Το Παλαιόκαστρο είναι ένα μικρό απομονωμένο χωριό της δυτικής Γορτυνίας στα σύνορα με την Ηλεία, το οποίο έχει προσφέρει ήδη πολλά στην αρχαιολογική έρευνα της Αρκαδίας από την προϊστορική εποχή έως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Ένας επαρχιακός, σε πολλά σημεία για πρώτη φορά πρόσφατα ασφαλτοστρωμένος οφιοειδής δρόμος ξεκινά από την Καρίταινα, διέρχεται τον Λούσιο ποταμό με τα κρύα αστέρευτα νερά του, φθάνει στον Ατσίχολο, ανεβαίνει στον Βλαχόρραπτη και, εν συνεχεία, στο Σαρακίνι για να φθάσει τελικά στο Παλαιόκαστρο, που απέχει περί τα 20 χλμ. από την καστροπολιτεία της Καρίταινας, έδρας του Δήμου Γόρτυνος.
Αννα Βασιλική Καραπαναγιώτου: Παρόδια ταφικά μνημεία παρά το Παλαιόκαστρο Γορτυνίας
Η ιστορία της έρευνας [1]
Το Παλαιόκαστρο κατέχει στρατηγική θέση στον άνω ρου του Αλφειού ποταμού, ελέγχοντας τη βασική χερσαία οδό από την Αρκαδία προς την Ήλιδα. Στον κωνικό λόφο του Παλαιοκάστρου αμέσως στα δυτικά του χωριού, εντοπίζετε ένα καλοδιατηρημένο οχυρωματικό τείχος, που χρονολογείται στους κλασικούς χρόνους, και ένα σύγχρονο παρεκκλήσι. Ο αρχαιολογικός χώρος του Παλαιοκάστρου έχει ταυτιστεί με το Βουφάγιον που αναφέρει ο Παυσανίας. VIII, 26, 8.[2] Στην ακρόπολη έχουν αναφερθεί ίχνη τοιχών της Μυκηναϊκής εποχής καθώς και κομμάτια οψιανού.[3]
Στην θέση Παλαιόπυργος, περίπου μισή ώρα με τα πόδια δυτικά του Παλαιόκαστρου, μαρτυρίες για μια εκτεταμένη μυκηναϊκή νεκρόπολη αναφέρθηκαν για πρώτη φορά το 1956 από τους P. Charneux και R. Ginouvès.[4]
Αναφέρθηκαν σε πολυάριθμους θαλαμωτούς τάφους, οι περισσότεροι από αυτούς σε ερειπιώδη κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων δύο που χρησιμοποιούνται ως μάντρα ζώων, και για λακκοειδής τάφους. Οι τάφοι ήταν διατεταγμένοι σε συστάδες και σε σειρές στις πλαγιές που κατέβαιναν στον Αλφειό στα νότια και σε μια χαράδρα που ονομάζεται Μικρό Ποταμάκι στα ανατολικά.
Ένας καλοδιατηρημένος τάφος είχε δρόμο μήκους 4μ. και πλάτους 1,40μ. και θάλαμο διαμέτρου 5,60μ. Στην αριστερή πλευρά της εισόδου, ήταν ορατή η κορυφή μιας μικρής πόρτας (πλάτους 0,96μ.) που θα έδινε πρόσβαση σε έναν πλευρικό θάλαμο. Ένας άλλος καλοδιατηρημένος θαλαμωτός τάφος βρισκόταν σε απόσταση 500 ή 600 μέτρων. Σε αυτό, ο ιδιοκτήτης είχε βρει σκελετούς και ένα μυκηναϊκό αγγείο, το οποίο αργότερα αγόρασαν οι Charneux και Ginouvès και δώρησαν στο Μουσείο της Δημητσάνας.
Το αγγείο, ένα καλοδιατηρημένο αγγείο, μπορεί να χρονολογηθεί στην ΥΕIIIΓ με βάση το συνδυασμό σχήματος και διακόσμησης της κοιλιάς και των ώμων που έχουν στενά παράλληλα στην Αχαΐα.5
Το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1957 το νεκροταφείο ερεύνησε ο καθηγητής Χ. Χρήστου, τότε Έφορος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αρκαδίας και Λακωνίας. Στο σύντομο διαθέσιμο χρόνο, επικεντρώθηκε σε τρεις συστάδες θαλαμοειδών τάφων, λαξευμένους από στο μαλακό ασβεστολιθικό βράχο και βρίσκονται σε κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο.
Στη δεκαετία του 1980 ο σημερινός Έφορος, Δρ Θ. Γ. Σπυρόπουλος επέστρεψε στην τοποθεσία για να σκάψει ογδόντα ακόμη τάφους, χρονολογούμενων από τους πρώιμους έως τους ύστερους μυκηναϊκούς χρόνους. Τα πολυάριθμα και εντυπωσιακά ευρήματά του εκτίθενται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης.6
[2] E. Meyer, Peloponnesische Wanderungen (Zürich-Leipzig, 1939), 103-6. Charneux and Ginouvès 1956, 523-37.
[3] Ο Καθηγητής Χρύσανθος Χρήστου, τότε έφορος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λακωνίας, αναγνώρισε τμήματα των τοιχών της Μυκηναϊκής εποχής ενώ ευρήματα οψιδιανού αναφέρουν οι Charneux and Ginouvès 1956, 536-7.
[4] Charneux Pierre, Ginouvès René. Reconnaissances en Arcadie. Fortifications de Paliocastro, Saint Nicolas et Hellenico. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 80, 1956. pp. 522-546;
[5] Charneux and Ginouvès 1956, 537 with fig. 18, V. R. d'A. Desborough, The Last Mycenaeans and their Successors (Oxford, 1964), 92. Mountjoy 1990, 267-70 (vessels attributed to LH III C); Mountjoy 1993, 114-6
[6] Archaeological Reports No.43 (1996-1997), Published by: The Society for the Promotion of Hellenic Studies Σελ:33-34
Το Παλαιόκαστρο αποτελεί ένα αρκαδικό βαθύπεδο που κιγκλιδώνεται από ψηλά βουνά κι ανοίγεται προς δυσμάς προς τον πεδινό χώρο της Ολυμπίας, ενώ κατέναντι, πέραν του Αλφειού, σε ορεινό πάλι χώρο, βρίσκεται η επ' Αλφειῷ Θεισόα. Το πλούσιο, βαθύ ρεύμα του Αλφειού διαχώριζε ανέκαθεν τη δυσπρόσιτη αλλά ήρεμη αυτή γωνιά από τον Ηλειακό χώρο.
