.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Ομηρική Άνθεια: Ένα σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο.


Η λοφοσειρά "Ελληνικά", που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης- Καλαμάτας, βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας- Ανθείας και 10 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας.Στην λοφοσειρά έχουν ανασκαφεί εκτεταμένα Μυκηναϊκά νεκροταφεία (Μεσοελλαδικοί τύμβοι, -2200, ένας Βασιλικού μεγέθους Θολωτός τάφος, -1600, και συστάδα 25 μνημειωδών θαλαμωτών τάφων, -1400. Το εντυπωσιακό αυτό ταφικό σύνολο, που απέδωσε πλούσια και σπουδαία ευρήματα, ταυτίζετε με την Ομηρική Άνθεια και υπήρξε ένα πολυάνθρωπο και σημαντικό κέντρο της Προϊστορικής εποχής στην γη της Μεσσηνίας.



Η  αρχαιολογική θέση [1]
Το λοφοσειρά των Ελληνικών Ανθείας βρίσκεται περίπου 10 χιλιόμετρα, βόρεια της Καλαμάτας, στην ανατολική πλευρά επιμήκους ράχης, η δυτική πλευρά της οποίας βαίνει παράλληλα με την νέα Εθνική οδό Αθηνών-Καλαμάτας. Η λοφοσειρά των Ελληνικών, γνωστή και ως Παλαιόκαστρο, έχει μήκος 1.500 περίπου μέτρα (Β-Ν) και μέγιστο πλάτος (Α-Δ) 350 περίπου μέτρα. Η θέση, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 140- 190μ., είχε στην αρχαιότητα αμυντικό και στρατηγικό χαρακτήρα καθώς επόπτευε προς τα δυτικά την εύφορη πεδιάδα του κάτω Παμίσου, ενώ προς τα βορειοανατολικά έλεγχε τη διαδρομή προς τη Λακωνία μέσω της οροσειράς του Ταϋγέτου, από την οποία χωρίζεται στα ανατολικά με βαθύ φαράγγι, που σχηματίζει ο χείμαρρος Ξερίλας. 
Η λοφοσειρά των Ελληνικών, η οποία έχει προσανατολισμό Β-Ν, αποτελείται από διαφορετικά και διαδοχικά υψώματα που συνδέονται με διάσελα και βυθίσματα του εδάφους, όχι εκτεταμένων διαστάσεων. Κάθε ύψωμα σχηματίζει στην κορυφή οροπέδιο μεταβλητής έκτασης και περιορίζεται από κατωφέρειες που έχουν κάποιες φορές μεγάλη και απότομη κλίση. Η περιοχή καλλιεργείται με ελαιόδεντρα και χαρακτηρίζεται από μια πυκνή σειρά χαμηλών τεχνικών ανδήρων, εκτός από τις περιοχές που έμειναν ακαλλιέργητες λόγω της παρουσίας σημαντικών φυσικών εμποδίων (διανοίξεις, προεξοχές βράχων, τοπικές κατολισθήσεις κλπ.). Σε αυτές τις περιοχές κυριαρχεί η παρουσία πεύκων, θάμνων και βάτων. Η παρουσία άλλων ειδών βλάστησης είναι περιορισμένη. Τα άνδηρα αποτελούν τον προεξέχοντα σκελετό του τοπίου. Πρόκειται σε πολλές περιπτώσεις για κατασκευές υψηλής χρονολόγησης, όπως μαρτυρούν αρκετές τοιχοποιίες που ακόμη και σήμερα υποστηρίζουν αυτά τα επίπεδα με την απότομη διαφορά ύψους.
Είναι προφανές το φαινόμενο επιβίωσής τους στο σημερινό οικονομικό-παραγωγικό σχεδιασμό.
Από γεωλογική άποψη η ράχη των Ελληνικών ανήκει στο τμήμα που βρίσκεται πίσω από την πεδινή παραθαλάσσια ζώνη της Καλαμάτας, όπου οι ασβεστολιθικοί ορεινοί όγκοι, αποτέλεσμα τεκτονικών φαινομένων ακόμη και προσφάτων (1986), εμφανίζονται αποδιαρθρωμένοι και μετατοπισμένοι από πολυάριθμα ρήγματα. 


