παναγιωτόπουλος (1985).
11. Γρηγοριάδης (1934), 88.
12. Η συνέχεια έχει ως εξής: γιατί 'ναι ο Ντάρας το θεριό κι ο Τάσης Παπατσώρης. / Πιάνουν και στέλνουν μήνυμα σ' όλα τα παλληκάρια,/ πάρτε τα καριοφίλια σας και πιάστε καραούλι/ ποδάρι Τούρκου να μη μπει μες στα Σουλιμοχώρια, / γιατί 'ναι οι Ντρέδες ξακουστοί και πρώτοι στο σημάδι.
13. Γρηγοριάδης (1934), 89.
14. Γρηγοριάδης (1934), 89. Την ίδια εποχή (1400) ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ιδρύει στον Μυστρά φιλοσοφική σχολή.
15. Λαμπρόπουλος (1980), 16.
16. Αθανασόπουλος (2005), 284.
17. Βλ. Αναπλιώτης (1948) και Αντωνόπουλος (1973), 259. Η μαρτυρία διασταυρώνεται εμμέσως από την αφήγηση του Φραντζή, ο οποίος επισκέφθηκε στον Αϊ-Γιώργη, το κεφαλάρι του Σουλιμά, τους αρχηγούς των Ντρέδων και τους αναφέρει ονομαστικά, λίγο προτού αυτοί εκστρατεύσουν για την Αρκαδιά, δεν αναφέρει όμως καθόλου τον απόντα γενικό αρχηγό των Ντρέδων, τον Μέλιο- Φραντζής (1839-1841).
18. Αθανασόπουλος (2005), 284.
19. Ο Ιμπραήμ πασάς ηττήθηκε στις εξής συγκρούσεις: α) στους Μύλους Αργολίδας (1825), αποτυγχάνοντας έτσι να καταλάβει το Ναύπλιο, έδρα της ελληνικής διοίκησης και μεγαλύτερο κάστρο του Μοριά, β) στη Μάνη επάνειλημμένα (1826) και γ) στα Σουλιμοχώρια επανειλημμένα (1827 και 1828). Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Χουρσίτ πασάς εξουδετέρωσε την επανάσταση του Αλή πασά (το 1822) σε 11 μήνες, τότε διαπιστώνουμε ότι ο πόλεμος επί τρία έτη και οκτώ μήνες (2/1825-10/1828) του Ιμπραήμ στον Μοριά εξελίχτηκε, όπως ο πόλεμος των Αμερικανών στο Βιετνάμ -βλ. και Μελετόπουλος (2017).
20. Λαμπρόπουλος (1980), 12 κ.ε. 21. Κολοκοτρώνης (1846), 4.
22. Βλ. ενδεικτικά την συναρχηγία του Αλέξη Ντάρα από το Ψάρι και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου, στους Κλεφταρματωλούς του Μοριά -Γρηγοριάδης (1934), 77 κ.ε.
23. Φραντζής (1839-1841).
24. Βλ. ενδεικτικά Φωτάκος (1858). Ο Φωτάκος ήταν υπασπιστής του Κολοκοτρώνη.
25. Για το Δεσποτάτο του Μορέως, βλ. Zakythines (1932) και Zakythinos (1953).
26. Για τις ανασκαφές νότια του Γενούσου, που τεκμηριώνουν ταύτιση των εκεί ταφικών εθίμων με εκείνα της κυρίως Ελλάδας κατά τη μυκηναϊκή περίοδο β Hammond (1971), 229 κ.ε. Για τις ελληνικές επιγραφές που απαντούν εκεί, βλ. Cabanes - Drini (1995) και Cabanes - Hatzopoulos (2020). Βλ. και Καργάκος (2000), 5 κ.ε.
27. Καργάκος (2000), 5 κ.ε.
28. Βλ. Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου (1992), 222.
29. Κασελίμης (2011), 29.
30. Ο Ατταλειάτης αναφέρει και το όνομα Αλβανοί, χωρίς να είναι σαφές τι σημαίνει και πως διαφοροποιείται από το όνομα Αρβανῖται. Μία και μοναδική αναφορά κατά την Αρχαιότητα, του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος αι.) στο έργο του Γεωγραφική Υφήγησις σε μία τοπική φυλή Αλβανῶν παραμένει επίσης ασαφής.
31. Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου (1992), 222 κ.ε.
32. Καργάκος (2000), 95 κ.ε. Για την ιστορία της Βορείου Ηπείρου βλ. Λαζάρου (1990).
33. Τουλουμάκος (1992).
34. Bengtson (1991), 316.
35. Ενδεικτικά, τα ονόματα Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος είναι συνήθη βαπτιστικά ονόματα στον ελληνορωμαίϊκο χώρο και όχι μόνο.
36. Watson (2006), 95 κ.ε.
37. Βλ. στον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο, την εξιστόρηση της ελληνοπερσικής σύγκρουσης από το 5ο βιβλίο της Ἱστορίης του κ.ε.
38. Πβ. Watson (2006), 132 κ.ε.
39. Οι 3 φάσεις της ελληνικής ιστορίας είναι οι εξής: α) η φάση των πόλεων- κρατών (από τις αρχές μέχρι τον Αλέξανδρο [-323]), β) η φάση του Οικουμενικού Ελληνισμού (από τον Αλέξανδρο [-323] μέχρι την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204) και γ) Η φάση του γένους ή του έθνους (από το 1204 μέχρι σήμερα) -βλ. και Βακαλόπουλος (2005).
40. Fuller (2004), 97 Κ.Ε.
41. Ενδεικτικά, ο Σκεντέρμπεης (1404-1468) σε επιστολή του προς τον πρίγκιπα του Τάραντα δηλώνει υπερήφανος για την καταγωγή του τόσο από τον στρατηλάτη Πύρρο, που λίγο έλειψε να κατακτήσει την Ιταλία, όσο και από τον Μέγα Αλέξανδρο, που έφτασε μέχρι τις Ινδίες –βλ. Γιοχάλας (1994). Μεταγενέστερα, και στον Αλή πασά των Ιωαννίνων (1740-1822) άρεσε να τον ονομάζουν νέο Πύρρο -βλ. Γρυντάκης (2016).
42. Vasiliev (2006), 63 κ.ε.
43. Ας σημειωθεί ότι η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου ήταν το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στα όρια του ρωμαϊκου κόσμου -βλ. Δημαράς (1985), 119.
44. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πατριά ή φάρα των Μπουγαίων είχε εντάξει στα οικόσημά της τα σύμβολα του συνεχιστή του έργου του Αλεξάνδρου, Πύρρου, τον οποίον θεωρούσε γενάρχη της, καθώς και το λάβαρο του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τον Σταυρό μάλιστα κατά την παράδοση των Μπουγαίων τη σημαία με τον Σταυρό είχε χαρίσει σε αυτούς ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος, περνώντας από το Τουράτζον, δηλ. το Δυρράχιο, καθώς έφευγε από τη Ρώμη για να κτίσει την Κωνσταντινούπολη -βλ. Σάθας (1867). Η αναφορά εδώ στο Δυρράχιο αφορά κατά βάση στη σχέση των Μπουγαίων με το στρατιωτικό θέμα του Δυρραχίου από τον 9ο αιώνα και εξής.
45. Ducellier (1994), 9 κ.ε.
46. Ducellier (1994), 15.
47. Βλ. Ducellier (1994), 10. Τον ελληνορωμαϊκό χαρακτήρα διαπίστωναν και οι περιηγητές – βλ. Ducellier (1994), 15.
48. Από το Δυρράχιο καταγόταν ο σημαντικός αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α (491-518) -Vasiliev (2006), 762.
49. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (1992), 226.
50. Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1, 352. Το όνομα Γραικός δυσφημίστηκε από κάποιους Δυτικούς θεολόγους, όπως τον Θωμά Ακινάτη, που το 1263 έγραψε έργο με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Contra errores Graecorum (= Ενάντια στις πλάνες των Γραικών). Επίσης οι Φράγκοι, προκειμένου να στερήσουν τη νομιμοποίηση, όσον αφορά στο ρωμαϊκό κράτος, από τους ελληνορθόδοξους Ρωμαίους της Κωσταντινούπολης τους ονομάζουν συστηματικά Γραικούς. Αυτή η πολιτική στάση έπαιξε ρόλο, ώστε το όνομα Γραικός να μην είναι αποδεκτό από την Κωνσταντινούπολη. Η ανάμνηση αυτής της αμφιθυμίας για το όνομα Γραικός έχει μείνει μέχρι σήμερα στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού.