Η ακμή του νεκροταφείου τοποθετείται στους ώριμους μυκηναϊκούς χρόνους (-1400/ -1200). Κυριαρχεί ο λαξευτός θαλαμοειδής τάφος, με θάλαμο τραπεζιόσχημο, τετράπλευρο ορθογώνιο, με οροφή επίπεδη, επικλινή ή κυκλοτερή. Η θύρα ήταν στο ύψος ανθρώπου, με σχετικά επιμελείς παραστάδες και υπέρθυρα, οι δρόμοι ελαφρά επικλινείς προς τον θάλαμο, ενώ ξερολιθιές κλείνουν τη θύρα. Οι τάφοι καθαρίζονταν για να δεχθούν νέες ταφές της οικογένειας ή μεγάλωναν για να περιλάβουν περισσότερες ταφές. Τα οστά και τα κτιρίσματα ωθούνταν στις άκρες των θαλάμων, οι νεκροί θάπτονταν ύπτιοι ή συνεσταλμένοι στο δάπεδο, ενίοτε σε λάκκους σκαμμένους στο δάπεδο του θαλάμου ή του δρόμου (εικ. 507). Ο ενταφιασμός γενικεύεται, βρέθηκε όμως μία καύση νεκρού των μέσων του -13ου αι., τα λείψανα της οποίας τοποθετήθηκαν σε υδρία και κτερίστηκαν με σιδηρό ξίφος. Δύο άλλοι επιφανείς νεκροί κτερίζονταν με χάλκινα ξίφος του τύπου Naue II, που έχει μεγάλη διασπορά στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Αιγαίο. Ο κτερισματικός αμητός της περιόδου αυτής περιλαμβάνει κυρίως κλειστά και μικρόσωμα σχήματα, όπως πυξίδες, θήλαστρα, αμφορίσκους, αλάβαστρα, κρατηρίσκους (εικ. 504), σκύφους (εικ. 506), κύλικες, ασκούς, αλλά και μεγαλόσωμους κρατήρες (εικ. 503).
Στην πίσω του πλευρά σκάφθηκε στο βράχο μια λεκάνη για να υποδέχεται τις υγρές προσφορές που έρεαν προς το εσωτερικό του λατρευτικού οίκου. Στα τοιχώματα του θαλάμου βρέθηκαν οπές στρογγυλής διατομής, που προχωρούσαν σε μεγάλο βάθος μέσα στον βράχο με σκολιά κατεύθυνση. Σε μια από αυτές βρέθηκε ένα μικρό μυκηναϊκό κυάθιο, ενώ πάνω στην εξέδρα ένα ακέραιο ειδώλιο δαμαλίδος. Η ερμηνεία της κατασκευής παραπέμπει ευθέως στην ραψωδία λ της Οδύσσειας, που είναι γνωστή σαν Νέκυια. Ο Οδυσσέας, για να συμβουλευθεί τις ψυχές των νεκρών και ιδιαίτερα του Τειρεσία, άνοιξε έναν λάκκο, μήκους και πλάτους μιας οργιάς (η ομηρική οργιά ισούται με 1,96μ.). Έριξε μέσα στον λάκκο μέλι, γάλα και νερό και στη συνέχεια το αίμα των σφαγίων. Το αίμα και οι επικλήσεις του ήρωα ανατάραξαν στον Αδη τις άσαρκες ψυχές των νεκρών. Τα είδωλά τους εμφανίσθηκαν στον λάκκο και ο ήρωας ρώτησε τον Τειρεσία για τα μελλούμενα. Το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο του Παλαιοκάστρου αποτελεί τον δραματικό πραγματολογικό σχολιασμό του Νεκρομαντείου, όπως περιγράφεται στην Οδύσσεια.
Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι και το Νεκρομαντείο ως μνημείο και η νεκρομαντεία ως πρακτική ανήκουν οπωσδήποτε στους μυκηναϊκούς χρόνους, αποδεικνύεται όμως επίσης ότι και η Νέκυια της Οδύσσειας έχει μυκηναϊκή αρχαιότητα, μολονότι θεωρείται γενικά ότι αποτελεί την τελευταία χρονολογικά ραψωδία του έπους χρονολογούμενη στα μέσα του -7ου αι.
Φρονούμε ότι το εύρημα είναι καθοριστικό και για τις μυκηναϊκές και για τις ομηρικές σπουδές και είναι πολλούς αιώνες αρχαιότερο, τόσο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, που θεωρείται το αρχαιότερο στον ελληνικό χώρο, όσο και από τα άλλα Νεκρομαντεία του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι οπές που βρέθηκαν μέσα στον θάλαμο υπονοούν τις ψυχαγωγούς, μέσω των οποί ων τα αμενηνά κάρηνα των νεκρών ανέρχονταν από τον Άδη για να γευθούν το αίμα της θυσίας. Η νεαρή δάμαλις είναι γνωστή από τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού ως το προσφορότερο σφάγιο για τους νεκρούς. Ενώ ο ήρωας θυσίαζε στους νεκρούς, έστρεψε περιπαθές το βλέμμα του προς το ποτάμι, το οποίο στο Παλαιόκαστρο ονομάζεται χαρακτηριστικά Βουφάγος και ρέει υπόκωφος στη βάση του λόφου με το νεκροταφείο, για να ενωθεί με τον πολύυδρο Αλφειό. Το τοπίο είναι αντιγραφή της ομηρικής περιγραφής στην είσοδο προς τον Κάτω Κόσμο, με τις ιτιές να συμπληρώνουν τη φρικίαση της πένθιμης σκηνογραφίας. Ο χώρος είναι πράγματι η υποβλητικότερη ψευδαίσθηση του Αδη, όπως τον φαντάσθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία, και ο καταλληλότερος για την τέλεση της νεκρομαντικής τελετουργίας.