Ταύτιση. Ομηρική Άνθεια και  αρχαία Θουρία. [1]
O Παυσανίας ταυτίζει τη θέση με την Ομηρική Άνθεια, ενώ ο Στράβων με την Αίπεια, επειδή ήταν κτισμένη επάνω σε υψηλό λόφο (το επίθετο αιπύς σημαίνει υψηλός, απότομος). Η ευρύτερη περιοχή θα μπορούσε να ονομασθεί Άνθεια βαθύλειμος, επίθετο που αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ιλ. Ι 151, 293) και που χαρακτηρίζει την εύφορη πεδιάδα της, την οποία διαρρέουν οι ποταμοί Άρις και Πάμισος.
Στη βορειότερο ύψωμα της ράχης βρίσκονται τα λείψανα της ταυτισμένης με επιγραφικές μαρτυρίες αρχαίας Θουρίας, η οποία στους Ιστορικούς χρόνους, πριν από την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης, ήταν η σημαντικότερη πόλη της Μεσσηνίας και η δεύτερη μετά το -369. Στο νοτιότερο και χαμηλότερο άκρο του υψώματος έχει πιστοποιηθεί εκτεταμένη προϊστορική εγκατάσταση, η οποία πιθανότατα συνέχιζε και βορειότερα μέχρι την ακρόπολη των Κλασικών χρόνων, θέση κατάλληλη για μυκηναϊκή ακρόπολη. Λόγω όμως της έντονης κατοίκησης του χώρου κατά τους Ιστορικούς χρόνους δεν έχουν βρεθεί ίχνη μυκηναϊκής κατοίκησης στην περιοχή.
Από αρχαιολογική άποψη η περιοχή ταυτίζεται από αρκετούς μελετητές με το Λεύκτρο των κειμένων των πινακίδων της Γραμμικής Β΄ Γραφής, τη δεύτερη πρωτεύουσα του βασιλείου του Ανακτόρου του Νέστορος, ενώ πρόσφατα η θέση ταυτίστηκε από τον Bennet και με το pu-ro ra-u-ra-ti-jo, επαρχιακή πρωτεύουσα, σύμφωνα με την πινακίδα Fp της Γραμμικής Β. Από τη λοφοσειρά των Ελληνικών, η οποία παρουσιάζει εμφανείς τοπογραφικές ομοιότητες με αυτή του Εγκλιανού, είναι ορατή η Αγία Κυριακή, η υψηλότερη κορυφή του όρους Αιγάλεω (a3-ko-r/Aigol), το οποίο αποτελούσε το όριο ανάμεσα στις δύο επαρχίες του βασιλείου του Νέστορος.


Η ζωή στην Άνθεια συνεχίστηκε μέχρι και το -700 περίπου όταν καταλαμβάνετε από τος Σπαρτιάτες μετά το τέλος του Α΄ Μεσσηνιακού πολέμου, οπότε μετονομάζετε σε Θουρία
Το ύψωμα Ελληνικά ευρίσκεται ανατολικώς του χωρίου Αίπεια, της κοινότητας Ανθείας, της επαρχίας Καλαμών. Το βόρειο άκρο του, καλούμενον Παλαιόκαστρον, αποτελούσε την ακρόπολη της αρχαίας Θουρίας και απέχει τρία (3) χιλιόμετρα βορείως του σημερινού χωρίου Θουρία.
Στο ύψωμα αυτό έχουν αναφερθεί περίπου είκοσι πέντε (25) θαλαμωτοί τάφοι που χρονολογούνται στα -1400 έως -1200 και βρίσκονται νοτίως του Παλαιοκάστρου.
Εκτός από τους θαλαμωτούς τάφους, έχει ανασκαφεί και ο θολωτός τάφος της Αιπείας- Άνθειας. Ο τάφος ευρίσκεται περίπου 600μ. δυτικώς των θαλαμωτών, κατά την δυτική κλιτύ των Ελληνικών, και μάλιστα σε πολύ χαμηλό σημείο εν σχέσει προς την ακρόπολη της κλασικής Θουρίας και τις συστάδες των θαλαμωτών τάφων. Το σημείο, στο οποίο ευρίσκεται ο τάφος, έχει εξαιρετική θέα προς την πεδιάδα του Άριος και περαιτέρω νοτιώτερον προς τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Ανατολικά του Μυκηναϊκού νεκροταφείο έχουν ανασκαφεί ταφικοί τύμβοι της Μεσοελλαδικής εποχής,(-2200).