51. Βλ. τους Γραικούς της Νότιας Ιταλίας, που ως σήμερα τελούν τη λειτουργία στην ελληνική γλώσσα, και τους Γραικούς της Βενετίας, που δημιούργησαν την ελληνική κοινότητα Βενετίας.
52. Πβ. Luttwak (2009), 113 κ.ε.
53. Watson (2006), 201.
54. Πβ. την πασίγνωστη και περίφημη απάντηση του Αθανάσιου Διάκου στην πρόταση του Τουρκαλβανού Ομέρ Βρυώνη να αλλαξοπιστήσει.
55. Σάθας (1882), LXXIV. Πβ. την εβραϊκή, την λατινική, την κοπτική και άλλες ιερές γλώσσες.
56. Βλ. Luttwak (2009), 114 κ.ε. Για την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο της Οικουμένης βλ. Watson (2006), 200.
57. Για τη Βυζαντινή Οικουμένη βλ. Watson (2006), 199 κ.ε. Ο Γιοχάλας (2002),79, αναφερόμενος στους Έλληνες Αρβανίτες αγωνιστές της Εύβοιας, τους ονομάζει «ριψοκίνδυνους, συνειδητοποιημένους Ρωμιούς».
58. Βλ. Vasiliev (2006), 762 κ.ε.
59. Ducellier (1994), 9 κ.ε.
60. Παλαιότερα οι κάτοικοι των Σουλιμοχωρίων ονόμα ζαν το γλωσσικό ιδίωμα με τη λέξη «αρμπερέσητ», που είναι ομόρριζη με τη λέξη «Άρβανο».
61. Λαζάρου (1993).
62. Βλ. Κρυστάλλης (2005).
63. Puchner (1987). Βλ. και Βαλσαμίδης (1996), 17.
64. Κωστής (2013).
65. Βλ. σχετικά Μπίρης (1960), 44 κ.ε.
66. Μπίρης (1960), 45.
67. Δηλ. από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο και τους συνεχιστές του έργου του.
68. Βλ. Λαμπρόπουλος (1980), 13.
69. Βλ. το οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα.
70. Ducellier (1994), 41 κ.ε.
71. Ducellier (1994), 42 κ.ε.
72. Miller (1927), 37.
73. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε σε χρονικό διάστη μα κατάτι μεγαλύτερο από τρεισήμισι αιώνες αργότερα. όταν ο Ιμπραήμ πασάς αποβιβάστηκε στον Μοριά το 1825 και οι κυβερνητικοί μπήκαν στα υδραίικα καράβια να απο δράσουν, αφήνοντας τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς, και οπωσδήποτε και τους Ντρέδες, να ανα λάβουν την άμυνα του Μοριά.
74. Βλ. Δάρας (1980), 24.
75. Γρηγοριάδης (1934), 58 κ.ε. Λαμπρόπουλος (1980), 39
76. Κανελλόπουλος (1938), 80 κ.ε.
77. Κοντογιώργης (1982). Για τη λειτουργία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου στη δεύτερη Τουρκοκρατία βλ. Πύλια (2001).
78. Βλ. σχετικά Ρέππας (1984) και Κατσαμπάνης (1999).
79. Ιδίως από το Ψάρι μετανάστευσαν στην Αμερική σε πολύ πρώιμη εποχή, γύρω στο 1890, πράγμα που οδήγησε στη μεγάλη ανάπτυξή του χωριού τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος, Δημήτρης (2005), Σουλιμοχώρια Ντρέδες, Οι αδικημένοι της ιστορίας, Κυπαρισσία. Αναπλιώτης, Γιάννης (επιμέλ.) (1948), Η Καλαμάτα και η
Επανάστασις του 21, Καλαμάτα. Αντωνόπουλος, Κοσμάς (1973), Η Τριφυλία, Μελέτη
ιστορική, αρχαιολογική, οικονομική, κοινωνιολογική Επαρχιών Τριφυλίας - Ολυμπίας, Κυπαρισσία.