Δρ. Θεόδωρος Σπυρόπουλος. Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων
Δρ. Γεώργιος Σπυρόπουλος. Αρχαιολόγος
Βιβλιογραφία:
-Αρχαιολογία, Πελοπόννησος, εκδ. Μέλισσα 2012. Σελ. 260-261
-Αρχαιολογία στην Ελλάδα, Ιστορία των Πολιτισμών τ.2, εκδ. περιοδικό "Corpus" 2002. Σελ. 66-68
-Archaeological Reports No.43 (1996-1997), Published by: The Society for the Promotion of Hellenic Studies Σελ:33-34
Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι οι πληθυσμοί αυτοί χρησιμοποίησαν την Αρκαδία ως πέρασμα και καταφύγιο, δεν εγκαταστάθηκαν εκεί, αλλά προτίμησαν την Αχαΐα και την Ηλεία29. Πάντως το εκτεταμένο νεκροταφείο στο Παλαιόκαστρο αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την παρατήρηση.
Ένα σημαντικό νεκροταφείο των μυκηναϊκών χρόνων έχει έλθει στο φως σε απόσταση 1 χλμ δυτικά των πηγών του αέναου ποταμού Βουφάγου, που ρέει προς τον Αλφειό και τον όροθετεί. Η θέση δεν είναι ταυτόσημη με κάποια αρκαδική πόλη του ομηρικού Καταλόγου των Πλοίων, αλλά εδώ πιθανόν ιδρύθηκε ένα από τα αρχαιότερα νεκρομαντεία, σε φυσικό περιβάλλον αντίστοιχο με εκείνο που σκιαγραφεί η Νέκυια της Οδύσσειας.
Η νεκρόπολη του Παλαιοκάστρου έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα ενός αστικού μυκηναϊκού νεκροταφείου, με μακρά περίοδο χρήσης από το -1580 έως το -1100/1050 (Υστεροελλαδική ΙΙΑ-ΙΙΙΙ περίοδοι). Ανάμεσα στους συνήθεις θαλαμοειδείς τάφους ξεχωρίζουν δύο θολωτοί λαξευτοί, ο ένας με διάμετρο θόλου περίπου 8μ., αλλά και τάφοι απλοί κιβωτιόσχημοι ακτέριστοι, πιθανολογούμενοι στις περιόδους πενίας που ακολούθησαν τους ταραγμένους μεταμυκηναϊκούς αιώνες. Αγγεία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων στους τάφους ερμηνεύτηκαν ως προσφορές στους προγόνους, πιθανόν από τους κατοίκους της κώμης Βουφιάγιον, που κατά τον Παυσανία βρισκόταν εκεί κοντά.
Παλαιότερος της μυκηναϊκής περίοδου είναι ένας μόνο λαξευτός κλιβανοειδής τάφος με στενό δρόμο, των Πρωτοελλαδικών ΙΙ χρόνων (μέσα -3ης χιλιετίας ).
Η νεκρόπολη του Παλαιοκάστρου έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα ενός αστικού μυκηναϊκού νεκροταφείου, με μακρά περίοδο χρήσης από το -1580 έως το -1100/1050 (Υστεροελλαδική ΙΙΑ-ΙΙΙΙ περίοδοι). Ανάμεσα στους συνήθεις θαλαμοειδείς τάφους ξεχωρίζουν δύο θολωτοί λαξευτοί, ο ένας με διάμετρο θόλου περίπου 8μ., αλλά και τάφοι απλοί κιβωτιόσχημοι ακτέριστοι, πιθανολογούμενοι στις περιόδους πενίας που ακολούθησαν τους ταραγμένους μεταμυκηναϊκούς αιώνες. Αγγεία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων στους τάφους ερμηνεύτηκαν ως προσφορές στους προγόνους, πιθανόν από τους κατοίκους της κώμης Βουφιάγιον, που κατά τον Παυσανία βρισκόταν εκεί κοντά.
Παλαιότερος της μυκηναϊκής περίοδου είναι ένας μόνο λαξευτός κλιβανοειδής τάφος με στενό δρόμο, των Πρωτοελλαδικών ΙΙ χρόνων (μέσα -3ης χιλιετίας ).
Το νεκροταφείο εγκανιάζεται με την εμφάνιση των Μυκηναίων στο ιστορικό προσκήνιο, δηλαδή μετά την περίοδο των Λακκοειδών Τάφων των Μυκηνών (-1650/ -1600), ενώ στη Μεσσηνία συνεχίζεται η χρήση θολωτών τάφων, από τους οποίους επηρεάζονται οι πρώιμοι λαξευτοί θολωτοί της δυτικής Πελοποννήσου (Βολιμίδια, Πυλίας, Αγραπιδοχώρι Ηλείας κ.ά.). Ο λαξευτός θολωτός τάφος στο Παλαιόκαστρο προσιδιάζει σε επισημότερες ταφές. Αν και στο μέγιστο τμήμα του συλημένος, ο μεγαλύτερος τάφος του τύπου αυτού (-15ος αι.) περιείχε αγγείο με διακοσμηση διπλών πελέκεων και χρυσό έλασμα.
Η ακμή του νεκροταφείου τοποθετείται στους ώριμους μυκηναϊκούς χρόνους (-1400/ -1200). Κυριαρχεί ο λαξευτός θαλαμοειδής τάφος, με θάλαμο τραπεζιόσχημο, τετράπλευρο ορθογώνιο, με οροφή επίπεδη, επικλινή ή κυκλοτερή. Η θύρα ήταν στο ύψος ανθρώπου, με σχετικά επιμελείς παραστάδες και υπέρθυρα, οι δρόμοι ελαφρά επικλινείς προς τον θάλαμο, ενώ ξερολιθιές κλείνουν τη θύρα. Οι τάφοι καθαρίζονταν για να δεχθούν νέες ταφές της οικογένειας ή μεγάλωναν για να περιλάβουν περισσότερες ταφές. Τα οστά και τα κτιρίσματα ωθούνταν στις άκρες των θαλάμων, οι νεκροί θάπτονταν ύπτιοι ή συνεσταλμένοι στο δάπεδο, ενίοτε σε λάκκους σκαμμένους στο δάπεδο του θαλάμου ή του δρόμου (εικ. 507). Ο ενταφιασμός γενικεύεται, βρέθηκε όμως μία καύση νεκρού των μέσων του -13ου αι., τα λείψανα της οποίας τοποθετήθηκαν σε υδρία και κτερίστηκαν με σιδηρό ξίφος. Δύο άλλοι επιφανείς νεκροί κτερίζονταν με χάλκινα ξίφος του τύπου Naue II, που έχει μεγάλη διασπορά στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Αιγαίο. Ο κτερισματικός αμητός της περιόδου αυτής περιλαμβάνει κυρίως κλειστά και μικρόσωμα σχήματα, όπως πυξίδες, θήλαστρα, αμφορίσκους, αλάβαστρα, κρατηρίσκους (εικ. 504), σκύφους (εικ. 506), κύλικες, ασκούς, αλλά και μεγαλόσωμους κρατήρες (εικ. 503).
