.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ντρέδες και Κοντοβουνήσιοι. Ο καλύτερος στρατός του '21


Κατά κατά γενική ομολογία οι κάτοικοι της ορεινής Τριφυλίας και ιδιαίτερα οι Κοντοβουνήσιοι με τους Σουλιμοχωρίτες (Ντρέδες) αποτέλεσαν τους ηρωικότερους και μαχητικότερους αγωνιστές της Πελοποννήσου. Οι ορεσίβιοι του Σουλιμά και των Κοντοβουνίων υπήρξαν πάντοτε σκληροτράχηλοι, ανυπότακτοι, γενναιόψυχοι και ανδρείοι πολεμιστές. Ντρέδες και Κοντοβουνήσιοι πολέμησαν παντού αδελφωμένοι κατά τη διάρκεια του Αγώνα και στάθηκαν πάντοτε πιστοί και αφοσιωμένοι στο πλευρό του αρχιστρατήγου της Επαναστάσεως Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Οι ιστορικοί της Επαναστάσεως και απομνημονευματογράφοι του Αγώνος αναφέρονται με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια στα σωματικά και ψυχικά προτερήματα των Αρκαδινών, Ντρέδων και Κοντοβουνήσιων, στην παλικαριά, στην ανδρεία και στην πολεμική τους αρετή.
Ο δάσκαλος- λαογράφος Στάθης Κακούτης γράφει: «Στο λεύκωμα του '21 μερικοί τόποι και μερικά ονόματα παίρνουν μια ξεχωριστή αξία για τη θυσία και την προσφορά τους. Ένας τέτοιος τόπος, πολυτιμημένος από το αίμα των προγόνων μας είναι κι ο τόπος της τότε επαρχίας Αρκαδιάς με όλα τα γύρω χωριά της και ξέχωρα τα χωριά των Ντρέδων... Ανήκουν επίσης και τ' Αητοχώρια τα λαμπρά των Κοντοβουνίων... Οι Ντρέδες και οι Κοντοβουνήσιοι, οι Ζουρτσάνοι και οι Καμποχωρίτες, ήταν τα δυνατότερα ντουφέκια του Μοριά. Αποτελούσαν τους φημισμένους Αρκαδινούς... Στον ξεσηκωμό του '21 οι θρυλικοί Ντρέδες και οι τρομεροί Κοντοβουνήσιοι χτύπησαν αλύπητα τον Τούρκο παντού. Παράβγαιναν στον ηρωισμό και στη δόξα, στο θάνατο και στην αθανασία». (Στάθης Κακούτης, Μοραΐτικα και άλλα Δημοτικά τραγούδια, σ.20 περιοδ. Τριφυλιακή Εστία, τ.4, Ιούλ.-Αύγ. 1975, σ. 169-70)
Αθανάσιος Γρηγοριάδης γράφει: «Οι ορεινοί της Αρκαδίας (Τριφυλίας), ιδία δε οι Σουλιμοχωρίται ή Ντρέδες ουδέποτε υπέκυψαν υπό ζυγόν ή των Ενετών ή και αυτών των Τούρκων. Η κυρία αυτών ενασχόλησις κατ' εκείνους τους χρόνους ήτο η άσκησις εις τα όπλα, η θήρα, η φροντίς των ποιμνίων, η αρπαγή και ο πόλεμος, όθεν οι Ντρέδες διετέλεσαν επί πολλά έτη τα φόβητρα εις τους εν Πελοποννήσω κατακτητάς. Ήσαν οι μάλλον ανδρειότατοι,μαχιμώτατοι,και ορμητικώτατοι πολεμισταί απάσης της Πελοποννήσου». (Αθ. Γρηγοριάδης., ό.π., σ.88)
Ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει για τους Αρκαδινούς: «... είναι δε και αφ' ετέρου αληθές, και παρά πάντων ομολογούμενον ότι [οι κάτοικοι της επαρχίας Αρκαδίας) εις τας πρώτας των εφορμήσεις εν οποιαδήποτε μάχη και αν ευρέθησαν, εστάθησαν γενναίοι και ατρόμητοι». (Φραντζής, ό.π., τ.Α, σ.408-9) Ειδικά για τους Ντρέδες και τους Κοντοβουνήσιους αναφέρει: «... και μάλλον οι εκ των δύο θεμάτων του Σουλιμά και των Κοντοβουνίων της επαρχίας Αρκαδίας ήσαν εμπειροπόλεμοι, ως έχοντες αρχήθεν την πείραν του οπλοφορείν» (Φραντζής, ό.π., τ.Α, σ.406) Και ειδικότερα για τους Ντρέδες σημειώνει: «Καθότι οι λεγόμενοι Ντρέδες (χωρικοί) της επαρχίας εκείνης αείποτε ανθίσταντο κατά των Οθωμανών, και διαφόρους εξ αυτών κατά διαφόρους εποχής και περιστάσεις εφόνευον, και διότι αποστάται [ανυπότακτοι] γενναίοι και ανδρείοι ουδέποτε εξέλιπον από την επαρχίαν» (Φραντζής, ό.π., τ.Α, σ. 359)
Ο Φραντζής παραθέτει, επίσης, την προκήρυξη με την οποία στις 23 Μαρτίου 1821 οι απελευθερωτές της Καλαμάτας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Παπαφλέσσας απευθύνθηκαν στους Αρκαδινούς. Γράφουν μεταξύ άλλων στην προκήρυξή τους αυτή: «Αδελφοί κάτοικοι της Αρκαδίας! Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη· τα πάντα εδικά μας, και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται· μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι γενικώς ωπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια (σημαίας) και τρέξατε εναντίον των εχθρών της Πίστεως και της Πατρίδος». (Φραντζής, ό.π., τ. Α΄, σ. 369) Η σκυτάλη δηλαδή του Αγώνα από τους απελευθερωτές της Καλαμάτας δινόταν στους Αρκαδινούς. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει: «Η Τριφυλία [Αρκαδία] [...] έφερεν επί της εποχής ταύτης θέσιν ιδίαν διά τα γενναία όπλα αυτής και μετά των ισχυροτέρων συγκαταλέγετο επαρχιών επί όλου του Αγώνος» (Φιλήμων, ό.π., τ.Γ, 1860, σ.36)
Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γράφει για τους Κοντοβουνήσιους που έπεσαν στο Μανιάκι: «[...] έπεσον και τριακόσιοι περίπου Κοντοβουνήσιοι, τα καλλήτερα παλικάρια της Μεσσηνίας, δι' ους η πατρίς κλαίει». (Σπηλιάδης, ό.π., τ.Β, σ.308)
Ο Νικόλαος Κασομούλης γράφει: «οι Αρκάδιοι εθεωρούντο οι πολεμικώτεροι των λοιπών...». (Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τ.Β, σ. 14-5)
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Πολυθρύλητοι απέβησαν οι της Πελοποννήσου Κλέφται καθ' όλην την 18ην εκατονταετηρίδα και εν αρχή της παρούσης (δηλ. από το 1700 ως το 1821]. Τοιούτοι εγένοντο ιδίως οι περιώνυμοι Παναγιώταρος και Κολοκοτρωναίοι, οι ολιγώτερον ονομαστοί Κοντοβουνίσιοι και Χοντρογιανναίοι». (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, εκδ. Λυμπέρη, τ.13, σ. 432).