Η Προϊστορική κατοίκηση των Ελληνικών [2]
Οι θέσεις της Προϊστορικής κατοίκησης στην λοφοσειρά των Ελληνικών εντοπίστηκαν από τους Αμερικανούς αρχαιολόγους William A. McDonald και Richard Hope Simpson οι οποίοι διενήργησαν επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες στην Μεσσηνία στην περίοδο 1961- 68.[2]
Ο οικισμός της Πρωτοελλαδικής εποχής εντοπίζεται σε ένα πλάτωμα διαστάσεων 90μ.Χ 70μ που βρίσκεται στα Δ. από την Ν. απόληξη της λοφοσειράς των Ελληνικών. Ένα μονοπάτι οδηγεί στην πηγή "πίσω βρύση". Στην Ν. πλευρά του μονοπατιού αλλά και γύρω από την πηγή εντοπίζεται επίσης ΠΕ κεραμεική. Σχετικά με την κεραμική οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι αναφέρουν: "The pottery noted is mainly of EH II date. There are rims and bases of sauceboats and shallow bowls in both Urfirnis and mottled ware. The former has orange clay and the characteristic streaky red or brown surface, the latter pink, yellow, orange and silvery gray wash. Fabric is thin and delicate and slightly raised ring bases and uncurved rims pre dominate. Coarse wares are normally of reddish brown clay. Shapes include small jars, large jars with round belly and large flat loop handle, and bowls of gritty micaceous fabric with both vertical and horizontal handles. In general, the material here is very similar to that found at Glykorizi-Aristodhimion and it is typical of EH II in the Peloponnese."
Στην ΜΕ και ΥΕ εποχή η εγκατάσταση εντοπίζεται στο πλάτωμα στην Ν. άκρη της λοφοσειράς των Ελληνικών ενώ υπάρχει και πληθώρα κεραμικών αποτμημάτων και στις Δ. πλαγιές του πλατώματος. Η συνολική έκταση της θέσης είναι 400μ.Χ 150μ. με κατεύθυνση Β.-Ν. ενώ δεν αποκλείετε η εγκατάσταση να επεκτεινόταν και στις Δ. πλαγιές. Σχετικά με την κεραμική οι Αμερικανοί αναφέρουν:
"Of particular interest is the occurrence of a gray Minyan sherd, since this ware seems to be uncommon in Messenia. A fragment from a long-stemmed kylix with lincar bands in lustrous orange paint may be as early as LH IIIA. Several sherds from kylikes and deep bowls are LH IIIB, and some with duller paint could be LH IIIC. The predominant examples of coarse ware are frag. ments of pithoi in oatmeal" fabric and of jars with pinched handles, hard gritty fabric and orangebrown surface."
Σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου αλλά και σε τάφους βρέθηκε κεραμική των Πρωτογεωμετρικών χρόνων κατατάσσοντας έτσι τα Ελληνικά στις σχετικά λίγες Μεσσηνιακές θέσεις που εξακολουθούν να κατοικούνται και στην μεταβατική περίοδο μετά την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου, τους λεγόμενους "Σκοτεινούς αιώνες". Η μελέτη αυτής της κεραμικής έδειξε διασυνδέσεις με την κεντρική Ελλάδα.[3]