Κατά τους τελευταίους μυκηναϊκούς χρόνους (ώριμος -13ος/ -12ος αι.) παρατηρείται τομή στην επέκταση του νεκροταφείου, που εκφράζεται με διαφοροποίηση στη χωροταξία και την αρχιτεκτονική των τάφων, αλλά και στην κτέρισή τους. Η σημαντική αύξηση ταφών μπορεί να αποδοθεί σε είσοδο νέου πληθυσμού παρά σε ενδογενή αύξησή του. Τα αρχαιολογικά και ιστορικά γεγονότα της μετανακτορικής εποχής (-1200/ -1050) στη δυτική Πελοπόννησο, αλλά και η ομοιότητα των κτερισμάτων και ταφικών εθίμων με μυκηναϊκές θέσεις στην Ηλεία, τη Μεσσηνία, την Αχαΐα και τα Ιόνια νησιά, υποδεικνύουν την προέλευση των φυγάδων.
Οι τάφοι είναι τώρα πυκνότεροι και καταλαμβάνουν τον επίπεδο χώρο της κοιλάδας. Ως κτερίσματα προτιμούνται μεγάλα αγγεία, κυρίως υδρίες, ψευδόστομοι αμφορείς (εικ. 505), κρατήρες (εικ. 504) και λεκάνες. Η απλοποιημένη γραμμική διακόσμησή τους προαναγγέλλει δύο βασικά γνωρίσματα της Γεωμετρικής κεραμικής: το τεκτονικό σχήμα των αγγείων και τη διακόσμησή τους με γεωμετρικά μοτίβα και ολόβαφα τμήματα.
Το μυκηναϊκό Παλαιόκαστρο φθίνει και σταματά στους έσχατους μυκηναϊκούς ή τους υπομυκηναϊκούς χρόνους (περί το -1050), αλλά ο οικισμός, που δεν εντοπίστηκε, ίσως συνεχίζει στο Βουφάγιον των ιστορικών χρόνων.
Το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο
Η σημαντικότερη όμως ανακάλυψη στον χώρο του νεκροταφείου είναι το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο, το πρώτο και το αρχαιότερο που ανακαλύπτεται στον ελληνικό χώρο. Το Νεκρομαντείο είναι στην ουσία ένας υπόγειος θαλαμοειδής τάφος, με δρόμο, στόμιο και θάλαμο, ο οποίος φιλοξενούσε μία ταφή σε λακκοειδή τάφο. Το πίσω μέρος του θαλάμου είχε διαμορφωθεί σε υψηλή εξέδρα, πάνω στην οποία κτίσθηκε με μικρές πλάκες ένας "οίκος", δίπλα απ' τον οποίο είχε εξοικονομηθεί στον βράχο ένας υψηλός βαίτυλος, που προσέδιδε ιερότητα στον χώρο. Πάνω από τον οίκο και τον βαίτυλο είχε διανοιχθεί ένα τετράγωνο οπαίο στην οροφή του θαλάμου, διαστάσεων περίπου 2Χ 2μ. Στην πίσω του πλευρά σκάφθηκε στο βράχο μια λεκάνη για να υποδέχεται τις υγρές προσφορές που έρεαν προς το εσωτερικό του λατρευτικού οίκου. Στα τοιχώματα του θαλάμου βρέθηκαν οπές στρογγυλής διατομής, που προχωρούσαν σε μεγάλο βάθος μέσα στον βράχο με σκολιά κατεύθυνση. Σε μια από αυτές βρέθηκε ένα μικρό μυκηναϊκό κυάθιο, ενώ πάνω στην εξέδρα ένα ακέραιο ειδώλιο δαμαλίδος. Η ερμηνεία της κατασκευής παραπέμπει ευθέως στην ραψωδία λ της Οδύσσειας, που είναι γνωστή σαν Νέκυια. Ο Οδυσσέας, για να συμβουλευθεί τις ψυχές των νεκρών και ιδιαίτερα του Τειρεσία, άνοιξε έναν λάκκο, μήκους και πλάτους μιας οργιάς (η ομηρική οργιά ισούται με 1,96μ.). Έριξε μέσα στον λάκκο μέλι, γάλα και νερό και στη συνέχεια το αίμα των σφαγίων. Το αίμα και οι επικλήσεις του ήρωα ανατάραξαν στον Αδη τις άσαρκες ψυχές των νεκρών. Τα είδωλά τους εμφανίσθηκαν στον λάκκο και ο ήρωας ρώτησε τον Τειρεσία για τα μελλούμενα. Το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο του Παλαιοκάστρου αποτελεί τον δραματικό πραγματολογικό σχολιασμό του Νεκρομαντείου, όπως περιγράφεται στην Οδύσσεια.
Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι και το Νεκρομαντείο ως μνημείο και η νεκρομαντεία ως πρακτική ανήκουν οπωσδήποτε στους μυκηναϊκούς χρόνους, αποδεικνύεται όμως επίσης ότι και η Νέκυια της Οδύσσειας έχει μυκηναϊκή αρχαιότητα, μολονότι θεωρείται γενικά ότι αποτελεί την τελευταία χρονολογικά ραψωδία του έπους χρονολογούμενη στα μέσα του -7ου αι.