Ο Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει: «Από τους στρατιώτες της επαρχίας Κυπαρισσίας [Τριφυλίας] που πολιόρκησαν τα δύο κάστρα Νεοκάστρου και Μεθώνης, πολεμικότεροι φάνηκαν οι κάτοικοι του Σουλιμά και των Κοντοβουνίων που πάντοτε οπλοφορούσαν». (Ιστορία Νέου Ελληνισμού, τ.Ε, σ.350-1)
Ο Αγησίλαος Τσέλαλης γράφει: «Η περιοχή (Τριφυλίας), χωρισμένη σε δυο κόλια (τμήματα), Σουλιμοχώρια- Κοντοβούνια και Ζούρτσα- Άλβαινα, έδωσε τους περισσότερους κι αξιότερους Κλεφταρματωλούς και τα περιφημότερα παλικάρια». (Τσέλαλης, Πλαπούτα Απομνημονεύματα, σ.32)
Ο καθηγητής Νικόλαος Α. Βέης αναφερόμενος στα Κοντοβούνια τα αποκαλεί «εύανδρα», δηλαδή τόπο που γεννά γενναίους και ένδοξους άνδρες. (Ν. Α. Βέης, Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ' υπομνημάτων, ΔΙΕΕ, τ.6, σ.257)
Στην παλικαριά και τη γενναιότητα των Κοντοβουνήσιων και των Ντρέδων αναφέρεται και η δημοτική παράδοση:
Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στην Πολιανή στη ράχη
Τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
- Πουλάκια μ' αηδονάκια μου, που 'ρχεστε στον 
αέρα,
μην είδατε τον στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτης
- Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια
και παλικάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνήσιους.
(Φωτάκος, Απομνημονεύματα, εκδ. Βεργίνα, τ.Β, σ. 65)
Το Ψάρι και το Σουλιμά, το Κούβελα, το Λάπι κι όλα τα Ντρέδικα χωριά στης Αρκαδιάς τη χώρα χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκο δεν προσκυνάνε από μικροί στον πόλεμο είν' όλοι μαθημένοι.
Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυο κεφαλοχώρια,
χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκο δεν προσκυνάνε,
γιατ' είναι ο Ντάρας το θεριό,
είναι κι ο Παπατσώρης.
(Κακούτης, ό.π., σ. 192)
Στον Λάπι στον Αϊ-Θόδωρο πολλοί 'ναι μαζωμένοι.
Κάνε βουβάλια σφάζονται, κάνε χωριά μαλώνουν.
Ούτε βουβάλια σφάζονται ούτε χωριά μαλώνουν.
Κολοκοτρώνης έφτασε και χαιρετάει τους Ντρέδες.
(Κακούτης, ό.π., σ. 26)
Τ' Αητοχώρια τα λαμπρά και τα Σουλιμοχώρια
χαράτσι δεν πληρώνουνε, δεν σκύβουν το κεφάλι.
Ξέρουν και παίζουν το σπαθί, βροντούν το καριοφίλι
σαν βγαίνουνε στον πόλεμο, όλα ξεσυνεριούνται,
το ποιο θα πιάσει τον αγά,τ' άρματα να του πάρει
και να τον στείλει στον πασά μπαξίσι και πεσκέσι.
(Κακούτης, ό.π., σ. 19-20)
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο υπασπιστής του Φωτάκος μιλούν με εγκωμιαστικά λόγια για την ανδρεία των Αρκαδινών- Ντρέδων και τους χαρακτηρίζουν ως τους γενναιότερους και ηρωικότερους πολεμιστές της Πελοποννήσου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλώντας στον Τερτσέτη για την ουσιαστική συμβολή των Αρκαδινών στον απεγκλωβισμό των Ελλήνων από το κάστρο Λάρισα του Άργους, τη νύχτα της 23ης Ιουλίου 1822, κατά την οποία γκρέμισαν με τα πόδια τους τα εχθρικά ταμπούρια, αναφέρει τα εξής: «Τον Κολιόπουλο και τους Αρκαδινούς τους έβαλα εις το κέντρον να κτυπήσουν τους Τούρκους οπού είχαν τα κανόνια. Και οι Αρκαδινοί, καθώς επήγα το βράδυ και εκτύπησα από όλαις ταις μεριαίς, επήγαν και εχάλασαν με τα πόδια τα ταμπούρια». (Θεοδώρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, εκδ. Βεργίνα, σ. 110). Έτσι μπόρεσαν να διαφύγουν οι πολιορκημένοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν κλειστεί εκεί, σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, για αντιπερισπασμό. Ο Γρηγοριάδης γράφει ότι οι Αρκάδιοι εκυρίευσαν εννέα μεγάλα εχθρικά οχυρώματα και έτρεψαν σε υποχώρηση τους Τούρκους και τους Αλβανούς. (Γρηγοριάδης, ό.π., σ.114) Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γράφει σχετικά: «[...] όλοι ομού ώρμησαν κατά των τουρκικών οχυρωμάτων, ηγούμενοι προ πάντων οι ατρόμητοι Αρκάδιοι, και τόσον προεχώρησαν, ώστε ήρπαζον τα τουφέκια των εχθρών από τα στόματα και ήθελον τους τα επάρωσιν». (Σπηλιάδης, ό.π., τ.Α, σ.416)
Για το ίδιο θέμα ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος γράφει: «[στο Κεφαλάρι του Άργους στις 16-7-1822] ήλθαν και οι Αρκαδινοί, οι πλέον δυνατοί στρατιώται της Πελοποννήσου οι λεγόμενοι Ντρέδες [...]». (Φωτάκος, ό.π., τ.Α, σ.266) Ρητώς αναφέρεται στο σημείο αυτό από τον Φωτάκο και άνευ φόβου μήπως δυσαρεστήσει τους Αγωνιστές άλλων περιοχών του Μοριά, ότι οι Αρκαδινοί, Ντρέδες και Κοντοβουνήσιοι, ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου.