Βακαλόπουλος, Απόστολος (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985, Θεσσαλονίκη.
Βαλσαμίδης, Ευάγγελος (1996), «Ονοματολογικά Α, Περί της ονομασίας του τριφυλιακού χωριού Βανάδα», Ανάτυπο από το Αρκαδικό Βήμα, Αθήνα.
Bengtson, Hermann (1991), Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, Από τις Απαρχές μέχρι την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μετάφρ.: Α. Γαβρίλης, εκδ. Μέλισσα, 2η έκδοση, Αθήνα.
Cabanes, P.- Drini, F. (1995), Corpus des inscriptions grecques d'Illyrie méridionale et d'Épire 1, Inscriptons d'Epidamne - Dyrrhachion et d'Apollonia, 1, Études Epigraphiques, 2.1, Athènes.
Cabanes, P.- Hatzopoulos, M. B. (2020) Corpus des inscriptions grecques d'Illyrie méridionale et d'Épire 4- Inscriptions de la Molossie, Etudes Epigraphiques 2.4, Athènes.
Γιοχάλας, Τίτος (1994), Ο Γεώργιος Καστριώτης- Σκεντέρμπεης στα Νεοελληνικά Γράμματα, 2η έκδοση. Αθήνα.
Γιοχάλας, Τίτος (2002), Εύβοια, Τα Αρβανίτικα, Αθήνα. Γρηγοριάδης, Αθανάσιος (1934), Ιστορικαί Αλήθεια, Αθήνα.
Γρυντάκης, Ιωάννης κ.α. (2016), Όσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821, Αθήνα.
Δάρας, Αναστάσης (1980), Αγώνες στο Μωριά (1446-1828), Νταραίοι, Κλεφταρχηγοί και Αγωνιστές, Αθήνα Δημαράς, Κ. Θ. (1985), Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Τη έκδοση, Αθήνα.
Ducellier, Alain (1994), Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13-15 αι.), Η μετανάστευση μιας κοινότητας, μετάφρ. Κ. Νικολάου, Ίδρυμα Γουλανδρή- Χορν, Αθήνα. Fuller, J.E.C. (2004). Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετάφρ.: Κ. Κολιόπουλος, Αθήνα.
Hammond, N.G.L. (1971), «The Dating of Some Burialsin Tumuli in South Albania», Annual of British School at Athens (66), 229-241.
Hope Simpson, R. (2007), «Interdisciplinary survey in Messenia, Southwest Peloponnese, Greece Geoarchaeology (22/1), 111-120. Κανελλόπουλος, Θεόδωρος (1938), «Η Επαναστατημένη Τριφυλία κατά την Τουρκοκρατία και το 1821», στο Λεύκωμα Επαρχίας Τριφυλίας, έκδοσις του Συλλόγου των εν Αθήναις και Πειραιεί Τριφυλίων, Αθήνα, 80-121.
Καργάκος, Σαράντος (2000), Αλβανοί -Αρβανίτες-Έλληνες, 2η έκδοση, Αθήνα.
Κασελίμης, Σπύρος (2011), Αρβανίτες, Μύθοι και πραγματικότητα, Αθήνα. Κατσαμπάνης, Ιωάννης (1999), «Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 και οι πρωταγωνιστές της Γιαννάκης
Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας», Ομιλία (12-9-1999), στην Εφημερίδα ΡΙΖΕΣ, Σεπτ.-Δεκ. 99.
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος (1846), Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Αθήνα.
Κοντογιώργης, Γεώργιος (1982), Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Αθήνα.
Κρυστάλλης, Κώστας (2005), Οι Βλάχοι της Πίνδου, Κατερίνη. Κωστής, Κώστας (2013), Στον Καιρό της Πανώλης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Λαζάρου, Αχιλλέας (1990), «Βόρειος Ήπειρος, Ιστορίαπολιτισμός», Ανάτυπο από το Ηπειρωτικό Ημερολόγιο της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα.
Λαζάρου, Αχιλλέας (1993), Βαλκάνια και Βλάχοι, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήνα.