Μεσοελλαδικοί τύμβοι, θέση Καστρούλια [4] [5]
Η θέση Καστρούλια ευρίσκεται πλησίον του δημοτικού διαμερίσματος Κάτω Αμφείας, του Δήμου Θουρίας, σε ύψωμα Α- ΒΑ της νεκρόπολης των Ελληνικών, από την οποία χωρίζεται διαμέσου του ποταμού Ξερίλα. Στο ύψωμα αυτό ανεσκάφησαν από την, δύο ταφικοί τύμβοι, οι οποίοι χρονολογούνται στην ΜΕΙ περίοδο, -2200.
Μεταξύ των ευρημάτων, τα οποία συνόδευαν την ασύλητη γυναικεία ταφή στον Τύμβο ΙΙ, αναφέρομε χαρακτηριστικώς τους τέσσαρες μικρούς χάλκινους διπλούς πελέκεις, οι οποίοι μάλιστα διασώζουν και τμήμα του σκοινιού, με το οποίο συνδέονταν μεταξύ τους σε κάθετη σειρά, ώστε να φοριούνται ως περίαπτο. Σημειώνομε εδώ ότι και η συλημένη κεντρική ταφή του τύμβου Ι έφερε χάλκινους πελέκεις ως περίαπτο.
Μεταξύ των κεραμεικών ευρημάτων της ασύλητης γυναικείας ταφής 2 του τύμβου ΙΙ, αξίζει να επισημάνομε τον μεγάλο ασκό με θαυμάσια αμαυρόχρωμη διακόσμηση, αγγείο πιθανόν εισηγμένο από την ευρύτερη περιοχή της Αίγινας και τέλος, την πρόχου με οριζόντιες πλαστικές ραβδώσεις στον ώμο, ίσως εισηγμένη από την Μεσαρά Κρήτης.
Η υπόλοιπη κεραμεική αποτελείται από χαρακτηριστικά ΜΕ τεφρά μινύεια αγγεία, όπως δίωτους δικωνικούς σκύφους, δέπατα αμφικύπελλα, κανθάρους και πυριατήριο με εγχάρακτη και στικτή διακόσμηση. Επίσης, από την ίδια ταφή προέρχονται δύο πήλινα σφονδύλια με εγχάρακτη διακόσμηση. Στον ίδιο τύμβο, η ανδρική ταφή 3 συνοδευόταν από χάλκινο μαχαίρι και μικρό χάλκινο εγχειρίδιο, καθώς και πέντε αγγεία της πρώιμης ΜΕ περιόδου.
Ο τύμβος ΙΙ περιείχε τρεις (3) μεμονωμένους ενταφιασμούς: η ταφή 1 ανήκε σε παιδί, η ταφή 2 σε γυναίκα και η ταφή 3 σε άνδρα. Πρόκειται πιθανόν για τα μέλη της ιδίας οικογενείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ταφές 2 και 3 συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα, γεγονός σπάνιο μεταξύ των πρώιμων ΜΕ ταφών σε τύμβους και αποτελούν τις πιο πλούσιες ταφές της ΜΕΙ- ΙΙ περιόδου, τις οποίες γνωρίζομε έως τώρα από την Μεσσηνία.
Και οι δύο τύμβοι Ι και ΙΙ χρονολογούνται στην ΜΕΙ περιόδο, ενώ η χρήση τους φαίνεται να περιορίζεται αποκλειστικώς στην χρονική αυτή περίοδο, καθώς δεν διαπιστώθηκαν ίχνη ενταφιασμών στις επόμενες εποχές.


Τα αρχαιολογικά δεδομένα του τύμβου II στα Καστρούλια είναι πάρα πολύ σημαντικά. Στούς τάφους υπήρχαν πλούσια ή θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολύ πλούσια και σημαντικά κτερίσματα, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο για τύμβους της ΜΕΙ περιόδου. Οι τάφοι 2 και 3 του τύμβου II είναι οι πλουσιότερες ταφές της ΜΕΙ- ΙΙ περιόδου που είναι μέχρι στιγμής γνωστά στην Μεσσηνία.
Στον τάφο 2, κοντά στο κέντρο του τύμβου, είναι θαμμένη μια γυναίκα υψηλής κοινωνικής θέσης, ίσως μια Ιέρεια ή "Αρχόντισσα". Η γυναικεία ταφή στον εξαιρετικά πλούσιο τάφο 2 του τύμβου ΙΙ είναι κτερισμένη με ένα πλήρες σύνολο οικιακών σκευών, που εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για γιορτές και δεξιώσεις κατά τη διάρκεια της ζωής της θανούσης. Το λαιμό της νεκρής στόλιζαν χάλκινες ψήφοι περιδέραιου, μία σφαιρική ψήφος από ορεία κρύσταλλο και ένα περιδέραιο αποτελούμενο από διπλούς χάλκινους πέλεκες.