Ο Φραντζής αναφέρει ότι η παρουσία των Αρκαδινών στο Κεφαλάρι του Άργους εμψύχωσε τους άλλους Αγωνιστές και ανέβασε το ηθικό του στρατοπέδου: «[...] το πρωί της 16 Ιουλίου ήλθον [στο Κεφαλάρι] και οι Αρκάδιοι μετά του Αρχηγού των Μήτρου Αναστασοπούλου [...] όπου το γενικόν στρατόπεδον τότε έλαβε πολλήν εμψύχωσιν». (Φραντζής, ό.π., τ.Β, σ.218) Τα ίδια γράφει και ο Αθ. Γρηγοριάδης για τον αντίκτυπο της άφιξης των Αρκαδινών στο Κεφαλάρι: «Η των Αρκαδίων έλευσις εν τω γενικώ στρατοπεδαρχείω έδωσε τότε μεγάλην ζωογόνησιν και θάρρος, και προελήφθη η διάλυσις του στρατοπέδου εκείνου, ήτις βεβαίως θα είχε κακάς συνεπείας, ουχί μόνον διά την Πελοπόννησον, αλλά και διά την λοιπήν Ελλάδα, καθ' ο σβενυμένου πλέον του Ελληνικού Αγώνος». (Γρηγοριάδης, ό.π., σ.113)
Πολλές ήταν και οι ανδραγαθίες των Ντρέδων και των Κοντοβουνήσιων κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές εξ αυτών.
Στις 10 Αυγ. 1821 έσωσαν τους Έλληνες που είχαν οχυρωθεί στην Αγουλινίτσα πολεμώντας ηρωικά με τους φοβερούς και ακαταμάχητους Λαλαίους. (Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 116-7)
Στην άλωση της Τριπολιτσάς εισεπήδησαν πρώτοι από την πύλη του Μυστρά μαζί με τον Π. Κεφάλα και τον Δημ. Παπατσώνη. (Ό.π., σ.122)
Κατά την πολιορκία της Παλαιάς Πάτρας στις 22 Μαρτίου 1822 οι Αρκάδιοι έσωσαν στη μάχη του Γηροκομείου τον Γενναίο Θ. Κολοκοτρώνη που είχε περικυκλωθεί από πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις. Όπως αναφέρει ο Γρηγοριάδης, οι Αρκαδινοί «ηρίστευσαν ευκλεώς» πολεμώντας για 6 ολόκληρες ώρες μόνοι σε ανοικτό πεδίο, όρθιοι και άνευ προμαχώνων. (Γρηγοριάδης, ό.π., σ.111)
Στη μάχη των Βασιλικών (Σικυώνος) στις 12-8- 1822 διέσωσαν και πάλι τον Γενναίο που κινδύνεψε, αφού κατεδιώκετο από 1000 πεζούς Τούρκους και 500 ιππείς. Επίσης, στη μάχη των Τρικόρφων, στις 23-6- 1825, ο Γενναίος διεσώθη ως εκ θαύματος καταφεύγοντας στους προμαχώνες των Αρκαδίων που πολεμούσαν λυσσωδώς κατά των επερχομένων εχθρών. (Γρηγοριάδης, ό.π., σ.141, 191)
Όπως γράφει ο Φωτάκος, στη μάχη που έγινε τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1822 στο φρούριο του Άργους «ανδραγάθησαν οι Αρκαδινοί με τον Ν. Πονηρόπουλον.