Λαμπρόπουλος, Παναγιώτης (1980), Οι Ντρέδες, Τα παλληκάρια του Μωρηά, Αθήνα. Λαμπρόπουλος, Παναγιώτης (1990), Επιστροφή στις ρίζες. Το χωριό Χαλκιά Μεσσηνίας, Αθήνα.
Λιακόπουλος, Γεώργιος (2006), «Η Πελοπόννησος κατά την Πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)», Η Πελοπόννησος, Χαρτογραφία και Ιστορία 16ος-18ος αιώνας, Αθήνα: Αρχείο Χαρτογραφίας του Ελληνικού Χώρου/ ΜΙΕΤ, 53-69.
Luttwak, Edward (2009), The Grand Strategy of the Byzantine Empire, Cambridge/Massachusetts and London (= Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετάφρ.: Μ. Μπλέτας, Αθήνα).
McDonald, W. A. Hope Simpson, R. (1972), -Archaeological Exploration, in The Minnesota Messenia Expedition, Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, W.A. McDonald and G. Rapp (eds), Minneapolis.
Μελετόπουλος, Μελέτης (2017), Ο άρχοντας με τα πολλά πρόσωπα, Χρονικό μιας οικογένειας 1685-1920, Αθήνα.
Miller, William (1909-10), Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566), μετάφρ.: Σπυρίδων Λάμπρος, 2 Τόμοι, Αθήνα.
Miller, William (1927), Περιοδεία ανά την Πελοπόννησον, μετάφρ.: Σπυρίδων Λάμπρος, Αθήνα.
Μπίρης, Κώστας (1960), Αρβανίτες, Οι Δωριείς του Νεώ τερου Ελληνισμού, Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών, Αθήνα.
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία (1992), Οι Βαλκανικοί λαοί κατά τους Μέσους Χρόνους, Θεσσαλονίκη. Παναγιωτόπουλος, Βασίλης (1985), Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος - 18ος αιώνας, Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα.
Παρασκευόπουλος, Στάθης (1973), Οι Τριφύλιοι (Αρκαδινοί) στον Αγώνα του '21: Ημερολογιακές ιστορικές σελίδες, Έκδοσις Συλλόγου Τριφυλίων, Κυπαρισσία.
Puchner, Walter (1987), «Zum Nachleben des Rosalien-festes auf der Balkanhalbinsel», in Südost Forschungen (XLVI), München, 197-278.
Πύλια Μάρθα, (2001), «Λειτουργίες και Αυτονομία των Κοινοτήτων της Πελοποννήσου κατά τη Δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821)», Μνήμων (23), 67-98. Dor: https://doi.org/10.12681/mnimon.706 Ρέππας, Χρήστος (1984), «Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834», Τριφυλιακή Εστία (60), 589-614.
Σάθας, Κωνσταντίνος (1867), Ελληνικά Ανέκδοτα, Τόμος Πρώτος,
Τζάνε Κορωναίου, Μπούα Ανδραγαθήματα, Αθήνα.
Σάθας, Κωνσταντίνος (1882), Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμ. IV, Παρίσι.
Τουλουμάκος, Ιωάννης (1992), «Ιστορική Θεώρηση των Ελληνικών πόλεων της Βορείου Ηπείρου κατά την Αρχαιότητα», Πρακτικά Β΄ Πανελληνίου Επιστημονι κού Συνεδρίου με θέμα: Το Βορειοηπειρωτικόν Ζήτημα, Κόνιτσα, 23-26 Αυγούστου 1990, Αθήνα.
Φραντζής, Αμβρόσιος (1839-1841), Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τόμοι I-III, Αθήνα.
Φωτάκος [Χρυσανθόπουλος, Φ.(1858), Απομνημονεύματα, Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα.
Valmin, Natan (1938), The Swedish Messenia Expedition, Lund.
Vasiliev, Alexander (2006), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετάφρ.: Δ. Σαβράμης, Αθήνα.
Watson, Adam (2006), Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Μια συγκριτική ιστορική ανάλυση, μετάφρ.: Η. Στροίκου, Αθήνα.
Zakythinos, Denis (1932), Le Despotat grec de Morée, vol. 1: L'Histoire politique, Paris.
Zakythinos, Denis (1953), Le Despotat grec de Morée, vol. 2: Vie et Institutions, Paris.





Printfriendly