Φρονούμε ότι το εύρημα είναι καθοριστικό και για τις μυκηναϊκές και για τις ομηρικές σπουδές και είναι πολλούς αιώνες αρχαιότερο, τόσο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, που θεωρείται το αρχαιότερο στον ελληνικό χώρο, όσο και από τα άλλα Νεκρομαντεία του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι οπές που βρέθηκαν μέσα στον θάλαμο υπονοούν τις ψυχαγωγούς, μέσω των οποί ων τα αμενηνά κάρηνα των νεκρών ανέρχονταν από τον Άδη για να γευθούν το αίμα της θυσίας. Η νεαρή δάμαλις είναι γνωστή από τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού ως το προσφορότερο σφάγιο για τους νεκρούς. Ενώ ο ήρωας θυσίαζε στους νεκρούς, έστρεψε περιπαθές το βλέμμα του προς το ποτάμι, το οποίο στο Παλαιόκαστρο ονομάζεται χαρακτηριστικά Βουφάγος και ρέει υπόκωφος στη βάση του λόφου με το νεκροταφείο, για να ενωθεί με τον πολύυδρο Αλφειό. Το τοπίο είναι αντιγραφή της ομηρικής περιγραφής στην είσοδο προς τον Κάτω Κόσμο, με τις ιτιές να συμπληρώνουν τη φρικίαση της πένθιμης σκηνογραφίας. Ο χώρος είναι πράγματι η υποβλητικότερη ψευδαίσθηση του Αδη, όπως τον φαντάσθηκε η αρχαία ελληνική γραμματεία, και ο καταλληλότερος για την τέλεση της νεκρομαντικής τελετουργίας.
Το Παλαιόκαστρο με τους πλέον των εκατό τάφους και τον πλούτο των κτερισμάτων τους μαρτυρεί τις διαδρομές του πολιτισμού στα μυκηναϊκά και τα κρίσιμα μεταμυκηναϊκά χρόνια, που διαμόρφωσαν την πολιτική γεωγραφία και πολιτισμική φυσιογνωμία του ελληνικού κόσμου των ιστορικών χρόνων.
Δρ. Γεώργιος Σπυρόπουλος. Αρχαιολόγος
Βιβλιογραφία:
-Αρχαιολογία, Πελοπόννησος, εκδ. Μέλισσα 2012. Σελ. 260-261
-Αρχαιολογία στην Ελλάδα, Ιστορία των Πολιτισμών τ.2, εκδ. περιοδικό "Corpus" 2002. Σελ. 66-68
-Archaeological Reports No.43 (1996-1997), Published by: The Society for the Promotion of Hellenic Studies Σελ:33-34
Οι έρευνες του Χρύσανθου Χρήστου [1]
Αυτό το άρθρο επικεντρώνεται στο έργο του Χρήστου, για το οποίο υπήρχαν μόνο προκαταρκτικές ανακοινώσεις εκείνη την εποχή. Βασίζεται σε μια σύντομη αναφορά που δόθηκε από τον ανασκαφέα και σε σημειώσεις και σκίτσα της κας Δημακοπούλου και στην μελέτη των ευρημάτων. Δυστυχώς, κατά την ανασκαφή δεν έγιναν σχέδια των τάφων και οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν εκείνη την εποχή ήταν, με μια εξαίρεση (Εικ.3), όχι αρκετά καλές για να τυπωθούν.
Οι τάφοι
Η πρώτη συστάδα θαλαμωτών τάφων που ερεύνησε ο Χρήστου εντοπίστηκε λίγα μέτρα από το ερειπωμένο σπίτι του γαιοκτήμονα Δ. Μητρογιάννη.
Από τους δύο τάφους που σκάφτηκαν, ο καλοδιατηρημένος Τάφος 1 είχε δρόμο, μήκους 4,80μ. και κατηφόριζε μέσω ρηχών, φαρδιών σκαλοπατιών στο στόμιο (είσοδος) που έδινε πρόσβαση στον θάλαμο (Εικ.2). Οι πλευρές του δρόμου στένεψαν απότομα, αφήνοντας ένα πέρασμα πλάτους 1,40μ. στη βάση του και 0,30μ. στην κορυφή του όπου στεγάστηκε από πλάκες (Εικ.3). Το στόμιο είχε ύψος 4 μέτρα και τριγωνική εμφάνιση. Ο τοίχος της πραγματικής πόρτας, που είχε ύψος μόλις 0,90μ., είχε καταρρεύσει. Ο ακανόνιστος θάλαμος, μήκους 2,70μ. επί πλάτους 2,20μ. και ύψους 1,70μ., βρέθηκε άθικτος αλλά κενός. Στο δρόμο ήρθαν στο φως ελάχιστα οστά.
Ο Τάφος 2 είχε παρόμοιο, βαθμιδωτό και στεγασμένο δρόμο, μήκους 5,90μ. Οι πλευρές του είχαν επίσης μεγάλη κλίση από 1,50μ. στη βάση έως 0,40 μ. στην κορυφή (Εικ.4). Ο δρόμος διευρύνθηκε από τα 0,70μ στην αρχή του έως το 1,50μ. στο στόμιο, όπου το ύψος του έφτασε τα 3,90 μ. Η τοξωτή πόρτα, ύψους 1,40μ., είχε κλείσει με ξερολιθιές. Ο περίπου κυκλικός θάλαμος είχε διαστάσεις 2,60μ.X 2,30μ., με την ακανόνιστη οροφή του να φτάνει σε ύψος 1,68μ. Στο δάπεδο του θαλάμου ανακαλύφθηκαν οκτώ αγγεία και θραύσματα δύο ακόμη. Συνολικά, επτά από αυτά τα αγγεία εντοπίστηκαν στη συνέχεια (P1-7), που αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία κλειστών σχημάτων. Δεν βρέθηκαν οστά στον θάλαμο ή στον δρόμο.
Δίπλα στον τάφο 2, ένας τρίτος τάφος, προφανώς άρρηκτος, έμεινε ανεξερεύνητος. Ανάμεσα στους θαλαμωτούς τάφους της πρώτης συστάδας υπήρχαν λακκοειδείς τάφοι, διαστάσεων 2,50μ.Χ 1,20μ. και βάθους 1,50μ. περίπου.