Ο Θολωτός τάφος [1]
Εκτός από τους θαλαμωτούς τάφους, έχει ανασκαφεί και ο θολωτός τάφος της Αιπείας- Άνθειας. Ο τάφος ευρίσκεται περίπου 600μ. δυτικώς των θαλαμωτών, κατά την δυτική κλιτύ των Ελληνικών, και μάλιστα σε πολύ χαμηλό σημείο εν σχέσει προς την ακρόπολη της κλασικής Θουρίας και τις συστάδες των θαλαμωτών τάφων. Το σημείο, στο οποίο ευρίσκεται ο τάφος, έχει εξαιρετική θέα προς την πεδιάδα του Άριος και περαιτέρω νοτιώτερον προς τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Τον θολωτό τάφο ερεύνησε αρχικώς ο καθηγητής Γ.Σ. Κορρές κατά τα έτη 1984- 1988 και, εν συνεχεία, ανέσκαψε πλήρως ο Α. Λιάγκουρας.
Θεωρείται ο καλύτερα κτισμένος θολωτός τάφος της ΝΔ. Πελοποννήσου, μαζί με τον θολωτό τάφο 1 της Περιστεριάς και χρονολογείτε στα -1600.
Ο μεγάλων διαστάσεων θάλαμος διαμέτρου 10,50μ. σώζεται σε μέγιστο ύψος 10,25μ. Μολονότι ο τάφος είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα, τα ευρήματα της ανασκαφής ήταν εξαιρετικά πλούσια: χρυσά κοσμήματα και χρυσοί σφραγιδοδακτύλιοι, πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντοστούν και άλλες πολύτιμες ύλες.


Οι Θαλαμωτοί τάφοι

Στο ύψωμα αυτό έχουν αναφερθεί περίπου είκοσι πέντε (25) θαλαμωτοί τάφοι, οι οποίοι ευρίσκονται νοτίως του Παλαιοκάστρου. Οι περισσότεροι τάφοι ανήκουν στην ΥΕΙΙΙ περίοδο, -1400 έως -1200.
Το νεκροταφείο αυτό είναι το μεγαλύτερο στο είδος του στο Μεσσηνιακό χώρο μετά από αυτό των Βολιμιδιών της Χώρας και σε συνάρτηση με τον ηγεμονικό και πλούσιο σε ευρήματα θολωτό τάφο της "Ράχης", ανήκε σε εκτεταμένη και σπουδαία μυκηναϊκή πόλη.
Οι θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι οφείλουν το χαρακτηρισμό τους στο γεγονός ότι το κύριο γνώρισμα τους είναι ο ταφικός «θάλαμος», στο δάπεδο ή σε ταφικό λάκκο του οποίου το­ποθετούνταν οι ταφές και όχι σε θόλο, όπως στους θολωτούς. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά είδη των ταφικών μνημείων είναι ότι οι θολωτοί τάφοι είναι χτιστοί, ενώ οι θαλαμωτοί σκαλισμένοι σε μαλακά πετρώμα­τα βράχων ή λόφων που βρίσκονταν κοντά στους οικισμούς.
Ως προς την κατασκευή τους, οι θαλαμωτοί τάφοι των Ελληνικών ξεχωρίζουν από τους λοιπούς της Μεσσηνίας για τις, κατά κανόνα, μεγάλες διαστάσεις, τη μνη­μειώδη αρχιτεκτονική μορφή και ορισμένες ιδιομορφίες τους στην όλη δομή τους. Ορισμένες από αυτές είναι οι δίρριχτες οροφές, οι πλευρικοί θάλαμοι (που βρίσκονται αριστερά ή δεξιά ή και πίσω από τον κεντρικό θάλαμο) και τα λαξευ­τά θρανία (πεζούλια).
Σε δύο περιπτώσεις (τάφοι 6 και 13) υπάρχουν ίχνη αποτυπωμάτων που φανερώνουν τη χρήση ξύλινων ταφικών κλινών (φορείων) τα οποία χρησιμοποιούνταν κατά την μεταφορά και την απόθεση των νεκρών στο δάπεδο, τα ο­ποία σχημάτισαν αυτά κατά την απόθεση και παραμονή τους. Ξεχωριστή είναι ο τάφος 13 λόγου της διακοσμημένης πρόσοψής του.
Ως προς τη διαδικασία του ενταφιασμού σε περίπτωση που οι οικείοι του νεκρού επιθυμούσαν να παραμείνει απείρα­χτη η προηγούμενη ταφή, δίπλα σε πλευρικό τοίχωμα της θόλου ή του κεντρι­κού θαλάμου των θαλαμωτών τάφων, άνοιγαν έναν πλευρικό θάλαμο. Αλλιώς μάζευαν τα οστά του προηγούμενου νεκρού και τα κτερίσματά του και τα απόθεταν σε διπλανό ταφικό λάκκο στο δάπεδο του θαλάμου.