Οι ήρωες αυτοί έπεσαν μέσα εις τα Γκέγκικα ταμπούρια [των Τουρκαλβανών], τα οποία ήσαν κτιστά έως ένα ανάστημα ανθρώπου, και με τό στην ορμήν επήγαν να έμβουν μέσα, ώστε υπέρ τους είκοσι εκρεμάσθησαν διά να αναβούν επάνω εις τα ταμπούρια των Τούρκων, και εσκοτώθησαν». (Φωτάκος, ό.π., τ.Α, σ.270)
Ο Αθ. Γρηγοριά δης γράφει για τον ηρωισμό των Αρκαδινών στη μάχη των Δερβενακίων: «[...] οφείλεται δίκαιος έπαινος εις τους Αρκαδίους και τους Καρυτινούς οίτινες ωχυρωμένοι και μαχόμενοι εις τον Άγιον Σώστην διεκρίθησαν υπέρ πάντας, διά την ηρωικήν ανδρείαν, το εμπειροπόλεμον και την καρτερίαν των, συντελέσαντες εις την καλήν έκβασιν της εν Δερβενακίω μάχης». (Γρηγοριάδης, ό.π., σ.136)
Ακόμη και στις οδηγίες που έδωσε ο Γεώργιος Κουντουριώτης στον Γεώργιο Σκούρτη, τον πλοίαρχο που διόρισε αρχηγό του στρατού(!), θυμήθηκε τους γενναίους Αρκαδινούς, που τόσα είχαν υποφέρει εξαιτίας του κατά το 1824-1825. Γνωρίζοντας την ανδρεία και τα πολεμικά προτερήματα των Αρκαδινών τού συνέστησε: «Θέλεις φροντίσει να εκστρατεύσωσιν όσο το δυνατόν πλειότεροι Αρκάδιοι κατά του εχθρού». (Σπηλιάδης, ό.π., τ.Β, σ.258)
Στους Κοντοβουνήσιους υπολόγιζαν πάντοτε και οι κάτοικοι του τμήματος του Κάμπου, δηλαδή της πεδινής Τριφυλίας, όπως φαίνεται από έγγραφο που τους έστειλαν τέσσερις μέρες πριν από τη μάχη του Μανιακίου, στις 16 Μαΐου 1825. Με το έγγραφο αυτό ενημέρωναν τους οπλαρχηγούς των Κοντοβουνίων, ότι από τις πληροφορίες που είχαν, ο Ιμπραήμ σκόπευε να κινηθεί στις 18 Μαΐου προς τα Φιλιατρά και την Κυπαρισσία και τους καλούσαν σε βοήθεια. Άφηναν σε αυτούς εξ ολοκλήρου την πρωτοβουλία και τον χειρισμό της κρίσιμης κατάστασης λέγοντάς τους «να μας φανερώσετε εάν έχετε γνώμην να μας βοθήσετε και να κατεβούν το άρματα εις ετούτα τα μέρη, είτε και αλλού, όθεν κριθή εύλογον [...]». (ΓΑΚ, Εκτελ., φ.89, αρ. εγγρ. 144 πρώτη δημοσίευση από τον Σωτ. Αθανασιάδη στο περιοδ. Τριφυλιακή Εστία, τ. 13-4, Ιαν.-Μάρ. 1977, σ. 37-8)


Δημήτριος Μουγγός συγγραφέας
Ντρέδες και Κοντοβουνήσιοι. Ο καλύτερος στρατός του '21
Στο "Ντρέδες. Στην πρώτη γραμμή της Ελληνικής Παλιγγενεσίας"






Printfriendly