Από τη δεύτερη συστάδα θαλαμωτών τάφων ερευνήθηκαν δύο: οι τάφοι 4 και 5 (ο αρ. 3 έμεινε ανεξερεύνητος). Και οι δύο είχαν δρόμους με τοίχους που δεν έγερναν έντονα προς τα μέσα όπως αυτοί των Τάφων 1 και 2.
Ο καθαρισμός του δρόμου του Τάφου 4 αποκάλυψε τεράστιους τοίχους μπροστά από το στόμιο και εκατοντάδες μεταμυκηναϊκά κεραμικά αποτμήματα, βάσεις πίθων, καθώς και δύο μυκηναϊκά όστρακα. Ο θάλαμος αυτού του τάφου, που είχε διαστάσεις 7μ.Χ 7μ., δεν μπόρεσε να σκαφτεί εντελώς καθώς η στέγη είχε καταρρεύσει. Το ίδιο ίσχυε και για τον Τάφο 5. Η κατάρρευση των θαλάμων πιθανότατα είχε να κάνει με την πολύ κοντινή απόσταση στην οποία είχαν κατασκευαστεί οι δύο τάφοι.
Στην αρχή του δρόμου του Τάφου 5 υπήρχε κοιλότητα, διαστάσεων 0,90μ.Χ 0,90μ., που οδηγούσε σε θύρα κλεισμένη από ξερολιθιές σε βάθος 1,20μ. Οι εργασίες έπρεπε να σταματήσουν αφού φτάσαμε στο μερικό άνοιγμα της πόρτας που οδηγούσε σε έναν λαξευμένο στο βράχο χώρο που στηριζόταν στη δεξιά πλευρά του από πλάκες.
Ανάμεσα στους τάφους των δύο πρώτων ομάδων τάφων ανασκάφηκε λάκκος, διαστάσεων 2,50μ.Χ 1,20μ. στην κορυφή και 1,32μ.Χ 0,46μ. στον δάπεδο, που έφτασε σε βάθος 2,42μ. Βρέθηκε ένας χονδροειδείς πίθος, εντός του οποίου βρέθηκαν το στόμιο ενός αγγείου (δεν αναγνωρίστηκε) και λίγα όστρακα.
Το τρίτο σύμπλεγμα θαλαμωτών τάφων βρισκόταν περίπου 30μ. χαμηλότερα στην πλαγιά από εκείνους της δεύτερης ομάδας. Μόνο ένας μεγάλος τάφος καθαρίστηκε.
Αυτός ο Τάφος 6 ήταν άθικτος και χρησιμοποιείται ακόμη ως καταφύγιο ζώων (Εικ.5). Ο ανοιχτός δρόμος διατηρήθηκε σε μήκος 4μ., με τις πλευρές του σε ύψος 2,30μ. και 2,55μ. αντίστοιχα. Στα μισά περίπου του μήκους του δρόμου, στη δεξιά πλευρά του, υπήρχε μια ημικυκλική κόγχη. Το στόμιο είχε ύψος 2,60μ. Πάνω από το τοξωτό άνω μέρος του είχε κοπεί στο βράχο τριγωνικός χώρος, ύψους 0,35μ. και πλάτους 0,70μ. στη βάση του. Μπροστά από το στόμιο υπήρχε ένας σωρός από πέτρες που αρχικά θα έφραζαν την είσοδο. Ο κυκλικός θάλαμος είχε διάμετρο 5,60μ. και ύψος 3,60μ. Το μέσο της θολωτής στέγης είχε στρογγυλή κοιλότητα, διαμέτρου 0,28- 0,30μ. και βάθους 0,10μ. Στο εσωτερικό, στα δεξιά του στομίου, είχε κοπεί ένα μικρό άνοιγμα από το βράχο, σε ύψος 0,80μ. από το δάπεδο, διαστάσεων 0,60μ.Χ 0,35μ. αλλά αγνώστου βάθους. Επίσης, δεξιά, δύο αγγεία ΥΕIIIΓ και πολλά όστρακα αγγείων που συνδέονται με μια σειρά από πλάκες. Μετά την αφαίρεση των πλακών, βρέθηκε στο πάτωμα μια χάλκινη αιχμή δόρατος σε καλή κατάσταση (Β2), ένα ξίφος (Β1) και δύο «μαχαίρια» (Β4 και πιθανότατα η σμίλη ή η σφήνα μας Β6). Μια από τις φωτογραφίες του Χρήστου δείχνει μια χάλκινη περόνη (Β5) μέσα στην υποδοχή της αιχμής του δόρατος Β2, υποδηλώνοντας ότι βρέθηκε σε αυτόν τον τάφο. Εκεί κοντά υπήρχαν πάλι πολλά όστρακα. Απέναντι από την είσοδο, βαθιά μέσα στον θάλαμο, βρισκόταν ένας σωρός από ανθρώπινα οστά και έξι κρανία. Βρέθηκε ένα άλλο κρανίο με μιά αιχμή δόρατος σε τρία κομμάτια (σίγουρα το δικό μας Β3) σε κοντινή απόσταση.
Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκαν και άλλοι θαλαμοειδείς τάφοι, αλλά δεν ερευνήθηκαν από τον Χρήστου: τέσσερις στα δεξιά του τάφου 6, οι στέγες τους κατέρρευσαν μερικώς ή ολοσχερώς και άλλοι έξι στα αριστερά, από τους οποίους σώθηκαν μόνο τα πίσω μέρη.
Τα ευρήματα
Ο κατάλογος περιλαμβάνει χάλκινα και αγγεία που είναι καταχωρημένα στον κατάλογο του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης. Και τα έξι χάλκινα, ένα ξίφος, δύο αιχμές δόρατος, ένα μαχαίρι, μια καρφίτσα και ένα σφηνοειδές αντικείμενο (Β1- 6) προέρχονται προφανώς από τον τάφο 6. Από τις δεκαεννέα εγγραφές αγγείων, μόνο επτά θα μπορούσαν να αποδοθούν με βεβαιότητα σε έναν συγκεκριμένο τάφο: P 1-7 από τον τάφο 2. Επιπλέον, μερικά από τα αγγεία (εδώ σημειώνονται με αστερίσκο) δεν μπορούσαν να εντοπιστούν στο Μουσείο Σπάρτης το καλοκαίρι του 1985.