Προγονολατρεία [1]
Το νεκροταφείο των θαλαμωτών τάφων είχε χρησιμοποιηθεί κατά τη ΠΓ περίοδο για ταφές και ενδεχομένως για τη λατρεία των προγόνων. Η λατρεία αυτή, αν όντως λάμβανε χώρα, ίσως αποτελούσε συνέχεια του μυκηναϊκού εθίμου τίμησης και λατρείας των προγόνων ή πιθανόν καθιερώθηκε από τους κατοίκους της περιοχής κατά την ΠΓ περίοδο, που στη Μεσσηνία χρονολογείται από το -1075 έως το -830 περίπου. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για την τέλεση ταφικής λατρείας ενδεχομένως από τις ίδιες οικογένειες των οποίων οι πρόγονοι είχαν ενταφιασθεί στο νεκροταφείο. Το γεγονός αυτό, αν ισχύει, υποδηλώνει ότι και μετά τη πτώση των Μυκηναϊκών ανακτόρων και την επακόλουθη κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού μεγάλο τμήμα του αυτόχθονος πληθυσμού παρέμεινε στη περιοχή της ΝΑ Πελοποννήσου και συνέχισε την παράδοση, τα ήθη και έθιμά του. 
Όσον αφορά στο θολωτό τάφο Ανθείας, η ενάσκηση της προγονολατρείας πιθανόν καθιερώθηκε στους Γεωμετρικούς χρόνους και ενδεχομένως σχετίζεται με την Σπαρτιατική εισβολή και τη γενικότερη αναστάτωση και ένταση της εποχής. Συνεπώς, η ιδέα ότι οι κάτοικοι της περιοχής επισκέπτονταν τον τάφο των προγόνων τους, στην προκείμενη περίπτωση το θολωτό τάφο, προκειμένου να αναζητήσουν βοήθεια και να αντλήσουν δύναμη από τους ήρωες του ενδόξου παρελθόντος για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό από τα ανατολικά, δε θα πρέπει να αγνοηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η εναπόθεση αγγείων, πήλινων ειδωλίων και αναθηματικών πλακιδίων, πρωτίστως στο θολωτό τάφο Ανθείας και ενδεχομένως στους θαλαμωτούς τάφους των Ελληνικών, κυρίως την περίοδο αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ίσως απηχεί την ανάγκη των κατοίκων της περιοχής για τη σύνδεσή τους με το ηρωικό παρελθόν, την αναζήτηση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας.


Ιστορικοί χρόνοι και Αρχαία Θουρία [6]
Οι κατακτητές Λακεδαιμόνιοι εγκαταστάθηκαν στον τόπο κατά το τελευταίο τέταρτο του -8ου αιώνα και φαίνεται ότι από τότε το νέο όνομα «Θουρία», άρχισε να εκτοπίζει το Μυκηναϊκό τοπωνύμιο.
Στην κλασική εποχή η Θουρία έγινε «περίοικος» πόλη, καθώς οι Μεσσήνιοι κάτοικοί της, που υπήρξαν έμπιστοι των Λακεδαιμονίων απολάμβαναν κάποιων προνομίων έναντι των άλλων Μεσσηνίων υποτελών.
Στο σεισμό του -464 οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να αποδεσμευθούν από τους Σπαρτιάτες και αφού προσεταιρίστηκαν τους Μεσσηνίους είλωτες κατέφυγαν και οχυρώθηκαν στην Ιθώμη. Όμως ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Μεσσηνία και να μεταφερθούν στη Ναύπακτο με τη βοήθεια των Αθηναίων.
Μετά την ίδρυση της Μεσσήνης, η Θουρία αποτέλεσε μέλος της ελεύθερης Μεσσηνιακής πολιτείας. Μάλιστα σε ένα σημαντικό ψήφισμα γραμμένο σε οπισθόγραφη στήλη που βρέθηκε στην πόλη, γίνεται διευθέτηση των συνόρων της με τη Μεγαλόπολη, υπό τη διαιτησία της Πάτρας. Η στήλη, που χρονολογείται γύρω στο -180, εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα.
Στα -182 η Θουρία μαζί με τις Φαρές και την Αβία αποσπάσθηκαν από τη Μεσσήνη και προσαρτήθηκαν ως ανεξάρτητες πόλεις στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου -31, ο Αύγουστος υπήγαγε τη Θουρία και πάλι στην κατοχή των Λακεδαιμονίων της Σπάρτης, ως τιμωρία, επειδή οι Μεσσήνιοι είχαν πάρει το μέρος του αντιπάλου του Αντωνίου.
Κατά την εποχή του Τιβερίου, -25 , όταν έγινε επαναοριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας, πιθανόν να αποδόθηκε και πάλι στους Μεσσήνιους μαζί με την περιοχή των Φαρών.
Όμως νομίσματα της Θουρίας, που κόπηκαν επί των πρώτων Σεβήρων, +193 έως +217, φέρουν τα αρχικά γράμματα των Λακεδαιμονίων, εμφανίζοντας τους Θουρεάτες ως Λακεδαίμονες.
Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε την περιοχή (+2ος αι.), ανέφερε ότι η πόλη από «ψηλά» είχε μεταφερθεί και εξαπλωθεί προς τα δυτικά, στις υπώρειες του λόφου. Τα επιβλητικά ερείπια των ρωμαϊκών θερμών στη θέση «Λουτρά», που σώζονται σε μεγάλο ύψος και σε άριστη κατάσταση διατήρησης στην περιοχή αυτή, επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες του περιηγητή.
Στην πόλη υπήρχαν πολλά ιερά , φαίνεται όμως ότι η Αθηνά ήταν ιδιαίτερα τιμώμενη θεότητα, αφού ο ιερέας της ήταν ο επώνυμος αξιωματούχος της πόλης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σε νομίσματα των Θουρεατών της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής απεικονίζεται η Αθηνά με κράνος, δόρυ στο αριστερό και φιάλη στο δεξί χέρι.

[1] Ευαγγελία Β. Μαλαπάνη: Η νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την Υστεροελλαδική περίοδο
[2] William A. McDonald και Richard Hope Simpson: Further Explorations in Southwestern Peloponnese: 1964-1968.
[3] W. D. Ε. Coulson: The Dark Age Pottery of Messenia
[4] Jörg Rambach. Investigations of two MH I Burial Mounds at Messenian Kastroulia (Near Ellinika, Ancient Thouria)
[5] Ξένη Αραπογιάννη. ΑΔ55 (2000) Σελ.: 280. ΑΔ56- 59 (2001- 2004) Σελ.: 405 ΑΔ56-59 (2001-2004) Σελ.: 423
Επίσης:
- "Αριστομένης ο Μεσσήνιος": 







Printfriendly