[1] K. Demakopoulou- J. Crouwel, Some Mycenaean tombs at Palaiokastro, Arcadia, BSA 93, 1998, 269-283.
Συμπεράσματα με βάση την κεραμική και τα ευρήματα του Παλαιοκάστρου
Με βάση κυρίως την κεραμεική από το Παλαιόκαστρο, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας ανήκει στην ΥΕΙΙΙΓ μέση και ύστερη φάση, είναι σαφής η σχέση της Δυτικής Αρκαδίας με την Αχαΐα και την Ηλεία24 και η ένταξή της στην Δυτική Κοινή της ηπειρωτικής Ελλάδας25, γεγονός φυσικό αφού η θέση, στις όχθες του Αλφειού, βρίσκεται πάνω στο φυσικό δρόμο για την Ηλεία. Στη σχέση με τη δυτική Ελλάδα παραπέμπουν και τα ξίφη τύπου Naue II που συνόδευαν ταφές πολεμιστών26. Τα ευρήματα του Παλαιοκάστρου συνδυάζουν όμως και μινωικές επιδράσεις, ιδιαίτερα εμφανείς στα σχήματα και τη διακόσμηση των ψευδόστομων αμφορέων πολυποδικού ρυθμού. Πιθανότατα δεν πρόκειται για εισαγωγές, αλλά για απομίμηση κάποιου τοπικού εργαστηρίου, που υιοθετεί μινωικά σχήματα (π.χ. κυλινδρικά αλάβαστρα με ψηλό σώμα, κάλαθοι, κύπελλα με προχοή) στα οποία όμως πλειοψηφούν τα μυκηναϊκά διακοσμητικά θέματα. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι τα μινωικά στοιχεία λείπουν από τα ευρήματα της Αχαΐας και της Ηλείας, τότε μάλλον αποδίδονται σε επιδράσεις από τη Λακωνία ή πιθανότερα τη Μεσσηνία,27 Δημιουργείται έτσι ένα κράμα από επείσακτα αλλά και τοπικά στοιχεία, που καταλήγουν στη διαμόρφωση ενός τοπικού επαρχιακού ρυθμού.
Η διάλυση της ΥΕ ΙΙΙΒ "κοινής" στα τοπικά εργαστήρια της ΥΕ ΠΙΙΓ είναι ένα στοιχείο, που επιβεβαιώνει τη διάσπαση της κεντρικής εξουσίας και τη διείσδυση του εξωανακτορικού παράγοντα στη διαμόρφωση της τελευταίας μυκηναϊκής περιόδου. Αλλά εκείνο που θεωρείται ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι η διαπιστωμένη ανασκαφικά αύξηση των πληθυσμών στη λεγόμενη περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου. Η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που αναμφισβήτητα ήταν τα δύο κύρια μυκηναϊκά κέντρα στην Πελοπόννησο, δοκιμάζονται. Οι Μυκήνες και η Τίρυνθα ξεπερνούν τη δοκιμασία και αναβιώνουν. Για την Πύλο όμως το χτύπημα είναι τελειωτικό, όπως και για την υπόλοιπη Μεσσηνία, με τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα. Η Λακωνία εμφανίζει επίσης μια μείωση στον αριθμό των εγκαταστάσεων μετά την ΥΕ ΙΙΙΒ. Αντίθετα η Αχαΐα παρουσιάζει ακμή και πληθυσμιακή αύξηση, ενώ και η Ηλεία δε φαίνεται να επηρεάζεται άμεσα από την καταστροφή. Αν πράγματι οι καταστροφές στα ανακτορικά κέντρα στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ οφείλονται στη διόγκωση της δυσφορίας των υπηκόων και στη συνακόλουθη κατάρρευση του συστήματος, τότε είναι φυσικό η Αχαΐα, η Ηλεία και η Αρκαδία, που δεν έχουν να επιδείξουν ανακτορικά κέντρα, να δοκιμάζονται λιγότερο. Στους περισσότερους συνοικισμούς η μετάβαση από την ΥΕ IIIB στην ΥΕ ΙΙΙΓ γίνεται ομαλά, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και νέες θέσεις, όπου καταφεύγουν πρόσφυγες από την Αργολίδα ή τη Μεσσηνία27. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος λοιπόν, και η συνακόλουθη αλλαγή των οικονομικοκοινωνικών συνθηκών οδήγησαν τους κατοίκους των διοικητικών κέντρων και υπαγόμενους στην κεντρική εξουσία στην πρωτογενή οικονομία. Οι ορεινές περιοχές, όπως η Αρκαδία και ιδιαίτερα η Γορτυνία και η περιοχή των Καλαβρύτων ενδείκνυνται για κάτι τέτοιο.
Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι οι πληθυσμοί αυτοί χρησιμοποίησαν την Αρκαδία ως πέρασμα και καταφύγιο, δεν εγκαταστάθηκαν εκεί, αλλά προτίμησαν την Αχαΐα και την Ηλεία29. Πάντως το εκτεταμένο νεκροταφείο στο Παλαιόκαστρο αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την παρατήρηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αρκαδία είναι ο μόνος νομός της Πελοποννήσου, που συνορεύει και με τους υπόλοιπους έξι. Η ίδια η γεωγραφική της θέση, στην καρδιά της Πελοποννήσου, την καθιστά σημείο συνάντησης και αναγκαστικό πέρασμα για όποιον κινείται στον κατά μήκος ή κατά πλάτος άξονά της. Από την άλλη, αυτή η ίδια θέση την αναγκάζει να έχει κοινά σύνορα με όλα τα υπόλοιπα πελοποννησιακά "κράτη", στα περισσότερα από τα οποία άκμασαν ανακτορικά κέντρα (Αργολίδα, Μεσσηνία, Λακωνία). Η Αρκαδία δεν έχει να επιδείξει ως τώρα κάποιο ανακτορικό συγκρότημα ή κάποιο σημαντικό διοικητικό κέντρο, με εξαίρεση ίσως την Ανάληψη, στην οποία έχει ανασκαφεί και ο μοναδικός θολωτός τάφος30. Μοιάζει λοιπόν με μια "περιφέρεια" ή ορθότερα "επαρχία" αν και γεωγραφικά περιβάλλεται από σημαντικές εστίες του μυκηναϊκού κόσμου. Ενδεχομένως λοιπόν τουλάχιστον οι μεθόριες περιοχές της να εντάσσονταν στη σφαίρα επιρροής σημαντικών κέντρων, που βρίσκονταν έξω από αυτή. Έτσι η ανατολική Αρκαδία έως την ΥΕΙΙΙΒ σαφώς παρουσιάζει δεσμούς με την Αργολίδα και κατ' επέκταση με τη ΒΑ Πελοπόννησο, η νότια με τη Λακωνία και τη Μεσσηνία και η ΔΒΔ με την Αχαΐα και την Ηλεία, τουλάχιστον κατά την ΥΕΙΙΙΓ. Ο ακριβής χαρακτήρας των σχέσεων και ο βαθμός επίδρασης είναι πολύ δύσκολο να διευκρινιστούν με τα μέχρι στιγμής δεδομένα.
Η μετάβαση στην υπομυκηναϊκή και πρωτογεωμετρική εποχή είναι ασαφής, δε φαίνεται όμως να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από το τέλος της περιόδου στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, ακόμη και αν στην Αρκαδία διατηρήθηκε η αχαϊκή διάλεκτος.
Η φυσική διαμόρφωση της Αρκαδίας ευνόησε την ανάπτυξη αγροτικών συνοικισμών. Αναμφισβήτητα στην περιοχή είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό η εκ τροφή αιγοπροβάτων, αφού ο ίδιος ο τόπος προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Εκτός από κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα, το δέρμα και το μαλλί χρησιμοποιούνταν τόσο στην βυρσοδεψία, όσο και στην εριουργία, βιοτεχνικές δραστηριότητες σημαντικές για τη μυκηναϊκή κοινωνία31. Βέβαια, αρκετά ερωτήματα μένουν εκκρεμή σε ότι αφορά τη μορφή της κτηνοτροφίας. Τα ορεινά βοσκοτόπια και οι δριμείς χειμώνες προϋποθέτουν τη μετακίνηση των βοσκών σε πεδινές περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες32.
Αναμφισβήτητα η περιοχή χρειάζεται πολλή και συστηματική δουλειά ακόμη, η οποία σε πρώτη φάση μπορεί να προσανατολιστεί στην έρευνα της υπαίθρου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ηλεία παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση οικισμών κατά μήκος του Αλφειού και κυρίως στη συμβολή του με τον Κλαδέο, καθώς επίσης και στην εύφορη γη της κοίλης Ήλιδας, που τη διαρρέει ο Πηνειός33. Σε αυτή την παρατήρηση εδράζεται και η πεποίθηση ότι και στη Γορτυνία, στα οροπέδια και στις λεκάνες κατά μήκος του Λάδωνα και του Αλφειού, η κατοίκηση θα ήταν σίγουρα πυκνότερη από την εικόνα που έχουμε σήμερα34. Ενδεχομένως, λοιπόν, η έρευνα πρέπει να προσανατολιστεί κυρίως στη δυτική και ΝΔ Αρκαδία, περιοχές ούτως ή άλλως πλημμελώς ερευνημένες και για τους ιστορικούς χρόνους.
Παράλληλα με τις ανασκαφές επιβάλλεται η μελέτη και η δημοσίευση του ήδη υπάρχοντος υλικού, ώστε να δημιουργηθεί μια πιο στέρεη βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί η νεώτερη έρευνα.
Ελένη Σαλαβούρα
Μυκηναϊκή Αρκαδία: Αποτίμηση των γνώσεών μας
Στο: Ancient Arcadia. Papers from the third international seminar on Ancient Arcadia, held at the Norwegian Institute at Athens, 7-10 May 2002. Edited by Erik Østby. Athens 2005
24. Πρβλ. Παρλαμά 1974, 49-50.
25. Papadopoulos 1978-9, 131, και Papadopoulos 1995, 201.
26. Papadopoulos 1978-9, 178. Papazoglou-Manioudaki 1994, 180. Demakopoulou και Crouwel 1998, 274. Blackman 1996-97, 33. Πρβλ. επίσης το άρθρο του M. Cultraro στον παρόντα τόμο.
27. Μountjoy 1999, 296. Σημειώνει όμως ότι τα νεκροταφεία της Πελλάνας και της Επιδαύρου Λιμηράς δεν έχουν δώσει αντίστοιχο υλικό,
28. Papadopoulos 1978-79, 176,
29. Papadopoulos 1978-79, 175 κ.εξ. Αντίθετα, η Παρλαμά 1974, 57, θεωρεί ότι στο Παλαιόκαστρο είναι πολύ πιθανό να σταμάτησαν φυγάδες από την Ηλεία.
30. Kalogeropoulos 1998, 9-16.
31. Ventris και Chadwick 1973, 322.
32. Μετακινήσεις βοσκών από τα πεδινά της Αργολίδας στα ορεινά της Αρκαδίας και αντίστροφα σημειώνονται ήδη από την Ανώτερη Νεολιθική 11 και με αυτές συνδέεται η εξάπλωση της πρωτοβερνικωτής κεραμεικής (Jakobsen 1984, 33). Μέχρι πρόσφατα εξάλλου οι κτηνοτρόφοι της ΒΑ Πελοποννήσου μετακινούνταν τα καλοκαίρια στους ορεινούς βοσκοτόπους της Αρκαδίας. Παρόμοιες μετακινήσεις γίνονταν και στο δυτικό τμήμα: μεγάλες ομάδες ανθρώπων, που διαχείμαζαν στα πεδινά της Ηλείας, μεταφέρονταν στα υψίπεδα του Χελμού και στη Γορτυνία, όπου παρέμεναν από την άνοιξη έως το φθινόπωρο (Σάμψων 1997, 324, 394-7, 411-3).
33. Παρλαμά 1974, 25, εικ. 1.
34. Εξάλλου και η ΝΔ Αρκαδία, κυρίως η περιοχή της Λυκόσουρας, που συνδέεται με πολλούς αρχέγονους μύθους (Παυσ. 8.38. 1 και 8.41.2), δεν έχει δώσει μέχρι τώρα στοιχεία προϊστορικής κατοίκησης.